ΔΑΡΕΙΟΣ
(Δαρείος).
Στο Βιβλικό υπόμνημα εμφανίζονται με αυτό το όνομα τρεις βασιλιάδες, ο ένας Μήδος και οι άλλοι δύο Πέρσες. Κάποιοι πιθανολογούν ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση του Δαρείου του Μήδου, η λέξη «Δαρείος» χρησιμοποιούνταν ως τίτλος ή επωνυμία του ανάσσοντος βασιλιά και όχι ως προσωπικό όνομα.
1. Δαρείος ο Μήδος, ο οποίος σε ηλικία περίπου 62 ετών διαδέχθηκε στο θρόνο τον Χαλδαίο βασιλιά Βαλτάσαρ μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας από τις δυνάμεις του Κύρου του Πέρση. (Δα 5:30, 31) Προσδιορίζεται επίσης ως “ο γιος του Ασσουήρη από το σπέρμα των Μήδων”.—Δα 9:1.
Ασκώντας τα διοικητικά του καθήκοντα, ο Δαρείος διόρισε 120 σατράπες σε όλη την επικράτεια και τρεις ανώτερους αξιωματούχους οι οποίοι, ενεργώντας ως εκπρόσωποι των συμφερόντων του βασιλιά, είχαν τους σατράπες υπό την επίβλεψή τους. Το πρώτιστο μέλημα αυτού του σχήματος μπορεί κάλλιστα να ήταν το οικονομικό όφελος, διότι η συγκέντρωση φόρων και τελών για το βασιλικό ταμείο ήταν ένα από τα κύρια καθήκοντα των σατραπών. (Παράβαλε Εσδ 4:13.) Το ένα μέλος αυτής της τριανδρίας των διορισμένων ανώτερων αξιωματούχων ήταν ο Δανιήλ, ο οποίος ξεχώριζε από τους άλλους αξιωματούχους και σατράπες σε τέτοιον βαθμό, ώστε ο Δαρείος σκεφτόταν να τον κάνει πρωθυπουργό. Προφανώς από φθόνο ή ίσως και από δυσφορία για την αναχαίτιση της διαφθοράς και της δωροδοκίας που αναμφίβολα είχε επιτευχθεί χάρη στην ακεραιότητα του Δανιήλ, οι άλλοι δύο ανώτεροι αξιωματούχοι μαζί με τους σατράπες μηχανεύτηκαν έναν νόμο για να τον παγιδέψουν. Εμφανίστηκαν όλοι μαζί στο βασιλιά και του παρουσίασαν προς υπογραφή ένα διάταγμα, το οποίο είχε δήθεν την υποστήριξη ολόκληρου του σώματος των υψηλά ιστάμενων κυβερνητικών αξιωματούχων (αν και ο Δανιήλ δεν αναφερόταν). Το διάταγμα αυτό απαγόρευε να απευθύνει κάποιος «αίτημα προς οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο» εκτός από τον Δαρείο για 30 ημέρες. Η ποινή που εισηγήθηκαν ήταν να ριχτεί ο παραβάτης στο λάκκο των λιονταριών. Το διάταγμα έδινε από κάθε άποψη την εντύπωση ότι εξυπηρετούσε την εδραίωση του Δαρείου—ενός ξένου—στη θέση που του είχε δοθεί πρόσφατα, αυτήν του βασιλιά της επικράτειας, και ότι ήταν έκφραση αφοσίωσης και υποστήριξης από μέρους των κυβερνητικών αξιωματούχων που το προωθούσαν.—Δα 6:1-3, 6-8.
Ο Δαρείος υπέγραψε το διάταγμα και πολύ γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπος με το αποτέλεσμα, το οποίο θα πρέπει να του αποκάλυψε τον κρυφό σκοπό αυτού του θεσπίσματος. Ο Δανιήλ, λόγω του ότι συνέχισε να προσεύχεται στον Ιεχωβά Θεό, ήταν ο πρώτος που παραβίασε το διάταγμα (παράβαλε Πρ 5:29), και γι’ αυτό τον έριξαν στο λάκκο των λιονταριών, παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες που κατέβαλε ο Δαρείος να βρει κάποιον τρόπο για να παρακάμψει το αμετάβλητο νομοθέτημα. Ο Δαρείος εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στη δύναμη που είχε ο Θεός του Δανιήλ να τον διαφυλάξει, και αφού πέρασε μια νύχτα αγρύπνιας και νηστείας, έτρεξε στο λάκκο των λιονταριών και χάρηκε όταν είδε ότι ο Δανιήλ ήταν ακόμη σώος και αβλαβής. Τότε ο βασιλιάς, όχι μόνο έριξε τους κατηγόρους του Δανιήλ και τις οικογένειές τους στο λάκκο των λιονταριών για αντίποινα, αλλά και εξέδωσε διακήρυξη σε όλη την επικράτεια ότι “σε κάθε μέρος όπου εξουσίαζε η βασιλεία του, οι άνθρωποι θα έπρεπε να τρέμουν και να φοβούνται ενώπιον του Θεού του Δανιήλ”.—Δα 6:9-27.
Ιστορικά αρχεία δείχνουν ότι από τους αρχαίους χρόνους υπήρχε η άποψη ότι οι βασιλιάδες της Μεσοποταμίας είχαν θεϊκή υπόσταση και αποτελούσαν αντικείμενο λατρείας. Πολλοί σχολιαστές πιστεύουν ότι η απαγόρευση της υποβολής “αιτημάτων” η οποία προβλεπόταν από το διάταγμα του Δαρείου αφορούσε αποκλειστικά αιτήματα θρησκευτικού χαρακτήρα και δεν εφαρμοζόταν σε αιτήματα γενικής φύσης. Η ύπαρξη “λάκκου λιονταριών” στη Βαβυλώνα συμφωνεί με τις μαρτυρίες αρχαίων επιγραφών που δείχνουν ότι συχνά οι ηγεμόνες της Ανατολής διατηρούσαν θηριοτροφεία. Το έργο Τα Βιβλία της Αγίας Γραφής, του Εκδοτικού Οίκου Σοντσίνο ([Soncino Books of the Bible] Δανιήλ, Έσδρας και Νεεμίας, σ. 49), δηλώνει αναφορικά με αυτό: «Είναι γνωστό ότι οι Πέρσες κληρονόμησαν από τους Ασσύριους βασιλιάδες τη συνήθεια να έχουν αυτά τα ζώα στους ζωολογικούς κήπους τους».—Επιμέλεια Α. Κοέν, Λονδίνο, 1951.
Μετά το 6ο κεφάλαιο του Δανιήλ, η μόνη περαιτέρω μνεία του Δαρείου συνδέεται με κάποια γεγονότα που έλαβαν χώρα στο «πρώτο έτος» της διακυβέρνησής του. Στη διάρκεια εκείνου του έτους ήταν που ο Δανιήλ “διέκρινε” ότι η ερήμωση του Ιούδα θα διαρκούσε 70 χρόνια και έλαβε την αποκάλυψη σχετικά με τις 70 προφητικές εβδομάδες και τον ερχομό του Μεσσία. (Δα 9:1, 2, 24-27) Ο άγγελος που έφερε στον Δανιήλ το όραμα το οποίο περιγράφει την πάλη ανάμεσα στο «βασιλιά του βορρά» και στο «βασιλιά του νότου» αποκάλυψε επίσης ότι νωρίτερα είχε σταθεί αγγελικός ενδυναμωτής και φρούριο κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του Δαρείου του Μήδου. (Δα 11:1, 6) Η ερμηνεία των σχολιαστών γενικά είναι ότι ο άγγελος πρόσφερε αυτή την υπηρεσία στον Δαρείο, αλλά φαίνεται πιθανότερο να έδωσε τη βοήθεια αυτή στον Μιχαήλ, για τον οποίο το προηγούμενο εδάφιο (Δα 10:21) λέει ότι αγωνιζόταν στο πλευρό αυτού του συγκεκριμένου ουράνιου αγγελιοφόρου. Υπήρχε, λοιπόν, αγγελική συνεργασία και σύμπραξη στην πάλη εναντίον ενός δαίμονα, του “άρχοντα της Περσίας”, ο οποίος προσπάθησε να ματαιώσει την εκπλήρωση των σκοπών του Ιεχωβά.—Δα 10:13, 14.
Προσδιορισμός της Ταυτότητας του Δαρείου του Μήδου. Μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί κάποια μνεία του «Δαρείου του Μήδου» σε εξωβιβλικές επιγραφές, ενώ δεν τον μνημονεύουν ούτε αρχαίοι ιστορικοί προγενέστεροι του Ιώσηπου (Ιουδαίου ιστορικού του πρώτου αιώνα Κ.Χ.). Πολλοί κριτικοί επικαλούνται αυτό το γεγονός ως βάση ή πρόσχημα για να χαρακτηρίσουν τον Δαρείο τον Μήδο φανταστικό πρόσωπο.
Μερικοί λόγιοι υποστηρίζουν ότι ο Καμβύσης (Β΄) ορίστηκε «Βασιλιάς της Βαβυλώνας» από τον πατέρα του τον Κύρο λίγο μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας. Παρότι ο Καμβύσης προφανώς εκπροσωπούσε τον πατέρα του κάθε χρόνο στη γιορτή του «Νέου Έτους» στη Βαβυλώνα, τον υπόλοιπο καιρό φαίνεται ότι κατοικούσε στη Σιπάρ. Στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη κειμένων σφηνοειδούς γραφής μαρτυρούν ότι ο Καμβύσης προφανώς δεν έλαβε τον τίτλο «Βασιλιάς της Βαβυλώνας» πριν από την 1η Νισάν του έτους 530 Π.Κ.Χ., οπότε ορίστηκε συμβασιλιάς του Κύρου ο οποίος ετοιμαζόταν τότε να αναχωρήσει για την εκστρατεία που οδήγησε τελικά στο θάνατό του. Οι διάφορες απόπειρες ταύτισης του Δαρείου με το γιο του Κύρου, τον Καμβύση Β΄, δεν εναρμονίζονται με το γεγονός ότι ο Δαρείος ήταν «περίπου εξήντα δύο χρονών» όταν έπεσε η Βαβυλώνα.—Δα 5:31.
Η άποψη ότι το όνομα «Δαρείος» ίσως ήταν ένα άλλο όνομα του Κύρου δεν συνάδει με το γεγονός ότι ο Δαρείος ήταν «Μήδος» και «από το σπέρμα των Μήδων»—έκφραση που υποδηλώνει ότι ο πατέρας του ο Ασσουήρης ήταν Μήδος. Ο Κύρος αποκαλείται ρητά «Πέρσης», και παρότι η μητέρα του μπορεί να ήταν από τη Μηδία, όπως ισχυρίζονται μερικοί ιστορικοί, ο πατέρας του, σύμφωνα με τον Κύλινδρο του Κύρου, ήταν ο Καμβύσης Α΄, ο οποίος ήταν Πέρσης.—Δα 9:1· 6:28.
Κάποιοι άλλοι ταυτίζουν τον Δαρείο με έναν υποτιθέμενο «θείο» του Κύρου, τον «Κυαξάρη, το γιο του Αστυάγη», σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι ο Κυαξάρης διαδέχθηκε μεν στο θρόνο τον Μήδο βασιλιά Αστυάγη, αλλά αργότερα έδωσε τόσο την κόρη του όσο και όλη τη Μηδία στον ανιψιό του τον Κύρο. (Κύρου Παιδεία, Α΄, 5, 2· Η΄, 5, 19) Τόσο η αφήγηση του Ηρόδοτου, όμως, όσο και η αφήγηση του Κτησία (ιστορικών λίγο πολύ συγχρόνων του Ξενοφώντα) συγκρούονται με αυτήν του Ξενοφώντα, ενώ ο Ηρόδοτος υποστηρίζει ότι ο Αστυάγης πέθανε χωρίς να αποκτήσει γιο. Το Χρονικό του Ναβονίδη δείχνει ότι ο Κύρος έλαβε το θρόνο των Μήδων αιχμαλωτίζοντας τον Αστυάγη. Επιπρόσθετα, η ταύτιση του Δαρείου με τον Κυαξάρη Β΄ θα προϋπέθετε ότι ο Αστυάγης ήταν γνωστός και ως Ασσουήρης, εφόσον ο Δαρείος ο Μήδος ήταν “ο γιος του Ασσουήρη”. (Δα 9:1) Επομένως, αυτή η άποψη στερείται τεκμηρίωσης.
Ποιος ήταν πράγματι ο Δαρείος ο Μήδος;
Πιο πρόσφατα, μερικά συγγράμματα έχουν υποστηρίξει ότι ο Δαρείος ταυτίζεται με τον Γκουμπαρού (κοινώς ταυτιζόμενο με τον Γωβρύα ο οποίος αναφέρεται στο έργο του Ξενοφώντα Κύρου Παιδεία). Αυτός έγινε κυβερνήτης της Βαβυλώνας μετά την κατάληψη της πόλης από τους Μηδοπέρσες. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν είναι κατά βάση τα ακόλουθα:
Το αρχαίο κείμενο σφηνοειδούς γραφής που είναι γνωστό ως το Χρονικό του Ναβονίδη, εξιστορώντας την πτώση της Βαβυλώνας, αναφέρει ότι ο Ουγκμπαρού «ο κυβερνήτης του Γούτιουμ και τα στρατεύματα του Κύρου εισέβαλαν στη Βαβυλώνα αμαχητί». Κατόπιν η επιγραφή κάνει λόγο για την είσοδο του Κύρου στην πόλη 17 ημέρες αργότερα, και στη συνέχεια δηλώνει ότι ο Γκουμπαρού, «ο κυβερνήτης του, τοποθέτησε (υπο)κυβερνήτες στη Βαβυλώνα». (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 306· παράβαλε Δαρείος ο Μήδος [Darius the Mede], του Τζ. Σ. Γουίτκομπ, 1959, σ. 17.) Ας σημειωθεί ότι τα ονόματα «Ουγκμπαρού» και «Γκουμπαρού» δεν είναι ίδια. Αν και φαίνονται παρόμοια, στη σφηνοειδή γραφή το σύμβολο που αντιπροσωπεύει την πρώτη συλλαβή του ονόματος του Ουγκμπαρού είναι εντελώς διαφορετικό από το αντίστοιχο σύμβολο για το όνομα Γκουμπαρού. Το Χρονικό δηλώνει ότι ο Ουγκμπαρού, ο κυβερνήτης του Γούτιουμ, πέθανε λίγες εβδομάδες μετά την κατάκτηση. Άλλα κείμενα σφηνοειδούς γραφής δείχνουν ότι ο Γκουμπαρού παρέμεινε εν ζωή και διατέλεσε 14 χρόνια κυβερνήτης όχι μόνο της πόλης της Βαβυλώνας αλλά και ολόκληρης της Βαβυλωνίας, καθώς και της “Περιοχής πέρα από τον Ποταμό”, η οποία περιλάμβανε τη Συρία, τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη ως τα σύνορα της Αιγύπτου. Επομένως, ο Γκουμπαρού ήταν ηγεμόνας μιας περιοχής που κάλυπτε όλη την έκταση της Εύφορης Ημισελήνου, δηλαδή, κατά βάση της ίδιας εκείνης περιοχής που κατείχε η Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία. Ας θυμηθούμε δε ότι ο Δαρείος ο Μήδος αναφέρεται πως καταστάθηκε «βασιλιάς του βασιλείου των Χαλδαίων» (Δα 5:31· 9:1), όχι όμως και «βασιλιάς της Περσίας», όπως αποκαλείται συνήθως ο Βασιλιάς Κύρος. (Δα 10:1· Εσδ 1:1, 2· 3:7· 4:3) Έτσι λοιπόν, η επικράτεια του Γκουμπαρού ταυτίζεται, όπως τουλάχιστον φαίνεται, με την επικράτεια του Δαρείου.
Εφόσον ο Γκουμπαρού δεν αποκαλείται πουθενά «Δαρείος», προβάλλεται η άποψη ότι η λέξη «Δαρείος» ήταν ο τίτλος του ή η επωνυμία του ως ανάσσοντος βασιλιά. Ο Γ. Φ. Όλμπραϊτ δηλώνει: «Μου φαίνεται εξαιρετικά πιθανό ότι ο Γωβρύας [Γκουμπαρού] έλαβε όντως το βασιλικό αξίωμα, μαζί με το όνομα “Δαρείος”—μάλλον έναν αρχαίο ιρανικό βασιλικό τίτλο—ενόσω ο Κύρος απουσίαζε σε εκστρατεία προς τα ανατολικά». (Περιοδικό Βιβλικής Φιλολογίας [Journal of Biblical Literature], 1921, Τόμ. 40, σ. 112, υποσ. 19) Απαντώντας στην αντίρρηση που προβάλλουν μερικοί ότι οι πινακίδες σφηνοειδούς γραφής δεν αναφέρουν πουθενά τον Γκουμπαρού ως «βασιλιά», αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Γκουμπαρού ταυτίζεται με τον Βασιλιά Δαρείο επικαλούνται το γεγονός ότι, αν και οι πινακίδες σφηνοειδούς γραφής δεν αποδίδουν ούτε στον Βαλτάσαρ τον τίτλο του βασιλιά, ωστόσο στο κείμενο σφηνοειδούς γραφής που είναι γνωστό ως «Η Κατά Στίχους Αφήγηση Περί Ναβονίδη» δηλώνεται καθαρά ότι ο Ναβονίδης «ανέθεσε τη βασιλεία» στο γιο του.
Αντίστοιχα, ο καθηγητής Γουίτκομπ τονίζει ότι, σύμφωνα με το Χρονικό του Ναβονίδη, ο Γκουμπαρού, ως περιφερειακός κυβερνήτης του Κύρου, «διόρισε . . . (περιφερειακούς κυβερνήτες) στη Βαβυλώνα». Κατ’ αναλογία, τα εδάφια Δανιήλ 6:1, 2 δείχνουν ότι ο Δαρείος «εγκατέστησε στο βασίλειο εκατόν είκοσι σατράπες». Γι’ αυτό, ο Γουίτκομπ θεωρεί ότι ο Γκουμπαρού, ως κυβερνήτης επί των κυβερνητών, πιθανότατα προσφωνούνταν βασιλιάς από τους κατωτέρους του. (Δαρείος ο Μήδος, σ. 31-33) Αναφερόμενος δε στη μεγάλη επικράτεια που είχε υπό την εξουσία του ο Γκουμπαρού (Γωβρύας), ο Ά. Τ. Όλμστεντ δηλώνει: «Όλη αυτή η απέραντη εύφορη χώρα κυβερνήθηκε από τον Γωβρύα [Γκουμπαρού] σχεδόν σαν ανεξάρτητη μοναρχία».—Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, 2002, Εκδόσεις «Οδυσσέας», σ. 116.
Σε αρμονία με τα παραπάνω, μερικοί λόγιοι πιθανολογούν ότι ο Δαρείος ο Μήδος στην πραγματικότητα κυβερνούσε το χαλδαϊκό βασίλειο ως αντιβασιλιάς, αλλά σε θέση υποδεέστερη από αυτήν του Κύρου, ο οποίος ήταν ο ανώτατος μονάρχης της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Ά. Τ. Όλμστεντ επισημαίνει: «Στις συναλλαγές του με τους βαβυλώνιους υπηκόους του, ο Κύρος εμφανίζεται ως “βασιλιάς της Βαβυλώνας, βασιλιάς των χωρών”. Τονίζοντας με αυτό τον τρόπο πως η αρχαία γραμμή της μοναρχικής διαδοχής συνεχιζόταν αδιάσπαστη, κολάκευε τη ματαιοδοξία τους [και] κέρδιζε την αφοσίωσή τους . . . [αλλά] ο αντιπρόσωπος της βασιλικής εξουσίας μετά την αναχώρηση του βασιλιά ήταν ο σατράπης Γωβρύας». (Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, σ. 137) Εκείνοι που πιστεύουν ότι ο Δαρείος που αναφέρεται στην Αγία Γραφή εκτελούσε πράγματι χρέη αντιβασιλιά επικαλούνται το γεγονός ότι για τον Δαρείο λέγεται πως «έλαβε τη βασιλεία» και πως «είχε κατασταθεί βασιλιάς του βασιλείου των Χαλδαίων» ως απόδειξη του ότι ήταν όντως υφιστάμενος σε έναν ανώτερο μονάρχη.—Δα 5:31· 9:1· παράβαλε 7:27, όπου ο “Υπέρτατος”, ο Ιεχωβά Θεός, δίνει τη Βασιλεία στους “αγίους”.
Παρότι οι διαθέσιμες πληροφορίες για τον Γκουμπαρού φαίνονται από πολλές απόψεις παράλληλες με τις πληροφορίες για τον Δαρείο, και παρότι ο Δαρείος ενδεχομένως να ήταν αντιβασιλιάς υπό τον Κύρο, ωστόσο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε αδιαμφισβήτητη αυτή την ταύτιση. Τα ιστορικά αρχεία δεν μας αποκαλύπτουν ούτε την εθνικότητα του Γκουμπαρού ούτε ποιοι ήταν οι γονείς του, ώστε να φανεί αν ήταν «Μήδος» και “γιος του Ασσουήρη”. Δεν δείχνουν ότι διέθετε τόση βασιλική εξουσία ώστε να μπορεί να προβεί σε μια τέτοια διακήρυξη ή διάταγμα σαν αυτό που περιγράφεται στα εδάφια Δανιήλ 6:6-9. Επιπρόσθετα, το Βιβλικό υπόμνημα φαίνεται να υποδηλώνει ότι η διακυβέρνηση της Βαβυλώνας από τον Δαρείο δεν κράτησε πολύ και ότι στη συνέχεια τη βασιλεία της Βαβυλώνας την ανέλαβε ο Κύρος, αν και είναι πιθανό ότι κυβερνούσαν ταυτόχρονα και ότι ο Δανιήλ έκανε ειδική μνεία μόνο για το έτος κατά το οποίο ο Δαρείος απέκτησε θέση εξοχότητας στη Βαβυλώνα. (Δα 6:28· 9:1· 2Χρ 36:20-23) Ο Γκουμπαρού παρέμεινε στο αξίωμά του 14 χρόνια.
Γιατί δεν είναι βέβαιη η ταύτισή του με κάποιο ιστορικό πρόσωπο. Το αληθές των Βιβλικών αφηγήσεων δεν εξαρτάται ασφαλώς από το αν αυτές επιβεβαιώνονται από μη Βιβλικές πηγές. Οι πολυάριθμες περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόσωπα ή γεγονότα που αναφέρονται στην Αγία Γραφή, και τα οποία απορρίπτονταν κάποτε ως “μη ιστορικά” από τους κριτικούς, τελικά καταδείχτηκαν πέραν πάσης αμφισβήτησης ιστορικά πρέπει να προφυλάσσουν το μελετητή του Λόγου του Θεού από το να προσδίδει ακατάλληλη βαρύτητα στις επικρίσεις. (Βλέπε ΒΑΛΤΑΣΑΡ· ΣΑΡΓΩΝ.) Οι εκατοντάδες χιλιάδες πινακίδες σφηνοειδούς γραφής που έχουν ανασκαφεί στη Μέση Ανατολή εξακολουθούν να παρουσιάζουν μια άκρως ατελή ιστορική εικόνα με διάφορα χάσματα και κενά. Όσο για άλλες πηγές, οι αρχαίοι ιστορικοί των οποίων τα συγγράμματα σώζονται σε αντίγραφα (συχνά, όμως, αποσπασματικά) ήταν λίγοι, ως επί το πλείστον Έλληνες, και απείχαν έναν, δύο ή και περισσότερους αιώνες από τα γεγονότα του βιβλίου του Δανιήλ.
Ωστόσο, ένας πολύ ισχυρότερος λόγος για την έλλειψη πληροφοριών αναφορικά με τον Δαρείο στα βαβυλωνιακά αρχεία βρίσκεται στο ίδιο το βιβλίο του Δανιήλ. Το βιβλίο αυτό δείχνει ότι ο Δαρείος διόρισε τον Δανιήλ σε υψηλή κυβερνητική θέση, προς μεγάλη δυσφορία των υπόλοιπων ανώτερων αξιωματούχων. Η πλεκτάνη που σχεδίασαν σε βάρος του Δανιήλ απέτυχε και ο Δαρείος εκτέλεσε τους κατηγόρους του Δανιήλ και τις οικογένειές τους, επισύροντας ίσως με την πράξη του αυτή την εχθρότητα των αξιωματούχων που απέμεναν. Η διακήρυξη με την οποία ο Δαρείος πρόσταζε τους πάντες στο βασίλειο να «φοβούνται ενώπιον του Θεού του Δανιήλ» αναπόφευκτα πρέπει να προκάλεσε βαθιά δυσαρέσκεια και αγανάκτηση στις τάξεις του ισχυρού κλήρου της Βαβυλώνας. Εφόσον οι γραμματείς τελούσαν σίγουρα υπό την κατεύθυνση των παραπάνω παραγόντων, δεν θα ήταν καθόλου παράξενο να αλλοίωσαν εκ των υστέρων τα αρχεία και να εξαφάνισαν τα στοιχεία γύρω από αυτόν. Είναι γνωστές παρόμοιες ενέργειες στην ιστορία εκείνων των εποχών.
Επομένως, ο δυαδικός χαρακτήρας της μηδοπερσικής εξουσίας, όπως αυτός παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή, πρέπει να ληφθεί υπόψη με τη βαρύτητα που του αρμόζει. (Δα 5:28· 8:3, 4, 20) Παρότι η ιστορία αποδίδει πολύ μεγάλη υπεροχή στον Κύρο και στους Πέρσες, το Γραφικό υπόμνημα δείχνει ότι οι Μήδοι διατήρησαν την προφανή συνεργασία που είχαν με τους Πέρσες και ότι οι νόμοι παρέμειναν νόμοι «των Μήδων και των Περσών». (Δα 6:8· Εσθ 1:19) Οι Μήδοι διαδραμάτισαν βασικό ρόλο στην ανατροπή της Βαβυλώνας. (Ησ 13:17-19) Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Ιερεμίας (51:11) προείπε πως “οι βασιλιάδες [πληθυντικός] των Μήδων” θα ήταν ανάμεσα στους επιτιθέμενους εναντίον της Βαβυλώνας. Ο Δαρείος μπορεί κάλλιστα να ήταν ένας από αυτούς τους βασιλιάδες.
2. Δαρείος Υστάσπης, ο λεγόμενος και Δαρείος ο Μέγας ή Δαρείος Α΄ (Πέρσης). Θεωρείται ένας από τους εξέχοντες ηγεμόνες της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος αυτοπροσδιορίζεται ως «γιος του Υστάσπη, Αχαιμενίδης, Πέρσης, γιος Πέρση, Άριος, από Άρια γενιά». (Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, σ. 210) Ισχυριζόταν, λοιπόν, ότι είχε βασιλική καταγωγή την οποία ανήγε στον ίδιο πρόγονο με αυτόν του Κύρου του Μεγάλου, αν και ανήκε σε διαφορετικό οικογενειακό κλάδο από τον Κύρο.
Όταν το 522 Π.Κ.Χ. πέθανε ο Καμβύσης Β΄ επιστρέφοντας από την Αίγυπτο, τον περσικό θρόνο κατέλαβε για λίγο ο αδελφός του ο Βαρδίγιας (ή πιθανώς κάποιος μάγος ονόματι Γαυμάτης). Ο Δαρείος, με τη βοήθεια άλλων έξι Περσών ευγενών, σκότωσε τον κάτοχο του θρόνου και κατέλαβε ο ίδιος το θρόνο. Η εκδοχή που παρουσιάζει ο Δαρείος για τα γεγονότα υπάρχει σε μια πελώρια τρίγλωσση επιγραφή που φρόντισε ο ίδιος να λαξευτεί στους απόκρημνους βράχους της Μπεχιστούν, αντίκρυ σε μια πεδιάδα από την οποία διερχόταν η κύρια οδός των καραβανιών η οποία συνέδεε τη Βαγδάτη με την Τεχεράνη. Σύμφωνα με αυτή την επιγραφή, ο Γαυμάτης ήταν σφετεριστής ο οποίος παρίστανε το δολοφονημένο αδελφό του Καμβύση. Οι περισσότεροι σύγχρονοι λόγιοι δέχονται αυτή την αφήγηση (η οποία είναι διάσπαρτη από επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του Δαρείου ότι «είναι αλήθεια και όχι ψέματα») ως κατ’ ουσίαν αληθινή, ενώ μερικοί πιστεύουν ότι ο Δαρείος ήταν «μνημειώδης ψεύτης» και ότι τα στοιχεία υποδεικνύουν πως αυτός ήταν ο πραγματικός σφετεριστής. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όταν ο Δαρείος ανέλαβε τη βασιλεία βρέθηκε αντιμέτωπος με μια αυτοκρατορία σε κατάσταση εξέγερσης, και πιστεύεται ότι πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια καθυποτάσσοντας τα στασιαστικά στοιχεία σε όλο το βασίλειό του. Γύρω στο 519-518 Π.Κ.Χ. ανακατέλαβε την Αίγυπτο, η οποία είχε αποτινάξει τον περσικό ζυγό. Στη συνέχεια επέκτεινε τα σύνορα της αυτοκρατορίας μέχρι την Ινδία προς την Α και μέχρι τη Θράκη και τη Μακεδονία προς τη Δ. Διακρίνεται, επίσης, για την αποτελεσματική αναδιοργάνωση του διοικητικού συστήματος όλης της αυτοκρατορίας, για τη δημιουργία ενός αυτοκρατορικού νομικού κώδικα, του αποκαλούμενου Κανονισμού των Ορθών Διατάξεων, και για το γεγονός ότι άνοιξε ξανά το κανάλι που συνέδεε τον Νείλο Ποταμό της Αιγύπτου με την Ερυθρά Θάλασσα.
Ο Δαρείος Υστάσπης εμφανίζεται στο Βιβλικό υπόμνημα κυρίως σε σχέση με την ανοικοδόμηση του ναού στην Ιερουσαλήμ. Ο ναός θεμελιώθηκε το 536 Π.Κ.Χ., αλλά το έργο της ανοικοδόμησης τέθηκε υπό απαγόρευση το 522 Π.Κ.Χ. και «παρέμεινε σταματημένο μέχρι το δεύτερο έτος της βασιλείας του Δαρείου» (520 Π.Κ.Χ.). (Εσδ 4:4, 5, 24) Εκείνο το έτος οι προφήτες Αγγαίος και Ζαχαρίας υποκίνησαν τους Ιουδαίους να ξαναρχίσουν την οικοδόμηση και το έργο ξεκίνησε και πάλι. (Εσδ 5:1, 2· Αγγ 1:1, 14, 15· Ζαχ 1:1) Αυτό έδωσε το έναυσμα στον Ταθεναΐ, τον κυβερνήτη που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας στην περιοχή Δ του Ευφράτη, και σε άλλους αξιωματούχους να διερευνήσουν το ζήτημα και να στείλουν επιστολή στον Πέρση Βασιλιά Δαρείο. Η επιστολή τον ενημέρωνε για το οικοδομικό έργο, παρουσίαζε τον ισχυρισμό των Ιουδαίων ότι το έργο ήταν νόμιμο και ζητούσε τη διεξαγωγή έρευνας στα βασιλικά αρχεία προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρχαν γραπτά στοιχεία που τεκμηρίωναν αυτόν τον ισχυρισμό. (Εσδ 5:3-17) Οι δηλώσεις των Ιουδαίων που αντιπαρέβαλλαν τις ενέργειες του Χαλδαίου Ναβουχοδονόσορα, ο οποίος κατέστρεψε το ναό, με αυτές του Πέρση Κύρου, ο οποίος έδωσε εντολή για την ανοικοδόμησή του, πρέπει να είχαν ευνοϊκή επίδραση στον Δαρείο αποσπώντας την ευμένειά του, δεδομένου ότι τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του χρειάστηκε να καταπνίξει δύο εξεγέρσεις από επαναστάτες που και οι δύο είχαν πάρει το όνομα Ναβουχοδονόσορ (οι ιστορικοί τούς έχουν ονομάσει Ναβουχοδονόσορα Γ΄ και Ναβουχοδονόσορα Δ΄), ισχυριζόμενοι ότι ήταν γιοι του Ναβονίδη και αγωνιζόμενοι να ανεξαρτητοποιήσουν τη Βαβυλώνα από την Περσική Αυτοκρατορία.
Η επίσημη έρευνα στα αρχεία που βρίσκονταν στα Εκβάτανα, την αρχαία πρωτεύουσα της Μηδίας, έφερε στο φως το έγγραφο του Κύρου. Κατόπιν τούτου ο Δαρείος έδωσε εντολές στον Κυβερνήτη Ταθεναΐ σύμφωνα με τις οποίες αυτός και οι άλλοι αξιωματούχοι έπρεπε, όχι μόνο να μην παρεμποδίζουν τις εργασίες για το ναό, αλλά και να δίνουν χρήματα για την οικοδόμησή του από «το βασιλικό θησαυροφυλάκιο των φόρων πέρα από τον Ποταμό», καθώς και ζώα και άλλα απαραίτητα εφόδια για τις θυσιαστικές προσφορές. Αν κάποιος παραβίαζε τη διαταγή του βασιλιά, θα τον κρεμούσαν σε ξύλο και θα “μετέτρεπαν το σπίτι του σε δημόσιο αποχωρητήριο”.—Εσδ 6:1-12.
Χάρη σε αυτή τη συνεργασία με τις υπεύθυνες αρχές και στη συνεχή ενθάρρυνση των προφητών (Ζαχ 7:1· 8:1-9, 20-23), το έργο του ναού συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με επιτυχία «την τρίτη ημέρα του σεληνιακού μήνα Αδάρ, συγκεκριμένα, στο έκτο έτος της βασιλείας του Δαρείου» (Εσδ 6:13-15· 6 Μαρτίου του 515 Π.Κ.Χ.). Εφόσον οι επιγραφές του Δαρείου δείχνουν ότι ήταν αφοσιωμένος λάτρης του Αχούρα Μάζντα, είναι προφανές ότι η ενέργειά του, παρότι εξυπηρέτησε το σκοπό του Ιεχωβά Θεού και αναμφίβολα έγινε υπό την κατεύθυνσή Του, βασικά πήγαζε από σεβασμό για τον αμετάκλητο χαρακτήρα των νόμων της Μηδοπερσίας και βρισκόταν σε αρμονία με την πολιτική της ανοχής που τηρούσε η κυβέρνηση του Δαρείου—την οποία ανοχή μαρτυρούν ορισμένες από τις επιγραφές του.
Μεταγενέστερες Εκστρατείες στην Ελλάδα. Καθώς έμπαινε ο νέος αιώνας, διάφορες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας εξεγέρθηκαν εναντίον της περσικής κυριαρχίας, και παρότι η εξέγερσή τους καταπνίγηκε, ο Δαρείος αποφάσισε να τιμωρήσει την Αθήνα και την Ερέτρια επειδή βοήθησαν τις στασιαστικές πόλεις. Αυτό οδήγησε σε εισβολή των Περσών στην Ελλάδα, η οποία κατέληξε όμως σε ήττα των δυνάμεων του Δαρείου στη μάχη του Μαραθώνα το 490 Π.Κ.Χ. Αν και ο Δαρείος έκανε διεξοδικές προετοιμασίες για μια ακόμη εκστρατεία στην Ελλάδα, δεν κατάφερε να την πραγματοποιήσει πριν από το θάνατό του το 486 Π.Κ.Χ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Ξέρξης.
3. Το εδάφιο Νεεμίας 12:22 αναφέρει την καταγραφή των κεφαλών των Λευιτικών πατρικών οίκων «στις ημέρες του Ελιασίβ, του Ιεχωδαέ και του Ιωανάν και του Ιαδδουά . . . μέχρι τη βασιλεία του Δαρείου του Πέρση». Εφόσον ο Ελιασίβ ήταν αρχιερέας την εποχή που ο Νεεμίας επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ (Νε 3:1) και εφόσον κατά τη δεύτερη επίσκεψη του Νεεμία στην πόλη (μετά το 32ο έτος του Αρταξέρξη [443 Π.Κ.Χ.]) ο Ιεχωδαέ είχε παντρεμένο γιο (Νε 13:28), πιθανολογείται ότι ο εν λόγω «Δαρείος» ήταν ο Δαρείος Ώχος (αποκαλούμενος και Νόθος), ο οποίος κυβέρνησε από το 423 μέχρι το 405 Π.Κ.Χ.
Μια επιστολή που βρέθηκε ανάμεσα στους Παπύρους της Ελεφαντίνης και η οποία εκτιμάται ότι χρονολογείται από τα τελευταία χρόνια του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ. αναφέρει τον «Ιωανάν» ως τον αρχιερέα που υπηρετούσε εκείνη την εποχή στην Ιερουσαλήμ.