ΣΦΑΛΜΑ
Αβλεψία, αποτυχία, ελάττωμα, λάθος, ατέλεια. Το σφάλμα μπορεί να δηλώνει παράλειψη από μέρους κάποιου να κάνει το σωστό, καθώς επίσης ευθύνη για αποτυχία ή αδικοπραγία. (Ψλ 50:20· Ματ 18:15) Στην Αγία Γραφή, το σφάλμα συσχετίζεται συνήθως με κάποια πράξη που επισύρει μομφή ή με συγκεκριμένη αιτία για αποδοκιμασία.
Η Έκφραση «Βρίσκω Σφάλμα(-τα)». Η έκφραση αυτή εμφανίζεται τόσο στις Εβραϊκές όσο και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Στις Εβραϊκές Γραφές αποτελεί απόδοση του ρήματος ριβ, που σημαίνει «διαμάχομαι» σωματικά, φραστικά ή νομικά-δικαστικά. Ως εκ τούτου, αποδίδεται «μαλώνω», «αρχίζω διαμάχη», «φιλονικώ» και «χειρίζομαι δικαστική υπόθεση» (Γε 26:20· Δευ 33:7· 1Σα 24:15), αλλά και «επικρίνω», «βρίσκω σφάλματα».—Νε 5:7· 13:11, 17, 25· Ψλ 103:9· βλέπε ΕΡΙΔΑ, ΦΙΛΟΝΙΚΙΑ.
Στις Ελληνικές Γραφές η έκφραση «βρίσκω σφάλμα» αποδίδει την έκφραση εὑρίσκω αἰτίαν του πρωτότυπου κειμένου. (Παράβαλε Ματ 19:3· Πρ 13:28· 25:18, όπου η λέξη αἰτία αποδίδεται «κατηγορία» ή διατηρείται αυτούσια.) Ο Πιλάτος, αφού εξέτασε τον Ιησού Χριστό σε σχέση με τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι Ιουδαίοι, δεν βρήκε αποδείξεις ενοχής και ανακοίνωσε στους Ιουδαίους τρεις φορές: «Εγώ δεν βρίσκω κανένα σφάλμα σε αυτόν». (Ιωα 18:38· 19:4, 6) Η έκφραση «βρίσκω σφάλμα» αποτελεί επίσης απόδοση του ρήματος μέμφομαι του πρωτότυπου κειμένου, το οποίο σημαίνει «κατακρίνω· επιρρίπτω μομφή».—Ρω 9:19· Εβρ 8:8.
Η Πολιτεία του Ιεχωβά με τη Σφάλλουσα Ανθρωπότητα. Ό,τι φτιάχνει ο Ιεχωβά Θεός είναι τέλειο, άψογο (εβρ., ταμίμ, λέξη που αναφέρεται σε κάτι άρτιο, τέλειο, άψογο), χωρίς σφάλμα, όπως και όλα τα λόγια του και οι ενέργειές του. (Δευ 32:4, υποσ.) Λόγω αυτού, καθώς και λόγω της παντοδυναμίας του, μπορεί να λέει τα εξής—όπως όταν διόρθωσε τον Ιώβ: «Πρέπει να διαμάχεται ο επικριτής [κατά κυριολεξία, εκείνος που τιμωρεί, διορθώνει, διαπαιδαγωγεί] με τον Παντοδύναμο;» (Ιωβ 40:1, 2) Ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι ο Θεός έχει το δικαίωμα να πολιτεύεται με τα πλάσματά του όπως ευαρεστείται, σαν τον αγγειοπλάστη που φτιάχνει ό,τι σκεύη θέλει. Ο Θεός ανέχεται τα «σκεύη οργής» έχοντας κάποιον σκοπό υπόψη, όπως ακριβώς έκανε με τον Φαραώ, ενώ ελεεί τα «σκεύη ελέους», και εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να αμφισβητήσουμε αυτόν τον τρόπο ενέργειας του Θεού.—Ρω 9:14-24.
Από την άλλη πλευρά, συχνά οι οδοί και τα έργα του ανθρώπου είναι εσφαλμένα. Η αμαρτία και το σφάλμα αποτελούν το κληροδότημα του Αδάμ σε όλους τους ανθρώπους. (Ρω 5:12· Ψλ 51:5) Αλλά ο Ιεχωβά, ο οποίος είναι άψογος, «γνωρίζει καλά την πλάση μας, θυμάται ότι είμαστε χώμα» και είναι ελεήμων. (Ψλ 103:13, 14) Θεωρούσε τον πιστό, υπάκουο Νώε “άψογο ανάμεσα στους συγχρόνους του”. (Γε 6:9) Έδωσε στον Αβραάμ την εντολή: «Περπάτησε ενώπιόν μου και αποδείξου άψογος». (Γε 17:1) Παρότι και οι δύο αυτοί άνθρωποι ήταν ατελείς και πέθαναν, ο Ιεχωβά, ο οποίος «βλέπει την καρδιά», τους θεωρούσε άψογους. (1Σα 16:7· παράβαλε 2Βα 20:3· 2Χρ 16:9.) Εκείνος έδωσε στον Ισραήλ την εντολή: «Πρέπει να αποδεικνύεσαι άψογος προς τον Ιεχωβά τον Θεό σου». (Δευ 18:13· 2Σα 22:24) Προμήθευσε τον άψογο Γιο του (Εβρ 7:26) ως λυτρωτική θυσία, και βάσει αυτής της θυσίας μπορεί να αποκαλεί «δίκαιους», δηλαδή άψογους, εκείνους που εκδηλώνουν πίστη και υπακοή, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τη θέση του ως ο δίκαιος και άψογος Κριτής.—Ρω 3:25, 26· βλέπε ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ· ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ.
Η Διαθήκη του Νόμου. Ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Νόμος είναι «πνευματικός» και «καλός» (Ρω 7:14· 1Τι 1:8), και αφού σχολιάζει τη δέκατη εντολή, αναφέρει ότι «ο Νόμος αυτός καθαυτόν είναι άγιος, και η εντολή είναι άγια και δίκαιη και καλή». (Ρω 7:7-12) Γιατί, όμως, ο ίδιος λέει επίσης: «Αν εκείνη η πρώτη διαθήκη ήταν χωρίς σφάλμα [ἄμεμπτος, Κείμενο], δεν θα επιζητούνταν τόπος για δεύτερη»; (Εβρ 8:7) Ο Παύλος εξηγεί στη συνέχεια: «Εκείνος [ο Ιεχωβά, μέσω του Ιερεμία] βρίσκει σφάλμα [μεμφόμενος, Κείμενο] στο λαό». (Εβρ 8:8, 9· παράβαλε Ιερ 31:31, 32.) Αλλού δείχνει ότι υπήρχε μια ανεπάρκεια στο Νόμο, εφόσον ήταν «αδύναμος μέσω της σάρκας». (Ρω 8:3) Επίσης, καταδεικνύει λογικά ότι δεν μπορούσε να επιτευχθεί τελειότητα μέσω του Λευιτικού ιερατείου—το οποίο έπρεπε να αντικατασταθεί μαζί με το νόμο βάσει του οποίου λειτουργούσε—ότι «δεν τελειοποίησε τίποτα ο Νόμος» και ότι τα δώρα και οι θυσίες του δεν μπορούσαν «να κάνουν εκείνον που προσφέρει ιερή υπηρεσία τέλειο όσον αφορά τη συνείδησή του».—Εβρ 7:11, 12, 19· 9:9· βλέπε ΑΜΑΡΤΙΑ (Σφάλματα, Παραβάσεις, Παραπτώματα).
Αντιμετώπιση των Σφαλμάτων των Άλλων. Η Αγία Γραφή μάς δίνει τη συμβουλή να “ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον και να συγχωρούμε ο ένας τον άλλον ανεπιφύλακτα, αν κανείς έχει αιτία για παράπονο εναντίον κάποιου άλλου”. (Κολ 3:13) Αν όλα τα σφάλματά μας χρησιμοποιούνταν εναντίον μας, θα ήμασταν όλοι καταδικασμένοι. Πολλά σφάλματα είναι δυνατόν να παραβλεφθούν. Ασφαλώς, ο Χριστιανός δεν πρέπει να σπεύδει να κοινοποιεί τα σφάλματα των αδελφών του. Οι Γραφές λένε για το πονηρό άτομο: «Κάθεσαι και μιλάς εναντίον του ίδιου σου του αδελφού, εναντίον του γιου της μητέρας σου αποκαλύπτεις σφάλμα».—Ψλ 50:16, 20.
Ωστόσο, ο Ιησούς Χριστός δίδαξε τους μαθητές του τι θα έπρεπε να κάνουν σε περιπτώσεις σοβαρών αμαρτιών. Ως πρώτο βήμα, συμβούλεψε: «Αν ο αδελφός σου διαπράξει αμαρτία, πήγαινε και έκθεσε ξεκάθαρα το σφάλμα του [ἔλεγξον αὐτὸν, Κείμενο] ανάμεσα σε εσένα και σε αυτόν μόνο. Αν σε ακούσει, έχεις κερδίσει τον αδελφό σου». Ο Ιησούς στη συνέχεια περιέγραψε τα βήματα που πρέπει να γίνουν αν αποτύχει αυτή η πρώτη προσπάθεια.—Ματ 18:15-17· βλέπε επίσης Γα 6:1.
Άμεμπτη Διακονία. Ο απόστολος Παύλος, ο οποίος έτρεφε μεγάλη ευγνωμοσύνη και εκτίμηση για τον ένδοξο θησαυρό της διακονίας, φρόντιζε να δοξάζει τη διακονία αυτή προσέχοντας κάθε πτυχή της ζωής του και της διαγωγής του. Στην επιστολή του προς την εκκλησία της Κορίνθου, είπε τα εξής: «Με κανέναν τρόπο δεν δίνουμε οποιαδήποτε αιτία για πρόσκομμα, για να μην καταλογιστεί σφάλμα στη διακονία μας». (2Κο 6:3) Κάποιοι που αμφισβητούσαν την αποστολική ιδιότητα του Παύλου ήταν συνταυτισμένοι με εκείνη την εκκλησία και επιδίδονταν κατά κόρον σε επικρίσεις και συκοφαντίες εναντίον του με σκοπό να τον μειώσουν και να υποσκάψουν την αποστολική εξουσία που είχε στην εκκλησία. Έχοντας επίγνωση αυτής της κατάστασης και γνωρίζοντας επίσης τον κίνδυνο που υπάρχει για επικρίσεις και αναστάτωση όταν περιλαμβάνονται οικονομικά ζητήματα, διαβεβαίωσε την εκκλησία ότι θα έστελνε τον Τίτο και κάποιον άλλον αξιόπιστο αδελφό τον οποίο είχαν διορίσει οι εκκλησίες για το χειρισμό των συνεισφορών. «Με αυτόν τον τρόπο», έγραψε ο Παύλος, «αποφεύγουμε το ενδεχόμενο να μας καταλογίσει κανείς σφάλμα σε σχέση με αυτή την απλόχερη συνεισφορά την οποία εμείς διαχειριζόμαστε».—2Κο 8:16-21.
Για ανάλυση του σφάλματος που αναφέρεται στα εδάφια Ιώβ 31:11, 28, βλέπε ΔΙΚΑΣΤΕΣ.