ΖΕΒΡΑ
[εβρ., πέρε’].
Ζώο που ανήκει στην οικογένεια Ιππίδες και μοιάζει στην εμφάνιση και στις συνήθειες με το άγριο γαϊδούρι, αν και ξεχωρίζει εύκολα από αυτό λόγω των σκούρων ή μαύρων ραβδώσεών του. Οι ραβδώσεις παραμορφώνουν το σχήμα και την ενιαία εικόνα του περιγράμματος της ζέβρας σε τέτοιον βαθμό ώστε ακόμη και ιθαγενείς με οξεία όραση συχνά δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία της σε απόσταση μόλις 40 ή 50 μ. Η εξαίρετη όραση και η δυνατή όσφρηση της ζέβρας, καθώς και η ικανότητά της να τρέχει ταχύτατα, την προστατεύουν από τα σαρκοβόρα. Έχει αναφερθεί ότι μετά την αρχική της επιτάχυνση τρέχει με ταχύτητα 64 χλμ./ώ. Επίσης, οι οπλές και τα δόντια της είναι αποτελεσματικά αμυντικά όπλα.
Η ζέβρα είναι άγριο ζώο και δεν δαμάζεται εύκολα. (Ιωβ 24:5· 39:5· Ησ 32:14) Αυτά τα πλάσματα τρέφονται κυρίως με χορτάρι. (Ιωβ 6:5· Ιερ 14:6) Σβήνουν τακτικά τη δίψα τους (Ψλ 104:11) και σπανίως βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των 8 χλμ. από το νερό.
Το πείσμα της ζέβρας και η ισχυρή παρόρμηση που καθοδηγεί το θηλυκό κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής έξαψης χρησιμοποιήθηκαν για να απεικονίσουν την ανεξάρτητη και μοιχική πορεία του αχαλίνωτου Ισραήλ. (Ιερ 2:24· Ωσ 8:9) Ο άγγελος του Ιεχωβά προείπε ότι ο Ισμαήλ, ο γιος του Αβραάμ, θα γινόταν «όμοιος με ζέβρα». Πιθανότατα, αυτή η έκφραση υποδήλωνε μια μαχητική και ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασία, πράγμα που φαίνεται από τα λόγια: «Το χέρι του θα είναι εναντίον όλων».—Γε 16:12.
Οι λέξεις «όναγρος» και «άγριο γαϊδούρι» είναι κατάλληλες εναλλακτικές αποδόσεις της εβραϊκής λέξης πέρε’.—Ιωβ 6:5, υποσ.