ΡΑΧΗΛ
(Ραχήλ) [Προβατίνα].
Κόρη του Λάβαν και μικρότερη αδελφή της Λείας, πρώτη εξαδέλφη του Ιακώβ και η ευνοούμενη σύζυγός του. (Γε 29:10, 16, 30) Το 1781 Π.Κ.Χ. ο Ιακώβ έφυγε για να σωθεί από τον αδελφό του τον Ησαύ, ο οποίος σκόπευε να τον δολοφονήσει, και ταξίδεψε προς τη Χαρράν, στην Παδάν-αράμ, στη «γη των κατοίκων της Ανατολής». (Γε 28:5· 29:1) Η Ραχήλ, μια κοπέλα με «ωραία διάπλαση και ωραία όψη», η οποία ήταν βοσκοπούλα στα ποίμνια του πατέρα της, συνάντησε τον Ιακώβ σε ένα πηγάδι κοντά στη Χαρράν. Ο Ιακώβ φιλοξενήθηκε στο σπιτικό του θείου του και, ύστερα από έναν μήνα, συμφώνησε να υπηρετήσει τον Λάβαν εφτά χρόνια για να παντρευτεί τη Ραχήλ, την οποία είχε αγαπήσει. Η αγάπη του δεν εξασθένησε στη διάρκεια των εφτά ετών, και έτσι αυτά του «φάνηκαν σαν λίγες ημέρες». Ωστόσο, τη νύχτα του γάμου, ο θείος του αντικατέστησε τη Ραχήλ με τη μεγαλύτερη κόρη, τη Λεία, η οποία προφανώς συνέπραξε σε αυτή τη δόλια ενέργεια. Το επόμενο πρωί, όταν ο Ιακώβ κατηγόρησε τον Λάβαν ότι τον εξαπάτησε, εκείνος επικαλέστηκε τα τοπικά έθιμα ως δικαιολογία για τη συμπεριφορά του. Ο Ιακώβ συμφώνησε να τηρήσει μια πλήρη γαμήλια εβδομάδα με τη Λεία προτού λάβει τη Ραχήλ, και κατόπιν να εργαστεί άλλα εφτά χρόνια για τον Λάβαν.—Γε 29:4-28.
Η Ραχήλ δεν απογοήτευσε τον Ιακώβ ως σύζυγος, και ο Ιακώβ έδειξε περισσότερη αγάπη για αυτήν παρά για τη Λεία. Τώρα, όμως, ο Ιεχωβά ευνόησε τη Λεία, η οποία βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, ευλογώντας την με τέσσερις γιους, ενώ η Ραχήλ παρέμενε στείρα. (Γε 29:29-35) Η Ραχήλ εκδήλωσε ζήλια για την αδελφή της καθώς και απελπισία για τη δική της στειρότητα—μια κατάσταση που τότε θεωρούνταν μεγάλο όνειδος για μια γυναίκα. Ο εκνευρισμός και η αδημονία της έκαναν ακόμη και το στοργικό της σύζυγο να θυμώσει. Για να αναπληρώσει τη στειρότητά της, έδωσε στον Ιακώβ την υπηρέτριά της για αναπαραγωγικούς σκοπούς (όπως είχε κάνει στο παρελθόν και η Σάρρα με τη δούλη της την Άγαρ), και τα δύο παιδιά που γεννήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρήθηκαν δικά της. Η υπηρέτρια της Λείας και η ίδια η Λεία γέννησαν συνολικά άλλους τέσσερις γιους προτού πραγματοποιηθεί τελικά η ελπίδα της Ραχήλ και αποκτήσει τον πρώτο δικό της γιο, τον Ιωσήφ.—Γε 30:1-24.
Τώρα ο Ιακώβ ήταν έτοιμος να αναχωρήσει από τη Χαρράν, αλλά ο πεθερός του τον έπεισε να παραμείνει και άλλο. Τελικά, έπειτα από έξι ακόμη χρόνια, με την κατεύθυνση του Θεού, ο Ιακώβ ξεκίνησε να φύγει. Λόγω των απατηλών μεθόδων που είχε χρησιμοποιήσει ο Λάβαν, ο Ιακώβ δεν τον ενημέρωσε για την αναχώρησή του, τόσο δε η Λεία όσο και η Ραχήλ συμφώνησαν σε αυτό με το σύζυγό τους. Προτού φύγουν, η Ραχήλ έκλεψε τα «θεραφίμ» του πατέρα της, τα οποία προφανώς ήταν κάποιο είδος ειδωλολατρικών ομοιωμάτων. Όταν αργότερα ο Λάβαν πρόφτασε την ομάδα και έκανε γνωστή την κλοπή (η οποία φαίνεται ότι αποτελούσε και το κύριο μέλημά του), ο Ιακώβ, μη γνωρίζοντας την ενοχή της Ραχήλ, εξέφρασε την αποδοκιμασία του για αυτή καθαυτή την πράξη, δηλώνοντας ότι ο δράστης θα θανατωνόταν αν εντοπιζόταν στη συνοδεία του. Η έρευνα του Λάβαν τον οδήγησε στη σκηνή της Ραχήλ, αλλά εκείνη κατάφερε να μην αποκαλυφτεί, ισχυριζόμενη ότι ήταν αδιάθετη λόγω της έμμηνης ρύσης της και παραμένοντας καθισμένη πάνω στο καλάθι του σαμαριού στο οποίο βρίσκονταν τα θεραφίμ.—Γε 30:25-30· 31:4-35, 38.
Κατά τη συνάντησή του με τον αδελφό του τον Ησαύ, ο Ιακώβ εκδήλωσε τη συνεχιζόμενη προτίμησή του για τη Ραχήλ τοποθετώντας την ίδια και το μοναχογιό της τελευταίους στη σειρά με την οποία ταξίδευαν, θεωρώντας αναμφίβολα αυτή τη θέση ως την ασφαλέστερη σε περίπτωση επίθεσης από τον Ησαύ. (Γε 33:1-3, 7) Αφού κατοίκησε για κάποιο διάστημα στη Σοκχώθ, κατόπιν στη Συχέμ και τελικά στη Βαιθήλ, ο Ιακώβ κατευθύνθηκε νοτιότερα. Κάπου ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Βηθλεέμ, η Ραχήλ γέννησε το δεύτερο παιδί της, τον Βενιαμίν, αλλά πέθανε στη γέννα και θάφτηκε εκεί, ενώ ο Ιακώβ έστησε μια στήλη για να φαίνεται πού ήταν ο τάφος της.—Γε 33:17, 18· 35:1, 16-20.
Οι λιγοστές λεπτομέρειες που έχουν καταγραφεί δίνουν ελλιπή μόνο εικόνα για την προσωπικότητα της Ραχήλ. Ήταν λάτρις του Ιεχωβά (Γε 30:22-24), αλλά εκδήλωσε ανθρώπινα ελαττώματα, ενώ η κλοπή των θεραφίμ και η επιτηδειότητα με την οποία απέφυγε να γίνει αντιληπτή μπορεί ίσως να αποδοθεί—τουλάχιστον εν μέρει—στο οικογενειακό της παρελθόν. Όποιες και αν ήταν οι αδυναμίες της, ο Ιακώβ την αγαπούσε πολύ και, ακόμη και στα γηρατειά του, θεωρούσε ότι εκείνη ήταν η αληθινή του σύζυγος και ξεχώριζε τα παιδιά της από όλα τα άλλα παιδιά του. (Γε 44:20, 27-29) Τα λόγια του προς τον Ιωσήφ λίγο προτού πεθάνει, αν και απλά, ωστόσο αποκαλύπτουν το βάθος της αγάπης που ένιωθε ο Ιακώβ για αυτήν. (Γε 48:1-7) Για την ίδια και για τη Λεία αναφέρεται ότι «οικοδόμησαν . . . τον οίκο του Ισραήλ [Ιακώβ]».—Ρθ 4:11.
Διάφορες αρχαιολογικές ανακαλύψεις ίσως ρίχνουν κάποιο φως στο γιατί η Ραχήλ οικειοποιήθηκε τα «θεραφίμ» του πατέρα της. (Γε 31:19) Πινακίδες σφηνοειδούς γραφής που βρέθηκαν στη Νουζί της βόρειας Μεσοποταμίας, και οι οποίες πιστεύεται ότι χρονολογούνται περίπου από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας Π.Κ.Χ., αποκαλύπτουν πως ορισμένοι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν ότι η κατοχή των εφέστιων θεών αντιπροσώπευε νομικό τίτλο που έδινε δικαίωμα στην κληρονομιά της οικογενειακής περιουσίας. (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 219, 220) Ορισμένοι πιθανολογούν ότι η Ραχήλ πίστευε πως ο Ιακώβ δικαιούνταν να έχει μερίδιο στην κληρονομιά της περιουσίας του Λάβαν ως υιοθετημένος γιος και ότι πήρε τα θεραφίμ για να το εξασφαλίσει αυτό ή ακόμη και για να έχει κάποιο πλεονέκτημα σε σχέση με τους γιους του Λάβαν. Ή μπορεί να θεώρησε ότι η κατοχή τους θα εμπόδιζε οποιαδήποτε απόπειρα του πατέρα της να διεκδικήσει νομικά μέρος του πλούτου που είχε αποκτήσει ο Ιακώβ ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία του. (Παράβαλε Γε 30:43· 31:1, 2, 14-16.) Φυσικά, αυτές οι εκδοχές εξαρτώνται από το κατά πόσον υπήρχε τέτοιο έθιμο στο λαό του Λάβαν και από το κατά πόσον τα θεραφίμ ήταν όντως τέτοιου είδους εφέστιοι θεοί.
Ο τόπος ταφής της Ραχήλ «στην περιοχή του Βενιαμίν, στη Σελσά», εξακολουθούσε να είναι γνωστός στην εποχή του Σαμουήλ, περίπου έξι αιώνες αργότερα. (1Σα 10:2) Σύμφωνα με την παράδοση, ο τάφος της βρισκόταν σε μια τοποθεσία περίπου 1,5 χλμ. Β της Βηθλεέμ. Αυτό, όμως, θα σήμαινε ότι ο τάφος ήταν στην περιοχή του Ιούδα, όχι του Βενιαμίν. Γι’ αυτόν το λόγο, άλλοι προτείνουν μια τοποθεσία βορειότερα, αλλά κάθε προσπάθεια ακριβούς εντοπισμού είναι μάταιη σήμερα.
Αιώνες μετά το θάνατο της Ραχήλ, γιατί είπε η Αγία Γραφή ότι αυτή θα έκλαιγε για τους γιους της στο μέλλον;
Στο εδάφιο Ιερεμίας 31:15 η Ραχήλ παρουσιάζεται να κλαίει για τους γιους της που έχουν οδηγηθεί στη γη του εχθρού και ο θρήνος της να ακούγεται στη Ραμά (Β της Ιερουσαλήμ, στην περιοχή του Βενιαμίν). (Βλέπε ΡΑΜΑ Αρ. 1.) Εφόσον στα συμφραζόμενα αναφέρεται αρκετές φορές ο Εφραΐμ, που η φυλή των απογόνων του συχνά χρησιμοποιείται συλλογικά αντιπροσωπεύοντας το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ (Ιερ 31:6, 9, 18, 20), ορισμένοι λόγιοι πιστεύουν ότι αυτή η προφητεία αφορά την εξορία στην οποία οδήγησαν οι Ασσύριοι το λαό του βόρειου βασιλείου. (2Βα 17:1-6· 18:9-11) Από την άλλη πλευρά, μπορεί να αφορά την τελική εξορία τόσο του λαού του Ισραήλ όσο και του λαού του Ιούδα (ο οποίος οδηγήθηκε στην εξορία από τους Βαβυλωνίους). Στην πρώτη περίπτωση, η εικόνα της Ραχήλ είναι πολύ ενδεδειγμένη εφόσον αυτή ήταν πρόγονος του Εφραΐμ (μέσω του Ιωσήφ), της πιο εξέχουσας φυλής του βόρειου βασιλείου. Στη δεύτερη περίπτωση, το γεγονός ότι η Ραχήλ ήταν η μητέρα, όχι μόνο του Ιωσήφ, αλλά και του Βενιαμίν—του οποίου η φυλή αποτέλεσε μέρος του νότιου βασιλείου του Ιούδα—την καθιστά κατάλληλο σύμβολο των μητέρων όλου του Ισραήλ, οι οποίες φαινόταν τώρα ότι είχαν γεννήσει γιους μάταια. Ωστόσο, η παρηγορητική υπόσχεση του Ιεχωβά ήταν ότι οι εξόριστοι “θα επέστρεφαν από τη γη του εχθρού”.—Ιερ 31:16.
Αυτή η περικοπή παρατέθηκε από τον Ματθαίο σε σχέση με τη σφαγή των νηπίων που έλαβε χώρα στη Βηθλεέμ κατόπιν διαταγής του Ηρώδη. (Ματ 2:16-18) Εφόσον ο τάφος της Ραχήλ βρισκόταν κοντά—έστω και σχετικά—στη Βηθλεέμ (αν και προφανώς όχι στην τοποθεσία που υποστηρίζεται από την παράδοση), η εικόνα της Ραχήλ που έκλαιγε ήταν κατάλληλη για να εκφράσει τη λύπη την οποία ένιωθαν οι μητέρες των θανατωμένων παιδιών. Αλλά αυτή η παράθεση της προφητείας του Ιερεμία γίνεται ακόμη πιο κατάλληλη αν λάβουμε υπόψη τις παρόμοιες συνθήκες που επικρατούσαν. Οι Ισραηλίτες υπόκειντο σε μια ξένη δύναμη. Οι γιοι τους είχαν παρθεί και πάλι μακριά. Αυτή τη φορά, όμως, “η γη του εχθρού” στην οποία είχαν πάει δεν ήταν προφανώς η επικράτεια κάποιας πολιτικής δύναμης, όπως συνέβη στην προγενέστερη περίπτωση. Ήταν ο τάφος, η επικράτεια του “Βασιλιά Θανάτου” (παράβαλε Ψλ 49:14· Απ 6:8)—ο οποίος θάνατος χαρακτηρίζεται ως ο «τελευταίος εχθρός» που πρόκειται να καταστραφεί. (Ρω 5:14, 21· 1Κο 15:26) Οποιαδήποτε επιστροφή από μια τέτοια «εξορία» θα πραγματοποιούνταν, φυσικά, μέσω ανάστασης από τους νεκρούς.