ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σύνολο ατόμων συγκεντρωμένων για έναν ιδιαίτερο σκοπό ή μια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η εβραϊκή λέξη που συνήθως αποδίδεται «εκκλησία» στη Μετάφραση Νέου Κόσμου είναι η λέξη καχάλ, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «συγκαλώ, συγκεντρώνω». (Αρ 20:8· Δευ 4:10) Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει ένα οργανωμένο σώμα, και εμφανίζεται στις εκφράσεις «εκκλησία του Ισραήλ» (Λευ 16:17· Ιη 8:35· 1Βα 8:14), «εκκλησία του αληθινού Θεού» (Νε 13:1) και «εκκλησία του Ιεχωβά» (Αρ 20:4· Δευ 23:2, 3· 1Χρ 28:8· Μιχ 2:5). Η λέξη καχάλ, η οποία αποδίδεται επίσης «συνάθροιση» και «σύναξη», υποδηλώνει ανθρώπινες συνάξεις διαφόρων ειδών—για θρησκευτικούς σκοπούς (Δευ 9:10· 18:16· 1Βα 8:65· Ψλ 22:25· 107:32), για το χειρισμό διαφόρων υποθέσεων των πολιτών (1Βα 12:3) και για πόλεμο (1Σα 17:47· Ιεζ 16:40). Στο βιβλίο του Εκκλησιαστή ο Σολομών χαρακτηρίζεται «συναθροιστής» (εβρ., κοχέλεθ). (Εκ 1:1, 12) Ως βασιλιάς, ο Σολομών συνάθροιζε ή συγκέντρωνε το λαό για τη λατρεία του Ιεχωβά. Χαρακτηριστική περίπτωση μιας τέτοιας σύναξης ήταν όταν συγκέντρωσε τους υπηκόους του στο νεότευκτο ναό της Ιερουσαλήμ.—1Βα 8:1-5· 2Χρ 5:2-6.
Η λέξη ἐκκλησία η οποία χρησιμοποιείται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές είναι σύνθετη, από την πρόθεση ἐκ, που σημαίνει «έξω», και το ρήμα καλέω, και αναφέρεται σε μια ομάδα ατόμων που «καλούνται έξω» ή «συγκαλούνται» είτε επίσημα είτε ανεπίσημα. Χρησιμοποιείται σε σχέση με την εκκλησία του Ισραήλ στο εδάφιο Πράξεις 7:38 και επίσης σε σχέση με τη «σύναξη» που υποκίνησε ο αργυροχόος Δημήτριος εναντίον του Παύλου και των συντρόφων του στην Έφεσο. (Πρ 19:23, 24, 29, 32, 41) Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, χρησιμοποιείται σε σχέση με τη Χριστιανική εκκλησία. Εφαρμόζεται στη Χριστιανική εκκλησία γενικά (1Κο 12:28), στην εκκλησία κάποιας πόλης—όπως της Ιερουσαλήμ (Πρ 8:1), της Αντιόχειας (Πρ 13:1) ή της Κορίνθου (2Κο 1:1)—ή σε μια συγκεκριμένη ομάδα που συναθροιζόταν στο σπίτι κάποιου (Ρω 16:5· Φλμ 2), εξού και η αναφορά στις μεμονωμένες Χριστιανικές εκκλησίες ή «εκκλησίες του Θεού». (Πρ 15:41· 1Κο 11:16) Σήμερα, πολλοί συνδέουν εσφαλμένα τη λέξη εκκλησία με το κτίριο όπου τελούνται θρησκευτικές λειτουργίες και όχι με το σύνολο των ατόμων που αποδίδουν λατρεία.
Η λέξη ἐκκλησία χρησιμοποιείται συνήθως στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα ως απόδοση της εβραϊκής καχάλ, όπως για παράδειγμα στο εδάφιο Ψαλμός 22:22 (21:23, Ο΄).—Παράβαλε υποσ. στη ΜΝΚ.
Η Εκκλησία του Ισραήλ. Από την εποχή του Μωυσή και έπειτα, χρησιμοποιούνταν για το έθνος του Ισραήλ ο όρος εκκλησία. Ο Ιεχωβά διευθέτησε να κυβερνιέται η εκκλησία, όχι δημοκρατικά, από το λαό, αλλά θεοκρατικά, από τον ίδιο τον Θεό. Γι’ αυτόν το σκοπό, το έθνος περιήλθε υπό τη διαθήκη του Νόμου. (Εξ 19:3-9· 24:6-8) Εφόσον ο Μωυσής ήταν ο μεσίτης αυτής της διαθήκης, υπήρχε κάποια βάση για τη δήλωση: «Ο Μωυσής μάς έδωσε ως εντολή έναν νόμο, ιδιοκτησία της εκκλησίας του Ιακώβ». (Δευ 33:4) Ο Ιεχωβά ήταν ο Κριτής τους, ο Νομοθέτης τους και ο Βασιλιάς τους. (Ησ 33:22) Άρα, το έθνος ήταν εκκλησία του Θεού και εύλογα αποκαλούνταν “η εκκλησία του Ιεχωβά”.—Αρ 16:3· 1Χρ 28:8.
Μερικές φορές, η εβραϊκή λέξη καχάλ (εκκλησία) χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την εβραϊκή λέξη ‛εδάχ (σύναξη). (Λευ 4:13· Αρ 20:8, 10) Η λέξη ‛εδάχ προέρχεται από μια ρίζα που σημαίνει «ορίζω», υποδηλώνοντας έτσι μια ομάδα που συγκεντρώνεται σε προκαθορισμένο χρόνο, και εφαρμόζεται συχνά στην κοινότητα του Ισραήλ, όπως στην έκφραση «σύναξη του Ισραήλ». (Εξ 12:3) Στο έθνος του Ισραήλ ο αμιγής εβραϊκός πληθυσμός αποτελούσε την εκκλησία (καχάλ· Αρ 15:15), ενώ η σύναξη (‛εδάχ) φαίνεται πως περιλάμβανε τόσο τους Ισραηλίτες όσο και τους πάροικους που ήταν συνταυτισμένοι μαζί τους. (Εξ 12:19) Άρα, στα μέλη της εκκλησίας, κατά μία διευρυμένη, γενικευμένη έννοια, φαίνεται ότι συγκαταλέγονταν και οι περιτμημένοι πάροικοι.—Αρ 15:14-16.
Ωστόσο, υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις όσον αφορά το ποιοι μπορούσαν να γίνουν μέλη της “εκκλησίας του Ιεχωβά”. Κανείς που είχε ευνουχιστεί ή “που είχε κομμένο το αντρικό του μέλος” δεν μπορούσε να προσχωρήσει σε αυτήν. Οι νόθοι γιοι, καθώς και οι άρρενες Αμμωνίτες και Μωαβίτες, αποκλείονταν «ακόμη και μέχρι τη δέκατη γενιά». Αλλά οι γιοι που θα γεννιούνταν από Εδωμίτες και Αιγυπτίους “ως η τρίτη γενιά, αυτοί επιτρεπόταν να μπουν στην εκκλησία του Ιεχωβά”. (Δευ 23:1-8) Ο αποκλεισμός «μέχρι τη δέκατη γενιά» των γιων κάποιου που ήταν νόθος προάσπιζε το νόμο του Ιεχωβά κατά της μοιχείας. (Εξ 20:14) Παρ’ όλο δε που οι ευνουχισμένοι αποκλείονταν από την «εκκλησία του Ιεχωβά», μπορούσαν να αντλήσουν παρηγοριά από τα λόγια που έγραψε ο Ησαΐας στα εδάφια Ησαΐας 56:1-7. Βέβαια, τα άτομα που ήταν αποκλεισμένα από την «εκκλησία του Ιεχωβά» στον αρχαίο Ισραήλ είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τις προμήθειες και τις ευλογίες που είχε κάνει διαθέσιμες ο Ιεχωβά για τους Εθνικούς γενικά.—Γε 22:15-18.
Τα μέλη της εκκλησίας του Ισραήλ αντιμετωπίζονταν με έλεος αν αμάρταναν από λάθος. Αν, όμως, διέπρατταν κάποιο αδίκημα εσκεμμένα, τότε εκκόπτονταν με την έννοια ότι θανατώνονταν. (Αρ 15:27-31) Για παράδειγμα, ένα άτομο θα εκκοπτόταν από την εκκλησία και από την ίδια τη ζωή αν αρνούνταν να καθαριστεί σε περίπτωση που ήταν τελετουργικά ακάθαρτος, αν έτρωγε κρέας από τη θυσία συμμετοχής ενώ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, αν έτρωγε το πάχος από τις προσφορές ή αίμα, ή αν έτρωγε άγια πράγματα ενόσω ήταν ακάθαρτος. (Αρ 19:20· Λευ 7:21-27· 17:10, 14· 22:3) Επίσης, εκκόπτονταν όσοι εργάζονταν την ημέρα του Σαββάτου (Εξ 31:14), όσοι πρόσφεραν τους απογόνους τους στον Μολόχ, όσοι στρέφονταν σε πνευματιστικούς μεσάζοντες και σε επαγγελματίες προγνώστες γεγονότων, όσοι διέπρατταν ορισμένα είδη σεξουαλικής ανηθικότητας, καθώς και όσοι δεν “ταλαιπωρούσαν” τον εαυτό τους την ετήσια Ημέρα της Εξιλέωσης.—Λευ 20:1-6, 17, 18· 23:27-30· βλέπε επίσης Εξ 30:31-33· Λευ 17:3, 4, 8, 9· 18:29· 19:5-8.
Ενώ η εκκλησία του Ισραήλ αποτελούνταν από άτομα, το έθνος απαρτιζόταν από φυλές, οικογένειες και σπιτικά. Το περιστατικό με τον Αχάν προφανώς δείχνει αυτή την οργανωτική διάρθρωση, διότι σε εκείνη την περίπτωση ο Ισραήλ προσήλθε πρώτα κατά φυλές, έπειτα κατά οικογένειες, στη συνέχεια κατά σπιτικά και τελικά κατά ακμαίους άντρες, ώσπου πιάστηκε ο Αχάν ως παραβάτης.—Ιη 7:10-19.
Συχνά στον Ισραήλ υπεύθυνοι εκπρόσωποι ενεργούσαν εξ ονόματος του λαού. (Εσδ 10:14) Για παράδειγμα, οι «αρχηγοί των φυλών» έκαναν προσφορές μετά το στήσιμο της σκηνής της μαρτυρίας. (Αρ 7:1-11) Επίσης, στις ημέρες του Νεεμία, οι ιερείς, οι Λευίτες και «οι κεφαλές του λαού», ενεργώντας ως εκπρόσωποι, επικύρωσαν με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία». (Νε 9:38–10:27) Κατά τη διάρκεια της οδοιπορίας του Ισραήλ στην έρημο, υπήρχαν «αρχηγοί της σύναξης, σύγκλητοι της συνάντησης, άντρες φημισμένοι», 250 από τους οποίους ακολούθησαν τον Κορέ, τον Δαθάν, τον Αβιρών και τον Ων και συγκεντρώθηκαν εναντίον του Μωυσή και του Ααρών. (Αρ 16:1-3) Συμμορφούμενος με τη θεϊκή κατεύθυνση, ο Μωυσής διάλεξε 70 από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ οι οποίοι ήταν επόπτες για να τον βοηθούν να βαστάζει «το φορτίο του λαού» το οποίο δεν ήταν σε θέση να βαστάξει μόνος του. (Αρ 11:16, 17, 24, 25) Το εδάφιο Λευιτικό 4:15 κάνει λόγο για “τους πρεσβυτέρους της σύναξης”, φαίνεται δε ότι οι εκπρόσωποι του λαού ήταν οι πρεσβύτεροι του έθνους, οι κεφαλές του, οι κριτές του και οι επόπτες του.—Αρ 1:4, 16· Ιη 23:2· 24:1.
Στην έρημο, χρησιμοποιούνταν δύο ασημένιες σάλπιγγες για τη σύγκληση της σύναξης και τη μεταφορά του στρατοπέδου. Η σύναξη ερχόταν στη συμφωνημένη συνάντηση με τον Μωυσή, στην είσοδο της σκηνής της συνάντησης, αν σάλπιζαν και οι δύο σάλπιγγες. Αν σάλπιζε μόνο η μία, τότε προσέρχονταν εκεί «οι αρχηγοί, ως οι κεφαλές των χιλιάδων του Ισραήλ». (Αρ 10:1-4) Μερικές φορές, οι βασιλιάδες συγκαλούσαν συνάξεις. (1Βα 8:5· 2Χρ 20:4, 5) Ο Εζεκίας χρησιμοποίησε δρομείς προκειμένου να συγκεντρώσει το λαό στην Ιερουσαλήμ για το μεγαλειώδη εορτασμό του Πάσχα που έγινε επί των ημερών του.—2Χρ 30:1, 2, 10-13.
Σε μεταγενέστερες εποχές, σημαντική εξουσία ασκούσε το δικαστικό σώμα που ήταν γνωστό ως Σάνχεδριν, το οποίο αποτελούνταν από 71 μέλη—τον αρχιερέα και άλλους 70 σημαίνοντες άντρες του έθνους, τη «συνέλευση των πρεσβυτέρων».—Ματ 26:59· Λου 22:66.
Κατά τη διάρκεια της εξορίας των Ιουδαίων στη Βαβυλώνα, ή λίγο αργότερα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως οι συναγωγές ως τόποι σύναξης των Ιουδαίων. Με τον καιρό ιδρύθηκαν συναγωγές σε διάφορα μέρη—ο Ιησούς για παράδειγμα δίδαξε στη συναγωγή της Ναζαρέτ. (Λου 4:16-21) Οι συναγωγές ήταν στην πραγματικότητα σχολές όπου διαβάζονταν και διδάσκονταν οι Γραφές, αλλά παράλληλα και χώροι προσευχής και απόδοσης αίνου στον Θεό.—Πρ 15:21· βλέπε ΣΥΝΑΓΩΓΗ.
Η εκκλησία του Ισραήλ κατείχε μοναδική θέση. Ο Μωυσής τούς υπενθύμισε: «Εσύ είσαι άγιος λαός για τον Ιεχωβά τον Θεό σου. Εσένα εξέλεξε ο Ιεχωβά ο Θεός σου για να γίνεις λαός του, ειδική ιδιοκτησία, από όλους τους λαούς που είναι στην επιφάνεια της γης». (Δευ 7:6) Αλλά η Ιουδαϊκή εκκλησία έπαψε να είναι η εκκλησία του Θεού. Απορρίφθηκε επειδή απέρριψε τον Γιο του.—Πρ 4:24-28· 13:23-29· Ματ 21:43· 23:37, 38· Λου 19:41-44.
Η Χριστιανική Εκκλησία του Θεού. Προτού απορριφθεί το Ιουδαϊκό έθνος και χάσει τη θέση που κατείχε ως εκκλησία του Θεού, ο Ιησούς Χριστός προσδιόρισε τον εαυτό του ως τον «βράχο» πάνω στον οποίο θα οικοδομούσε “την εκκλησία του”. (Ματ 16:18) Έτσι κατανόησε αυτή τη δήλωση και ο απόστολος Πέτρος, στον οποίο απηύθυνε αυτά τα λόγια ο Ιησούς, διότι αργότερα προσδιόρισε τον Ιησού ως τη συμβολική «πέτρα» η οποία απορρίφθηκε από τους ανθρώπους, αλλά «για τον Θεό [ήταν] εκλεγμένη, πολύτιμη», και επίσης ως τη «θεμέλια ακρογωνιαία πέτρα» στην οποία θα μπορούσε κανείς να θέσει πίστη χωρίς να απογοητευτεί. (1Πε 2:4-6· Ψλ 118:22· Ησ 28:16) Ο Παύλος, επίσης, προσδιόρισε ξεκάθαρα τον Ιησού Χριστό ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η Χριστιανική εκκλησία. (Εφ 2:19-22· 1Κο 3:11) Και επειδή αυτή ανήκει στον Ιεχωβά, εύλογα χαρακτηρίζεται ως “η εκκλησία του Θεού”.—Πρ 20:28· Γα 1:13.
Ο Χριστός δεν είναι μόνο το θεμέλιο αυτής της Χριστιανικής εκκλησίας αλλά και η κεφαλή της. Λόγω αυτού αναφέρεται το εξής: «Αυτός [ο Θεός], επίσης, τα υπέταξε κάτω από τα πόδια του όλα και τον έκανε κεφαλή πάνω σε όλα όσον αφορά την εκκλησία, η οποία είναι το σώμα του, η πληρότητα αυτού ο οποίος τα συμπληρώνει όλα σε όλα τα πράγματα».—Εφ 1:22, 23· βλέπε επίσης Κολ 1:18.
Η Χριστιανική εκκλησία του Θεού πήρε τη θέση της εκκλησίας του Ισραήλ την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., όταν το άγιο πνεύμα εκχύθηκε στους ακολούθους του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Τα πρώτα υποψήφια μέλη αυτής της εκκλησίας εκλέχθηκαν λίγο μετά το βάφτισμα του Ιησού, στην αρχή της επίγειας διακονίας του. (Πρ 2:1-4· Ιωα 1:35-43) Από τους πρώτους ακολούθους του, ο Ιησούς εξέλεξε 12 αποστόλους (Λου 6:12-16), και αργότερα εξέλεξε τον Σαούλ από την Ταρσό, ο οποίος έγινε «απόστολος των εθνών». (Πρ 9:1-19· Ρω 11:13) Οι 12 πιστοί απόστολοι του Αρνιού, του Ιησού Χριστού, συμπεριλαμβανομένου του Ματθία ο οποίος αντικατέστησε τον Ιούδα, είναι τα δευτερεύοντα θεμέλια της Χριστιανικής εκκλησίας.—Πρ 1:23-26· Απ 21:1, 2, 14.
Αυτή η εκκλησία περιγράφεται ως η «εκκλησία των πρωτοτόκων που έχουν καταγραφεί στους ουρανούς», των οποίων ο πλήρης αριθμός, υπό τον Χριστό ως κεφαλή, είναι 144.000. (Εβρ 12:23· Απ 7:4) Τα άτομα τα οποία έχουν κληθεί “αγοράζονται ανάμεσα από την ανθρωπότητα” για να επιτελέσουν ένα ειδικό έργο εδώ στη γη και στη συνέχεια να είναι με τον Χριστό στον ουρανό ως η νύφη του. Όπως υπήρχαν απαιτήσεις για να γίνει κάποιος μέλος της Εβραϊκής εκκλησίας του Θεού, έτσι υπάρχουν προϋποθέσεις για να γίνει κάποιος μέλος της Χριστιανικής “εκκλησίας του Θεού”. Εκείνοι που την αποτελούν είναι πνευματικά παρθένοι που ακολουθούν το Αρνί, τον Ιησού Χριστό, όπου και αν πηγαίνει, και «δεν βρέθηκε ψεύδος στο στόμα τους· αυτοί είναι χωρίς ψεγάδι».—Απ 14:1-5.
Τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού επιλέγονται από τον Ιεχωβά. (Ρω 8:30· 2Θε 2:13) Τα πρώτα μέλη της κλήθηκαν μέσα από τις τάξεις της απορριφθείσας Ιουδαϊκής εκκλησίας, η οποία δεν είχε δεχτεί τον Γιο του Θεού ως τον Μεσσία της. Ωστόσο, αρχής γενομένης με τον Κορνήλιο το 36 Κ.Χ., τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας άρχισαν να καλούνται και από τα έθνη γενικά, γι’ αυτό και ο Παύλος μπορούσε να πει: «Δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει ούτε δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό· διότι όλοι εσείς είστε ένας σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού». (Γα 3:28· Πρ 10:34, 35· Ρω 10:12· Εφ 2:11-16) Αν και τη διαθήκη του Νόμου—η οποία είχε μεσίτη τον Μωυσή και ρύθμιζε τα ζητήματα της εκκλησίας του Ισραήλ—την εκπλήρωσε ο Χριστός και την έβγαλε από τη μέση ο Ιεχωβά Θεός (Ματ 5:17· 2Κο 3:14· Κολ 2:13, 14), τα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού συμμετέχουν στα οφέλη της νέας διαθήκης της οποίας μεσίτης είναι ο Μεγαλύτερος Μωυσής, ο Ιησούς Χριστός. (Ματ 26:28· Εβρ 12:22-24· Πρ 3:19-23) Επίσης, ενώ οι ιερείς και οι βασιλιάδες του Ισραήλ χρίονταν με λάδι (Εξ 30:22-30· 2Βα 9:6), όσοι εκλέγονται από τον Θεό ως μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας χρίονται με άγιο πνεύμα (2Κο 1:21, 22· 1Ιω 2:20) και υιοθετούνται από τον Ιεχωβά Θεό ως γιοι του.—Εφ 1:5.
Βασικά η Εβραϊκή εκκλησία αποτελούνταν από φυσικούς Ισραηλίτες. Τα άτομα που αποτελούν τη χρισμένη Χριστιανική εκκλησία του Θεού είναι πνευματικοί Ισραηλίτες οι οποίοι απαρτίζουν τις φυλές του πνευματικού Ισραήλ. (Απ 7:4-8) Εφόσον η πλειονότητα των φυσικών Ισραηλιτών απέρριψε τον Ιησού Χριστό, «δεν είναι πράγματι “Ισραήλ” [δηλαδή πνευματικός Ισραήλ] όλοι όσοι προέρχονται από τον Ισραήλ». (Ρω 9:6-9) Και σχετικά με τη Χριστιανική εκκλησία του Θεού που αποτελείται από πνευματικούς Ιουδαίους, ο Παύλος δήλωσε: «Ιουδαίος δεν είναι εκείνος που είναι εξωτερικά Ιουδαίος ούτε είναι περιτομή εκείνη που είναι εξωτερικά περιτομή, στη σάρκα. Αλλά Ιουδαίος είναι εκείνος που είναι εσωτερικά Ιουδαίος, και η περιτομή του είναι η περιτομή της καρδιάς μέσω πνεύματος».—Ρω 2:28, 29.
Συνήθως, όταν οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές μιλούν για την «εκκλησία» με γενική έννοια, αναφέρονται στα 144.000 μέλη της, τους χρισμένους ακολούθους του Χριστού, μη περιλαμβανομένου του ίδιου του Ιησού. (Εφ 5:32· Εβρ 12:23, 24) Εντούτοις, το γεγονός ότι τα λόγια του Δαβίδ που είναι καταγραμμένα στο εδάφιο Ψαλμός 22:22 εφαρμόζονται με θεϊκή έμπνευση στον Ιησού Χριστό, στο εδάφιο Εβραίους 2:12, δείχνει ότι ο όρος «εκκλησία» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να περιλαμβάνει και την κεφαλή της εκκλησίας, τον Ιησού Χριστό. Ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής, παραθέτοντας εν μέρει τα λόγια του Δαβίδ, δήλωσε: «Διότι τόσο αυτός που αγιάζει όσο και εκείνοι που αγιάζονται, όλοι προέρχονται από έναν, και γι’ αυτόν το λόγο αυτός [ο Ιησούς Χριστός] δεν ντρέπεται να τους αποκαλεί “αδελφούς”, καθώς λέει: “Θα διακηρύττω το όνομά σου στους αδελφούς μου· στο μέσο της εκκλησίας θα σε αινώ με ύμνους”». (Εβρ 2:11, 12) Όμοια με τον Δαβίδ, που ήταν μέλος της εκκλησίας του Ισραήλ και αινούσε τον Ιεχωβά στο μέσο της, ο Ιησούς Χριστός μπορεί σε αυτή την περίπτωση να θεωρηθεί μέλος της πνευματικής εκκλησίας, και τα υπόλοιπα μέλη της να ονομαστούν “αδελφοί” του. (Παράβαλε Ματ 25:39, 40.) Ο Δαβίδ ανήκε στην ισραηλιτική εκκλησία του Ιεχωβά Θεού, ο δε Ιησούς Χριστός ήταν και αυτός μέλος της ενόσω βρισκόταν στη γη και κήρυττε στα μέλη της. Ένα υπόλοιπο αυτής της εκκλησίας έγινε μέρος της εκκλησίας του Ιησού.
Οργάνωση της Χριστιανικής Εκκλησίας. Μολονότι ιδρύθηκαν Χριστιανικές εκκλησίες του Θεού σε διάφορα μέρη, οι εκκλησίες αυτές δεν λειτουργούσαν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Αντιθέτως, όλες αναγνώριζαν την εξουσία του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος στην Ιερουσαλήμ. Αυτό το κυβερνών σώμα αποτελούνταν από τους αποστόλους καθώς και από πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, και δεν υπήρχαν αλλού ανταγωνιστικά σώματα που να στοχεύουν στην επίβλεψη της εκκλησίας. Στο πιστό Χριστιανικό κυβερνών σώμα του πρώτου αιώνα Κ.Χ. υποβλήθηκε προς εξέταση το ζήτημα της περιτομής. Όταν το κυβερνών σώμα έλαβε την απόφασή του, σύμφωνα με την κατεύθυνση του αγίου πνεύματος, εκείνη η απόφαση έγινε δεκτή και απέκτησε δεσμευτικό χαρακτήρα για όλες τις Χριστιανικές εκκλησίες, οι οποίες και συμμορφώθηκαν πρόθυμα.—Πρ 15:22-31.
Το Χριστιανικό κυβερνών σώμα στην Ιερουσαλήμ απέστειλε περιοδεύοντες εκπροσώπους. Ο Παύλος, λοιπόν, και άλλοι διαβίβασαν την προαναφερθείσα απόφαση του κυβερνώντος σώματος, και το υπόμνημα λέει: «Καθώς, λοιπόν, περνούσαν από τις πόλεις, παρέδιδαν σε εκείνους που ήταν εκεί τα διατάγματα τα οποία είχαν αποφασιστεί από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους που ήταν στην Ιερουσαλήμ, για να τα τηρούν». Όσον αφορά τα αποτελέσματα που προέκυψαν, αναφέρονται τα εξής: «Γι’ αυτό και οι εκκλησίες συνέχισαν να σταθεροποιούνται στην πίστη και να αυξάνουν σε αριθμό κάθε ημέρα». (Πρ 16:4, 5) Νωρίτερα, όταν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ «άκουσαν ότι η Σαμάρεια είχε δεχτεί το λόγο του Θεού, απέστειλαν σε αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη· και εκείνοι κατέβηκαν και προσευχήθηκαν για αυτούς για να πάρουν άγιο πνεύμα».—Πρ 8:14, 15.
Η κάθε εκκλησία προσκολλούνταν στενά στην κατεύθυνση του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος, το οποίο επέβλεπε το διορισμό πρεσβυτέρων. (Τιτ 1:1, 5) Έτσι λοιπόν, με την κατεύθυνση του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος το οποίο καθοδηγούνταν από το άγιο πνεύμα, διορίζονταν σε κάθε εκκλησία επίσκοποι και βοηθοί, δηλαδή διακονικοί υπηρέτες. Οι άντρες που τοποθετούνταν σε αυτές τις έμπιστες και υπεύθυνες θέσεις έπρεπε να διαθέτουν συγκεκριμένα προσόντα. (1Τι 3:1-13· Τιτ 1:5-9) Οι περιοδεύοντες εκπρόσωποι του κυβερνώντος σώματος, όπως ο Παύλος, ακολουθούσαν τον Χριστό και έθεταν θαυμάσιο παράδειγμα προς μίμηση. (1Κο 11:1· Φλπ 4:9) Στην πραγματικότητα, όλοι όσοι είχαν θέση πνευματικού ποιμένα έπρεπε να γίνονται «παραδείγματα για το ποίμνιο» (1Πε 5:2, 3), έπρεπε να δείχνουν στοργικό ενδιαφέρον για τα άτομα της εκκλησίας (1Θε 2:5-12) και έπρεπε να προσφέρουν πραγματική βοήθεια σε όσους ασθενούσαν πνευματικά.—Γα 6:1· Ιακ 5:13-16· βλέπε ΔΙΑΚΟΝΟΣ· ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ· ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ.
Έτσι λοιπόν, όπως ο Ιεχωβά οργάνωσε την εκκλησία του Ισραήλ υπό την επιστασία πρεσβυτέρων, κεφαλών, κριτών και εποπτών (Ιη 23:2), ανάλογα φρόντισε και για την επίβλεψη της Χριστιανικής εκκλησίας διορίζοντας πρεσβυτέρους σε έμπιστες θέσεις. (Πρ 14:23) Και όπως οι υπεύθυνοι άντρες μερικές φορές ενεργούσαν ως εκπρόσωποι ολόκληρης της εκκλησίας του Ισραήλ, παραδείγματος χάρη σε δικαστικά ζητήματα (Δευ 16:18), παρόμοια ο Θεός διευθέτησε, για τέτοια ζητήματα, να εκπροσωπείται κάθε Χριστιανική εκκλησία από υπεύθυνους άντρες τους οποίους το άγιο πνεύμα είχε τοποθετήσει σε θέσεις εξουσίας. (Πρ 20:28· 1Κο 5:1-5) Εντούτοις, αν ανέκυπταν δυσκολίες στις σχέσεις των μελών της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού, τότε τα λόγια του Ιησού Χριστού που είναι καταγραμμένα στα εδάφια Ματθαίος 18:15-17 (τα οποία ειπώθηκαν προτού απορρίψει ο Ιεχωβά την Ιουδαϊκή εκκλησία του Θεού και άρα εφαρμόζονταν αρχικά σε αυτήν) θα αποτελούσαν τη βάση για την τακτοποίηση ή το χειρισμό τέτοιων προβλημάτων.
Ο Ιεχωβά Θεός έχει θέσει τα μέλη του πνευματικού «σώματος» του Χριστού «όπως ευαρεστήθηκε». Ο Παύλος επίσης δήλωσε: «Ο Θεός έχει θέσει τα διάφορα μέλη στην εκκλησία, πρώτον αποστόλους· δεύτερον προφήτες· τρίτον δασκάλους· έπειτα δυναμικά έργα· έπειτα χαρίσματα θεραπειών· υπηρεσίες παροχής βοήθειας, ικανότητες για να δίνεται κατεύθυνση, διάφορες γλώσσες». Δεν εκτελούσαν όλοι τα ίδια καθήκοντα, αλλά όλοι ήταν απαραίτητοι στη Χριστιανική εκκλησία. (1Κο 12:12-31) Ο Παύλος εξήγησε ότι στη Χριστιανική εκκλησία δόθηκαν απόστολοι, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και δάσκαλοι «με προοπτική τη διόρθωση των αγίων, για διακονικό έργο, για την εποικοδόμηση του σώματος του Χριστού, μέχρι να φτάσουμε όλοι στην ενότητα όσον αφορά την πίστη και την ακριβή γνώση του Γιου του Θεού, στο επίπεδο ενός πλήρως αναπτυγμένου άντρα, στο μέτρο του αναστήματος που αντιστοιχεί στην πληρότητα του Χριστού».—Εφ 4:11-16.
Η εκκλησία του Ισραήλ είχε λάβει τους νόμους του Θεού και είχε βοηθηθεί να κατανοήσει «ότι ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε έκφραση από το στόμα του Ιεχωβά ζει ο άνθρωπος». (Δευ 8:1-3) Ο Ιησούς Χριστός επίσης αναγνώρισε ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει μόνο με ψωμί «αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Ιεχωβά». (Ματ 4:1-4) Γι’ αυτό, έχει γίνει επαρκής πρόβλεψη προκειμένου να έχει η Χριστιανική εκκλησία την απαιτούμενη πνευματική τροφή. Ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι θα υπήρχε ένας «δούλος» μέσω του οποίου θα δινόταν αυτή η τροφή στο Χριστιανικό «υπηρετικό προσωπικό». Στην προφητεία του σχετικά με την παρουσία του και την “τελική περίοδο του συστήματος πραγμάτων”, ο Ιησούς κατέδειξε ότι, κατά την άφιξή του, ο «κύριος» θα διόριζε αυτόν τον “πιστό και φρόνιμο δούλο” «υπεύθυνο σε όλα τα υπάρχοντά του».—Ματ 24:3, 45-47.
Οι συγκεντρώσεις για τη λατρεία του Ιεχωβά και για την εξέταση του νόμου του έπαιζαν ζωτικό ρόλο στην εκκλησία του Ισραήλ. (Δευ 31:12· Νε 8:1-8) Παρόμοια, οι συναθροίσεις για τη λατρεία του Ιεχωβά και τη μελέτη των Γραφών αποτελούν ουσιώδες χαρακτηριστικό της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού, και ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής νουθετεί εκείνους στους οποίους απευθύνεται η επιστολή του να μην παύουν να συναθροίζονται. (Εβρ 10:24, 25) Οι δραστηριότητες στις συναγωγές της μεταγενέστερης Ιουδαϊκής ιστορίας περιλάμβαναν ανάγνωση και διδασκαλία των Γραφών, προσευχές και απόδοση αίνου στον Θεό. Αυτές οι δραστηριότητες συνεχίστηκαν και στους χώρους των Χριστιανικών συνάξεων, χωρίς όμως τα πρόσθετα τελετουργικά στοιχεία που είχαν συσσωρευτεί με τον καιρό στις λειτουργίες των συναγωγών. Στη συναγωγή δεν υπήρχε κάποια χωριστή ιερατική τάξη, αλλά κάθε ευλαβής άρρενας Ιουδαίος μπορούσε να συμμετέχει στην ανάγνωση και στην εξήγηση των Γραφών. Παρόμοια, στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς ούτε κάποιος άλλος αντίστοιχος διαχωρισμός. Βέβαια, ούτε στη Χριστιανική εκκλησία ούτε στη συναγωγή μπορούσαν οι γυναίκες να διδάσκουν ή να ασκούν εξουσία στους άντρες.—1Τι 2:11,12.
Η ευταξία στις συναθροίσεις της Χριστιανικής εκκλησίας του Θεού συμβάδιζε με το γεγονός ότι ο Ιεχωβά, ο οποίος καθιέρωσε τη διευθέτηση της εκκλησίας μεταξύ των ακολούθων του Χριστού, είναι «Θεός, όχι ακαταστασίας, αλλά ειρήνης». Αυτή η ευταξία απέφερε, επίσης, μεγάλα πνευματικά οφέλη σε όλους τους παρόντες.—1Κο 14:26-35, 40· βλέπε ΣΥΝΑΞΗ.