ΧΟΥΘ, ΧΟΥΘΑ
(Χουθά).
Οι ονομασίες «Χουθ» και «Χουθά» προσδιορίζουν και οι δύο την κοιτίδα ενός λαού τον οποίο ο βασιλιάς της Ασσυρίας εγκατέστησε στις πόλεις της Σαμάρειας, έπειτα από την εξορία του Ισραήλ το 740 Π.Κ.Χ. (2Βα 17:23, 24, 30) Ωστόσο, οι έποικοι που μεταφέρθηκαν από τη Χουθά και από άλλα μέρη μαστίζονταν από ανθρωποφάγα λιοντάρια, και όταν έκαναν έκκληση στον Ασσύριο βασιλιά για βοήθεια, τους στάλθηκε ένας ιερέας ο οποίος προηγουμένως υπηρετούσε στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ. Εφόσον η λατρεία που ασκούσε ο Ισραήλ είχε από καιρό την αποδοκιμασία του Θεού (1Βα 13:33, 34· 16:31-33), οι υπηρεσίες αυτού του ιερέα δεν απέδωσαν γνήσιους λάτρεις του Ιεχωβά, και ως αποτέλεσμα «τους δικούς τους θεούς λάτρευαν [οι έποικοι]»—αυτοί δε που κατάγονταν από τη Χουθά συνέχισαν να λατρεύουν το θεό τους τον Νεργάλ. Ο λαός που προήλθε από την επιγαμία “ανθρώπων από τη Χουθά” και από άλλα έθνη με τους εναπομείναντες Ισραηλίτες κατέληξε να ονομάζεται γενικά «Σαμαρείτες». Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, αυτοί «στα εβραϊκά ονομάζονται Χουθαίοι (Κουθίμ) και στα ελληνικά Σαμαρείτες». (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Θ΄, 290 [xiv, 3]) Η επωνυμία «Κουθίμ» προφανώς χρησιμοποιούνταν επειδή ο λαός της Χουθά επικράτησε μεταξύ των αρχικών εποίκων.—2Βα 17:24-41.
Η ανακάλυψη πινακίδων με συμβόλαια στο Τελλ Ιμπραχίμ (Ιμάμ Ιμπραχίμ), περίπου 50 χλμ. ΒΑ της Βαβυλώνας, στα οποία αναφέρεται το όνομα Κούτου (το αντίστοιχο της Χουθ στην ακκαδική), έχει οδηγήσει τους περισσότερους γεωγράφους στο συμπέρασμα ότι το Τελλ Ιμπραχίμ ταυτίζεται με τη Βιβλική τοποθεσία Χουθά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Χουθά ήταν κάποτε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας και πιθανότατα ήταν αρκετά μεγάλη, δεδομένου ότι ο γήλοφος που μαρτυρεί σήμερα τη θέση της έχει ύψος περίπου 18 μ. και περιφέρεια 3 χλμ. Ανάμεσα στα ερείπια που υπάρχουν εκεί υποδεικνύεται κάποιο σημείο όπου πιστεύεται ότι υπήρχε ένας αρχαίος ναός αφιερωμένος στον Νεργάλ—κάτι που συμφωνεί και με τη δήλωση της Αγίας Γραφής ότι «οι άντρες της Χουθ» λάτρευαν αυτόν το θεό.—2Βα 17:29, 30.