ΛΑΤΟΜΕΙΟ
Ανοιχτή εκσκαφή σε βράχο από όπου αποσπώνται διάφορα είδη πετρωμάτων. Έτσι εξορύσσονται ο ασβεστόλιθος και το μάρμαρο, τα οποία βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια. Μια μεγάλη έκταση κοντά στη σημερινή Πύλη της Δαμασκού στην Ιερουσαλήμ πιστεύεται ότι ήταν αρχαίο λατομείο. Η πρώτη αναφορά σε ένα τέτοιο μέρος γίνεται στα εδάφια Ιησούς του Ναυή 7:4, 5, όπου λέγεται ότι περίπου 3.000 Ισραηλίτες τράπηκαν σε φυγή από τη Γαι μέχρι τη Σιβαρίμ, που σημαίνει «Λατομεία». Όταν ο Σολομών έκανε τις ετοιμασίες για την οικοδόμηση του ναού, διέταξε να λατομήσουν μεγάλες θεμέλιες πέτρες από τα βουνά του Λιβάνου, και δεκάδες χιλιάδες άντρες επιστρατεύτηκαν για αυτή την εργασία. (1Βα 5:13-18· 6:7) Όταν κατέστη αναγκαίο να επισκευαστεί ο ναός στις ημέρες του Ιωάς, μισθώθηκαν γι’ αυτόν το σκοπό λιθοπελεκητές. (2Βα 12:11, 12) Το μνήμα στο οποίο θάφτηκε ο Ιησούς ήταν λαξευμένο στο βράχο.—Ματ 27:59, 60· Μαρ 15:46.
Χρησιμοποιώντας μια γλαφυρή μεταφορά, ο Ιεχωβά φέρνει στο νου μέσω του Ησαΐα το λατομείο και τη λειτουργία του. (Ησ 51:1) Όπως υποδεικνύεται στο επόμενο εδάφιο, “ο βράχος” ήταν προφανώς ο Αβραάμ, ως ο άνθρωπος από τον οποίο προήλθε το έθνος, και «το κοίλωμα του λάκκου» ήταν η Σάρρα, στης οποίας τη μήτρα, που παραβάλλεται με λάκκο, κυοφορήθηκε ο πρόγονος του Ισραήλ, ο Ισαάκ. (Ησ 51:2) Εντούτοις, εφόσον η γέννηση του Ισαάκ έγινε μέσω θεϊκής δύναμης και ήταν θαυματουργική πράξη, η μεταφορική λατόμηση ίσως έχει και υψηλότερη πνευματική εφαρμογή. Γι’ αυτό, το εδάφιο Δευτερονόμιο 32:18 αναφέρεται στον Ιεχωβά ως «Τον Βράχο που έγινε πατέρας» του Ισραήλ, «Εκείνον που σε γέννησε [το ίδιο ρήμα που χρησιμοποιείται για τη Σάρρα στο εδ. Ησ 51:2] με πόνους γέννας».
Μερικές φορές χρησιμοποιούνταν η ίδια λέξη τόσο για το λατομείο όσο και για το προϊόν του. Ως εκ τούτου, η εβραϊκή λέξη πεσιλίμ, που αποδίδεται «λατομεία» στα εδάφια Κριτές 3:19, 26, αλλού μεταφράζεται «γλυπτές εικόνες». (Δευ 7:5· Ψλ 78:58· Ησ 10:10) Γι’ αυτόν το λόγο, κάποιοι έχουν ισχυριστεί ότι από ένα τέτοιο άλσος ειδωλολατρικών θεών, οι οποίοι αποτελούσαν το προϊόν του λατομείου, μπορεί να επέστρεψε ο Αώδ για να επισκεφτεί προσωπικά τον Εγλών. Εντούτοις, οι περισσότεροι μεταφραστές προτιμούν την απόδοση «λατομεία».
Παλιά λατομεία, στα οποία οι εργασίες έμειναν ημιτελείς, μας διαφωτίζουν κάπως όσον αφορά τις αρχαίες μεθόδους λατόμησης. Σε μεγάλο βάθος μέσα στο βράχο διάνοιγαν στενά κανάλια. Μέσα σε αυτά σφήνωναν ξερά ξύλα, τα οποία στη συνέχεια διόγκωναν καταβρέχοντάς τα με νερό, ώσπου ο βράχος έσπαζε κατά μήκος των σχισμών του. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, λίθοι βάρους ακόμη και πέντε ή δέκα τόνων λατομούνταν σε μικρή απόσταση από τους χώρους οικοδόμησης. Αυτοί οι λίθοι μεταφέρονταν κατόπιν πάνω σε κυλίνδρους ή ρυμουλκούμενες εξέδρες τις οποίες κινούσαν μεγάλες στρατιές δούλων.