ΞΙΔΙ
Ξινό υγρό που παραγόταν στους αρχαίους χρόνους από τη ζύμωση του κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών. Οι Ναζηραίοι απαγορευόταν να πίνουν «ξίδι από κρασί ή ξίδι από μεθυστικό ποτό», πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις το ξίδι (πιθανότατα αραιωμένο) καταναλωνόταν ως ποτό. (Αρ 6:2, 3) Οι θεριστές βουτούσαν το ψωμί τους στο ξίδι, θεωρώντας το ίσως αναζωογονητικό άρτυμα μέσα στον καύσωνα της ημέρας.—Ρθ 2:14.
Το οξικό οξύ που περιέχει το ξίδι αφήνει ξινή γεύση στο στόμα και προκαλεί μούδιασμα στα δόντια. (Παρ 10:26) Η περιεκτικότητά του σε οξύ γίνεται φανερή από την έντονη αφρώδη αντίδραση που προκύπτει όταν το ξίδι αναμειγνύεται με το ασθενούς αλκαλικότητας ανθρακικό νάτριο, αντίδραση που προφανώς υπονοείται στο εδάφιο Παροιμίες 25:20.
Όταν ο Ιησούς Χριστός ήταν στη γη, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έπιναν ένα αραιό, ξινό κρασί γνωστό στη λατινική ως acetum (ξίδι) ή ως posca, όταν το αραίωναν με νερό. Αυτό ήταν προφανώς το ποτό που πρόσφεραν στον Ιησού Χριστό όταν βρισκόταν στο ξύλο του βασανισμού. Ο Ιησούς αρνήθηκε να πιει ξινό κρασί αναμειγμένο με ναρκωτική σμύρνα (ή χολή), το οποίο του πρόσφεραν για να μετριάσουν τους πόνους του. (Μαρ 15:23· Ματ 27:34· παράβαλε Ψλ 69:21.) Ωστόσο, λίγο πριν εκπνεύσει, δέχτηκε να πιει σκέτο ξινό κρασί από ένα σφουγγάρι που του έβαλαν στο στόμα.—Ιωα 19:28-30· Λου 23:36, 37.