Να Μιμείστε την Πίστη Τους
«Έξοχη Γυναίκα»
Η ΡΟΥΘ γονάτισε δίπλα στο σωρό με τα στάχυα κριθαριού που είχε μαζέψει όλη τη μέρα. Το σούρουπο έπεφτε στους αγρούς γύρω από τη Βηθλεέμ, και πολλοί εργάτες ανηφόριζαν ήδη προς την πύλη της μικρής πόλης, που ήταν φωλιασμένη σε μια κοντινή πλαγιά. Δίχως άλλο, το σώμα της Ρουθ πονούσε από τον ολοήμερο μόχθο, εφόσον εργαζόταν ασταμάτητα από το πρωί. Ωστόσο, συνέχισε να χτυπάει τα στάχυα με το ραβδί ή τον κόπανο για να ελευθερωθούν οι σπόροι. Όπως και να έχει, η μέρα είχε κυλήσει ανέλπιστα καλά.
Μήπως άρχιζαν επιτέλους να αλλάζουν τα πράγματα για αυτή τη νεαρή χήρα; Η Ρουθ είχε προσκολληθεί στην πεθερά της, τη Ναομί, υποσχόμενη να μείνει στο πλευρό της και να κάνει τον Θεό της Ναομί, τον Ιεχωβά, δικό της Θεό. Οι δύο χαροκαμένες γυναίκες είχαν έρθει μαζί στη Βηθλεέμ από τον Μωάβ, και η Ρουθ η Μωαβίτισσα έμαθε σύντομα ότι ο Νόμος του Ιεχωβά περιείχε πρακτικές διατάξεις που προσέδιδαν αξιοπρέπεια στους φτωχούς του Ισραήλ, μεταξύ αυτών και στους αλλοεθνείς.a Επίσης, τώρα διαπίστωσε ότι ορισμένα άτομα από το λαό του Ιεχωβά, τα οποία ζούσαν υπό το Νόμο και είχαν εκπαιδευτεί σύμφωνα με αυτόν, εκδήλωναν σε κάποιον βαθμό πνευματικότητα και καλοσύνη που απάλυναν την πληγωμένη της καρδιά.
Ένα τέτοιο άτομο ήταν ο Βοόζ, ο εύπορος ηλικιωμένος, στους αγρούς του οποίου σταχυολογούσε. Αυτός της είχε δείξει πατρικό ενδιαφέρον εκείνη τη μέρα. Η Ρουθ χαμογελούσε μέσα της όταν σκεφτόταν πώς την είχε επαινέσει με καλοσύνη επειδή φρόντιζε την προχωρημένη σε ηλικία Ναομί και επειδή είχε επιλέξει να ζητήσει καταφύγιο κάτω από τις φτερούγες του αληθινού Θεού, του Ιεχωβά.—Ρουθ 2:11-13.
Εντούτοις, η Ρουθ ίσως αναρωτιόταν τι της επιφύλασσε το μέλλον. Πώς θα κατάφερνε αυτή, μια πάμφτωχη αλλοεθνής, χωρίς σύζυγο ή παιδί, να συντηρήσει τον εαυτό της και τη Ναομί τα επόμενα χρόνια; Θα αρκούσε η σταχυολόγηση; Και ποιος θα φρόντιζε εκείνη στα γεράματά της; Διόλου παράξενο αν την κατέτρωγαν τέτοιες έγνοιες. Στους σημερινούς οικονομικά δύσκολους καιρούς, πολλοί βασανίζονται από παρόμοιες ανησυχίες. Καθώς μαθαίνουμε πώς η πίστη της Ρουθ τη βοήθησε να τα βγάλει πέρα με αυτές τις δυσκολίες, θα ανακαλύψουμε πολλά αξιομίμητα χαρακτηριστικά.
Τι Θεωρείται Οικογένεια;
Όταν η Ρουθ τελείωσε το κοπάνισμα του κριθαριού και το μάζεμα όλων των σπόρων, διαπίστωσε ότι είχε σταχυολογήσει περίπου ένα εφά κριθάρι, δηλαδή 22 λίτρα. Το φορτίο της μπορεί να ζύγιζε γύρω στα 15 κιλά! Ενδεχομένως το τύλιξε μέσα σε ένα ύφασμα, το σήκωσε και το τοποθέτησε πάνω στο κεφάλι της. Μετά, πήρε το δρόμο για τη Βηθλεέμ, μέσα στο μισοσκόταδο.—Ρουθ 2:17.
Η Ναομί χάρηκε όταν είδε την αγαπημένη της νύφη, και ίσως έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης αντικρίζοντας τον μπόγο με το κριθάρι που κουβαλούσε. Η Ρουθ έφερε επίσης λίγο φαγητό που είχε κρατήσει από το γεύμα το οποίο είχε προσφέρει ο Βοόζ στους εργάτες, και οι δυο τους μοιράστηκαν αυτό το λιτό δείπνο. Η Ναομί ρώτησε: «Πού σταχυολόγησες σήμερα και πού εργάστηκες; Είθε να είναι ευλογημένος αυτός που σου έδωσε προσοχή». (Ρουθ 2:19) Η Ναομί ήταν παρατηρητική. Βλέποντας τις προμήθειες που κουβαλούσε η Ρουθ, κατάλαβε ότι κάποιος είχε δώσει προσοχή στη νεαρή χήρα και της είχε φερθεί με καλοσύνη.
Οι δυο τους έπιασαν την κουβέντα, και η Ρουθ μίλησε στη Ναομί για την καλοσύνη του Βοόζ. Συγκινημένη, η Ναομί απάντησε: «Ευλογημένος να είναι αυτός από τον Ιεχωβά που δεν εγκατέλειψε τη στοργική του καλοσύνη προς τους ζωντανούς και τους νεκρούς». (Ρουθ 2:19, 20) Θεώρησε ότι η καλοσύνη του Βοόζ προερχόταν από τον Ιεχωβά, ο οποίος υποκινεί τους υπηρέτες του να είναι γενναιόδωροι και υπόσχεται να τους ανταμείψει για την καλοσύνη τους.b—Παροιμίες 19:17.
Η Ναομί παρότρυνε τη Ρουθ να δεχτεί την προσφορά του Βοόζ και να συνεχίσει τη σταχυολόγηση στους αγρούς του, κοντά στις κοπέλες του σπιτικού του, ώστε να μην την παρενοχλούν οι θεριστές. Η Ρουθ ακολούθησε τη συμβουλή της. Επίσης, «εξακολουθούσε να κατοικεί με την πεθερά της». (Ρουθ 2:22, 23) Σε αυτά τα λόγια διακρίνουμε ξανά τη χαρακτηριστική ιδιότητα της Ρουθ—την όσια αγάπη. Το παράδειγμά της μας υποκινεί να αναρωτηθούμε αν εμείς τιμούμε τους οικογενειακούς δεσμούς, υποστηρίζοντας όσια τα αγαπημένα μας πρόσωπα και προσφέροντάς τους βοήθεια όποτε χρειάζεται. Τέτοια όσια αγάπη δεν περνάει απαρατήρητη από τον Ιεχωβά.
Μήπως, όμως, η Ναομί και η Ρουθ δεν αποτελούσαν στην ουσία οικογένεια; Σε μερικούς πολιτισμούς, προκειμένου να θεωρείται μια οικογένεια «κανονική», πρέπει να υπάρχει κάποιος για κάθε ρόλο—άντρας, γυναίκα, γιος, κόρη, παππούδες, και ούτω καθεξής. Η Ναομί και η Ρουθ, όμως, μας θυμίζουν ότι οι υπηρέτες του Ιεχωβά μπορούν να ανοίγουν την καρδιά τους και να κάνουν ακόμη και τις οικογένειες στις οποίες έχουν απομείνει τα λιγότερα μέλη να αντανακλούν θέρμη, καλοσύνη και αγάπη. Εκτιμάτε εσείς την οικογένειά σας, όσα μέλη και αν έχει; Ο Ιησούς θύμισε στους ακολούθους του ότι η Χριστιανική εκκλησία μπορεί να αποτελέσει οικογένεια ακόμη και για αυτούς που δεν έχουν.—Μάρκος 10:29, 30.
«Είναι Ένας από τους Εξαγοραστές Μας»
Από το θερισμό του κριθαριού, γύρω στον Απρίλιο, μέχρι το θερισμό του σιταριού, γύρω στον Ιούνιο, η Ρουθ σταχυολογούσε στους αγρούς του Βοόζ. Ασφαλώς, καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, η Ναομί σκεφτόταν όλο και περισσότερο τι μπορούσε να κάνει για την αγαπημένη της νύφη. Στον Μωάβ, ήταν πεπεισμένη ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει τη Ρουθ να βρει άλλον σύζυγο. (Ρουθ 1:11-13) Τώρα, όμως, άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά. Πλησίασε τη Ρουθ και της είπε: «Κόρη μου, δεν οφείλω εγώ να αναζητήσω τόπο ανάπαυσης για εσένα;» (Ρουθ 3:1) Εκείνη την εποχή, ήταν έθιμο να βρίσκουν οι γονείς σύντροφο για τα παιδιά τους, και η Ρουθ είχε γίνει πραγματική κόρη της Ναομί. Εκείνη ήθελε να της βρει «τόπο ανάπαυσης»—εννοώντας την ασφάλεια και την προστασία που μπορούσε να της προσφέρει ένα σπιτικό και ένας σύζυγος. Αλλά τι μπορούσε να κάνει η Ναομί;
Όταν η Ρουθ ανέφερε πρώτη φορά τον Βοόζ, η Ναομί είπε: «Ο άνθρωπος αυτός είναι συγγενής μας. Είναι ένας από τους εξαγοραστές μας». (Ρουθ 2:20) Τι σήμαινε αυτό; Ο Νόμος του Θεού προς τον Ισραήλ περιείχε στοργικές διατάξεις για οικογένειες οι οποίες περνούσαν δύσκολα λόγω φτώχειας ή απώλειας κάποιου συγγενικού προσώπου. Αν μια γυναίκα χήρευε άτεκνη, δεχόταν τεράστιο πλήγμα, επειδή το όνομα του συζύγου της, ή αλλιώς οι απόγονοί του, εξέλιπε, χανόταν από τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, ο Νόμος του Θεού επέτρεπε στον αδελφό του άντρα να παντρευτεί τη χήρα ώστε να γεννήσει αυτή έναν κληρονόμο που θα συνέχιζε το όνομα του νεκρού συζύγου της και θα φρόντιζε την οικογενειακή περιουσία.c—Δευτερονόμιο 25:5-7.
Η Ναομί κατέστρωσε ένα σχέδιο δράσης. Φανταζόμαστε τη νεαρή γυναίκα να ανοίγει έκπληκτη τα μάτια της καθώς της μιλούσε η πεθερά της. Ο Νόμος του Ισραήλ ίσως ήταν ακόμη κάτι πρωτόγνωρο για τη Ρουθ, και πολλά έθιμά του της ήταν χωρίς αμφιβολία τελείως άγνωστα. Παρ’ όλα αυτά, εκτιμούσε τη Ναομί τόσο πολύ ώστε κρεμόταν από τα χείλη της. Αυτό που τη συμβούλεψε η Ναομί μπορεί να της προκάλεσε αμηχανία ή ντροπή—ίσως μάλιστα να αποδεικνυόταν ταπεινωτικό—αλλά συμφώνησε, λέγοντας ήρεμα: «Όλα όσα μου λες θα τα κάνω».—Ρουθ 3:5.
Μερικές φορές οι νέοι δυσκολεύονται να ακούσουν τις συμβουλές των μεγαλυτέρων και πιο έμπειρων. Εύκολα υποθέτει κανείς ότι οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να καταλάβουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα των νέων. Το παράδειγμα ταπεινοφροσύνης της Ρουθ μάς θυμίζει ότι θα ανταμειφθούμε πολύ αν δίνουμε προσοχή στη σοφία των μεγαλυτέρων που μας αγαπούν και θέλουν το καλό μας. Αλλά ποια ήταν η συμβουλή της Ναομί, και ανταμείφθηκε άραγε η Ρουθ επειδή την ακολούθησε;
Η Ρουθ στο Αλώνι
Το ίδιο βράδυ, η Ρουθ πήγε στο αλώνι—μια επίπεδη επιφάνεια από πατημένο χώμα όπου αρκετοί γεωργοί μετέφεραν τα σιτηρά τους για αλώνισμα και λίχνισμα. Το σημείο που επέλεγαν βρισκόταν συνήθως στην πλαγιά ή στην κορυφή ενός λόφου, όπου το απόγευμα και νωρίς το βράδυ σηκωνόταν αεράκι. Για να αποχωρίσουν τους σπόρους από το άχυρο και το περίβλημά τους, πετούσαν το μείγμα στον αέρα με μεγάλα δικράνια ή φτυάρια. Το ελαφρύτερο άχυρο παρασυρόταν μακριά, ενώ οι βαρύτεροι σπόροι ξανάπεφταν στο αλώνι.
Η Ρουθ παρακολουθούσε διακριτικά την εργασία να ολοκληρώνεται καθώς βράδιαζε. Ο Βοόζ επέβλεπε το λίχνισμα των σιτηρών του, τα οποία σχημάτισαν τελικά έναν μεγάλο σωρό. Αφού έφαγε με όρεξη, ξάπλωσε στη μια άκρη του σωρού. Προφανώς, συνήθιζαν να κάνουν κάτι τέτοιο, ίσως για να προστατέψουν την πολύτιμη συγκομιδή από κλέφτες και ληστρικές ομάδες. Η Ρουθ είδε ότι ο Βοόζ είχε πέσει για ύπνο. Ήταν ώρα να εφαρμόσει το σχέδιο της Ναομί.
Πλησίασε αθόρυβα, με την καρδιά της να κοντεύει να σπάσει. Καταλάβαινε ότι ο Βοόζ κοιμόταν βαθιά. Όπως, λοιπόν, της είχε πει η Ναομί, πήγε κοντά στα πόδια του, τα ξεσκέπασε και πλάγιασε εκεί δίπλα. Μετά περίμενε. Η ώρα περνούσε. Οι στιγμές πρέπει να της φαίνονταν αιώνες. Τελικά, γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ άρχισε να στριφογυρίζει. Τρέμοντας από το κρύο, έσκυψε, πιθανότατα για να ξανασκεπάσει τα πόδια του. Αλλά κατάλαβε ότι κάποιος ήταν εκεί. Η αφήγηση αναφέρει: «Τι να δει! μια γυναίκα πλαγιασμένη στα πόδια του!»—Ρουθ 3:8.
«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε. Η Ρουθ απάντησε, πιθανόν με τρεμάμενη φωνή: «Είμαι η Ρουθ η δούλη σου, και πρέπει να απλώσεις το κάτω μέρος της φορεσιάς σου πάνω στη δούλη σου, γιατί εσύ είσαι εξαγοραστής». (Ρουθ 3:9) Ορισμένοι σύγχρονοι ερμηνευτές έχουν επιχειρήσει να υπονοήσουν ότι οι ενέργειες και τα λόγια της Ρουθ είχαν κάποια σεξουαλική χροιά, αλλά αγνοούν δύο απλά στοιχεία. Πρώτον, η Ρουθ ενήργησε σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, πολλά από τα οποία έχουν χαθεί προ πολλού. Άρα, θα ήταν λάθος να βλέπουμε τις ενέργειές της υπό το διαστρεβλωμένο πρίσμα των σημερινών εξαχρειωμένων ηθών. Δεύτερον, η αντίδραση του Βοόζ δείχνει καθαρά ότι, στα μάτια του, η συμπεριφορά της Ρουθ ήταν ηθικά αγνή και ιδιαίτερα αξιέπαινη.
Τα λόγια που είπε ο Βοόζ στη συνέχεια, ασφαλώς με τρυφερό, απαλό τόνο, καθησύχασαν τη Ρουθ: «Ευλογημένη να είσαι από τον Ιεχωβά, κόρη μου. Εξέφρασες καλύτερα τη στοργική σου καλοσύνη στην τελευταία περίπτωση παρά στην πρώτη περίπτωση, μη πηγαίνοντας πίσω από τους νεαρούς, είτε ασήμαντους είτε πλούσιους». (Ρουθ 3:10) “Η πρώτη περίπτωση” αναφερόταν στην όσια αγάπη που έδειξε η Ρουθ γυρίζοντας μαζί με τη Ναομί στον Ισραήλ και φροντίζοντάς την. “Η τελευταία περίπτωση” ήταν εκείνη η στιγμή. Ο Βοόζ τόνισε ότι μια νέα γυναίκα όπως η Ρουθ θα μπορούσε άνετα να είχε αναζητήσει σύζυγο ανάμεσα σε πολύ πιο νέους άντρες, είτε πλούσιους είτε φτωχούς. Απεναντίας, εκείνη ήθελε να κάνει καλό όχι μόνο στη Ναομί αλλά και στο νεκρό σύζυγο της Ναομί, ώστε να συνεχιστεί το όνομά του στην πατρίδα του. Εύλογα, ο Βοόζ εντυπωσιάστηκε από την ανιδιοτέλεια αυτής της νέας γυναίκας.
Ο Βοόζ συνέχισε: «Και τώρα, κόρη μου, μη φοβάσαι. Όλα όσα λες θα τα κάνω για εσένα, γιατί ο καθένας στην πύλη του λαού μου ξέρει ότι εσύ είσαι έξοχη γυναίκα». (Ρουθ 3:11) Η προοπτική να παντρευτεί τη Ρουθ τον ευχαριστούσε. Η πρόταση να γίνει εξαγοραστής της ίσως δεν τον κατέλαβε εντελώς εξ απροόπτου. Ωστόσο, ο Βοόζ ήταν δίκαιος και δεν επρόκειτο να ενεργήσει βασιζόμενος απλώς στις προτιμήσεις του. Είπε στη Ρουθ ότι υπήρχε άλλος εξαγοραστής, ο οποίος ήταν στενότερος συγγενής της οικογένειας του νεκρού συζύγου της Ναομί. Ο Βοόζ θα πλησίαζε εκείνον πρώτα και θα του έδινε την ευκαιρία να γίνει σύζυγός της.
Ο Βοόζ παρότρυνε τη Ρουθ να πλαγιάσει πάλι και να ξεκουραστεί μέχρι τα ξημερώματα. Μετά θα μπορούσε να φύγει χωρίς να την πάρουν είδηση. Ήθελε να προστατέψει τη φήμη της, όπως και τη δική του, εφόσον κάποιοι μπορεί να συμπέραιναν εσφαλμένα ότι είχε συμβεί κάτι ανήθικο. Η Ρουθ πλάγιασε πάλι στα πόδια του, ίσως πιο ξένοιαστη πλέον, εφόσον εκείνος είχε ανταποκριθεί στο αίτημά της με τόση καλοσύνη. Κατόπιν, ενόσω ήταν ακόμη σκοτάδι, ο Βοόζ γέμισε το μανδύα της με άφθονο κριθάρι, το οποίο της χάρισε, και εκείνη γύρισε στη Βηθλεέμ.
Πόση ικανοποίηση πρέπει να ένιωθε η Ρουθ αναλογιζόμενη τα λόγια του Βοόζ—ότι ήταν γνωστή σε όλους ως «έξοχη γυναίκα»! Αναμφίβολα, η λαχτάρα της να γνωρίσει τον Ιεχωβά και να τον υπηρετήσει συνέβαλε καθοριστικά στη φήμη της. Επίσης, είχε δείξει μεγάλη καλοσύνη και ευαισθησία προς τη Ναομί και το λαό της, με το να προσαρμοστεί πρόθυμα σε ήθη και έθιμα που σίγουρα της ήταν άγνωστα. Αν μιμούμαστε την πίστη της Ρουθ, θα επιδιώκουμε να αντιμετωπίζουμε τους άλλους, καθώς επίσης τα ήθη και τα έθιμά τους, με βαθύ σεβασμό. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως ανακαλύψουμε και εμείς ότι έχουμε αποκτήσει έξοχη φήμη.
Τόπος Ανάπαυσης για τη Ρουθ
«Ποια είσαι εσύ, κόρη μου;» είπε η Ναομί όταν γύρισε σπίτι η Ρουθ. Ίσως έκανε αυτή την ερώτηση επειδή ήταν σκοτάδι, αλλά και επειδή ήθελε να μάθει αν η Ρουθ παρέμενε αδέσμευτη χήρα ή αν ανοιγόταν πλέον μπροστά της η προοπτική να παντρευτεί. Η Ρουθ έσπευσε να πει στην πεθερά της όσα διαδραματίστηκαν ανάμεσα στην ίδια και στον Βοόζ. Επίσης, της πρόσφερε το άφθονο κριθάρι που της είχε χαρίσει ο Βοόζ για τη Ναομί.d—Ρουθ 3:16, 17.
Μιλώντας σοφά, η Ναομί παρότρυνε τη Ρουθ να καθήσει στο σπίτι εκείνη τη μέρα και να μη βγει να σταχυολογήσει στους αγρούς, διαβεβαιώνοντάς την: «Ο άνθρωπος δεν θα ησυχάσει αν δεν δώσει ένα τέλος στο ζήτημα σήμερα».—Ρουθ 3:18.
Η Ναομί είχε απόλυτο δίκιο για τον Βοόζ. Εκείνος πήγε στην πύλη της πόλης, όπου συνεδρίαζαν συνήθως οι πρεσβύτεροι, και περίμενε να περάσει ο στενότερος συγγενής. Ενώπιον μαρτύρων, ο Βοόζ τού πρόσφερε την ευκαιρία να ενεργήσει ως εξαγοραστής με το να παντρευτεί τη Ρουθ. Ωστόσο, αυτός αρνήθηκε, λέγοντας ότι έτσι θα κατέστρεφε τη δική του κληρονομιά. Τότε, ενώπιον των μαρτύρων στην πύλη της πόλης, ο Βοόζ δήλωσε ότι θα ενεργούσε ως εξαγοραστής με το να αγοράσει την περιουσία του νεκρού συζύγου της Ναομί, του Ελιμέλεχ, και με το να παντρευτεί τη Ρουθ, τη χήρα του Μααλών, γιου του Ελιμέλεχ. Ο Βοόζ εξέφρασε την ελπίδα ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έκανε «να εγερθεί το όνομα του νεκρού στην κληρονομιά του». (Ρουθ 4:1-10) Πράγματι, ο Βοόζ ήταν ευθύς και ανιδιοτελής.
Ο Βοόζ παντρεύτηκε τη Ρουθ. Στη συνέχεια, διαβάζουμε: «Ο Ιεχωβά έδωσε σε αυτήν σύλληψη και γέννησε γιο». Οι γυναίκες της Βηθλεέμ ευλογούσαν τη Ναομί και παίνευαν τη Ρουθ, λέγοντας ότι ήταν καλύτερη για τη Ναομί από ό,τι εφτά γιοι. Όπως μαθαίνουμε, ο γιος της Ρουθ έγινε μεταγενέστερα πρόγονος του μεγάλου Βασιλιά Δαβίδ. (Ρουθ 4:11-22) Ο Δαβίδ, με τη σειρά του, υπήρξε πρόγονος του Ιησού Χριστού.—Ματθαίος 1:1.e
Η Ρουθ πράγματι ευλογήθηκε, όπως και η Ναομί, η οποία βοήθησε στην ανατροφή του παιδιού σαν να ήταν δικό της. Η ζωή αυτών των δύο γυναικών μάς θυμίζει ξεκάθαρα ότι ο Ιεχωβά Θεός παρατηρεί όλους όσους μοχθούν ταπεινά για να συντηρούν την οικογένειά τους και τον υπηρετούν όσια με τον εκλεκτό λαό του. Ανταμείβει πάντα τους πιστούς που αποκτούν έξοχη φήμη ενώπιόν του, όπως συνέβη με τη Ρουθ.
a Βλέπε το άρθρο «Να Μιμείστε την Πίστη Τους—“Όπου Πας Εσύ θα Πάω και Εγώ”», στο τεύχος της Σκοπιάς 1 Ιουλίου 2012.
b Όπως επισήμανε η Ναομί, η καλοσύνη του Ιεχωβά δεν περιορίζεται στους ζωντανούς, αλλά επεκτείνεται ακόμη και στους νεκρούς. Η Ναομί είχε χάσει σύζυγο και δύο γιους. Η Ρουθ είχε χάσει το σύζυγό της. Ασφαλώς, και οι τρεις εκείνοι άντρες σήμαιναν πολλά για αυτές. Οποιαδήποτε καλοσύνη προς τη Ναομί και τη Ρουθ ήταν ουσιαστικά καλοσύνη προς εκείνους τους άντρες, οι οποίοι θα ήθελαν να φροντίσει κάποιος αυτές τις αγαπητές γυναίκες.
c Το δικαίωμα γάμου με μια τέτοια χήρα προφανώς δινόταν πρώτα στους αδελφούς του νεκρού και έπειτα στους πλησιέστερους άρρενες συγγενείς, όπως ίσχυε και με το δικαίωμα κληρονομιάς.—Αριθμοί 27:5-11.
d Ο Βοόζ έδωσε στη Ρουθ έξι μέτρα απροσδιόριστου βάρους. Ίσως ήθελε να υποδηλώσει ότι, όπως έπειτα από έξι εργάσιμες ημέρες ερχόταν η ανάπαυση του Σαββάτου, έτσι και μετά τις ημέρες κατά τις οποίες η Ρουθ μοχθούσε ως χήρα θα ερχόταν γρήγορα η «ανάπαυση» που θα της πρόσφερε ένα ασφαλές σπιτικό και ένας σύζυγος. Από την άλλη, ίσως απλώς η Ρουθ μπορούσε να μεταφέρει μόνο έξι μέτρα—πιθανόν φτυαριές.
e Η Ρουθ είναι μία από τις πέντε γυναίκες τις οποίες αναφέρει η Γραφή μεταξύ των προγόνων του Ιησού. Μια άλλη είναι η Ραάβ, η μητέρα του Βοόζ. (Ματθαίος 1:3, 5, 6, 16) Όπως η Ρουθ, ούτε αυτή ήταν Ισραηλίτισσα.