ΣΑΛΜΑΝΑ
(Σαλμανά) [από μια ρίζα που σημαίνει «κάνω ειρήνη· αποζημιώνω· ανταποδίδω»].
Ο λεηλατητής του οίκου του Αρβέλ για τον οποίο κάνει λόγο ο Ωσηέ στην προφητεία του κατά του άπιστου βόρειου βασιλείου του Ισραήλ. Παρ’ όλο που η Αγία Γραφή δεν περιέχει άλλη μνεία του Σαλμανά ή του Αρβέλ, η αναφορά του Ωσηέ σε αυτούς, η οποία γίνεται μεν παρεμπιπτόντως αλλά με ιδιαίτερη έμφαση, υποδηλώνει ότι το περιστατικό ήταν νωπό στη διάνοια των ακροατών του.—Ωσ 10:14.
Μια επιγραφή του Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄ σε κάποιο κτίσμα αναφέρει έναν ηγεμόνα του Μωάβ ονόματι Σαλαμανού, αλλά δεν υπάρχει ιστορική βάση που να μας επιτρέπει να συνδέσουμε αυτόν τον ηγεμόνα με κάποια λεηλασία στον Ισραήλ.—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 282.
Ως εκ τούτου, το όνομα Σαλμανά θεωρείται κατά γενική παραδοχή συντετμημένος τύπος του «Σαλμανασάρ», του ονόματος πέντε Ασσύριων βασιλιάδων. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η μνεία αφορά τον Σαλμανασάρ Ε΄, διότι στα τέλη της περιόδου κατά την οποία προφήτευσε ο Ωσηέ, ο Σαλμανασάρ Ε΄ εισέβαλε στον Ισραήλ και πολιόρκησε τη Σαμάρεια.