ΔΑΒΙΔ
(Δαβίδ) [πιθανότατα, Αγαπητός].
Στη Μετάφραση Νέου Κόσμου το όνομα αυτό εμφανίζεται 1.079 φορές στις Εβραϊκές Γραφές—75 από αυτές στις επιγραφές 73 ψαλμών—και 59 φορές στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Από όλα τα πρόσωπα των Εβραϊκών Γραφών, οι συγγραφείς των Χριστιανικών Γραφών μνημονεύουν συχνότερα μόνο τον Μωυσή και τον Αβραάμ. Στα 1.138 σημεία όπου εμφανίζεται το όνομα του Δαβίδ, η αναφορά γίνεται σε ένα μόνο πρόσωπο, το δεύτερο βασιλιά του Ισραήλ, ή σε εκείνον του οποίου ο Δαβίδ ήταν εξεικονιστικός τύπος σε κάποιες περιπτώσεις: “Τον Ιησού Χριστό, το γιο του Δαβίδ”.—Ματ 1:1.
Αυτός ο ποιμένας, μουσικός, ποιητής, στρατιώτης, πολιτικός, προφήτης και βασιλιάς έχει εξέχουσα θέση στις Εβραϊκές Γραφές. Ήταν φοβερός πολεμιστής στο πεδίο της μάχης, καρτερικός στις αντιξοότητες, ισχυρός ηγέτης και αρχηγός με ακλόνητο θάρρος, και ωστόσο αρκετά ταπεινός ώστε να αναγνωρίζει τα λάθη του και να μετανοεί για τις χονδροειδείς αμαρτίες του, άντρας ικανός να εκδηλώνει τρυφερή συμπόνια και έλεος, ο οποίος αγαπούσε την αλήθεια και τη δικαιοσύνη και πάνω από όλα έδειχνε ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη και πεποίθηση στον Θεό του τον Ιεχωβά.
Ο Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Βοόζ και της Ρουθ, καταγόταν από τον Ιούδα μέσω του Φαρές. (Ρθ 4:18-22· Ματ 1:3-6) Ήταν ο μικρότερος από τους οχτώ γιους του Ιεσσαί και είχε επίσης δύο αδελφές, πιθανώς ετεροθαλείς. (1Σα 16:10, 11· 17:12· 1Χρ 2:16) Ένας από τους αδελφούς του Δαβίδ προφανώς πέθανε άτεκνος και γι’ αυτό παραλείπεται από μεταγενέστερους γενεαλογικούς καταλόγους. (1Χρ 2:13-16) Το όνομα της μητέρας του Δαβίδ δεν είναι γνωστό. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομά της ήταν Νάας, αλλά το πιθανότερο είναι ότι Νάας λεγόταν ο πατέρας των ετεροθαλών αδελφών του Δαβίδ.—2Σα 17:25· βλέπε ΝΑΑΣ Αρ. 2.
Η Βηθλεέμ, σε απόσταση περίπου 9 χλμ. ΝΝΔ της Ιερουσαλήμ, ήταν η γενέτειρα του Δαβίδ, η πόλη όπου έζησαν οι προπάτορές του—ο Ιεσσαί, ο Ωβήδ και ο Βοόζ—και η οποία μερικές φορές αποκαλούνταν «πόλη του Δαβίδ». (Λου 2:4, 11· Ιωα 7:42) Δεν πρέπει, όμως, να συγχέεται με την «Πόλη του Δαβίδ», δηλαδή τη Σιών, στην Ιερουσαλήμ.—2Σα 5:7.
Τα Νεανικά του Χρόνια. Πρωτοσυναντάμε τον Δαβίδ ενώ βόσκει τα πρόβατα του πατέρα του στην ύπαιθρο της Βηθλεέμ, γεγονός που μας θυμίζει ότι πάλι στην ύπαιθρο της Βηθλεέμ, μία χιλιετία και πλέον αργότερα, ποιμένες κυριεύτηκαν από δέος καθώς επιλέχθηκαν να ακούσουν τον άγγελο του Ιεχωβά να τους ανακοινώνει τη γέννηση του Ιησού. (Λου 2:8-14) Ο Σαμουήλ, τον οποίο έστειλε ο Θεός στο σπίτι του Ιεσσαί να χρίσει έναν από τους γιους του ως μελλοντικό βασιλιά, απορρίπτει τους εφτά μεγαλύτερους αδελφούς του Δαβίδ λέγοντας: «Ο Ιεχωβά δεν εξέλεξε αυτούς». Τελικά καλούν τον Δαβίδ να έρθει από το βοσκότοπο. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα αγωνίας καθώς μπαίνει ο Δαβίδ—«ένας ροδοκόκκινος νεαρός με όμορφα μάτια και ωραία εμφάνιση»—διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ξέρει το λόγο για τον οποίο έχει έρθει ο Σαμουήλ. «Σήκω», προστάζει ο Ιεχωβά τον Σαμουήλ, «χρίσε τον, γιατί αυτός είναι!» Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο λέει ο Ιεχωβά: «Βρήκα τον Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί, άντρα σε αρμονία με την καρδιά μου, ο οποίος θα κάνει όλα όσα επιθυμώ».—1Σα 16:1-13· 13:14· Πρ 13:22.
Τα χρόνια κατά τα οποία ο Δαβίδ έζησε ως ποιμένας επηρέασαν βαθύτατα όλη την υπόλοιπη ζωή του. Η ζωή στην ύπαιθρο τον προετοίμασε για τη μετέπειτα ζωή του φυγάδα, όταν κρυβόταν εξαιτίας της οργής του Σαούλ. Επίσης έγινε επιδέξιος στη χρήση της σφεντόνας και καλλιέργησε υπομονή και θάρρος, αλλά και την προθυμία που απαιτούνταν για να αναζητάει και να σώζει τα πρόβατα που απομακρύνονταν από το κοπάδι, μη διστάζοντας να σκοτώσει μια αρκούδα ή ένα λιοντάρι όταν χρειάστηκε.—1Σα 17:34-36.
Ωστόσο, τον Δαβίδ δεν τον θυμόμαστε μόνο για τη γενναιότητά του ως πολεμιστή, αλλά και για τη δεξιοτεχνία του στην άρπα και στη σύνθεση ύμνων, ικανότητες που ίσως ανέπτυξε τις πολλές ώρες που έβοσκε τα πρόβατα. Ο Δαβίδ ήταν επίσης γνωστός για το ότι είχε εφεύρει καινούρια μουσικά όργανα. (2Χρ 7:6· 29:26, 27· Αμ 6:5) Η αγάπη του για τον Ιεχωβά εξύψωσε τα λυρικά του ποιήματα πολύ πιο πάνω από το κοινό επίπεδο της απλής ψυχαγωγίας και τα κατέστησε κλασικά αριστουργήματα, αφιερωμένα στη λατρεία και στον αίνο του Ιεχωβά. Οι επιγραφές 73 ψαλμών δείχνουν ότι συνθέτης τους ήταν ο Δαβίδ, υπάρχουν, όμως, και άλλοι ψαλμοί που σε άλλα σημεία αποδίδονται στον Δαβίδ. (Παράβαλε Ψλ 2:1 με Πρ 4:25· Ψλ 95:7, 8 με Εβρ 4:7.) Μερικοί ψαλμοί, όπως για παράδειγμα ο 8ος, ο 19ος, ο 23ος και ο 29ος, πιθανότατα αντικατοπτρίζουν εμπειρίες που είχε ο Δαβίδ όταν ήταν ποιμένας.
Όλη αυτή η εκπαίδευση που έλαβε ο Δαβίδ φροντίζοντας τα πρόβατα τον προετοίμασε για έναν μεγαλύτερο ρόλο, την ποίμανση του λαού του Ιεχωβά, όπως έχει γραφτεί: «[Ο Ιεχωβά] εξέλεξε τον Δαβίδ τον υπηρέτη του και τον πήρε από τα μαντριά του ποιμνίου. Από εκεί που ακολουθούσε τις προβατίνες οι οποίες θήλαζαν, τον έφερε να γίνει ποιμένας του Ιακώβ, του λαού του, και του Ισραήλ, της κληρονομιάς του». (Ψλ 78:70, 71· 2Σα 7:8) Ωστόσο, όταν ο Δαβίδ άφησε για πρώτη φορά τα πρόβατα του πατέρα του, δεν ήταν για να πάρει τη βασιλεία. Αντί για αυτό, υπηρέτησε ως μουσικός της βασιλικής αυλής με πρόταση ενός συμβούλου του Σαούλ, ο οποίος περιέγραψε τον Δαβίδ όχι μόνο ως “δεξιοτέχνη στο παίξιμο” αλλά και ως “γενναίο και κραταιό, άντρα πολεμιστή, συνετό στο λόγο και με ωραία διάπλαση, και ο Ιεχωβά είναι μαζί του”. (1Σα 16:18) Ο Δαβίδ, λοιπόν, έγινε ο αρπιστής του ταραγμένου Σαούλ και ο οπλοφόρος του.—1Σα 16:19-23.
Αργότερα, για λόγους που δεν αναφέρονται, ο Δαβίδ επιστρέφει στο σπίτι του πατέρα του για μια απροσδιόριστη περίοδο. Καθώς φέρνει προμήθειες στους αδελφούς του που υπηρετούν στο στράτευμα του Σαούλ, το οποίο εκείνο το διάστημα βρίσκεται στρατοπεδευμένο σε κάποια απόσταση από τους Φιλισταίους, εξοργίζεται βλέποντας και ακούγοντας τον Γολιάθ να ονειδίζει τον Ιεχωβά. «Ποιος είναι αυτός ο απερίτμητος Φιλισταίος για να εμπαίζει τα στρατεύματα του ζωντανού Θεού;» ρωτάει ο Δαβίδ. (1Σα 17:26) «Ο Ιεχωβά», προσθέτει, «ο οποίος με ελευθέρωσε από το πέλμα του λιονταριού και από το πέλμα της αρκούδας, εκείνος θα με ελευθερώσει από το χέρι αυτού του Φιλισταίου». (1Σα 17:37) Αφού του δίνεται η άδεια, ο Δαβίδ, αυτός που είχε σκοτώσει το λιοντάρι και την αρκούδα, πλησιάζει τον Γολιάθ λέγοντάς του: «Έρχομαι σε εσένα με το όνομα του Ιεχωβά των στρατευμάτων, του Θεού των στρατευμάτων του Ισραήλ, που εσύ ενέπαιξες». Ξαφνικά, ο Δαβίδ εκσφενδονίζει την πέτρα με τη σφεντόνα του και ρίχνει κάτω τον πρόμαχο του εχθρού. Κατόπιν, με το σπαθί του ίδιου του Γολιάθ, τον αποκεφαλίζει και επιστρέφει στο στρατόπεδο με τα πολεμικά τρόπαια—το κεφάλι και το σπαθί του γίγαντα.—1Σα 17:45-54· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 745.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, σύμφωνα με το Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 του τέταρτου αιώνα, παραλείπει τα εδάφια 1 Σαμουήλ 17:55 ως 18:6α μέχρι τη λέξη «Φιλισταίων». Ως εκ τούτου, η μετάφραση του Μόφατ τοποθετεί όλα αυτά τα εδάφια, εκτός από το τελευταίο, σε διπλές αγκύλες χαρακτηρίζοντάς τα «είτε προσθήκες αντιγραφέων είτε μεταγενέστερο εμβόλιμο κείμενο». Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που συγκλίνουν υπέρ του Μασοριτικού κειμένου.—Βλέπε ΣΑΜΟΥΗΛ (ΒΙΒΛΙΑ) (Τμήματα που Παραλείπονται στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα).
Ζει ως Φυγάς. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 746) Αυτές οι ραγδαίες εξελίξεις έφεραν τον Δαβίδ από την αφάνεια της ερήμου στη δημόσια σκηνή, κάνοντάς τον γνωστό σε όλο τον Ισραήλ. Διορισμένος ως επικεφαλής των πολεμιστών, ο Δαβίδ έγινε δεκτός με χορούς και ευφροσύνη όταν επέστρεψε από μια νικηφόρα εκστρατεία κατά των Φιλισταίων, και το τραγούδι που ακουγόταν εκείνη την ημέρα ήταν: «Ο Σαούλ πάταξε τις χιλιάδες του και ο Δαβίδ τις δεκάδες χιλιάδες του». (1Σα 18:5-7) «Όλος ο Ισραήλ και ο Ιούδας αγαπούσαν τον Δαβίδ», και ο ίδιος ο γιος του Σαούλ ο Ιωνάθαν σύναψε ισόβια διαθήκη αμοιβαίας αγάπης και φιλίας μαζί του, από την οποία ευνοήθηκε τόσο ο γιος του Ιωνάθαν ο Μεφιβοσθέ όσο και ο εγγονός του ο Μιχά.—1Σα 18:1-4, 16· 20:1-42· 23:18· 2Σα 9:1-13.
Αυτή η δημοτικότητα γέμισε φθόνο τον Σαούλ, ο οποίος «έβλεπε καχύποπτα τον Δαβίδ από εκείνη την ημέρα και έπειτα». Σε δύο περιπτώσεις, ενώ ο Δαβίδ έπαιζε μουσική όπως άλλες φορές, ο Σαούλ τού έριξε ένα δόρυ με σκοπό να τον καρφώσει στον τοίχο, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο Ιεχωβά τον γλίτωσε. Ο Σαούλ είχε υποσχεθεί να δώσει την κόρη του σε όποιον θα σκότωνε τον Γολιάθ, αλλά τώρα δεν ήθελε να τη δώσει στον Δαβίδ. Τελικά ο Σαούλ συμφώνησε να τον παντρέψει με τη δεύτερη κόρη του υπό τον όρο ότι ο Δαβίδ θα του έφερνε «εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων», ένα παράλογο αίτημα που, όπως υπολόγιζε ο Σαούλ, θα κατέληγε στο θάνατο του Δαβίδ. Ο θαρραλέος Δαβίδ, όμως, διπλασίασε το νυφικό τίμημα, έφερε στον Σαούλ 200 ακροβυστίες και παντρεύτηκε τη Μιχάλ. Τώρα πια, δύο από τα παιδιά του Σαούλ είχαν συνάψει διαθήκες με τον Δαβίδ υποκινούμενα από αγάπη για αυτόν, γεγονός που έκανε τον Σαούλ να τον μισεί ακόμη περισσότερο. (1Σα 18:9-29) Σε μια άλλη περίπτωση που ο Δαβίδ έπαιζε και πάλι για τον Σαούλ, ο βασιλιάς προσπάθησε τρίτη φορά να τον καρφώσει στον τοίχο. Υπό το κάλυμμα της νύχτας ο Δαβίδ τράπηκε σε φυγή και έκτοτε ξαναείδε τον Σαούλ μόνο κάτω από διαφορετικές και πραγματικά ιδιόμορφες συνθήκες.—1Σα 19:10.
Επί αρκετά χρόνια έπειτα από αυτό, ο Δαβίδ ζούσε ως φυγάς και μετακινούνταν διαρκώς από τόπο σε τόπο, καταδιωκόμενος αμείλικτα από έναν αδιάλλακτο και πονηρό βασιλιά που ήταν αποφασισμένος να τον σκοτώσει. Στην αρχή, ο Δαβίδ βρήκε καταφύγιο κοντά στον προφήτη Σαμουήλ στη Ραμά (1Σα 19:18-24), αλλά όταν αυτό έπαψε να είναι ασφαλές έφυγε για τη Γαθ, μια φιλισταϊκή πόλη, κάνοντας στάση καθ’ οδόν για να δει τον Αρχιερέα Αχιμέλεχ στη Νωβ, από όπου πήρε το σπαθί του Γολιάθ. (1Σα 21:1-9· 22:9-23· Ματ 12:3, 4) Ωστόσο, μόνο επειδή συγκάλυψε τη διανοητική του υγεία, τραβώντας γραμμές στην πύλη σαν μικρό παιδί και αφήνοντας το σάλιο του να τρέχει πάνω στη γενειάδα του, κατάφερε να γλιτώσει στη Γαθ. (1Σα 21:10-15) Από αυτή την εμπειρία του ο Δαβίδ εμπνεύστηκε τους Ψαλμούς 34 και 56. Έπειτα κατέφυγε στη σπηλιά της Οδολλάμ, όπου ήρθε για να μείνει μαζί του η οικογένειά του και περίπου 400 κατατρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι άντρες. Ο 57ος ή ο 142ος Ψαλμός, ή ενδεχομένως και οι δύο, ίσως αναφέρονται στο διάστημα κατά το οποίο έμεινε σε αυτή τη σπηλιά. Οι μετακινήσεις του Δαβίδ συνεχίστηκαν—από εκεί πήγε στη Μισπέ του Μωάβ και στη συνέχεια ξαναγύρισε στον Ιούδα, στο δάσος της Χάρεθ. (1Σα 22:1-5) Ενόσω έμενε στην Κεϊλά, έμαθε ότι ο Σαούλ ετοιμαζόταν να του επιτεθεί, και τότε αυτός και οι άντρες του, που είχαν φτάσει πια τους 600 περίπου, έφυγαν για την έρημο της Ζιφ. Ο Σαούλ συνέχισε να τον καταδιώκει από το ένα μέρος στο άλλο, από τη Χορές που βρισκόταν στην έρημο της Ζιφ μέχρι την έρημο της Μαών. Ενώ ο Σαούλ κόντευε να πιάσει τον Δαβίδ, τον ειδοποίησαν ότι οι Φιλισταίοι έκαναν επιδρομή, οπότε για κάποιο διάστημα διέκοψε την καταδίωξη, γεγονός που επέτρεψε στο φυγάδα να περάσει στην Εν-γαδί. (1Σα 23:1-29) Από τέτοιες παρόμοιες εμπειρίες προέκυψαν θαυμάσιοι Ψαλμοί αίνου προς τον Ιεχωβά για τη θαυματουργική απελευθέρωση που προμήθευσε.—Ψλ 18, 59, 63, 70.
Στην Εν-γαδί ο Σαούλ μπήκε σε μια σπηλιά για τη φυσική του ανάγκη. Ο Δαβίδ που κρυβόταν εκεί, στο βάθος της σπηλιάς, τον πλησίασε αθόρυβα και έκοψε την άκρη του ενδύματός του, αλλά του χάρισε τη ζωή λέγοντας ότι του ήταν αδιανόητο να κάνει κακό στο βασιλιά γιατί αυτός ήταν «ο χρισμένος του Ιεχωβά».—1Σα 24:1-22.
Μετά το θάνατο του Σαμουήλ. Όταν πέθανε ο Σαμουήλ, ο Δαβίδ, εξόριστος ακόμη, πήγε να κατοικήσει στην έρημο Φαράν. (Βλέπε ΦΑΡΑΝ.) Αυτός και οι άντρες του έδειξαν καλοσύνη στον Νάβαλ, έναν εύπορο κτηνοτρόφο που είχε τις δουλειές του στην Κάρμηλο, Ν της Χεβρών, αλλά ο αχάριστος αυτός άνθρωπος αρκέστηκε μόνο στο να τους προσβάλει. Η σύζυγος του Νάβαλ η Αβιγαία, με την ευστροφία της, απέτρεψε τον Δαβίδ από το να εξοντώσει τα άρρενα μέλη του σπιτικού, αλλά ο Νάβαλ πατάχθηκε από τον Ιεχωβά και πέθανε. Έπειτα ο Δαβίδ παντρεύτηκε τη χήρα Αβιγαία, και έτσι εκτός από την Αχινοάμ την Ιεζραελίτισσα ο Δαβίδ είχε πλέον άλλη μια σύζυγο, την Αβιγαία την Καρμηλίτισσα—στη διάρκεια της μακράς απουσίας του Δαβίδ, ο Σαούλ είχε δώσει τη Μιχάλ σε άλλον άντρα.—1Σα 25:1-44· 27:3.
Για δεύτερη φορά ο Δαβίδ κατέφυγε στην έρημο της Ζιφ, και η καταδίωξη ξανάρχισε. Ο Δαβίδ παρομοίασε τον Σαούλ και τους 3.000 άντρες του με κάποιους που ψάχνουν «έναν ψύλλο, όπως κυνηγάει κανείς μια πέρδικα πάνω στα βουνά». Κάποια νύχτα ο Δαβίδ και ο Αβισαί διείσδυσαν αθόρυβα στο στρατόπεδο του Σαούλ ενόσω όλοι κοιμούνταν και έφυγαν με το δόρυ του και μια κανάτα νερού. Ο Αβισαί ήθελε να σκοτώσει τον Σαούλ, αλλά ο Δαβίδ τού χάρισε τη ζωή και δεύτερη φορά, λέγοντας ότι από την άποψη του Ιεχωβά τού ήταν αδιανόητο να απλώσει το χέρι του εναντίον του χρισμένου του Θεού. (1Σα 26:1-25) Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο Δαβίδ είδε τον εχθρό του.
Για μια περίοδο 16 μηνών, ο Δαβίδ εγκαταστάθηκε στη Σικλάγ, σε φιλισταϊκό έδαφος, όπου δεν μπορούσε να τον πειράξει ο Σαούλ. Μερικοί κραταιοί άντρες εγκατέλειψαν τις δυνάμεις του Σαούλ και συντάχθηκαν με τους αυτοεξόριστους στη Σικλάγ, πράγμα που έδωσε στον Δαβίδ τη δυνατότητα να κάνει επιδρομές σε πόλεις των εχθρών του Ισραήλ στα Ν, διασφαλίζοντας έτσι τα σύνορα του Ιούδα και ενισχύοντας τη μελλοντική του θέση ως βασιλιά. (1Σα 27:1-12· 1Χρ 12:1-7, 19-22) Όταν οι Φιλισταίοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν στις δυνάμεις του Σαούλ, ο Βασιλιάς Αγχούς, πιστεύοντας ότι ο Δαβίδ είχε γίνει «δυσωδία για το λαό του τον Ισραήλ», του ζήτησε να πάει μαζί του. Ωστόσο, οι άλλοι άρχοντες του άξονα των Φιλισταίων απέρριψαν τον Δαβίδ θεωρώντας τον κίνδυνο για την ασφάλειά τους. (1Σα 29:1-11) Στο αποκορύφωμα της μάχης, στο Όρος Γελβουέ, ο Σαούλ και τρεις από τους γιους του, περιλαμβανομένου και του Ιωνάθαν, πέθαναν.—1Σα 31:1-7.
Στο μεταξύ, οι Αμαληκίτες λεηλάτησαν και έκαψαν τη Σικλάγ, αιχμαλωτίζοντας όλες τις γυναίκες και τα παιδιά. Αμέσως οι δυνάμεις του Δαβίδ καταδίωξαν τους επιδρομείς, τους πρόφτασαν και πήραν πίσω τις γυναίκες, τα παιδιά και όλα τα αγαθά τους. (1Σα 30:1-31) Τρεις ημέρες αργότερα, ένας Αμαληκίτης έφερε το διάδημα και το βραχιόλι του Σαούλ, καυχώμενος ψευδώς ότι είχε θανατώσει τον πληγωμένο βασιλιά, με την ελπίδα ότι θα του δινόταν αμοιβή. Παρότι αυτό ήταν ψέμα, ο Δαβίδ διέταξε να τον σκοτώσουν επειδή ισχυρίστηκε ότι “θανάτωσε τον χρισμένο του Ιεχωβά”.—2Σα 1:1-16· 1Σα 31:4, 5.
Η Περίοδος της Βασιλείας Του. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 746) Τα τραγικά νέα για το θάνατο του Σαούλ λύπησαν πάρα πολύ τον Δαβίδ. Δεν σκεφτόταν τόσο ότι ο κυριότερος εχθρός του ήταν νεκρός όσο ότι έπεσε ο χρισμένος του Ιεχωβά. Πενθώντας, ο Δαβίδ συνέθεσε μια θρηνωδία με τίτλο «Το Τόξο». Σε αυτήν θρηνολογεί για το ότι ο χειρότερος εχθρός του και ο καλύτερος φίλος του έπεσαν μαζί στη μάχη—«Σαούλ και Ιωνάθαν, αξιαγάπητοι και ευάρεστοι στη ζωή και αχώριστοι στο θάνατο».—2Σα 1:17-27.
Ο Δαβίδ κατόπιν πήγε στη Χεβρών, όπου οι πρεσβύτεροι του Ιούδα τον έχρισαν βασιλιά της φυλής τους το 1077 Π.Κ.Χ., όταν ήταν 30 χρονών. Βασιλιάς των άλλων φυλών έγινε ο γιος του Σαούλ, ο Ις-βοσθέ. Ωστόσο, περίπου δύο χρόνια αργότερα, ο Ις-βοσθέ δολοφονήθηκε και οι δολοφόνοι του έφεραν το κεφάλι του στον Δαβίδ ελπίζοντας ότι θα λάβαιναν κάποια αμοιβή, αλλά και αυτοί θανατώθηκαν όπως ο δήθεν δολοφόνος του Σαούλ. (2Σα 2:1-4, 8-10· 4:5-12) Αυτό άνοιξε το δρόμο για να ενωθούν με τον Ιούδα οι φυλές που μέχρι τότε υποστήριζαν το γιο του Σαούλ, και τελικά συγκεντρώθηκε μια δύναμη 340.822 αντρών και ανακήρυξε τον Δαβίδ βασιλιά όλου του Ισραήλ.—2Σα 5:1-3· 1Χρ 11:1-3· 12:23-40.
Βασιλεύει με έδρα την Ιερουσαλήμ. Ο Δαβίδ βασίλεψε από τη Χεβρών εφτάμισι χρόνια προτού μεταφέρει, με υπόδειξη του Ιεχωβά, την πρωτεύουσά του στην Ιερουσαλήμ, ένα οχυρό που είχε καταλάβει από τους Ιεβουσαίους. Εκεί έχτισε στη Σιών την Πόλη του Δαβίδ από όπου βασίλεψε άλλα 33 χρόνια. (2Σα 5:4-10· 1Χρ 11:4-9· 2Χρ 6:6) Όσο διάστημα ζούσε στη Χεβρών, ο Βασιλιάς Δαβίδ πήρε και άλλες γυναίκες, διευθέτησε να του δοθεί πίσω η Μιχάλ και απέκτησε αρκετούς γιους και κόρες. (2Σα 3:2-5, 13-16· 1Χρ 3:1-4) Αφού εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ απέκτησε ακόμη περισσότερες συζύγους και παλλακίδες οι οποίες, με τη σειρά τους, του γέννησαν και άλλα παιδιά.—2Σα 5:13-16· 1Χρ 3:5-9· 14:3-7.
Όταν οι Φιλισταίοι άκουσαν ότι ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς όλου του Ισραήλ, πήγαν να τον ανατρέψουν. Όπως και στο παρελθόν (1Σα 23:2, 4, 10-12· 30:8), ο Δαβίδ ρώτησε τον Ιεχωβά αν έπρεπε να ανεβεί εναντίον τους. «Ανέβα», ήταν η απάντηση, και ο Ιεχωβά πάταξε τον εχθρό με τέτοια ολοκληρωτική καταστροφή ώστε ο Δαβίδ ονόμασε το μέρος Βάαλ-φερασίμ, το οποίο σημαίνει «Ιδιοκτήτης (Κύριος) των Διασπάσεων». Σε μια νέα αναμέτρηση, ο Ιεχωβά άλλαξε στρατηγική και διέταξε τον Δαβίδ να περικυκλώσει τους Φιλισταίους και να τους χτυπήσει από τα νώτα.—2Σα 5:17-25· 1Χρ 14:8-17.
Ο Δαβίδ επιχείρησε να φέρει την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ, αλλά η προσπάθεια αυτή απέτυχε καθώς ο Ουζά άγγιξε την κιβωτό και πατάχθηκε. (2Σα 6:2-10· 1Χρ 13:1-14) Περίπου τρεις μήνες αργότερα, έπειτα από προσεκτικές προετοιμασίες που περιλάμβαναν τον αγιασμό των ιερέων και των Λευιτών και τη διασφάλιση του ότι η Κιβωτός θα μεταφερόταν στους ώμους τους αντί να τοποθετηθεί σε άμαξα όπως την πρώτη φορά, έγινε η μεταφορά της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ. Ο Δαβίδ, ντυμένος λιτά, έδειξε τη χαρά του και τον ενθουσιασμό του για αυτή τη σπουδαία περίσταση “πηδώντας και χορεύοντας ενώπιον του Ιεχωβά”. Η σύζυγός του, όμως, η Μιχάλ τον αποδοκίμασε λέγοντας ότι ενήργησε “όπως ένας άμυαλος”. Για αυτή την αδικαιολόγητη αντίδραση, η Μιχάλ «δεν απέκτησε παιδί ως την ημέρα του θανάτου της».—2Σα 6:11-23· 1Χρ 15:1-29.
Ο Δαβίδ διευθέτησε επίσης να διευρυνθεί η λατρεία του Ιεχωβά στη νέα τοποθεσία της Κιβωτού διορίζοντας πυλωρούς και μουσικούς και φροντίζοντας να υπάρχουν «ολοκαυτώματα . . . σε μόνιμη βάση, πρωί και βράδυ». (1Χρ 16:1-6, 37-43) Επιπρόσθετα, ο Δαβίδ σκέφτηκε να οικοδομήσει έναν κέδρινο μεγαλοπρεπή ναό για τη στέγαση της Κιβωτού, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τη σκηνή της μαρτυρίας. Δεν του επιτράπηκε, όμως, να οικοδομήσει τον οίκο, επειδή όπως του είπε ο Θεός: «Αίμα πολύ έχεις χύσει και μεγάλους πολέμους έχεις διεξαγάγει. Δεν θα χτίσεις οίκο για το όνομά μου, γιατί πολύ αίμα έχεις χύσει στη γη ενώπιόν μου». (1Χρ 22:8· 28:3) Ωστόσο, ο Ιεχωβά σύναψε διαθήκη μαζί του υποσχόμενος ότι η βασιλεία θα έμενε παντοτινά στην οικογένειά του, και σύμφωνα με αυτή τη διαθήκη ο Θεός τον διαβεβαίωσε ότι ο γιος του ο Σολομών, του οποίου το όνομα προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «ειρήνη», θα έχτιζε το ναό.—2Σα 7:1-16, 25-29· 1Χρ 17:1-27· 2Χρ 6:7-9· Ψλ 89:3, 4, 35, 36.
Σε αρμονία, λοιπόν, με αυτή τη διαθήκη για τη βασιλεία ο Ιεχωβά επέτρεψε στον Δαβίδ να επεκτείνει την εδαφική του κυριαρχία από τον ποταμό της Αιγύπτου ως τον Ευφράτη, σταθεροποιώντας τα σύνορά του, διατηρώντας ειρηνικές σχέσεις με το βασιλιά της Τύρου, και πολεμώντας και κατατροπώνοντας τους εχθρούς προς όλες τις κατευθύνσεις—Φιλισταίους, Συρίους, Μωαβίτες, Εδωμίτες, Αμαληκίτες και Αμμωνίτες. (2Σα 8:1-14· 10:6-19· 1Βα 5:3· 1Χρ 13:5· 14:1, 2· 18:1–20:8) Αυτές οι θεόδοτες νίκες κατέστησαν τον Δαβίδ πανίσχυρο ηγεμόνα. (1Χρ 14:17) Ωστόσο, ο Δαβίδ αναγνώριζε πάντοτε ότι αυτή τη θέση δεν την είχε κατακτήσει ούτε την είχε κληρονομήσει, αλλά του την είχε χαρίσει ο Ιεχωβά, ο οποίος τον είχε τοποθετήσει στο θρόνο αυτής της τυπικής θεοκρατίας.—1Χρ 10:14· 29:10-13.
Οι αμαρτίες φέρνουν συμφορά. Στη διάρκεια της παρατεινόμενης εκστρατείας κατά των Αμμωνιτών, έλαβε χώρα ένα από τα πλέον θλιβερά περιστατικά της ζωής του Δαβίδ. Όλα άρχισαν όταν ο βασιλιάς, παρατηρώντας από την ταράτσα του την όμορφη Βηθ-σαβεέ να λούζεται, καλλιέργησε εσφαλμένες επιθυμίες. (Ιακ 1:14, 15) Αφού έμαθε ότι ο σύζυγός της ο Ουρίας έλειπε στον πόλεμο, φρόντισε να του φέρουν τη γυναίκα στο παλάτι του όπου είχε σχέσεις μαζί της. Αργότερα εκείνη ειδοποίησε το βασιλιά ότι ήταν έγκυος. Ο Δαβίδ, φοβούμενος δίχως άλλο ότι η Βηθ-σαβεέ επρόκειτο να εκτεθεί δημόσια και να θανατωθεί για ανήθικη διαγωγή, έστειλε γρήγορα μήνυμα στο στρατό να εμφανιστεί ο Ουρίας ενώπιόν του στην Ιερουσαλήμ, ελπίζοντας ότι ο Ουρίας θα περνούσε τη νύχτα με τη σύζυγό του. Ωστόσο, παρ’ όλο που ο Δαβίδ τον μέθυσε, ο Ουρίας αρνήθηκε να κοιμηθεί με τη Βηθ-σαβεέ. Στην απόγνωσή του, ο Δαβίδ τον έστειλε πίσω στο στρατό με μυστικές οδηγίες προς τον διοικητή Ιωάβ να βάλει τον Ουρία στην πρώτη γραμμή της μάχης όπου σίγουρα θα σκοτωνόταν. Το σχέδιο πέτυχε. Ο Ουρίας πέθανε στη μάχη, η χήρα σύζυγός του τήρησε την καθιερωμένη περίοδο πένθους και κατόπιν ο Δαβίδ την παντρεύτηκε προτού γίνει αντιληπτό ότι ήταν έγκυος.—2Σα 11:1-27.
Ωστόσο, ο Ιεχωβά έβλεπε, και έφερε στο φως όλο αυτό το επονείδιστο ζήτημα. Αν ο Ιεχωβά επέτρεπε να εκδικαστεί η υπόθεση του Δαβίδ και της Βηθ-σαβεέ από ανθρώπινους κριτές σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο, και οι δύο παραβάτες θα θανατώνονταν και, φυσικά, το αγέννητο παιδί που ήταν καρπός της μοιχείας τους θα πέθαινε μαζί με τη μητέρα. (Δευ 5:18· 22:22) Αλλά ο Ιεχωβά χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεση και έδειξε έλεος στον Δαβίδ λόγω της διαθήκης για τη Βασιλεία (2Σα 7:11-16), αναμφίβολα επειδή και ο ίδιος ο Δαβίδ υπήρξε ελεήμων (1Σα 24:4-7· παράβαλε Ιακ 2:13) και επειδή ο Θεός διαπίστωσε ότι οι παραβάτες είχαν μετανοήσει. (Ψλ 51:1-4) Δεν απέφυγαν, όμως, εντελώς την τιμωρία. Διά στόματος του προφήτη Νάθαν, ο Ιεχωβά εξήγγειλε: «Εγώ εγείρω εναντίον σου συμφορά μέσα από τον ίδιο σου τον οίκο».—2Σα 12:1-12.
Έτσι και έγινε. Το παιδί που γέννησε η Βηθ-σαβεέ, ο καρπός της μοιχείας, πέθανε γρήγορα, παρότι επί εφτά ημέρες ο Δαβίδ νήστευε και πενθούσε για το άρρωστο παιδί. (2Σα 12:15-23) Έπειτα ο πρωτότοκος γιος του Δαβίδ, ο Αμνών, βίασε την ίδια την ετεροθαλή αδελφή του τη Θάμαρ και στη συνέχεια δολοφονήθηκε από τον αδελφό της—γεγονότα που έφεραν θλίψη στον πατέρα του. (2Σα 13:1-33) Αργότερα, ο Αβεσσαλώμ, ο τρίτος και πολυαγαπημένος γιος του Δαβίδ, όχι μόνο επιχείρησε να σφετεριστεί το θρόνο, αλλά επιπλέον περιφρόνησε κατάφωρα και κατήσχυνε δημόσια τον πατέρα του έχοντας σχέσεις με τις παλλακίδες του Δαβίδ. (2Σα 15:1–16:22) Τελικά, η ταπείνωση έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν η χώρα βυθίστηκε σε εμφύλια σύρραξη, με το γιο να μάχεται εναντίον του πατέρα και με τελική έκβαση το θάνατο του Αβεσσαλώμ, αντίθετα από τις επιθυμίες του Δαβίδ και προς μεγάλη του θλίψη. (2Σα 17:1–18:33) Όταν ο Δαβίδ τράπηκε σε φυγή εξαιτίας του Αβεσσαλώμ, συνέθεσε τον 3ο Ψαλμό όπου λέει: «Η σωτηρία ανήκει στον Ιεχωβά».—Ψλ 3:8.
Ωστόσο, παρ’ όλα τα λάθη και τις χονδροειδείς αμαρτίες του, ο Δαβίδ έδειχνε πάντοτε σωστή κατάσταση καρδιάς μετανοώντας και εκλιπαρώντας τον Ιεχωβά να τον συγχωρήσει. Αυτό έγινε έκδηλο στην υπόθεση με τη Βηθ-σαβεέ, μετά την οποία ο Δαβίδ έγραψε τον 51ο Ψαλμό όπου δηλώνει: «Με σφάλμα γεννήθηκα . . . στην αμαρτία με συνέλαβε η μητέρα μου». (Ψλ 51:5) Μια άλλη περίπτωση κατά την οποία ο Δαβίδ ομολόγησε ταπεινά τις αμαρτίες του ήταν όταν ο Σατανάς τον υποκίνησε να απογράψει τους άντρες που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για στρατιωτική υπηρεσία.—2Σα 24:1-17· 1Χρ 21:1-17· 27:24· βλέπε ΑΠΟΓΡΑΦΗ.
Αγορά του τόπου ανέγερσης του ναού. Όταν σταμάτησε η επιδημία που προκλήθηκε από το σφάλμα του βασιλιά σε αυτή την τελευταία περίπτωση, ο Δαβίδ αγόρασε το αλώνι του Ορνάν και πρόσφερε ως θυσία στον Ιεχωβά τα βόδια καθώς και την αλωνιστική σβάρνα. Εκεί έχτισε αργότερα ο Σολομών το μεγαλοπρεπή ναό. (2Σα 24:18-25· 1Χρ 21:18-30· 2Χρ 3:1) Ο Δαβίδ είχε πάντοτε στην καρδιά του την επιθυμία να χτίσει αυτόν το ναό, και παρ’ όλο που δεν του επιτράπηκε να το κάνει, του δόθηκε η άδεια να ξεκινήσει με ένα πολυάριθμο εργατικό δυναμικό την πελέκηση των λίθων και τη συγκέντρωση υλικών, τα οποία περιλάμβαναν 100.000 τάλαντα χρυσάφι ($38.535.000.000), 1.000.000 τάλαντα ασήμι ($6.606.000.000), καθώς και ανυπολόγιστη ποσότητα χαλκού και σίδερου. (1Χρ 22:2-16) Από την προσωπική του περιουσία ο Δαβίδ συνεισέφερε χρυσάφι του Οφείρ και καθαρό ασήμι, αξίας πάνω από $1.202.000.000. Ο Δαβίδ προμήθευσε επίσης τα αρχιτεκτονικά σχέδια τα οποία έλαβε μέσω θεϊκής έμπνευσης και οργάνωσε τους δεκάδες χιλιάδες Λευίτες σε πολλές υποδιαιρέσεις υπηρεσίας, περιλαμβανομένης και μιας μεγάλης χορωδίας υμνωδών και μουσικών.—1Χρ 23:1–29:19· 2Χρ 8:14· 23:18· 29:25· Εσδ 3:10.
Το τέλος της βασιλείας. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ο 70χρονος και κατάκοιτος πια Βασιλιάς Δαβίδ συνέχισε να θερίζει συμφορές μέσα στην οικογένειά του. Ο τέταρτος γιος του, ο Αδωνίας, εν αγνοία του πατέρα του ή χωρίς τη συγκατάθεσή του, αλλά το σοβαρότερο χωρίς την έγκριση του Ιεχωβά, επιχείρησε να ανακηρυχτεί βασιλιάς. Όταν ο Δαβίδ το έμαθε αυτό, φρόντισε εσπευσμένα να αναγορευτεί επίσημα βασιλιάς και να ενθρονιστεί ο γιος του ο Σολομών, τον οποίο είχε εκλέξει ο Ιεχωβά. (1Βα 1:5-48· 1Χρ 28:5· 29:20-25· 2Χρ 1:8) Ο Δαβίδ συμβούλεψε κατόπιν τον Σολομώντα να περπατάει στις οδούς του Ιεχωβά, να τηρεί τα νομοθετήματά του και τις εντολές του και να ενεργεί συνετά στο καθετί, και τότε θα ευημερούσε.—1Βα 2:1-9.
Έπειτα από 40 χρόνια βασιλείας, ο Δαβίδ πέθανε και θάφτηκε στην Πόλη του Δαβίδ, έχοντας αποδειχτεί άξιος να συμπεριληφθεί από τον Παύλο στον τιμητικό κατάλογο των μαρτύρων που έδειξαν αξιοσημείωτη πίστη. (1Βα 2:10, 11· 1Χρ 29:26-30· Πρ 13:36· Εβρ 11:32) Παραθέτοντας από τον 110ο Ψαλμό, ο Ιησούς είπε ότι ο Δαβίδ τον έγραψε «μέσω θεϊκής έμπνευσης». (Ματ 22:43, 44· Μαρ 12:36) Οι απόστολοι και άλλοι Βιβλικοί συγγραφείς αναγνώρισαν πολλές φορές τον Δαβίδ ως θεόπνευστο προφήτη του Θεού.—Παράβαλε Ψλ 16:8 με Πρ 2:25· Ψλ 32:1, 2 με Ρω 4:6-8· Ψλ 41:9 με Ιωα 13:18· Ψλ 69:22, 23 με Ρω 11:9, 10· Ψλ 69:25 και 109:8 με Πρ 1:16, 20.
Εξεικονιστική Σημασία. Οι προφήτες αναφέρονται συχνά στον Δαβίδ και στο βασιλικό οίκο του, μιλώντας σε κάποιες περιπτώσεις για τους τελευταίους βασιλιάδες του Ισραήλ που κάθησαν «στο θρόνο του Δαβίδ» (Ιερ 13:13· 22:2, 30· 29:16· 36:30) και κάποιες άλλες φορές μιλώντας με προφητική σημασία. (Ιερ 17:25· 22:4· Αμ 9:11· Ζαχ 12:7-12) Σε μερικές Μεσσιανικές προφητείες, η προσοχή στρέφεται στη διαθήκη για τη βασιλεία που σύναψε ο Ιεχωβά με τον Δαβίδ. Για παράδειγμα, ο Ησαΐας λέει ότι αυτός που θα αποκαλούνταν «Θαυμαστός Σύμβουλος, Κραταιός Θεός, Αιώνιος Πατέρας, Άρχοντας Ειρήνης» θα εδραιωνόταν «στο θρόνο του Δαβίδ» στον αιώνα. (Ησ 9:6, 7· παράβαλε επίσης 16:5.) Ο Ιερεμίας παρομοιάζει τον Μεσσία με «δίκαιο βλαστό» τον οποίο “θα εγείρει στον Δαβίδ” ο Ιεχωβά. (Ιερ 23:5, 6· 33:15-17) Μέσω του Ιεζεκιήλ, ο Ιεχωβά μιλάει για τον Μεσσιανικό Ποιμένα ως “τον υπηρέτη του τον Δαβίδ”.—Ιεζ 34:23, 24· 37:24, 25.
Όταν ο άγγελος είπε στη Μαρία ότι θα αποκτούσε έναν γιο ο οποίος θα ονομαζόταν Ιησούς, δήλωσε ότι ο Ιεχωβά Θεός θα του έδινε «το θρόνο του Δαβίδ του πατέρα του». (Λου 1:32) “Ο Ιησούς Χριστός, γιος του Δαβίδ”, ήταν τόσο ο νόμιμος όσο και ο φυσικός κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ. (Ματ 1:1, 17· Λου 3:23-31) Ο Παύλος είπε ότι ο Ιησούς ήταν απόγονος του Δαβίδ κατά σάρκα. (Ρω 1:3· 2Τι 2:8) Ο κοινός λαός επίσης αναγνώρισε τον Ιησού ως τον «Γιο του Δαβίδ». (Ματ 9:27· 12:23· 15:22· 21:9, 15· Μαρ 10:47, 48· Λου 18:38, 39) Ήταν σημαντικό να τεκμηριωθεί αυτό διότι, όπως παραδέχτηκαν οι Φαρισαίοι, ο Μεσσίας θα ήταν γιος του Δαβίδ. (Ματ 22:42) Και ο ίδιος ο αναστημένος Ιησούς κατέθεσε τη μαρτυρία του επ’ αυτού λέγοντας: «Εγώ, ο Ιησούς, . . . είμαι η ρίζα και ο απόγονος του Δαβίδ».—Απ 22:16· επίσης Απ 3:7· 5:5.
Βλέπε επίσης ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ.
[Διάγραμμα στη σελίδα 677]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
(Τα ονόματα των αντρών σημειώνονται με κεφαλαία)
ΒΟΟΖ και Ρουθ (σύζυγός του)
ΩΒΗΔ
ΙΕΣΣΑΙ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ
ΕΛΙΑΒ (Ελιού)
ΑΒΙΝΑΔΑΒ
ΣΑΜΜΑΧ (Σιμεά[χ], Σιμεΐ)
ΝΕΘΑΝΗΛ
ΡΑΔΑΪ
ΟΣΕΜ
Σερουία
-δεν κατονομάζεται-
ΔΑΒΙΔ
Αβιγαία
ΑΝΙΨΙΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΙΩΝΑΔΑΒ
ΑΒΙΣΑΙ
ΙΩΑΒ
ΑΣΑΗΛ
ΑΜΑΣΑ
ΣΥΖΥΓΟΙ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
Μιχάλ
σύζυγοι, παλλακίδες-δεν κατονομάζονται-
Αχινοάμ
Αβιγαία
Μααχά
Αγγίθ
Αβιτάλ
Αιγλά
Βηθ-σαβεέ
ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΑΜΝΩΝ
ΔΑΝΙΗΛ (Χιλεάβ)
ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
Θάμαρ
ΑΔΩΝΙΑΣ
ΣΕΦΑΤΙΑΣ
ΙΘΡΑΑΜ
ΙΕΒΑΡ
ΕΛΙΣΟΥΑ (Ελισαμά)
ΝΩΓΑ
ΕΛΙΦΕΛΕΤ (Ελφαλέτ)
ΝΕΦΕΓ
ΙΑΦΙΑ
ΕΛΙΣΑΜΑ
ΒΕΕΛΙΑΔΑ (Ελιαδά)
ΕΛΙΦΕΛΕΤ
ΙΕΡΙΜΩΘ
-δεν κατονομάζεται-
ΣΙΜΕΑ (Σαμμουά)
ΣΩΒΑΒ
ΝΑΘΑΝ
ΣΟΛΟΜΩΝ (Ιεδιδίας)
ΜΑΡΙΑ
ΙΩΣΗΦ