ΜΥΡΩΔΙΚΑ
Όρος που αναφέρεται σε διάφορα αρωματικά φυτικά προϊόντα, όπως η αλόη, το βάλσαμο, το γάλβανο, η κανέλα, η κασσία, το λάδανο, το λιβάνι, το μοσχοκάλαμο, η σμύρνα και η στακτή. Μολονότι στην Αγία Γραφή αναφέρονται διάφορα καρυκεύματα, όπως το κύμινο, ο δυόσμος, ο άνηθος και το αλάτι, οι λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών που μεταφράζονται «μυρωδικό» και «μυρωδικά» δεν εφαρμόζονται σε καρυκεύματα φαγητών.
Μυρωδικά χρησιμοποιούνταν για να παρασκευάζονται το λάδι του αγίου χρίσματος και το θυμίαμα που προοριζόταν αποκλειστικά για χρήση στο αγιαστήριο. (Εξ 30:23-25, 34-37) Χρησιμοποιούνταν επίσης στην προετοιμασία των νεκρών για την ταφή, στην περίπτωση δε του Ιησού αναφέρονται συγκεκριμένα η σμύρνα και η αλόη. (Ιωα 19:39, 40· βλέπε επίσης Μαρ 16:1· Λου 23:56· 24:1.) Στα πλαίσια της ταφής του Βασιλιά Ασά του Ιούδα, έλαβε χώρα μια εξαιρετικά μεγάλη επικήδεια καύση—όχι αποτέφρωση, αλλά καύση μυρωδικών. (2Χρ 16:14) Στην αρχαιότητα πρόσθεταν μυρωδικά στα κρασιά για να τα κάνουν πιο δυνατά.—Ασμ 8:2.
Τα μυρωδικά στους κήπους, που αναφέρονται στο Άσμα Ασμάτων (5:1, 13· 6:2), μπορεί να υποδηλώνουν γενικά κάποια αρωματικά βότανα ή, όπως πιθανολογούν ορισμένοι λόγιοι, το βάλσαμο (κομμιφόρος η οποβάλσαμος [Commiphora opobalsamum]). Το «ινδικό μυρωδικό» του εδαφίου Αποκάλυψη 18:13 είναι κατά κυριολεξία το «άμωμο», ένας αρωματικός θάμνος της οικογένειας Ζιγγιβερίδες.