ΜΕΛΙΑ
(μελία) [εβρ., τιδχάρ].
Ονομασία δέντρου η οποία εμφανίζεται δύο φορές στις Εβραϊκές Γραφές, στα εδάφια Ησαΐας 41:19 και 60:13. Στο πρώτο εδάφιο, η μελία συγκαταλέγεται με δέντρα όπως η άρκευθος και το κυπαρίσσι, τα οποία πρόκειται να ευδοκιμήσουν στην έρημη πεδιάδα υπό προειπωμένες παραδεισιακές συνθήκες, ενώ στο δεύτερο συγκαταλέγεται με τα ίδια αυτά δέντρα ως μέρος της “δόξας του Λιβάνου”. Ο προσδιορισμός του εν λόγω δέντρου βασίζεται σε υποθέσεις, αλλά κάποια στοιχεία ευνοούν τη μελία.—Βλέπε Φιλολογική Επιθεώρηση Θεολογικών Κειμένων (Theologische Literaturzeitung), Λειψία, 1926, σ. 216.
Δύο ποικιλίες μελίας, ο φράξινος ο όρνος (Fraxinus ornus) και ο φράξινος ο οξύκαρπος (Fraxinus oxycarpa), φύονται δίπλα σε ποταμούς και ρυάκια στα βουνά του Λιβάνου και στο άνω άκρο της Παλαιστίνης, αλλά όχι σε όλη την Παλαιστίνη γενικά. Το δέντρο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται μέρος της “δόξας του Λιβάνου”, διότι είναι μεγάλο και φτάνει σε ύψος μέχρι και τα 15 μ. Έχει ανοιχτοπράσινο φύλλωμα και σταχτιά κλαδάκια. Μολονότι οι βοτανολόγοι την κατατάσσουν στην ίδια οικογένεια με την ελιά, η μελία διαφέρει ως προς το ότι είναι φυλλοβόλο δέντρο.