ΟΝΕΙΔΟΣ
Μομφή, καταισχύνη ή περιφρόνηση—είτε δικαιολογημένη είτε όχι. Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιείται το ουσιαστικό ὀνειδισμός (και ὄνειδος), ενώ στο εβραϊκό, το ουσιαστικό χερπάχ.—Παράβαλε Γε 30:23· Ψλ 69:9· Λου 1:25· Ρω 15:3.
Οι αιτίες για όνειδος μπορεί, φυσικά, να ποίκιλλαν ανάλογα με τις περιστάσεις. Αν ένας Ισραηλίτης ήταν απερίτμητος στην περίοδο της διαθήκης του Νόμου, αυτό αποτελούσε αιτία για όνειδος. (Παράβαλε Κρ 14:3.) Γι’ αυτό, όταν, μετά το πέρασμα του Ιορδάνη, περιτμήθηκαν τελικά όλοι οι άρρενες που είχαν γεννηθεί κατά την οδοιπορία στην έρημο, ο Ιεχωβά δήλωσε: «Σήμερα κύλησα το όνειδος της Αιγύπτου από πάνω σας». (Ιη 5:2-9) Εφόσον, όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία, οι Αιγύπτιοι εφάρμοζαν την περιτομή, η δήλωση αυτή ίσως σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν πλέον να ονειδίζουν τον Ισραήλ για το ότι πάρα πολλοί από τους δικούς του άρρενες ήταν απερίτμητοι. (Ιερ 9:25, 26· βλέπε ΠΕΡΙΤΟΜΗ.) Εξάλλου, η περιτομή ήταν «σημείο της διαθήκης» μεταξύ του Ιεχωβά και του σπέρματος του Αβραάμ. (Γε 17:9-11) Τώρα, με την περιτομή της νέας γενιάς η οποία είχε μεγαλώσει στην έρημο (η προηγούμενη είχε πεθάνει εκεί), η περιτομή μπορεί να δήλωνε επαναβεβαίωση της σχέσης διαθήκης που είχαν με τον Θεό. Εφόσον τα 40 χρόνια της περιπλάνησης είχαν τελειώσει, ο Θεός τούς έδειχνε επίσης την εύνοιά του. Τους είχε εισαγάγει στην Υποσχεμένη Γη και τώρα θα τους έδινε τη δυνατότητα να την κατακτήσουν. Επομένως, οποιοσδήποτε προηγούμενος αιγυπτιακός εμπαιγμός, ή αλλιώς όνειδος, εξαιτίας αυτού που οι Αιγύπτιοι μπορεί να εκλάμβαναν ως ανικανότητα από μέρους του Ιεχωβά να οδηγήσει τον Ισραήλ σε δική του γη αποδεικνυόταν τώρα κενός. Οι Χριστιανοί υπό τη νέα διαθήκη, είτε Ιουδαίοι είτε Εθνικοί, δεν έπρεπε να υφίστανται όνειδος αν δεν είχαν περιτμηθεί.—Ρω 2:25-29· 3:28-30· 4:9-12· 1Κο 7:18, 19.
Για τις Εβραίες, η συνεχιζόμενη αγαμία ή χηρεία (Ησ 4:1· 54:4), καθώς επίσης η στειρότητα (Γε 30:23· Λου 1:25), θεωρούνταν όνειδος. Η υπόσχεση του Θεού σχετικά με το σπέρμα του Αβραάμ και το ότι αυτό θα γινόταν σαν «τους κόκκους της άμμου στην ακρογιαλιά» αναμφίβολα συνέτεινε σε αυτό το συναίσθημα. (Γε 22:15-18· παράβαλε 24:59, 60.) Αντίθετα, ο απόστολος Παύλος συνέστησε την αγαμία τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες όταν το κίνητρο είναι η απόδοση υπηρεσίας στον Θεό με αμέριστη προσοχή, και είπε ότι η χήρα «είναι πιο ευτυχισμένη αν παραμείνει όπως είναι, κατά τη γνώμη μου».—1Κο 7:25-28, 32-40· παράβαλε Ματ 19:10-12.
Ωστόσο, παραβάσεις όπως η ειδωλολατρία, η μοιχεία, η κλοπή και άλλες μορφές ανηθικότητας αποτελούσαν ανέκαθεν αιτίες για όνειδος, όπως και κάθε ανοσιότητα προς τον Θεό.—2Σα 13:13· Παρ 6:32, 33· Ρω 1:18-32· 2:17-24.
Όσοι επιζητούν την επιδοκιμασία του Θεού δεν μπορούν να δυσφημούν τους άλλους. Σχετικά με αυτόν που θα φιλοξενούνταν στη σκηνή του Θεού, ο ψαλμωδός διακήρυξε: «Στο συνάνθρωπό του δεν έχει κάνει τίποτα κακό, και με ονειδισμό ενάντια σε στενό του γνώριμο δεν έχει ασχοληθεί», δηλαδή δεν διαδίδει δυσφημιστικές πληροφορίες για το στενό του γνώριμο. (Ψλ 15:1, 3) Όποιος διαπράττει απάτη σε βάρος του ασήμαντου ή τον χλευάζει ονειδίζει στην ουσία τον Θεό (Παρ 14:31· 17:5), όπως κάνουν εκείνοι που επιφέρουν όνειδος στους υπηρέτες του Θεού. (Ψλ 74:18-23) Τελικά τέτοιος ονειδισμός φέρνει συμφορά σε όσους επιδίδονται σε αυτόν.—Σοφ 2:8-10.
Ο Ιεχωβά Κατασιωπά τον Ονειδισμό του Λαού Του. Όταν οι Ισραηλίτες επιδίδονταν στην ψεύτικη λατρεία ή σε άδικες πράξεις, ονείδιζαν τον Ιεχωβά Θεό, επειδή δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η λατρεία του δεν ήταν καλύτερη από αυτήν των γύρω εθνών. (Ησ 65:7) Για την απιστία τους ο Θεός επέτρεψε να τους βρει συμφορά, κάνοντάς τους αντικείμενο ονειδισμού μεταξύ των εθνών. (Ιεζ 5:14, 15) Επειδή τα άλλα έθνη δεν αντιλήφθηκαν ότι αυτή η κρίση ήταν από τον Θεό, την απέδωσαν σε ανικανότητα από μέρους του να σώσει τον Ισραήλ, με αποτέλεσμα να επισωρευτεί και άλλο όνειδος στον Ιεχωβά. Γι’ αυτό, αποκαθιστώντας τους Ισραηλίτες με βάση τη μετάνοιά τους, ο Ιεχωβά απάλλαξε το όνομά του από αυτό το όνειδος.—Ιεζ 36:15, 20, 21, 30-36.
Όποτε προκύπτουν καταστάσεις που δημιουργούν την εντύπωση ότι ο Θεός έχει ξεχάσει το λαό του, οι άλλοι συμπεραίνουν ότι εκείνος δεν τους προστατεύει ούτε τους ευλογεί, και επισωρεύουν όνειδος σε αυτούς. (Ψλ 31:9-11· 42:10· 74:10, 11· 79:4, 5· 102:8, 9· Ιωλ 2:17-19) Τελικά, όμως, ο Ιεχωβά προβαίνει σε σωτήριες πράξεις, κατασιωπώντας τους ονειδιστές.—Νε 1:3· 2:17· 4:4· 6:16.
Ονειδισμός για Χάρη του Χριστού. Επίσης, καθώς οι υπηρέτες του Ιεχωβά επιτελούν το διορισμό τους, ονειδίζονται από εκείνους στους οποίους αποστέλλονται. Αυτή ήταν η εμπειρία του Ιερεμία (Ιερ 6:10· 15:15-18· 20:8), του Χριστού Ιησού (Ματ 27:44· Μαρ 15:32· Ρω 15:3) και των ακολούθων του (Εβρ 10:33). Όποιος ονειδίζεται για χάρη του Χριστού έχει λόγο να χαίρεται, επειδή η συνεχιζόμενη πιστότητά του κάτω από τέτοιον ονειδισμό οδηγεί σε μεγάλη ανταμοιβή στους ουρανούς (Ματ 5:11· Λου 6:22, 23) και αποδεικνύει ότι το άτομο έχει το πνεύμα του Θεού. (1Πε 4:14) Επομένως, ο ονειδισμός δεν πρέπει να προκαλεί φόβο. Σε αυτούς που γνωρίζουν τη δικαιοσύνη, ο Ιεχωβά είπε: «Μη φοβάστε τον ονειδισμό θνητών ανθρώπων, και από τους υβριστικούς τους λόγους μην τρομοκρατείστε».—Ησ 51:7.
Ο Ιησούς, μολονότι γνώριζε το μεγάλο ονειδισμό που επρόκειτο να έρθει πάνω του, προθυμοποιήθηκε να κάνει το θέλημα του Πατέρα του μέχρι του σημείου να υποστεί επαίσχυντο θάνατο στο ξύλο του βασανισμού. (Ησ 53:3-7· Ιωα 10:17, 18· Εβρ 12:2· 13:12, 13) Για να κάνει το καλό στους άλλους, δεν επιδίωκε να ευαρεστεί τον εαυτό του αλλά ήταν διατεθειμένος να δεχτεί ονειδισμούς από άτομα που, με τα λόγια και τα έργα τους, ονείδιζαν τον Ιεχωβά Θεό. Ο απόστολος Παύλος το επισήμανε αυτό όταν τόνισε ποια είναι η σωστή στάση απέναντι στους πνευματικά αδύναμους: «Εμείς, όμως, που είμαστε ισχυροί οφείλουμε να βαστάζουμε τις αδυναμίες εκείνων που δεν είναι ισχυροί, και να μην ευαρεστούμε τον εαυτό μας. Ο καθένας μας ας ευαρεστεί τον πλησίον του σε ό,τι είναι καλό για την εποικοδόμησή του. Διότι ακόμη και ο Χριστός δεν ευαρέστησε τον εαυτό του· αλλά όπως είναι γραμμένο: “Οι ονειδισμοί εκείνων που σε ονείδιζαν έχουν πέσει πάνω μου”». (Ρω 15:1-3) Στο προηγούμενο κεφάλαιο (Ρω 14), ο Παύλος είχε αναφερθεί στις αδυναμίες μερικών Χριστιανών οι οποίοι είχαν συνειδησιακούς ενδοιασμούς σχετικά με ορισμένες τροφές ή την τήρηση μιας ορισμένης ημέρας και είχε καταδείξει την ανάγκη που υπάρχει να μη γίνεται κάποιος αιτία για πρόσκομμα σε αυτά τα άτομα, αλλά να τα εποικοδομεί. Αυτό πιθανότατα σήμαινε ότι οι ισχυροί σε κατανόηση, πίστη και συνείδηση έπρεπε να περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων τους, πράγμα που μπορεί να τους ήταν κάπως δυσάρεστο. Εντούτοις, έπρεπε να “βαστάζουν” (το ρήμα βαστάζω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που χρησιμοποιείται εδώ, έχει τόσο την κυριολεκτική έννοια «μεταφέρω» όσο και την έννοια «ανέχομαι ή υποφέρω» [παράβαλε Πρ 3:2· Απ 2:2]) όποια βάρη και αν τους δημιουργούσαν αυτές οι αδυναμίες, μιμούμενοι τον Χριστό. (Παράβαλε Ματ 17:17-20· επίσης την έκφραση του Μωυσή στα εδ. Αρ 11:10-15.) Επίσης, δεν έπρεπε απλώς να επιδιώκουν την απόκτηση της εύνοιας, των ευλογιών και των ανταμοιβών του Θεού για τον εαυτό τους, παραμερίζοντας αυτούς τους πνευματικά αδύναμους σαν εμπόδιο ή επιτρέποντας να γίνονται αυτοί βορά του Αντιδίκου επειδή εκείνοι, οι ισχυροί, δεν τους έδωσαν προσοχή και βοήθεια.—Παράβαλε 1Κο 9:19-23· 10:23-33.
Να Μην Προκαλείται Ονειδισμός Λόγω Αδικοπραγίας. Ο Χριστιανός, ενώ αναμένει ότι θα υποστεί ονειδισμό για χάρη της δικαιοσύνης, δεν πρέπει ποτέ να «υποφέρει ως φονιάς ή κλέφτης ή κακοποιός ή ως άτομο που ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων». (1Πε 4:15, 16) Ένας επίσκοπος στη Χριστιανική εκκλησία πρέπει, μεταξύ άλλων προσόντων, “να έχει καλή μαρτυρία από τους ανθρώπους έξω, ώστε να μην πέσει σε ονειδισμό”. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα ατιμάζεται η εν λόγω θέση ούτε θα κακολογούνται οι αληθινοί Χριστιανοί εξαιτίας της διαγωγής ενός από τα επιφανή μέλη της εκκλησίας.—1Τι 3:7.