ΒΟΥΚΕΝΤΡΟ
Γεωργικό εργαλείο που αποτελείται από ένα ραβδί μήκους περίπου 2,5 μέτρων και χρησιμοποιείται κυρίως για την καθοδήγηση των βοδιών που οργώνουν. Το ένα άκρο του ραβδιού είναι εφοδιασμένο με μεταλλική αιχμή για το κέντρισμα του ζώου, ενώ στο άλλο άκρο είναι προσαρμοσμένη μια πλατιά λεπίδα με την οποία απομακρύνουν το χώμα και τη λάσπη από τα υνιά ή τα καθαρίζουν από τις ρίζες και τα αγκάθια.
Ο Σαμεγάρ χρησιμοποίησε «ένα βούκεντρο» για να σκοτώσει 600 Φιλισταίους. (Κρ 3:31) Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται εδώ «βούκεντρο» (μαλμάδ) προέρχεται από τη ρίζα λαμάδ (μαθαίνω· διδάσκω).
Η Βιβλική αφήγηση αναφέρει πως, όταν οι Φιλισταίοι βρίσκονταν σε θέση ισχύος έναντι των Ισραηλιτών κατά τη βασιλεία του Σαούλ, οι Ισραηλίτες δεν επιτρεπόταν να έχουν σιδηρουργούς, και γι’ αυτό αναγκάζονταν να πηγαίνουν στους Φιλισταίους για να ακονίζουν τα γεωργικά τους εργαλεία και να στερεώνουν τα βούκεντρά τους (προφανώς τις μεταλλικές αιχμές).—1Σα 13:19-21.
Το βούκεντρο παραβάλλεται με τα λόγια ενός σοφού, τα οποία υποκινούν τον ακροατή να κάνει πρόοδο σε αρμονία με τη σοφία που άκουσε. (Εκ 12:11) Η μεταφορική έκφραση “κλωτσώ βούκεντρα” προέρχεται από την εικόνα ενός πεισματάρικου βοδιού που αντιστέκεται στο κέντρισμα του βούκεντρου κλωτσώντας το, πράγμα που καταλήγει στον τραυματισμό του. Συνεπώς, αυτή η έκφραση υποδηλώνει την αντίσταση ή το στασιασμό κάποιου ενάντια στη δικαιωματική εξουσία ή σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να αλλάξει, πράγμα που καταλήγει σε δική του βλάβη. Αυτό ακριβώς έκανε ο Σαούλ προτού γίνει Χριστιανός, μαχόμενος ενάντια στους ακολούθους του Ιησού Χριστού, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του Ιεχωβά Θεού.—Πρ 26:14· παράβαλε Πρ 5:38, 39.