ΧΡΕΟΣ, ΧΡΕΩΣΤΗΣ
Η οφειλή· η υποχρέωση να πληρωθεί ή να αποδοθεί κάτι. Στον αρχαίο Ισραήλ, τα χρέη προέκυπταν κατά κύριο λόγο από οικονομικές αντιξοότητες. Για έναν Ισραηλίτη, το να γίνει χρεώστης ήταν δυστυχία, εφόσον ο δανειολήπτης γινόταν στην ουσία υπηρέτης του δανειοδότη. (Παρ 22:7) Γι’ αυτόν το λόγο, δόθηκε στα μέλη του λαού του Θεού η εντολή να είναι γενναιόδωροι και ανιδιοτελείς όταν δάνειζαν σε ενδεείς ομοεθνείς τους και να μην επιδιώκουν να επωφεληθούν από τη δυσχερή τους θέση επιβάλλοντάς τους τόκο. (Εξ 22:25· Δευ 15:7, 8· Ψλ 37:26· 112:5) Από τους αλλοεθνείς, όμως, μπορούσαν να απαιτήσουν την καταβολή τόκου. (Δευ 23:20) Κατά την κατανόηση των Ιουδαίων σχολιαστών, αυτή η διάταξη αφορούσε επιχειρηματικά δάνεια, όχι περιπτώσεις ανάγκης. Συνήθως, οι αλλοεθνείς βρίσκονταν στον Ισραήλ προσωρινά μόνο, συχνά ως έμποροι, και εύλογα μπορούσε να αναμένεται από αυτούς να πληρώνουν τόκο, ειδικά εφόσον και εκείνοι δάνειζαν σε άλλους με τόκο.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ένας τρίτος αναλάμβανε την ευθύνη, ή αλλιώς γινόταν εγγυητής, για το χρεώστη. Το βιβλίο των Παροιμιών προειδοποιεί επανειλημμένα για αυτή την τακτική (6:1-3· 11:15· 17:18· 22:26), αφού ο εγγυητής θα ήταν ο χαμένος σε περίπτωση που ο χρεώστης δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του.
Η άποψη των Χριστιανών του πρώτου αιώνα για τα χρέη εκφράζεται στο εδάφιο Ρωμαίους 13:8: «Μην οφείλετε σε κανέναν τίποτα απολύτως, παρά μόνο το να αγαπάτε ο ένας τον άλλον».
Ο Νόμος Προστάτευε Πιστωτές και Χρεώστες. Υπό το Μωσαϊκό Νόμο, ακόμη και ένας κλέφτης απαιτούνταν να εξοφλήσει το χρέος που είχε δημιουργήσει με την αδικοπραγία του. Αν δεν ήταν σε θέση να το κάνει αυτό, έπρεπε να πουληθεί ως δούλος. (Εξ 22:1, 3) Με αυτόν τον τρόπο, το θύμα ήταν βέβαιο ότι θα λάβαινε αποζημίωση για ό,τι είχε χάσει.
Οι πιστοί Ισραηλίτες αναγνώριζαν ότι το να πληρώνουν τα χρέη τους ήταν θεϊκή απαίτηση. (Ψλ 37:21) Άρα, ο πιστωτής μπορούσε να είναι σίγουρος ότι θα εισέπραττε τα χρήματά του. Ένας Ισραηλίτης χωρίς υλικούς πόρους μπορούσε να πουλήσει τον εαυτό του ή τα παιδιά του ως δούλους για να καλύψει τα χρέη του.—Εξ 21:7· Λευ 25:39· παράβαλε 2Βα 4:1-7.
Από την άλλη πλευρά, ο Νόμος προστάτευε και το χρεώστη. Ο πιστωτής δεν μπορούσε να μπει στο σπίτι του χρεώστη και να πάρει το ενέχυρο, αλλά έπρεπε να περιμένει έξω μέχρι να του το φέρει ο χρεώστης. (Δευ 24:10, 11) Δεν έπρεπε να λαμβάνεται ως ενέχυρο το ένδυμα της χήρας ή κάποια είδη πρώτης ανάγκης, όπως ο χειρόμυλος ή η πάνω μυλόπετρα. (Δευ 24:6, 17) Δεδομένου ότι οι φτωχοί είχαν συνήθως μόνο ένα εξωτερικό ένδυμα (μανδύα), που το φορούσαν και όταν κοιμούνταν, αν κάποιος πιστωτής έπαιρνε αυτό το ένδυμα ως ενέχυρο, έπρεπε να το επιστρέψει με τη δύση του ήλιου.—Εξ 22:26, 27· Δευ 24:12, 13.
Από τα εδάφια Δευτερονόμιο 15:1-3 φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του σαββατιαίου έτους (κάθε έβδομου έτους) ο πιστωτής δεν μπορούσε να πιέσει έναν ομοεθνή του να πληρώσει το χρέος του. Ανόμοια με τον Ισραηλίτη που, επειδή τηρούσε το σαββατιαίο έτος, δεν είχε ουσιαστικά καθόλου έσοδα από τη γη του, ο αλλοεθνής εξακολουθούσε να έχει εισόδημα από τη μη αγροτική εργασία του. Επομένως, ο πιστωτής μπορούσε λογικά να τον πιέσει να πληρώσει το χρέος του κατά τη διάρκεια του σαββατιαίου έτους. Όταν πλησίαζε το σαββατιαίο έτος, κάποιοι Ισραηλίτες, γνωρίζοντας ότι δεν θα ήταν σε θέση να πιέσουν τα πράγματα, ίσως αρνούνταν να δανείσουν σε ενδεείς αδελφούς τους. Αλλά ο Νόμος καταδίκαζε αυτή την ιδιοτελή στάση.—Δευ 15:9.
Κατά τη διάρκεια του Ιωβηλαίου έτους (κάθε 50ού έτους) οι Εβραίοι δούλοι απελευθερώνονταν. Όλες οι κληρονομικές ιδιοκτησίες, με εξαίρεση τις κατοικίες που βρίσκονταν μέσα σε περιτειχισμένες πόλεις και οι οποίες δεν ανήκαν προηγουμένως σε Λευίτες, επιστρέφονταν στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους. Αυτή η διευθέτηση δεν άφηνε τις ισραηλιτικές οικογένειες να βυθιστούν σε μόνιμο χρέος και φτώχεια. Ακόμη και κάποιος που είχε κάνει κακή διαχείριση της περιουσίας του δεν μπορούσε να τη χάσει για πάντα και έτσι να τη στερήσει από την οικογένειά του.—Λευ 25:10-41.
Η αυστηρή προσκόλληση στο νόμο του Θεού θα είχε ως αποτέλεσμα μια σταθερή οικονομία απαλλαγμένη από μεγάλα εθνικά και εσωτερικά χρέη. Στους Ισραηλίτες δόθηκε η διαβεβαίωση: «Διότι ο Ιεχωβά ο Θεός σου θα σε ευλογήσει, όπως σου υποσχέθηκε, και θα δανείζεις με ενέχυρο σε πολλά έθνη, ενώ εσύ δεν θα δανείζεσαι».—Δευ 15:6.
Εκμετάλλευση. Καθώς ο Ισραήλ κατρακυλούσε στην απιστία, οι ενδεείς χρεώστες ήταν μεταξύ εκείνων που υπέφεραν. Το γεγονός ότι διάφοροι χρεώστες συντάχθηκαν με τον Δαβίδ όταν εκείνος ήταν καταζητούμενος υποδηλώνει ότι πιέζονταν σκληρά από τους πιστωτές τους. (1Σα 22:2) Ο τοκισμός προς τους ομοεθνείς φαίνεται ότι είχε γίνει κάτι κοινό. (Ησ 24:2) Μέσω του Αμώς, του προφήτη του, ο Ιεχωβά καταδίκασε τον Ισραήλ επειδή πουλούσαν «τον φτωχό για ένα ζευγάρι σανδάλια». (Αμ 2:6) Και μέσω του Ιεζεκιήλ, κατέκρινε τους Ισραηλίτες επειδή επέβαλλαν τόκο και έβγαζαν κέρδος από τους πλησίον τους με απάτες.—Ιεζ 22:12.
Μετά την επιστροφή από τη βαβυλωνιακή εξορία, αναπτύχθηκε μια αξιοθρήνητη κατάσταση μεταξύ των Ιουδαίων επειδή δεν υπάκουαν στο νόμο του Θεού που όριζε τη χορήγηση άτοκων δανείων στους ενδεείς ομοεθνείς τους. Τον καιρό του Νεεμία, πολλοί Ιουδαίοι είχαν αναγκαστεί να βάλουν ως εγγύηση τα σπίτια τους, τους αγρούς τους, ακόμη και τους γιους και τις κόρες τους. Εντούτοις, όταν ο Νεεμίας έκανε έκκληση να διορθωθεί η κατάσταση, οι πιστωτές συμφώνησαν να δώσουν πίσω στους χρεώστες τους ό,τι τους είχαν πάρει και να δανείζουν χωρίς τόκο.—Νε 5:1-13.
Οι Παραβολές του Ιησού. Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., η σχέση πιστωτή και χρεώστη ήταν πολύ οικεία στους Ιουδαίους, και σε κάποιες περιπτώσεις ο Ιησούς άντλησε από αυτό το θέμα υλικό για τις παραβολές του. Επισήμανε την ανάγκη για συγχωρητικότητα μιλώντας για έναν πονηρό δούλο ο οποίος, αν και απαλλάχτηκε από χρέος 60.000.000 δηναρίων (περ. $40.000.000), έβαλε να ρίξουν στη φυλακή έναν σύνδουλό του για χρέος 100 δηναρίων (περ. $70). (Ματ 18:23-33) Η παραβολή για τους δύο χρεώστες, στον έναν εκ των οποίων χαρίστηκε χρέος 500 δηναρίων (περ. $350) και στον άλλον χρέος 50 δηναρίων (περ. $35), τόνισε την αρχή: «Αυτός στον οποίο συγχωρούνται λίγα, αγαπάει λίγο». (Λου 7:41-47) Η σοφή χρήση του «άδικου» (υλικού) πλούτου προκειμένου να γίνει κάποιος φίλος με τον Θεό καταδεικνύεται στην παραβολή για τον άδικο οικονόμο που, όταν επρόκειτο να χάσει τη θέση του, χρησιμοποίησε έξυπνα την εξουσία του ώστε να γίνει φίλος με τους χρεώστες του κυρίου του μειώνοντας τα χρέη τους.—Λου 16:1-9.
Άλλα Χρέη. Στις Γραφές, οι λέξεις «χρέος» και «χρεώστης» χρησιμοποιούνται επίσης σε σχέση με υποχρεώσεις εκτός εκείνων που προκύπτουν από το δανεισμό. Ο μισθός που οφείλεται σε έναν εργαζόμενο υπολογίζεται ως «χρέος». (Ρω 4:4) Οι αμαρτωλοί είναι «χρεώστες» προς εκείνους σε βάρος των οποίων έχουν κάνει παραβάσεις και επομένως πρέπει να επιζητούν τη συγχώρησή τους. Το αν ο Θεός θα συγχωρήσει τα «χρέη» κάποιου εξαρτάται από το αν αυτό το άτομο έχει συγχωρήσει τους προσωπικούς του «χρεώστες». (Ματ 6:12, 14, 15· Λου 13:4) Έχοντας υπόψη την υποχρέωση που είχε να κηρύξει τα «καλά νέα», ο απόστολος Παύλος χαρακτήρισε τον εαυτό του «χρεώστη» σε όλους τους ανθρώπους. (Ρω 1:14, 15) Οι Εθνικοί πιστοί ήταν στην πραγματικότητα «χρεώστες» στους Ιουδαίους Χριστιανούς στην Ιερουσαλήμ επειδή είχαν ωφεληθεί πνευματικά από αυτούς. Επομένως, ήταν πολύ κατάλληλο να βοηθήσουν υλικά τους φτωχούς Ιουδαίους αδελφούς τους.—Ρω 15:26, 27.