ΙΕΧΩΒΑ
(Ιεχωβά) [έμμεση ενεργητική διάθεση, μη τετελεσμένη κατάσταση, του εβρ. ρήματος χαβάχ (γίνομαι)· σημαίνει «Αυτός Κάνει να Γίνεται»].
Το προσωπικό όνομα του Θεού. (Ησ 42:8· 54:5) Παρά το ότι οι Γραφές αποδίδουν στον Ιεχωβά διάφορους περιγραφικούς τίτλους, όπως «Θεός», «Υπέρτατος Κύριος», «Δημιουργός», «Πατέρας», «ο Παντοδύναμος» και «ο Ύψιστος», τόσο η προσωπικότητά Του όσο και οι ιδιότητές Του—το ποιος είναι και το τι είναι—συγκεφαλαιώνονται απόλυτα σε αυτό το προσωπικό όνομα και εκφράζονται μόνο με αυτό.—Ψλ 83:18.
Η Σωστή Προφορά του Θεϊκού Ονόματος. Η πιο γνωστή προφορά του θεϊκού ονόματος είναι «Ιεχωβά», αν και η πλειονότητα των λογίων της εβραϊκής τάσσεται υπέρ της προφοράς «Γιαχβέ». Στα αρχαιότερα εβραϊκά χειρόγραφα το όνομα παριστάνεται με τέσσερα σύμφωνα, το κοινώς λεγόμενο Τετραγράμματο. Αυτά τα τέσσερα γράμματα יהוה (που γράφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά) μπορούν να μεταγραφούν στην ελληνική ως ΓΧΒΧ (ή ΙΧΒΧ).
Επομένως, τα εβραϊκά σύμφωνα του ονόματος είναι γνωστά. Το ερώτημα είναι: Ποια φωνήεντα συνδυάζονται με αυτά τα σύμφωνα; Η χρήση φωνηεντικών σημείων στην εβραϊκή δεν άρχισε παρά μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ. (Βλέπε ΕΒΡΑΪΚΗ [Αλφάβητο και Γραφή της Εβραϊκής].) Επιπλέον, εξαιτίας μιας θρησκευτικής δεισιδαιμονίας που είχε ξεκινήσει αιώνες νωρίτερα, τα φωνηεντικά σημεία που υπάρχουν στα εβραϊκά χειρόγραφα δεν παρέχουν διαφωτιστικά στοιχεία ως προς το ποια φωνήεντα συναπάρτιζαν κανονικά το θεϊκό όνομα.
Μια δεισιδαιμονία αποκρύπτει το όνομα. Από ένα σημείο και έπειτα, γεννήθηκε μεταξύ των Ιουδαίων η δεισιδαιμονική αντίληψη ότι ήταν κακό ακόμη και να προφέρει κανείς το θεϊκό όνομα (το οποίο αντιπροσωπευόταν από το Τετραγράμματο). Οι λόγοι που προβλήθηκαν αρχικά για να σταματήσει η χρήση του ονόματος δεν είναι γνωστοί με βεβαιότητα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομα θεωρούνταν πολύ ιερό για να το εκφέρουν ατελή χείλη. Ωστόσο, στις Εβραϊκές Γραφές δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι κάποιος από τους αληθινούς υπηρέτες του Θεού δίστασε ποτέ να προφέρει το όνομά του. Μη Βιβλικά εβραϊκά κείμενα, όπως οι λεγόμενες Επιστολές της Λαχείς, καταδεικνύουν ότι το όνομα χρησιμοποιούνταν στην κοινή επιστολογραφία στην Παλαιστίνη, στα τέλη του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, το ζητούμενο ήταν να αποφευχθεί η γνωστοποίηση του ονόματος στους άλλους λαούς που δεν ήταν Ιουδαίοι και η τυχόν κακή χρήση του ονόματος από μέρους τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ιεχωβά είπε ότι θα “έκανε το όνομά του να διακηρυχτεί σε όλη τη γη” (Εξ 9:16· παράβαλε 1Χρ 16:23, 24· Ψλ 113:3· Μαλ 1:11, 14), ώστε να το μάθουν ακόμη και οι αντίδικοί του. (Ησ 64:2) Στην πραγματικότητα, τα ειδωλολατρικά έθνη γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα τόσο στην εποχή πριν από την Κοινή μας Χρονολογία όσο και κατά τους πρώτους αιώνες της Κοινής μας Χρονολογίας. (Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια [The Jewish Encyclopedia], 1976, Τόμ. 12, σ. 119) Σύμφωνα με έναν άλλον ισχυρισμό, σκοπός ήταν η προστασία του ονόματος, ώστε να αποφεύγεται η χρήση του σε μαγικές τελετουργίες. Αν το σκεπτικό ήταν όντως αυτό, τότε ήταν αφελές εφόσον είναι φανερό ότι όσο πιο μυστηριώδες γινόταν το όνομα, λόγω του ότι είχε πάψει να χρησιμοποιείται, τόσο περισσότερο θα εξυπηρετούνταν οι σκοποί των μάγων.
Πότε επικράτησε η δεισιδαιμονία; Η ίδια αβεβαιότητα που καλύπτει το λόγο ή τους λόγους που προβλήθηκαν αρχικά προκειμένου να σταματήσει η χρήση του θεϊκού ονόματος καλύπτει και το πότε πραγματικά επικράτησε αυτή η δεισιδαιμονική αντίληψη. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ξεκίνησε μετά τη βαβυλωνιακή εξορία (607-537 Π.Κ.Χ.). Ωστόσο, αυτή η θεωρία στηρίζεται στην άποψη ότι οι τελευταίοι συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών δήθεν χρησιμοποιούσαν λιγότερο το όνομα αυτό, κάτι που δεν ευσταθεί. Για παράδειγμα, το βιβλίο του Μαλαχία ήταν προφανώς ένα από τα τελευταία βιβλία των Εβραϊκών Γραφών κατά σειρά συγγραφής (δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα Π.Κ.Χ.) και αποδίδει μεγάλη εξοχότητα στο θεϊκό όνομα.
Πολλά εγκυκλοπαιδικά συγγράμματα προβάλλουν την άποψη ότι το όνομα έπαψε να χρησιμοποιείται γύρω στο 300 Π.Κ.Χ. Στοιχείο υπέρ αυτής της χρονολογίας υποτίθεται ότι αποτελεί η απουσία του Τετραγράμματου (ή οποιασδήποτε μεταγραφής του) από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών η οποία άρχισε γύρω στο 280 Π.Κ.Χ. Είναι αλήθεια ότι στα πληρέστερα από τα γνωστά σε εμάς σήμερα χειρόγραφα που αποτελούν αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα ακολουθείται συστηματικά η τακτική της αντικατάστασης του Τετραγράμματου από τις λέξεις Κύριος ή Θεός. Ωστόσο, αυτά τα κύρια χειρόγραφα δεν χρονολογούνται νωρίτερα από τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα Κ.Χ. Αρχαιότερα αντίγραφα που έχουν ανακαλυφτεί, αν και σε αποσπασματική μορφή, αποδεικνύουν ότι τα πρώτα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιείχαν όντως το θεϊκό όνομα.
Σε αυτά συγκαταλέγεται ένας αποσπασματικά σωζόμενος πάπυρος—καταχωρισμένος ως Π. Φουάντ, Αρ. Καταλόγου 266—που περιέχει τμήμα του Δευτερονομίου. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 326) Εκεί το Τετραγράμματο χρησιμοποιείται κανονικά, γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες τετράγωνης γραφής, σε κάθε περίπτωση που εμφανίζεται στο μεταφραζόμενο εβραϊκό κείμενο. Οι λόγιοι ανάγουν αυτόν τον πάπυρο στον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ., πράγμα που σημαίνει ότι ο εν λόγω πάπυρος γράφτηκε τέσσερις με πέντε αιώνες νωρίτερα από τα προαναφερόμενα χειρόγραφα.—Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παράρτημα 1Γ.
Πότε πραγματικά έπαψαν οι Ιουδαίοι ως σύνολο να προφέρουν το προσωπικό όνομα του Θεού;
Επομένως, δεν υπάρχουν, τουλάχιστον σε γραπτή μορφή, βάσιμα στοιχεία που να πιστοποιούν τυχόν απάλειψη του θεϊκού ονόματος ή διακοπή της χρήσης του την εποχή Π.Κ.Χ. Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. παρουσιάζονται για πρώτη φορά δείγματα δεισιδαιμονικής στάσης απέναντι στο όνομα. Ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός προερχόμενος από ιερατική οικογένεια, στην αφήγησή του για την αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο, αναφέρει: «Τότε ο Θεός τού αποκάλυψε το όνομά Του, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε φτάσει στα αφτιά των ανθρώπων και για το οποίο δεν μου είναι επιτρεπτό να μιλήσω». (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Β΄, 276 [xii, 4]) Ωστόσο, η δήλωση του Ιώσηπου αφενός είναι ανακριβής ως προς το αν το θεϊκό όνομα ήταν γνωστό πριν από τον Μωυσή και αφετέρου είναι ασαφής, μη αποκαλύπτοντας ξεκάθαρα ποια ήταν η γενική στάση που επικρατούσε τον πρώτο αιώνα όσον αφορά την προφορά ή τη χρήση του θεϊκού ονόματος.
Το Ιουδαϊκό Μισνά, μια συλλογή ραβινικών διδασκαλιών και παραδόσεων, είναι κάπως πιο σαφές. Η σύνταξη του Μισνά αποδίδεται σε κάποιον ραβίνο, γνωστό με το όνομα Ιούδας ο Πρίγκιπας, ο οποίος έζησε το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. Ένα μέρος των περιεχομένων του Μισνά αναφέρεται σαφώς στις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της το 70 Κ.Χ. Ωστόσο, ένας λόγιος λέει σχετικά με το Μισνά: «Ο καθορισμός της ιστορικής αξίας που πρέπει να αποδοθεί σε οποιαδήποτε από τις παραδόσεις οι οποίες είναι καταγραμμένες στο Μισνά αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, το οποίο ίσως να προκάλεσε συσκότιση ή διαστρέβλωση στις μνήμες πολύ διαφορετικών εποχών, οι πολιτικές αναταραχές, οι ανακατατάξεις και η σύγχυση που επέφεραν οι δύο εξεγέρσεις και η διπλή ρωμαϊκή κατάκτηση, τα πρότυπα τα οποία υποληπτόταν η παράταξη των Φαρισαίων (των οποίων τις απόψεις απηχεί το Μισνά) και τα οποία δεν ταυτίζονταν με τα πρότυπα της παράταξης των Σαδδουκαίων . . .—αυτοί είναι παράγοντες των οποίων η βαρύτητα χρειάζεται να εκτιμηθεί προκειμένου να αξιολογηθεί ο χαρακτήρας των δηλώσεων του Μισνά. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος των περιεχομένων του Μισνά κινείται σε επίπεδο ακαδημαϊκής συζήτησης, που γίνεται χάριν της ίδιας της συζήτησης, και όχι (όπως φαίνεται) χάριν της καταγραφής των ιστορικών ηθών και εθίμων». (Το Μισνά [The Mishnah], μετάφραση [στην αγγλική] Χ. Ντάνμπι, Λονδίνο, 1954, σ. 14, 15) Ορισμένες από τις παραδόσεις του Μισνά γύρω από τη χρήση του θεϊκού ονόματος είναι οι ακόλουθες:
Σε σχέση με την ετήσια Ημέρα της Εξιλέωσης, το Μισνά, σε απόδοση του Ντάνμπι, αναφέρει: «Και όταν οι ιερείς και ο λαός που στέκονταν στην Αυλή του Ναού άκουγαν το Εκπεφρασμένο Όνομα να βγαίνει από το στόμα του Αρχιερέα, γονάτιζαν και προσκυνούσαν και έπεφταν με το πρόσωπο κάτω και έλεγαν: “Ευλογημένο το όνομα της δόξας της βασιλείας του στους αιώνες των αιώνων!”» (Γιομά 6:2) Στο Σοτά 7:6 διαβάζουμε σε σχέση με τις καθημερινές ευλογίες που εξέφεραν οι ιερείς: «Στο Ναό πρόφεραν το Όνομα ακριβώς όπως ήταν γραμμένο, αλλά στις επαρχίες πρόφεραν άλλη λέξη αντ’ αυτού». Στο Σάνχεδριν 7:5 αναφέρεται πως ο βλάσφημος δεν ήταν ένοχος “εκτός αν πρόφερε το Όνομα”, και πως όταν εκδικαζόταν κάποια υπόθεση βλασφημίας χρησιμοποιούνταν κάποιο υποκατάστατο όνομα μέχρι να ακουστούν όλες οι μαρτυρίες. Έπειτα ο βασικός μάρτυρας καλούνταν ιδιαιτέρως να “πει ακριβώς ό,τι είχε ακούσει”, χρησιμοποιώντας πιθανώς το θεϊκό όνομα. Στο Σάνχεδριν 10:1, όπου αναφέρεται ποιοι «δεν έχουν μερίδα στον ερχόμενο κόσμο», λέγεται: «Ο Αββά Σαούλ λέει: Επίσης, αυτός που προφέρει το Όνομα με τα κανονικά του γράμματα». Ωστόσο, παρά τις αρνητικές αυτές απόψεις, στο πρώτο μέρος του Μισνά υπάρχει επίσης η θετική προτροπή «να χαιρετάει κάποιος το συνάνθρωπό του [χρησιμοποιώντας] το Όνομα [του Θεού]», και στη συνέχεια παρατίθεται το παράδειγμα του Βοόζ (Ρθ 2:4).—Μπεραχότ 9:5.
Στο βαθμό στον οποίο μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτές τις παραδόσεις, ίσως διαπιστώνουμε κάποια δεισιδαιμονική τάση για αποφυγή της χρήσης του θεϊκού ονόματος κατά την περίοδο που προηγήθηκε της καταστροφής του ναού της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ. Ακόμη και έτσι, αναφέρεται καθαρά ότι οι ιερείς ήταν πρωτίστως αυτοί που χρησιμοποιούσαν κάποιο υποκατάστατο όνομα αντί του θεϊκού ονόματος, και αυτό μόνο στις επαρχίες. Επιπρόσθετα, η ιστορική αξία των παραδόσεων του Μισνά είναι αμφισβητήσιμη, όπως είδαμε.
Επομένως, δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία υπέρ της άποψης ότι η εξάπλωση της δεισιδαιμονικής αντίληψης που αξίωνε να σταματήσει η χρήση του θεϊκού ονόματος συντελέστηκε νωρίτερα από τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα Κ.Χ. Ωστόσο, έφτασε μια εποχή κατά την οποία όταν ο Ιουδαίος αναγνώστης διάβαζε το κείμενο των Εβραϊκών Γραφών στην πρωτότυπη γλώσσα, αντί να προφέρει το θεϊκό όνομα, το οποίο παριστανόταν από το Τετραγράμματο, το υποκαθιστούσε είτε με τη λέξη ’Αδονάι (Υπέρτατος Κύριος) είτε με τη λέξη ’Ελοχίμ (Θεός). Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός πως όταν άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα φωνηεντικά σημεία μετά τα μέσα της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., οι Ιουδαίοι αντιγραφείς παρενέβαλλαν στο Τετραγράμματο τα φωνηεντικά σημεία που αντιστοιχούσαν στις λέξεις ’Αδονάι ή ’Ελοχίμ, προφανώς για να προειδοποιούν τον αναγνώστη ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί εκείνες τις λέξεις αντί να προφέρει το θεϊκό όνομα. Βεβαίως, οι αναγνώστες μεταγενέστερων αντιγράφων της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα διαπίστωναν ότι το Τετραγράμματο είχε αντικατασταθεί εντελώς από τις λέξεις Κύριος και Θεός.—Βλέπε ΚΥΡΙΟΣ.
Μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες, όπως η λατινική Βουλγάτα, ακολούθησαν το παράδειγμα αυτών των μεταγενέστερων αντιγράφων της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Έτσι λοιπόν, η αγγλική Καθολική Μετάφραση Ντουαί (1609-1610), η οποία βασίζεται στη λατινική Βουλγάτα, δεν περιέχει το θεϊκό όνομα, ενώ η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου (1611) χρησιμοποιεί, με εξαίρεση τέσσερις περιπτώσεις, τις λέξεις ΚΥΡΙΟΣ ή ΘΕΟΣ (με κεφαλαία και μικρά κεφαλαία) για να αποδώσει το Τετραγράμματο στις Εβραϊκές Γραφές.
Ποια είναι η σωστή προφορά του ονόματος του Θεού;
Κατά το δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ. οι Ιουδαίοι λόγιοι καθιέρωσαν ένα σύστημα σημείων, τα οποία αντιστοιχούσαν στα φωνήεντα που έλειπαν από το συμφωνικό εβραϊκό κείμενο. Όταν επρόκειτο για το όνομα του Θεού, αντί να εισάγουν τα δικά του φωνηεντικά σημεία, έβαζαν άλλα φωνηεντικά σημεία, για να θυμίζουν στον αναγνώστη ότι έπρεπε να το προφέρει ’Αδονάι (που σημαίνει «Υπέρτατος Κύριος») ή ’Ελοχίμ (που σημαίνει «Θεός»).
Στον Κώδικα του Λένινγκραντ Β 19Α, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα Κ.Χ., τα φωνηεντικά σημεία που χρησιμοποιούνται για το Τετραγράμματο υποδεικνύουν τρόπους προφοράς όπως Γεχβάχ, Γεχβίχ και Γεχοβάχ. Στο Μασοριτικό κείμενο κατά την έκδοση του Γκίνσμπουργκ τα φωνηεντικά σημεία υποδεικνύουν την προφορά Γεχοβάχ για το θεϊκό όνομα. (Γε 3:14, υποσ.) Οι λόγιοι της εβραϊκής γενικά θεωρούν ότι η πλέον πιθανή προφορά είναι «Γιαχβέ». Υπογραμμίζουν ότι η συντετμημένη μορφή του ονόματος είναι Γιαχ, όπως εμφανίζεται στο εδάφιο Ψαλμός 89:8, αλλά και στην έκφραση Χαλελου-Γιαχ (που σημαίνει «Αινείτε τον Γιαχ!»). (Ψλ 104:35· 150:1, 6) Επίσης, οι τύποι Γεχόχ, Γιω, Γιαχ και Γιάχου, οι οποίοι υπάρχουν στους εβραϊκούς τύπους των ονομάτων Ιεχωσαφάτ, Ιωσαφάτ, Σεφατίας, καθώς και άλλων, μπορούν όλοι να αναχθούν στον τύπο Γιαχβέ. Οι ελληνικές μεταγραφές του ονόματος που αποδίδονται σε κάποιους Χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Κ.Χ. υποδεικνύουν ανάλογη κατεύθυνση—πρόκειται για μεταγραφές όπως Ιαβέ και Ιαουέ, των οποίων η προφορά θυμίζει τον τύπο «Γιαχβέ». Παρ’ όλα αυτά, κάθε άλλο παρά ομοφωνία υπάρχει μεταξύ των λογίων σε αυτό το θέμα, δεδομένου ότι κάποιοι προτιμούν άλλους τύπους όπως «Γιαχουβά», «Γιαχουάχ» ή «Γεχουάχ».
Εφόσον προς το παρόν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την προφορά του ονόματος, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουμε τον ευρέως γνωστό τύπο «Ιεχωβά» χάριν κάποιου άλλου προτεινόμενου τύπου. Αν γινόταν μια τέτοια αλλαγή, τότε για λόγους συνέπειας θα έπρεπε να αλλάξει η γραφή και η προφορά πολλών άλλων Βιβλικών ονομάτων: το όνομα Ιερεμίας θα έπρεπε να αλλάξει σε Γιρμεγιάχ, το όνομα Ησαΐας σε Γεσα‛γιάχου, και το όνομα Ιησούς θα έπρεπε να γίνει Γεχοσούα‛ (όπως ήταν στην εβραϊκή). Ο σκοπός των λέξεων είναι να μεταδίδουν έννοιες. Το όνομα «Ιεχωβά» προσδιορίζει τον αληθινό Θεό, μεταδίδοντας αυτή την έννοια σήμερα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προτεινόμενη εναλλακτική εκδοχή.
Η Σπουδαιότητα του Ονόματος. Πολλοί σύγχρονοι λόγιοι και μεταφραστές της Αγίας Γραφής τάσσονται υπέρ της παράδοσης που προασπίζει την απάλειψη του διακριτού ονόματος του Θεού. Όχι μόνο ισχυρίζονται ότι η ανεπιβεβαίωτη προφορά του ονόματος δικαιολογεί μια τέτοια τακτική, αλλά και διακρατούν την άποψη ότι, εφόσον ο αληθινός Θεός είναι υπέρτατος και μοναδικός, δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Αυτή η άποψη δεν υποστηρίζεται από τις θεόπνευστες Γραφές, είτε τις Γραφές της προχριστιανικής εποχής είτε τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές.
Το Τετραγράμματο εμφανίζεται 6.828 φορές στο εβραϊκό κείμενο των εκδόσεων Μπίμπλια Χεμπράικα (Biblia Hebraica) και Μπίμπλια Χεμπράικα Στουτγκαρτένσια (Biblia Hebraica Stuttgartensia). Στη Μετάφραση Νέου Κόσμου το θεϊκό όνομα εμφανίζεται 6.973 φορές στις Εβραϊκές Γραφές, διότι οι μεταφραστές έλαβαν υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία οι αντιγραφείς είχαν αντικαταστήσει το θεϊκό όνομα με τις λέξεις ’Αδονάι ή ’Ελοχίμ. (Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παραρτήματα 1Α, 1Β.) Και μόνο η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το εν λόγω όνομα πιστοποιεί τη σπουδαιότητα που έχει αυτό για τον Συγγραφέα της Αγίας Γραφής, στον οποίο ανήκει. Στις Γραφές χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τίτλο που του αποδίδεται, όπως είναι οι τίτλοι «Υπέρτατος Κύριος» ή «Θεός».
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι τόσο στις Εβραϊκές Γραφές όσο και μεταξύ των σημιτικών λαών προσδίδεται μεγάλη σπουδαιότητα στα ονόματα αυτά καθαυτά. Ο καθηγητής Τζ. Τ. Μάνλι τονίζει: «Μελετώντας τη λέξη “όνομα” στην Π[αλαιά] Δ[ιαθήκη] ανακαλύπτουμε πόσο πολλά σημαίνει στην εβραϊκή. Το όνομα δεν είναι μια απλή ετικέτα, αλλά χαρακτηρίζει την ίδια την προσωπικότητα εκείνου στον οποίο ανήκει. . . . Όταν κάποιος θέτει το “όνομά” του σε κάποιο αντικείμενο ή σε κάποιο άλλο άτομο, αυτά περιέρχονται στην επιρροή του και στην προστασία του».—Νέο Λεξικό της Αγίας Γραφής (New Bible Dictionary), επιμέλεια Τζ. Ντ. Ντάγκλας, 1985, σ. 430· παράβαλε Ταλμούδ για Όλους (Everyman’s Talmud), του Α. Κοέν, 1949, σ. 24· Γε 27:36· 1Σα 25:25· Ψλ 20:1· Παρ 22:1· βλέπε ΟΝΟΜΑ.
Οι λέξεις «Θεός» και «Πατέρας» δεν είναι διακριτές. Ο τίτλος «Θεός» δεν είναι ούτε προσωπικός ούτε διακριτός (κάποιος μπορεί να κάνει θεό ακόμη και την κοιλιά του· Φλπ 3:19). Στις Εβραϊκές Γραφές η ίδια λέξη (’Ελοχίμ) που χρησιμοποιείται για τον Ιεχωβά, τον αληθινό Θεό, χρησιμοποιείται και για ψεύτικους θεούς, όπως ο φιλισταϊκός θεός Δαγών (Κρ 16:23, 24· 1Σα 5:7) και ο ασσυριακός θεός Νισρώκ. (2Βα 19:37) Το να πει ένας Εβραίος σε έναν Φιλισταίο ή σε έναν Ασσύριο ότι λάτρευε τον «Θεό [’Ελοχίμ]» προφανώς δεν αρκούσε για να προσδιορίσει την ταυτότητα του Προσώπου στο οποίο απηύθυνε τη λατρεία του.
Το Αυτοκρατορικό Λεξικό της Βίβλου (The Imperial Bible-Dictionary) στα λήμματα που αναφέρονται στον Ιεχωβά καταδεικνύει εύστοχα τη διαφορά μεταξύ του ’Ελοχίμ (Θεού) και του Ιεχωβά. Σχετικά με το όνομα «Ιεχωβά» λέει: «Παντού εμφανίζεται ως κύριο όνομα, προσδιορίζοντας τον προσωπικό Θεό και μόνο αυτόν. Αντίθετα, η λέξη Ελοχίμ έχει περισσότερο το χαρακτήρα του κοινού ουσιαστικού το οποίο συνήθως προσδιορίζει όντως τον Υπέρτατο, όχι όμως απαραιτήτως ούτε ανεξαιρέτως. . . . Ένας Εβραίος μπορεί να πει ο Ελοχίμ [χρησιμοποιώντας το οριστικό άρθρο] για να εννοήσει τον αληθινό Θεό σε αντιδιαστολή με όλους τους ψεύτικους θεούς. Δεν χρησιμοποιεί, όμως, ποτέ το οριστικό άρθρο για να ορίσει τον Ιεχωβά, επειδή Ιεχωβά είναι το όνομα του αληθινού Θεού μόνο. Λέει ξανά και ξανά “ο Θεός μου” . . . , αλλά ποτέ “ο Ιεχωβά μου”, διότι όταν λέει “ο Θεός μου” εννοεί τον Ιεχωβά. Μιλάει για τον Θεό του Ισραήλ, αλλά ποτέ για τον Ιεχωβά του Ισραήλ, επειδή δεν υπάρχει άλλος Ιεχωβά. Μιλάει για τον ζωντανό Θεό, αλλά ποτέ για τον ζωντανό Ιεχωβά, διότι δεν μπορεί να διανοηθεί αλλιώς τον Ιεχωβά, παρά μόνο ζωντανό».—Επιμέλεια Π. Φέρμπερν, Λονδίνο, 1874, Τόμ. 1, σ. 856.
Τα ίδια ισχύουν και για τη λέξη Θεός του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Αυτή η λέξη χρησιμοποιούνταν τόσο για τον αληθινό Θεό όσο και για ειδωλολατρικούς θεούς όπως ο Δίας και ο Ερμής. (Παράβαλε Πρ 14:11-15.) Τα λόγια του Παύλου στα εδάφια 1 Κορινθίους 8:4-6 δίνουν την πραγματική εικόνα: «Διότι ακόμη και αν υπάρχουν εκείνοι που αποκαλούνται “θεοί”, είτε στον ουρανό είτε στη γη, όπως υπάρχουν πολλοί “θεοί” και πολλοί “κύριοι”, για εμάς, όμως, υπάρχει ένας Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο είναι τα πάντα, και εμείς για αυτόν». Η πίστη σε πολλούς θεούς, λόγω της οποίας είναι ζωτικό να γίνεται διάκριση ανάμεσα στον αληθινό Θεό και σε αυτούς, υπάρχει ακόμη και σήμερα στον 21ο αιώνα.
Τα λόγια του Παύλου «ένας Θεός, ο Πατέρας» δεν σημαίνουν ότι το όνομα του αληθινού Θεού είναι «Πατέρας», διότι ο προσδιορισμός «πατέρας» εφαρμόζεται επίσης σε κάθε ανθρώπινο άρρενα γονέα, καθώς και σε άλλους άρρενες που αποκαλούνται πατέρες με διαφορετική έννοια. (Ρω 4:11, 16· 1Κο 4:15) Ο Μεσσίας έχει τον τίτλο «Αιώνιος Πατέρας». (Ησ 9:6) Ο Ιησούς αποκάλεσε τον Σατανά «πατέρα» κάποιων εχθρών του που διακατέχονταν από δολοφονικές διαθέσεις. (Ιωα 8:44) Η λέξη αυτή χρησιμοποιούνταν και για τους θεούς των εθνών: ο θεός Δίας των Ελλήνων παρουσιάζεται ως ο μεγάλος πατέρας θεός στα ομηρικά έπη. Το ότι ο «Θεός, ο Πατέρας» έχει όνομα, διαφορετικό από αυτό του Γιου του, φαίνεται σε πολλά εδάφια. (Ματ 28:19· Απ 3:12· 14:1) Ο Παύλος γνώριζε το προσωπικό όνομα του Θεού, Ιεχωβά, το οποίο εμφανίζεται στην αφήγηση της Γένεσης περί δημιουργίας, από όπου παρέθεσε στα συγγράμματά του. Το όνομα «Ιεχωβά» είναι αυτό το οποίο κάνει μοναδικό τον “Θεό, τον Πατέρα” (παράβαλε Ησ 64:8), παρεμποδίζοντας έτσι κάθε προσπάθεια συγκερασμού ή σύμμειξης της ταυτότητάς του και της προσωπικότητάς του με την ταυτότητα και την προσωπικότητα οποιουδήποτε άλλου που ίσως φέρει τον τίτλο «θεός» ή «πατέρας».
Δεν είναι θεός αποκλειστικά ενός έθνους. Ο Ιεχωβά αποκαλείται «ο Θεός του Ισραήλ» και “ο Θεός των προπατόρων τους”. (1Χρ 17:24· Εξ 3:16) Ωστόσο, αυτή η στενή συσχέτιση με τους Εβραίους και με το έθνος του Ισραήλ δεν είναι λόγος να περιορίσουμε αυτό το όνομα, θεωρώντας ότι αντιπροσωπεύει το θεό ενός έθνους και μόνο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος έγραψε: «Μήπως ο Θεός είναι των Ιουδαίων μόνο; Δεν είναι και των εθνικών; Ναι, και των εθνικών». (Ρω 3:29) Ο Ιεχωβά δεν είναι μόνο «ο Θεός όλης της γης» (Ησ 54:5), αλλά και ο Θεός του σύμπαντος, “ο Δημιουργός του ουρανού και της γης”. (Ψλ 124:8) Η διαθήκη που είχε συνάψει ο Ιεχωβά με τον Αβραάμ, σχεδόν 2.000 χρόνια πριν από την εποχή του Παύλου, υποσχόταν ευλογίες για τους λαούς όλων των εθνών, σε εκδήλωση του ενδιαφέροντος του Θεού για όλη την ανθρωπότητα.—Γε 12:1-3· παράβαλε Πρ 10:34, 35· 11:18.
Ο Ιεχωβά Θεός απέρριψε τελικά το άπιστο έθνος του σαρκικού Ισραήλ. Ωστόσο, το όνομά του επρόκειτο να παραμείνει στο νέο έθνος του πνευματικού Ισραήλ, στη Χριστιανική εκκλησία, ακόμη και όταν εκείνο το νέο έθνος άρχισε να δέχεται ως μέλη του μη Ιουδαίους. Γι’ αυτό και ο μαθητής Ιάκωβος, προεδρεύοντας σε μια Χριστιανική σύναξη στην Ιερουσαλήμ, είπε ότι ο Θεός «έστρεψε . . . την προσοχή του στα [μη Ιουδαϊκά] έθνη για να πάρει από αυτά έναν λαό για το όνομά του». Για να αποδείξει ότι αυτό είχε προφητευτεί, ο Ιάκωβος παρέθεσε στη συνέχεια μια προφητεία από το βιβλίο του Αμώς, όπου εμφανίζεται το όνομα του Ιεχωβά.—Πρ 15:2, 12-14· Αμ 9:11, 12.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Με βάση αυτά τα στοιχεία φαίνεται εξαιρετικά παράδοξο το γεγονός ότι τα σωζόμενα χειρόγραφα, που αποτελούν αντίγραφα του πρωτότυπου κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, δεν περιέχουν τον πλήρη τύπο του θεϊκού ονόματος. Λόγω αυτού, το όνομα απουσιάζει και από τις περισσότερες μεταφράσεις της λεγόμενης Καινής Διαθήκης. Στην πραγματικότητα, όμως, σε αυτά τα κείμενα εμφανίζεται ο συντετμημένος τύπος του ονόματος στην έκφραση «Αλληλούια» την οποία συναντάμε στα εδάφια Αποκάλυψη 19:1, 3, 4, 6 (ΒΑΜ, ΚΔΤΚ, ΛΧ, ΜΠΚ, ΤΚΔ). Η παρότρυνση «Αινείτε τον Γιαχ!» (ΜΝΚ), την οποία σύμφωνα με αυτά τα εδάφια απευθύνουν οι πνευματικοί γιοι του Θεού, καθιστά σαφές ότι το θεϊκό όνομα δεν είχε πέσει σε αχρησία. Εξακολουθούσε να βρίσκεται στο προσκήνιο και ήταν εξίσου ζωτικό όσο και κατά την προχριστιανική περίοδο. Με αυτά υπόψη, λοιπόν, γιατί απουσιάζει ο πλήρης τύπος του ονόματος από τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές;
Γιατί απουσιάζει ο πλήρης τύπος του θεϊκού ονόματος από όλα τα διαθέσιμα αρχαία χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών;
Επί μακρόν προβαλλόταν το επιχείρημα ότι οι θεόπνευστοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέθεταν από τις Εβραϊκές Γραφές χρησιμοποιώντας τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και ότι, εφόσον αυτή η μετάφραση είχε υποκαταστήσει το Τετραγράμματο με τις λέξεις Κύριος ή Θεός, οι συγγραφείς δεν χρησιμοποίησαν το όνομα Ιεχωβά. Όπως έχει καταδειχτεί, αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει πλέον. Ο Δρ Π. Καλ, σχολιάζοντας το γεγονός ότι τα αρχαιότερα σπαράγματα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιέχουν πράγματι το θεϊκό όνομα στην εβραϊκή μορφή του, αναφέρει: «Γνωρίζουμε πλέον ότι στο ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής [στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα], εφόσον αυτό γραφόταν από Ιουδαίους για Ιουδαίους, το Θεϊκό όνομα δεν αποδιδόταν με τη λέξη κύριος, αλλά σε αυτά τα χειρόγραφα διατηρούνταν το Τετραγράμματο με εβραϊκούς ή ελληνικούς χαρακτήρες. Οι Χριστιανοί ήταν αυτοί που αντικατέστησαν το Τετραγράμματο με τη λέξη κύριος, όταν το θεϊκό όνομα δεν ήταν πλέον κατανοητό όπως ήταν γραμμένο στην εβραϊκή». (Η Γκενίζα του Καΐρου [The Cairo Geniza], Οξφόρδη, 1959, σ. 222) Πότε συντελέστηκε αυτή η αλλαγή στις ελληνικές μεταφράσεις των Εβραϊκών Γραφών;
Προφανώς αυτή έλαβε χώρα κατά τους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατο του Ιησού και των αποστόλων του. Στην ελληνική μετάφραση του Ακύλα, η οποία χρονολογείται από το δεύτερο αιώνα Κ.Χ., το Τετραγράμματο υπήρχε ακόμη, γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες. Γύρω στο 245 Κ.Χ. ο διακεκριμένος λόγιος Ωριγένης συνέταξε το έργο Εξαπλά το οποίο περιείχε το κείμενο των θεόπνευστων Εβραϊκών Γραφών σε έξι στήλες, αποτελούμενες από: (1) το πρωτότυπο εβραϊκό και αραμαϊκό, σε συνδυασμό με (2) μια μεταγραφή του κειμένου στην ελληνική, καθώς και τις ελληνικές μεταφράσεις των (3) Ακύλα, (4) Συμμάχου, (5) Εβδομήκοντα και (6) Θεοδοτίωνος. Ο καθηγητής Γ. Γκ. Γουόντελ σχολιάζει τα εξής αναφορικά με τα στοιχεία που αντλούμε από τα σπαράγματα που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας: «Στα Εξαπλά του Ωριγένη . . . οι ελληνικές μεταφράσεις του Ακύλα, του Συμμάχου και των Εβδομήκοντα μετέγραφαν όλες το ΓΧΒΧ [יהוה] ως ΠΙΠΙ· στη δεύτερη στήλη των Εξαπλών, το Τετραγράμματο ήταν γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες». (Περιοδικό Θεολογικών Σπουδών [The Journal of Theological Studies], Οξφόρδη, Τόμ. 155, 1944, σ. 158, 159) Άλλοι πιστεύουν ότι στο πρωτότυπο κείμενο των Εξαπλών του Ωριγένη το Τετραγράμματο ήταν γραμμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες σε όλες τις στήλες του. Ο ίδιος ο Ωριγένης, σχολιάζοντας το εδάφιο Ψαλμός 2:2, δήλωσε ότι «στα ακριβέστερα χειρόγραφα ΤΟ ΟΝΟΜΑ εμφανίζεται με εβραϊκούς χαρακτήρες, αν και όχι με τους τωρινούς εβραϊκούς [χαρακτήρες], αλλά με τους αρχαιότερους».—Ελληνική Πατρολογία, Παρίσι, 1862, Τόμ. 12, στ. 1104.
Τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ., ο Ιερώνυμος, ο μεταφραστής της λατινικής Βουλγάτας, γράφει στον πρόλογο των βιβλίων Σαμουήλ και Βασιλέων: «Ακόμη και σήμερα συναντάμε σε ορισμένους ελληνικούς τόμους το όνομα του Θεού, το Τετραγράμματο [יהוה], γραμμένο με αρχαίους χαρακτήρες». Σε μια επιστολή που έγραψε ο Ιερώνυμος από τη Ρώμη το 384 Κ.Χ. δηλώνει: «Το ένατο [όνομα του Θεού] είναι το Τετραγράμματο, το οποίο θεωρούσαν ανεκφώνητον, δηλαδή απρόφερτο, και το οποίο γράφεται με τα γράμματα Ιώδ, Χε, Βάου, Χε [יהוה]. Λόγω της ομοιότητας των χαρακτήρων, ορισμένοι αδαείς συνήθιζαν να το διαβάζουν ΠΙΠΙ όταν το συναντούσαν σε ελληνικά βιβλία».—Ελληνικοί Βιβλικοί Πάπυροι (Papyrus Grecs Bibliques), του Φ. Ντυνάν, Κάιρο, 1966, σ. 47, υποσ. 4.
Επομένως, οι λεγόμενοι Χριστιανοί, οι οποίοι «αντικατέστησαν το Τετραγράμματο με τη λέξη κύριος» στα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, δεν ήταν οι πρώτοι μαθητές του Ιησού. Ήταν άτομα που έζησαν σε μεταγενέστερους αιώνες—όταν η προφητευμένη αποστασία είχε προχωρήσει αρκετά και είχε διαφθείρει τις αγνές Χριστιανικές διδασκαλίες.—2Θε 2:3· 1Τι 4:1.
Ο Ιησούς και οι μαθητές του χρησιμοποιούσαν το όνομα. Άρα λοιπόν, είναι απολύτως βέβαιο ότι στις ημέρες του Ιησού και των μαθητών του το θεϊκό όνομα υπήρχε στα Βιβλικά αντίγραφα, τόσο στα εβραϊκά όσο και στα ελληνικά χειρόγραφα. Χρησιμοποιούσαν ο Ιησούς και οι μαθητές του το θεϊκό όνομα στον προφορικό και στο γραπτό λόγο; Δεδομένου ότι ο Ιησούς καταδίκασε τις Φαρισαϊκές παραδόσεις (Ματ 15:1-9), θα ήταν εξαιρετικά παράλογο να συμπεράνουμε ότι ο Ιησούς και οι μαθητές του επέτρεψαν στις Φαρισαϊκές αντιλήψεις (όπως αυτές που είναι καταγραμμένες στο Μισνά) να τους καθοδηγήσουν σε αυτό το ζήτημα. Αυτό καθαυτό το όνομα του Ιησού σημαίνει «Ο Ιεχωβά είναι Σωτηρία». Ο ίδιος ο Ιησούς δήλωσε: «Εγώ έχω έρθει εξ ονόματος του Πατέρα μου». (Ιωα 5:43) Δίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχονται: «Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου». (Ματ 6:9) Είπε ότι έπραττε τα έργα του “στο όνομα του Πατέρα του”. (Ιωα 10:25) Καθώς προσευχόταν τη νύχτα που επρόκειτο να θανατωθεί, είπε ότι είχε φανερώσει το όνομα του Πατέρα του στους μαθητές του και παρακάλεσε: «Άγιε Πατέρα, φύλαξέ τους για χάρη του ονόματός σου». (Ιωα 17:6, 11, 12, 26) Κατόπιν τούτων είναι σίγουρο ότι ο Ιησούς δεν θα μπορούσε παρά να χρησιμοποιεί το θεϊκό όνομα Ιεχωβά όταν παρέθετε ή όταν διάβαζε από τις Εβραϊκές Γραφές. (Παράβαλε Ματ 4:4, 7, 10 με Δευ 8:3· 6:16· 6:13· επίσης Ματ 22:37 με Δευ 6:5· Ματ 22:44 με Ψλ 110:1· και Λου 4:16-21 με Ησ 61:1, 2.) Λογικά, οι μαθητές του Ιησού, συμπεριλαμβανομένων των θεόπνευστων συγγραφέων των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, θα πρέπει να τον μιμήθηκαν σε αυτό.
Γιατί, λοιπόν, λείπει το όνομα από τα σωζόμενα χειρόγραφα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ή αλλιώς της λεγόμενης Καινής Διαθήκης; Προφανώς διότι, όταν άρχισαν να παράγονται αυτά τα αντίγραφα (από τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. και μετά), το πρωτότυπο κείμενο των συγγραμμάτων των αποστόλων και των μαθητών είχε ήδη αλλοιωθεί. Άρα, μεταγενέστεροι αντιγραφείς αναμφίβολα αντικατέστησαν το θεϊκό όνομα, το Τετραγράμματο, με τις λέξεις Κύριος και Θεός. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 324) Όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα, αυτό ακριβώς συνέβη και με τα μεταγενέστερα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, που ήταν μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών.
Αποκατάσταση του θεϊκού ονόματος στη μετάφραση. Αναγνωρίζοντάς το αυτό, μερικοί μεταφραστές έχουν συμπεριλάβει το όνομα Ιεχωβά στις αποδόσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Το Εμφατικό Δίγλωττο του Μπέντζαμιν Γουίλσον, μια μετάφραση του 19ου αιώνα, περιέχει το όνομα Ιεχωβά αρκετές φορές, ιδιαίτερα στα σημεία όπου οι Χριστιανοί συγγραφείς παραθέτουν από τις Εβραϊκές Γραφές. Ήδη, όμως, από το 1533, με μια μετάφραση του Αντόν Μαργκαρίθα, το Τετραγράμματο είχε αρχίσει να εμφανίζεται σε μεταφράσεις των Χριστιανικών Γραφών στην εβραϊκή. Έκτοτε, σε ποικίλες άλλες παρόμοιες μεταφράσεις που έγιναν στην εβραϊκή γλώσσα, οι μεταφραστές χρησιμοποιούσαν το Τετραγράμματο στα σημεία όπου ο θεόπνευστος συγγραφέας παρέθετε κάποια περικοπή από τις Εβραϊκές Γραφές στην οποία υπήρχε το θεϊκό όνομα.
Αναφορικά με την ορθότητα αυτής της τακτικής, προσέξτε την ακόλουθη παραδοχή από μέρους του Ρ. Μπ. Γκέρντλστοουν, εκλιπόντος διευθυντή του Ουίκλιφ Χολ της Οξφόρδης. Η δήλωση έγινε προτού έρθουν στο φως τα χειρόγραφα που αποδεικνύουν ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα αρχικά περιείχε το όνομα Ιεχωβά. Ο Γκέρντλστοουν είπε: «Αν αυτή η μετάφραση [των Εβδομήκοντα] είχε διατηρήσει τη λέξη [Ιεχωβά] ή είχε έστω χρησιμοποιήσει άλλη ελληνική λέξη για το Ιεχωβά και άλλη για το Αδονάι, τότε αυτή η διάκριση θα είχε αναμφίβολα διατηρηθεί στις ομιλίες και στα επιχειρήματα που περιέχονται στην Κ. Δ. Συνεπώς, όταν ο Κύριός μας παρέθεσε από τον 110ο Ψαλμό, αντί να πει: “Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου”, ίσως να δήλωσε: “Είπε ο Ιεχωβά στον Αδονί”».
Αναπτύσσοντας το συλλογισμό του σε αυτή τη βάση (η οποία έχει πλέον επαληθευτεί από τα διαθέσιμα στοιχεία) προσθέτει: «Αν υποτεθεί ότι κάποιος Χριστιανός λόγιος αναλάμβανε να μεταφράσει την ελληνική Διαθήκη στην εβραϊκή, τότε κάθε φορά που συναντούσε τη λέξη Κύριος θα έπρεπε να εξετάσει αν υπάρχει κάτι στα συμφραζόμενα που να υποδηλώνει ποια ήταν στην πραγματικότητα η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη. Μάλιστα, αυτή η δυσκολία θα παρουσιαζόταν κατά τη μετάφραση της Κ. Δ. σε οποιαδήποτε γλώσσα, αν είχε διατηρηθεί ο τίτλος Ιεχωβά στη [Μετάφραση των Εβδομήκοντα της] Π. Δ. Οι Εβραϊκές Γραφές θα αποτελούσαν κριτήριο για πολλά χωρία. Έτσι λοιπόν, όπου εμφανίζεται η έκφραση “ο άγγελος του Κυρίου”, γνωρίζουμε ότι η λέξη Κύριος αναφέρεται στον Ιεχωβά. Ανάλογο θα ήταν το συμπέρασμα και για την έκφραση “ο λόγος του Κυρίου” αν ακολουθούσαμε το προηγούμενο που θέτει η Π. Δ. Το ίδιο ισχύει και για τον τίτλο “ο Κύριος των Στρατευμάτων”. Απεναντίας, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η έκφραση “ο Κύριός μου” ή “ο Κύριός μας”, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν θα ήταν παραδεκτή η λέξη Ιεχωβά και ότι θα ήταν επιβεβλημένη η χρήση των λέξεων Αδονάι ή Αδονί». (Συνώνυμα της Παλαιάς Διαθήκης [Synonyms of the Old Testament], 1897, σ. 43) Με αυτή τη βάση έγινε η επεξεργασία των μεταφράσεων των Ελληνικών Γραφών (που αναφέρονται νωρίτερα) οι οποίες περιέχουν το όνομα Ιεχωβά.
Από αυτή την άποψη ξεχωρίζει, ωστόσο, η Μετάφραση Νέου Κόσμου, η οποία χρησιμοποιείται σε όλο αυτό το έργο, και στην οποία ο τύπος «Ιεχωβά» του θεϊκού ονόματος εμφανίζεται 237 φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Όπως καταδείχτηκε, υπάρχει βάσιμο έρεισμα για κάτι τέτοιο.
Η Αρχική Χρήση του Ονόματος και η Σημασία Του. Τα εδάφια Έξοδος 3:13-16 και 6:3 παρερμηνεύονται συχνά από κάποιους οι οποίοι συμπεραίνουν ότι το όνομα του Ιεχωβά αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά στον Μωυσή λίγο πριν την Έξοδο από την Αίγυπτο. Είναι αλήθεια ότι ο Μωυσής έθεσε το ερώτημα: «Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι πηγαίνω στους γιους του Ισραήλ και τους λέω: “Ο Θεός των προπατόρων σας με έστειλε σε εσάς” και αυτοί μου λένε: “Ποιο είναι το όνομά του;” Τι θα τους πω;» Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Μωυσής ή οι Ισραηλίτες δεν γνώριζαν το όνομα του Ιεχωβά. Το ίδιο το όνομα της μητέρας του Μωυσή, Ιωχαβέδ, ενδεχομένως σημαίνει: «Ο Ιεχωβά Είναι Δόξα». (Εξ 6:20) Το ερώτημα του Μωυσή κατά πάσα πιθανότητα σχετιζόταν με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν οι γιοι του Ισραήλ. Επί πολλές δεκαετίες διατελούσαν υπό καθεστώς σκληρής δουλείας, χωρίς να διαφαίνεται ανακούφιση στον ορίζοντα. Πιθανότατα είχε εισχωρήσει ανάμεσά τους η αμφιβολία, η αποθάρρυνση και η ελλιπής πίστη στη δύναμη του Θεού και στο σκοπό που είχε να τους απελευθερώσει. (Υπόψη επίσης Ιεζ 20:7, 8.) Αν ο Μωυσής έλεγε απλώς ότι ερχόταν στο όνομα του «Θεού» (’Ελοχίμ) ή του «Υπέρτατου Κυρίου» (’Αδονάι), αυτό ίσως να μη σήμαινε πολλά για τους βασανισμένους Ισραηλίτες. Εκείνοι γνώριζαν ότι οι Αιγύπτιοι είχαν τους δικούς τους θεούς και κυρίους, και είναι βέβαιο ότι οι Αιγύπτιοι τους χλεύαζαν, ισχυριζόμενοι ότι οι δικοί τους θεοί ήταν ανώτεροι από τον Θεό των Ισραηλιτών.
Εξάλλου, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι τα ονόματα τότε είχαν νόημα—δεν ήταν απλώς «ετικέτες» για να ξεχωρίζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο Μωυσής γνώριζε ότι το όνομα του Άβραμ (που σημαίνει «Ο Πατέρας Είναι Υψηλός (Εξυψωμένος)») άλλαξε σε Αβραάμ (που σημαίνει «Πατέρας Πλήθους»), λόγω του σκοπού που είχε ο Θεός για τον Αβραάμ. Παρόμοια, το όνομα της Σαραΐ άλλαξε σε Σάρρα και το όνομα του Ιακώβ σε Ισραήλ. Σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις η αλλαγή του ονόματος αποκάλυπτε κάποιο θεμελιώδες, προφητικό στοιχείο σε σχέση με το σκοπό του Θεού για αυτά τα άτομα. Ο Μωυσής μπορεί κάλλιστα να είχε αναρωτηθεί αν ο Ιεχωβά επρόκειτο τώρα να αποκαλύψει τον εαυτό του με ένα νέο όνομα το οποίο θα έριχνε φως στο σκοπό που είχε για τον Ισραήλ. Το ότι ο Μωυσής θα πήγαινε στους Ισραηλίτες στο «όνομα» Εκείνου που τον έστειλε σήμαινε ότι ήταν εκπρόσωπος Εκείνου, και το πόσο μεγάλη θα ήταν η εξουσία με την οποία θα μιλούσε θα κρινόταν ή θα εξαρτόταν από το εν λόγω όνομα καθώς και από το τι αυτό αντιπροσώπευε. (Παράβαλε Εξ 23:20, 21· 1Σα 17:45.) Συνεπώς, η ερώτηση του Μωυσή είχε νόημα.
Η απάντηση του Θεού στην εβραϊκή ήταν: ’Εχγέχ ’Ασέρ ’Εχγέχ. Μερικές μεταφράσεις αποδίδουν αυτή την έκφραση με τα λόγια «ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ». Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι το εβραϊκό ρήμα χαγιάχ, του οποίου παράγωγο είναι η λέξη ’Εχγέχ, δεν σημαίνει απλώς «είμαι». Σημαίνει «γίνομαι» ή «αποδεικνύομαι». Το σημείο εδώ δεν είναι η αυθυπαρξία του Θεού, αλλά το τι Εκείνος προτίθεται να γίνει ως προς τους άλλους. Ορθά, λοιπόν, η Μετάφραση Νέου Κόσμου αποδίδει την παραπάνω εβραϊκή έκφραση ως: «ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ». Στη συνέχεια ο Ιεχωβά πρόσθεσε: «Αυτό θα πεις στους γιους του Ισραήλ: “Ο ΘΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΩ με έστειλε σε εσάς”».—Εξ 3:14, υποσ.
Το ότι αυτό δεν ισοδυναμούσε με αλλαγή του ονόματος του Θεού αλλά απλώς πρόσφερε περαιτέρω ενόραση στην προσωπικότητά του φαίνεται από τα επόμενα λόγια του: «Αυτό θα πεις στους γιους του Ισραήλ: “Ο Ιεχωβά, ο Θεός των προπατόρων σας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ, με έστειλε σε εσάς”. Αυτό είναι το όνομά μου στον αιώνα, αυτό και το ενθύμημά μου επί γενεές γενεών». (Εξ 3:15· παράβαλε Ψλ 135:13· Ωσ 12:5.) Το όνομα «Ιεχωβά» προέρχεται από ένα εβραϊκό ρήμα που σημαίνει «γίνομαι» και αρκετοί λόγιοι θεωρούν ότι το όνομα σημαίνει «Αυτός Κάνει να Γίνεται». Αυτός ο ορισμός ταιριάζει πολύ καλά με το ρόλο που έχει ο Ιεχωβά ως ο Δημιουργός των πάντων και ο Εκπληρωτής του σκοπού του. Μόνο ο αληθινός Θεός θα μπορούσε δικαιωματικά και αυθεντικά να κατέχει ένα τέτοιο όνομα.
Τα παραπάνω μας βοηθούν να κατανοήσουμε την έννοια μιας μεταγενέστερης δήλωσης του Ιεχωβά στον Μωυσή: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά. Και εμφανιζόμουν στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ ως Θεός Παντοδύναμος, αλλά ως προς το όνομά μου Ιεχωβά δεν έκανα τον εαυτό μου γνωστό σε αυτούς». (Εξ 6:2, 3) Εφόσον αυτοί οι πατριάρχες πρόγονοι του Μωυσή χρησιμοποίησαν σε πολλές περιπτώσεις το όνομα Ιεχωβά, ο Θεός προφανώς εννοούσε ότι είχε αποκαλυφτεί σε αυτούς με την ιδιότητά του ως Ιεχωβά μόνο κατά έναν περιορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όσοι γνώριζαν τον Άβραμ δεν θα μπορούσαν να πουν ότι τον είχαν γνωρίσει πράγματι ως Αβραάμ (δηλαδή «Πατέρα Πλήθους») ενόσω είχε μόνο έναν γιο, τον Ισμαήλ. Όταν, όμως, γεννήθηκε ο Ισαάκ και οι άλλοι γιοι του και άρχισαν και εκείνοι να αποκτούν απογόνους, το όνομα Αβραάμ προσέλαβε μεγαλύτερη σημασία και σπουδαιότητα. Παρόμοια, το όνομα Ιεχωβά επρόκειτο να προσλάβει τώρα περαιτέρω νόημα για τους Ισραηλίτες.
Κατά συνέπεια, «γνωρίζω» δεν σημαίνει απλώς «ξέρω» ή «έχω υπόψη μου» κάποιον ή κάτι. Ο ανόητος Νάβαλ γνώριζε το όνομα του Δαβίδ αλλά παρ’ όλα αυτά ρώτησε: «Ποιος είναι ο Δαβίδ;» εννοώντας: «Και τι είναι ο Δαβίδ;» (1Σα 25:9-11· παράβαλε 2Σα 8:13.) Αντίστοιχα, ο Φαραώ είχε πει στον Μωυσή: «Ποιος είναι ο Ιεχωβά ώστε να υπακούσω στη φωνή του και να εξαποστείλω τον Ισραήλ; Δεν γνωρίζω καθόλου τον Ιεχωβά ούτε και πρόκειται να εξαποστείλω τον Ισραήλ». (Εξ 5:1, 2) Ο Φαραώ προφανώς εννοούσε πως δεν γνώριζε ότι ο Ιεχωβά ήταν ο αληθινός Θεός ή ότι είχε εξουσία επί του βασιλιά της Αιγύπτου και των υποθέσεών του ούτε ότι ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να επιβάλει το θέλημά Του, το οποίο είχαν εξαγγείλει ο Μωυσής και ο Ααρών. Ωστόσο, τόσο ο Φαραώ όσο και ολόκληρη η Αίγυπτος—συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλιτών—επρόκειτο να γνωρίσουν τώρα την πραγματική σημασία αυτού του ονόματος, το πρόσωπο που αντιπροσώπευε. Όπως έδειξε ο Ιεχωβά στον Μωυσή, αυτό θα γινόταν όταν ο Θεός θα εκπλήρωνε το σκοπό Του αναφορικά με τον Ισραήλ, θα τον απελευθέρωνε και θα του χορηγούσε την Υποσχεμένη Γη, εκτελώντας έτσι τη διαθήκη που είχε συνάψει με τους προπάτορές τους. Ως εκ τούτου, όπως τους είπε ο Θεός: «Οπωσδήποτε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σας».—Εξ 6:4-8· βλέπε ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ.
Εύλογα, λοιπόν, ο Ντ. Χ. Γουέιρ, καθηγητής της εβραϊκής γλώσσας, λέει ότι όσοι ισχυρίζονται πως στα εδάφια Έξοδος 6:2, 3 αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά το όνομα Ιεχωβά, «δεν μελέτησαν [αυτά τα εδάφια] υπό το φως άλλων χωρίων. Ειδάλλως θα είχαν διακρίνει ότι η λέξη όνομα εδώ δεν σημαίνει τις δύο συλλαβές από τις οποίες αποτελείται η λέξη Ιεχωβά, αλλά την ιδέα που εκφράζει αυτή η λέξη. Όταν διαβάζουμε στον Ησαΐα, κεφ. 52:6: “Γι’ αυτό ο λαός μου θα γνωρίσει το όνομά μου”, ή στον Ιερεμία, κεφ. 16:21: “Θα γνωρίσουν ότι το όνομά μου είναι Ιεχωβά”, ή στους Ψαλμούς, Ψαλμ. 9 [10, 16]: “Όσοι γνωρίζουν το όνομά σου θα θέσουν την εμπιστοσύνη τους σε εσένα”, βλέπουμε αμέσως ότι το να γνωρίζουμε το όνομα του Ιεχωβά διαφέρει πολύ από το να γνωρίζουμε τα τέσσερα γράμματα από τα οποία αποτελείται. Σημαίνει να γνωρίζουμε εκ πείρας ότι ο Ιεχωβά είναι πράγματι ό,τι δηλώνει το όνομά του. (Παράβαλε επίσης Ησ. 19:20, 21· Ιεζ. 20:5, 9· 39:6, 7· Ψαλμ. 83 [18]· 89 [16]· 2 Χρον. 6:33.)»—Το Αυτοκρατορικό Λεξικό της Βίβλου, Τόμ. 1, σ. 856, 857.
Ήταν γνωστό στο πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι. Το όνομα Ιεχωβά δεν αποκαλύφτηκε για πρώτη φορά στον Μωυσή, διότι είναι βέβαιο ότι ο πρώτος άνθρωπος το γνώριζε. Το όνομα εμφανίζεται αρχικά στο θεϊκό Υπόμνημα, στο εδάφιο Γένεση 2:4, μετά την αφήγηση για τα δημιουργικά έργα του Θεού, και εκεί προσδιορίζει τον Δημιουργό των ουρανών και της γης ως “τον Ιεχωβά Θεό”. Είναι λογικό να πιστεύουμε ότι ο Ιεχωβά Θεός πληροφόρησε τον Αδάμ για αυτό το ιστορικό της δημιουργίας. Το υπόμνημα της Γένεσης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο, αλλά ούτε και διευκρινίζει αν ο Ιεχωβά αποκάλυψε την προέλευση της Εύας στον Αδάμ όταν εκείνος ξύπνησε. Παρ’ όλα αυτά, τα λόγια με τα οποία υποδέχτηκε ο Αδάμ την Εύα δείχνουν ότι είχε πληροφορηθεί με ποιον τρόπο την είχε πλάσει ο Θεός από το σώμα του ίδιου του Αδάμ. (Γε 2:21-23) Αναμφίβολα, υπήρχε ευρεία επικοινωνία ανάμεσα στον Ιεχωβά και στον επίγειο γιο του, παρότι δεν έχει καταγραφεί αυτή στο σύντομο υπόμνημα της Γένεσης.
Η Εύα είναι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που αναφέρεται συγκεκριμένα ότι χρησιμοποίησε το θεϊκό όνομα. (Γε 4:1) Προφανώς το είχε μάθει από το σύζυγο και κεφαλή της, τον Αδάμ, από τον οποίο είχε επίσης μάθει την εντολή του Θεού για το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού (παρότι και πάλι το υπόμνημα δεν αναφέρει άμεσα ότι ο Αδάμ τής μετέδωσε αυτή την πληροφορία).—Γε 2:16, 17· 3:2, 3.
Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΕΝΩΣ, η αρχή που έγινε στο «να επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά» στις ημέρες του Ενώς, εγγονού του Αδάμ, προφανώς δεν αφορούσε επικλήσεις που γίνονταν με πίστη και με τρόπο που είχε την επιδοκιμασία του Θεού. Και αυτό διότι, ανάμεσα στον Άβελ και στον Νώε, μόνο ο γιος του Ιάρεδ ο Ενώχ (και όχι ο Ενώς) αναφέρεται ότι «περπατούσε με τον αληθινό Θεό» πιστά. (Γε 4:26· 5:18, 22-24· Εβρ 11:4-7) Μέσω του Νώε και της οικογένειάς του, η γνώση για το θεϊκό όνομα συνέχισε να υπάρχει τόσο μετά τον κατακλυσμό όσο και έπειτα από τη διασπορά των λαών που έλαβε χώρα στον Πύργο της Βαβέλ, και έτσι μεταδόθηκε στον πατριάρχη Αβραάμ και στους απογόνους του.—Γε 9:26· 12:7, 8.
Το Πρόσωπο που Προσδιορίζεται από το Όνομα. Ο Ιεχωβά είναι ο Δημιουργός των πάντων, η μεγάλη Πρώτη Αιτία. Άρα είναι αυθύπαρκτος, δεν έχει αρχή. (Απ 4:11) «Ο αριθμός των ετών του είναι ανεξερεύνητος». (Ιωβ 36:26) Είναι αδύνατον να οριστεί κάποια ηλικία για τον Ιεχωβά, διότι δεν υπάρχει αφετηρία μέτρησης. Αν και δεν έχει ηλικία, αποκαλείται εύστοχα «ο Παλαιός των Ημερών», εφόσον η ύπαρξή του εκτείνεται στο άπειρο παρελθόν. (Δα 7:9, 13) Επίσης, το μέλλον του είναι ατελεύτητο (Απ 10:6), δεδομένου ότι είναι άφθαρτος, αθάνατος. Ως εκ τούτου, αποκαλείται “ο Βασιλιάς της αιωνιότητας” (1Τι 1:17), για τον οποίο χίλια χρόνια δεν είναι παρά σαν ολιγόωρη φυλακή της νύχτας.—Ψλ 90:2, 4· Ιερ 10:10· Αββ 1:12· Απ 15:3.
Παρότι δεν υπόκειται στο χρόνο, ο Ιεχωβά είναι κατ’ εξοχήν Θεός με ιστορική παρουσία, δεδομένου ότι συνδέει τον εαυτό του με συγκεκριμένες περιόδους, τοποθεσίες, πρόσωπα και γεγονότα. Στην πολιτεία του με το ανθρώπινο γένος έχει ακολουθήσει ακριβές χρονοδιάγραμμα. (Γε 15:13, 16· 17:21· Εξ 12:6-12· Γα 4:4) Επειδή η αιώνια ύπαρξή του είναι αδιαφιλονίκητη και αποτελεί το πλέον θεμελιώδες γεγονός στο σύμπαν, ορκίζεται σε αυτήν, λέγοντας: «Όσο βέβαιο είναι ότι εγώ ζω», εγγυώμενος έτσι την απόλυτη βασιμότητα των υποσχέσεών του και των προφητειών του. (Ιερ 22:24· Σοφ 2:9· Αρ 14:21, 28· Ησ 49:18) Άνθρωποι, επίσης, ορκίστηκαν στο γεγονός της ύπαρξης του Ιεχωβά. (Κρ 8:19· Ρθ 3:13) Μόνο οι ασύνετοι λένε: «Δεν υπάρχει Ιεχωβά».—Ψλ 14:1· 10:4.
Περιγραφές της παρουσίας του. Εφόσον είναι Πνεύμα, και οι άνθρωποι αδυνατούν να τον δουν (Ιωα 4:24), κάθε περιγραφή της μορφής του με ανθρώπινους όρους αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση την ασύγκριτη δόξα του. (Ησ 40:25, 26) Παρότι στην πραγματικότητα δεν είδαν τον Δημιουργό τους (Ιωα 1:18), ορισμένοι από τους υπηρέτες του είχαν θεόπνευστα οράματα των ουράνιων αυλών του. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφουν την παρουσία του αποπνέει, όχι μόνο μεγάλη αξιοπρέπεια και μεγαλοπρέπεια που εμπνέει δέος, αλλά και γαλήνη, ευταξία, ομορφιά και τερπνότητα.—Εξ 24:9-11· Ησ 6:1· Ιεζ 1:26-28· Δα 7:9· Απ 4:1-3· βλέπε επίσης Ψλ 96:4-6.
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, σε αυτές τις περιγραφές χρησιμοποιούνται μεταφορές και παρομοιώσεις που παραβάλλουν τη μορφή του Ιεχωβά με πράγματα γνωστά στους ανθρώπους, όπως είναι οι πολύτιμες πέτρες, η φωτιά, το ουράνιο τόξο. Μάλιστα, του αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αν και μερικοί λόγιοι δημιουργούν μεγάλο ζήτημα με τις λεγόμενες ανθρωπομορφικές εκφράσεις που υπάρχουν στην Αγία Γραφή—εκφράσεις όπως «τα μάτια», «τα αφτιά», «το πρόσωπο» (1Πε 3:12), “ο βραχίονας” (Ιεζ 20:33), “το δεξί χέρι” (Εξ 15:6) του Θεού και ούτω καθεξής—είναι προφανές ότι αυτές οι εκφράσεις καθίστανται αναγκαίες προκειμένου να είναι η περιγραφή κατανοητή στους ανθρώπους. Αν ο Ιεχωβά Θεός περιέγραφε τον εαυτό του με πνευματικούς όρους, θα ήταν σαν να έδινε περίπλοκες αλγεβρικές εξισώσεις σε άτομα που δεν έχουν παρά τις απολύτως στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών ή σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει τα χρώματα σε κάποιον εκ γενετής τυφλό.—Ιωβ 37:23, 24.
Επομένως, οι λεγόμενοι ανθρωπομορφισμοί δεν πρέπει να εννοούνται ποτέ κυριολεκτικά, κατ’ αναλογία με άλλες μεταφορικές εκφράσεις που χαρακτηρίζουν τον Θεό “ήλιο”, «ασπίδα» ή «Βράχο». (Ψλ 84:11· Δευ 32:4, 31) Η όραση του Ιεχωβά (Γε 16:13), ανόμοια με την όραση των ανθρώπων, δεν εξαρτάται από τις ακτίνες του φωτός, και έτσι ο Ιεχωβά μπορεί να δει πράξεις που γίνονται ακόμη και μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. (Ψλ 139:1, 7-12· Εβρ 4:13) Η όρασή του καλύπτει όλη τη γη. (Παρ 15:3) Ο Ιεχωβά δεν χρειάζεται ειδικό εξοπλισμό προκειμένου να δει το αναπτυσσόμενο έμβρυο μέσα στην ανθρώπινη μήτρα. (Ψλ 139:15, 16) Η ακοή του επίσης δεν εξαρτάται από τα ηχητικά κύματα στην ατμόσφαιρα, καθώς εκείνος μπορεί να «ακούσει» ακόμη και σιωπηλές εκφράσεις μέσα στην καρδιά. (Ψλ 19:14) Ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να υπολογίσει ούτε την έκταση του αχανούς υλικού σύμπαντος. Παρ’ όλα αυτά, οι φυσικοί ουρανοί δεν περιέχουν ούτε περικλείουν τον τόπο κατοικίας του Θεού—πόσο λιγότερο κάποιος επίγειος οίκος ή ναός. (1Βα 8:27· Ψλ 148:13) Μέσω του Μωυσή, ο Ιεχωβά έδωσε ειδική προειδοποίηση στο έθνος του Ισραήλ να μη φτιάξει καμιά εικόνα Του, με τη μορφή αρσενικού ή οποιουδήποτε πλάσματος. (Δευ 4:15-18) Έτσι λοιπόν, αν και στο υπόμνημα του Λουκά υπάρχει μια δήλωση του Ιησού ότι εξέβαλλε δαίμονες «μέσω του δαχτύλου του Θεού», το υπόμνημα του Ματθαίου δείχνει ότι ο Ιησούς αναφερόταν στο “πνεύμα του Θεού”, δηλαδή στην ενεργό δύναμή του.—Λου 11:20· Ματ 12:28· παράβαλε Ιερ 27:5 και Γε 1:2.
Οι προσωπικές ιδιότητές του αποκαλύπτονται στη δημιουργία. Ορισμένες πτυχές της προσωπικότητας του Ιεχωβά αποκαλύπτονται μέσα από τα δημιουργικά έργα που έκανε, ακόμη και πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου. (Ρω 1:20) Αυτή καθαυτή η πράξη της δημιουργίας αποκαλύπτει την αγάπη του. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Ιεχωβά είναι αυτάρκης και δεν στερείται κανενός πράγματος. Έτσι λοιπόν, παρότι δημιούργησε εκατοντάδες εκατομμύρια πνευματικούς γιους, κανείς τους δεν μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε στη γνώση του ή να συνεισφέρει κάποιο επιθυμητό συναίσθημα ή ιδιότητα που δεν κατείχε ήδη Εκείνος σε υπέρτερο βαθμό.—Δα 7:9, 10· Εβρ 12:22· Ησ 40:13, 14· Ρω 11:33, 34.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι ο Ιεχωβά δεν βρίσκει ευχαρίστηση στα πλάσματά του. Εφόσον ο άνθρωπος πλάστηκε «κατά την εικόνα του Θεού» (Γε 1:27), συνάγεται ότι η χαρά που αντλεί ένας ανθρώπινος πατέρας από το παιδί του, ιδιαίτερα όταν το παιδί τον αγαπάει και ενεργεί σοφά, αντικατοπτρίζει τη χαρά που αντλεί ο Ιεχωβά από τα νοήμονα πλάσματά του τα οποία Τον αγαπούν και Τον υπηρετούν σοφά. (Παρ 27:11· Ματ 3:17· 12:18) Αυτή η ευχαρίστηση είναι απόρροια όχι κάποιας υλικής ή φυσικής ωφέλειας αλλά του γεγονότος ότι τα πλάσματά του προσκολλώνται πρόθυμα στους δίκαιους κανόνες του και δείχνουν ανιδιοτέλεια και γενναιοδωρία. (1Χρ 29:14-17· Ψλ 50:7-15· 147:10, 11· Εβρ 13:16) Αντίθετα, όσοι ακολουθούν εσφαλμένη πορεία και περιφρονούν την αγάπη του Ιεχωβά, οι οποίοι επισύρουν όνειδος στο όνομά του και προκαλούν αμείλικτα βάσανα στους άλλους, φέρνουν «λύπη στην καρδιά» του Ιεχωβά.—Γε 6:5-8· Ψλ 78:36-41· Εβρ 10:38.
Ο Ιεχωβά χαίρεται επίσης να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις που διαθέτει, είτε δημιουργώντας είτε με άλλον τρόπο, και τα έργα του διαπνέονται πάντοτε από κάποιον ουσιαστικό σκοπό και από καλό κίνητρο. (Ψλ 135:3-6· Ησ 46:10, 11· 55:10, 11) Ως ο Γενναιόδωρος Δότης “κάθε καλού δώρου και κάθε τέλειου δωρήματος”, ευαρεστείται να ανταμείβει τους πιστούς γιους του και τις πιστές κόρες του με ευλογίες. (Ιακ 1:5, 17· Ψλ 35:27· 84:11, 12· 149:4) Ωστόσο, παρότι είναι Θεός που διακρίνεται από θέρμη και συναίσθημα, είναι σαφές ότι η ευτυχία του δεν εξαρτάται από τα πλάσματά του και ότι δεν θυσιάζει τις δίκαιες αρχές του χάριν συναισθηματισμών.
Επίσης, ο Ιεχωβά έδειξε αγάπη χαρίζοντας στον πνευματικό Γιο του τον οποίο δημιούργησε πρώτο το προνόμιο να μετάσχει μαζί του σε όλα τα υπόλοιπα δημιουργικά έργα, τόσο τα πνευματικά όσο και τα υλικά, γνωστοποιώντας μάλιστα μεγαλόψυχα αυτό το γεγονός, το οποίο συνεπάγεται τιμή για τον Γιο του. (Γε 1:26· Κολ 1:15-17) Δεν φοβήθηκε αδύναμα, λοιπόν, την πιθανότητα του ανταγωνισμού αλλά αντ’ αυτού επέδειξε πλήρη πεποίθηση στη δικαιωματική Κυριαρχία του (Εξ 15:11), καθώς και στην οσιότητα και αφοσίωση του Γιου του. Παραχωρεί στους πνευματικούς γιους του σχετική ελευθερία στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, και μάλιστα τους επιτρέπει σε κάποιες περιπτώσεις να εκφράσουν τις απόψεις τους για το πώς θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας συγκεκριμένους διορισμούς.—1Βα 22:19-22.
Όπως κατέδειξε ο απόστολος Παύλος, οι αόρατες ιδιότητες του Ιεχωβά γίνονται επίσης φανερές μέσα από την υλική δημιουργία του. (Ρω 1:19, 20) Η απεριόριστη δύναμή του καθηλώνει τη φαντασία, καθώς τεράστιοι γαλαξίες αποτελούμενοι από δισεκατομμύρια άστρα δεν είναι παρά “έργο των δαχτύλων του” (Ψλ 8:1, 3, 4· 19:1), και ο πλούτος της σοφίας που έχει επιδείξει είναι τέτοιος ώστε, ακόμη και ύστερα από χιλιάδες χρόνια έρευνας και μελέτης, η κατανόηση που έχουν αποκτήσει οι άνθρωποι για τη φυσική δημιουργία δεν είναι παρά «ψίθυρος», συγκρινόμενος με μια κραταιά βροντή. (Ιωβ 26:14· Ψλ 92:5· Εκ 3:11) Το δημιουργικό έργο του Ιεχωβά σε σχέση με τον πλανήτη Γη χαρακτηρίστηκε από λογική τάξη καθώς ακολούθησε συγκεκριμένο πρόγραμμα (Γε 1:2-31) και κατέστησε τη γη—όπως την αποκάλεσαν οι αστροναύτες στον 20ό αιώνα—στολίδι στο διάστημα.
Όπως αποκαλύφτηκε στον άνθρωπο στην Εδέμ. Ως τι είδους πρόσωπο αποκάλυψε ο Ιεχωβά τον εαυτό του στα πρώτα ανθρώπινα παιδιά του; Είναι βέβαιο ότι η τελειότητα του Αδάμ θα τον υποχρέωνε να συμφωνήσει με τα λόγια που είπε μεταγενέστερα ο ψαλμωδός: «Θα σε εξυμνώ επειδή με φοβερό και θαυμαστό τρόπο είμαι πλασμένος. Θαυμαστά είναι τα έργα σου, όπως γνωρίζει πολύ καλά η ψυχή μου». (Ψλ 139:14) Το ίδιο του το σώμα—του οποίου η πολυδιάστατη λειτουργικότητα ήταν τόσο αξιοσημείωτη, συγκρινόμενη με αυτήν των υπόλοιπων επίγειων πλασμάτων—αλλά και όσα τον περιέβαλλαν έδιναν στον άνθρωπο κάθε λόγο να αισθάνεται δέος και σεβασμό για τον Δημιουργό του. Κάθε καινούριο πουλί, ζώο και ψάρι, κάθε διαφορετικό φυτό, λουλούδι και δέντρο και κάθε χωράφι, δάσος, βουνό, κοιλάδα και ποτάμι που έβλεπε ο άνθρωπος, όλα του εντύπωναν το βάθος και το εύρος της σοφίας του Πατέρα του, καθώς και την πολυσύνθετη φύση της προσωπικότητας του Ιεχωβά, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τη μεγάλη ποικιλία των δημιουργικών του έργων. (Γε 2:7-9· παράβαλε Ψλ 104:8-24.) Όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου—η όραση, η ακοή, η γεύση, η όσφρηση και η αφή—θα τροφοδοτούσαν τη δεκτική διάνοιά του με αποδείξεις που μαρτυρούσαν έναν εξαιρετικά γενναιόδωρο και στοχαστικό Δημιουργό.
Δεν παραβλέφθηκαν ούτε οι διανοητικές ανάγκες του Αδάμ, η ανάγκη που είχε για συνομιλία και συντροφιά, καθώς ο Πατέρας του τού προμήθευσε ένα νοήμον αντίστοιχό του, τη γυναίκα. (Γε 2:18-23) Και οι δύο μπορεί κάλλιστα να έψαλαν στον Ιεχωβά όπως ο ψαλμωδός: «Χαρά μέχρι χορτασμού συνοδεύει το πρόσωπό σου· τερπνότητα είναι στα δεξιά σου για πάντα». (Ψλ 16:8, 11) Έχοντας γίνει αποδέκτες τόσης αγάπης, ο Αδάμ και η Εύα θα έπρεπε οπωσδήποτε να είχαν διακρίνει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», η πηγή και το υπέρτατο παράδειγμα αγάπης.—1Ιω 4:16, 19.
Το σημαντικότερο είναι ότι ο Ιεχωβά Θεός φρόντισε για τις πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου. Ο Πατέρας του Αδάμ αποκάλυψε τον εαυτό Του στον ανθρώπινο γιο του, επικοινωνώντας μαζί του και αναθέτοντάς του θεόδοτους διορισμούς υπηρεσίας, των οποίων η υπάκουη εκτέλεση θα αποτελούσε σημαντικό μέρος της λατρείας που θα του απέδιδε ο άνθρωπος.—Γε 1:27-30· 2:15-17· παράβαλε Αμ 4:13.
Θεός ηθικών κανόνων. Ο άνθρωπος γνώρισε εξαρχής τον Ιεχωβά, όχι απλώς ως σοφό και γενναιόδωρο Προμηθευτή, αλλά και ως Θεό ηθικών αξιών, ο οποίος έχει συγκεκριμένους κανόνες αναφορικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος από πλευράς διαγωγής και πράξεων. Αν, όπως αφήνεται να εννοηθεί, ο Αδάμ γνώριζε το υπόμνημα της δημιουργίας, έπεται ότι γνώριζε επίσης πως ο Ιεχωβά είχε κάποιους θεϊκούς κανόνες, γιατί το υπόμνημα, αναφερόμενο στο δημιουργικό έργο του Ιεχωβά, λέει ότι Εκείνος το θεώρησε «πολύ καλό», και άρα σύμφωνο με τους τέλειους κανόνες του.—Γε 1:3, 4, 12, 25, 31· παράβαλε Δευ 32:3, 4.
Χωρίς κανόνες δεν θα υπήρχε τρόπος να προσδιορίσει κανείς ή να κρίνει τι είναι καλό και τι κακό ή να καθορίζει και να αποδέχεται βαθμούς ακρίβειας και αρτιότητας. Σε σχέση με αυτό είναι διαφωτιστικές οι ακόλουθες παρατηρήσεις της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα ([Encyclopædia Britannica] 1959, Τόμ. 21, σ. 306, 307):
«Τα επιτεύγματα του ανθρώπου [ως προς τη θέσπιση κανόνων] . . . ωχριούν συγκρινόμενα με τους κανόνες της φύσης. Οι αστερισμοί, οι τροχιές των πλανητών, οι αναλλοίωτες φυσικές ιδιότητες της αγωγιμότητας, της ολκιμότητας, της ελαστικότητας, της σκληρότητας, της διαπερατότητας, της διαθλαστικότητας, της δύναμης ή του ιξώδους των υλικών της φύσης, . . . ή η δομή των κυττάρων, δεν είναι παρά ελάχιστα παραδείγματα της εκπληκτικής κανονικότητας που διέπει τη φύση».
Προβάλλοντας τη σημασία της κανονικότητας που διέπει την υλική δημιουργία, το ίδιο σύγγραμμα αναφέρει: «Μόνο μέσω της κανονικότητας που συναντάμε στη φύση είναι δυνατόν να αναγνωρίζουμε και να ταξινομούμε . . . τα πολυάριθμα είδη φυτών, ψαριών, πουλιών ή ζώων. Μέσα στα πλαίσια του εκάστοτε είδους, τα άτομα μοιάζουν μεταξύ τους ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια ως προς τη δομή, τις λειτουργίες και τις συνήθειες που χαρακτηρίζουν το κάθε είδος. [Παράβαλε Γε 1:11, 12, 21, 24, 25.] Αν δεν υπήρχε αυτή η κανονικότητα στο ανθρώπινο σώμα, οι γιατροί δεν θα γνώριζαν κατά πόσον ένα άτομο διαθέτει συγκεκριμένα όργανα ούτε θα γνώριζαν πού βρίσκονται αυτά . . . Στην πραγματικότητα, χωρίς τους κανόνες της φύσης δεν θα υπήρχε ούτε οργανωμένη κοινωνία ούτε παιδεία ούτε ιατρική. Όλα αυτά εξαρτώνται από θεμελιώδεις, συγκρίσιμες ομοιότητες».
Ο Αδάμ διέκρινε μεγάλη σταθερότητα στα δημιουργικά έργα του Ιεχωβά—τη συνεχή εναλλαγή ημέρας και νύχτας, τη σταθερή καθοδική ροή του νερού στον ποταμό της Εδέμ, ως συνέπεια της δύναμης της βαρύτητας, και αναρίθμητα άλλα πράγματα που πιστοποιούσαν ότι ο Δημιουργός της Γης δεν είναι Θεός σύγχυσης αλλά τάξης. (Γε 1:16-18· 2:10· Εκ 1:5-7· Ιερ 31:35, 36· 1Κο 14:33) Αυτό οπωσδήποτε βοηθούσε τον άνθρωπο στην εκτέλεση τόσο της εργασίας που του είχε ανατεθεί όσο και των δραστηριοτήτων του (Γε 1:28· 2:15), καθώς του έδινε τη δυνατότητα να προγραμματίζει την εργασία του και να τη φέρνει σε πέρας με σιγουριά, χωρίς αγωνία και αβεβαιότητα.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω, ο νοήμων άνθρωπος δεν πρέπει να εξεπλάγη όταν ο Ιεχωβά έθεσε κανόνες για τη διαγωγή του ανθρώπου και τη σχέση του με τον Δημιουργό του. Η απαράμιλλη ποιότητα που χαρακτήριζε τα έργα του Ιεχωβά αποτέλεσε για τον Αδάμ το υπόδειγμα για την καλλιέργεια και τη φροντίδα της Εδέμ. (Γε 2:15· 1:31) Ο Αδάμ έμαθε επίσης ποιος ήταν ο κανόνας του Θεού για το γάμο—η μονογαμία και η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης. (Γε 2:24) Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στον κανόνα της υπακοής στις οδηγίες του Θεού ως κάτι το ουσιώδες για την ίδια τη ζωή. Εφόσον ο Αδάμ ήταν τέλειος άνθρωπος, ο Ιεχωβά τού έθεσε ως κανόνα την τέλεια υπακοή. Ο Ιεχωβά έδωσε στον επίγειο γιο του την ευκαιρία να καταδείξει την αγάπη του και την αφοσίωσή του μέσω υπακοής στην εντολή που του είχε δώσει να μη φάει από ένα δέντρο στην Εδέμ—ένα από τα πολλά καρποφόρα δέντρα που υπήρχαν εκεί. (Γε 2:16, 17) Αυτό ήταν κάτι απλό. Αλλά και οι περιστάσεις του Αδάμ τότε ήταν απλές, χωρίς τις πολυπλοκότητες και τη σύγχυση που έχουν προκύψει στο μεταξύ. Η σοφία του Ιεχωβά πίσω από αυτή την απλή δοκιμή υπογραμμίζεται από τα λόγια που είπε ο Ιησούς Χριστός περίπου 4.000 χρόνια αργότερα: «Ο πιστός στο ελάχιστο είναι πιστός και στο πολύ, και ο άδικος στο ελάχιστο είναι άδικος και στο πολύ».—Λου 16:10.
Αυτή η ευταξία και οι κανόνες δεν θα μείωναν την ευχαρίστηση του ανθρώπου στη ζωή αλλά θα συνέβαλλαν σε αυτήν. Σε σχέση με την υλική δημιουργία, το προαναφερθέν εγκυκλοπαιδικό άρθρο περί κανόνων επισημαίνει τα εξής: «Ωστόσο, παρά τις πάμπολλες αποδείξεις που πιστοποιούν την ύπαρξη κανόνων, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τη φύση για μονοτονία. Παρότι μια μικρή περιοχή μηκών κύματος του φάσματος αποτελεί τη βάση των χρωμάτων, οι υπάρχουσες αποχρώσεις και οι χρωματικοί συνδυασμοί που τέρπουν το μάτι είναι στην κυριολεξία ανεξάντλητοι. Αντίστοιχα, όλη η μουσική αριστοτεχνία που συλλαμβάνει το αφτί μας προέρχεται από ένα επίσης μικρό φάσμα συχνοτήτων». (Τόμ. 21, σ. 307) Παρόμοια, οι απαιτήσεις που είχε ο Θεός από το ανθρώπινο ζευγάρι τούς επέτρεπαν να απολαμβάνουν όλη την ελευθερία που θα μπορούσε να επιθυμήσει μια δίκαιη καρδιά. Δεν ήταν απαραίτητο να είναι περιχαρακωμένοι από ένα πλήθος νόμων και διατάξεων. Το στοργικό παράδειγμα του Δημιουργού τους καθώς και ο σεβασμός και η αγάπη τους για αυτόν θα τους προστάτευαν από το να υπερβούν τα κατάλληλα όρια της ελευθερίας τους.—Παράβαλε 1Τι 1:9, 10· Ρω 6:15-18· 13:8-10· 2Κο 3:17.
Συνεπώς, ο Ιεχωβά Θεός με την ίδια την Προσωπικότητά του, τις οδούς του και τα λόγια του ήταν και είναι ο Υπέρτατος Κανόνας για όλο το σύμπαν, ο ορισμός και η συνόψιση κάθε αγαθότητας. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Γιος του ενόσω ήταν στη γη είπε σε κάποιον: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός».—Μαρ 10:17, 18· επίσης Ματ 19:17· 5:48.
Η Δικαίωση της Κυριαρχίας του και ο Αγιασμός του Ονόματός Του. Ό,τι έχει σχέση με την προσωπικότητα του Θεού είναι άγιο. Το προσωπικό του όνομα, Ιεχωβά, είναι ιερό και επομένως πρέπει να αγιάζεται. (Λευ 22:32) «Αγιάζω» σημαίνει «καθιστώ άγιο, ξεχωρίζω κάτι ως ιερό, θεωρώ ιερό», και ως εκ τούτου δεν το μεταχειρίζομαι σαν κάτι το κοινό ή το συνηθισμένο. (Ησ 6:1-3· Λου 1:49· Απ 4:8· βλέπε ΑΓΙΑΣΜΟΣ.) Λόγω του Προσώπου που προσδιορίζει, το όνομα του Ιεχωβά είναι «μεγάλο και φοβερό» (Ψλ 99:3, 5), «μεγαλοπρεπές» και «άφταστα υψηλό» (Ψλ 8:1· 148:13), άξιο δέους (Ησ 29:23).
Βεβήλωση του ονόματος. Τα στοιχεία μαρτυρούν ότι το θεϊκό όνομα θεωρούνταν έτσι, ώσπου βεβηλώθηκε εξαιτίας των γεγονότων στον κήπο της Εδέμ. Ο στασιασμός του Σατανά έθεσε υπό αμφισβήτηση την υπόληψη του Θεού. Ο Σατανάς ισχυρίστηκε στην Εύα ότι μιλούσε αντί για τον Θεό, λέγοντάς της τι “γνωρίζει ο Θεός”, ενώ ταυτόχρονα ενέσπειρε αμφιβολίες για την εντολή που είχε δώσει ο Θεός στον Αδάμ αναφορικά με το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. (Γε 3:1-5) Ο Αδάμ, έχοντας λάβει θεϊκή εξουσιοδότηση και όντας η επίγεια κεφαλή μέσω της οποίας ο Θεός έδινε οδηγίες στην ανθρώπινη οικογένεια, ήταν ο εκπρόσωπος του Ιεχωβά στη γη. (Γε 1:26, 28· 2:15-17· 1Κο 11:3) Όσοι υπηρετούν με αυτή την ιδιότητα λέγεται ότι “διακονούν στο όνομα του Ιεχωβά” και “μιλούν στο όνομά του”. (Δευ 18:5, 18, 19· Ιακ 5:10) Έτσι λοιπόν, ενώ η σύζυγος του Αδάμ, η Εύα, είχε ήδη βεβηλώσει το όνομα του Ιεχωβά με την ανυπακοή της, η ίδια πράξη από μέρους του Αδάμ ήταν μια ιδιαίτερα αξιόμεμπτη πράξη ασέβειας προς το όνομα που αυτός εκπροσωπούσε.—Παράβαλε 1Σα 15:22, 23.
Το υπέρτατο ζήτημα ήταν ηθικό. Είναι προφανές ότι ο πνευματικός γιος που έγινε Σατανάς γνώριζε τον Ιεχωβά ως Θεό ηθικών κανόνων και όχι ως απρόβλεπτο, ασταθές πρόσωπο. Αν είχε γνωρίσει τον Ιεχωβά ως έναν Θεό με ανεξέλεγκτα, βίαια ξεσπάσματα, δεν θα μπορούσε παρά να αναμένει άμεση, επί τόπου εξόντωση εξαιτίας της πορείας που επέλεξε. Επομένως, το ζήτημα που ήγειρε ο Σατανάς στην Εδέμ δεν ήταν απλώς μια δοκιμή της κραταιότητας του Ιεχωβά ή της καταστροφικής του δύναμης. Αντίθετα, το ζήτημα ήταν ηθικό: αφορούσε το αν ο Θεός έχει το ηθικό δικαίωμα να ασκεί κυριαρχία στο σύμπαν και να απαιτεί απόλυτη υπακοή και αφοσίωση από όλα τα πλάσματά του παντού. Η προσέγγιση που χρησιμοποίησε ο Σατανάς μιλώντας στην Εύα το αποκαλύπτει αυτό. (Γε 3:1-6) Παρόμοια, το βιβλίο του Ιώβ εξιστορεί πώς ο Ιεχωβά εκθέτει ενώπιον της σύναξης όλων των αγγελικών γιων του την πλήρη έκταση του ζητήματος που έθεσε ο Αντίδικός του. Ο Σατανάς ισχυρίστηκε ότι η οσιότητα του Ιώβ (και, κατ’ επέκταση, κάθε νοήμονος πλάσματος του Θεού) απέναντι στον Ιεχωβά δεν ήταν ολόκαρδη ούτε βασιζόταν σε πραγματική αφοσίωση και γνήσια αγάπη.—Ιωβ 1:6-22· 2:1-8.
Επομένως, το ζήτημα της ακεραιότητας των νοημόνων πλασμάτων του Θεού ήταν ένα δευτερεύον, υποδεέστερο ζήτημα το οποίο απέρρεε από το πρωταρχικό ζήτημα του κατά πόσον έχει ο Θεός το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχία στο σύμπαν. Για να διαλευκανθούν αυτά τα ζητήματα χρειαζόταν κάποιος χρόνος, έτσι ώστε να αποδειχτεί αν αυτές οι κατηγορίες ήταν αληθινές ή ψεύτικες, να φανεί ποια ήταν η διάθεση της καρδιάς των πλασμάτων του Θεού και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τακτοποιηθεί το ζήτημα πέραν πάσης αμφιβολίας. (Παράβαλε Ιωβ 23:10· 31:5, 6· Εκ 8:11-13· Εβρ 5:7-9· βλέπε ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ· ΠΟΝΗΡΙΑ.) Γι’ αυτόν το λόγο ο Ιεχωβά δεν εκτέλεσε αμέσως το στασιαστικό ανθρώπινο ζευγάρι ούτε τον πνευματικό γιο που ήγειρε το ζήτημα, με αποτέλεσμα να έρθουν σε ύπαρξη τα δύο προειπωμένα “σπέρματα”, τα οποία αντιπροσώπευαν τις αντίπαλες πλευρές σε αυτό το ζήτημα.—Γε 3:15.
Το ζήτημα αυτό παρέμενε ανοιχτό τον καιρό της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού, όπως φαίνεται από την αντιπαράθεση που είχε ο Ιησούς με τον Σατανά στην έρημο μετά τη 40ήμερη νηστεία του. Οι ύπουλες, οφιοειδείς μέθοδοι τις οποίες χρησιμοποίησε ο Αντίδικος του Ιεχωβά προσπαθώντας να βάλει σε πειρασμό τον Γιο του Θεού ήταν παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποίησε στην Εδέμ περίπου 4.000 χρόνια νωρίτερα, και το γεγονός ότι ο Σατανάς τού πρόσφερε τη διακυβέρνηση των βασιλείων της γης κατέστησε σαφές ότι το ζήτημα της παγκόσμιας κυριαρχίας παρέμενε αμετάβλητο. (Ματ 4:1-10) Το βιβλίο της Αποκάλυψης φανερώνει ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, μέχρις ότου ο Ιεχωβά Θεός κηρύξει το πέρας της υπόθεσης (παράβαλε Ψλ 74:10, 22, 23) και εκτελέσει δίκαιη κρίση σε βάρος όλων των εναντίων, μέσω της δίκαιης διακυβέρνησης της Βασιλείας του που θα δικαιώσει πλήρως την κυριαρχία του και έτσι θα αγιάσει το ιερό όνομά του.—Απ 11:17, 18· 12:17· 14:6, 7· 15:3, 4· 19:1-3, 11-21· 20:1-10, 14.
Γιατί είναι ο αγιασμός του ονόματος του Θεού πρώτιστης σημασίας;
Ολόκληρο το Βιβλικό υπόμνημα περιστρέφεται γύρω από τη δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά, γεγονός που φανερώνει ποιος είναι ο πρωταρχικός σκοπός του Ιεχωβά Θεού: ο αγιασμός του δικού του ονόματος. Αυτός ο αγιασμός προϋποθέτει τον καθαρισμό του ονόματος του Θεού από κάθε όνειδος. Αλλά το κυριότερο είναι ότι απαιτεί από όλα τα νοήμονα πλάσματα στον ουρανό και στη γη να τιμούν αυτό το όνομα ως ιερό. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει να αναγνωρίζουν και να σέβονται την κυρίαρχη θέση του Ιεχωβά, και μάλιστα πρόθυμα, επειδή θέλουν να τον υπηρετούν και χαίρονται να εκτελούν το θεϊκό θέλημά του από αγάπη για αυτόν. Η προσευχή του Δαβίδ στον Ιεχωβά στα εδάφια Ψαλμός 40:5-10 εκφράζει ωραία αυτή τη στάση και τον αληθινό αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά. (Προσέξτε πώς εφαρμόζει ο απόστολος Παύλος κάποια τμήματα αυτού του ψαλμού στον Χριστό Ιησού, στα εδ. Εβρ 10:5-10.)
Επομένως, από τον αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά εξαρτάται η ευταξία, η ειρήνη και η ευημερία ολόκληρου του σύμπαντος και των κατοίκων του. Ο Γιος του Θεού το έδειξε αυτό, υποδεικνύοντας παράλληλα ποιο είναι το μέσο με το οποίο ο Ιεχωβά θα εκπληρώσει το σκοπό του, όταν δίδαξε τους μαθητές του να προσεύχονται στον Θεό: «Ας αγιαστεί το όνομά σου. Ας έρθει η βασιλεία σου. Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη». (Ματ 6:9, 10) Αυτός ο πρωταρχικός σκοπός του Ιεχωβά αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε ποιος λόγος υπάρχει πίσω από τις ενέργειες του Θεού και την πολιτεία του με τα πλάσματά του, όπως αυτές παρουσιάζονται σε ολόκληρη την Αγία Γραφή.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι το έθνος του Ισραήλ, του οποίου η ιστορία καλύπτει μεγάλο τμήμα του Γραφικού υπομνήματος, επιλέχθηκε για να είναι “λαός για το όνομα” του Ιεχωβά. (Δευ 28:9, 10· 2Χρ 7:14· Ησ 43:1, 3, 6, 7) Η διαθήκη του Νόμου που θέσπισε μαζί τους ο Ιεχωβά απέδιδε πρωτεύουσα σημασία στην εκδήλωση αποκλειστικής αφοσίωσης στον Ιεχωβά ως Θεό, καθώς και στο γεγονός ότι το όνομά του δεν έπρεπε να χρησιμοποιείται με μάταιο τρόπο, «γιατί ο Ιεχωβά δεν θα αφήσει ατιμώρητο εκείνον που χρησιμοποιεί το όνομά του με μάταιο τρόπο». (Εξ 20:1-7· παράβαλε Λευ 19:12· 24:10-23.) Επιδεικνύοντας τη σωτήρια και την καταστροφική του δύναμη κατά την απελευθέρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο, ο Ιεχωβά έκανε το όνομά του να «διακηρυχτεί σε όλη τη γη», η δε φήμη αυτού του ονόματος προπορευόταν του Ισραήλ κατά την πορεία τους προς την Υποσχεμένη Γη. (Εξ 9:15, 16· 15:1-3, 11-17· 2Σα 7:23· Ιερ 32:20, 21) Ο προφήτης Ησαΐας αναφέρθηκε σε αυτό το γεγονός με τα εξής λόγια: «Έτσι οδήγησες το λαό σου για να κάνεις θεσπέσιο όνομα για τον εαυτό σου». (Ησ 63:11-14) Όταν ο Ισραήλ εκδήλωσε στασιαστική στάση στην έρημο, ο Ιεχωβά πολιτεύτηκε μαζί τους με έλεος και δεν τους εγκατέλειψε. Ωστόσο, αποκάλυψε ποιος ήταν ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο το έκανε αυτό, λέγοντας: «Ενήργησα για χάρη του ονόματός μου, ώστε να μη βεβηλωθεί ενώπιον των εθνών».—Ιεζ 20:8-10.
Σε ολόκληρη την ιστορία αυτού του έθνους ο Ιεχωβά επικέντρωνε την προσοχή τους στη σπουδαιότητα του ιερού ονόματός του. Η πρωτεύουσα, η Ιερουσαλήμ, με το Όρος Σιών ήταν το μέρος όπου ο Ιεχωβά επέλεξε «να θέσει το όνομά του, ώστε να κάνει να κατοικήσει αυτό εκεί». (Δευ 12:5, 11· 14:24, 25· Ησ 18:7· Ιερ 3:17) Ο ναός που χτίστηκε σε εκείνη την πόλη ήταν ο “οίκος για το όνομα του Ιεχωβά”. (1Χρ 29:13-16· 1Βα 8:15-21, 41-43) Ό,τι γινόταν σε εκείνον το ναό ή σε εκείνη την πόλη, καλό ή κακό, επηρέαζε αναπόφευκτα το όνομα του Ιεχωβά και θα τύγχανε της προσοχής του. (1Βα 8:29· 9:3· 2Βα 21:4-7) Η βεβήλωση του ονόματος του Ιεχωβά εκεί θα έφερνε βέβαιη καταστροφή στην πόλη και θα οδηγούσε στην απόρριψη του ίδιου του ναού. (1Βα 9:6-8· Ιερ 25:29· 7:8-15· παράβαλε με τις ενέργειες και τα λόγια του Ιησού στα εδ. Ματ 21:12, 13· 23:38.) Εξαιτίας αυτών των γεγονότων, οι θρηνητικές ικεσίες που απηύθυναν ο Ιερεμίας και ο Δανιήλ για χάρη του λαού τους και της πόλης τους παρακαλούσαν τον Ιεχωβά να τους δείξει έλεος και να τους βοηθήσει “για χάρη του ονόματός του”.—Ιερ 14:9· Δα 9:15-19.
Προλέγοντας ότι θα αποκαθιστούσε στον Ιούδα το λαό που έφερε το όνομά του και ότι θα καθάριζε το λαό του, ο Ιεχωβά τούς διασαφήνισε και πάλι ποιο ήταν το κύριο μέλημά του, λέγοντας: «Και θα δείξω συμπόνια στο άγιο όνομά μου». «“Δεν το κάνω για χάρη σας αυτό, οίκε του Ισραήλ, αλλά για το άγιο όνομά μου, το οποίο βεβηλώσατε ανάμεσα στα έθνη στα οποία ήρθατε”. “Και ασφαλώς θα αγιάσω το μεγάλο όνομά μου, το οποίο βεβηλωνόταν . . . · και τα έθνη θα γνωρίσουν εξάπαντος ότι εγώ είμαι ο Ιεχωβά”, λέει ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά, “όταν αγιαστώ ανάμεσά σας μπροστά στα μάτια τους”».—Ιεζ 36:20-27, 32.
Αυτά καθώς και άλλα εδάφια δείχνουν ότι ο Ιεχωβά δεν μεγαλοποιεί τη σπουδαιότητα του ανθρωπίνου γένους. Εφόσον όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, είναι δικαιολογημένα άξιοι θανάτου, και μόνο χάρη στην παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και στο έλεός του μπορεί να αποκτήσει κανείς ζωή. (Ρω 5:12, 21· 1Ιω 4:9, 10) Ο Ιεχωβά δεν οφείλει τίποτα στο ανθρώπινο γένος, και η αιώνια ζωή, για όσους την αποκτήσουν, θα είναι δώρο, όχι κάτι το οποίο κέρδισαν με την αξία τους. (Ρω 5:15· 6:23· Τιτ 3:4, 5) Είναι αλήθεια ότι εκείνος έχει δείξει απαράμιλλη αγάπη στην ανθρωπότητα. (Ιωα 3:16· Ρω 5:7, 8) Αλλά το να θεωρείται η σωτηρία του ανθρώπου το πλέον σημαντικό ζήτημα ή το κριτήριο για την αποτίμηση της κρίσης, της δικαιοσύνης και της αγιότητας του Θεού συγκρούεται με τα Γραφικά δεδομένα και συνιστά λανθασμένη θεώρηση των πραγμάτων. Ο ψαλμωδός εξέφρασε τη σωστή θεώρηση των πραγμάτων, αναφωνώντας ταπεινά και με θαυμασμό: «Ιεχωβά, Κύριέ μας, πόσο μεγαλοπρεπές είναι το όνομά σου σε όλη τη γη, εσύ του οποίου την αξιοπρέπεια διηγούνται πάνω από τους ουρανούς! . . . Όταν βλέπω τους ουρανούς σου, τα έργα των δαχτύλων σου, τη σελήνη και τα άστρα που ετοίμασες, τι είναι ο θνητός άνθρωπος και τον θυμάσαι, ή ο γιος του χωματένιου ανθρώπου και τον φροντίζεις;» (Ψλ 8:1, 3, 4· 144:3· παράβαλε Ησ 45:9· 64:8.) Εύλογα, ο αγιασμός του ονόματος του Ιεχωβά Θεού έχει μεγαλύτερη σημασία από τη ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, όπως έδειξε ο Γιος του Θεού, ο άνθρωπος πρέπει να αγαπάει το συνάνθρωπό του σαν τον εαυτό του, αλλά τον Θεό πρέπει να τον αγαπάει με όλη του την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμη. (Μαρ 12:29-31) Αυτό σημαίνει να αγαπάμε τον Ιεχωβά Θεό περισσότερο από τους συγγενείς μας, τους φίλους μας ή την ίδια μας τη ζωή.—Δευ 13:6-10· Απ 12:11· παράβαλε τη στάση των τριών Εβραίων στα εδ. Δα 3:16-18· βλέπε ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ, ΖΗΛΙΑ.
Η Γραφική αυτή θεώρηση των πραγμάτων δεν πρέπει να απωθεί τους ανθρώπους αλλά αντίθετα θα πρέπει να τους ωθεί να εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο τον αληθινό Θεό. Εφόσον ο Ιεχωβά θα μπορούσε δικαίως να επιφέρει το τέλος όλης της αμαρτωλής ανθρωπότητας, αυτό εξαίρει ακόμη περισσότερο το μεγαλείο του ελέους του και της παρ’ αξία καλοσύνης του, το οποίο εκφράζεται με τη διαφύλαξη μέρους της ανθρωπότητας για ζωή. (Ιωα 3:36) Αυτός δεν βρίσκει ευχαρίστηση στο θάνατο του πονηρού (Ιεζ 18:23, 32· 33:11), ούτε, όμως, πρόκειται να επιτρέψει στον πονηρό να διαφύγει την εκτέλεση της κρίσης που του επιφυλάσσει. (Αμ 9:2-4· Ρω 2:2-9) Είναι υπομονετικός και μακρόθυμος, επιφυλάσσει σωτηρία για τα υπάκουα άτομα (2Πε 3:8-10), αλλά δεν θα ανέχεται επ’ άπειρον μια κατάσταση που φέρνει όνειδος στο εξέχον όνομά του. (Ψλ 74:10, 22, 23· Ησ 65:6, 7· 2Πε 2:3) Δείχνει συμπόνια και κατανόηση για τις ανθρώπινες αδυναμίες, συγχωρώντας «άφθονα» όσους μετανοούν (Ψλ 103:10-14· 130:3, 4· Ησ 55:6, 7), αλλά δεν απαλλάσσει τα άτομα από τις ευθύνες που δικαιολογημένα φέρουν εξαιτίας των ενεργειών τους ούτε από τις επιπτώσεις που έχουν οι ενέργειές τους τόσο στον εαυτό τους όσο και στις οικογένειές τους. Αυτοί θερίζουν ό,τι έσπειραν. (Δευ 30:19, 20· Γα 6:5, 7, 8) Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ιεχωβά δείχνει θαυμάσια και τέλεια ισορροπία δικαιοσύνης και ελέους. Όσοι έχουν τη σωστή άποψη για τα πράγματα, όπως αυτή αποκαλύπτεται στο Λόγο του (Ησ 55:8, 9· Ιεζ 18:25, 29-31), δεν θα διαπράξουν το σοβαρό λάθος να πάρουν στα ελαφρά την παρ’ αξία καλοσύνη του ή να τους «διαφύγει ο σκοπός της».—2Κο 6:1· Εβρ 10:26-31· 12:29.
Αναλλοίωτος ως Προς τις Ιδιότητες και τους Κανόνες. Όπως είπε ο Ιεχωβά στο λαό του Ισραήλ: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά· δεν έχω αλλάξει». (Μαλ 3:6) Αυτή η δήλωση τοποθετείται σχεδόν 3.500 χρόνια μετά τη δημιουργία της ανθρωπότητας από τον Θεό και περίπου 1.500 χρόνια μετά τη διαθήκη την οποία σύναψε Εκείνος με τον Αβραάμ. Αν και μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Θεός που αποκαλύπτεται στις Εβραϊκές Γραφές διαφέρει από τον Θεό που αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός και οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, μια εξέταση του ζητήματος δείχνει ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Αναφορικά με τον Θεό, ο μαθητής Ιάκωβος δήλωσε ορθά: «Σε αυτόν δεν υπάρχει μεταβολή στην κλίση της σκιάς». (Ιακ 1:17) Η προσωπικότητα του Ιεχωβά Θεού δεν «μαλάκωσε» στο πέρασμα των αιώνων, διότι δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Η αυστηρότητά του, όπως αποκαλύπτεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, δεν είναι μικρότερη ούτε η αγάπη του μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στην αρχή της πολιτείας του με το ανθρώπινο γένος στην Εδέμ.
Οι φαινομενικές διαφορές στην προσωπικότητά του δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά διαφορετικές πτυχές της ίδιας αναλλοίωτης προσωπικότητας. Προκύπτουν δε από τις διαφορές στις περιστάσεις και στα άτομα με τα οποία πολιτεύτηκε, διαφορές που επιβάλλουν διαφορετική στάση ή σχέση. (Παράβαλε Ησ 59:1-4.) Δεν ήταν ο Ιεχωβά αυτός που άλλαξε, αλλά ο Αδάμ και η Εύα. Οι ίδιοι έβαλαν τον εαυτό τους σε μια θέση όπου οι αναλλοίωτοι δίκαιοι κανόνες του Ιεχωβά δεν του επέτρεπαν να πολιτεύεται πλέον μαζί τους σαν να επρόκειτο για μέλη της αγαπημένης του παγκόσμιας οικογένειας. Εφόσον ήταν τέλειοι, ήταν πλήρως υπεύθυνοι για την εσκεμμένη αδικοπραγία τους (Ρω 5:14) και άρα βρίσκονταν έξω από τα όρια του θεϊκού ελέους, αν και ο Ιεχωβά τούς έδειξε παρ’ αξία καλοσύνη δίνοντάς τους ενδύματα για το ξεκίνημά τους και επιτρέποντάς τους να ζήσουν επί εκατονταετίες έξω από το αγιαστήριο του Θεού, την Εδέμ, και να κάνουν απογόνους, προτού τελικά πεθάνουν από τις συνέπειες της δικής τους αμαρτωλής πορείας. (Γε 3:8-24) Μετά την εκδίωξη του Αδάμ και της συζύγου του από την Εδέμ κάθε θεϊκή επικοινωνία μαζί τους προφανώς διακόπηκε.
Γιατί μπορεί να πολιτεύεται με ατελείς ανθρώπους. Οι δίκαιοι κανόνες του Ιεχωβά τού επέτρεψαν να πολιτευτεί με τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας διαφορετικά από ό,τι πολιτεύτηκε με τους γονείς τους. Γιατί; Επειδή οι απόγονοι του Αδάμ κληρονόμησαν την αμαρτία, και ως εκ τούτου η ζωή τους άρχισε παρά τη θέλησή τους μέσα στην ατέλεια, με έμφυτη τάση προς την αδικοπραγία. (Ψλ 51:5· Ρω 5:12) Επομένως, υπήρχε βάση για να τους δειχτεί έλεος. Η πρώτη προφητεία του Ιεχωβά (Γε 3:15), η οποία εξαγγέλθηκε όταν εκφέρθηκε η κρίση στην Εδέμ, έδειξε ότι ο στασιασμός των πρώτων ανθρώπινων παιδιών του (καθώς και ενός από τους πνευματικούς γιους του) δεν γέμισε πικρία τον Ιεχωβά ούτε έκανε την αγάπη του να στερέψει. Αυτή η προφητεία υποδείκνυε με συμβολικούς όρους τη διόρθωση της κατάστασης που είχε προκαλέσει ο στασιασμός και την αποκατάσταση των συνθηκών στην αρχική τους τελειότητα, αν και η πλήρης σημασία της επρόκειτο να αποκαλυφτεί χιλιετίες αργότερα.—Παράβαλε τους συμβολισμούς «φίδι», «γυναίκα» και «σπέρμα» στα εδ. Απ 12:9, 17· Γα 3:16, 29· 4:26, 27.
Στους απογόνους του Αδάμ έχει επιτραπεί η συνέχιση της ύπαρξής τους στη γη επί χιλιάδες χρόνια, παρότι είναι ατελείς και σε θνήσκουσα κατάσταση και δεν θα μπορούσαν ποτέ να απαλλαχτούν μόνοι τους από τη θανατηφόρα λαβή της αμαρτίας. Ο Χριστιανός απόστολος Παύλος εξήγησε για ποιον λόγο το επέτρεψε αυτό ο Ιεχωβά, λέγοντας: «Διότι η δημιουργία υποτάχθηκε στη ματαιότητα, όχι με τη θέλησή της, αλλά μέσω εκείνου που την υπέταξε [δηλαδή του Ιεχωβά Θεού], με βάση την ελπίδα ότι και η ίδια η δημιουργία θα ελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά και θα έχει την ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού. Διότι γνωρίζουμε ότι όλη μαζί η δημιουργία στενάζει και πονάει μέχρι τώρα». (Ρω 8:20-22) Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ, δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι ο Ιεχωβά επέλεξε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις διάκρισης που διαθέτει για να προβλέψει την παρέκκλιση του πρώτου ζευγαριού. Ωστόσο, όταν αυτή συντελέστηκε, ο Ιεχωβά προόρισε τα μέσα για τη διόρθωση της κακής κατάστασης που προέκυψε. (Εφ 1:9-11) Αυτό το ιερό μυστικό, που αρχικά ήταν κρυμμένο στη συμβολική προφητεία η οποία εξαγγέλθηκε στην Εδέμ, αποκαλύφτηκε τελικά πλήρως στο πρόσωπο του μονογενούς Γιου του Ιεχωβά, ο οποίος στάλθηκε στη γη για να “δώσει μαρτυρία για την αλήθεια” και «με την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού να γευτεί θάνατο για κάθε άνθρωπο».—Ιωα 18:37· Εβρ 2:9· βλέπε ΛΥΤΡΟ.
Επομένως, η πολιτεία του Θεού με ορισμένους απογόνους του αμαρτωλού Αδάμ καθώς και το γεγονός ότι τους ευλογούσε δεν σήμαιναν κάποια αλλαγή στους κανόνες της τέλειας δικαιοσύνης του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά δεν επιδοκίμαζε με αυτόν τον τρόπο την αμαρτωλή τους κατάσταση. Επειδή είναι απόλυτα βέβαιο ότι οι σκοποί του θα εκπληρωθούν, ο Ιεχωβά «καλεί τα πράγματα που δεν υπάρχουν σαν να υπήρχαν» (για παράδειγμα ονόμασε τον Άβραμ «Αβραάμ», που σημαίνει «Πατέρας Πλήθους», ενόσω αυτός και η Σάρρα ήταν ακόμη άτεκνοι). (Ρω 4:17) Γνωρίζοντας ότι στον ορισμένο του καιρό (Γα 4:4) θα προμήθευε κάποιο λύτρο, το νομικό μέσο για τη συγχώρηση των αμαρτιών και την εξάλειψη της ατέλειας (Ησ 53:11, 12· Ματ 20:28· 1Πε 2:24), ο Ιεχωβά μπορούσε με κάθε συνέπεια να πολιτεύεται με ατελείς ανθρώπους που είχαν κληρονομήσει την αμαρτία και να τους έχει στην υπηρεσία του. Αυτό συνέβαινε επειδή είχε τη σωστή βάση για να τους “υπολογίζει”, δηλαδή να τους θεωρεί, δίκαιους, λόγω της πίστης τους στις υποσχέσεις του Ιεχωβά και, τελικά, στην εκπλήρωση αυτών των υποσχέσεων στο πρόσωπο του Χριστού Ιησού ως της τέλειας θυσίας για αμαρτίες. (Ιακ 2:23· Ρω 4:20-25) Έτσι λοιπόν, τόσο η διευθέτηση του λύτρου την οποία προμήθευσε ο Ιεχωβά όσο και τα οφέλη αυτού του λύτρου μαρτυρούν περίτρανα όχι μόνο την αγάπη και το έλεος του Ιεχωβά αλλά και την πιστότητα που επιδεικνύει αυτός στους εξυψωμένους κανόνες δικαιοσύνης του, διότι μέσω της διευθέτησης του λύτρου εκδηλώνει «τη δικαιοσύνη του στον τωρινό καιρό, για να είναι αυτός δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο τον άνθρωπο που [αν και ατελής] έχει πίστη στον Ιησού».—Ρω 3:21-26· παράβαλε Ησ 42:21· βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ.
Γιατί πολεμάει ο “Θεός της ειρήνης”. Η δήλωση του Ιεχωβά στην Εδέμ ότι θα έβαζε έχθρα ανάμεσα στο σπέρμα του Αντιδίκου του και στο σπέρμα της “γυναίκας” δεν άλλαξε το γεγονός ότι ήταν ο “Θεός της ειρήνης”. (Γε 3:15· Ρω 16:20· 1Κο 14:33) Αυτή η κατάσταση ήταν ανάλογη με την κατάσταση στις ημέρες της επίγειας ζωής του Γιου του, του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε: «Μη νομίσετε ότι ήρθα να βάλω ειρήνη πάνω στη γη· δεν ήρθα να βάλω ειρήνη, αλλά σπαθί». (Ματ 10:32-40) Η διακονία του Ιησού προκάλεσε διαιρέσεις, ακόμη και μέσα σε οικογένειες (Λου 12:51-53), αλλά αυτό οφειλόταν στο ότι ο Ιησούς ήταν προσκολλημένος στους δίκαιους κανόνες και στην αλήθεια του Θεού, καθώς και στο ότι διακήρυττε αυτά τα πράγματα. Η διαίρεση προέκυψε επειδή πολλοί σκλήρυναν την καρδιά τους απέναντι σε αυτές τις αλήθειες, ενώ άλλοι τις δέχτηκαν. (Ιωα 8:40, 44-47· 15:22-25· 17:14) Αυτό ήταν αναπόφευκτο εφόσον περιλαμβανόταν η τήρηση των θεϊκών αρχών, αλλά η ευθύνη βάρυνε εκείνους που απέρριπταν το σωστό.
Επίσης προλέχθηκε ότι θα υπήρχε έχθρα επειδή οι τέλειοι κανόνες του Ιεχωβά δεν θα επέτρεπαν την ανοχή της στασιαστικής πορείας του “σπέρματος” του Σατανά. Η αποδοκιμασία του Θεού για αυτούς και οι ευλογίες που θα έδινε εκείνος σε όσους θα ενέμεναν σε μια δίκαιη πορεία θα είχαν διαιρετική επίδραση (Ιωα 15:18-21· Ιακ 4:4), όπως συνέβη στην περίπτωση του Κάιν και του Άβελ.—Γε 4:2-8· Εβρ 11:4· 1Ιω 3:12· Ιου 10, 11· βλέπε ΚΑΪΝ.
Η στασιαστική πορεία που επέλεξαν οι άνθρωποι και οι πονηροί άγγελοι συνιστούσε πρόκληση για τη δικαιωματική κυριαρχία του Ιεχωβά και για την ευταξία ολόκληρου του σύμπαντος. Προκειμένου να απαντήσει ο Ιεχωβά σε αυτή την πρόκληση, έπρεπε να γίνει «ανδρείος πολεμιστής» (Εξ 15:3-7), υπερασπιζόμενος το καλό του όνομα και τους δίκαιους κανόνες του, πολεμώντας υπέρ εκείνων που τον αγαπούν και τον υπηρετούν και εκτελώντας κρίση εναντίον εκείνων που αξίζουν καταστροφή. (1Σα 17:45· 2Χρ 14:11· Ησ 30:27-31· 42:13) Ο Ιεχωβά δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την παντοδυναμία του, μερικές φορές μάλιστα με ερημωτικές συνέπειες, όπως έκανε στον Κατακλυσμό, στην καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, καθώς και όταν απελευθέρωσε τον Ισραήλ από την Αίγυπτο. (Δευ 7:9, 10) Δεν φοβάται να αποκαλύψει λεπτομέρειες από τους δίκαιους πολέμους του. Δεν απολογείται, διότι δεν έχει τίποτα για το οποίο να ντρέπεται. (Ιωβ 34:10-15· 36:22-24· 37:23, 24· 40:1-8· Ρω 3:4) Ο σεβασμός του για το όνομά του και για τη δικαιοσύνη που αυτό αντιπροσωπεύει, καθώς και η αγάπη του για όσους τον αγαπούν, τον υποχρεώνουν να αναλάβει δράση.—Ησ 48:11· 57:21· 59:15-19· Απ 16:5-7.
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές σκιαγραφούν την ίδια εικόνα. Ο απόστολος Παύλος ενθάρρυνε τους συγχριστιανούς του, λέγοντας: «Ο . . . Θεός που δίνει ειρήνη θα συντρίψει τον Σατανά κάτω από τα πόδια σας σύντομα». (Ρω 16:20· παράβαλε Γε 3:15.) Επίσης κατέδειξε ότι είναι δίκαιο από μέρους του Θεού να ανταποδώσει θλίψη σε εκείνους που θλίβουν τους υπηρέτες του, επιφέροντας αιώνια καταστροφή σε αυτούς τους εναντιουμένους. (2Θε 1:6-9) Αυτό το γεγονός βρισκόταν σε αρμονία με τις διδασκαλίες του Γιου του Θεού, ο οποίος δεν άφησε καμιά αμφιβολία όσον αφορά το ότι ο Πατέρας του είναι αμετάκλητα αποφασισμένος να θέσει δυναμικά τέλος σε όλη την πονηρία καθώς και σε εκείνους που την πράττουν. (Ματ 13:30, 38-42· 21:42-44· 23:33· Λου 17:26-30· 19:27) Το βιβλίο της Αποκάλυψης βρίθει από περιγραφές θεϊκά εντεταλμένης πολεμικής δράσης. Ωστόσο, χάρη στη σοφία του Ιεχωβά, όλη αυτή η δράση οδηγεί τελικά στην εδραίωση διαρκούς, παγκόσμιας ειρήνης που είναι σταθερά θεμελιωμένη στην κρίση και στη δικαιοσύνη.—Ησ 9:6, 7· 2Πε 3:13.
Η πολιτεία του με τον σαρκικό και τον πνευματικό Ισραήλ. Παρόμοια, πολλές από τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στο περιεχόμενο των Εβραϊκών Γραφών και σε αυτό των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών οφείλονται στο γεγονός ότι οι Εβραϊκές Γραφές πραγματεύονται κυρίως την πολιτεία του Ιεχωβά με τον σαρκικό Ισραήλ, ενώ οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ως επί το πλείστον, οδηγούν στην πολιτεία του με τον πνευματικό Ισραήλ—τη Χριστιανική εκκλησία—και παρουσιάζουν αυτή την πολιτεία. Έτσι λοιπόν έχουμε, από τη μία πλευρά, ένα έθνος με εκατομμύρια μέλη τα οποία ανήκουν στο έθνος αποκλειστικά και μόνο λόγω της κατά σάρκα καταγωγής τους—ένα σύμφυρμα καλού και κακού. Από την άλλη πλευρά, έχουμε ένα πνευματικό έθνος, αποτελούμενο από άτομα τα οποία ελκύονται στον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού, δείχνουν αγάπη για την αλήθεια και το σωστό, και, σε προσωπική και εθελούσια βάση, αφιερώνουν τον εαυτό τους στην εκτέλεση του θελήματος του Ιεχωβά. Λογικά, η πολιτεία του Θεού με αυτές τις δύο ομάδες, καθώς και η σχέση του μαζί τους, θα διέφερε, με την πρώτη ομάδα να επισύρει εύλογα περισσότερες εκφράσεις θυμού και αυστηρότητας από μέρους του Ιεχωβά, σε σύγκριση με τη δεύτερη ομάδα.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν σοβαρό σφάλμα να μας διαφύγει η εποικοδομητική και παρηγορητική ενόραση που μας προσφέρει στην προσωπικότητα του Ιεχωβά Θεού η πολιτεία του με τον σαρκικό Ισραήλ. Μέσω αυτής της πολιτείας μάς παρέχονται εξαίρετα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η προσωπικότητα του Ιεχωβά είναι όπως την περιέγραψε ο ίδιος στον Μωυσή: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, Θεός ελεήμων και φιλεύσπλαχνος, που είναι μακρόθυμος και αφθονεί σε στοργική καλοσύνη και αλήθεια, που διατηρεί στοργική καλοσύνη για χιλιάδες, που συγχωρεί σφάλμα και παράβαση και αμαρτία, αλλά δεν πρόκειται να δώσει απαλλαγή από την τιμωρία, ο οποίος επιφέρει τιμωρία για το σφάλμα των πατέρων στους γιους και στους εγγονούς, στην τρίτη γενιά και στην τέταρτη γενιά».—Εξ 34:4-7· παράβαλε Εξ 20:5.
Παρά τον εξισορροπητικό ρόλο που παίζει η δικαιοσύνη του Ιεχωβά, στην πραγματικότητα η αγάπη του, η υπομονή του και η μακροθυμία του είναι οι πλέον διακριτές πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως αυτή αποκαλύπτεται στην ιστορία του Ισραήλ—ενός κατ’ εξοχήν ευνοημένου λαού, ο οποίος στην πλειονότητά του αποδείχτηκε εξαιρετικά “σκληροτράχηλος” και “σκληρόκαρδος” απέναντι στον Δημιουργό του. (Εξ 34:8, 9· Νε 9:16, 17· Ιερ 7:21-26· Ιεζ 3:7) Οι αυστηρές κατακρίσεις και τα καταδικαστικά αγγέλματα που εξέφερε επανειλημμένα ο Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, διά στόματος των προφητών του, απλούστατα τονίζουν τη μεγαλοσύνη του ελέους του και το εκπληκτικό εύρος της μακροθυμίας του. Αν και τους είχε ανεχτεί επί 1.500 χρόνια, και παρότι είχαν τώρα θανατώσει τον ίδιο του τον Γιο υποκινούμενοι από τους θρησκευτικούς ηγέτες του έθνους τους, ο Ιεχωβά συνέχισε να τους ευνοεί επί τριάμισι χρόνια ακόμη, περιορίζοντας με έλεος το κήρυγμα των καλών νέων αποκλειστικά σε αυτούς και δίνοντάς τους έτσι μια επιπρόσθετη ευκαιρία να αποκτήσουν το προνόμιο να κυβερνήσουν με τον Γιο του—ευκαιρία που άδραξαν χιλιάδες μετανοημένοι.—Πρ 2:1-5, 14-41· 10:24-28, 34-48· βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ.
Ο Ιησούς Χριστός είχε προφανώς υπόψη του την προαναφερθείσα δήλωση του Ιεχωβά ότι “επιφέρει τιμωρία στους μεταγενέστερους απογόνους των παραβατών”, όταν είπε στους υποκριτικούς γραμματείς και Φαρισαίους: «Λέτε: “Αν ήμασταν στις ημέρες των προπατόρων μας, δεν θα ήμασταν συμμέτοχοι με αυτούς στο αίμα των προφητών”. Άρα, δίνετε μαρτυρία εναντίον του εαυτού σας ότι είστε γιοι εκείνων που δολοφόνησαν τους προφήτες. Συμπληρώστε, λοιπόν, το μέτρο των προπατόρων σας». (Ματ 23:29-32) Παρά τις αξιώσεις τους, η πορεία ενέργειάς τους έδειχνε ότι επιδοκίμαζαν τις άσχημες πράξεις των προπατόρων τους και αποδείκνυε ότι και οι ίδιοι συνέχιζαν να συγκαταλέγονται μεταξύ “εκείνων που μισούν τον Ιεχωβά”. (Εξ 20:5· Ματ 23:33-36· Ιωα 15:23, 24) Κατά συνέπεια, αντίθετα με τους Ιουδαίους οι οποίοι μετανόησαν και έδωσαν προσοχή στα λόγια του Γιου του Θεού, αυτοί υπέστησαν τις σωρευτικές συνέπειες της κρίσης του Θεού, όταν, χρόνια αργότερα, η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και καταστράφηκε και οι περισσότεροι κάτοικοί της πέθαναν. Θα μπορούσαν να είχαν διαφύγει αλλά επέλεξαν να μην επωφεληθούν από το έλεος του Ιεχωβά.—Λου 21:20-24· παράβαλε Δα 9:10, 13-15.
Ο Γιος του αντανακλά την προσωπικότητά Του. Από κάθε άποψη, ο Ιησούς Χριστός ήταν πιστή αντανάκλαση της έξοχης προσωπικότητας του Πατέρα του, του Ιεχωβά Θεού, στου οποίου το όνομα ήρθε. (Ιωα 1:18· Ματ 21:9· Ιωα 12:12, 13· παράβαλε Ψλ 118:26.) Ο Ιησούς είπε: «Ο Γιος δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα με δική του πρωτοβουλία, αλλά μόνο ό,τι βλέπει να κάνει ο Πατέρας. Διότι όποια πράγματα κάνει Εκείνος, αυτά κάνει με όμοιο τρόπο και ο Γιος». (Ιωα 5:19) Έπεται, λοιπόν, ότι η καλοσύνη και η συμπόνια του Ιησού, η πραότητα και η θέρμη του, καθώς και η ισχυρή αγάπη του για τη δικαιοσύνη αλλά και το μίσος του για την πονηρία (Εβρ 1:8, 9), όλα αυτά είναι ιδιότητες τις οποίες ο Γιος είχε δει στον Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό.—Παράβαλε Ματ 9:35, 36 με Ψλ 23:1-6 και Ησ 40:10, 11· Ματ 11:27-30 με Ησ 40:28-31 και Ησ 57:15, 16· Λου 15:11-24 με Ψλ 103:8-14· Λου 19:41-44 με Ιεζ 18:31, 32· Ιεζ 33:11.
Επομένως, κάθε αναγνώστης των θεόπνευστων Γραφών ο οποίος αγαπάει τη δικαιοσύνη και ο οποίος φτάνει πράγματι στο σημείο να «γνωρίσει» την πλήρη σημασία του ονόματος του Ιεχωβά και να την κατανοήσει (Ψλ 9:9, 10· 91:14· Ιερ 16:21) έχει κάθε λόγο να αγαπάει και να ευλογεί αυτό το όνομα (Ψλ 72:18-20· 119:132· Εβρ 6:10), να το αινεί και να το εξυψώνει (Ψλ 7:17· Ησ 25:1· Εβρ 13:15), να το φοβάται, να το αγιάζει (Νε 1:11· Μαλ 2:4-6· 3:16-18· Ματ 6:9) και να το εμπιστεύεται (Ψλ 33:21· Παρ 18:10), λέγοντας μαζί με τον ψαλμωδό: «Θα ψάλλω στον Ιεχωβά σε όλη μου τη ζωή· θα αναπέμπω μελωδία στον Θεό μου όσο υπάρχω. Οι στοχασμοί που κάνω για αυτόν ας είναι απολαυστικοί. Εγώ θα χαίρομαι σε σχέση με τον Ιεχωβά. Θα εξαλειφθούν οι αμαρτωλοί από τη γη· και οι πονηροί δεν θα υπάρχουν πια. Ας ευλογείς τον Ιεχωβά, ψυχή μου. Αινείτε τον Γιαχ!»—Ψλ 104:33-35.
[Εικόνα στη σελίδα 1265]
Ασημένιο αντικείμενο στο οποίο αναγράφεται το θεϊκό όνομα. Βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ και προφανώς χρονολογείται από τον έβδομο ή τον έκτο αιώνα Π.Κ.Χ.
[Εικόνα στη σελίδα 1267]
Αποσπάσματα από τους Ψαλμούς, Ρόλος της Νεκράς Θαλάσσης. Το Τετραγράμματο εμφανίζεται επανειλημμένα με διακριτούς χαρακτήρες της αρχαίας εβραϊκής
[Εικόνες στη σελίδα 1271]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Μερικές από τις πολυάριθμες μεταφράσεις των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών οι οποίες έχουν συμπεριλάβει το θεϊκό όνομα
Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Novum Testamentum Domini Nostri Iesu Christi), σε μετάφραση του Ηλία Χούττερου (απόδοση στην εβραϊκή)· εκδόθηκε στη Νυρεμβέργη· 1599· Εφεσίους 5:17
Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού (The New Testament of Our Lord and Saviour Jesus Christ), σε μετάφραση του Τζον Έλιοτ (στη γλώσσα της Μασαχουσέτης)· εκδόθηκε στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης· 1661· Ματθαίος 21:9
Μια Κατά Λέξη Μετάφραση της Καινής Διαθήκης . . . Από το Κείμενο του Βατικανού Χειρογράφου, του Χέρμαν Χάινφετερ· εκδόθηκε στο Λονδίνο· 1863· Μάρκος 12:29, 30
Το Πλήρες Κείμενο της Καινής Διαθήκης, σε μετάφραση του Γιόχαν Γιάκομπ Στολτς (στη γερμανική)· εκδόθηκε στη Ζυρίχη· 1781-1782· Ρωμαίους 15:11