ΡΟΥΘ
Μωαβίτισσα που παντρεύτηκε τον Μααλών μετά το θάνατο του πατέρα του, του Ελιμέλεχ, την εποχή που ο Μααλών, η μητέρα του η Ναομί και ο αδελφός του ο Χελαιών ζούσαν στον Μωάβ. Μια πείνα είχε αναγκάσει την οικογένεια να εγκαταλείψει την πατρίδα της, τη Βηθλεέμ του Ιούδα. Ο κουνιάδος της Ρουθ, ο Χελαιών, ήταν παντρεμένος με τη Μωαβίτισσα Ορφά. Τελικά, τα δύο αδέλφια πέθαναν αφήνοντας πίσω τους άτεκνες χήρες. Όταν η Ναομί έμαθε ότι η εύνοια του Ιεχωβά είχε γίνει και πάλι έκδηλη στον Ισραήλ, ξεκίνησε να επιστρέψει στον Ιούδα συνοδευόμενη από τις δύο νύφες της.—Ρθ 1:1-7· 4:9, 10.
Η Όσια Αγάπη Της. Αν και η Ορφά με προτροπή της Ναομί επέστρεψε τελικά στο λαό της, η Ρουθ έμεινε προσκολλημένη στην πεθερά της. Λόγω της βαθιάς αγάπης της για τη Ναομί και της ειλικρινούς επιθυμίας της να υπηρετεί τον Ιεχωβά μαζί με το λαό του, η Ρουθ μπόρεσε να αφήσει τους γονείς της και την πατρίδα της έχοντας ελάχιστες προοπτικές να βρει την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει ένας γάμος. (Ρθ 1:8-17· 2:11) Η αγάπη της για την πεθερά της ήταν τόση ώστε αργότερα οι άλλοι μπορούσαν να λένε ότι ήταν για τη Ναομί καλύτερη από εφτά γιους.—Ρθ 4:15.
Αφού έφτασαν στη Βηθλεέμ την εποχή που άρχιζε ο θερισμός του κριθαριού, η Ρουθ βγήκε στους αγρούς για να εξασφαλίσει τροφή για τη Ναομί και για τον εαυτό της. Τυχαία βρέθηκε στον αγρό του Βοόζ, ενός συγγενή του Ελιμέλεχ, και ζήτησε από τον επιστάτη των θεριστών την άδεια να σταχυολογήσει. Η επιμέλεια με την οποία σταχυολογούσε θα πρέπει να ήταν αξιοσημείωτη, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι ο επιστάτης μίλησε για την εργασία της στον Βοόζ.—Ρθ 1:22–2:7.
Όταν ο Βοόζ τής έδειξε καλοσύνη, η Ρουθ ανταποκρίθηκε με εκτίμηση και αναγνώρισε ταπεινά ότι ήταν κατώτερη από τις υπηρέτριές του. Την ώρα του φαγητού τής πρόσφερε άφθονα ψημένα σιτηρά, τόσα ώστε εκείνη άφησε μερικά και για τη Ναομί. (Ρθ 2:8-14, 18) Αν και ο Βοόζ φρόντισε να τη διευκολύνει στη σταχυολόγηση, η Ρουθ δεν έφυγε νωρίς αλλά συνέχισε να σταχυολογεί ως το βράδυ, «και μετά κοπάνισε αυτό που είχε σταχυολογήσει, και βγήκε περίπου ένα εφά [22 λίτρα] κριθάρι». Εφόσον ο Βοόζ τής ζήτησε να συνεχίσει να σταχυολογεί στον αγρό του, η Ρουθ συνέχισε μέχρι που τελείωσε ο θερισμός του κριθαριού και του σιταριού.—Ρθ 2:15-23.
Ζητάει από τον Βοόζ να Ενεργήσει ως Εξαγοραστής. Η Ναομί, επιθυμώντας να βρει «τόπο ανάπαυσης», δηλαδή ένα σπιτικό, για τη νύφη της, συμβούλεψε τη Ρουθ να ζητήσει από τον Βοόζ να την εξαγοράσει. Ακολουθώντας τη συμβουλή της, η Ρουθ κατέβηκε στο αλώνι του Βοόζ. Όταν ο Βοόζ πλάγιασε, η Ρουθ πλησίασε ήσυχα, του ξεσκέπασε τα πόδια και πλάγιασε και αυτή. Τα μεσάνυχτα, αυτός ξύπνησε τρέμοντας και έσκυψε προς τα εμπρός. Μέσα στο σκοτάδι δεν την αναγνώρισε και ρώτησε: «Ποια είσαι εσύ;» Εκείνη είπε: «Είμαι η Ρουθ η δούλη σου, και πρέπει να απλώσεις το κάτω μέρος της φορεσιάς σου πάνω στη δούλη σου, γιατί εσύ είσαι εξαγοραστής».—Ρθ 3:1-9.
Οι ενέργειες που έκανε η Ρουθ σύμφωνα με τις οδηγίες της Ναομί θα πρέπει να εναρμονίζονταν με τη διαδικασία που υπαγόρευαν τα έθιμα για τις γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ανδραδελφικού γάμου. Στο Σχολιολόγιο των Αγίων Γραφών (Commentary on the Holy Scriptures) του Λάνγκε, ο Πάουλους Κάσελ κάνει την εξής παρατήρηση σε σχέση με το εδάφιο Ρουθ 3:9: «Αναμφίβολα, αυτή η συμβολική μέθοδος διεκδίκησης του λεπτότερου όλων των δικαιωμάτων προϋποθέτει συμπεριφορά διαπνεόμενη από πατριαρχική απλότητα και αρετή. Η σιγουριά της γυναίκας βασίζεται στην τιμιότητα του άντρα. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος δεν ήταν εύκολη στην εφαρμογή της. Διότι αν έστω και το παραμικρό ήταν γνωστό εκ των προτέρων ή είχε ήδη διαδοθεί, το πέπλο της σιωπής και της μυστικότητας θα αφαιρούνταν από την ευπρέπεια της διεκδικήτριας. Αφ’ ης στιγμής, όμως, η μέθοδος έμπαινε σε εφαρμογή, το εκπεφρασμένο αίτημα δεν ήταν δυνατόν να απορριφθεί χωρίς όνειδος είτε για τη γυναίκα είτε για τον άντρα. Μπορούμε, λοιπόν, να είμαστε σίγουροι ότι η Ναομί δεν έστειλε τη νύφη της σε αυτή την αποστολή χωρίς να είναι απόλυτα πεπεισμένη ότι θα πετύχαινε. Διότι αναμφισβήτητα, εκτός όλων των άλλων δυσκολιών, η υπόθεση παρουσίαζε και μία ακόμη: ο Βοόζ, όπως λέει και η ίδια η Ρουθ, ήταν όντως γκοέλ [εξαγοραστής], αλλά δεν ήταν ο γκοέλ. Από την απάντηση του Βοόζ διαφαίνεται επίσης ότι αυτή η αξίωση δεν του ήταν τελείως απρόσμενη. Όχι ότι είχε προηγηθεί συνεννόηση με τη Ναομί, και γι’ αυτό ήταν μόνος στο αλώνι, διότι το γεγονός ότι πετάχτηκε από τον ύπνο του δείχνει πως αυτή η νυχτερινή επίσκεψη ήταν εντελώς αναπάντεχη. Η σκέψη, όμως, ότι η Ρουθ ίσως κάποια στιγμή να διεκδικούσε από τον ίδιο τα δικαιώματα που της παρείχε η εξ αίματος συγγένεια ενδεχομένως να μην του ήταν πρωτόγνωρη. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εικασία, σχετικά με το τι ήταν πιθανό ή αναμενόμενο να συμβεί, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να απαλλαχτεί η Ρουθ από την ανάγκη να εκδηλώσει η ίδια την ελεύθερη βούλησή της μέσω αυτής της συμβολικής διαδικασίας».—Μετάφραση (στην αγγλική) και επιμέλεια Φ. Σαφ, 1976, σ. 42.
Το ότι ο Βοόζ θεώρησε τις ενέργειες της Ρουθ απολύτως ενάρετες είναι φανερό από την αντίδρασή του: «Ευλογημένη να είσαι από τον Ιεχωβά, κόρη μου. Εξέφρασες καλύτερα τη στοργική σου καλοσύνη στην τελευταία περίπτωση παρά στην πρώτη περίπτωση, μη πηγαίνοντας πίσω από τους νεαρούς, είτε ασήμαντους είτε πλούσιους». Η Ρουθ με ανιδιοτέλεια διάλεξε τον Βοόζ, έναν άντρα πολύ μεγαλύτερό της, επειδή αυτός ήταν εξαγοραστής, προκειμένου να εγείρει όνομα για το νεκρό σύζυγό της και για την πεθερά της. Δεδομένου ότι μια νεαρή γυναίκα σαν τη Ρουθ φυσιολογικά θα προτιμούσε έναν νεότερο άντρα, ο Βοόζ είδε αυτή την ενέργειά της ως έκφραση της στοργικής της καλοσύνης, καλύτερη ακόμη και από την επιλογή της να μείνει προσκολλημένη στην ηλικιωμένη πεθερά της.—Ρθ 3:10.
Ασφαλώς η φωνή της Ρουθ θα πρέπει να πρόδιδε κάποια ανησυχία, γι’ αυτό και ο Βοόζ, θέλοντας να την καθησυχάσει, είπε: «Και τώρα, κόρη μου, μη φοβάσαι. Όλα όσα λες θα τα κάνω για εσένα, γιατί ο καθένας στην πύλη του λαού μου ξέρει ότι εσύ είσαι έξοχη γυναίκα». Η ώρα ήταν προχωρημένη και έτσι ο Βοόζ συμβούλεψε τη Ρουθ να πλαγιάσει. Ωστόσο, σηκώθηκαν και οι δύο ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι, προφανώς για να μη δώσουν λαβή για σχόλια σε βάρος τους. Ο Βοόζ έδωσε επίσης στη Ρουθ έξι μέτρα κριθάρι. Αυτό μπορεί να υποδήλωνε ότι, όπως έπειτα από έξι εργάσιμες ημέρες ερχόταν μια ημέρα ανάπαυσης, έτσι και η ημέρα ανάπαυσης της Ρουθ ήταν κοντά, επειδή εκείνος θα της εξασφάλιζε «τόπο ανάπαυσης».—Ρθ 3:1, 11-15, 17, 18.
Όταν έφτασε η Ρουθ, η Ναομί, η οποία ίσως δεν κατάλαβε ποια ήταν αυτή που ζητούσε μέσα στο σκοτάδι να μπει στο σπίτι, ρώτησε: «Ποια είσαι εσύ, κόρη μου;» Αυτή η ερώτηση θα μπορούσε επίσης να αναφέρεται στην πιθανή νέα ταυτότητα της Ρουθ σε σχέση με τον εξαγοραστή της.—Ρθ 3:16.
Έπειτα, όταν ο πλησιέστερος συγγενής αρνήθηκε να προβεί σε ανδραδελφικό γάμο, ο Βοόζ προσφέρθηκε πρόθυμα. Έτσι λοιπόν, η Ρουθ έγινε μητέρα του Ωβήδ, γιου του Βοόζ, και πρόγονος του Βασιλιά Δαβίδ καθώς και του Ιησού Χριστού.—Ρθ 4:1-21· Ματ 1:5, 16.