ΦΤΩΧΟΣ
Αυτός που στερείται υλικών αποκτημάτων ή των αναγκαίων για τη ζωή· ενίοτε, κατώτερος σε ποιότητα· επίσης, αξιολύπητος λόγω πνευματικής ανεπάρκειας.
Το πρόβλημα της φτώχειας είναι πανάρχαιο. Ανά τους αιώνες οι άποροι ήταν γενικά περισσότεροι από τους εύπορους. Όταν ο Ιησούς έγινε αποδέκτης μιας πράξης γενναιοδωρίας, αναγνώρισε τη σκληρή αλήθεια ότι η φτώχεια θα συνέχιζε να υπάρχει ανάμεσα στους ατελείς ανθρώπους, λέγοντας στους μαθητές του: «Τους φτωχούς άλλωστε τους έχετε πάντοτε μαζί σας, και όποτε θέλετε μπορείτε πάντοτε να τους κάνετε καλό, αλλά εμένα δεν με έχετε πάντοτε». (Μαρ 14:7) Η Αγία Γραφή παρουσιάζει μια ισορροπημένη άποψη του προβλήματος, εκφράζοντας μεν συμπόνια για όσους υφίστανται καταδυνάστευση, αλλά και παρέχοντας έλεγχο σε όσους, στην ουσία, “τρώνε την ίδια τους τη σάρκα” εξαιτίας της νωθρότητάς τους. (Εκ 4:1, 5· Παρ 6:6-11) Η Γραφή δίνει έμφαση στην πνευματική ευημερία έναντι της υλικής. (1Τι 6:17-19) Ως εκ τούτου, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Διότι δεν φέραμε τίποτα στον κόσμο ούτε και μπορούμε να πάρουμε μαζί μας τίποτα. Έτσι λοιπόν, έχοντας διατροφή, ενδύματα και στέγη, θα είμαστε ικανοποιημένοι με αυτά». (1Τι 6:7, 8) Εντούτοις, οι Γραφές δεν παρουσιάζουν αυτή καθαυτή την υλική φτώχεια ως αρετή και προειδοποιούν να μην μπει κανείς στον πειρασμό να κλέψει, πειρασμό στον οποίο μπορεί να περιέλθει λόγω έσχατης ένδειας.—Παρ 6:30, 31· 30:8, 9· αντιπαράβαλε Εφ 4:28.
Οι Φτωχοί στον Ισραήλ. Ο Ιεχωβά δεν είχε σκοπό να υποφέρει από φτώχεια κανένας Ισραηλίτης. Είχε δώσει στο έθνος κληρονομιά γης. (Αρ 34:2-12) Όλες οι οικογένειες των Ισραηλιτών—με εξαίρεση τους Λευίτες, οι οποίοι λάβαιναν το δέκατο των προϊόντων της γης για την υπηρεσία τους στο αγιαστήριο—είχαν μερίδιο σε αυτή την κληρονομιά και έτσι μπορούσαν να συντηρούνται. (Αρ 18:20, 21) Οι ιδιοκτησίες γης δεν κινδύνευαν. Οι νόμοι που αφορούσαν την κληρονομιά εξασφάλιζαν ότι η γη θα παρέμενε στην κατοχή της οικογένειας ή της φυλής στην οποία ανήκε. (Αρ 27:7-11· 36:6-9· Δευ 21:15-17· βλέπε ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ.) Δεν μπορούσε να πουληθεί για πάντα. (Λευ 25:23) Κατά το Ιωβηλαίο έτος, κάθε κληρονομημένη έκταση γης που είχε πουληθεί επιστρεφόταν στο δικαιωματικό ιδιοκτήτη της. (Λευ 25:13) Έτσι λοιπόν, ακόμη και αν κάποιος σπαταλούσε την περιουσία του, οι απόγονοί του δεν έχαναν την κληρονομιά για πάντα.
Η πιστή προσκόλληση στο νόμο του Θεού θα απέτρεπε σε σημαντικό βαθμό τη φτώχεια ανάμεσα στους Ισραηλίτες. (Δευ 15:4, 5) Ωστόσο, αν αυτοί ήταν ανυπάκουοι, δεν θα είχαν την ευλογία του Ιεχωβά, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένδεια εξαιτίας συμφορών, όπως ήταν οι εισβολές εχθρικών στρατευμάτων και η σοβαρή ξηρασία. (Δευ 28:22-25· παράβαλε Κρ 6:1-6· 1Βα 17:1· 18:17, 18· Ιακ 5:17, 18.) Αν κάποιοι ήταν τεμπέληδες (Παρ 6:10, 11· 10:4· 19:15· 20:13· 24:30-34), μέθυσοι, λαίμαργοι (Παρ 23:21) ή άτομα που επιδίωκαν τις απολαύσεις (Παρ 21:17), θα μπορούσαν να επιφέρουν φτώχεια στον εαυτό τους και στην οικογένειά τους. Ίσως, επίσης, να προέκυπταν απρόβλεπτες περιστάσεις εξαιτίας των οποίων μερικοί μπορεί να περιέρχονταν σε φτώχεια. Ο θάνατος μπορεί να άφηνε πίσω ορφανά και χήρες. Τα ατυχήματα και οι αρρώστιες θα μπορούσαν, προσωρινά ή μόνιμα, να στερήσουν από κάποιον τη δυνατότητα να εργάζεται όσο ήταν απαραίτητο. Για αυτούς τους λόγους, ο Ιεχωβά δικαίως είπε στον Ισραήλ: «Δεν θα πάψει να υπάρχει φτωχός στο μέσο της γης».—Δευ 15:11.
Εντούτοις, ο Νόμος διευκόλυνε πολύ τους φτωχούς να αντιμετωπίζουν την κατάστασή τους. Στη διάρκεια της συγκομιδής είχαν το δικαίωμα να μαζεύουν τα απομεινάρια από τους αγρούς, από τα περιβόλια και από τα αμπέλια, και έτσι δεν αναγκάζονταν να ζητιανεύουν για ψωμί ή να καταφεύγουν στην κλοπή. (Λευ 19:9, 10· 23:22· Δευ 24:19-21) Ο άπορος Ισραηλίτης μπορούσε να δανειστεί χρήματα χωρίς να χρειάζεται να πληρώσει τόκο, έπρεπε δε να εκδηλώνεται προς αυτόν πνεύμα γενναιοδωρίας. (Εξ 22:25· Λευ 25:35-37· Δευ 15:7-10· βλέπε ΧΡΕΟΣ, ΧΡΕΩΣΤΗΣ.) Προκειμένου να αυξήσει τους οικονομικούς του πόρους, μπορούσε να πουλήσει προσωρινά τη γη του ή τον εαυτό του ως δούλο. (Λευ 25:25-28, 39-54) Για να μη δυσχεραίνεται η θέση των φτωχών, ο Νόμος τούς επέτρεπε να φέρνουν στο αγιαστήριο προσφορές μικρότερης αξίας.—Λευ 12:8· 14:21, 22· 27:8.
Ο νόμος του Θεού προέβλεπε ισονομία για τον φτωχό και τον πλούσιο, μη ευνοώντας ούτε τον έναν ούτε τον άλλον λόγω της θέσης τους. (Εξ 23:3, 6· Λευ 19:15) Καθώς, όμως, το έθνος του Ισραήλ κατρακυλούσε στην απιστία, οι φτωχοί υφίσταντο μεγάλη καταδυνάστευση.—Ησ 10:1, 2· Ιερ 2:34.
Τον Πρώτο Αιώνα Κ.Χ. Φαίνεται ότι επικρατούσε μεγάλη φτώχεια ανάμεσα στους Ιουδαίους τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. Η επικυριαρχία των ξένων από την εποχή της βαβυλωνιακής εξορίας είχε αναμφίβολα παρεμποδίσει την εφαρμογή του Μωσαϊκού Νόμου, ο οποίος προστάτευε τις κληρονομικές ιδιοκτησίες. (Παράβαλε Νε 9:36, 37.) Τους θρησκευτικούς ηγέτες—ειδικά τους Φαρισαίους—τους απασχολούσε περισσότερο η παράδοση και όχι το να ενσταλάζουν ειλικρινή αγάπη για τον πλησίον και κατάλληλο σεβασμό για τους ηλικιωμένους και άπορους γονείς. (Ματ 15:5, 6· 23:23· παράβαλε Λου 10:29-32.) Οι φιλάργυροι Φαρισαίοι ενδιαφέρονταν ελάχιστα για τους φτωχούς.—Λου 16:14.
Ο Χριστός Ιησούς, όμως, “σπλαχνίστηκε τα πλήθη, επειδή ήταν γδαρμένοι και παραπεταμένοι σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα”. (Ματ 9:36) Το ότι διακήρυττε τα καλά νέα στους φτωχούς και στους καταπιεσμένους ερχόταν σε τόσο μεγάλη αντίθεση με τη στάση των θρησκευτικών ηγετών του Ιουδαϊσμού ώστε αποτελούσε μια από τις αποδείξεις για το ότι ήταν πράγματι ο Μεσσίας. (Ματ 11:5· Λου 4:18· 7:22) Επίσης, σε όσους ανταποκρίνονταν, αυτό καθιστούσε εφικτό το ένδοξο προνόμιο να κληρονομήσουν την ουράνια Βασιλεία.—Ματ 5:3· Λου 6:20.
Επειδή οι Ιουδαίοι βρίσκονταν σε σχέση διαθήκης με τον Θεό, είχαν την υποχρέωση να βοηθούν τους άπορους ομοεθνείς τους. (Παρ 14:21· 28:27· Ησ 58:6, 7· Ιεζ 18:7-9) Αναγνωρίζοντάς το αυτό, ο Ζακχαίος αναφώνησε όταν δέχτηκε τον Ιησού ως τον Μεσσία: «Ορίστε! Τα μισά μου υπάρχοντα, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς». (Λου 19:8) Για τον ίδιο λόγο, ο Χριστός Ιησούς μπορούσε να πει: «Όταν παραθέτεις συμπόσιο, να προσκαλείς φτωχούς, αναπήρους, κουτσούς, τυφλούς· και θα είσαι ευτυχισμένος, επειδή αυτοί δεν έχουν τίποτα με το οποίο να σου ανταποδώσουν». (Λου 14:13, 14) Σε κάποια άλλη περίπτωση παρότρυνε έναν πλούσιο νεαρό άρχοντα: «Πούλησε όλα όσα έχεις και μοίρασέ τα σε φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και έλα να γίνεις ακόλουθός μου». (Λου 18:22) Το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν διατεθειμένος να αποχωριστεί τα υπάρχοντά του για να βοηθήσει τους άλλους έδειχνε ότι δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για τους καταπιεσμένους και επομένως δεν είχε τις απαιτούμενες ιδιότητες για να γίνει μαθητής του Ιησού.—Λου 18:23.
Η παρότρυνση που έδινε ο Ιησούς για υποβοήθηση των φτωχών εναρμονιζόταν με ό,τι είχε κάνει ο ίδιος. Ως ο Γιος του Θεού στους ουρανούς, είχε τα πάντα. Εντούτοις, «αν και ήταν πλούσιος έγινε φτωχός». Ως φτωχός άνθρωπος στη γη, μπόρεσε να απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος, κάνοντας διαθέσιμο για τους ακολούθους του το μεγαλύτερο πλούτο, δηλαδή την προοπτική να γίνουν γιοι του Θεού. (2Κο 8:9) Επιπρόσθετα, έγιναν διαθέσιμα για αυτούς και άλλα σπουδαία πνευματικά πλούτη.—Παράβαλε 2Κο 6:10· Απ 2:9· 3:17, 18.
Επίσης, ενόσω ο Ιησούς βρισκόταν στη γη, έδειχνε προσωπικό ενδιαφέρον για όσους ήταν φτωχοί από υλική άποψη. Εκείνος και οι απόστολοί του είχαν ένα κοινό ταμείο από το οποίο έδιναν στους άπορους Ισραηλίτες. (Ματ 26:9-11· Μαρ 14:5-7· Ιωα 12:5-8· 13:29) Το ίδιο στοργικό ενδιαφέρον για τους φτωχούς εκδήλωναν και σε μεταγενέστερα χρόνια οι Χριστιανοί καθώς παρείχαν υλική βοήθεια στους φτωχούς αδελφούς τους. (Ρω 15:26· Γα 2:10) Αλλά μερικοί τα ξέχασαν αυτά, πράγμα που ανάγκασε τον μαθητή Ιάκωβο να τους επιτιμήσει επειδή μεροληπτούσαν υπέρ των πλουσίων και περιφρονούσαν τους φτωχούς.—Ιακ 2:2-9.
Φυσικά, μόνο αυτοί που το άξιζαν λάβαιναν υλική βοήθεια. Σε καμιά περίπτωση δεν ενθαρρυνόταν η τεμπελιά. Όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος στους Θεσσαλονικείς: «Αν κάποιος δεν θέλει να εργάζεται δεν πρέπει ούτε και να τρώει».—2Θε 3:10· βλέπε ΔΩΡΑ ΕΛΕΟΥΣ· ΖΗΤΙΑΝΟΣ.