ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Στη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, όποιος ελευθερωνόταν από τη δουλεία ονομαζόταν «απελεύθερος», ενώ «ελεύθερος» ονομαζόταν όποιος είχε γεννηθεί στην ελευθερία, κατέχοντας όλα τα δικαιώματα του πολίτη, όπως ο απόστολος Παύλος.—Πρ 22:28.
Η επίσημη απελευθέρωση χορηγούσε στον απελεύθερο τη ρωμαϊκή υπηκοότητα, αλλά ως πρώην δούλος δεν είχε το δικαίωμα να διεκδικεί πολιτικά αξιώματα, δικαίωμα όμως το οποίο είχαν οι απόγονοί του δεύτερης ή έστω τρίτης γενιάς. Όσο για την ανεπίσημη απελευθέρωση, αυτή έδινε απλώς σε κάποιον την ελευθερία του από πρακτική άποψη, όχι όμως και πολιτικά δικαιώματα.—Βλέπε ΠΟΛΙΤΗΣ, ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑ.
Εφόσον ο απελεύθερος θεωρούνταν κτήμα της οικογένειας του πρώην κυρίου του, μια αμοιβαία υποχρέωση βάρυνε και τα δύο μέρη. Ο απελεύθερος είτε παρέμενε στο σπίτι και στη δούλεψη του πρώην κυρίου του είτε έπαιρνε ένα αγρόκτημα και κάποιο κεφάλαιο για να αρχίσει να εξασφαλίζει μόνος του τα προς το ζην. Όταν ο απελεύθερος πέθαινε, ο πάτρωνάς του τον έθαβε στον οικογενειακό τάφο, αναλάμβανε τη φροντίδα τυχόν ανήλικων παιδιών που είχε αφήσει εκείνος πίσω και κληρονομούσε τα υπάρχοντά του, αν δεν υπήρχαν κληρονόμοι. Από την άλλη πλευρά, αν ο πάτρωνάς του περιερχόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, ο απελεύθερος είχε διά νόμου την υποχρέωση να τον περιθάλψει. Ωστόσο, τα δικαιώματα ενός πρώην κυρίου σε σχέση με τον απελεύθερό του δεν μπορούσαν να μεταβιβαστούν στους κληρονόμους του.
Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι εκείνοι που ανήκαν στη «Συναγωγή των Απελευθέρων [Λιβερτίνων, Κείμενο]» ήταν Ιουδαίοι οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Ρωμαίους και αργότερα είχαν απελευθερωθεί. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, επρόκειτο για απελευθερωμένους δούλους οι οποίοι είχαν προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό. Κατά την απόδοση της Αρμενικής Μετάφρασης, αυτά τα άτομα ήταν «Λίβυοι».—Πρ 6:9.
Όπως υποδεικνύουν οι Γραφές, μολονότι ο Χριστιανός μπορεί να είναι δούλος ενός επίγειου κυρίου, στην πραγματικότητα είναι απελεύθερος του Χριστού, απελευθερωμένος από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Αλλά ο Χριστιανός που είναι κατά γράμμα ελεύθερος, εφόσον έχει αγοραστεί με κάποιο αντίτιμο, δηλαδή το πολύτιμο αίμα του Ιησού, είναι δούλος του Θεού και του Ιησού Χριστού, υποχρεωμένος να υπακούει στις εντολές τους. Αυτό δείχνει ότι για τους ανθρώπους η ελευθερία είναι πάντα σχετική, ποτέ απόλυτη. Επομένως, από την άποψη του Θεού, στη Χριστιανική εκκλησία δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε δούλο και σε ελεύθερο. Επιπλέον, η ελευθερία που κατέχει ο Χριστιανός δεν του δίνει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί ως επικάλυμμα για την κακία.—1Κο 7:22, 23· Γα 3:28· Εβρ 2:14, 15· 1Πε 1:18, 19· 2:16.