ΛΑΚΚΟΣ
Βαθύ μέρος ή κοίλωμα, φυσικό ή τεχνητό. Οι λάκκοι με άσφαλτο μέσα στους οποίους έπεσαν οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων ήταν προφανώς φυσικά κοιλώματα σε εκείνη την περιοχή (Γε 14:10), ενώ ο λάκκος στον οποίο έριξαν τον Ιωσήφ τα αδέλφια του ήταν προφανώς ανθρωποποίητος νερόλακκος. (Γε 37:20-29) Οι δύο βασικές εβραϊκές λέξεις που αποδίδονται «λάκκος» είναι η λέξη μπωρ (που σημαίνει επίσης «νερόλακκος» ή «στέρνα») και η λέξη σάχαθ.
Η εβραϊκή λέξη σιε’όλ αποδίδεται «λάκκος» τρεις φορές στη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου. (Αρ 16:30, 33· Ιωβ 17:16) Ωστόσο, στην πραγματικότητα ο Σιεόλ αναφέρεται στον κοινό τάφο του ανθρωπίνου γένους και όχι σε μεμονωμένο τάφο. Στα εδάφια Ιώβ 17:13-16 βρίσκουμε τον Σιεόλ και το λάκκο (εβρ., σάχαθ) να χρησιμοποιούνται παράλληλα από τον Ιώβ ως τόποι σκοταδιού και χώματος. Παρόμοια, η προσευχή του Δαβίδ προς τον Θεό στο εδάφιο Ψαλμός 30:3 αναφέρει: «Ιεχωβά, ανέβασες την ψυχή μου από τον Σιεόλ· με κράτησες ζωντανό για να μην κατεβώ στο λάκκο». Στα εδάφια Ψαλμός 88:3-5 γίνεται μνεία για τον Σιεόλ, το λάκκο και τον τάφο κατά σειρά.—Βλέπε επίσης Ιωβ 33:18-30· Ψλ 30:3, 9· 49:7-10, 15· 88:6· 143:7· Παρ 1:12· Ησ 14:9-15· 38:17, 18· 51:14· βλέπε ΣΙΕΟΛ· ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ.
Και ο Ιωνάς επίσης χρησιμοποίησε τη λέξη που αποδίδεται «λάκκος» με μεταφορική έννοια όταν παρομοίασε το εσωτερικό του ψαριού με «την κοιλιά του Σιεόλ» και «το λάκκο». (Ιων 2:2, 6) Ένας τέτοιος συσχετισμός του λάκκου με το θάνατο και τον τάφο ήταν εντελώς φυσιολογικός, δεδομένης της αρχαίας συνήθειας που υπήρχε να χρησιμοποιείται ως τόπος ταφής ένας υπάρχων λάκκος ή να σκάβεται καινούριος.
Οι λάκκοι αποτελούσαν προφανώς μέσα για την παγίδευση του εχθρού ή τη θήρευση ζώων, και επομένως χρησιμοποιούνται με συμβολική έννοια για να υποδηλώσουν επικίνδυνες καταστάσεις ή δολοπλοκίες που ταλαιπωρούν τους υπηρέτες του Θεού. (Ψλ 7:15· 40:2· 57:6· Παρ 26:27· 28:10· Ιερ 18:20, 22) Μερικές φορές τοποθετούνταν στους λάκκους δίχτυα μέσα στα οποία μπλέκονταν τα θύματα που έπεφταν σε αυτούς. (Ψλ 35:7, 8) Σύμφωνα με το Νόμο, αν ένα κατοικίδιο ζώο έπεφτε μέσα σε σκαμμένο λάκκο και πέθαινε, ο ιδιοκτήτης του λάκκου όφειλε να δώσει αποζημίωση στον ιδιοκτήτη του ζώου.—Εξ 21:33, 34.
Η πόρνη και «το στόμα των ξένων γυναικών» χαρακτηρίζονται ως «βαθύς λάκκος». Αυτό συμβαίνει επειδή η πόρνη, χρησιμοποιώντας συνήθως πειστικά λόγια, παγιδεύει τους άντρες για να έχουν σχέσεις μαζί της.—Παρ 22:14· 23:27.
Οι στέρνες που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι και άλλοι κάτοικοι της Ανατολής για να αποθηκεύουν νερό ήταν στην πραγματικότητα σκαμμένοι λάκκοι. Πολλές φορές, αυτές διαμορφώνονταν σε σχήμα μπουκαλιού—είχαν συνήθως στενό στόμιο, με πλάτος μόλις 0,3 μ. περίπου για το πρώτο ένα μέτρο, και κατόπιν φάρδαιναν σχηματίζοντας μια βολβοειδή κοιλότητα.—Βλέπε ΣΤΕΡΝΑ.
Η λέξη φρέαρ που χρησιμοποιεί το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο στα εδάφια Αποκάλυψη 9:1, 2, στην έκφραση “λάκκος της αβύσσου”, είναι η λέξη που χρησιμοποιεί και ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του για να περιγράψει «το πηγάδι» στην πηγή του Ιακώβ όπου ο Ιησούς συνάντησε τη Σαμαρείτισσα. (Ιωα 4:11, 12) Η λέξη αυτή, με την απλούστερη έννοιά της, αναφέρεται σε τέτοιο πηγάδι ή λάκκο σκαμμένο στη γη. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αναφορικά με οποιονδήποτε λάκκο ή άβυσσο, όπως εκείνον τον απύθμενο λάκκο από τον οποίο ανεβαίνουν οι ακρίδες της Αποκάλυψης. (Απ 9:3· βλέπε ΑΒΥΣΣΟΣ.) Η λέξη βόθυνος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται «λάκκος», μπορεί επίσης να σημαίνει «χαντάκι». (Ματ 12:11· 15:14, υποσ.· Λου 6:39) Ο Πέτρος, στο εδάφιο 2 Πέτρου 2:4, λέει ότι οι δαιμονικοί άγγελοι κλείνονται σε «λάκκους [σειροῖς, Κείμενο] πυκνού σκοταδιού».—Βλέπε ΤΑΡΤΑΡΟΣ.