ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η έκφραση και άσκηση της παγκόσμιας κυριαρχίας του Θεού προς τα πλάσματά του, ή το μέσο ή όργανο που χρησιμοποιεί γι’ αυτόν το σκοπό. (Ψλ 103:19) Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για την έκφραση της κυριαρχίας του Θεού μέσω μιας βασιλικής κυβέρνησης, επικεφαλής της οποίας είναι ο Γιος του, ο Χριστός Ιησούς.
Η λέξη βασιλεία του πρωτότυπου κειμένου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών σημαίνει «βασίλειο, επικράτεια, περιοχή ή χώρα που κυβερνιέται από βασιλιά· βασιλική εξουσία, κυριαρχία, κράτος· το βασιλικό αξίωμα, ο τίτλος και η τιμή του βασιλιά». (Το Αναλυτικό Ελληνικό Λεξικό [The Analytical Greek Lexicon], 1908, σ. 67) Η φράση “η βασιλεία του Θεού” χρησιμοποιείται συχνά από τον Μάρκο και τον Λουκά, και στην αφήγηση του Ματθαίου η παράλληλη φράση “η βασιλεία των ουρανών” εμφανίζεται περίπου 30 φορές.—Παράβαλε Μαρ 10:23 και Λου 18:24 με Ματ 19:23, 24· βλέπε ΒΑΣΙΛΕΙΑ, ΒΑΣΙΛΕΙΟ· ΟΥΡΑΝΟΣ (Πνευματικοί Ουρανοί).
Όσον αφορά τη δομή και τη λειτουργία της, η κυβέρνηση του Θεού είναι αμιγώς θεοκρατία (από τις λέξεις Θεός και κράτος), δηλαδή διακυβέρνηση από τον Θεό. Ο όρος «θεοκρατία» αποδίδεται στον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο του πρώτου αιώνα Κ.Χ., ο οποίος προφανώς τον επινόησε στο έργο του Κατ’ Απίωνος (Β΄, 164, 165 [16]). Αναφορικά με την κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε επί του Ισραήλ στο Σινά, ο Ιώσηπος έγραψε: «Ορισμένοι λαοί έχουν εμπιστευτεί την ανώτατη πολιτική εξουσία στις μοναρχίες, άλλοι στις ολιγαρχίες και άλλοι στο λαό. Το δικό μας νομοθέτη, όμως, δεν προσέλκυσε καμιά από αυτές τις μορφές πολιτεύματος, αλλά, όπως θα μπορούσε να το πει κανείς παραβιάζοντας τη γλώσσα, το πολίτευμα που έδωσε ήταν η “θεοκρατία”, αναθέτοντας όλη την εξουσία και τη δύναμη στα χέρια του Θεού». Ασφαλώς, για να είναι αυτή η κυβέρνηση αμιγώς θεοκρατία, δεν ήταν δυνατόν να διοριστεί από κάποιον ανθρώπινο νομοθέτη, όπως ο Μωυσής, αλλά έπρεπε να διοριστεί και να εγκαθιδρυθεί από τον Θεό. Το Βιβλικό υπόμνημα δείχνει ότι αυτό ακριβώς έγινε.
Προέλευση του Όρου. Οι άνθρωποι άρχισαν προφανώς να χρησιμοποιούν τον όρο «βασιλιάς» (εβρ., μέλεχ) μετά τον παγγήινο Κατακλυσμό. Ο Νεβρώδ, «κραταιός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά», ίδρυσε το πρώτο επίγειο βασίλειο. (Γε 10:8-12) Κατόπιν, στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την εποχή του Αβραάμ, δημιουργήθηκαν πόλεις-κράτη και έθνη, και πολλαπλασιάστηκαν οι ανθρώπινοι βασιλιάδες. Με εξαίρεση το βασίλειο του Μελχισεδέκ, του βασιλιά-ιερέα της Σαλήμ (ο οποίος αποτέλεσε προφητικό τύπο του Μεσσία [Γε 14:17-20· Εβρ 7:1-17]), κανένα από αυτά τα επίγεια βασίλεια δεν εκπροσωπούσε τη διακυβέρνηση του Θεού ούτε εγκαθιδρύθηκε από εκείνον. Οι άνθρωποι θεωρούσαν επίσης βασιλιάδες τους ψεύτικους θεούς που λάτρευαν, αποδίδοντας σε αυτούς την ικανότητα να χορηγούν εξουσία διακυβέρνησης σε ανθρώπους. Επομένως, προσδίδοντας ο Ιεχωβά τον τίτλο «Βασιλιάς [Μέλεχ]» στον εαυτό του, όπως φαίνεται στα μετακατακλυσμιαία συγγράμματα των Εβραϊκών Γραφών, χρησιμοποιούσε τον τίτλο που είχαν επινοήσει και εφαρμόσει οι άνθρωποι. Η χρήση του όρου αυτού από τον Θεό έδειχνε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να αποβλέπουν και να υπακούν σε εκείνον ως “Βασιλιά”, όχι στους αυθάδεις ανθρώπινους άρχοντες ή στους ανθρωποποίητους θεούς.—Ιερ 10:10-12.
Φυσικά, ο Ιεχωβά ήταν Υπέρτατος Κυρίαρχος πολύ προτού εμφανιστούν τα ανθρώπινα βασίλεια, στην πραγματικότητα προτού υπάρξουν οι άνθρωποι. Εκατομμύρια αγγελικοί γιοι τον σέβονταν και τον υπάκουαν ως τον αληθινό Θεό και Δημιουργό τους. (Ιωβ 38:4-7· 2Χρ 18:18· Ψλ 103:20-22· Δα 7:10) Άσχετα, λοιπόν, με τον τίτλο που έφερε, από την αρχή της δημιουργίας αναγνωριζόταν ως Εκείνος του οποίου το θέλημα ήταν δικαιωματικά υπέρτατο.
Η Διακυβέρνηση του Θεού στο Ξεκίνημα της Ανθρώπινης Ιστορίας. Τα πρώτα ανθρώπινα πλάσματα, ο Αδάμ και η Εύα, γνώριζαν και αυτά ότι ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός, ο Δημιουργός του ουρανού και της γης. Αναγνώριζαν ότι είχε την εξουσία και το δικαίωμα να δίνει εντολές, να αναθέτει στους ανθρώπους κάποια καθήκοντα ή να τους απαγορεύει κάποιες πράξεις, να ορίζει εδάφη για κατοίκηση και καλλιέργεια, όπως επίσης να παραχωρεί εξουσία την οποία αυτοί θα ασκούσαν πάνω σε άλλα πλάσματά του. (Γε 1:26-30· 2:15-17) Μολονότι ο Αδάμ είχε την ικανότητα να επινοεί λέξεις (Γε 2:19, 20), δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτός επινόησε τον τίτλο «βασιλιάς [μέλεχ]» με σκοπό να τον εφαρμόσει στον Θεό και Δημιουργό του, αν και αναγνώριζε την υπέρτατη εξουσία του Ιεχωβά.
Όπως αποκαλύπτεται στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός ασκούσε την κυριαρχία του στον άνθρωπο, στην Εδέμ, ήταν καλοκάγαθος και όχι υπέρμετρα περιοριστικός. Η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο απαιτούσε υπακοή σαν την υπακοή ενός γιου προς τον πατέρα του. (Παράβαλε Λου 3:38.) Ο άνθρωπος δεν ήταν υποχρεωμένος να τηρεί κάποιον μακροσκελή κώδικα νόμων. (Παράβαλε 1Τι 1:8-11.) Οι απαιτήσεις του Θεού ήταν απλές και ουσιαστικές. Ούτε υπάρχει κάτι που να δείχνει ότι κάθε ενέργεια του Αδάμ τελούσε υπό συνεχή επιτήρηση και κριτική, πράγμα που θα τον έκανε να αισθάνεται περιορισμένος. Αντίθετα, η επικοινωνία του Θεού με τον τέλειο άνθρωπο φαίνεται ότι ήταν περιοδική, ανάλογα με τις ανάγκες.—Γε κεφ. 1-3.
Γίνεται πρόβλεψη για μια νέα έκφραση της διακυβέρνησης του Θεού. Όταν το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι παραβίασε απροκάλυπτα την εντολή του Θεού, υποκινούμενο από έναν πνευματικό γιο του Θεού, στην πραγματικότητα στασίασε ενάντια στη θεϊκή εξουσία. (Γε 3:17-19· βλέπε ΔΕΝΤΡΟ [Μεταφορική Χρήση].) Η θέση που έλαβε ο πνευματικός Αντίδικος (εβρ., σατάν) του Θεού συνιστούσε πρόκληση που απαιτούσε δοκιμή, εφόσον το προκείμενο ζήτημα ήταν το κατά πόσον ο Ιεχωβά είχε το δικαίωμα να είναι ο παγκόσμιος κυρίαρχος. (Βλέπε ΙΕΧΩΒΑ [Το υπέρτατο ζήτημα ήταν ηθικό].) Η γη, όπου εγέρθηκε αυτό το ζήτημα, είναι δικαιολογημένα και ο τόπος στον οποίο θα διευθετηθεί.—Απ 12:7-12.
Όταν εξέφερε κρίση κατά των πρώτων στασιαστών, ο Ιεχωβά Θεός εξήγγειλε μια προφητεία, διατυπωμένη με συμβολική γλώσσα, εκθέτοντας το σκοπό που είχε να χρησιμοποιήσει κάποιο όργανο, ένα «σπέρμα», για την οριστική συντριβή των στασιαστικών δυνάμεων. (Γε 3:15) Έτσι λοιπόν, η διακυβέρνηση του Ιεχωβά, η έκφραση της κυριαρχίας του, θα προσλάμβανε μια νέα πτυχή ή έκφραση για την αντιμετώπιση της ανταρσίας που είχε εκδηλωθεί. Η προοδευτική αποκάλυψη των “ιερών μυστικών της βασιλείας” (Ματ 13:11) έδειξε ότι η νέα αυτή πτυχή θα περιλάμβανε τη συγκρότηση μιας επικουρικής κυβέρνησης—ενός κυβερνητικού σώματος, επικεφαλής του οποίου θα ήταν ένας υποκυβερνήτης. Η βασιλεία του Χριστού Ιησού σε ενότητα με τους εκλεγμένους συντρόφους του αποτελεί την πραγμάτωση της υπόσχεσης που δόθηκε σχετικά με το «σπέρμα». (Απ 17:14· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ [Η Ζωτική του Θέση στο Σκοπό του Θεού].) Αφότου δόθηκε η εδεμική υπόσχεση, η προοδευτική εξέλιξη του σκοπού του Θεού για την παραγωγή αυτού του Βασιλικού “σπέρματος” γίνεται βασικό θέμα της Αγίας Γραφής, καθώς και το κλειδί για την κατανόηση των πράξεων του Ιεχωβά αναφορικά με τους υπηρέτες του και την ανθρωπότητα γενικά.
Η εκχώρηση τεράστιας εξουσίας και δύναμης από τον Θεό σε κάποια πλάσματα (Ματ 28:18· Απ 2:26, 27· 3:21) με αυτόν τον τρόπο είναι κάτι που αξίζει να επισημανθεί, εφόσον το ζήτημα της ακεραιότητας όλων των πλασμάτων του Θεού, δηλαδή της ολόκαρδης αφοσίωσής τους σε αυτόν και της οσιότητάς τους στην ηγεσία του, αποτέλεσε βασικό μέρος του ζητήματος που ήγειρε ο Αντίδικος του Θεού. (Βλέπε ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ [Περιλαμβάνεται στο υπέρτατο ζήτημα].) Το γεγονός ότι ο Θεός μπορούσε να εμπιστευτεί με πεποίθηση τόσο αξιοσημείωτη εξουσία και δύναμη σε κάποια πλάσματά του θα αποτελούσε από μόνο του έξοχη μαρτυρία για το ηθικό σθένος της διακυβέρνησής του, συμβάλλοντας στη δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά και εκθέτοντας ως ψευδείς τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του.
Καταδεικνύεται η αναγκαιότητα της θεϊκής κυβέρνησης. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τον καιρό που ξεκίνησε ο στασιασμός του ανθρώπου μέχρι τον Κατακλυσμό έδειξαν ξεκάθαρα ότι η ανθρωπότητα είχε ανάγκη τη θεϊκή ηγεσία. Μέσα σε σύντομο διάστημα, η ανθρώπινη κοινωνία ήρθε αντιμέτωπη με τη διχόνοια, τις σωματικές επιθέσεις και τους φόνους. (Γε 4:2-9, 23, 24) Ο βαθμός στον οποίο ο αμαρτωλός Αδάμ, στα 930 χρόνια της ζωής του, άσκησε πατριαρχική εξουσία στους αυξανόμενους απογόνους του δεν αποκαλύπτεται. Πάντως, είναι προφανές ότι ήδη στην έβδομη γενιά υπήρχε συγκλονιστική ασέβεια (Ιου 14, 15), την εποχή δε του Νώε (ο οποίος γεννήθηκε περίπου 120 χρόνια μετά το θάνατο του Αδάμ) οι συνθήκες είχαν χειροτερέψει μέχρι του σημείου “να έχει γεμίσει η γη βία”. (Γε 6:1-13) Κάτι που συνέτεινε σε αυτή την κατάσταση ήταν η αυθαίρετη παρέμβαση πνευματικών πλασμάτων στην ανθρώπινη κοινωνία, πράγμα αντίθετο προς το θέλημα και το σκοπό του Θεού.—Γε 6:1-4· Ιου 6· 2Πε 2:4, 5· βλέπε ΝΕΦΙΛΕΙΜ.
Μολονότι η γη είχε γίνει εστία στασιασμού, ο Ιεχωβά δεν παραιτήθηκε από την εξουσία του σε αυτήν. Ο παγγήινος Κατακλυσμός απέδειξε ότι ο Θεός διατηρούσε τη δύναμη και την ικανότητα να επιβάλλει το θέλημά του στη γη, όπως και σε κάθε μέρος του σύμπαντος. Παρόμοια, κατά την προκατακλυσμιαία περίοδο, εκείνος κατέδειξε ότι είχε τη θέληση να κατευθύνει και να καθοδηγεί τις ενέργειες όποιων ατόμων τον αναζητούσαν, όπως ο Άβελ, ο Ενώχ και ο Νώε. Ιδιαίτερα η περίπτωση του Νώε κάνει φανερό το πώς άσκησε ο Θεός την εξουσία του για διακυβέρνηση προς έναν πρόθυμο επίγειο υπήκοο—του έδωσε εντολές και κατεύθυνση, προστάτεψε και ευλόγησε τον ίδιο και την οικογένειά του, καθώς επίσης απέδειξε ότι Αυτός είχε τον έλεγχο και της υπόλοιπης επίγειας δημιουργίας, των ζώων και των πουλιών. (Γε 6:9–7:16) Ο Ιεχωβά κατέστησε παρόμοια σαφές ότι δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει στην αποξενωμένη ανθρώπινη κοινωνία να διαφθείρει τη γη για πάντα και ότι δεν είχε θέσει περιορισμούς στον εαυτό του ως προς την εκτέλεση δίκαιης κρίσης ενάντια σε παραβάτες, όταν και όπως εκείνος το έκρινε κατάλληλο. Επιπρόσθετα, κατέδειξε ότι διαθέτει την απόλυτη ικανότητα να ελέγχει τα διάφορα στοιχεία της γης, περιλαμβανομένης και της ατμόσφαιράς της.—Γε 6:3, 5-7· 7:17–8:22.
Η πρώτη μετακατακλυσμιαία κοινωνία και τα προβλήματά της. Μετά τον Κατακλυσμό, το πατριαρχικό σύστημα αποτέλεσε προφανώς τη βασική δομή της ανθρώπινης κοινωνίας, παρέχοντας κάποια σταθερότητα και τάξη. Το ανθρώπινο γένος έπρεπε να “γεμίσει τη γη”, πράγμα που απαιτούσε, όχι απλώς την αναπαραγωγή του είδους, αλλά και τη σταθερή επέκταση των ορίων της ανθρώπινης κατοίκησης σε όλο τον πλανήτη. (Γε 9:1, 7) Λογικά, αυτοί οι παράγοντες από μόνοι τους θα άμβλυναν οποιαδήποτε κοινωνικά προβλήματα, περιορίζοντάς τα γενικά μέσα στον οικογενειακό κύκλο και μειώνοντας τις πιθανότητες να προκληθούν οι τριβές που εμφανίζονται συνήθως εκεί όπου υπάρχει πυκνοκατοίκηση ή συνωστισμός. Ωστόσο, το αυθαίρετο έργο στη Βαβέλ οδηγούσε στην αντίθετη κατεύθυνση, στη συγκέντρωση των ανθρώπων, αποτρέποντας το “διασκορπισμό σε όλη την επιφάνεια της γης”. (Γε 11:1-4· βλέπε ΓΛΩΣΣΑ, 2.) Τότε, επίσης, ο Νεβρώδ εγκατέλειψε την πατριαρχική διακυβέρνηση και ίδρυσε το πρώτο “βασίλειο” (εβρ., μαμλαχάχ). Παρότι Χουσίτης από την οικογενειακή γραμμή του Χαμ, εισέβαλε σε σημιτική περιοχή, στη γη του Ασσούρ (Ασσυρία), και έχτισε εκεί πόλεις ως μέρος της επικράτειάς του.—Γε 10:8-12.
Η σύγχυση της γλώσσας των ανθρώπων από τον Θεό διέλυσε τη συγκέντρωσή τους στις Πεδιάδες της Σεναάρ, αλλά οι διάφορες οικογένειες του ανθρωπίνου γένους, στις χώρες όπου μετανάστευσαν, ακολούθησαν κατά κανόνα το πρότυπο διακυβέρνησης που εγκαινίασε ο Νεβρώδ. Στις ημέρες του Αβραάμ (2018-1843 Π.Κ.Χ.), υπήρχαν βασίλεια από τη Μεσοποταμία της Ασίας ως την Αίγυπτο, όπου ο βασιλιάς είχε τον τίτλο «Φαραώ» αντί Μέλεχ. Αλλά αυτές οι βασιλείες δεν έφεραν ασφάλεια. Σύντομα, οι βασιλιάδες άρχισαν να συγκροτούν στρατιωτικές συμμαχίες και να κάνουν μακρινές εκστρατείες για να κατακτήσουν, να λεηλατήσουν και να απαγάγουν. (Γε 14:1-12) Σε κάποιες πόλεις, οι ξένοι δέχονταν επιθέσεις από ομοφυλόφιλους.—Γε 19:4-9.
Έτσι λοιπόν, ενώ οι άνθρωποι προφανώς συγκεντρώθηκαν σε πυκνοκατοικημένες κοινότητες για να βρουν ασφάλεια (παράβαλε Γε 4:14-17), σύντομα αναγκάστηκαν να περιτειχίσουν τις πόλεις τους και τελικά να τις οχυρώσουν για να αποκρούουν τις ένοπλες επιθέσεις. Οι αρχαιότερες μη Βιβλικές πηγές που γνωρίζουμε, πολλές από τις οποίες προέρχονται από την περιοχή της Μεσοποταμίας όπου είχε ιδρυθεί το βασίλειο του Νεβρώδ, βρίθουν από αναφορές σε ανθρώπινες διαμάχες, απληστία, δολοπλοκίες και αιματοχυσία. Οι αρχαιότεροι μη Βιβλικοί κώδικες νόμων που έχουν βρεθεί, όπως οι κώδικες του Λιπίτ-Ιστάρ, της Εσνούννα και του Χαμουραμπί, δείχνουν ότι η ζωή των ανθρώπων είχε γίνει πολύ περίπλοκη, καθώς οι κοινωνικές τριβές δημιουργούσαν προβλήματα όπως κλοπές, απάτες, εμπορικές δυσχέρειες, διαμάχες γύρω από την περιουσία και την πληρωμή ενοικίων, ζητήματα σχετικά με τα δάνεια και τους τόκους, γαμήλιες απιστίες, ιατρικές δαπάνες και παραλείψεις, επιθέσεις και βιαιοπραγίες, καθώς και πολλά άλλα ζητήματα. Μολονότι ο Χαμουραμπί αυτοχαρακτηρίστηκε ως «ο αποτελεσματικός βασιλιάς» και «ο τέλειος βασιλιάς», η διακυβέρνηση και η νομοθεσία του, όπως και των άλλων αρχαίων πολιτικών βασιλείων, δεν στάθηκαν ικανές να λύσουν τα προβλήματα των αμαρτωλών ανθρώπων. (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Μπ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 159-180· παράβαλε Παρ 28:5.) Σε όλα αυτά τα βασίλεια, η θρησκεία έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά δεν επρόκειτο για τη λατρεία του αληθινού Θεού. Αν και το ιερατείο συνεργαζόταν στενά με την άρχουσα τάξη και απολάμβανε την εύνοια των βασιλιάδων, αυτό δεν επέφερε την ηθική βελτίωση του λαού. Οι σφηνοειδείς επιγραφές των αρχαίων θρησκευτικών συγγραμμάτων δεν περιέχουν στοιχεία πνευματικής ανύψωσης ή ηθικής καθοδήγησης. Αποκαλύπτουν ότι οι θεοί που λάτρευαν οι άνθρωποι ήταν εριστικοί, βίαιοι, λάγνοι και δεν κατευθύνονταν από δίκαιους κανόνες ή από καλό σκοπό. Οι άνθρωποι χρειάζονταν τη βασιλεία του Ιεχωβά Θεού προκειμένου να απολαύσουν ζωή με ειρήνη και ευτυχία.
Ως Προς τον Αβραάμ και τους Απογόνους Του. Είναι αλήθεια ότι και όσοι απέβλεπαν στον Ιεχωβά Θεό ως Κεφαλή τους δεν ήταν απαλλαγμένοι από προσωπικά προβλήματα και προστριβές. Εντούτοις, βοηθούνταν να τα λύσουν ή να τα υπομείνουν με τρόπο εναρμονισμένο με τους δίκαιους κανόνες του Θεού, χωρίς να εξαχρειώνονται. Τους χορηγούνταν θεϊκή προστασία και δύναμη. (Γε 13:5-11· 14:18-24· 19:15-24· 21:9-13, 22-33) Έτσι λοιπόν, αφού ο ψαλμωδός επισημαίνει ότι “οι δικαστικές αποφάσεις” του Ιεχωβά «υπάρχουν σε όλη τη γη», λέει σχετικά με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ: «Ήταν λιγοστοί σε αριθμό, ναι, πολύ λίγοι, και πάροικοι [στη Χαναάν]. Και περιφέρονταν από έθνος σε έθνος, από το ένα βασίλειο σε άλλον λαό. [Ο Ιεχωβά] δεν επέτρεψε σε κανέναν άνθρωπο να διαπράξει απάτη σε βάρος τους, αλλά για χάρη τους έλεγξε βασιλιάδες, λέγοντας: “Μην αγγίζετε τους χρισμένους μου, και στους προφήτες μου μην κάνετε τίποτα κακό”». (Ψλ 105:7-15· παράβαλε Γε 12:10-20· 20:1-18· 31:22-24, 36-55.) Και αυτό επίσης αποδείκνυε ότι η κυριαρχία του Θεού στη γη ήταν ακόμη σε ισχύ, και εκείνος την εφάρμοζε σε αρμονία με την εξέλιξη του σκοπού του.
Οι πιστοί πατριάρχες δεν προσκολλήθηκαν σε καμιά από τις πόλεις-κράτη ή τα βασίλεια της Χαναάν ή άλλων περιοχών. Αντί να αναζητήσουν ασφάλεια σε κάποια πόλη υπό την πολιτική διακυβέρνηση ενός ανθρώπινου βασιλιά, έζησαν σε σκηνές ως πάροικοι, «ξένοι και προσωρινοί κάτοικοι στη χώρα», “περιμένοντας [με πίστη] την πόλη που έχει πραγματικά θεμέλια, της οποίας οικοδόμος και κατασκευαστής είναι ο Θεός”. Δέχτηκαν τον Θεό ως Άρχοντά τους και περίμεναν τη δική του ουράνια διευθέτηση, ή αλλιώς το όργανο, που θα χρησιμοποιούσε εκείνος μελλοντικά για τη διακυβέρνηση της γης—μια διευθέτηση σταθερά θεμελιωμένη στην κυρίαρχη εξουσία και στο υπέρτατο θέλημά του—αν και η πραγματοποίηση αυτής της ελπίδας ήταν τότε «μακριά». (Εβρ 11:8-10, 13-16) Γι’ αυτό, ο Ιησούς, ως χρισμένος ήδη από τον Θεό για να γίνει βασιλιάς, μπορούσε να πει μεταγενέστερα: «Ο Αβραάμ . . . ευφράνθηκε με την προοπτική να δει την ημέρα μου, και την είδε και χάρηκε».—Ιωα 8:56.
Ο Ιεχωβά προχώρησε την εξέλιξη της υπόσχεσής του για το «σπέρμα» της Βασιλείας (Γε 3:15) ένα βήμα πιο πέρα θεσπίζοντας διαθήκη με τον Αβραάμ. (Γε 12:1-3· 22:15-18) Σε συνάρτηση με αυτό, προείπε ότι “θα έβγαιναν βασιλιάδες” από τον Αβραάμ (Άβραμ) και τη σύζυγό του. (Γε 17:1-6, 15, 16) Παρότι οι απόγονοι του Ησαύ, εγγονού του Αβραάμ, σχημάτισαν σεϊχάτα και βασίλεια, η προφητική υπόσχεση του Θεού για βασιλικούς απογόνους επαναλήφθηκε στον άλλον εγγονό του Αβραάμ, τον Ιακώβ.—Γε 35:11, 12· 36:9, 15-43.
Ο σχηματισμός του ισραηλιτικού έθνους. Αιώνες αργότερα, στον κατάλληλο καιρό (Γε 15:13-16), ο Ιεχωβά Θεός ενήργησε για χάρη των απογόνων του Ιακώβ, οι οποίοι αριθμούσαν πλέον εκατομμύρια (βλέπε ΕΞΟΔΟΣ [Ο Αριθμός Εκείνων που Πήραν Μέρος στην Έξοδο]), προστατεύοντάς τους κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας γενοκτονίας που εξαπέλυσε η αιγυπτιακή κυβέρνηση (Εξ 1:15-22) και τελικά απελευθερώνοντάς τους από τη σκληρή δουλεία στο καθεστώς της Αιγύπτου. (Εξ 2:23-25) Η εντολή του Θεού προς τον Φαραώ, η οποία δόθηκε μέσω των εκπροσώπων του, του Μωυσή και του Ααρών, απορρίφθηκε από τον Αιγύπτιο άρχοντα ως προερχόμενη από μια πηγή που δεν είχε καμιά δικαιοδοσία στις αιγυπτιακές υποθέσεις. Η επανειλημμένη άρνηση του Φαραώ να αναγνωρίσει την κυριαρχία του Ιεχωβά επέφερε εκδηλώσεις της θεϊκής δύναμης υπό μορφή πληγών. (Εξ 7 ως 12) Με αυτόν τον τρόπο, ο Θεός απέδειξε ότι η εξουσία που ασκούσε στα στοιχεία και στα πλάσματα της γης ήταν ανώτερη από οποιουδήποτε βασιλιά σε όλη τη γη. (Εξ 9:13-16) Ο ίδιος οδήγησε αυτή την επίδειξη κυριαρχικής δύναμης στο αποκορύφωμά της καταστρέφοντας τις δυνάμεις του Φαραώ με τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ να μιμηθεί κανένας από τους καυχησιολόγους πολεμιστές βασιλιάδες των εθνών. (Εξ 14:26-31) Ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες είχαν κάθε λόγο να ψάλλουν: «Ο Ιεχωβά θα βασιλεύει στον αιώνα, και μάλιστα για πάντα».—Εξ 15:1-19.
Στη συνέχεια, ο Ιεχωβά έδωσε επιπρόσθετες αποδείξεις της εξουσίας που ασκούσε στη γη, στα ζωτικά αποθέματά της σε νερό και στα πουλιά της, κατέδειξε δε την ικανότητα που είχε να προφυλάσσει και να συντηρεί το έθνος του ακόμη και σε άνυδρο και εχθρικό περιβάλλον. (Εξ 15:22–17:15) Αφού τα έκανε όλα αυτά, απευθύνθηκε στον απελευθερωμένο λαό, λέγοντάς τους ότι, μέσω υπακοής στην εξουσία και στη διαθήκη του, θα μπορούσαν να γίνουν ειδική ιδιοκτησία του ανάμεσα από όλους τους άλλους λαούς, «επειδή», όπως είπε ο ίδιος, «ολόκληρη η γη ανήκει σε εμένα». Θα μπορούσαν να γίνουν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:3-6) Όταν αυτοί διακήρυξαν ότι θα υποτάσσονταν πρόθυμα στην κυριαρχία του, ο Ιεχωβά ενήργησε ως Βασιλικός Νομοθέτης δίνοντάς τους βασιλικά διατάγματα σε έναν μακροσκελή κώδικα νόμων, ενώ παράλληλα επιδείκνυε δυναμικά την ισχύ και τη δόξα του με τρόπο που προκαλούσε δέος. (Εξ 19:7–24:18) Η σκηνή της μαρτυρίας ή της συνάντησης, και ιδιαίτερα η κιβωτός της διαθήκης, αποτελούσε ένδειξη της παρουσίας της αόρατης ουράνιας Κεφαλής του Κράτους. (Εξ 25:8, 21, 22· 33:7-11· παράβαλε Απ 21:3.) Αν και ο Μωυσής και άλλοι διορισμένοι άντρες εκδίκαζαν την πλειονότητα των υποθέσεων, κατευθυνόμενοι από το νόμο του Θεού, ο Ιεχωβά παρενέβαινε ενίοτε προσωπικά για να εκφέρει κρίσεις και να επιβάλει κυρώσεις κατά των παραβατών. (Εξ 18:13-16, 24-26· 32:25-35) Το διορισμένο ιερατείο φρόντιζε να διατηρούνται οι καλές σχέσεις ανάμεσα στο έθνος και στον ουράνιο Άρχοντά του, στηρίζοντας το λαό στις προσπάθειες που κατέβαλλε να συμμορφωθεί με τους υψηλούς κανόνες της διαθήκης του Νόμου. (Βλέπε ΙΕΡΕΑΣ.) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση του Ισραήλ ήταν γνήσια θεοκρατία.—Δευ 33:2, 5.
Ως Θεός και Δημιουργός, ο οποίος κατέχει το «δικαίωμα απαλλοτρίωσης» όσον αφορά όλη τη γη, και ως «ο Κριτής όλης της γης» (Γε 18:25), ο Ιεχωβά είχε ορίσει τη γη Χαναάν για το σπέρμα του Αβραάμ. (Γε 12:5-7· 15:17-21) Ως η Κεφαλή της Εκτελεστικής Εξουσίας, διέταξε τότε τους Ισραηλίτες να προβούν στη διά της βίας απαλλοτρίωση των εδαφών που κατείχαν οι καταδικασμένοι Χαναναίοι, καθώς επίσης να εκτελέσουν τη θανατική ποινή που είχε εκείνος επιβάλει σε αυτούς.—Δευ 9:1-5· βλέπε ΧΑΝΑΑΝ, ΧΑΝΑΝΑΙΟΙ Αρ. 2 (Η Κατάκτηση της Χαναάν από τον Ισραήλ).
Η περίοδος των Κριτών. Επί τρεισήμισι αιώνες μετά την κατάκτηση των πολλών βασιλείων της Χαναάν από τον Ισραήλ, ο Ιεχωβά Θεός ήταν ο μόνος βασιλιάς του έθνους. Κατά τη διάρκεια διαφόρων περιόδων, Κριτές που είχε εκλέξει ο Θεός αναλάμβαναν την ηγεσία του έθνους ή τμημάτων του σε καιρό πολέμου και ειρήνης. Η νίκη του Κριτή Γεδεών επί του Μαδιάμ στάθηκε η αφορμή να ζητήσει από αυτόν ο λαός να γίνει ο άρχοντας του έθνους, αλλά εκείνος αρνήθηκε, αναγνωρίζοντας τον Ιεχωβά ως τον αληθινό άρχοντα. (Κρ 8:22, 23) Ο Αβιμέλεχ, ένας φιλόδοξος γιος του, έγινε για λίγο καιρό βασιλιάς ενός μικρού τμήματος του έθνους, αλλά αυτό κατέληξε σε προσωπική πανωλεθρία.—Κρ 9:1, 6, 22, 53-56.
Σχετικά με αυτή τη γενικότερη περίοδο των Κριτών, γίνεται το εξής σχόλιο: «Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε βασιλιάς στον Ισραήλ. Ο καθένας έκανε ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια του». (Κρ 17:6· 21:25) Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε κανενός είδους δικαστικός περιορισμός. Κάθε πόλη είχε κριτές, πρεσβυτέρους, οι οποίοι χειρίζονταν τα νομικά ζητήματα και προβλήματα και απένεμαν δικαιοσύνη. (Δευ 16:18-20· βλέπε ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.) Το Λευιτικό ιερατείο λειτουργούσε ως ανώτερο καθοδηγητικό σώμα, καθώς εκπαίδευε το λαό στο νόμο του Θεού, ενώ ο αρχιερέας είχε το Ουρίμ και το Θουμμίμ μέσω των οποίων συμβουλευόταν τον Θεό για δύσκολα ζητήματα. (Βλέπε ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ· ΙΕΡΕΑΣ· ΟΥΡΙΜ ΚΑΙ ΘΟΥΜΜΙΜ.) Άρα, όποιος επωφελούνταν από αυτές τις προμήθειες, αποκτούσε γνώση του νόμου του Θεού και την εφάρμοζε, είχε έναν ασφαλή οδηγό για τη συνείδησή του. Το ότι ένα τέτοιο άτομο «έκανε ό,τι φαινόταν σωστό στα μάτια του» δεν είχε κακό αποτέλεσμα. Ο Ιεχωβά επέτρεψε στο λαό να δείξει αν είχε πρόθυμη ή απρόθυμη στάση και πορεία. Το έθνος δεν είχε ανθρώπινο μονάρχη που να επιβλέπει το έργο των κριτών στις πόλεις ή να στρατολογεί τους πολίτες για συγκεκριμένα έργα ή να τους οδηγεί στον πόλεμο για την υπεράσπιση του έθνους. (Παράβαλε Κρ 5:1-18.) Επομένως, οι κακές συνθήκες που επικράτησαν οφείλονταν στην απροθυμία της πλειονότητας να δώσει προσοχή στο λόγο και στο νόμο του ουράνιου Βασιλιά τους και να επωφεληθεί από τις προμήθειές του.—Κρ 2:11-23.
Αίτημα για Ανθρώπινο Βασιλιά. Σχεδόν 400 χρόνια μετά την Έξοδο και πάνω από 800 χρόνια μετά τη θέσπιση της διαθήκης του Θεού με τον Αβραάμ, οι Ισραηλίτες ζήτησαν έναν ανθρώπινο βασιλιά για να τους οδηγεί, όπως τα άλλα έθνη που είχαν ανθρώπινους μονάρχες. Με το αίτημά τους απέρριψαν ως βασιλιά τους τον ίδιο τον Ιεχωβά. (1Σα 8:4-8) Είναι αλήθεια ότι ο λαός ανέμενε ορθά να εγκαθιδρυθεί μια βασιλεία από τον Θεό σε αρμονία με την υπόσχεση που εκείνος είχε δώσει στον Αβραάμ και στον Ιακώβ, όπως αναφέρθηκε ήδη. Επιπρόσθετη βάση για αυτή την ελπίδα τούς έδινε η προφητεία που εξήγγειλε ο Ιακώβ στην επιθανάτια κλίνη του σχετικά με τον Ιούδα (Γε 49:8-10), τα λόγια του Ιεχωβά προς τον Ισραήλ μετά την Έξοδο (Εξ 19:3-6), οι όροι της διαθήκης του Νόμου (Δευ 17:14, 15), ακόμη και μέρος του αγγέλματος που έβαλε ο Θεός τον προφήτη Βαλαάμ να πει (Αρ 24:2-7, 17). Η πιστή μητέρα του Σαμουήλ, η Άννα, εξέφρασε αυτή την ελπίδα στην προσευχή της. (1Σα 2:7-10) Ωστόσο, ο Ιεχωβά δεν είχε αποκαλύψει πλήρως το «ιερό μυστικό» του σχετικά με τη Βασιλεία και δεν είχε υποδείξει πότε θα έφτανε ο δικός του ορισμένος καιρός για την ίδρυσή της ούτε ποια θα ήταν η δομή και η σύνθεση αυτής της κυβέρνησης—αν θα ήταν επίγεια ή ουράνια. Επομένως, εκείνη τη στιγμή αποτελούσε αυθάδεια εκ μέρους του λαού το να απαιτήσει ανθρώπινο βασιλιά.
Η απειλή επίθεσης από τους Φιλισταίους και τους Αμμωνίτες προφανώς συνέβαλε στην επιθυμία που εξέφρασαν οι Ισραηλίτες να έχουν ορατό βασιλιά ως στρατάρχη. Συνεπώς, εκδήλωσαν έλλειψη πίστης στην ικανότητα που είχε ο Θεός να τους προφυλάσσει, να τους καθοδηγεί και να προμηθεύει για αυτούς, ως έθνος και ως άτομα. (1Σα 8:4-8) Το κίνητρο του λαού ήταν εσφαλμένο, αλλά ο Ιεχωβά Θεός ικανοποίησε το αίτημά τους, όχι πρωτίστως για χάρη τους, αλλά για να επιτελέσει το δικό του καλό σκοπό ως προς την προοδευτική αποκάλυψη του “ιερού μυστικού” σχετικά με τη μελλοντική Βασιλεία του μέσω του “σπέρματος”. Η ανθρώπινη βασιλεία, όμως, θα επέφερε τα δικά της προβλήματα και θα είχε κάποιο τίμημα για τον Ισραήλ, ο δε Ιεχωβά εξέθεσε αυτά τα γεγονότα ενώπιον του λαού.—1Σα 8:9-22.
Έκτοτε, οι βασιλιάδες που διόριζε ο Ιεχωβά έπρεπε να υπηρετούν ως επίγειοι εκπρόσωποι του Θεού, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την κυριαρχία του ίδιου του Ιεχωβά στο έθνος. Ο θρόνος ήταν στην πραγματικότητα του Ιεχωβά, και εκείνοι κάθονταν σε αυτόν ως βασιλιάδες που τον υποκαθιστούσαν. (1Χρ 29:23) Ο Ιεχωβά έδωσε εντολή να χριστεί ο πρώτος βασιλιάς, ο Σαούλ (1Σα 9:15-17), εκθέτοντας ταυτόχρονα την απιστία που είχε εκδηλώσει το έθνος.—1Σα 10:17-25.
Για να είναι επωφελής η βασιλεία, θα έπρεπε τώρα τόσο ο βασιλιάς όσο και το έθνος να σέβονται την εξουσία του Θεού. Αν απέβλεπαν ανεδαφικά σε άλλες πηγές για κατεύθυνση και προστασία, αυτοί και ο βασιλιάς τους θα σαρώνονταν. (Δευ 28:36· 1Σα 12:13-15, 20-25) Ο βασιλιάς δεν έπρεπε να στηρίζεται στη στρατιωτική ισχύ, να παίρνει πολλές συζύγους και να κυριαρχείται από το πάθος για πλούτη. Η βασιλεία του έπρεπε να λειτουργεί αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της διαθήκης του Νόμου. Έλαβε τη θεϊκή εντολή να γράψει το δικό του αντίγραφο εκείνου του Νόμου και να το διαβάζει καθημερινά, έτσι ώστε να διατηρεί κατάλληλο φόβο για την Κυρίαρχη Εξουσία, να παραμένει ταπεινός και να εμμένει σε δίκαιη πορεία. (Δευ 17:16-20) Στο βαθμό στον οποίο θα το έκανε αυτό, αγαπώντας τον Θεό ολόκαρδα και τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, η διακυβέρνησή του θα έφερνε ευλογίες, και δεν θα υπήρχε ουσιαστική αιτία για παράπονα λόγω καταδυνάστευσης ή άλλης ταλαιπωρίας. Αλλά όπως είχε κάνει με το λαό, έτσι τώρα και με τους βασιλιάδες τους, ο Ιεχωβά επέτρεψε στους άρχοντες να δείξουν τι υπήρχε στην καρδιά τους, το αν ήταν πρόθυμοι ή όχι να αναγνωρίσουν την εξουσία και το θέλημα του Θεού.
Η Υποδειγματική Διακυβέρνηση του Δαβίδ. Η ασέβεια που εκδήλωσε ο Βενιαμίτης Σαούλ προς την ανώτερη εξουσία και τις διευθετήσεις της “Εξοχότητας του Ισραήλ” επέσυρε τη θεϊκή αποδοκιμασία και στοίχισε στην οικογενειακή του γραμμή το θρόνο. (1Σα 13:10-14· 15:17-29· 1Χρ 10:13, 14) Με τη διακυβέρνηση του διαδόχου του Σαούλ, του Δαβίδ από τον Ιούδα, η προφητεία που εξήγγειλε ο Ιακώβ στην επιθανάτια κλίνη του εκπληρώθηκε περαιτέρω. (Γε 49:8-10) Αν και ο Δαβίδ έκανε σφάλματα που οφείλονταν στην ανθρώπινη αδυναμία, η διακυβέρνησή του ήταν υποδειγματική λόγω της ολόκαρδης αφοσίωσής του στον Ιεχωβά Θεό και της ταπεινής υποταγής του στη θεϊκή εξουσία. (Ψλ 51:1-4· 1Σα 24:10-14· παράβαλε 1Βα 11:4· 15:11, 14.) Όταν έλαβε τις συνεισφορές για την οικοδόμηση του ναού, ο Δαβίδ προσευχήθηκε στον Θεό ενώπιον του συγκεντρωμένου λαού, λέγοντας: «Δική σου είναι, Ιεχωβά, η μεγαλοσύνη και η κραταιότητα και η ωραιότητα και η εξοχότητα και η αξιοπρέπεια· διότι τα πάντα στους ουρανούς και στη γη είναι δικά σου. Δική σου είναι η βασιλεία, Ιεχωβά, που μάλιστα υψώνεις τον εαυτό σου ως κεφαλή πάνω από όλους. Τα πλούτη και η δόξα οφείλονται σε εσένα, και εσύ εξουσιάζεις τα πάντα· στο χέρι σου βρίσκεται δύναμη και κραταιότητα, και στο χέρι σου είναι να μεγαλύνεις και να δίνεις ισχύ σε όλους. Τώρα λοιπόν, Θεέ μας, σε ευχαριστούμε και αινούμε το θεσπέσιο όνομά σου». (1Χρ 29:10-13) Οι τελευταίες συμβουλές που έδωσε στο γιο του τον Σολομώντα δείχνουν επίσης τη θαυμάσια άποψη που είχε ο Δαβίδ για τη σχέση της επίγειας βασιλείας με τη θεϊκή Πηγή της.—1Βα 2:1-4.
Όταν έφεραν την κιβωτό της διαθήκης, η οποία σχετιζόταν με την παρουσία του Ιεχωβά, στην πρωτεύουσα, την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ έψαλε: «Ας χαίρονται οι ουρανοί και ας ευφραίνεται η γη. Και ας πουν ανάμεσα στα έθνη: “Ο Ιεχωβά έχει γίνει βασιλιάς!”» (1Χρ 16:1, 7, 23-31) Αυτό καταδεικνύει το γεγονός ότι, μολονότι ο Ιεχωβά κυβερνάει από την αρχή της δημιουργίας, μπορεί να φέρνει σε ύπαρξη συγκεκριμένες εκφράσεις της διακυβέρνησής του ή να καθορίζει κάποια όργανα που θα τον εκπροσωπούν, πράγμα που επιτρέπει να λέγεται για αυτόν ότι “έγινε βασιλιάς” σε δεδομένη στιγμή ή περίσταση.
Η διαθήκη για μια βασιλεία. Ο Ιεχωβά έκανε διαθήκη με τον Δαβίδ για μια βασιλεία που θα παρέμενε αιώνια στην οικογενειακή του γραμμή, λέγοντας: «Θα εγείρω το σπέρμα σου έπειτα από εσένα, . . . και θα εδραιώσω τη βασιλεία του. . . . Και ο οίκος σου και η βασιλεία σου θα είναι σταθερά στον αιώνα ενώπιόν σου· ο θρόνος σου θα εδραιωθεί στον αιώνα». (2Σα 7:12-16· 1Χρ 17:11-14) Αυτή η διαθήκη που θα ίσχυε για τη Δαβιδική δυναστεία αποδείκνυε περαιτέρω την επεξεργασία της εδεμικής υπόσχεσης του Θεού για τη Βασιλεία του μέσω του προειπωμένου “σπέρματος” (Γε 3:15) και παρείχε επιπρόσθετα μέσα για τον προσδιορισμό αυτού του “σπέρματος” όταν θα ερχόταν. (Παράβαλε Ησ 9:6, 7· 1Πε 1:11.) Οι βασιλιάδες που διόριζε ο Θεός χρίονταν για να αναλάβουν το αξίωμά τους, γι’ αυτό και εφαρμοζόταν σε αυτούς ο όρος «μεσσίας», δηλαδή «χρισμένος». (1Σα 16:1· Ψλ 132:13, 17) Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η επίγεια βασιλεία που εγκαθίδρυσε ο Ιεχωβά στον Ισραήλ αποτέλεσε εξεικονιστικό τύπο ή μικρογραφία της ερχόμενης Βασιλείας μέσω του Μεσσία, του Ιησού Χριστού, «γιου του Δαβίδ».—Ματ 1:1.
Παρακμή και Πτώση των Ισραηλιτικών Βασιλείων. Επειδή δεν υπήρξε προσκόλληση στις δίκαιες οδούς του Ιεχωβά, οι επικρατούσες συνθήκες στο τέλος τριών και μόνο βασιλειών και στην αρχή της τέταρτης προκάλεσαν μεγάλη δυσαρέσκεια που οδήγησε σε ανταρσία και σε διάσπαση του έθνους (997 Π.Κ.Χ.). Ως αποτέλεσμα, σχηματίστηκαν δύο βασίλεια, το βόρειο και το νότιο. Εντούτοις, η διαθήκη του Ιεχωβά με τον Δαβίδ συνέχισε να ισχύει για τους βασιλιάδες του νότιου βασιλείου του Ιούδα. Στους αιώνες που πέρασαν, οι πιστοί βασιλιάδες σπάνιζαν στον Ιούδα και έλειπαν παντελώς από το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ. Η ιστορία του βόρειου βασιλείου είναι ιστορία ειδωλολατρίας, ραδιουργιών και δολοφονιών, με τους βασιλιάδες να διαδέχονται συνήθως ταχύτατα ο ένας τον άλλον. Ο λαός υπέφερε από την αδικία και την καταδυνάστευση. Περίπου 250 χρόνια μετά τη δημιουργία του βόρειου βασιλείου, ο Ιεχωβά επέτρεψε στο βασιλιά της Ασσυρίας να το συντρίψει (740 Π.Κ.Χ.) επειδή είχε ακολουθήσει πορεία στασιασμού εναντίον του Θεού.—Ωσ 4:1, 2· Αμ 2:6-8.
Αν και το βασίλειο του Ιούδα απολάμβανε μεγαλύτερη σταθερότητα λόγω της Δαβιδικής δυναστείας, αυτό το νότιο βασίλειο ξεπέρασε τελικά το βόρειο σε ηθική διαφθορά, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν θεοφοβούμενοι βασιλιάδες, όπως ο Εζεκίας και ο Ιωσίας, να αντιστρέψουν τον ξεπεσμό προς την ειδωλολατρία και προς την απόρριψη του λόγου και της εξουσίας του Ιεχωβά. (Ησ 1:1-4· Ιεζ 23:1-4, 11) Οι προφήτες του Ιεχωβά, στα προειδοποιητικά αγγέλματα που μετέδωσαν στους άρχοντες και στο λαό, κατήγγειλαν την κοινωνική αδικία, την τυραννία, την απληστία, την ανεντιμότητα, τις δωροδοκίες, τις σεξουαλικές διαστροφές, τις εγκληματικές επιθέσεις και την αιματοχυσία, καθώς επίσης τη θρησκευτική υποκρισία που είχε μετατρέψει το ναό του Θεού σε «σπηλιά ληστών». (Ησ 1:15-17, 21-23· 3:14, 15· Ιερ 5:1, 2, 7, 8, 26-28, 31· 6:6, 7· 7:8-11) Ούτε η υποστήριξη των αποστατών ιερέων ούτε κάποια πολιτική συμμαχία με άλλα έθνη μπόρεσε να αποτρέψει την επερχόμενη συντριβή εκείνου του άπιστου βασιλείου. (Ιερ 6:13-15· 37:7-10) Η πρωτεύουσα, η Ιερουσαλήμ, καταστράφηκε και ο Ιούδας ερημώθηκε από τους Βαβυλωνίους το 607 Π.Κ.Χ.—2Βα 25:1-26.
Η βασιλική θέση του Ιεχωβά παραμένει ακηλίδωτη. Η καταστροφή των βασιλείων του Ισραήλ και του Ιούδα δεν αμαύρωνε με κανέναν τρόπο την ποιότητα της διακυβέρνησης του Ιεχωβά Θεού. Δεν φανέρωνε με κανέναν τρόπο αδυναμία από τη δική του πλευρά. Σε όλη την ιστορία του ισραηλιτικού έθνους, ο Ιεχωβά κατέστησε σαφές ότι τον ενδιέφερε η πρόθυμη υπηρεσία και υπακοή. (Δευ 10:12-21· 30:6, 15-20· Ησ 1:18-20· Ιεζ 18:25-32) Παρείχε εκπαίδευση, έλεγχο, διαπαιδαγώγηση, προειδοποιήσεις και τιμωρία. Αλλά δεν χρησιμοποίησε τη δύναμή του για να αναγκάσει είτε το βασιλιά είτε το λαό να ακολουθήσει μια δίκαιη πορεία. Οι ίδιοι ευθύνονταν για την άσχημη κατάσταση που δημιουργήθηκε, τα δεινά που υπέστησαν και τη συμφορά που τους βρήκε, διότι σκλήρυναν πεισματικά τις καρδιές τους και επέμεναν να ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία, με την οποία έβλαπταν ανόητα τα καλύτερα συμφέροντά τους.—Θρ 1:8, 9· Νε 9:26-31, 34-37· Ησ 1:2-7· Ιερ 8:5-9· Ωσ 7:10, 11.
Ο Ιεχωβά εκδήλωνε την Κυρίαρχη δύναμή του συγκρατώντας τις επιθετικές και άπληστες δυνάμεις της Ασσυρίας και της Βαβυλώνας μέχρι το δικό του ορισμένο καιρό, και μάλιστα χειραγωγώντας τες έτσι ώστε να ενεργήσουν σε εκπλήρωση των προφητειών του. (Ιεζ 21:18-23· Ησ 10:5-7) Όταν τελικά ο Ιεχωβά αφαίρεσε τον προστατευτικό κλοιό με τον οποίο περιέβαλλε το έθνος, αυτή η ενέργεια συνιστούσε έκφραση της δίκαιης κρίσης του ως Υπέρτατου Κυρίαρχου. (Ιερ 35:17) Η ερήμωση του Ισραήλ και του Ιούδα δεν αποτέλεσε συνταρακτική έκπληξη για τους υπάκουους υπηρέτες του Θεού οι οποίοι είχαν προειδοποιηθεί από τις προφητείες του. Ο υποβιβασμός των υπεροπτικών αρχόντων εξύψωσε τη “λαμπρή ανωτερότητα” του Ιεχωβά. (Ησ 2:1, 10-17) Πέρα από όλα αυτά, όμως, εκείνος είχε καταδείξει ότι ήταν ικανός να προστατεύει και να διαφυλάττει τα άτομα που απέβλεπαν σε αυτόν ως Βασιλιά τους, ακόμη και όταν αυτά αντιμετώπιζαν καταστάσεις πείνας, αρρώστιας και μαζικής σφαγής, όπως επίσης και όταν γίνονταν αντικείμενα διωγμού από όσους μισούσαν τη δικαιοσύνη.—Ιερ 34:17-21· 20:10, 11· 35:18, 19· 36:26· 37:18-21· 38:7-13· 39:11–40:5.
Ο τελευταίος βασιλιάς του Ισραήλ προειδοποιήθηκε ότι επρόκειτο να του αφαιρεθεί το στέμμα, το οποίο συμβόλιζε τη χρισμένη βασιλεία του ως βασιλικού εκπροσώπου του Ιεχωβά. Αυτή η χρισμένη Δαβιδική βασιλεία θα έπαυε να ασκείται «ώσπου να έρθει εκείνος που έχει το νόμιμο δικαίωμα», και ο Ιεχωβά θα την έδινε «σε αυτόν». (Ιεζ 21:25-27) Έτσι λοιπόν, το τυπικό βασίλειο, ερειπωμένο πλέον, έπαψε να υφίσταται, και η προσοχή στράφηκε πάλι προς το μέλλον, προς το «σπέρμα» που θα ερχόταν, τον Μεσσία.
Πολιτικά έθνη, όπως η Ασσυρία και η Βαβυλώνα, ερήμωσαν τα αποστατικά βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα. Αν και ο Θεός λέει ότι εκείνος τα “ήγειρε” ή τα “έφερε” εναντίον αυτών των καταδικασμένων βασιλείων (Δευ 28:49· Ιερ 5:15· 25:8, 9· Ιεζ 7:24· Αμ 6:14), εδώ προφανώς εννοείται κάτι παρόμοιο με το ότι ο Θεός “σκλήρυνε” την καρδιά του Φαραώ. (Βλέπε ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ [Αναφορικά με μεμονωμένα άτομα].) Δηλαδή ο Θεός “έφερε” αυτές τις επιτιθέμενες δυνάμεις με το να τους επιτρέψει να εκπληρώσουν την επιθυμία που βρισκόταν ήδη στην καρδιά τους (Ησ 10:7· Θρ 2:16· Μιχ 4:11), απομακρύνοντας το προστατευτικό του «χέρι» από τα αντικείμενα της φιλόδοξης απληστίας τους. (Δευ 31:17, 18· παράβαλε Εσδ 8:31 με Εσδ 5:12· Νε 9:28-31· Ιερ 34:2.) Οι αποστάτες Ισραηλίτες, λοιπόν, οι οποίοι αρνήθηκαν πεισματικά να υποταχθούν στο νόμο και στο θέλημα του Ιεχωβά, έλαβαν “ελευθερία στο σπαθί, στην επιδημία και στην πείνα”. (Ιερ 34:17) Ωστόσο, τα επιτιθέμενα ειδωλολατρικά έθνη δεν απέκτησαν έτσι την επιδοκιμασία του Θεού ούτε είχαν “καθαρά χέρια” ενώπιόν του όταν κατέστρεφαν αμείλικτα το βόρειο και το νότιο βασίλειο, την πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ και τον ιερό ναό της. Γι’ αυτό, ο Ιεχωβά, ο Κριτής όλης της γης, μπορούσε δίκαια να τα κατακρίνει για τη “λεηλασία της κληρονομιάς του” και να τα καταδικάσει να υποστούν την ίδια ερήμωση με αυτήν που επέφεραν στο λαό με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη.—Ησ 10:12-14· 13:1, 17-22· 14:4-6, 12-14, 26, 27· 47:5-11· Ιερ 50:11, 14, 17-19, 23-29.
Οράματα της Βασιλείας του Θεού στις Ημέρες του Δανιήλ. Ολόκληρη η προφητεία του Δανιήλ τονίζει με έμφαση το θέμα της Παγκόσμιας Κυριαρχίας του Θεού, διευκρινίζοντας περαιτέρω το σκοπό του Ιεχωβά. Εξόριστος στην πρωτεύουσα της παγκόσμιας δύναμης η οποία ανέτρεψε τον Ιούδα, ο Δανιήλ χρησιμοποιήθηκε από τον Θεό για να αποκαλύψει τη σημασία ενός οράματος που είδε ο Βαβυλώνιος μονάρχης, ενός οράματος που προέλεγε την προέλαση των παγκόσμιων δυνάμεων και τον τελικό τους αφανισμό από την αιώνια Βασιλεία την οποία εγκαθιδρύει ο ίδιος ο Ιεχωβά. Προς έκπληξη, αναμφίβολα, της βασιλικής του αυλής, ο Ναβουχοδονόσορ, ο κατακτητής της Ιερουσαλήμ, υποκινήθηκε τώρα να προσπέσει και να αποδώσει τιμή στον εξόριστο Δανιήλ και να αναγνωρίσει ότι ο Θεός του Δανιήλ είναι «Κύριος βασιλιάδων». (Δα 2:36-47) Επιπρόσθετα, μέσω του οράματος που είδε σε όνειρο ο Ναβουχοδονόσορ σχετικά με το “κομμένο δέντρο”, ο Ιεχωβά γνωστοποίησε με δυναμικό τρόπο ότι «ο Ύψιστος είναι Άρχοντας στη βασιλεία των ανθρώπων και ότι σε όποιον θέλει τη δίνει και εγκαθιστά σε αυτήν ακόμη και τον πιο ασήμαντο των ανθρώπων». (Δα 4· βλέπε την ανάλυση αυτού του οράματος στο λήμμα ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ.) Μέσω της εκπλήρωσης του ονείρου όσον αφορά τον ίδιο, ο αυτοκρατορικός άρχοντας Ναβουχοδονόσορ αναγκάστηκε και πάλι να αναγνωρίσει τον Θεό του Δανιήλ ως «τον Βασιλιά των ουρανών», Εκείνον που «ενεργεί σύμφωνα με το δικό του θέλημα ανάμεσα στο στράτευμα των ουρανών και στους κατοίκους της γης. Και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να εμποδίσει το χέρι του ή που να μπορεί να του πει: “Τι έκανες;”»—Δα 4:34-37.
Προς το τέλος της περιόδου κατά την οποία η Βαβυλώνα κυριάρχησε στα έθνη, ο Δανιήλ είδε προφητικά οράματα διαδοχικών αυτοκρατοριών, οι οποίες είχαν θηριώδη χαρακτηριστικά. Είδε επίσης το μεγαλοπρεπές ουράνιο Δικαστήριο του Ιεχωβά να συνεδριάζει και να εκφέρει κρίση για τις παγκόσμιες δυνάμεις, αποφαινόμενο ότι είναι ανάξιες να κυβερνούν. Και είδε “κάποιον που ήταν σαν γιος ανθρώπου . . . [στον οποίο] δόθηκε εξουσία διακυβέρνησης και αξιοπρέπεια και βασιλεία, ώστε όλοι οι λαοί, οι εθνότητες και οι γλώσσες να υπηρετούν αυτόν” καθώς θα ασκούσε την «εξουσία του για διακυβέρνηση . . . που θα διαρκέσει στον αιώνα και δεν θα παρέλθει». Επίσης, παρέστη μάρτυρας του πολέμου που διεξάγει η τελευταία παγκόσμια δύναμη εναντίον “των αγίων”, γεγονός που επιτάσσει τον αφανισμό της, καθώς και μάρτυρας της παράδοσης “της βασιλείας και της εξουσίας για διακυβέρνηση και του μεγαλείου των βασιλειών κάτω από όλους τους ουρανούς . . . στο λαό που είναι οι άγιοι του Υπέρτατου”, του Ιεχωβά Θεού. (Δα 7, 8) Έτσι λοιπόν, έγινε φανερό ότι το υποσχεμένο «σπέρμα» θα περιλάμβανε ένα κυβερνητικό σώμα το οποίο δεν θα είχε μόνο μια βασιλική κεφαλή, το “γιο του ανθρώπου”, αλλά και συνάρχοντες, “τους αγίους του Υπέρτατου”.
Ως Προς τη Βαβυλώνα και τη Μηδοπερσία. Το αμετάκλητο διάταγμα του Θεού εναντίον της κραταιάς Βαβυλώνας εκτελέστηκε ξαφνικά και απροσδόκητα, καθώς οι ημέρες της αριθμήθηκαν και τερματίστηκαν. (Δα 5:17-30) Στη διάρκεια της μηδοπερσικής διακυβέρνησης που ακολούθησε, ο Ιεχωβά προχώρησε σε περαιτέρω αποκαλύψεις σχετικά με τη Μεσσιανική Βασιλεία, υποδεικνύοντας το χρόνο εμφάνισης του Μεσσία, προλέγοντας την “εκκοπή” του, καθώς και μια δεύτερη καταστροφή της πόλης της Ιερουσαλήμ και του αγίου τόπου της. (Δα 9:1, 24-27· βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ.) Επίσης, όπως και στη διάρκεια της βαβυλωνιακής διακυβέρνησης, ο Ιεχωβά Θεός κατέδειξε και πάλι την ικανότητα που είχε να προστατεύει εκείνους που αναγνώριζαν την κυριαρχία του όταν αυτοί αντιμετώπισαν το θυμό των αξιωματούχων και την απειλή του θανάτου, κάνοντας φανερή τη δύναμη που είχε να ελέγχει τόσο τα επίγεια στοιχεία όσο και τα θηρία. (Δα 3:13-29· 6:12-27) Έκανε να ανοίξουν διάπλατα οι πύλες της Βαβυλώνας τη στιγμή που όριζε το χρονοδιάγραμμά του, παρέχοντας στο λαό με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη την ελευθερία να επιστρέψει στη γη του και να ανοικοδομήσει εκεί τον οίκο του Ιεχωβά. (2Χρ 36:20-23) Επειδή με αυτή την πράξη του απελευθέρωσε το λαό του, ήταν δικαιολογημένη η εξής αναγγελία προς τη Σιών: «Ο Θεός σου έχει γίνει βασιλιάς!» (Ησ 52:7-11) Έκτοτε, ανατράπηκαν συνωμοσίες εναντίον του λαού του και ανασκευάστηκαν τόσο η κακοπαράσταση από κατώτερους αξιωματούχους όσο και κάποια δυσμενή κυβερνητικά διατάγματα, καθώς ο Ιεχωβά υποκίνησε διάφορους Πέρσες βασιλιάδες να συνεργαστούν με το έργο της επιτέλεσης του δικού του υπέρτατου θελήματος.—Εσδ 4-7· Νε 2, 4, 6· Εσθ 3-9.
Έτσι λοιπόν, επί χιλιετίες ο αμετάβλητος, ακαταμάχητος σκοπός του Ιεχωβά Θεού προχωρούσε ακάθεκτα. Άσχετα με την τροπή των γεγονότων στη γη, Εκείνος αποδείκνυε ότι είχε πάντα τον έλεγχο της κατάστασης, ότι προπορευόταν πάντα σε σχέση με τους εναντιουμένους, είτε επρόκειτο για ανθρώπους είτε για τον Διάβολο. Δεν επέτρεψε να παρέμβει τίποτα στην τέλεια επεξεργασία του σκοπού του, του θελήματός του. Το έθνος του Ισραήλ και η ιστορία του, εκτός από το ότι αποτέλεσαν προφητικούς τύπους και προαναλαμπές της μελλοντικής πολιτείας του Θεού με τους ανθρώπους, κατέδειξαν επίσης ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής αρμονία, ειρήνη και ευτυχία χωρίς ολόκαρδη αναγνώριση της θεϊκής ηγεσίας και υποταγή σε αυτήν. Οι Ισραηλίτες είχαν το πλεονέκτημα της κοινής καταγωγής, γλώσσας και χώρας. Αντιμετώπιζαν επίσης κοινούς εχθρούς. Αλλά μόνο όταν λάτρευαν και υπηρετούσαν με οσιότητα και πίστη τον Ιεχωβά Θεό είχαν ενότητα, δύναμη και δικαιοσύνη και απολάμβαναν πραγματικά τη ζωή. Όταν εξασθενούσαν οι δεσμοί της σχέσης με τον Ιεχωβά Θεό, το έθνος εκφυλιζόταν ραγδαία.
Η Βασιλεία του Θεού “Πλησιάζει”. Εφόσον ο Μεσσίας επρόκειτο να είναι απόγονος του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, μέλος της φυλής του Ιούδα και “γιος του Δαβίδ”, έπρεπε να γεννηθεί ως άνθρωπος. Σύμφωνα με την προφητεία του Δανιήλ, έπρεπε να είναι «γιος ανθρώπου». Όταν «έφτασε το πλήρωμα του χρόνου», ο Ιεχωβά Θεός απέστειλε τον Γιο του, ο οποίος γεννήθηκε από γυναίκα και πληρούσε όλες τις νομικές προϋποθέσεις για να κληρονομήσει «το θρόνο του Δαβίδ του πατέρα του». (Γα 4:4· Λου 1:26-33· βλέπε ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.) Έξι μήνες πριν από τη γέννησή του, είχε γεννηθεί ο Ιωάννης, ο οποίος έγινε ο Βαφτιστής και ο οποίος επρόκειτο να είναι ο πρόδρομος του Ιησού. (Λου 1:13-17, 36) Οι εκφράσεις των γονέων αυτών των γιων έδειχναν ότι ζούσαν προσμένοντας με λαχτάρα θεϊκές πράξεις διακυβέρνησης. (Λου 1:41-55, 68-79) Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, τα λόγια της αγγελικής αντιπροσωπείας που στάλθηκε για να αναγγείλει τη σημασία του γεγονότος έστρεψαν επίσης την προσοχή σε ένδοξες πράξεις του Θεού. (Λου 2:9-14) Παρόμοια, τα λόγια του Συμεών και της Άννας στο ναό εξέφραζαν ελπίδα για πράξεις σωτηρίας και για απελευθέρωση. (Λου 2:25-38) Τόσο το Βιβλικό υπόμνημα όσο και οι κοσμικές πηγές αποκαλύπτουν ότι ανάμεσα στους Ιουδαίους επικρατούσε ένα γενικό αίσθημα προσμονής σχετικά με το ότι πλησίαζε η έλευση του Μεσσία. Πολλοί, όμως, ενδιαφέρονταν κυρίως να απελευθερωθούν από το βαρύ ζυγό της ρωμαϊκής κυριαρχίας.—Βλέπε ΜΕΣΣΙΑΣ.
Η αποστολή του Ιωάννη ήταν να «επιστρέψει τις καρδιές» των ατόμων στον Ιεχωβά, στις διαθήκες του, στο “προνόμιο να αποδίδουν άφοβα ιερή υπηρεσία σε αυτόν με οσιότητα και δικαιοσύνη”, ετοιμάζοντας έτσι για τον Ιεχωβά «λαό προπαρασκευασμένο». (Λου 1:16, 17, 72-75) Είπε στο λαό ξεκάθαρα ότι αντιμετώπιζαν έναν καιρό κρίσης από τον Θεό, ότι “η βασιλεία των ουρανών είχε πλησιάσει”, και επομένως ήταν επείγον να μετανοήσουν και να εγκαταλείψουν την πορεία ανυπακοής στο θέλημα και στο νόμο του Θεού την οποία ακολουθούσαν. Αυτό έδινε και πάλι έμφαση στον κανόνα που έχει θέσει ο Ιεχωβά να έχει μόνο πρόθυμους υπηκόους, άτομα που αναγνωρίζουν και εκτιμούν την ορθότητα των οδών και των νόμων του.—Ματ 3:1, 2, 7-12.
Ο Μεσσίας ήρθε όταν ο Ιησούς παρουσιάστηκε στον Ιωάννη για βάφτισμα και κατόπιν χρίστηκε με το άγιο πνεύμα του Θεού. (Ματ 3:13-17) Έγινε έτσι ο Προσδιορισμένος Βασιλιάς, Εκείνος σχετικά με τον οποίο το Δικαστήριο του Ιεχωβά αναγνώριζε ότι έχει το νόμιμο δικαίωμα στο Δαβιδικό θρόνο, ένα δικαίωμα που δεν είχε ασκηθεί τους προηγούμενους έξι αιώνες. (Βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ [Το Βάφτισμά Του].) Επιπρόσθετα, όμως, ο Ιεχωβά εισήγαγε αυτόν τον επιδοκιμασμένο Γιο σε μια διαθήκη για ουράνια Βασιλεία, στην οποία ο Ιησούς θα ήταν συγχρόνως Βασιλιάς και Ιερέας, όπως ο Μελχισεδέκ της αρχαίας Σαλήμ. (Ψλ 110:1-4· Λου 22:29· Εβρ 5:4-6· 7:1-3· 8:1· βλέπε ΔΙΑΘΗΚΗ.) Ως το υποσχεμένο “σπέρμα του Αβραάμ”, αυτός ο ουράνιος Βασιλιάς-Ιερέας θα ήταν ο Πρώτιστος Παράγοντας που θα χρησιμοποιούσε ο Θεός για την ευλογία ανθρώπων από όλα τα έθνη.—Γε 22:15-18· Γα 3:14· Πρ 3:15.
Από την αρχή της επίγειας ζωής του Γιου του, ο Ιεχωβά έκανε φανερή τη βασιλική του εξουσία για χάρη του Ιησού. Ο Θεός οδήγησε αλλού τους αστρολόγους από την Ανατολή οι οποίοι επρόκειτο να αποκαλύψουν στον τυραννικό Βασιλιά Ηρώδη πού βρισκόταν το παιδάκι, και υπέδειξε στους γονείς του Ιησού να φύγουν κρυφά για την Αίγυπτο προτού οι άνθρωποι του Ηρώδη διαπράξουν τις βρεφοκτονίες στη Βηθλεέμ. (Ματ 2:1-16) Εφόσον η αρχική προφητεία στην Εδέμ είχε προείπει ότι θα υπήρχε έχθρα ανάμεσα στο υποσχεμένο «σπέρμα» και στο “σπέρμα του φιδιού”, αυτή η απόπειρα εναντίον της ζωής του Ιησού δεν μπορούσε παρά να σημαίνει ότι ο Αντίδικος του Θεού, ο Σατανάς ο Διάβολος, προσπαθούσε, αν και μάταια, να ανατρέψει το σκοπό του Ιεχωβά.—Γε 3:15.
Ύστερα από περίπου 40 ημέρες στην έρημο της Ιουδαίας, ο βαφτισμένος Ιησούς ήρθε αντιμέτωπος με αυτόν τον πρώτιστο εναντιούμενο στην κυριαρχία του Ιεχωβά. Με κάποια μέσα, ο πνευματικός Αντίδικος έκανε στον Ιησού ορισμένες πανούργες εισηγήσεις, οι οποίες αποσκοπούσαν στο να τον υποκινήσουν να προβεί σε ενέργειες που παραβίαζαν το ρητό θέλημα και λόγο του Ιεχωβά. Μάλιστα ο Σατανάς προσφέρθηκε να δώσει στον χρισμένο Ιησού εξουσία πάνω σε όλα τα επίγεια βασίλεια χωρίς να κάνει ο Ιησούς κάποιον αγώνα και χωρίς να χρειαστεί να υποφέρει—σε αντάλλαγμα για μια πράξη λατρείας προς αυτόν. Όταν ο Ιησούς αρνήθηκε, αναγνωρίζοντας τον Ιεχωβά ως τον μόνο αληθινό Κυρίαρχο από τον οποίο πηγάζει δικαιωματικά η εξουσία και στον οποίο αποδίδεται η λατρεία, ο Αντίδικος του Θεού άρχισε να καταστρώνει άλλα σχέδια πολεμικής στρατηγικής εναντίον του Εκπροσώπου του Ιεχωβά, χρησιμοποιώντας με ποικίλους τρόπους ως όργανά του κάποιους ανθρώπους, όπως είχε κάνει πολύ πρωτύτερα στην περίπτωση του Ιώβ.—Ιωβ 1:8-18· Ματ 4:1-11· Λου 4:1-13· παράβαλε Απ 13:1, 2.
Με ποιον τρόπο ήταν η Βασιλεία του Θεού «ανάμεσα» σε εκείνους στους οποίους κήρυττε ο Ιησούς;
Εμπιστευόμενος στη δύναμη που είχε ο Ιεχωβά να τον προστατεύει και να του χαρίζει επιτυχία, ο Ιησούς ξεκίνησε τη δημόσια διακονία του, αναγγέλλοντας στο λαό με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη ο Ιεχωβά ότι «ο προσδιορισμένος καιρός έχει συμπληρωθεί», πράγμα που σήμαινε ότι πλησίαζε η Βασιλεία του Θεού. (Μαρ 1:14, 15) Για να καθορίσουμε με ποια έννοια “πλησίαζε” η Βασιλεία, μπορούμε να σημειώσουμε τα λόγια που είπε σε κάποιους Φαρισαίους, συγκεκριμένα ότι «η βασιλεία του Θεού είναι ανάμεσά σας». (Λου 17:21) Σχολιάζοντας αυτή την περικοπή, Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή ([The Interpreter’s Dictionary of the Bible] επιμέλεια Τζ. Ά. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 2, σ. 883) παρατηρεί ότι, αν και η συγκεκριμένη περικοπή χρησιμοποιείται συχνά «ως παράδειγμα του “μυστικισμού” ή της “εσωτερικότητας” του Ιησού, . . . η θεωρία σύμφωνα με την οποία η βασιλεία του Θεού είναι μια εσωτερική κατάσταση της διάνοιας ή της προσωπικής σωτηρίας έρχεται σε αντίθεση με τα συμφραζόμενα αυτού του εδαφίου, καθώς και με όλη την παρουσίαση αυτής της ιδέας στην ΚΔ». Εφόσον η λέξη βασιλεία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μπορεί να αναφέρεται στο «βασιλικό αξίωμα», προφανώς ο Ιησούς εννοούσε ότι εκείνος, ως ο βασιλικός εκπρόσωπος του Θεού, αυτός που είχε χριστεί από τον Θεό για τη βασιλεία, ήταν ανάμεσά τους. Όχι μόνο ήταν παρών με αυτή την ιδιότητα αλλά είχε επίσης εξουσιοδοτηθεί να εκτελεί έργα που φανέρωναν τη βασιλική εξουσία του Θεού και να προετοιμάζει υποψηφίους για θέσεις στη διακυβέρνηση της ερχόμενης Βασιλείας του. Με αυτόν τον τρόπο “πλησίαζε” η Βασιλεία. Ήταν καιρός θαυμάσιων ευκαιριών.
Κυβέρνηση με δύναμη και εξουσία. Οι μαθητές του Ιησού κατανοούσαν ότι η Βασιλεία ήταν μια πραγματική κυβέρνηση του Θεού, αν και δεν αντιλαμβάνονταν την έκταση της επικράτειάς της. Ο Ναθαναήλ είπε στον Ιησού: «Ραββί, εσύ είσαι ο Γιος του Θεού, εσύ είσαι Βασιλιάς του Ισραήλ». (Ιωα 1:49) Οι μαθητές γνώριζαν τα όσα είχαν προλεχθεί σχετικά με τους “αγίους” στην προφητεία του Δανιήλ. (Δα 7:18, 27) Ο Ιησούς υποσχέθηκε ευθέως στους αποστολικούς ακολούθους του ότι θα κάθονταν σε «θρόνους». (Ματ 19:28) Ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης επιζήτησαν συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στη Μεσσιανική κυβέρνηση, και ο Ιησούς παραδέχτηκε ότι θα υπήρχαν τέτοιες θέσεις, αλλά δήλωσε ότι η χορήγησή τους εξαρτόταν από τον Πατέρα του, τον Υπέρτατο Κυρίαρχο. (Ματ 20:20-23· Μαρ 10:35-40) Άρα, ενώ οι μαθητές του περιόριζαν λανθασμένα τη Μεσσιανική βασιλική διακυβέρνηση στη γη και ειδικά στον σαρκικό Ισραήλ—έχοντας αυτή την άποψη ακόμη και την ημέρα της ανάληψης του αναστημένου Ιησού (Πρ 1:6)—κατανοούσαν σωστά ότι επρόκειτο για μια κυβερνητική διευθέτηση.—Παράβαλε Ματ 21:5· Μαρ 11:7-10.
Η βασιλική δύναμη του Ιεχωβά όσον αφορά την επίγεια δημιουργία του έγινε ορατά φανερή από τον βασιλικό του Εκπρόσωπο με πολλούς τρόπους. Μέσω του πνεύματος, δηλαδή της ενεργού δύναμης, του Θεού, ο Γιος άσκησε έλεγχο πάνω στον άνεμο και στη θάλασσα, στη βλάστηση, στα ψάρια, ακόμη και στα οργανικά στοιχεία της τροφής, κάνοντας την τροφή να πολλαπλασιαστεί. Αυτά τα δυναμικά έργα έκαναν τους μαθητές του να αναπτύξουν βαθύ σεβασμό για την εξουσία που είχε. (Ματ 14:23-33· Μαρ 4:36-41· 11:12-14, 20-23· Λου 5:4-11· Ιωα 6:5-15) Ακόμη πιο βαθιά εντύπωση προκάλεσε ο τρόπος με τον οποίο άσκησε τη δύναμη του Θεού στα ανθρώπινα σώματα, θεραπεύοντας διάφορες παθήσεις, από τύφλωση μέχρι λέπρα, και επαναφέροντας νεκρούς στη ζωή. (Ματ 9:35· 20:30-34· Λου 5:12, 13· 7:11-17· Ιωα 11:39-47) Τους θεραπευμένους λεπρούς τούς έστελνε να παρουσιαστούν στο θεϊκά εξουσιοδοτημένο, αλλά σε γενικές γραμμές άπιστο, ιερατείο, ως «μαρτυρία σε αυτούς». (Λου 5:14· 17:14) Τέλος, κατέδειξε τη δύναμη που είχε ο Θεός να καταβάλλει τα υπερανθρώπινα πνεύματα. Οι δαίμονες αναγνώριζαν την εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος ο Ιησούς και, προκειμένου να διακινδυνεύσουν μια καθοριστική δοκιμή της δύναμης που τον στήριζε, συμμορφώνονταν με τις διαταγές που τους έδινε να ελευθερώσουν τα άτομα που κατείχαν. (Ματ 8:28-32· 9:32, 33· παράβαλε Ιακ 2:19.) Εφόσον αυτή η δυναμική εκβολή των δαιμόνων γινόταν μέσω του πνεύματος του Θεού, αυτό σήμαινε ότι η Βασιλεία του Θεού είχε πράγματι «καταφθάσει» τους ακροατές του.—Ματ 12:25-29· παράβαλε Λου 9:42, 43.
Όλα αυτά ήταν αδιάσειστες αποδείξεις για το ότι ο Ιησούς είχε βασιλική εξουσία και για το ότι η εξουσία αυτή δεν προερχόταν από κάποια επίγεια, ανθρώπινη, πολιτική πηγή. (Παράβαλε Ιωα 18:36· Ησ 9:6, 7.) Οι αγγελιοφόροι του φυλακισμένου Ιωάννη του Βαφτιστή, όντας μάρτυρες αυτών των δυναμικών έργων, έλαβαν από τον Ιησού την οδηγία να επιστρέψουν στον Ιωάννη και να του αναφέρουν αυτά που είχαν δει και ακούσει, ως επιβεβαίωση του ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι «ο Ερχόμενος». (Ματ 11:2-6· Λου 7:18-23· παράβαλε Ιωα 5:36.) Οι μαθητές του Ιησού έβλεπαν και άκουγαν τα στοιχεία που αποδείκνυαν την εξουσία της Βασιλείας, τα οποία είχαν επιθυμήσει να δουν οι προφήτες. (Ματ 13:16, 17) Επιπλέον, ο Ιησούς μπορούσε να παραχωρήσει εξουσία στους μαθητές του ώστε αυτοί να ασκούν παρόμοιες δυνάμεις ως διορισμένοι εκπρόσωποί του, προσδίδοντας έτσι ισχύ και βαρύτητα στη διακήρυξή τους: «Η βασιλεία των ουρανών έχει πλησιάσει».—Ματ 10:1, 7, 8· Λου 4:36· 10:8-12, 17.
Είσοδος στη Βασιλεία. Ο Ιησούς επέστησε την προσοχή στην ειδική περίοδο ευκαιριών που ως εκ τούτου είχε φτάσει. Σχετικά με τον πρόδρομό του, τον Ιωάννη τον Βαφτιστή, ο Ιησούς είπε: «Μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν από γυναίκες δεν έχει εγερθεί μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαφτιστή· αλλά ένας μικρότερος στη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλύτερος από αυτόν. Από τις ημέρες δε του Ιωάννη του Βαφτιστή μέχρι τώρα η βασιλεία των ουρανών είναι ο στόχος προς τον οποίο άνθρωποι προχωρούν επίμονα [βιάζεται, Κείμενο], και εκείνοι που προχωρούν επίμονα [βιασταί, Κείμενο] την αρπάζουν. [Παράβαλε AT· ΔΕΛ· ΜΠΚ.] Διότι όλοι, οι Προφήτες και ο Νόμος, προφήτευσαν μέχρι τον Ιωάννη». (Ματ 11:10-13) Έτσι λοιπόν, οι ημέρες της διακονίας του Ιωάννη, οι οποίες σύντομα θα τερματίζονταν με την εκτέλεσή του, σήμαναν το τέλος μιας περιόδου και την αρχή μιας άλλης. Σχετικά με το ρήμα βιάζομαι που χρησιμοποιεί σε αυτό το εδάφιο το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν, λέει: «Το ρήμα υποδηλώνει έντονη προσπάθεια». ([Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words] 1981, Τόμ. 3, σ. 208) Αναφορικά με το εδάφιο Ματθαίος 11:12, ο Γερμανός λόγιος Χάινριχ Μάγιερ δηλώνει: «Με αυτά τα λόγια περιγράφεται αυτός ο μεγάλος, ανυποχώρητος αγώνας και ο μόχθος για την απόκτηση της επικείμενης Μεσσιανικής βασιλείας . . . Τόσο έντονο και ενεργό (όχι πια παθητικό και καρτερικό) είναι το ενδιαφέρον για τη βασιλεία. Οι [βιασταί] είναι, λοιπόν, πιστοί [όχι επιτιθέμενοι εχθροί] που αγωνίζονται σκληρά για την απόκτησή της».—Κριτικό και Ερμηνευτικό Εγχειρίδιο του Ευαγγελίου του Ματθαίου (Kritisch exegetisches Handbuch über das Evangelium des Matthäus), του Μάγιερ, 1864, σ. 272, 273.
Επομένως, το να γίνει κάποιος μέλος της Βασιλείας του Θεού δεν θα ήταν εύκολο, σαν να πλησίαζε σε ανοχύρωτη πόλη, η είσοδος στην οποία θα απαιτούσε ελάχιστη ή καθόλου προσπάθεια. Απεναντίας, ο Κυρίαρχος, ο Ιεχωβά Θεός, είχε θέσει φραγμούς για να αποκλείσει τους ανάξιους. (Παράβαλε Ιωα 6:44· 1Κο 6:9-11· Γα 5:19-21· Εφ 5:5.) Εκείνοι που ήθελαν να μπουν έπρεπε να ακολουθήσουν έναν στενό δρόμο, να βρουν τη στενή πύλη, να εξακολουθήσουν να ζητούν, να εξακολουθήσουν να ψάχνουν, να εξακολουθήσουν να χτυπούν, και ο δρόμος θα ανοιγόταν. Θα διαπίστωναν ότι ο δρόμος είναι «στενός» επειδή θέτει περιορισμούς σε εκείνους που τον ακολουθούν ώστε να μην κάνουν πράγματα επιβλαβή για τον εαυτό τους ή για τους άλλους. (Ματ 7:7, 8, 13, 14· παράβαλε 2Πε 1:10, 11.) Ίσως χρειαζόταν να χάσουν μεταφορικά ένα μάτι ή ένα χέρι για να μπορέσουν να μπουν. (Μαρ 9:43-47) Στη Βασιλεία δεν θα ίσχυε το σύστημα της πλουτοκρατίας ώστε να μπορεί κάποιος να αγοράσει την εύνοια του Βασιλιά. Θα ήταν δύσκολο για κάποιον πλούσιο να μπει. (Λου 18:24, 25) Στη Βασιλεία δεν θα ίσχυε το σύστημα της κοσμικής αριστοκρατίας. Οι εξέχουσες θέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους δεν θα είχαν σημασία. (Ματ 23:1, 2, 6-12, 33· Λου 16:14-16) Οι φαινομενικά «πρώτοι», οι οποίοι διέθεταν εντυπωσιακό θρησκευτικό παρελθόν και υπόμνημα, θα ήταν «τελευταίοι», και οι “τελευταίοι θα ήταν οι πρώτοι” που θα λάβαιναν τα εξαιρετικά προνόμια τα οποία συνδέονταν με αυτή τη Βασιλεία. (Ματ 19:30–20:16) Οι εξέχοντες αλλά υποκριτές Φαρισαίοι, οι οποίοι ήταν σίγουροι για την πλεονεκτική τους θέση, θα έβλεπαν αναμορφωμένες πόρνες και εισπράκτορες φόρων να μπαίνουν στη Βασιλεία πριν από αυτούς. (Ματ 21:31, 32· 23:13) Μολονότι θα επικαλούνταν τον Ιησού λέγοντας «Κύριε, Κύριε», όλοι οι υποκριτές που δεν σέβονταν το λόγο και το θέλημα του Θεού όπως αποκαλύφτηκε μέσω του Ιησού θα αποπέμπονταν με τα εξής λόγια: «Ποτέ δεν σας γνώρισα! Φύγετε από εμένα, εργάτες της ανομίας».—Ματ 7:15-23.
Αυτοί που θα έμπαιναν θα ήταν όσοι έθεταν τα υλικά ενδιαφέροντα σε δευτερεύουσα θέση και επιζητούσαν πρώτα τη Βασιλεία και τη δικαιοσύνη του Θεού. (Ματ 6:31-34) Όπως ο χρισμένος Βασιλιάς του Θεού, ο Χριστός Ιησούς, έτσι και αυτοί θα αγαπούσαν τη δικαιοσύνη και θα μισούσαν την πονηρία. (Εβρ 1:8, 9) Άνθρωποι με πνευματικό φρόνημα, ελεήμονες, που είχαν αγνή καρδιά και ήταν ειρηνοποιοί—αν και θα ήταν αντικείμενα μίσους και διωγμού—θα γίνονταν υποψήφια μέλη της Βασιλείας. (Ματ 5:3-10· Λου 6:23) Ο «ζυγός» τον οποίο ο Ιησούς κάλεσε να βάλουν πάνω τους τέτοια άτομα σήμαινε υποταγή στη βασιλική του εξουσία. Επρόκειτο, όμως, για έναν καλό ζυγό με ελαφρύ φορτίο για όσους ήταν “πράοι και ταπεινοί στην καρδιά” σαν τον Βασιλιά. (Ματ 11:28-30· παράβαλε 1Βα 12:12-14· Ιερ 27:1-7.) Αυτό το γεγονός πρέπει να εμψύχωσε τους ακροατές του επειδή τους παρείχε τη διαβεβαίωση ότι η διακυβέρνησή του δεν θα αντανακλούσε καμιά από τις ανεπιθύμητες ιδιότητες πολλών προγενέστερων κυβερνητών—Ισραηλιτών και μη. Τους έδωσε λόγους να πιστεύουν ότι υπό τη διακυβέρνησή του δεν θα υπήρχε βαριά φορολογία, καταναγκαστική δουλεία ή διάφορες μορφές εκμετάλλευσης. (Παράβαλε 1Σα 8:10-18· Δευ 17:15-17, 20· Εφ 5:5.) Σύμφωνα με κάποια μεταγενέστερα λόγια του Ιησού, δεν θα αποδείκνυε μόνο αυτός ως η Κεφαλή της ερχόμενης Βασιλικής κυβέρνησης την ανιδιοτέλειά του μέχρι του σημείου να δώσει τη ζωή του για το λαό του, αλλά και όλοι οι συγκυβερνήτες του θα ήταν επίσης άτομα που θα επιζητούσαν να υπηρετούν παρά να υπηρετούνται.—Ματ 20:25-28· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ (Τα Έργα και οι Ιδιότητές Του).
Η πρόθυμη υποταγή είναι ζωτική. Ο ίδιος ο Ιησούς έτρεφε βαθύτατο σεβασμό για το Υπέρτατο θέλημα και την εξουσία του Πατέρα του. (Ιωα 5:30· 6:38· Ματ 26:39) Για όσο διάστημα ίσχυε η διαθήκη του Νόμου, οι Ιουδαίοι ακόλουθοί του έπρεπε να ασκούν και να υποστηρίζουν την υπακοή σε αυτήν. Όποιος ακολουθούσε αντίθετη πορεία δεν γινόταν δεκτός στη Βασιλεία του. Αυτός ο σεβασμός και η υπακοή, όμως, έπρεπε να προέρχονται από την καρδιά, να μην είναι απλώς τυπική ή μονόπλευρη τήρηση του Νόμου με έμφαση σε συγκεκριμένες απαιτούμενες πράξεις, αλλά τήρηση των βασικών αρχών που ενυπήρχαν σε αυτόν, όπως ήταν η δικαιοσύνη, το έλεος και η πιστότητα. (Ματ 5:17-20· 23:23, 24) Στο γραμματέα που αναγνώριζε τη μοναδική θέση του Ιεχωβά και αντιλαμβανόταν ότι «το να αγαπάει κανείς αυτόν με όλη του την καρδιά και με όλη του την κατανόηση και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, αξίζει πολύ περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες», ο Ιησούς είπε: «Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». (Μαρ 12:28-34) Έτσι λοιπόν, ο Ιησούς έκανε σαφές από κάθε άποψη ότι ο Ιεχωβά Θεός αναζητάει μόνο πρόθυμους υπηκόους, εκείνους που προτιμούν τις δίκαιες οδούς του και επιθυμούν διακαώς να ζήσουν υπό την Κυρίαρχη εξουσία του.
Σχέση διαθήκης. Την τελευταία νύχτα που πέρασε με τους μαθητές του, ο Ιησούς τούς μίλησε για μια «νέα διαθήκη» η οποία θα άρχιζε να ισχύει όσον αφορά τους ακολούθους του ως αποτέλεσμα της λυτρωτικής του θυσίας. (Λου 22:19, 20· παράβαλε 12:32.) Ο ίδιος θα υπηρετούσε ως ο Μεσίτης αυτής της διαθήκης μεταξύ του Ιεχωβά, του Κυρίαρχου, και εκείνων. (1Τι 2:5· Εβρ 12:24) Επιπρόσθετα, ο Ιησούς έκανε μια προσωπική διαθήκη με τους ακολούθους του «για μια βασιλεία», ώστε να συμμετάσχουν και αυτοί στα βασιλικά του προνόμια.—Λου 22:28-30· βλέπε ΔΙΑΘΗΚΗ.
Νίκη επί του κόσμου. Αν και η επακόλουθη σύλληψη του Ιησού, οι δοκιμασίες και η εκτέλεσή του έκαναν να φαίνεται ανίσχυρη η βασιλική του θέση, στην πραγματικότητα αποτέλεσαν δυναμική εκπλήρωση των προφητειών του Θεού και επιτράπηκαν από τον Θεό γι’ αυτόν το λόγο. (Ιωα 19:10, 11· Λου 24:19-27, 44) Με την οσιότητά του και την ακεραιότητα που διακράτησε μέχρι το θάνατό του, ο Ιησούς απέδειξε ότι «ο άρχοντας του κόσμου», ο Αντίδικος του Θεού, ο Σατανάς, δεν είχε «καμιά επιρροή» πάνω του και ότι ο ίδιος είχε όντως «νικήσει τον κόσμο». (Ιωα 14:29-31· 16:33) Επιπρόσθετα, ακόμη και την ώρα που ο Γιος του βρισκόταν κρεμασμένος στο ξύλο, ο Ιεχωβά παρείχε αποδείξεις της ανώτερης δύναμής του: το φως του ήλιου σκοτείνιασε για κάποιο διάστημα, ενώ έγινε επίσης ένας δυνατός σεισμός και σκίστηκε στα δύο η μεγάλη κουρτίνα που υπήρχε μέσα στο ναό. (Ματ 27:51-54· Λου 23:44, 45) Κατόπιν, την τρίτη ημέρα, έδωσε πολύ μεγαλύτερη απόδειξη της Κυριαρχίας του όταν ανέστησε τον Γιο του σε πνευματική ζωή, παρά τις αδύναμες προσπάθειες που κατέβαλαν κάποιοι άνθρωποι για να αποτρέψουν την ανάσταση, τοποθετώντας φρουρούς μπροστά από το σφραγισμένο μνήμα του Ιησού.—Ματ 28:1-7.
“Η Βασιλεία του Γιου της Αγάπης Του”. Δέκα ημέρες μετά την ανάληψη του Ιησού στον ουρανό, την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., οι μαθητές του έλαβαν την απόδειξη του ότι εκείνος είχε “εξυψωθεί στα δεξιά του Θεού” όταν ο Ιησούς εξέχυσε άγιο πνεύμα πάνω τους. (Πρ 1:8, 9· 2:1-4, 29-33) Με αυτόν τον τρόπο, άρχισε να ισχύει η “νέα διαθήκη” όσον αφορά εκείνους, και αυτοί έγιναν ο πυρήνας ενός νέου “αγίου έθνους”, του πνευματικού Ισραήλ.—Εβρ 12:22-24· 1Πε 2:9, 10· Γα 6:16.
Ο Χριστός καθόταν πλέον στα δεξιά του Πατέρα του και ήταν η Κεφαλή αυτής της εκκλησίας. (Εφ 5:23· Εβρ 1:3· Φλπ 2:9-11) Οι Γραφές δείχνουν ότι, από την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. και έπειτα, εγκαθιδρύθηκε επί των μαθητών του μια πνευματική βασιλεία. Όταν έγραψε στους Χριστιανούς του πρώτου αιώνα στις Κολοσσές, ο απόστολος Παύλος ανέφερε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε ήδη μια βασιλεία: «[Ο Θεός] μάς ελευθέρωσε από την εξουσία του σκοταδιού και μας μετέφερε στη βασιλεία του Γιου της αγάπης του».—Κολ 1:13· παράβαλε Πρ 17:6, 7.
Η βασιλεία του Χριστού από την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. και έπειτα είναι μια πνευματική βασιλεία που κυβερνάει τον πνευματικό Ισραήλ, τους Χριστιανούς που έχουν γεννηθεί από το πνεύμα του Θεού και έχουν γίνει τα πνευματικά παιδιά του Θεού. (Ιωα 3:3, 5, 6) Όταν αυτοί οι γεννημένοι από το πνεύμα Χριστιανοί λάβουν την ουράνια αμοιβή τους, δεν θα είναι πια επίγειοι υπήκοοι της πνευματικής βασιλείας του Χριστού, αλλά βασιλιάδες με τον Χριστό στον ουρανό.—Απ 5:9, 10.
“Η Βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού Του”. Ο απόστολος Ιωάννης, γράφοντας προς το τέλος του πρώτου αιώνα Κ.Χ., προείδε μέσω θεϊκής αποκάλυψης το μελλοντικό καιρό κατά τον οποίο ο Ιεχωβά Θεός, μέσω του Γιου του, θα έφερνε σε ύπαρξη μια νέα έκφραση της θεϊκής διακυβέρνησης. Όπως είχε συμβεί όταν ο Δαβίδ ανέβασε την Κιβωτό στην Ιερουσαλήμ, έτσι και εκείνον τον καιρό θα λεγόταν ότι ο Ιεχωβά “πήρε τη μεγάλη του δύναμη και άρχισε να βασιλεύει”. Αυτός θα ήταν ο καιρός κατά τον οποίο δυνατές φωνές στον ουρανό θα διακήρυτταν: «Η βασιλεία του κόσμου έγινε βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του, και αυτός θα βασιλέψει στους αιώνες των αιώνων».—Απ 11:15, 17· 1Χρ 16:1, 31.
“Ο Κύριός μας”, ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά, είναι αυτός που επιβάλλει την εξουσία του στη «βασιλεία του κόσμου», εγκαθιδρύοντας μια νέα έκφραση της κυριαρχίας του ως προς τη γη μας. Δίνει στον Γιο του, τον Ιησού Χριστό, δευτερεύουσα συμμετοχή σε αυτή τη Βασιλεία, η οποία ως αποτέλεσμα αποκαλείται «βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του». Αυτή η Βασιλεία είναι σπουδαιότερων αναλογιών και μεγαλύτερων διαστάσεων από τη «βασιλεία του Γιου της αγάπης του», που αναφέρεται στο εδάφιο Κολοσσαείς 1:13. Η «βασιλεία του Γιου της αγάπης του» άρχισε την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. και κυβερνάει τους χρισμένους μαθητές του Χριστού, ενώ η «βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του» έρχεται σε ύπαρξη στο τέλος των “προσδιορισμένων καιρών των εθνών” και κυβερνάει όλους τους ανθρώπους στη γη.—Λου 21:24.
Μόλις αρχίζει η συμμετοχή του στη «βασιλεία του κόσμου», ο Ιησούς Χριστός παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξαλείψει την εναντίωση στην κυριαρχία του Θεού. Η πρώτη ενέργεια συντελείται στην ουράνια επικράτεια, όπου ο Σατανάς και οι δαίμονές του ηττώνται και ρίχνονται στην επίγεια επικράτεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξής διακήρυξη: «Τώρα πραγματοποιήθηκε η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία του Θεού μας και η εξουσία του Χριστού του». (Απ 12:1-10) Στο σύντομο χρονικό διάστημα που του απομένει, αυτός ο κυριότερος Αντίδικος, ο Σατανάς, συνεχίζει να εκπληρώνει την προφητεία του εδαφίου Γένεση 3:15, πολεμώντας ενάντια στους «υπόλοιπους από το σπέρμα» της γυναίκας, «τους αγίους» που πρόκειται να κυβερνήσουν με τον Χριστό. (Απ 12:13-17· παράβαλε Απ 13:4-7· Δα 7:21-27.) Παρ’ όλα αυτά, τα «δίκαια διατάγματα» του Ιεχωβά φανερώνονται, και οι εκφράσεις της κρίσης του επέρχονται ως πληγές στους εναντιουμένους του, με αποτέλεσμα την καταστροφή της μυστηριακής Βαβυλώνας της Μεγάλης, του κυριότερου επίγειου διώκτη των υπηρετών του Θεού.—Απ 15:4· 16:1–19:6.
Κατόπιν, η «βασιλεία του Κυρίου μας και του Χριστού του» αποστέλλει τα ουράνια στρατεύματά της ενάντια στους άρχοντες όλων των επίγειων βασιλείων και των στρατευμάτων τους στη μάχη του Αρμαγεδδώνα, εξολοθρεύοντάς τους. (Απ 16:14-16· 19:11-21) Αυτό αποτελεί την απάντηση στην προσευχή που απευθύνεται στον Θεό: «Ας έρθει η βασιλεία σου. Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη». (Ματ 6:10) Στη συνέχεια, ο Σατανάς ρίχνεται στην άβυσσο και αρχίζει μια χιλιετής περίοδος στη διάρκεια της οποίας ο Χριστός Ιησούς και οι σύντροφοί του κυβερνούν ως βασιλιάδες και ιερείς τους κατοίκους της γης.—Απ 20:1, 6.
Ο Χριστός “παραδίδει τη βασιλεία”. Ο απόστολος Παύλος επίσης περιγράφει τη διακυβέρνηση του Χριστού στη διάρκεια της παρουσίας του. Αφού ο Χριστός ανασταίνει τους ακολούθους του από το θάνατο, “εκμηδενίζει κάθε κυβέρνηση και κάθε εξουσία και δύναμη” (αυτό αναφέρεται λογικά σε κάθε κυβέρνηση, εξουσία και δύναμη που εναντιώνεται στο υπέρτατο θέλημα του Θεού). Κατόπιν, στο τέλος της Χιλιετούς Βασιλείας του, “παραδίδει τη βασιλεία στον Θεό και Πατέρα του”, υποτασσόμενος σε «Εκείνον που υπέταξε τα πάντα σε αυτόν, ώστε να είναι ο Θεός τα πάντα για όλους».—1Κο 15:21-28.
Εφόσον ο Χριστός “παραδίδει τη βασιλεία στον Θεό και Πατέρα του”, με ποια έννοια είναι «αιώνια» η Βασιλεία του, όπως αναφέρεται επανειλημμένα στις Γραφές; (2Πε 1:11· Ησ 9:7· Δα 7:14· Λου 1:33· Απ 11:15) Η Βασιλεία του «ποτέ δεν θα καταστραφεί» και τα επιτεύγματά της θα διαρκέσουν για πάντα. Θα του αποδίδεται αιωνίως τιμή για το ρόλο του ως Μεσσιανικού Βασιλιά.—Δα 2:44.
Στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας, η διακυβέρνηση του Χριστού όσον αφορά τη γη θα περιλαμβάνει ιερατική δράση προς την υπάκουη ανθρωπότητα. (Απ 5:9, 10· 20:6· 21:1-3) Με αυτό το μέσο τερματίζεται η εξουσία που ασκούσαν ως βασιλιάδες η αμαρτία και ο θάνατος πάνω στην υπάκουη ανθρωπότητα, η οποία ήταν υποταγμένη στο «νόμο» τους. Η παρ’ αξία καλοσύνη και η δικαιοσύνη παίζουν σημαντικότατο ρόλο για να προκύψει αυτό το αποτέλεσμα. (Ρω 5:14, 17, 21) Εφόσον η αμαρτία και ο θάνατος αφαιρούνται ολοκληρωτικά από τους κατοίκους της γης, εκλείπει και η ανάγκη να ενεργεί ο Ιησούς ως “βοηθός που είναι μαζί με τον Πατέρα”, παρέχοντας εξιλασμό για τις αμαρτίες των ατελών ανθρώπων. (1Ιω 2:1, 2) Αυτό επαναφέρει την ανθρωπότητα στην αρχική κατάσταση που απολάμβανε ο τέλειος άνθρωπος Αδάμ στην Εδέμ. Όσο ο Αδάμ ήταν τέλειος, δεν χρειαζόταν κανέναν μεσολαβητή ανάμεσα στον ίδιο και στον Θεό, ο οποίος να παρέχει εξιλασμό. Ανάλογα, όταν τερματιστεί η Χιλιετής Διακυβέρνηση του Ιησού, οι κάτοικοι της γης θα είναι σε θέση αλλά θα έχουν και την ευθύνη να δίνουν λογαριασμό για την πορεία ενέργειάς τους ενώπιον του Ιεχωβά Θεού ως του Υπέρτατου Κριτή, χωρίς να προσφεύγουν σε κάποιον νομικό μεσάζοντα ή βοηθό. Ο Ιεχωβά, η Κυρίαρχη Δύναμη, γίνεται έτσι «τα πάντα για όλους». Αυτό σημαίνει ότι ο σκοπός του Θεού να «ξανασυγκεντρώσει όλα τα πράγματα στον Χριστό, τα πράγματα που είναι στους ουρανούς και τα πράγματα που είναι στη γη», θα έχει πραγματοποιηθεί πλήρως.—1Κο 15:28· Εφ 1:9, 10.
Η Χιλιετής Διακυβέρνηση του Ιησού θα έχει εκπληρώσει το σκοπό της στο πλήρες. Η γη, η οποία υπήρξε κάποτε εστία στασιασμού, θα έχει αποκτήσει και πάλι πλήρη, άσπιλη και αδιαμφισβήτητη θέση στο βασίλειο, δηλαδή στην επικράτεια, του Παγκόσμιου Κυρίαρχου. Καμιά επικουρική βασιλεία δεν θα παραμείνει ανάμεσα στον Ιεχωβά και στην υπάκουη ανθρωπότητα.
Αμέσως μετά, όμως, λαβαίνει χώρα μια τελική δοκιμή της ακεραιότητας και της αφοσίωσης όλων αυτών των επίγειων υπηκόων. Ο Σατανάς απελευθερώνεται από τα δεσμά του στην άβυσσο. Όσοι υποκύπτουν στην παραπλάνησή του το κάνουν αυτό αναφορικά με το ίδιο ζήτημα που εγέρθηκε στην Εδέμ: το κατά πόσον είναι δικαιωματική η κυριαρχία του Θεού. Αυτό φαίνεται από το ότι επιτίθενται “στο στρατόπεδο των αγίων και στην αγαπημένη πόλη”. Εφόσον αυτό το ζήτημα έχει εκδικαστεί και θεωρείται λήξαν από το ουράνιο Δικαστήριο, δεν επιτρέπεται παρατεταμένος στασιασμός σε αυτή την περίπτωση. Όσοι δεν παραμείνουν όσια στο πλευρό του Θεού δεν θα μπορούν να προσφύγουν στον Χριστό Ιησού ως “εξιλαστήριο βοηθό”, αλλά ο Ιεχωβά Θεός θα είναι «τα πάντα» για αυτούς, χωρίς να είναι δυνατή οποιαδήποτε προσφυγή ή μεσολάβηση. Όλοι οι στασιαστές—πνεύματα και άνθρωποι—λαβαίνουν τη θεϊκή καταδίκη της καταστροφής στο “δεύτερο θάνατο”.—Απ 20:7-15.