ΑΜΕΘΥΣΤΟΣ
Ημιπολύτιμη ποικιλία κρυσταλλικού χαλαζία, χρώματος μοβ ή βιολετί, που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία. Εμφανίζεται με τη μορφή εξαγωνικών κρυστάλλων και το χρώμα του αποδίδεται σε ίχνη μαγγανίου ή σιδήρου. Ο ένας τύπος αμέθυστου είναι η ποικιλία του χαλαζία (δυτικός), ενώ ο πολύτιμος αμέθυστος (ανατολικός) είναι μια ποικιλία κορουνδίου ή ζαφειριού. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα απέδωσε την εβραϊκή λέξη ’αχλαμάχ των εδαφίων Έξοδος 28:19 και 39:12 (36:19, Ο΄) με τη λέξη ἀμέθυστος (από το στερητικό μόριο α και το ρήμα μεθύω), λέξη την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για το συγκεκριμένο πετράδι επειδή πίστευαν ότι αυτό προφυλάσσει από τη μέθη.
Ο αρχιερέας του Ισραήλ φορούσε μια πέτρα αμέθυστου στην τρίτη θέση της τρίτης σειράς λίθων στο κεντητό του «περιστήθιο της κρίσης». (Εξ 28:2, 15, 19, 21· 39:12) Όταν ο Ιωάννης είδε σε όραμα τη «Νέα Ιερουσαλήμ», παρατήρησε ότι το 12ο θεμέλιο του τείχους της άγιας πόλης ήταν αμέθυστος.—Απ 21:2, 10, 19, 20.