ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Η υπέρτατη εξουσία ή δύναμη· η ηγεμονία ή η διακυβέρνηση ενός άρχοντα, βασιλιά, αυτοκράτορα ή κάποιου αντίστοιχου προσώπου· η εξουσία που διέπει σε τελική ανάλυση την κυβέρνηση ενός κράτους.
Στις Εβραϊκές Γραφές η λέξη ’Αδονάι εμφανίζεται συχνά, και η φράση ’Αδονάι Γεχβίχ εμφανίζεται 285 φορές. Η λέξη ’Αδονάι είναι ένας τύπος του πληθυντικού αριθμού της λέξης ’αδών, που σημαίνει «κύριος». Ο τύπος ’αδονίμ, επίσης στον πληθυντικό αριθμό, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει απλώς περισσότερους από έναν ανθρώπους ως «κυρίους». Ωστόσο στις Γραφές, η λέξη ’Αδονάι, όταν δεν ακολουθείται από κάποιο επίθημα, χρησιμοποιείται πάντοτε αναφορικά με τον Θεό, ο δε πληθυντικός αριθμός χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει εξοχότητα ή μεγαλειότητα και, ως επί το πλείστον, αποδίδεται «Κύριος» από τους μεταφραστές. Όταν συνοδεύεται από το όνομα του Θεού (’Αδονάι Γεχβίχ), όπως λόγου χάρη στο εδάφιο Ψαλμός 73:28, η φράση μεταφράζεται «Κύριος ΘΕΟΣ» (AT, KJ, RS)· «Κύριος Θεός» (Dy [72:28], ΒΑΜ, ΛΧ)· «Κύριος, ο Κύριός μου» (Kx [72:28])· «Κύριος Ιεχωβά» (Yg)· «Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά» (ΜΝΚ). Στα εδάφια Ψαλμός 47:9· 138:5· 150:2, ο Μόφατ χρησιμοποιεί τη λέξη «κυρίαρχος», όχι όμως ως απόδοση της λέξης ’Αδονάι.
Η λέξη δεσπότης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου έχει την έννοια ότι κάποιος κατέχει υπέρτατη εξουσία ή απόλυτη κυριότητα και ανεξέλεγκτη δύναμη. (Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν [Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words], 1981, Τόμ. 3, σ. 18, 46) Η λέξη αυτή αποδίδεται «κύριος» και «ιδιοκτήτης», και όταν χρησιμοποιείται ως άμεση προσφώνηση του Θεού αποδίδεται «Κύριος» (KJ, Yg και άλλες), «Άρχοντας των πάντων» (Kx), «Υπέρτατος Κύριος» (ΜΝΚ), στα εδάφια Λουκάς 2:29, Πράξεις 4:24 και Αποκάλυψη 6:10. Στο τελευταίο εδάφιο, η μετάφραση του Νοξ, Η Νέα Αγγλική Βίβλος, η μετάφραση του Μόφατ και η Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση έχουν την απόδοση «Υπέρτατος Κύριος».
Έτσι λοιπόν, ενώ το πρωτότυπο εβραϊκό και ελληνικό κείμενο δεν έχουν κάποιον ξεχωριστό προσδιορισμό που να αντιστοιχεί στη λέξη «υπέρτατος», αυτή η έννοια εμπεριέχεται στις λέξεις ’Αδονάι και δεσπότης όταν χρησιμοποιούνται στις Γραφές σε σχέση με τον Ιεχωβά Θεό, οπότε υποδηλώνεται η εξοχότητα της κυριότητάς του.
Η Κυριαρχία του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Κυρίαρχος του σύμπαντος («κυρίαρχος του κόσμου», Ψλ 47:9, Mo) λόγω της ιδιότητάς του ως Δημιουργού, της Θειότητάς του και της υπεροχής του ως Παντοδυνάμου. (Γε 17:1· Εξ 6:3· Απ 16:14) Αυτός είναι ο Ιδιοκτήτης των πάντων, η Πηγή κάθε εξουσίας και δύναμης, ο Υπέρτατος Άρχοντας ως προς τη διακυβέρνηση. (Ψλ 24:1· Ησ 40:21-23· Απ 4:11· 11:15) Ο ψαλμωδός έψαλε για αυτόν: «Ο Ιεχωβά έχει εδραιώσει το θρόνο του στους ουρανούς· και στο καθετί ασκεί εξουσία η βασιλεία του». (Ψλ 103:19· 145:13) Οι μαθητές του Ιησού προσευχήθηκαν, απευθυνόμενοι στον Θεό: «Υπέρτατε Κύριε, εσύ είσαι Αυτός ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη». (Πρ 4:24, ΜΝΚ· Mo) Στο έθνος του Ισραήλ, και τα τρία είδη εξουσίας, η δικαστική, η νομοθετική και η εκτελεστική, ήταν συγκεντρωμένα στο πρόσωπο του Θεού. Ο προφήτης Ησαΐας είπε: «Ο Ιεχωβά είναι ο Κριτής μας, ο Ιεχωβά είναι ο Νομοθέτης μας, ο Ιεχωβά είναι ο Βασιλιάς μας· αυτός θα μας σώσει». (Ησ 33:22) Ο Μωυσής περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τον Θεό ως Κυρίαρχο στο εδάφιο Δευτερονόμιο 10:17.
Δεδομένης της κυρίαρχης θέσης του, ο Ιεχωβά έχει το δικαίωμα και την εξουσία να αναθέτει εξουσιαστικές ευθύνες. Ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς του Ισραήλ, και οι Γραφές μιλούν για “τη βασιλεία του Δαβίδ” σαν να επρόκειτο για δική του βασιλεία. Ωστόσο, ο Δαβίδ αναγνώρισε τον Ιεχωβά ως τον μεγαλειώδη Υπέρτατο Κυρίαρχο, λέγοντας: «Δική σου είναι, Ιεχωβά, η μεγαλοσύνη και η κραταιότητα και η ωραιότητα και η εξοχότητα και η αξιοπρέπεια· διότι τα πάντα στους ουρανούς και στη γη είναι δικά σου. Δική σου είναι η βασιλεία, Ιεχωβά, που μάλιστα υψώνεις τον εαυτό σου ως κεφαλή πάνω από όλους».—1Χρ 29:11.
Επίγειοι Άρχοντες. Οι άρχοντες των εθνών στη γη ασκούν την περιορισμένης κλίμακας εξουσία τους επειδή το ανέχεται ή το επιτρέπει αυτό ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά. Το ότι οι πολιτικές κυβερνήσεις δεν λαβαίνουν την εξουσία τους από τον Θεό, δηλαδή το ότι η δράση τους δεν οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνος τους παραχώρησε την ανάλογη εξουσία ή δύναμη, φαίνεται στα εδάφια Αποκάλυψη 13:1, 2, όπου αναφέρεται ότι το θηρίο με τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα λαβαίνει «τη δύναμή του και το θρόνο του και μεγάλη εξουσία» από τον Δράκοντα, τον Σατανά τον Διάβολο.—Απ 12:9· βλέπε ΘΗΡΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ.
Έτσι λοιπόν, αν και ο Θεός έχει επιτρέψει στις διάφορες ανθρώπινες κυβερνήσεις να έρχονται και να παρέρχονται, ένας από τους κραταιούς βασιλιάδες αυτών των κυβερνήσεων—αφού του καταδείχτηκε μέσα από προσωπική του εμπειρία το γεγονός της κυριαρχίας του Ιεχωβά—αισθάνθηκε την ανάγκη να πει: «Η εξουσία του για διακυβέρνηση είναι εξουσία που διαρκεί στον αιώνα και η βασιλεία του είναι επί γενεές γενεών. Και όλοι οι κάτοικοι της γης λογίζονται ως ένα τίποτα, και αυτός ενεργεί σύμφωνα με το δικό του θέλημα ανάμεσα στο στράτευμα των ουρανών και στους κατοίκους της γης. Και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να εμποδίσει το χέρι του ή που να μπορεί να του πει: “Τι έκανες;”»—Δα 4:34, 35.
Κατά συνέπεια, για όσο διάστημα είναι θέλημα Θεού να επιτρέπεται στις ανθρωποποίητες κυβερνήσεις να άρχουν, θα ισχύει η νουθεσία που έδωσε ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς: «Κάθε ψυχή ας υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί δεν υπάρχει εξουσία παρά μόνο από τον Θεό· οι υπάρχουσες εξουσίες βρίσκονται τοποθετημένες στις σχετικές τους θέσεις από τον Θεό». Ο απόστολος δείχνει κατόπιν πως όταν αυτές οι κυβερνήσεις τιμωρούν όποιον κάνει το κακό, η “ανώτερη εξουσία” ή ο άρχοντας (παρότι δεν είναι πιστός λάτρης του Θεού) ενεργεί έμμεσα ως διάκονος του Θεού αναλαμβάνοντας αυτόν το συγκεκριμένο ρόλο, καθώς εκδηλώνει οργή σε εκείνον που πράττει το κακό.—Ρω 13:1-6.
Όσο για τη φράση ότι οι εν λόγω εξουσίες είναι «τοποθετημένες στις σχετικές τους θέσεις από τον Θεό», οι Γραφές υποδεικνύουν ότι αυτό δεν σημαίνει πως ο Θεός συγκρότησε αυτές τις κυβερνήσεις ή πως τις υποστηρίζει. Απεναντίας, τις έχει χειραγωγήσει επιδέξια έτσι ώστε να εξυπηρετούν τον αγαθό σκοπό του σε σχέση με το θέλημά του για τους υπηρέτες του στη γη. Ο Μωυσής είπε: «Όταν ο Ύψιστος έδωσε στα έθνη κληρονομιά, όταν χώρισε τους γιους του Αδάμ τον έναν από τον άλλον, στερέωσε το όριο των λαών με τον αριθμό των γιων του Ισραήλ υπόψη».—Δευ 32:8.
Ο Γιος του Θεού ως Βασιλιάς. Ύστερα από την ανατροπή του τελευταίου βασιλιά που καθόταν στο «θρόνο του Ιεχωβά» στην Ιερουσαλήμ (1Χρ 29:23), ο προφήτης Δανιήλ έλαβε ένα όραμα το οποίο περιέγραφε το μελλοντικό διορισμό του ίδιου του Γιου του Θεού ως Βασιλιά. Η θέση του Ιεχωβά τονίζεται σαφώς καθώς αυτός χορηγεί, ως ο Παλαιός των Ημερών, εξουσία διακυβέρνησης στον Γιο του. Η αφήγηση αναφέρει: «Εξακολούθησα να βλέπω στα οράματα της νύχτας, και ορίστε! με τα σύννεφα των ουρανών ερχόταν κάποιος που ήταν σαν γιος ανθρώπου· και απέκτησε πρόσβαση στον Παλαιό των Ημερών, και τον έφεραν μπροστά σε Εκείνον. Και σε αυτόν δόθηκε εξουσία διακυβέρνησης και αξιοπρέπεια και βασιλεία, ώστε όλοι οι λαοί, οι εθνότητες και οι γλώσσες να υπηρετούν αυτόν. Η εξουσία του για διακυβέρνηση είναι εξουσία που θα διαρκέσει στον αιώνα και δεν θα παρέλθει, και η βασιλεία του είναι βασιλεία που δεν θα καταστραφεί». (Δα 7:13, 14) Μια σύγκριση αυτής της περικοπής με τα εδάφια Ματθαίος 26:63, 64 δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ότι «ο γιος ανθρώπου» στο όραμα του Δανιήλ είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός αποκτάει πρόσβαση στην παρουσία του Ιεχωβά και του δίνεται εξουσία διακυβέρνησης.—Παράβαλε Ψλ 2:8, 9· Ματ 28:18.
Η Κυριαρχία του Ιεχωβά Προκαλείται. Η πονηρία υφίσταται στη γη σχεδόν τόσα χρόνια όσα και ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη Βιβλική χρονολόγηση για την ύπαρξη του ανθρώπου. Ολόκληρη η ανθρωπότητα βρίσκεται σε θνήσκουσα κατάσταση, ενώ οι αμαρτίες και οι παραβάσεις εναντίον του Θεού έχουν πολλαπλασιαστεί. (Ρω 5:12, 15, 16) Εφόσον η Γραφή δείχνει ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ένα τέλειο ξεκίνημα, γεννιούνται τα εξής ερωτήματα: Πώς ξεκίνησε η αμαρτία, η ατέλεια και η πονηρία; Και γιατί έχει επιτρέψει ο Παντοδύναμος Θεός να συνεχίζονται όλα αυτά επί αιώνες; Οι απαντήσεις σχετίζονται με μια πρόκληση εναντίον της κυριαρχίας του Θεού, η οποία έφερε στο προσκήνιο ένα ζήτημα υψίστης σημασίας που περιλαμβάνει την ανθρωπότητα.
Τι θέλει ο Θεός από εκείνους που τον υπηρετούν. Στο διάβα των αιώνων ο Ιεχωβά Θεός έχει αποδείξει με τα λόγια του και με τις ενέργειές του ότι είναι Θεός αγάπης και παρ’ αξία καλοσύνης, ο οποίος ασκεί τέλεια δικαιοσύνη και κρίση και δείχνει έλεος σε εκείνους που επιζητούν να τον υπηρετούν. (Εξ 34:6, 7· Ψλ 89:14· βλέπε ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΚΡΙΣΗ· ΕΛΕΟΣ.) Ακόμη και στους αγνώμονες και στους πονηρούς εκείνος έχει δείξει καλοσύνη. (Ματ 5:45· Λου 6:35· Ρω 5:8) Αντλεί ευχαρίστηση από το γεγονός ότι η κυριαρχία του ασκείται με αγάπη.—Ιερ 9:24.
Επομένως, θέλει να έχει στο σύμπαν του άτομα που τον υπηρετούν από αγάπη για αυτόν και για τις θαυμάσιες ιδιότητές του. Αυτά τα άτομα πρέπει να αγαπούν πρώτα τον Θεό και έπειτα τον πλησίον τους. (Ματ 22:37-39) Πρέπει να αγαπούν την κυριαρχία του Ιεχωβά, πρέπει να τη θέλουν και να την προτιμούν από οποιαδήποτε άλλη. (Ψλ 84:10) Πρέπει να είναι άτομα που, ακόμη και αν είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ανεξάρτητα, θα επέλεγαν την κυριαρχία Του επειδή γνωρίζουν πως η διακυβέρνησή του είναι απείρως σοφότερη, δικαιότερη και καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη. (Ησ 55:8-11· Ιερ 10:23· Ρω 7:18) Τέτοιου είδους άτομα υπηρετούν τον Θεό, όχι απλώς από φόβο για την παντοδυναμία του ούτε από ιδιοτέλεια, αλλά από αγάπη για τη δικαιοσύνη, την κρίση και τη σοφία του και επειδή έχουν γνώση της μεγαλοσύνης και της στοργικής καλοσύνης του Ιεχωβά. (Ψλ 97:10· 119:104, 128, 163) Αναφωνούν μαζί με τον απόστολο Παύλο: «Ω! βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσης του Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις του και ανεξιχνίαστες οι οδοί του! Διότι “ποιος έχει γνωρίσει το νου του Ιεχωβά, ή ποιος έχει γίνει σύμβουλός του;” Ή “ποιος του έχει δώσει πρώτος, ώστε να πρέπει να του ανταποδοθεί;” Επειδή από αυτόν και μέσω αυτού και για αυτόν είναι τα πάντα. Σε αυτόν ας είναι η δόξα στους αιώνες. Αμήν».—Ρω 11:33-36.
Αυτά τα άτομα φτάνουν στο σημείο να γνωρίσουν τον Θεό, και το να τον γνωρίσουν πραγματικά σημαίνει να τον αγαπήσουν και να προσκολληθούν στην κυριαρχία του. Ο απόστολος Ιωάννης γράφει: «Όποιος παραμένει σε ενότητα με αυτόν δεν αμαρτάνει· όποιος αμαρτάνει δεν τον έχει δει ούτε τον έχει γνωρίσει». Επιπλέον, «αυτός που δεν αγαπάει δεν έχει γνωρίσει τον Θεό, επειδή ο Θεός είναι αγάπη». (1Ιω 3:6· 4:8) Ο Ιησούς γνώριζε τον Πατέρα του καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Μάλιστα είπε: «Όλα έχουν παραδοθεί σε εμένα από τον Πατέρα μου, και κανείς δεν γνωρίζει πλήρως τον Γιο, εκτός από τον Πατέρα, ούτε γνωρίζει κανείς πλήρως τον Πατέρα, εκτός από τον Γιο και εκείνον στον οποίο ο Γιος θέλει να τον αποκαλύψει».—Ματ 11:27.
Έλλειψη αγάπης και εκτίμησης. Κατά συνέπεια, η πρόκληση εναντίον της κυριαρχίας του Ιεχωβά προήλθε από κάποιον ο οποίος, παρότι απολάμβανε τα οφέλη της κυριαρχίας του Θεού, δεν εκτίμησε ούτε ανέπτυξε τη γνώση που είχε για τον Θεό, έτσι ώστε να βαθύνει την αγάπη του για εκείνον. Αυτός ήταν πνευματικό πλάσμα του Θεού, άγγελος. Όταν το ανθρώπινο ζευγάρι, ο Αδάμ και η Εύα, τέθηκε στη γη, ο εν λόγω άγγελος διέβλεψε την ευκαιρία να αρχίσει επίθεση κατά της κυριαρχίας του Θεού. Πρώτα έκανε μια (επιτυχή, όπως αποδείχτηκε) απόπειρα να απομακρύνει την Εύα, και έπειτα τον Αδάμ, από την υποταγή στην κυριαρχία του Θεού. Έλπιζε να εγκαθιδρύσει μια αντίπαλη κυριαρχία.
Η Εύα, την οποία αυτός ο άγγελος προσέγγισε πρώτη, σίγουρα δεν είχε εκτιμήσει τον Δημιουργό και Θεό της και δεν είχε επωφεληθεί από την ευκαιρία που της δόθηκε να τον γνωρίσει. Έδωσε προσοχή στη φωνή ενός υποδεέστερου πλάσματος, που φαινομενικά ήταν ένα φίδι, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο στασιαστής άγγελος. Η Αγία Γραφή δεν αφήνει να εννοηθεί ότι η Εύα εξεπλάγη όταν άκουσε το φίδι να μιλάει. Λέει, όμως, ότι το φίδι ήταν «το πιο προσεκτικό από όλα τα θηρία του αγρού που είχε κάνει ο Ιεχωβά Θεός». (Γε 3:1) Το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό “του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού” και κατόπιν παρουσιάστηκε ως σοφό και ικανό να μιλάει δεν αναφέρεται. Ο στασιαστής άγγελος, χρησιμοποιώντας το φίδι για να της μιλήσει, της πρόσφερε (όπως εκείνη υπέθεσε) την ευκαιρία να ανεξαρτητοποιηθεί, “να γίνει σαν τον Θεό, γνωρίζοντας το καλό και το κακό”, και κατάφερε να την πείσει πως δεν θα πέθαινε.—Γε 2:17· 3:4, 5· 2Κο 11:3.
Ο Αδάμ, που επίσης δεν έδειξε εκτίμηση και αγάπη για τον Δημιουργό και Προμηθευτή του όταν ήρθε αντιμέτωπος με το στασιασμό στο σπιτικό του, και ο οποίος δεν έδειξε οσιότητα ώστε να ταχθεί υπέρ του Θεού του όταν υποβλήθηκε σε δοκιμή, υπέκυψε στην πειστικότητα της Εύας. Προφανώς έχασε την πίστη του στον Θεό και στην ικανότητα που έχει Αυτός να προμηθεύει καθετί καλό στον όσιο υπηρέτη Του. (Παράβαλε τι είπε ο Ιεχωβά στον Δαβίδ όταν εκείνος αμάρτησε με τη Βηθ-σαβεέ, στα εδ. 2Σα 12:7-9.) Επιπλέον, ο Αδάμ φάνηκε να επιρρίπτει την ευθύνη στον Ιεχωβά, κάτι που υποδηλώνεται από την απάντησή του όταν ρωτήθηκε για την εσφαλμένη πράξη του: «Η γυναίκα που μου έδωσες να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε καρπό από το δέντρο και έφαγα». (Γε 3:12) Ο Αδάμ δεν πίστεψε το ψέμα του Φιδιού ότι δεν θα πέθαινε, κάτι που είχε πιστέψει η Εύα, αλλά τόσο ο Αδάμ όσο και η Εύα επέλεξαν εσκεμμένα μια πορεία αυτοδιάθεσης και στασιασμού κατά του Θεού.—1Τι 2:14.
Ο Αδάμ δεν μπορούσε να πει: «Από τον Θεό δοκιμάζομαι». Τουναντίον, ίσχυσε η εξής αρχή: «Ο καθένας δοκιμάζεται με το να ελκύεται και να δελεάζεται από την ίδια του την επιθυμία. Έπειτα η επιθυμία, αφού συλλάβει, γεννάει την αμαρτία· και η αμαρτία, αφού επιτελεστεί, γεννάει το θάνατο». (Ιακ 1:13-15) Έτσι λοιπόν, οι τρεις στασιαστές—ο άγγελος, η Εύα και ο Αδάμ—χρησιμοποίησαν την ελευθερία βούλησης με την οποία τους είχε προικίσει ο Θεός, για να μεταβούν από την αναμάρτητη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν σε μια πορεία εκούσιας αμαρτίας.—Βλέπε ΑΜΑΡΤΙΑ· ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ.
Το επίμαχο ζήτημα. Ποιο ήταν το αντικείμενο της πρόκλησης; Ποιος ήταν αυτός που ονειδίστηκε και δυσφημίστηκε από την πρόκληση του αγγέλου που ονομάστηκε αργότερα Σατανάς ο Διάβολος—μια πρόκληση την οποία υποστήριξε ο Αδάμ με τη στασιαστική του πράξη; Ήταν αυτή καθαυτή η υπεροχή του Ιεχωβά, το αν η κυριαρχία του υφίστατο; Μήπως διακυβεύτηκε η κυριαρχία του Θεού; Όχι, διότι ο Ιεχωβά κατέχει την υπέρτατη εξουσία και δύναμη και κανείς στον ουρανό ή στη γη δεν μπορεί να την αφαιρέσει από το χέρι του. (Ρω 9:19) Επομένως, η πρόκληση πρέπει να σχετίζεται με το κατά πόσον η κυριαρχία του Θεού ήταν δικαιωματική, αρμόζουσα και δίκαιη—αν ασκούνταν όπως έπρεπε, δίκαια, και με γνώμονα τα καλύτερα συμφέροντα των υπηκόων του ή όχι. Αυτό αφήνεται να εννοηθεί από τα όσα ειπώθηκαν στην Εύα: «Είπε πράγματι ο Θεός ότι δεν πρέπει να τρώτε από κάθε δέντρο του κήπου;» Εν προκειμένω, το Φίδι υπαινίχθηκε πως κάτι τέτοιο ήταν απίστευτο—πως ο Θεός ήταν υπέρμετρα περιοριστικός, κατακρατώντας κάτι που δικαιωματικά ανήκε στο ανθρώπινο ζευγάρι.—Γε 3:1.
Τι ήταν «το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού»;
Τρώγοντας από τον καρπό του «δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού», ο Αδάμ και η Εύα εκδήλωσαν το στασιασμό τους. Ο Δημιουργός, ως ο Παγκόσμιος Κυρίαρχος, είχε κάθε δικαίωμα να θεσπίσει το νόμο σχετικά με το δέντρο, διότι ο Αδάμ, όντας δημιούργημα και όχι κυρίαρχος, είχε περιορισμούς και έπρεπε να αναγνωρίζει αυτό το γεγονός. Για να υπάρχει ειρήνη και αρμονία στο σύμπαν, όλα τα νοήμονα πλάσματα όφειλαν να αναγνωρίζουν και να υποστηρίζουν την κυριαρχία του Δημιουργού. Ο Αδάμ θα έδειχνε ότι αποδεχόταν αυτό το γεγονός με το να μη φάει από τον καρπό εκείνου του δέντρου. Ως ο μελλοντικός πατέρας της οικουμένης, έπρεπε να αποδειχτεί υπάκουος και όσιος, ακόμη και στο παραμικρό. Ίσχυε η εξής αρχή: «Ο πιστός στο ελάχιστο είναι πιστός και στο πολύ, και ο άδικος στο ελάχιστο είναι άδικος και στο πολύ». (Λου 16:10) Ο Αδάμ είχε τη δυνατότητα να δείξει τέτοια τέλεια υπακοή. Προφανώς, ο καρπός του δέντρου δεν ήταν εγγενώς κακός. (Ο απαγορευμένος καρπός δεν ήταν οι σεξουαλικές σχέσεις, διότι ο Θεός είχε διατάξει το ζευγάρι να “γεμίσει τη γη”. [Γε 1:28] Ήταν ο καρπός ενός πραγματικού δέντρου, όπως λέει η Αγία Γραφή.) Το τι αντιπροσώπευε αυτό το δέντρο το εκφράζει ωραία Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ (1966) σε μια υποσημείωση του εδαφίου Γένεση 2:17:
«Αυτή η γνώση είναι ένα προνόμιο το οποίο ο Θεός κρατάει για τον εαυτό του και το οποίο ο άνθρωπος με το αμάρτημά του επιθυμεί να σφετεριστεί, 3:5, 22. Άρα, δεν σημαίνει παντογνωσία, την οποία ο ξεπεσμένος άνθρωπος δεν διαθέτει, ούτε είναι η ηθική διάκριση, διότι ο άνθρωπος την είχε ήδη προτού πέσει, και διότι ο Θεός δεν θα την αρνούνταν σε ένα λογικό ον. Είναι η εξουσία να αποφασίζει ο ίδιος τι είναι καλό και τι είναι κακό και να ενεργεί ανάλογα, μια αξίωση για πλήρη ηθική ανεξαρτησία, μέσω της οποίας ο άνθρωπος αρνείται να αναγνωρίσει τη θέση του ως δημιουργημένου όντος. Η πρώτη αμαρτία αποτελούσε επίθεση στην κυριαρχία του Θεού, ήταν μια αμαρτία υπερηφάνειας».
Οι υπηρέτες του Θεού κατηγορούνται για ιδιοτέλεια. Μια άλλη πτυχή του ζητήματος εντοπίζεται στη δήλωση του Σατανά προς τον Θεό σχετικά με τον πιστό υπηρέτη του, τον Ιώβ. Ο Σατανάς είπε: «Μήπως δωρεάν φοβάται ο Ιώβ τον Θεό; Δεν έστησες ο ίδιος περίφραξη γύρω του και γύρω από το σπίτι του και γύρω από όλα όσα έχει; Το έργο των χεριών του το ευλόγησες και τα ζωντανά του πληθύνθηκαν στη γη. Αλλά άπλωσε τώρα το χέρι σου, παρακαλώ, και άγγιξε όλα όσα έχει και δες αν δεν σε καταραστεί κατά πρόσωπο». Επίσης σε μια άλλη περίπτωση διατύπωσε την εξής κατηγορία: «Δέρμα για χάρη δέρματος, και όλα όσα έχει ο άνθρωπος θα τα δώσει για χάρη της ψυχής του». (Ιωβ 1:9-11· 2:4) Με τα λόγια αυτά ο Σατανάς κατηγόρησε τον Ιώβ ότι η καρδιά του δεν ήταν σε αρμονία με τον Θεό, ότι υπηρετούσε τον Θεό υπάκουα απλώς και μόνο για ιδιοτελείς λόγους, για όφελος. Με αυτόν τον τρόπο, ο Σατανάς συκοφάντησε τον Θεό σε σχέση με την κυριαρχία του, και τους υπηρέτες του Θεού σε σχέση με την ακεραιότητά τους υπέρ αυτής της κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, είπε ότι κανένας άνθρωπος στη γη δεν θα διακρατούσε ακεραιότητα υπέρ της κυριαρχίας του Ιεχωβά αν αυτός, ο Σατανάς, είχε το ελεύθερο να τον υποβάλει σε δοκιμή.
Ο Ιεχωβά επέτρεψε να δοθεί συνέχεια σε αυτό το ζήτημα. Όχι, όμως, επειδή δεν ήταν βέβαιος για το αν είναι δίκαιη η κυριαρχία του. Δεν χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα στον εαυτό του. Ο λόγος για τον οποίο άφησε χρόνο για τη διαλεύκανση του ζητήματος ήταν η αγάπη του για τα νοήμονα πλάσματά του. Επέτρεψε στον Σατανά να υποβάλει τους ανθρώπους σε δοκιμή, ενώπιον όλου του σύμπαντος. Επιπρόσθετα, έδωσε στα πλάσματά του το προνόμιο να αποδείξουν τον Διάβολο ψεύτη και να απαλλάξουν από τη συκοφαντία όχι μόνο το όνομα του Θεού αλλά και το δικό τους. Ο Σατανάς, με την εγωιστική του στάση, “παραδόθηκε σε μια αποδοκιμασμένη διανοητική κατάσταση”. Το σκεπτικό με το οποίο προσέγγισε την Εύα χαρακτηριζόταν από μια προφανή αντιφατικότητα. (Ρω 1:28) Διότι ενώ κατηγορούσε τον Θεό για αθέμιτη και άδικη άσκηση της κυριαρχίας του, ταυτόχρονα ο ίδιος βασιζόταν φανερά στη δικαιοσύνη του Θεού: Πίστευε, όπως φαίνεται, πως ο Θεός θα ένιωθε υποχρεωμένος να τον αφήσει ζωντανό αν αποδείκνυε την κατηγορία του περί απιστίας των πλασμάτων του Θεού.
Τακτοποίηση του ζητήματος, μια ζωτική ανάγκη. Η τακτοποίηση του ζητήματος ήταν πράγματι θέμα ζωτικής σημασίας για όλα τα ζωντανά πλάσματα, σε ό,τι αφορούσε τη σχέση τους με την κυριαρχία του Θεού. Διότι άπαξ και τακτοποιούνταν το ζήτημα, δεν θα χρειαζόταν να εκδικαστεί ποτέ ξανά. Είναι προφανές πως ο Ιεχωβά επιθυμούσε να γνωστοποιηθούν πλήρως και να κατανοηθούν διεξοδικά όλες οι πτυχές αυτού του ζητήματος. Η δράση που ανέλαβε ο Θεός εμπνέει πεποίθηση στο γεγονός ότι παραμένει αναλλοίωτος, εξαίρει την κυριαρχία του, την κάνει πιο επιθυμητή και την εδραιώνει ακόμη περισσότερο στις διάνοιες όλων όσων την επιλέγουν.—Παράβαλε Μαλ 3:6.
Ηθικό ζήτημα. Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για ζήτημα ισχύος ή φυσικής δύναμης. Απεναντίας, επρόκειτο κυρίως για ηθικό ζήτημα. Εντούτοις, επειδή ο Θεός είναι αόρατος και επειδή ο Σατανάς έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια για να τυφλώσει τις διάνοιες των ανθρώπων, κατά καιρούς έχει αμφισβητηθεί η δύναμη του Ιεχωβά, ακόμη δε και η ύπαρξή του. (1Ιω 5:19· Απ 12:9) Οι άνθρωποι έχουν παρερμηνεύσει το λόγο που βρίσκεται πίσω από την υπομονή και την καλοσύνη του Θεού και έχουν γίνει πιο στασιαστικοί. (Εκ 8:11· 2Πε 3:9) Εξαιτίας αυτού, το να υπηρετεί κανείς τον Θεό με ακεραιότητα προϋποθέτει πίστη και συνεπάγεται παθήματα. (Εβρ 11:6, 35-38) Εντούτοις, ο Ιεχωβά σκοπεύει να γνωστοποιήσει την κυριαρχία του και το όνομά του σε όλους. Στην Αίγυπτο είπε στον Φαραώ: «Στην πραγματικότητα, γι’ αυτόν το λόγο σε κράτησα στη ζωή, για να σου δείξω τη δύναμή μου και για να κάνω το όνομά μου να διακηρυχτεί σε όλη τη γη». (Εξ 9:16) Παρόμοια, ο Θεός έχει αφήσει κάποιον χρόνο για αυτόν τον κόσμο και για το θεό του, τον Σατανά τον Διάβολο, ώστε να υπάρχουν και να εξελίσσονται στα πλαίσια της πονηρίας τους, και έχει ορίσει κάποιον χρόνο για την καταστροφή τους. (2Κο 4:4· 2Πε 3:7) Η προφητική προσευχή του ψαλμωδού ήταν η εξής: «Για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ότι εσύ, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, είσαι ο μόνος Ύψιστος όλης της γης». (Ψλ 83:18) Ο Ιεχωβά ο ίδιος έχει ορκιστεί: «Σε εμένα θα λυγίσει κάθε γόνατο, κάθε γλώσσα θα ορκιστεί, λέγοντας: “Ασφαλώς στον Ιεχωβά υπάρχει πλήρης δικαιοσύνη και ισχύς”».—Ησ 45:23, 24.
Ποιες ήταν οι προεκτάσεις του ζητήματος. Ποιες προεκτάσεις είχε αυτό το ζήτημα; Εφόσον ο άνθρωπος παρασύρθηκε στην αμαρτία, και εφόσον αμάρτησε ένας άγγελος, το ζήτημα περιέλαβε μέχρι και τα ουράνια πλάσματα του Θεού, ακόμη και τον μονογενή Γιο του Θεού που βρίσκεται πιο κοντά στον Ιεχωβά Θεό από οποιονδήποτε άλλον. Αυτός, που πάντοτε έκανε ό,τι ευαρεστούσε τον Πατέρα του, θα επιθυμούσε έντονα να συμβάλει στη δικαίωση της κυριαρχίας του Ιεχωβά. (Ιωα 8:29· Εβρ 1:9) Ο Θεός τον επέλεξε για αυτόν το διορισμό, στέλνοντάς τον στη γη, όπου γεννήθηκε ως άρρενας από την παρθένα Μαρία. (Λου 1:35) Ήταν τέλειος, και διακράτησε αυτή την τελειότητα και την άμεμπτη διαγωγή του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ακόμη και ως τον επονείδιστο θάνατό του. (Εβρ 7:26) Πριν από το θάνατό του είπε: «Τώρα γίνεται κρίση αυτού του κόσμου· τώρα ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα ριχτεί έξω». Επίσης: «Έρχεται ο άρχοντας του κόσμου. Και δεν έχει καμιά επιρροή πάνω μου». (Ιωα 12:31· 14:30) Ο Σατανάς δεν κατάφερε να ασκήσει καμιά επιρροή στον Χριστό ώστε να διαρρήξει την ακεραιότητά του, και επομένως η κρίση που εκφέρθηκε εναντίον του ήταν ότι απέτυχε και επρόκειτο να ριχτεί έξω. Ο Ιησούς “νίκησε τον κόσμο”.—Ιωα 16:33.
Ιησούς Χριστός, Αυτός που δικαιώνει την κυριαρχία του Ιεχωβά. Κατά συνέπεια, ο Ιησούς Χριστός, με έναν απόλυτα τέλειο τρόπο, απέδειξε τον Διάβολο ψεύτη, δίνοντας πλήρη απάντηση στο ερώτημα αν θα υπήρχε άνθρωπος που θα ήταν πιστός στον Θεό κάτω από οποιαδήποτε δοκιμασία. Γι’ αυτό και ο Ιησούς διορίστηκε από τον Κυρίαρχο Θεό ως ο Εκτελεστής των σκοπών Του, ως εκείνος που θα χρησιμοποιηθεί για την εξάλειψη της πονηρίας, περιλαμβανομένου και του Διαβόλου, από το σύμπαν. Ο Ιησούς θα ασκήσει αυτή την εξουσία, και “κάθε γόνατο θα λυγίσει και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει φανερά ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος για τη δόξα του Θεού του Πατέρα”.—Φλπ 2:5-11· Εβρ 2:14· 1Ιω 3:8.
Στην επικράτεια που του παραχωρείται, ο Γιος άρχει στο όνομα του Πατέρα του, “εκμηδενίζοντας” κάθε κυβέρνηση, κάθε εξουσία και κάθε δύναμη που ανθίσταται στην κυριαρχία του Ιεχωβά. Ο απόστολος Παύλος αποκαλύπτει ότι κατόπιν ο Ιησούς Χριστός θα αποδώσει το μέγιστο φόρο τιμής στην κυριαρχία του Ιεχωβά, διότι, «όταν τα πάντα θα έχουν υποταχθεί σε αυτόν, τότε και ο ίδιος ο Γιος θα υποταχθεί σε Εκείνον που υπέταξε τα πάντα σε αυτόν, ώστε να είναι ο Θεός τα πάντα για όλους».—1Κο 15:24-28.
Το βιβλίο της Αποκάλυψης δείχνει πως μετά το τέλος της Χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού, στη διάρκεια της οποίας εκείνος θα εξουδετερώσει κάθε εξουσία που θα επιχειρήσει να ανταγωνιστεί την κυριαρχία του Ιεχωβά, ο Διάβολος θα λυθεί για λίγο καιρό. Αυτός θα προσπαθήσει να ανακινήσει το ζήτημα, αλλά δεν θα παραχωρηθεί πολύς χρόνος για ένα ζήτημα που θα έχει ήδη τακτοποιηθεί. Ο Σατανάς και οι ακόλουθοί του θα αφανιστούν ολοκληρωτικά.—Απ 20:7-10.
Άλλοι που υποστηρίζουν την πλευρά του Ιεχωβά. Αν και η πιστότητα του Χριστού δικαίωσε πέρα για πέρα την πλευρά του Θεού σε αυτό το ζήτημα, έχει επιτραπεί και σε άλλους να συμβάλουν σε αυτό. (Παρ 27:11) Τα αποτελέσματα από την πορεία ακεραιότητας του Χριστού, περιλαμβανομένου του θυσιαστικού του θανάτου, εξαίρονται από τον απόστολο Παύλο: «Μέσω μιας πράξης δικαίωσης το αποτέλεσμα για ανθρώπους κάθε είδους είναι το ότι ανακηρύσσονται δίκαιοι για ζωή». (Ρω 5:18) Ο Χριστός έγινε η Κεφαλή ενός εκκλησιαστικού «σώματος» (Κολ 1:18), τα μέλη του οποίου μετέχουν στο θάνατο ακεραιότητας εκείνου, και αυτός είναι ευτυχής για το ότι είναι συμμέτοχοι με αυτόν ως συγκληρονόμοι, ως συμβασιλείς στη διακυβέρνηση της Βασιλείας του. (Λου 22:28-30· Ρω 6:3-5· 8:17· Απ 20:4, 6) Πιστοί άνθρωποι της αρχαιότητας, αποβλέποντας στη μέριμνα του Θεού, διακράτησαν ακεραιότητα, αν και ήταν ατελείς στο σώμα. (Εβρ 11:13-16) Και οι πολλοί άλλοι που τελικά θα λυγίσουν το γόνατο με αίσθημα αναγνώρισης θα κάνουν και αυτοί το ίδιο αποδεχόμενοι εγκάρδια τη δίκαιη και αρμόζουσα κυριαρχία του Θεού. Όπως έψαλε προφητικά ο ψαλμωδός: «Καθετί που έχει πνοή ας αινεί τον Γιαχ. Αινείτε τον Γιαχ!»—Ψλ 150:6.