Η Παρ’ Αξία Καλοσύνη του Θεού—Μη σας Διαφύγει ο Σκοπός Της!
«ΕΙΝΑΙ δουλειά του ιερέα . . . να μιλάει για τη θρησκεία», δήλωσε κάποιο άτομο που ήταν μέλος μιας εκκλησίας. (Τα πλάγια γράμματα δικά μας.) Άλλα άτομα έχουν παραδεχτεί: «Σχετικά λίγοι Χριστιανοί κάνουν κάποια προσπάθεια να μιλήσουν για την πίστη τους σε άλλους». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας.) Τέτοιου είδους δηλώσεις τονίζουν καθαρά ότι για την πλειονότητα των ατόμων που πηγαίνουν σήμερα στην εκκλησία, η Χριστιανοσύνη είναι σχεδόν ισοδύναμη με το να πιστεύει κανείς παθητικά στον Θεό και στον Χριστό ως τον Μεσσία.
Ποια είναι η δική σας άποψη; Οι μαθητές του Ιησού μιλούσαν για την πίστη τους σε άλλους. (Λουκάς 8:1) Θα πρέπει οι Χριστιανοί να κάνουν σήμερα το ίδιο; Ή, αν ο Θεός δεν απαιτεί πια απ’ αυτούς που ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί να είναι ευαγγελιστές, τι είναι εκείνο που στ’ αλήθεια απαιτεί απ’ αυτούς; Έχει ο Θεός κάποιον σκοπό για τους Χριστιανούς σήμερα; Ναι! Και γι’ αυτό το λόγο, η προειδοποίηση του αποστόλου Παύλου προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, να προσέξουν μήπως ‘δεχτούν την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και τους διαφύγει ο σκοπός της’ έχει σημασία για μας. (2 Κορινθίους 6:1, ΜΝΚ) Ας δούμε το λόγο γι’ αυτό.
Προσδιορισμός του Σκοπού του Θεού
Όπως και ο Παύλος, έτσι και οι Χριστιανοί της Κορίνθου είχαν δεχτεί την απολυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού. Εξαιτίας της πίστης τους σ’ αυτή την προμήθεια, ο Ιεχωβά τους ανακήρυξε δίκαιους. Η από μέρους τους αποδοχή των αληθειών σχετικά με τον Μεσσία, τις οποίες έλαβαν μέσω της διακονίας του Παύλου, τους απελευθέρωσε από την υποδούλωσή τους σε ψεύτικες, παγανιστικές και ανήθικες συνήθειες, για τις οποίες η αρχαία Κόρινθος ήταν περιβόητη. Γι’ αυτούς, η παρ’ αξία καλοσύνη του Ιεχωβά σήμαινε την απελευθέρωσή τους. Ωστόσο, μήπως αυτή η παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού ήταν χωρίς σκοπό;
Όχι. Ο σκοπός για τον οποίο τους απελευθέρωσε ο Ιεχωβά, ήταν ο ίδιος με το σκοπό για τον οποίο είχε απελευθερώσει τον Παύλο από τις αντιγραφικές παραδόσεις των προγόνων του. Ο ίδιος ο Παύλος εξηγεί καθαρά αυτόν το σκοπό: «Του οποίου έγεινα υπηρέτης κατά την δωρεάν της χάριτος [παρ’ αξία καλοσύνης (ΜΝΚ)] του Θεού, την δοθείσαν εις εμέ . . . να ευαγγελίσω μεταξύ των εθνών τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού». (Εφεσίους 3:7, 8· παράβαλε Γαλάτας 1:15, 16.) Ναι, ο σκοπός της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού ήταν, ότι οι δούλοι του Θεού θα έπρεπε να αναλάβουν την αληθινή λατρεία, να εξυψώνουν το όνομά του, Ιεχωβά, και να το γνωστοποιούν με τη Χριστιανική διακονία τους, ακριβώς όπως έκανε και ο Παύλος.—Ρωμαίους 10:10.
Όμως, όταν ο Παύλος έγραψε την πρώτη του επιστολή στους Κορίνθιους, ήταν φανερό ότι σε πολλούς από αυτούς είχε διαφύγει ο σκοπός της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού. Πώς είχε γίνει αυτό; Αντί να διατηρήσουν μια μορφή λατρείας που ήταν καθαρή και αποδεκτή στα μάτια του Θεού, είχαν επιτρέψει να αμβλυνθούν οι αισθήσεις τους από την ανήθικη επιρροή των κατοίκων της Κορίνθου. Είχε αναφερθεί ότι υπήρχαν ανάμεσά τους έριδες και πορνεία. (1 Κορινθίους 1:11· 5:1, 2) Το μεγαλύτερο μέρος αυτών που συναναστρέφονταν με την εκκλησία, διορθώθηκαν με τη συμβουλή του Παύλου. Παρ’ όλα αυτά, ο Παύλος ήθελε να μην τους αποσπά πια κάτι την προσοχή από τη Χριστιανική διακονία. Έτσι, τους υπενθύμισε αργότερα να προσέχουν μήπως ‘δεχτούν την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και τους διαφύγει ο σκοπός της’.—2 Κορινθίους 6:1, ΜΝΚ.
Ένα Αρχαίο Παράδειγμα
Μια παρόμοια κατάσταση είχε δημιουργηθεί αιώνες νωρίτερα. Την άνοιξη του 537 π.Χ. ο Ιεχωβά Θεός απελευθέρωσε το εκλεκτό του έθνος, τον Ισραήλ, από τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, μέσω του Πέρση βασιλιά Κύρου. Ο ίδιος ο Κύρος προσδιόρισε το σκοπό της απελευθέρωσής τους με το ακόλουθο διάταγμα: «Τις εξ υμών είναι εκ παντός του λαού αυτού; ο Θεός αυτού έστω μετ’ αυτού, και ας αναβή εις Ιερουσαλήμ, ήτις είναι εν τη Ιουδαία, και ας οικοδομήση τον οίκον Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] του Θεού του Ισραήλ».—Έσδρας 1:1-3.
Ναι, ήταν ο προσδιορισμένος καιρός του Ιεχωβά να αποκατασταθεί η αληθινή λατρεία στη γη του Ιούδα. Λόγω της παρ’ αξία καλοσύνης του Ιεχωβά, εκείνοι οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι είχαν το προνόμιο να ξαναχτίσουν το ναό στην Ιερουσαλήμ. Οι εξόριστοι που είχαν επιστρέψει δέχτηκαν να κάνουν αυτό το δύσκολο έργο και, αφού εγκαταστάθηκαν στην πατρίδα τους, άρχισαν το έργο της ανοικοδόμησης του ναού.—Έσδρας 1:5-11.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα όμως, αυτό το ιουδαϊκό έθνος που είχε επιστρέψει, επέτρεψε στην εξωτερική εναντίωση να παρεμβεί στο έργο τους. Αντί να κρατήσουν καθαρά εντυπωμένο στο μυαλό τους το σκοπό για τον οποίο απελευθερώθηκαν, άρχισαν να λένε: «Ο καιρός δεν ήλθεν, ο καιρός να οικοδομηθή ο οίκος του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)]». (Αγγαίος 1:2) Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλειφτεί το έργο της ανοικοδόμησης για 16 περίπου χρόνια.
Στο μεταξύ, ήταν απασχολημένοι σε ιδιοτελείς επιδιώξεις, θέτοντας περισσότερη έμφαση στα υλικά πράγματα και στις σαρκικές ανέσεις, παρά στην ανοικοδόμηση του ιερού οίκου του Ιεχωβά. (Αγγαίος 1:3-9) Στο εδάφιο Αγγαίος 1:4, διαβάζουμε: «Είναι καιρός εις εσάς, να κατοικήτε σεις εν τοις φατνωτοίς οίκοις σας, ο δε οίκος ούτος να ήναι έρημος;» Ο οίκος της λατρείας του Ιεχωβά παρέμενε «έρημος», έχοντας μόνο τα θεμέλια, ενώ τα σπίτια στα οποία κατοικούσαν οι Ιουδαίοι, είχαν ωραίες σκεπές και τοίχους όμορφα επενδυμένους με κομψά ξύλα.
Ο Ιεχωβά, μέσω των προφητών του Αγγαίου και Ζαχαρία, υπενθύμισε στους Ιουδαίους το σκοπό για τον οποίο είχαν απελευθερωθεί, και το έργο της ανοικοδόμησης τελικά ολοκληρώθηκε. Ωστόσο, σε κάθε άτομο το οποίο συνέχιζε να έχει μεγαλύτερη εκτίμηση για τα υλικά αποκτήματα απ’ ό,τι για το προνόμιο να δει να αποκαθίσταται η αληθινή λατρεία στην Ιερουσαλήμ, είχε διαφύγει σαφώς ο σκοπός της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού.
Ο Σκοπός της Δικής μας Απελευθέρωσης
Τι μπορούμε να μάθουμε σήμερα από το παράδειγμα των Ιουδαίων που επαναπατρίστηκαν το 537 π.Χ. καθώς και από τους Κορίνθιους Χριστιανούς των ημερών του Παύλου; Ως αφιερωμένοι δούλοι του Ιεχωβά Θεού, έχουμε κι εμείς επίσης την εμπειρία μιας απελευθέρωσης. Μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του, δεν είμαστε πλέον υποδουλωμένοι σε ψεύτικα δόγματα και παραδόσεις της Βαβυλώνας της Μεγάλης ή στην πονηρία αυτού του παλιού συστήματος πραγμάτων. (Ιωάννης 8:32· 2 Κορινθίους 4:4-6) Αυτού του είδους η απελευθέρωση, καθώς και η ελευθερία την οποία αυτή φέρνει, μας δίνει την ευκαιρία να δείξουμε στον Θεό την εκτίμησή μας για την αγάπη του προς εμάς. (1 Ιωάννου 4:9) Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό;
Με το να μη μας διαφύγει ο σκοπός της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού. Αυτός ο σκοπός είναι ο ίδιος με το σκοπό που υπήρχε και για εκείνους τους πρώτους δούλους του Ιεχωβά, ότι δηλαδή θα πρέπει να αναλάβουμε την αληθινή λατρεία. Σήμερα, όπως και στις μέρες του Παύλου, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει ‘να ευαγγελίσουμε μεταξύ των εθνών για τον . . . Χριστό’. (Εφεσίους 3:8) Κατά συνέπεια, όλοι όσοι δέχονται την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού πρέπει να συμμετέχουν στη Χριστιανική διακονία. Αυτό σημαίνει ότι ως αφιερωμένοι δούλοι του Ιεχωβά Θεού, έχουμε την ευθύνη να φανερώνουμε την αλήθεια στους άλλους, να εξυμνούμε και να δοξάζουμε το όνομα του Θεού και να τον υπηρετούμε με μια λατρεία που είναι καθαρή και άγια.—Ματθαίος 28:19, 20· Εβραίους 13:15· Ιακώβου 1:27.
‘Μη Σας Διαφύγει ο Σκοπός της’
Είναι δυνατόν ο καθένας από εμάς, παρόμοια με εκείνους τους πρώτους Χριστιανούς, να διατρέχει τον κίνδυνο να του ‘διαφύγει ο σκοπός’ της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού; Ναι. Όπως και εκείνοι, πολλοί από εμάς, είτε στην εργασία είτε στο σχολείο, είμαστε αναγκασμένοι να ερχόμαστε σε επαφή με άτομα τα οποία διαπράττουν σεξουαλική ανηθικότητα, κλέβουν, λένε ψέματα, εξαπατούν και κάνουν και άλλα επίσης πράγματα που αποστρέφεται ο Ιεχωβά Θεός. (1 Κορινθίους 6:9, 10· Γαλάτας 5:19-21) Είναι λοιπόν ζωτικό να αποφεύγουμε να συναναστρεφόμαστε με τέτοια άτομα για να μην αρχίσουμε να αναπτύσσουμε όρεξη γι’ αυτό που είναι κακό. (1 Κορινθίους 15:33) Τέτοιες συναναστροφές το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εξασθενίσουν την πίστη μας. Κατάλληλα λοιπόν ο Παύλος έγραψε στον Τίτο: «Διότι εφανερώθη η χάρις [παρ’ αξία καλοσύνη (ΜΝΚ)] του Θεού η σωτήριος εις πάντας ανθρώπους, διδάσκουσα ημάς να αρνηθώμεν την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας και να ζήσωμεν σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς εν τω παρόντι αιώνι».—Τίτον 2:11, 12.
Μερικοί μπορεί να συμπεραίνουν ότι εκπληρώνουν τη διακονία τους αν παρακολουθούν τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας, αν λαβαίνουν μέρος τακτικά στη διακήρυξη των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού και αν δεν αναμειγνύονται σε κανένα είδος ανήθικης διαγωγής. Ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να εξετάσουμε. Ο Ιησούς είπε: «Ουδείς δύναται δύο κυρίους να δουλεύη». (Ματθαίος 6:24) Τι εννοούσε μ’ αυτό; Ότι μολονότι αφιερώνουμε ορισμένο χρόνο για την προώθηση των καλών νέων, είναι δυνατόν να γίνει ο αγώνας για όλο και περισσότερα υλικά πράγματα το κύριο ενδιαφέρον στη ζωή μας. Ναι, μπορεί να βρίσκουμε πραγματικά ελκυστική την προοπτική ενός νέου συστήματος πραγμάτων κάτω από τον Ιησού Χριστό, κι ωστόσο ταυτόχρονα να θέλουμε να αποκομίσουμε όσο περισσότερα μπορούμε απ’ αυτό το σύστημα ενόσω αυτό διαρκεί. Μια τέτοια στάση μπορεί μόνο να μας παρεκτρέψει από τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο απελευθερωθήκαμε. Μήπως δεν ήταν μια παρόμοια στάση απέναντι στις υλικές επιδιώξεις, αυτή που έκανε τους επαναπατρισμένους Ιουδαίους να παρεκτραπούν από την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο είχαν απελευθερωθεί;
Μήπως δείχνουν τα έργα μας ότι μας έχει διαφύγει ο σκοπός για τον οποίο απελευθερωθήκαμε απ’ αυτό το παλιό, πονηρό σύστημα πραγμάτων και την ψεύτικη θρησκεία του; Ο Παύλος είπε στους Κορίνθιους ότι ‘τώρα είναι ο ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος καιρός’ να βοηθήσουμε άλλους για να λάβουν σωτηρία. (2 Κορινθίους 6:2, ΜΝΚ) Σήμερα, καθώς η επικείμενη καταστροφή του πονηρού συστήματος είναι πολύ κοντά, τα λόγια του Παύλου είναι ακόμη πιο επείγοντα. Ενώ είναι εμφανές ότι η πλειονότητα των ατόμων που πηγαίνουν σήμερα στην εκκλησία προτιμούν να μη μιλούν για την πίστη τους στους άλλους, οι Χριστιανοί που εκδηλώνουν εγκάρδια αγάπη για τον Ιεχωβά, το θεωρούν προνόμιό τους να συμμετέχουν πλήρως στη Χριστιανική διακονία την οποία αυτός τους έχει αναθέσει. Όλοι εκείνοι που διακηρύττουν πιστά τα καλά νέα σ’ αυτόν τον ευπρόσδεκτο καιρό και υπηρετούν τον Ιεχωβά με μια καθαρή και άγια λατρεία, μπορούν να το κάνουν αυτό με τη διαβεβαίωση ότι έχουν ‘δεχτεί την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και δεν τους έχει διαφύγει ο σκοπός της.’—2 Κορινθίους 6:1, ΜΝΚ.