ΚΥΡΗΝΗ
(Κυρήνη), ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ (Κυρηναίος).
Η Κυρήνη ήταν κατά την αρχαιότητα η πρώτη πρωτεύουσα της περιφέρειας της Κυρηναϊκής στη βόρεια ακτή της Αφρικής, απέναντι σχεδόν από την Κρήτη. Απείχε περίπου 16 χλμ. από τα παράλια και βρισκόταν σε ένα υψίπεδο 550 μ. πάνω από την επιφάνεια της Μεσογείου. Η αρχαία Κυρήνη είναι στις ημέρες μας ένας σωρός από ακατοίκητα ερείπια κοντά στο σημερινό Σαχάτ στη Λιβύη.
Η Κυρήνη είχε προφανώς αποικιστεί αρχικά από τους Έλληνες τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ. και έφτασε στο σημείο να θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αποικίες τους. Το 96 Π.Κ.Χ. η Κυρήνη περιήλθε υπό την πολιτική κυριαρχία της Ρώμης, και το 67 Π.Κ.Χ. η περιφέρεια της Κυρηναϊκής καθώς και η Κρήτη έγιναν ενιαία επαρχία.
Για τον Σίμωνα από την Κυρήνη (πιθανώς ελληνόφωνο Ιουδαίο), τον οποίο αγγάρεψαν να βοηθήσει τον Ιησού στη μεταφορά του ξύλου του βασανισμού του, αναφέρεται ότι «καταγόταν» από αυτή την πόλη. (Ματ 27:32· Μαρ 15:21· Λου 23:26) Ο Σίμων ενδέχεται να γεννήθηκε στην Κυρήνη και να εγκαταστάθηκε αργότερα στην Παλαιστίνη. Με βάση το εδάφιο Πράξεις 6:9 το οποίο μιλάει για «Κυρηναίους» που λογομάχησαν με τον Στέφανο, πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι θα πρέπει να υπήρχαν αρκετοί Ιουδαίοι από την Κυρήνη που να ήταν μόνιμοι κάτοικοι της Παλαιστίνης, δεδομένου ότι είχαν ιδρύσει τη δική τους συναγωγή στην Ιερουσαλήμ.
Από την άλλη μεριά, ο Σίμων «που καταγόταν από την Κυρήνη» πιθανόν να ήταν ένας από τους ξένους που συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ το Πάσχα. Παρόμοια, 51 ημέρες αργότερα, μεγάλος αριθμός “ευλαβών αντρών, από κάθε έθνος”, συμπεριλαμβανομένων μερικών από “τις περιοχές της Λιβύης, η οποία είναι προς την Κυρήνη”, παρευρέθηκε στην Ιουδαϊκή Γιορτή της Πεντηκοστής. (Πρ 2:5, 10, 41) Μερικοί από αυτούς ήταν πιθανώς ανάμεσα στις «περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές» που βαφτίστηκαν μετά την έκχυση του αγίου πνεύματος και την ομιλία του Πέτρου που επακολούθησε, και κατόπιν ενδέχεται να μετέφεραν το άγγελμα της Χριστιανοσύνης πίσω στην πατρίδα τους.
Χριστιανοσύνη. Μερικά χρόνια αργότερα, και ενώ ο Κορνήλιος είχε γίνει Χριστιανός, άντρες από την Κυρήνη συνέβαλαν με σημαντικό τρόπο στην εξάπλωση “των καλών νέων για τον Κύριο Ιησού” ανάμεσα στους Ἑλληνιστάς, όπως αυτοί αναφέρονται (στα περισσότερα πρωτότυπα ελληνικά κείμενα, εδ. Πρ 11:20), στην Αντιόχεια της Συρίας. Εφόσον αυτή η λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδεται “ελληνόφωνοι Ιουδαίοι” στο εδάφιο Πράξεις 6:1 (AT, ΜΝΚ, ΛΘΖ), μερικοί έχουν συμπεράνει ότι τα άτομα στην Αντιόχεια της Συρίας στα οποία απευθύνθηκε το κήρυγμα θα πρέπει να ήταν και αυτά περιτμημένοι Ιουδαίοι ή προσήλυτοι που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, αν και το κήρυγμα σε ελληνόφωνους Ιουδαίους και προσήλυτους γινόταν ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., αυτή η μεταστροφή πολυάριθμων ατόμων που έλαβε χώρα στην Αντιόχεια φαίνεται ότι ήταν κάτι καινούριο και ασυνήθιστο, δεδομένου ότι στάλθηκε στην πόλη ο Βαρνάβας πιθανώς για να διερευνήσει αλλά και για να προωθήσει το έργο εκεί. (Πρ 11:22, 23) Ενδεικτικό του ότι επρόκειτο για αλλαγή στην τακτική της μαθήτευσης είναι επίσης το γεγονός ότι το έργο που έκαναν οι Κυρηναίοι και οι συνεργάτες τους φαίνεται να αντιδιαστέλλεται με το κήρυγμα που έκαναν «μόνο στους Ιουδαίους» κάποιοι άλλοι οι οποίοι είχαν ταξιδέψει στην Αντιόχεια. (Πρ 11:19, 20) Με βάση αυτό, καθώς και το γεγονός ότι ορισμένα αξιόπιστα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα χρησιμοποιούν τη λέξη Ἕλληνας (βλέπε Πρ 16:3) και όχι Ἑλληνιστάς, οι περισσότεροι σύγχρονοι μεταφραστές προσδιορίζουν ως «Έλληνες» (AS, AT, Da, Fn, JB, Mo, RS) όσους μεταστράφηκαν με τη βοήθεια των αντρών από την Κυρήνη, ενώ άλλοι προτιμούν αποδόσεις όπως «ειδωλολάτρες» (CK) ή «Εθνικούς» (TEV, NE), οι οποίες δείχνουν ότι οι εν λόγω Αντιοχείς δεν ανήκαν στην Ιουδαϊκή θρησκεία. Ωστόσο, μερικοί λόγιοι διακρίνουν το ενδεχόμενο να ήταν μεταξύ αυτών των Αντιοχέων και Ιουδαίοι και Εθνικοί που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, γι’ αυτό και τους περιγράφουν ως «ελληνόφωνους». (ΜΝΚ) «Ο Λούκιος από την Κυρήνη» συγκαταλέγεται στους δασκάλους και στους προφήτες που υπήρχαν στην εκκλησία της Αντιόχειας όταν ο Παύλος ξεκίνησε την πρώτη ιεραποστολική περιοδεία του γύρω στο 47 Κ.Χ.—Πρ 11:20· 13:1.