ΣΑΦΡΑΝΙ
[εβρ., καρκόμ].
Η εβραϊκή λέξη, που εμφανίζεται μόνο στο Άσμα Ασμάτων (4:14), ταυτίζεται συνήθως με τον κρόκο από τον οποίο βγαίνει το σαφράνι (κρόκος ο εδώδιμος [Crocus sativus]), ένα βολβώδες φυτό που ανθίζει το φθινόπωρο, έχει ποώδη φύλλα και μοβ λουλούδια, μοιάζει δε πολύ με τον κοινό κρόκο που ανθίζει την άνοιξη. Για να παραχθούν μόλις 28 γρ. σαφράνι—μια σκούρα πορτοκαλί ουσία που αποτελείται από τους αποξηραμένους στύλους των υπέρων και τα αποξηραμένα στίγματα των λουλουδιών—χρειάζονται περίπου 4.000 άνθη. Όταν ανοίγουν τα λουλούδια, ή λίγο αργότερα, τα στίγματα και το πάνω μέρος των στύλων συλλέγονται και αποξηραίνονται. Το σαφράνι χρησιμεύει στο χρωματισμό και στην καρύκευση τροφών, ενώ στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν περισσότερο από ό,τι τώρα ως κίτρινη βαφή υφασμάτων. Χρησιμοποιούνταν επίσης στην ιατρική και ως άρωμα.
Ο εβραϊκός όρος χαβατσέλεθ, ο οποίος αποδίδεται με διάφορους τρόπους: «κρόκος», «κρίνο», «ρόδο» και «σαφράνι» (παράβαλε AT, KJ, Le, Yg, ΜΝΚ), κατά πάσα πιθανότητα αναφέρεται σε ένα βολβώδες φυτό. (Ασμ 2:1, υποσ· Ησ 35:1, υποσ.) Σύμφωνα με τον Γεσένιο, λεξικογράφο της εβραϊκής, ο όρος χαβατσέλεθ πιθανότατα εμπεριέχει μια ρίζα που σημαίνει «βολβός», ενώ ο ίδιος πίστευε ότι η απόδοση «κολχικό» είναι το ακριβέστερο αντίστοιχο της λέξης της πρωτότυπης γλώσσας. (Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης [A Hebrew and English Lexicon of the Old Testament], μετάφραση [στην αγγλική] Έ. Ρόμπινσον, 1836, σ. 317) Ένα λεξικό της εβραϊκής και της αραμαϊκής των Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ συσχετίζει τη λέξη χαβατσέλεθ με κάποιον ακκαδικό όρο που σημαίνει «βλαστός» και την ορίζει ως «ασφόδελο», ένα φυτό της οικογένειας Λιλιίδες.—Εβραϊκό και Αραμαϊκό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης (Hebräisches und Aramäisches Lexikon zum Alten Testament), Λέιντεν, 1967, σ. 275.