ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Λατρευτικός λόγος απευθυνόμενος στον αληθινό Θεό ή σε ψεύτικους θεούς. Το να μιλάει κάποιος απλώς στον Θεό δεν συνιστά κατ’ ανάγκην προσευχή, όπως φαίνεται από την κρίση που εξαγγέλθηκε στην Εδέμ, καθώς και από την περίπτωση του Κάιν. (Γε 3:8-13· 4:9-14) Η προσευχή περιλαμβάνει αφοσίωση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, καθώς και αίσθημα εξάρτησης από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι διάφορες λέξεις του πρωτότυπου εβραϊκού και ελληνικού κειμένου που συνδέονται με την προσευχή μεταδίδουν έννοιες όπως ρωτώ, υποβάλλω αίτημα, ικετεύω, δέομαι, παρακαλώ, εκλιπαρώ για εύνοια, εκζητώ, ζητώ να μάθω, καθώς και αινώ, ευχαριστώ και ευλογώ.
Αιτήματα και ικεσίες μπορεί, φυσικά, να απευθύνονται και σε ανθρώπους, και σε μερικές περιπτώσεις οι λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών χρησιμοποιούνται με αυτόν τον τρόπο (Γε 44:18· 50:17· Πρ 25:11), αλλά η λέξη «προσευχή», η οποία χρησιμοποιείται με θρησκευτική έννοια, δεν εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ένα άτομο μπορεί να “ικετεύσει” ή να “εκλιπαρήσει” κάποιον άνθρωπο για κάτι, αλλά αυτό δεν θα σήμαινε ότι τον θεωρεί Θεό του. Για παράδειγμα, δεν θα του υπέβαλλε τα αιτήματά του σιωπηρά ή όταν αυτός δεν θα ήταν ορατά παρών, όπως κάνει κάποιος προσευχόμενος στον Θεό.
“Αυτός που Ακούει Προσευχή”. Ολόκληρο το Βιβλικό υπόμνημα πιστοποιεί ότι ο Ιεχωβά είναι Εκείνος στον οποίο πρέπει να απευθύνονται οι προσευχές (Ψλ 5:1, 2· Ματ 6:9), ότι είναι “Αυτός που ακούει προσευχή” (Ψλ 65:2· 66:19) και ότι έχει τη δύναμη να ενεργεί υπέρ των δεόμενων προς αυτόν. (Μαρ 11:24· Εφ 3:20) Η προσευχή σε ψεύτικους θεούς και στα ειδωλολατρικά τους ομοιώματα καταδεικνύεται ότι είναι ανοησία, διότι τα είδωλα είναι ανίκανα να ακούσουν ή να ενεργήσουν, οι δε θεοί τους οποίους αντιπροσωπεύουν είναι ανάξιοι να συγκριθούν με τον αληθινό Θεό. (Κρ 10:11-16· Ψλ 115:4, 6· Ησ 45:20· 46:1, 2, 6, 7) Η αναμέτρηση ανάμεσα στον Βάαλ και στον Ιεχωβά στο Όρος Κάρμηλος, η οποία αποσκοπούσε στο να καταδειχτεί ποιος ήταν ο αληθινός Θεός, κατέστησε φανερό πόσο ανόητο είναι να προσεύχεται κανείς σε ψεύτικες θεότητες.—1Βα 18:21-39· παράβαλε Κρ 6:28-32.
Αν και ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η προσευχή μπορεί κατάλληλα να απευθύνεται και σε άλλους, όπως στον Γιο του Θεού, τα στοιχεία υποστηρίζουν κατηγορηματικά το αντίθετο. Είναι αλήθεια ότι σε σπάνιες περιπτώσεις κάποια λόγια απευθύνθηκαν στον Ιησού Χριστό, στον ουρανό. Ο Στέφανος, τη στιγμή που πέθαινε, επικαλέστηκε τον Ιησού, λέγοντας: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». (Πρ 7:59) Εντούτοις, τα συμφραζόμενα αποκαλύπτουν ότι οι συνθήκες δικαιολογούσαν αυτή την ασυνήθιστη έκφραση. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Στέφανος είχε δει σε όραμα «τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού», και αντιδρώντας, προφανώς, σαν να ήταν μπροστά στον Ιησού, αισθάνθηκε ότι μπορούσε να απευθύνει αυτή την έκκληση σε εκείνον τον οποίο αναγνώριζε ως την κεφαλή της Χριστιανικής εκκλησίας. (Πρ 7:55, 56· Κολ 1:18) Παρόμοια, ο απόστολος Ιωάννης, στον επίλογο της Αποκάλυψης, γράφει: «Αμήν! Έλα, Κύριε Ιησού». (Απ 22:20) Ωστόσο, και πάλι τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Ιωάννης είχε ακούσει σε όραμα (Απ 1:10· 4:1, 2) τον Ιησού να μιλάει για τη μελλοντική του έλευση, και έτσι εξέφρασε με τα παραπάνω λόγια την επιθυμία του να λάβει χώρα αυτή η έλευση. (Απ 22:16, 20) Και οι δύο περιπτώσεις, τόσο του Στεφάνου όσο και του Ιωάννη, διαφέρουν ελάχιστα από τη συζήτηση που είχε ο Ιωάννης με ένα ουράνιο πρόσωπο σε αυτό το όραμα της Αποκάλυψης. (Απ 7:13, 14· παράβαλε Πρ 22:6-22.) Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι Χριστιανοί μαθητές εκφράζονταν έτσι υπό άλλες περιστάσεις απευθυνόμενοι στον Ιησού μετά την ανάληψή του στον ουρανό. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος γράφει: «Στο καθετί με προσευχή και δέηση μαζί με ευχαριστία ας γνωστοποιούνται τα αιτήματά σας στον Θεό».—Φλπ 4:6.
Το λήμμα ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ εξετάζει τη θέση του Χριστού Ιησού ως εκείνου μέσω του οποίου απευθύνεται η προσευχή. Μέσω του αίματος του Ιησού, το οποίο προσφέρθηκε στον Θεό ως θυσία, «έχουμε τόλμη για την οδό που οδηγεί στον άγιο τόπο», δηλαδή τόλμη για να πλησιάζουμε στην παρουσία του Θεού με προσευχή, «με αληθινή καρδιά έχοντας την πλήρη βεβαιότητα της πίστης». (Εβρ 10:19-22) Συνεπώς, ο Ιησούς Χριστός είναι η μία και μοναδική «οδός» συμφιλίωσης με τον Θεό και πρόσβασης σε Αυτόν μέσω προσευχής.—Ιωα 14:6· 15:16· 16:23, 24· 1Κο 1:2· Εφ 2:18· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ (Η Ζωτική του Θέση στο Σκοπό του Θεού).
Ποιους Εισακούει ο Θεός. «Κάθε σάρκα» μπορεί να πλησιάσει “Εκείνον που Ακούει προσευχή”, τον Ιεχωβά Θεό. (Ψλ 65:2· Πρ 15:17) Ακόμη και ενόσω ο Ισραήλ ήταν «η ατομική ιδιοκτησία» του Θεού—ο λαός με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη ο Θεός—οι αλλοεθνείς μπορούσαν να πλησιάζουν τον Ιεχωβά μέσω προσευχής, αναγνωρίζοντας τον Ισραήλ ως το διορισμένο όργανο του Θεού και το ναό στην Ιερουσαλήμ ως τον τόπο που είχε εκλέξει Εκείνος για να προσφέρονται θυσίες. (Δευ 9:29· 2Χρ 6:32, 33· παράβαλε Ησ 19:22.) Αργότερα, με το θάνατο του Χριστού, η διάκριση μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργήθηκε διαπαντός. (Εφ 2:11-16) Στο σπίτι του Ιταλού Κορνήλιου, ο Πέτρος αναγνώρισε ότι «ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται και εργάζεται δικαιοσύνη είναι ευπρόσδεκτος σε αυτόν». (Πρ 10:34, 35) Επομένως, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η καρδιά του κάθε ατόμου, καθώς και το τι τον υποκινεί η καρδιά του να κάνει. (Ψλ 119:145· Θρ 3:41) Εκείνοι που τηρούν τις εντολές του Θεού και κάνουν «αυτά που είναι αρεστά στα μάτια του» έχουν τη διαβεβαίωση ότι και τα «αφτιά» του είναι ανοιχτά για αυτούς.—1Ιω 3:22· Ψλ 10:17· Παρ 15:8· 1Πε 3:12.
Αντίθετα, εκείνοι που αψηφούν το Λόγο του Θεού και το νόμο του, χύνοντας αίμα και κάνοντας άλλες πονηρές πράξεις, δεν εισακούονται από τον Θεό. Οι προσευχές τους Του είναι “απεχθείς”. (Παρ 15:29· 28:9· Ησ 1:15· Μιχ 3:4) Ακόμη και η προσευχή τέτοιων ανθρώπων μπορεί να “γίνει αμαρτία”. (Ψλ 109:3-7) Ο Βασιλιάς Σαούλ, με την αυθάδη, στασιαστική πορεία του, έχασε την εύνοια του Θεού, και «μολονότι ο Σαούλ ρωτούσε τον Ιεχωβά, ο Ιεχωβά δεν του απαντούσε, ούτε μέσω ονείρων ούτε μέσω του Ουρίμ ούτε μέσω των προφητών». (1Σα 28:6) Ο Ιησούς είπε ότι οι υποκριτές που επιδίωκαν με τις προσευχές τους να προσελκύσουν την προσοχή στην ευσέβειά τους λάβαιναν «την ανταμοιβή τους στο πλήρες»—από τους ανθρώπους, όχι, όμως, από τον Θεό. (Ματ 6:5) Οι ευσεβοφανείς Φαρισαίοι έκαναν μεγάλες προσευχές και καυχιούνταν για την ανώτερη ηθική τους, αλλά ο Θεός τούς καταδίκασε λόγω της υποκριτικής πορείας τους. (Μαρ 12:40· Λου 18:10-14) Παρότι τον πλησίαζαν με το στόμα, οι καρδιές τους απείχαν πολύ από τον Θεό και από το Λόγο της αλήθειας του.—Ματ 15:3-9· παράβαλε Ησ 58:1-9.
Το άτομο που προσεύχεται πρέπει να έχει πίστη στον Θεό και στο ότι Αυτός είναι «μισθαποδότης σε εκείνους που τον αναζητούν ένθερμα» (Εβρ 11:6), πλησιάζοντάς τον με «την πλήρη βεβαιότητα της πίστης». (Εβρ 10:22, 38, 39) Το να αναγνωρίζει κάποιος την αμαρτωλή του κατάσταση είναι ουσιώδες και, όταν έχει διαπράξει σοβαρά αμαρτήματα, πρέπει να «απαλύνει το πρόσωπο του Ιεχωβά» (1Σα 13:12· Δα 9:13), απαλύνοντας πρώτα τη δική του καρδιά μέσω ειλικρινούς μετάνοιας, ταπεινοφροσύνης και συντριβής. (2Χρ 34:26-28· Ψλ 51:16, 17· 119:58) Ο Θεός μπορεί τότε να δεχτεί να ακούσει την ικεσία του ατόμου, να το συγχωρήσει και να το εισακούσει (2Βα 13:4· 2Χρ 7:13, 14· 33:10-13· Ιακ 4:8-10), οπότε το άτομο αυτό δεν θα νιώθει πλέον ότι ο Θεός “αποκλείει με πυκνό σύννεφο την πρόσβαση προς Αυτόν, ώστε να μην περνάει η προσευχή”. (Θρ 3:40-44) Παρότι ο Θεός μπορεί να μην παύει να ακούει ένα άτομο εντελώς, οι προσευχές του είναι δυνατόν να «παρεμποδίζονται» αν δεν ακολουθεί τις συμβουλές του Θεού. (1Πε 3:7) Εκείνοι που ζητούν συγχώρηση πρέπει να είναι συγχωρητικοί απέναντι στους άλλους.—Ματ 6:14, 15· Μαρ 11:25· Λου 11:4.
Για ποια ζητήματα είναι κατάλληλο να προσευχόμαστε;
Οι προσευχές περιλαμβάνουν κατά βάση εξομολόγηση (2Χρ 30:22), ικεσίες ή αιτήματα (Εβρ 5:7), εκφράσεις αίνου και ευχαριστιών (Ψλ 34:1· 92:1), καθώς και ευχές (1Σα 1:11· Εκ 5:2-6). Η προσευχή που έδωσε ο Ιησούς στους μαθητές του ήταν προφανώς ένα υπόδειγμα, ένα πρότυπο, διότι μεταγενέστερες προσευχές τόσο του ίδιου του Ιησού όσο και των μαθητών του δεν ήταν άκαμπτα προσκολλημένες στις συγκεκριμένες λέξεις της υποδειγματικής προσευχής του. (Ματ 6:9-13) Τα αρχικά λόγια αυτής της προσευχής επικεντρώνονται στο πρωτεύον ζήτημα, τον αγιασμό του ονόματος του Ιεχωβά, όνομα το οποίο άρχισε να βεβηλώνεται με το στασιασμό στην Εδέμ, καθώς και στην πραγματοποίηση του θεϊκού θελήματος μέσω της υποσχεμένης Βασιλείας, μιας κυβέρνησης επικεφαλής της οποίας βρίσκεται το προφητευμένο Σπέρμα, ο Μεσσίας. (Γε 3:15· βλέπε ΙΕΧΩΒΑ [Η Δικαίωση της Κυριαρχίας του και ο Αγιασμός του Ονόματός Του].) Μια τέτοια προσευχή προϋποθέτει ότι ο προσευχόμενος τάσσεται κατηγορηματικά με το μέρος του Θεού στο ζήτημα που περιλαμβάνει την κυριαρχία του Ιεχωβά.
Η παραβολή του Ιησού στα εδάφια Λουκάς 19:11-27 δείχνει τι σημαίνει ο “ερχομός της Βασιλείας”—ότι έρχεται για να εκτελέσει κρίση και να καταστρέψει όλους τους εναντιουμένους, αλλά επίσης για να φέρει ανακούφιση σε όσους ελπίζουν σε αυτήν και να τους ανταμείψει. (Παράβαλε Απ 16:14-16· 19:11-21.) Συνεπώς, η έκφραση «ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη» αναφέρεται πρωταρχικά, όχι στην εκτέλεση του θελήματος του Θεού από τους ανθρώπους, αλλά απεναντίας στις ενέργειες που κάνει ο ίδιος ο Θεός για να εκπληρώσει το θέλημά του σχετικά με τη γη και τους κατοίκους της, φανερώνοντας τη δύναμη που έχει να πραγματοποιεί το ρητό σκοπό του. Φυσικά, ο προσευχόμενος εκφράζει επίσης με αυτόν τον τρόπο τη δική του προτίμηση για αυτό το θέλημα και την υποταγή του σε αυτό. (Ματ 6:10· παράβαλε Ματ 26:39.) Τα αιτήματα για το καθημερινό ψωμί, για συγχώρηση, για προστασία από τον πειρασμό και για απελευθέρωση από τον πονηρό συνδέονται όλα με την επιθυμία του δεόμενου να εξακολουθήσει να έχει την εύνοια του Θεού στη ζωή του, επιθυμία την οποία εκφράζει και για όλους τους ομοπίστους του, όχι μόνο για τον εαυτό του.—Παράβαλε Κολ 4:12.
Αυτά τα ζητήματα που αναφέρονται στην υποδειγματική προσευχή έχουν θεμελιώδη σημασία για όλους τους ανθρώπους πίστης και εκφράζουν ανάγκες κοινές σε όλους. Από την άλλη πλευρά, η Γραφική αφήγηση δείχνει ότι υπάρχουν πολλά άλλα ζητήματα τα οποία μπορεί να επηρεάζουν διάφορα άτομα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ή τα οποία είναι απόρροια ειδικών περιστάσεων ή συνθηκών και αποτελούν επίσης κατάλληλα θέματα για προσευχή. Αν και δεν μνημονεύονται συγκεκριμένα στην υποδειγματική προσευχή του Ιησού, συνδέονται ωστόσο με τα ζητήματα που παρουσιάζονται εκεί. Επομένως, οι προσωπικές προσευχές μπορούν να περιλαμβάνουν ουσιαστικά κάθε πτυχή της ζωής.—Ιωα 16:23, 24· Φλπ 4:6· 1Πε 5:7.
Για παράδειγμα, ενώ όλοι επιζητούν ορθά αυξημένη γνώση, κατανόηση και σοφία (Ψλ 119:33, 34· Ιακ 1:5), μερικοί μπορεί να χρειάζονται αυτές τις ιδιότητες με ιδιαίτερους τρόπους. Μπορεί να ζητούν από τον Θεό καθοδήγηση σε ζητήματα δικαστικών αποφάσεων, όπως έκανε ο Μωυσής (Εξ 18:19, 26· παράβαλε Αρ 9:6-9· 27:1-11· Δευ 17:8-13), ή σε σχέση με το διορισμό ατόμων σε θέσεις ειδικής ευθύνης ανάμεσα στο λαό του Θεού. (Αρ 27:15-18· Λου 6:12, 13· Πρ 1:24, 25· 6:5, 6) Ίσως επιζητούν δύναμη και σοφία προκειμένου να φέρουν σε πέρας ορισμένους διορισμούς ή να αντεπεξέλθουν σε ιδιαίτερες δοκιμασίες ή κινδύνους. (Γε 32:9-12· Λου 3:21· Ματ 26:36-44) Οι λόγοι που έχουν για να ευλογούν και να ευχαριστούν τον Θεό μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις προσωπικές τους εμπειρίες.—1Κο 7:7· 12:6, 7· 1Θε 5:18.
Στα εδάφια 1 Τιμόθεο 2:1, 2 ο απόστολος Παύλος αναφέρεται σε προσευχές «σχετικά με κάθε είδους ανθρώπους, σχετικά με βασιλιάδες και όλους εκείνους που είναι σε υψηλές θέσεις». Ο Ιησούς, την τελευταία νύχτα που πέρασε με τους μαθητές του είπε, προσευχόμενος, ότι δεν παρακαλούσε για τον κόσμο, αλλά για αυτούς που του είχε δώσει ο Θεός, καθώς και ότι αυτοί δεν ήταν μέρος του κόσμου, αλλά μισούνταν από τον κόσμο. (Ιωα 17:9, 14) Φαίνεται, επομένως, ότι οι Χριστιανικές προσευχές για κοσμικούς αξιωματούχους έχουν όρια. Τα επόμενα λόγια του αποστόλου Παύλου υποδεικνύουν ότι απώτερος σκοπός αυτών των προσευχών είναι το καλό του λαού του Θεού, «για να ζούμε εμείς μια ήρεμη και ήσυχη ζωή με πλήρη θεοσεβή αφοσίωση και σοβαρότητα». (1Τι 2:2) Παλιότερα παραδείγματα το δείχνουν αυτό παραστατικά: Ο Νεεμίας προσευχήθηκε να τον κάνει ο Θεός «να βρει ευσπλαχνία» ενώπιον του Βασιλιά Αρταξέρξη (Νε 1:11· παράβαλε Γε 43:14), και ο Ιεχωβά έδωσε εντολή στους Ισραηλίτες “να επιζητούν την ειρήνη της πόλης [της Βαβυλώνας]” στην οποία θα εξορίζονταν, προσευχόμενοι για αυτήν, διότι “στην ειρήνη της θα υπήρχε ειρήνη και για αυτούς”. (Ιερ 29:7) Παρόμοια, οι Χριστιανοί προσευχήθηκαν σχετικά με τις απειλές που δέχονταν από τους άρχοντες στις ημέρες τους (Πρ 4:23-30), και αναμφίβολα στις προσευχές τους υπέρ του φυλακισμένου Πέτρου περιλάμβαναν και τους αξιωματούχους που είχαν εξουσία να τον απελευθερώσουν. (Πρ 12:5) Σε αρμονία με τη συμβουλή του Χριστού, προσεύχονταν για τους διώκτες τους.—Ματ 5:44· παράβαλε Πρ 26:28, 29· Ρω 10:1-3.
Απόδοση ευχαριστιών για τις προμήθειες του Θεού, όπως η τροφή, γινόταν από την αρχαιότητα. (Δευ 8:10-18· υπόψη επίσης Ματ 14:19· Πρ 27:35· 1Κο 10:30, 31.) Ωστόσο, η εκτίμηση για την αγαθότητα του Θεού πρέπει να δείχνεται για το «καθετί», όχι μόνο για τις υλικές ευλογίες.—1Θε 5:17, 18· Εφ 5:19, 20.
Σε τελική ανάλυση, η γνώση του θελήματος του Θεού είναι αυτή που καθορίζει το περιεχόμενο των προσευχών κάποιου, διότι ο δεόμενος πρέπει να συνειδητοποιεί ότι το αίτημά του πρέπει να ευαρεστεί τον Θεό για να γίνει δεκτό. Εφόσον γνωρίζει ότι οι πονηροί και εκείνοι που αψηφούν το Λόγο του Θεού δεν έχουν την εύνοιά Του, προφανώς δεν μπορεί να ζητήσει κάτι που αντίκειται στη δικαιοσύνη και στο αποκαλυμμένο θέλημα του Θεού, συμπεριλαμβανομένων των διδασκαλιών του Γιου του Θεού και των θεόπνευστων μαθητών του. (Ιωα 15:7, 16) Συνεπώς, φράσεις όπως «οτιδήποτε ζητήσετε» (Ιωα 16:23) δεν πρέπει να εξετάζονται δίχως να λαβαίνονται υπόψη τα συμφραζόμενα. Με τη λέξη «οτιδήποτε» σαφώς δεν εννοούνται πράγματα που το άτομο γνωρίζει, ή έχει λόγους να πιστεύει, ότι δυσαρεστούν τον Θεό. Ο Ιωάννης δηλώνει: «Αυτή είναι η πεποίθηση την οποία έχουμε προς αυτόν, πως ό,τι και αν είναι αυτό που ζητάμε σύμφωνα με το θέλημά του αυτός μας ακούει». (1Ιω 5:14· παράβαλε Ιακ 4:15.) Ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Αν δύο από εσάς στη γη συμφωνήσουν σχετικά με οτιδήποτε σπουδαίο το οποίο θα ζητήσουν, θα γίνει για αυτούς, χάρη στον Πατέρα μου που είναι στον ουρανό». (Ματ 18:19) Ενώ είναι κατάλληλο να προσευχόμαστε για υλικά πράγματα όπως η τροφή, δεν ισχύει το ίδιο για υλιστικές επιθυμίες και φιλοδοξίες, όπως δείχνουν τα εδάφια Ματθαίος 6:19-34 και 1 Ιωάννη 2:15-17. Ούτε είναι σωστό να προσεύχεται κάποιος για εκείνους τους οποίους καταδικάζει ο Θεός.—Ιερ 7:16· 11:14.
Τα εδάφια Ρωμαίους 8:26, 27 δείχνουν ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, ο Χριστιανός δεν θα γνωρίζει για ποιο ακριβώς πράγμα να προσευχηθεί. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι “αλάλητοι στεναγμοί” του γίνονται κατανοητοί από τον Θεό. Ο απόστολος Παύλος δείχνει ότι αυτό επιτυγχάνεται μέσω του πνεύματος του Θεού, δηλαδή της ενεργού δύναμής του. Ας μην ξεχνάμε ότι μέσω του πνεύματός του ενέπνευσε ο Θεός τις Γραφές. (2Τι 3:16, 17· 2Πε 1:21) Αυτές συμπεριέλαβαν προφητείες και συμβάντα που προεικόνιζαν τις καταστάσεις που θα βίωναν οι υπηρέτες του σε μεταγενέστερες περιόδους και έδειχναν με ποιον τρόπο θα καθοδηγούσε ο Θεός τους υπηρέτες του και θα τους πρόσφερε την αναγκαία βοήθεια. (Ρω 15:4· 1Πε 1:6-12) Ο Χριστιανός ίσως δεν αντιλαμβάνεται, παρά μόνο αφού λάβει την αναγκαία βοήθεια, ότι αυτό για το οποίο θα μπορούσε να είχε προσευχηθεί (αλλά δεν ήξερε πώς) υπήρχε ήδη στις θεόπνευστες Γραφές.—Παράβαλε 1Κο 2:9, 10.
Η Απάντηση στις Προσευχές. Αν και στην αρχαιότητα ο Θεός είχε, ως έναν βαθμό, αμφίδρομη επικοινωνία με ορισμένα άτομα, η επικοινωνία αυτή δεν ήταν κάτι το κοινό, διότι ως επί το πλείστον γινόταν μόνο με ειδικούς εκπροσώπους του, όπως ήταν ο Αβραάμ και ο Μωυσής. (Γε 15:1-5· Εξ 3:11-15· παράβαλε Εξ 20:19.) Ακόμη και τότε, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μιλούσε προς ή σχετικά με τον Γιο Του ενόσω αυτός βρισκόταν στη γη, τα λόγια του Θεού προφανώς διαβιβάζονταν μέσω αγγέλων. (Παράβαλε Εξ 3:2, 4· Γα 3:19.) Η μετάδοση αγγελμάτων προσωπικά από υλοποιημένους αγγέλους ήταν επίσης κάτι το ασυνήθιστο, όπως φαίνεται από την αναστάτωση που γενικά καταλάμβανε τους αποδέκτες αυτών των αγγελμάτων. (Κρ 6:22· Λου 1:11, 12, 26-30) Συνεπώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η απάντηση στις προσευχές δινόταν μέσω προφητών ή μέσω της ικανοποίησης ή της απόρριψης του αιτήματος. Πολλές φορές, η απάντηση του Ιεχωβά στις προσευχές φαινόταν ολοκάθαρα, όπως όταν απελευθέρωνε τους υπηρέτες του από τους εχθρούς τους (2Χρ 20:1-12, 21-24) ή όταν κάλυπτε τις υλικές τους ανάγκες σε καιρούς μεγάλης ανέχειας. (Εξ 15:22-25) Αναμφίβολα, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις οι απαντήσεις δεν ήταν τόσο ευδιάκριτες, καθώς σχετίζονταν με τη χορήγηση ηθικού σθένους και διαφώτισης, τα οποία καθιστούσαν το άτομο ικανό να εμμείνει στη δίκαιη πορεία και να επιτελέσει το θεόδοτο έργο του. (2Τι 4:17) Ειδικά για τον Χριστιανό η απάντηση στις προσευχές αφορούσε ζητήματα κυρίως πνευματικά—όχι τόσο θεαματικά όσο μερικές δυναμικές πράξεις του Θεού σε προγενέστερες εποχές, αλλά εξίσου ουσιώδη.—Ματ 9:36-38· Κολ 1:9· Εβρ 13:18· Ιακ 5:13.
Η αποδεκτή προσευχή πρέπει να απευθύνεται στο κατάλληλο πρόσωπο, τον Ιεχωβά Θεό· να αφορά κατάλληλα ζητήματα, αυτά που βρίσκονται σε αρμονία με τους ρητούς σκοπούς του Θεού· να γίνεται με τον κατάλληλο τρόπο, μέσω της οδού που έχει ορίσει ο Θεός, του Χριστού Ιησού, καθώς και με το κατάλληλο κίνητρο και με καθαρή καρδιά. (Παράβαλε Ιακ 4:3-6.) Εκτός όλων αυτών, είναι αναγκαία και η επιμονή. Ο Ιησούς είπε “να εξακολουθήσουμε να ζητάμε, να ψάχνουμε και να χτυπάμε”, να μην παραιτούμαστε. (Λου 11:5-10· 18:1-7) Έθεσε δε το ερώτημα αν, όταν θα “ερχόταν” μελλοντικά, θα έβρισκε στη γη πίστη στη δύναμη της προσευχής. (Λου 18:8) Η φαινομενική καθυστέρηση από μέρους του Θεού στην απάντηση μερικών προσευχών δεν οφείλεται σε ανικανότητα ή απροθυμία, όπως διασαφηνίζουν οι Γραφές. (Ματ 7:9-11· Ιακ 1:5, 17) Σε μερικές περιπτώσεις η απάντηση πρέπει να περιμένει το “χρονοδιάγραμμα” του Θεού. (Λου 18:7· 1Πε 5:6· 2Πε 3:9· Απ 6:9-11) Πρωτίστως, όμως, είναι προφανές ότι ο Θεός επιτρέπει σε όσους του ζητούν κάτι να δείξουν πόσο τους απασχολεί το αίτημά τους, πόσο έντονη είναι η επιθυμία τους και πόσο γνήσιο είναι το κίνητρό τους. (Ψλ 55:17· 88:1, 13· Ρω 1:9-11) Ενίοτε αυτοί πρέπει να μοιάζουν με τον Ιακώβ, ο οποίος πάλεψε πολλή ώρα για να εξασφαλίσει μια ευλογία.—Γε 32:24-26.
Παρόμοια, αν και ο Ιεχωβά Θεός δεν είναι δυνατόν να εξαναγκαστεί να αναλάβει δράση υπό την πίεση των αριθμών, προφανώς λαβαίνει υπόψη το μέγεθος του ενδιαφέροντος που εκδηλώνουν οι υπηρέτες του ως σύνολο, αναλαμβάνοντας δράση όταν εκείνοι εκδηλώνουν συλλογικά βαθύ και κοινό ενδιαφέρον. (Παράβαλε Εξ 2:23-25.) Όπου υπάρχει αδιαφορία, έστω και σε κάποιον βαθμό, ο Θεός μπορεί να μην αναλάβει δράση. Κατά την ανοικοδόμηση του ναού στην Ιερουσαλήμ, ένα έργο που για κάποιο διάστημα δεν είχε επαρκή υποστήριξη (Εσδ 4:4-7, 23, 24· Αγγ 1:2-12), υπήρξαν διακοπές και καθυστερήσεις, ενώ αργότερα, κατά την ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης από τον Νεεμία, το έργο ολοκληρώθηκε σε 52 μόλις ημέρες όταν επιτελέστηκε με προσευχή και επαρκή υποστήριξη. (Νε 2:17-20· 4:4-23· 6:15) Ο Παύλος, γράφοντας προς την εκκλησία της Κορίνθου, αναφέρει ότι ο Θεός τον απελευθέρωσε από τον κίνδυνο του θανάτου και δηλώνει: «Μπορείτε και εσείς να βοηθάτε με τη δέησή σας για εμάς, ώστε να γίνουν για χάρη μας ευχαριστήριες προσευχές από πολλούς για αυτό που μας έχει δοθεί με καλοσύνη λόγω πολλών προσώπων που κάνουν προσευχές». (2Κο 1:8-11· παράβαλε Φλπ 1:12-20.) Η ισχύς της μεσολαβητικής προσευχής, είτε από ένα άτομο είτε από μια ομάδα ατόμων, τονίζεται συχνά. Αναφορικά με το να “προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλον” ο Ιάκωβος είπε: «Η δέηση του δίκαιου ανθρώπου, όταν βρίσκεται σε δράση, έχει πολλή δύναμη».—Ιακ 5:14-20· παράβαλε Γε 20:7, 17· 2Θε 3:1, 2· Εβρ 13:18, 19.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η συχνή μνεία για προσευχές όπου ένα άτομο εκθέτει την άποψή του για κάποιο ζήτημα ενώπιον του Ιεχωβά, του Υπέρτατου Κυρίαρχου. Το άτομο αυτό παρουσιάζει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι το αίτημά του είναι σωστό, αποδείξεις ότι έχει ορθό και ανιδιοτελές κίνητρο, καθώς και λογικά επιχειρήματα για να δείξει ότι συντρέχουν και άλλοι παράγοντες υπέρτεροι των προσωπικών του συμφερόντων ή μελημάτων, όπως η τιμή του ίδιου του ονόματος του Θεού ή η ευημερία του λαού του ή ακόμη το πώς θα επηρεαστούν άλλοι από το αν θα αναλάβει δράση ο Θεός ή όχι. Μπορεί να απευθύνονται εκκλήσεις στη δικαιοσύνη του Θεού, στη στοργική του καλοσύνη και στο γεγονός ότι είναι Θεός ελέους. (Παράβαλε Γε 18:22-33· 19:18-20· Εξ 32:11-14· 2Βα 20:1-5· Εσδ 8:21-23.) Ο Χριστός Ιησούς επίσης «συνηγορεί» για τους πιστούς ακολούθους του.—Ρω 8:33, 34.
Ολόκληρο το βιβλίο των Ψαλμών αποτελείται από προσευχές και ύμνους αίνου προς τον Θεό, το δε περιεχόμενό του δείχνει πώς πρέπει να είναι οι προσευχές. Πολλές είναι οι αξιοσημείωτες προσευχές. Ανάμεσά τους η προσευχή του Ιακώβ (Γε 32:9-12), του Μωυσή (Δευ 9:25-29), του Ιώβ (Ιωβ 1:21), της Άννας (1Σα 2:1-10), του Δαβίδ (2Σα 7:18-29· 1Χρ 29:10-19), του Σολομώντα (1Βα 3:6-9· 8:22-61), του Ασά (2Χρ 14:11), του Ιωσαφάτ (2Χρ 20:5-12), του Ηλία (1Βα 18:36, 37), του Ιωνά (Ιων 2:1-9), του Εζεκία (2Βα 19:15-19), του Ιερεμία (Ιερ 20:7-12· το βιβλίο των Θρήνων), του Δανιήλ (Δα 9:3-21), του Έσδρα (Εσδ 9:6-15), του Νεεμία (Νε 1:4-11), ορισμένων Λευιτών (Νε 9:5-38), του Αββακούμ (Αββ 3:1-19), του Ιησού (Ιωα 17:1-26· Μαρ 14:36) και των μαθητών του (Πρ 4:24-30).—Βλέπε ΘΥΜΙΑΜΑ (Σημασία)· ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ.