ΒΕΛΙΑΛ
(Βελίαλ) [εβρ. προέλευσης· σημαίνει «Άχρηστος»· σύνθετο των λέξεων μπελί («δεν, χωρίς») και για‛άλ («ωφελώ· είμαι ωφέλιμος»)].
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κάποιος ανώφελος, ποταπός, άχρηστος. Η εβραϊκή λέξη μπελιγιά‛αλ χρησιμοποιείται για ιδέες, λόγια και βουλές (Δευ 15:9· Ψλ 101:3· Να 1:11), για συμφορές (Ψλ 41:8) και, συχνότερα, για άχρηστους ανθρώπους του χειρίστου είδους—παραδείγματος χάρη, για ανθρώπους που θα ενθάρρυναν τη λατρεία άλλων θεών (Δευ 13:13), για τους άντρες του Βενιαμίν που διέπραξαν το σεξουαλικό έγκλημα στη Γαβαά (Κρ 19:22-27· 20:13), για τους πονηρούς γιους του Ηλεί (1Σα 2:12), για τον θρασύ Νάβαλ (1Σα 25:17, 25), για όσους εναντιώνονταν στον χρισμένο του Θεού, τον Δαβίδ (2Σα 20:1· 22:5· 23:6· Ψλ 18:4), για τους άχρηστους συντρόφους του Ιεροβοάμ (2Χρ 13:7), για τους ανθρώπους της Ιεζάβελ που συνωμότησαν σε βάρος του Ναβουθέ (1Βα 21:10, 13) και γενικότερα για ανθρώπους που προκαλούν φιλονικίες (Παρ 6:12-14· 16:27· 19:28). Ο Ιεχωβά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ισχύς των εχθρών δεν θα παρεμπόδιζε πλέον το λαό του να ασκεί την αληθινή λατρεία στον τόπο του, δήλωσε μέσω του προφήτη του: «Δεν θα ξαναπεράσει πια μέσα από εσένα άχρηστος άνθρωπος. Θα εκκοπεί ολοκληρωτικά».—Να 1:15· βλέπε επίσης 1Σα 1:16· 10:27· 30:22· Ιωβ 34:18.
Τον πρώτο αιώνα, όταν άρχισε και πάλι η συγγραφή της Αγίας Γραφής, η λέξη «Βελίαλ» χρησιμοποιούνταν ως όνομα για τον Σατανά. Επομένως, στο εδάφιο 2 Κορινθίους 6:15 όπου ο Παύλος, παραθέτοντας μια σειρά από παράλληλες αντιθέσεις, έγραψε: «Τι αρμονία υπάρχει μεταξύ του Χριστού και του Βελίαλ;», ο «Βελίαλ», όπως συμπεραίνεται συνήθως, είναι ο Σατανάς. Η συριακή Πεσίτα λέει σε αυτό το εδάφιο «του Σατανά».