ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Καταχώριση, συνήθως με βάση το όνομα και τη γενεαλογική γραμμή, σύμφωνα με τη φυλή και τον πατρικό οίκο. Η απογραφή δεν αποσκοπούσε μόνο στην απλή καταμέτρηση του πληθυσμού. Οι εθνικές απογραφές που αναφέρονται στην Αγία Γραφή εξυπηρετούσαν διάφορους σκοπούς, όπως η φορολογία, η στρατολόγηση ή (όσον αφορά τους Λευίτες) η ανάθεση καθηκόντων στο αγιαστήριο.
Στο Σινά. Κατ’ εντολήν του Ιεχωβά, η πρώτη απογραφή έλαβε χώρα στη διάρκεια της στρατοπέδευσης στο Σινά, το δεύτερο μήνα του δεύτερου έτους μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο. Προκειμένου να βοηθηθεί ο Μωυσής σε αυτό το εγχείρημα, επιλέχθηκε ένας αρχηγός από κάθε φυλή για να έχει την ευθύνη και την επίβλεψη της απογραφής στη δική του φυλή. Δεν καταγράφηκαν απλώς όλοι οι άρρενες από 20 χρονών και πάνω—όσοι ήταν στρατεύσιμοι—αλλά ο Νόμος επέβαλε, επίσης, σε όσους απογράφηκαν κεφαλικό φόρο μισού σίκλου ($1,10) για την υπηρεσία της σκηνής της μαρτυρίας. (Εξ 30:11-16· Αρ 1:1-16, 18, 19) Ο συνολικός αριθμός των καταγραμμένων έφτασε τους 603.550, με εξαίρεση τους Λευίτες, οι οποίοι δεν επρόκειτο να έχουν κληρονομιά στη γη. Αυτοί δεν πλήρωναν φόρο για τη σκηνή της μαρτυρίας και εξαιρούνταν από τη στράτευση.—Αρ 1:44-47· 2:32, 33· 18:20, 24.
Το υπόμνημα του βιβλίου Αριθμοί δείχνει ότι έγινε επίσης καταμέτρηση των αρρένων πρωτοτόκων των 12 φυλών, και όλων των αρρένων Λευιτών, ηλικίας ενός μηνός και πάνω. (Αρ 3:14, 15) Αυτό συνέβη επειδή ο Ιεχωβά είχε εξαγοράσει τα πρωτότοκα για τον εαυτό του όταν τα έσωσε από την εξολόθρευση των πρωτοτόκων στην Αίγυπτο. Τώρα επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τους Λευίτες ως ειδικά αγιασμένους από εκείνον για υπηρεσία στο αγιαστήριο. Συνεπώς, οι Λευίτες έπρεπε να δοθούν στον Ιεχωβά από τον Ισραήλ για να απολυτρωθούν τα πρωτότοκα των άλλων φυλών. Η καταμέτρηση έδειξε ότι υπήρχαν 22.000 άρρενες Λευίτες και 22.273 πρωτότοκα από τις μη Λευιτικές φυλές. (Αρ 3:11-13, 39-43) Για να απολυτρωθούν τα 273 πρωτότοκα που ήταν επιπλέον από τον αριθμό των Λευιτών, απαιτήθηκε να καταβληθούν εκ μέρους του καθενός πέντε σίκλοι ($11) υπέρ του αγιαστηρίου.—Αρ 3:44-51.
Έγινε, επίσης, απαρίθμηση των Κααθιτών, των Γηρσωνιτών και των Μεραριτών ηλικίας 30 ως 50 χρονών. Σε αυτούς δόθηκαν ειδικοί διορισμοί υπηρεσίας στο αγιαστήριο.—Αρ 4:34-49.
Στις Πεδιάδες του Μωάβ. Μια δεύτερη απογραφή που αναφέρεται στο υπόμνημα είναι εκείνη που έλαβε χώρα στις Πεδιάδες του Μωάβ, έπειτα από τη μάστιγα που επήλθε στον Ισραήλ εξαιτίας της αμαρτίας του σε σχέση με τον Βάαλ του Φεγώρ. Διαπιστώθηκε τότε ότι ο αριθμός των αντρών ηλικίας 20 χρονών και πάνω ήταν 601.730, δηλαδή 1.820 λιγότεροι από την απογραφή που είχε γίνει σχεδόν 39 χρόνια νωρίτερα. (Αρ 26:1, 2, 51) Η καταμέτρηση των Λευιτών ηλικίας ενός μηνός και πάνω έδειξε ότι ήταν 23.000, δηλαδή 1.000 επιπλέον από την πρώτη απογραφή.—Αρ 26:57, 62.
Η Ολέθρια Απογραφή του Δαβίδ. Έχει καταγραφεί επίσης μια ακόμη απογραφή, που έγινε προς το τέλος της βασιλείας του Δαβίδ και αποδείχτηκε ολέθρια. Το εδάφιο 2 Σαμουήλ 24:1 αναφέρει: «Και άναψε ξανά ο θυμός του Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, όταν κάποιος υποκίνησε τον Δαβίδ εναντίον τους, λέγοντας: “Πήγαινε, απαρίθμησε τον Ισραήλ και τον Ιούδα”». Αυτός ο «κάποιος» που υπήρξε ο υποκινητής δεν προσδιορίζεται εδώ. Μήπως ήταν ένας ανθρώπινος σύμβουλος; Θα μπορούσε να είναι ο Σατανάς; Ή μήπως ήταν ο Θεός; Το εδάφιο 1 Χρονικών 21:1 βοηθάει στο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, λέγοντας: «Ο Σατανάς σηκώθηκε εναντίον του Ισραήλ και υποκίνησε τον Δαβίδ να αριθμήσει τον Ισραήλ». Αυτή η απόδοση στη Μετάφραση Νέου Κόσμου συμφωνεί με το εβραϊκό κείμενο και με μεταφράσεις στην ελληνική, στη συριακή και στη λατινική. Βρίσκεται επίσης σε αρμονία με τις αποδόσεις άλλων μεταφράσεων.—RS, JB, ΒΑΜ, ΛΧ, ΜΠΚ.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η υποσημείωση του εδαφίου 1 Χρονικών 21:1, η εβραϊκή λέξη σατάν μπορεί να αποδοθεί και «ανθιστάμενος». Ο Μπάινγκτον την αποδίδει «ένας Σατανάς», ενώ η μετάφραση του Γιανγκ λέει «ένας αντίδικος». Επομένως, είναι πιθανό ότι ο «κάποιος» που υποκίνησε τον Δαβίδ να επιλέξει αυτή την ολέθρια πορεία ήταν ένας κακός ανθρώπινος σύμβουλος.
Είναι ενδιαφέρον ότι μια υποσημείωση του εδαφίου 2 Σαμουήλ 24:1 δείχνει πως αυτή η περικοπή θα μπορούσε να αποδοθεί ως εξής: «Και άναψε ξανά ο θυμός του Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, όταν αυτός υποκίνησε τον Δαβίδ εναντίον τους». Η Αγία Γραφή, Μετάφραση από τα Πρωτότυπα Κείμενα, έχει την εξής απόδοση: «Μια μέρα ο Κύριος οργίστηκε εκ νέου εναντίον των Ισραηλιτών. Παρακίνησε, λοιπόν, το Δαβίδ εναντίον τους: “Πήγαινε”, του είπε, “να μετρήσεις τους άντρες του Ισραήλ και του Ιούδα”». Γι’ αυτό, μερικοί σχολιαστές θεωρούν ότι ο «κάποιος» ή «αυτός» που υποκίνησε τον Δαβίδ να κάνει την απογραφή ήταν ο Ιεχωβά. “Ο θυμός του εναντίον του Ισραήλ”, σύμφωνα με αυτή την άποψη, προηγήθηκε της απογραφής και οφειλόταν στις πρόσφατες ανταρσίες τους εναντίον του Ιεχωβά και του διορισμένου του βασιλιά, του Δαβίδ, όταν ακολούθησαν αρχικά τον φιλόδοξο Αβεσσαλώμ και κατόπιν τον άχρηστο Σεβά, γιο του Βιχρί, εναντιούμενοι στον Δαβίδ. (2Σα 15:10-12· 20:1, 2) Μια τέτοια άποψη θα μπορούσε να εναρμονιστεί με τη σκέψη ότι ο Σατανάς ή κάποιος κακός ανθρώπινος σύμβουλος ήταν αυτός που υποκίνησε τον Δαβίδ, αν η υποκίνηση θεωρηθεί κάτι που επέτρεψε σκόπιμα ο Ιεχωβά, απομακρύνοντας, σαν να λέγαμε, την προστασία του ή το αποτρεπτικό χέρι του.—Παράβαλε 1Βα 22:21-23· 1Σα 16:14· βλέπε ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ (Αναφορικά με μεμονωμένα άτομα).
Από την πλευρά του, ο Δαβίδ ίσως είχε εσφαλμένο κίνητρο εξαιτίας υπερηφάνειας και εμπιστοσύνης στους αριθμούς του στρατεύματός του, με αποτέλεσμα να μην εκδηλώσει πλήρη πεποίθηση στον Ιεχωβά. Ούτως ή άλλως, είναι σαφές ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το κύριο μέλημα του Δαβίδ δεν ήταν η ενδόξαση του Θεού.
Ο Ιωάβ αντιτάσσεται. Όταν ο Ιωάβ, ο στρατηγός του Δαβίδ, διατάχθηκε να κάνει την απογραφή, αντιτάχθηκε λέγοντας: «Είθε ο Ιεχωβά ο Θεός σου να προσθέσει στο λαό εκατό φορές περισσότερους από όσους είναι, ενόσω τα μάτια του κυρίου μου του βασιλιά θα το βλέπουν αυτό. Αλλά γιατί ο κύριός μου ο βασιλιάς έχει βρει ευχαρίστηση σε κάτι τέτοιο;» (2Σα 24:3) Ο Ιωάβ υπαινίχθηκε ότι η δύναμη του έθνους δεν εξαρτόταν από αριθμούς αλλά από τον Ιεχωβά, ο οποίος μπορούσε να προμηθεύσει αριθμούς, αν αυτό ήταν το θέλημά του. Εξαιτίας της επιμονής του Δαβίδ, ο Ιωάβ έκανε την απογραφή, αν και απρόθυμα, γιατί η αφήγηση αναφέρει: «Τον Λευί και τον Βενιαμίν δεν τους συμπεριέλαβε στην απογραφή με αυτούς, επειδή ο λόγος του βασιλιά υπήρξε απεχθής στον Ιωάβ» (ο Λευί δεν καταμετρήθηκε σε αρμονία με το νόμο των εδαφίων Αριθμοί 1:47-49). Ο Ιωάβ είτε σταμάτησε προτού απογράψει τον Βενιαμίν είτε καθυστέρησε την πρόοδο της απογραφής και ο Δαβίδ συνήλθε και τη διέκοψε προτού την ολοκληρώσει ο Ιωάβ. (1Χρ 21:6) Ο Ιωάβ ίσως απέφυγε τον Βενιαμίν επειδή δεν ήθελε να ξεσηκώσει αυτή τη φυλή—τη φυλή του Σαούλ—η οποία είχε πολεμήσει το στρατό του Δαβίδ του οποίου αρχηγός ήταν ο Ιωάβ, προτού ενωθεί με τις υπόλοιπες φυλές υπό τον Δαβίδ. (2Σα 2:12-17) Αναμφίβολα η καταμέτρηση ως ενέργεια ήταν εσφαλμένη, γι’ αυτό και δεν καταχωρίστηκε «στην αφήγηση των υποθέσεων των ημερών του Βασιλιά Δαβίδ».—1Χρ 27:24.
Η καταμέτρηση έδειξε ότι ο Ισραήλ είχε 1.100.000 άντρες και ο Ιούδας 470.000, σύμφωνα με το εδάφιο 1 Χρονικών 21:5. Το εδάφιο 2 Σαμουήλ 24:9 δίνει τον αριθμό των 800.000 αντρών για τον Ισραήλ και των 500.000 για τον Ιούδα. Κάποιοι πιστεύουν ότι πρόκειται για λανθασμένη αντιγραφή. Ωστόσο, είναι άσοφο να αποδίδουμε λάθος στο κείμενο εφόσον δεν κατανοούμε πλήρως τις περιστάσεις, τις μεθόδους καταμέτρησης, και ούτω καθεξής. Οι δύο αυτές αφηγήσεις μπορεί να υπολογίζουν τον αριθμό από διαφορετική οπτική γωνία. Για παράδειγμα, είναι πιθανό να υπολογίστηκαν ή να παραλείφθηκαν τα μέλη του μόνιμου στρατού με ή χωρίς τους αξιωματικούς τους. Επίσης, διαφορετικές μέθοδοι υπολογισμού μπορεί να προκάλεσαν διαφοροποίηση στην καταχώριση ορισμένων αντρών, ως προς το κατά πόσον ανήκαν στον Ιούδα ή στον Ισραήλ. Παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης ίσως υπάρχει στο Πρώτο Χρονικών 27. Εδώ καταχωρίζονται 12 υποδιαιρέσεις στην υπηρεσία του βασιλιά, και κατονομάζονται όλες οι φυλές εκτός από τις φυλές του Γαδ και του Ασήρ, ενώ κατονομάζεται η φυλή του Λευί και τα δύο μισά της φυλής του Μανασσή. Αυτό μπορεί να συνέβη επειδή οι άντρες του Γαδ και του Ασήρ συνυπολογίστηκαν τότε με άντρες που υπάγονταν σε άλλες κεφαλές ή για άλλους αδιευκρίνιστους λόγους.
Η κρίση του Ιεχωβά. Ο Γαδ, ο προφήτης του Ιεχωβά, στάλθηκε στον Δαβίδ, τον εντολοδότη της απογραφής, δίνοντάς του τη δυνατότητα να επιλέξει μια από τις εξής τρεις μορφές τιμωρίας: πείνα επί τρία χρόνια, το σπαθί των εχθρών του Ισραήλ να καταφθάνει τον Ισραήλ επί τρεις μήνες ή επιδημία επί τρεις ημέρες. Ο Δαβίδ, εμπιστευόμενος στο έλεος του Θεού και όχι των ανθρώπων, επέλεξε “να πέσει στο χέρι του Ιεχωβά”. Στην επιδημία που ακολούθησε πέθαναν 70.000 άτομα.—1Χρ 21:10-14.
Εδώ υπάρχει άλλη μια διαφοροποίηση ανάμεσα στις αφηγήσεις του Δεύτερου Σαμουήλ και του Πρώτου Χρονικών. Ενώ το εδάφιο 2 Σαμουήλ 24:13 μιλάει για εφτά χρόνια πείνας, το εδάφιο 1 Χρονικών 21:12 μιλάει για τρία. (Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα έχει τη λέξη τρία στην αφήγηση του Δεύτερου Σαμουήλ.) Σύμφωνα με κάποια προτεινόμενη εξήγηση, τα εφτά χρόνια στο Δεύτερο Σαμουήλ θα μπορούσαν να αποτελούν, εν μέρει, προέκταση των τριών ετών πείνας που επήλθε λόγω της αμαρτίας του Σαούλ και του οίκου του κατά των Γαβαωνιτών. (2Σα 21:1, 2) Το τρέχον έτος (η απογραφή διήρκεσε 9 μήνες και 20 ημέρες [2Σα 24:8]) θα ήταν το τέταρτο, και τα τρία χρόνια που θα ακολουθούσαν θα έδιναν συνολικά εφτά χρόνια. Μολονότι η διαφορά μπορεί να οφείλεται σε λάθος κάποιου αντιγραφέα, πρέπει να επαναληφθεί ότι είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς πλήρως όλα τα γεγονότα και τις περιστάσεις προτού καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα.
Για την Υπηρεσία στο Ναό. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Δαβίδ, ο οποίος ήταν πια πολύ ηλικιωμένος, διέταξε την καταμέτρηση των Λευιτών για μελλοντική υπηρεσία στο ναό, ενέργεια που είχε προφανώς την επιδοκιμασία του Ιεχωβά. Αυτή η καταμέτρηση αποκάλυψε ότι υπήρχαν 38.000 Λευίτες από 30 χρονών και πάνω, όλοι τους ακμαίοι άντρες. Αυτοί καταχωρίστηκαν ως εξής: 24.000 επιτηρητές, 6.000 επόπτες και κριτές, 4.000 πυλωροί και 4.000 μουσικοί.—1Χρ 23:1-5.
Σχετικά με την οικοδόμηση του ναού, διαβάζουμε: «Κατόπιν ο Σολομών καταμέτρησε όλους τους άντρες που ήταν πάροικοι, οι οποίοι βρίσκονταν στη γη του Ισραήλ, μετά την απογραφή τους την οποία είχε κάνει ο Δαβίδ ο πατέρας του· και βρέθηκε ότι ήταν εκατόν πενήντα τρεις χιλιάδες εξακόσιοι. Έκανε, λοιπόν, εβδομήντα χιλιάδες από αυτούς αχθοφόρους και ογδόντα χιλιάδες λιθοτόμους στο βουνό και τρεις χιλιάδες εξακόσιους επιβλέποντες για να φροντίζουν να εκτελεί ο λαός την υπηρεσία του».—2Χρ 2:17, 18.
Μετέπειτα Απογραφές. Υπήρξαν και άλλες απογραφές που έκαναν μεταγενέστεροι βασιλιάδες του Ισραήλ και του Ιούδα. Στις ημέρες του Βασιλιά Αμαζία, οι άντρες του Ιούδα και του Βενιαμίν από 20 χρονών και πάνω έφταναν τις 300.000. (2Χρ 25:5) Στην απογραφή που έκανε ο Βασιλιάς Οζίας, οι στρατιωτικές δυνάμεις αριθμούσαν 307.500 άντρες, οι οποίοι υπάγονταν σε 2.600 κεφαλές των πατρικών οίκων.—2Χρ 26:11-13.
Αριθμήθηκαν, επίσης, οι εξόριστοι που επαναπατρίστηκαν υπό την ηγεσία του Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. Ανάμεσά τους υπήρχαν 42.360 άρρενες, καθώς επίσης 7.337 δούλοι και 200 τραγουδιστές (το Μασοριτικό κείμενο του Νεεμία λέει 245 τραγουδιστές).—Εσδ 2:64, 65· Νε 7:66, 67· βλέπε ΝΕΕΜΙΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ).
Τον Καιρό της Γέννησης του Ιησού. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αναφέρεται ότι έγιναν δύο απογραφές αφότου η Ιουδαία υποτάχθηκε στη Ρώμη. Τέτοιες απογραφές δεν γίνονταν μόνο για λόγους στατιστικής, αλλά κυρίως για την επιβολή φορολογίας και για τη στρατολόγηση των αντρών. Αναφορικά με την πρώτη από αυτές, διαβάζουμε: «Εκείνες, λοιπόν, τις ημέρες [περ. 2 Π.Κ.Χ.] βγήκε διάταγμα από τον Καίσαρα Αύγουστο να απογραφεί όλη η κατοικημένη γη· (αυτή η πρώτη απογραφή έγινε όταν κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος·) και όλοι πήγαιναν να απογραφούν, ο καθένας στη δική του πόλη». (Λου 2:1-3) Αυτό το αυτοκρατορικό διάταγμα αποδείχτηκε ότι εκδόθηκε με θεϊκή πρόνοια, εφόσον υποχρέωσε τον Ιωσήφ και τη Μαρία να ταξιδέψουν από την πόλη της Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ παρότι η Μαρία ήταν τότε ετοιμόγεννη. Έτσι λοιπόν, ο Ιησούς γεννήθηκε στην πόλη του Δαβίδ, σε εκπλήρωση της προφητείας.—Λου 2:4-7· Μιχ 5:2.
Δύο απογραφές υπό τον Κυρήνιο. Οι κριτικοί της Αγίας Γραφής έχουν υποστηρίξει ότι η μοναδική απογραφή που έγινε ενόσω ο Πόπλιος Σουλπίκιος Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας έλαβε χώρα περίπου το 6 Κ.Χ., πυροδοτώντας την ανταρσία του Ιούδα του Γαλιλαίου και των Ζηλωτών. (Πρ 5:37) Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η δεύτερη απογραφή υπό τον Κυρήνιο, δεδομένου ότι επιγραφές που ήρθαν στο φως εντός και πέριξ της Αντιόχειας αποκάλυψαν ότι μερικά χρόνια νωρίτερα ο Κυρήνιος είχε υπηρετήσει ως ο λεγάτος του αυτοκράτορα στη Συρία. (Η Συμβολή των Πρόσφατων Ανακαλύψεων στην Αξιοπιστία της Καινής Διαθήκης [The Bearing of Recent Discovery on the Trustworthiness of the New Testament], του Γ. Ράμσεϊ, 1979, σ. 285, 291) Σχετικά με αυτό, το Λεξικό της Καινής Διαθήκης (Dictionnaire du Nouveau Testament) στη γαλλική Αγία Γραφή του Κραμπόν (έκδοση 1939, σ. 360) αναφέρει: «Οι ακαδημαϊκές έρευνες του Τσουμπτ (Επιγραφικές μελέτες [Commentat. epigraph.], II, 86-104· Περί της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας [De Syria romana provincia], 97, 98) και του Μόμσεν (Έργα του θεϊκού Αυγούστου [Res gestae divi Augusti]) πιστοποιούν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας δύο φορές». Πολλοί λόγιοι τοποθετούν την περίοδο κατά την οποία ο Κυρήνιος κατείχε για πρώτη φορά τη θέση του κυβερνήτη κάπου ανάμεσα στα έτη 4 και 1 Π.Κ.Χ., πιθανότατα από το 3 ως το 2 Π.Κ.Χ. Ωστόσο, η μέθοδος με την οποία καταλήγουν σε αυτές τις χρονολογίες δεν ευσταθεί, και αυτή η περίοδος παραμένει στην ουσία απροσδιόριστη. (Βλέπε ΚΥΡΗΝΙΟΣ.) Η δεύτερη περίοδος, όμως, κατά την οποία ήταν κυβερνήτης περιλάμβανε το 6 Κ.Χ., σύμφωνα με λεπτομέρειες που δίνει ο Ιώσηπος.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 26 (ii, 1).
Συνεπώς, ο ιστορικός και Βιβλικός συγγραφέας Λουκάς είχε δίκιο όταν είπε αναφορικά με την απογραφή που έγινε τον καιρό της γέννησης του Ιησού: «Αυτή η πρώτη απογραφή έγινε όταν κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος», διαχωρίζοντάς την από τη δεύτερη, η οποία έγινε αργότερα υπό τον ίδιο Κυρήνιο και για την οποία έκανε λόγο ο Γαμαλιήλ, σύμφωνα με την αφήγηση του Λουκά στο εδάφιο Πράξεις 5:37.