ΙΣΡΑΗΛ
(Ισραήλ) [Εκείνος που Αναμετριέται (Εμμένει στην Αναμέτρησή Του) με τον Θεό· ή, Ο Θεός Αναμετριέται].
1. Το όνομα που έδωσε ο Θεός στον Ιακώβ όταν εκείνος ήταν περίπου 97 χρονών. Τη νύχτα που ο Ιακώβ διάβηκε την κοιλάδα του χειμάρρου Ιαβόκ, πηγαίνοντας να συναντήσει τον αδελφό του τον Ησαύ, άρχισε να παλεύει με κάποιον ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν άγγελος. Επειδή ο Ιακώβ ενέμεινε στην πάλη, μετονομάστηκε σε Ισραήλ, πράγμα που αποτελούσε εχέγγυο της ευλογίας του Θεού. Σε ανάμνηση αυτών των γεγονότων, ο Ιακώβ ονόμασε εκείνον τον τόπο Φανουήλ. (Γε 32:22-31· βλέπε ΙΑΚΩΒ Αρ. 1.) Αργότερα, στη Βαιθήλ ο Θεός επιβεβαίωσε τη μετονομασία, και έκτοτε ως το τέλος της ζωής του ο Ιακώβ καλούνταν συχνά Ισραήλ. (Γε 35:10, 15· 50:2· 1Χρ 1:34) Εντούτοις, σε πολλές από τις 2.500 και πλέον περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται το όνομα Ισραήλ εννοούνται οι απόγονοι του Ιακώβ ως έθνος.—Εξ 5:1, 2.
2. Όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ συλλογικά, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. (Εξ 9:4· Ιη 3:7· Εσδ 2:2β· Ματ 8:10) Ως σπέρμα και απόγονοι των 12 γιων του Ιακώβ, αποκαλούνταν συχνά «οι γιοι του Ισραήλ», ενώ λιγότερο συχνά “ο οίκος του Ισραήλ”, “ο λαός του Ισραήλ”, “η πολιτεία του Ισραήλ” ή οι «Ισραηλίτες».—Γε 32:32· Ματ 10:6· Πρ 4:10· 5:35· Εφ 2:12· Ρω 9:4· βλέπε ΙΣΡΑΗΛΙΤΗΣ.
Το 1728 Π.Κ.Χ. η πείνα ανάγκασε το σπιτικό του Ιακώβ να μεταβεί στην Αίγυπτο, όπου οι απόγονοί τους παρέμειναν ως πάροικοι επί 215 χρόνια. Όλοι οι Ισραηλίτες οι οποίοι υπολογίζονταν ως μέλη «του οίκου του Ιακώβ που ήρθαν στην Αίγυπτο», εκτός από τις συζύγους των γιων του Ιακώβ, ήταν 70. Αλλά κατά την παραμονή τους εκεί, έγιναν μια πολύ μεγάλη κοινωνία δούλων που αριθμούσε συνολικά γύρω στα δύο ή τρία εκατομμύρια άτομα ή και περισσότερους.—Γε 46:26, 27· Εξ 1:7· βλέπε ΕΞΟΔΟΣ.
Στην επιθανάτια κλίνη του, ο Ιακώβ ευλόγησε τους 12 γιους του με την εξής σειρά: Ρουβήν, Συμεών, Λευί, Ιούδα, Ζαβουλών, Ισσάχαρ, Δαν, Γαδ, Ασήρ, Νεφθαλί, Ιωσήφ και Βενιαμίν. Μέσω αυτών, λοιπόν, συνεχίστηκε η πατριαρχική φυλετική δομή. (Γε 49:2-28) Εντούτοις, την περίοδο που ο Ισραήλ ήταν υπόδουλος, οι Αιγύπτιοι εγκατέστησαν το δικό τους σύστημα επιστασίας—το οποίο ήταν ανεξάρτητο από την πατριαρχική διάταξη—διορίζοντας ορισμένους από τους Ισραηλίτες ως επόπτες. Αυτοί καταμετρούσαν τους πλίθους που κατασκευάζονταν και βοηθούσαν τους Αιγύπτιους προϊσταμένους τους, οι οποίοι έβαζαν τους Ισραηλίτες να δουλεύουν. (Εξ 5:6-19) Ο Μωυσής, από την άλλη μεριά, γνωστοποιούσε στην εκκλησία τις οδηγίες του Ιεχωβά μέσω “των πρεσβυτέρων του Ισραήλ” οι οποίοι ήταν οι κληρονομικές κεφαλές των πατρικών οίκων. Αυτοί ήταν επίσης εκείνοι που τον συνόδευαν όταν εμφανιζόταν μπροστά στον Φαραώ.—Εξ 3:16, 18· 4:29, 30· 12:21.
Στον ορισμένο καιρό, όταν έληξε η προκαθορισμένη περίοδος των 400 ετών ταλαιπωρίας, το 1513 Π.Κ.Χ., ο Ιεχωβά συνέτριψε την κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη της Αιγύπτου και, με μια μεγαλειώδη εκδήλωση της Υπέρτατης Παντοδυναμίας του, ελευθέρωσε το λαό του τον Ισραήλ από τη δουλεία. Μαζί με αυτούς βγήκε και «μια τεράστια μεικτή ομάδα» μη Ισραηλιτών οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να ταυτίσουν το μέλλον τους με αυτό του εκλεκτού λαού του Θεού.—Γε 15:13· Πρ 7:6· Εξ 12:38.
Η Γέννηση του Έθνους. Η εκκλησία του Ισραήλ η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα της Αβραμιαίας διαθήκης θεωρούνταν υπό αυτή τη διαθήκη ως ένα μεμονωμένο άτομο, και ως εκ τούτου κάποιος στενός συγγενής θα μπορούσε να την ανακτήσει ή να την εξαγοράσει από τη δουλεία της. Σύμφωνα με την εν λόγω νομική διαθήκη, ο Ιεχωβά ήταν αυτός ο στενός συγγενής, μάλιστα ο Πατέρας τους, και ως ο δικαιωματικός Εξαγοραστής τιμώρησε τον Φαραώ θανατώνοντας τον πρωτότοκό του, επειδή ο Φαραώ είχε αρνηθεί να αφήσει ελεύθερο τον “πρωτότοκο” γιο του Θεού, τον Ισραήλ. (Εξ 4:22, 23· 6:2-7) Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ισραήλ, έχοντας απελευθερωθεί νόμιμα από την Αίγυπτο, έγινε αποκλειστική ιδιοκτησία του Ιεχωβά. «Εσάς μόνο έχω γνωρίσει από όλες τις οικογένειες της γης», είπε εκείνος. (Αμ 3:2· Εξ 19:5, 6· Δευ 7:6) Τώρα, όμως, ο Θεός έκρινε κατάλληλο να πολιτευτεί μαζί τους, όχι ως μια αυστηρά πατριαρχική κοινωνία, αλλά ως το έθνος του Ισραήλ, το οποίο εκείνος δημιούργησε και στο οποίο έδωσε μια θεοκρατική κυβέρνηση βασισμένη στη διαθήκη του Νόμου, η οποία έπαιζε το ρόλο του συντάγματος.
Μέσα σε τρεις μήνες αφότου έφυγε από την Αίγυπτο, ο Ισραήλ έγινε ανεξάρτητο έθνος υπό τη διαθήκη του Νόμου που εγκαινιάστηκε στο Όρος Σινά. (Εβρ 9:19, 20) Ο Δεκάλογος, ή αλλιώς οι Δέκα Εντολές, ο οποίος γράφτηκε «με το δάχτυλο του Θεού», αποτέλεσε το σκελετό εκείνου του εθνικού κώδικα, στον οποίο προστέθηκαν περίπου 600 άλλοι νόμοι, διατάξεις, κανόνες και δικαστικές αποφάσεις. Αυτό τον καθιστούσε το πιο περιεκτικό σύνολο νόμων που κατείχε οποιοδήποτε αρχαίο έθνος, ένα σύνολο νόμων που καθόριζε με πολλές λεπτομέρειες τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και με τους συνανθρώπους του.—Εξ 31:18· 34:27, 28.
Εφόσον επρόκειτο για γνήσια θεοκρατία, κάθε δικαστική, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Ιεχωβά. (Ησ 33:22· Ιακ 4:12) Με τη σειρά του, αυτός ο Μεγάλος Θεοκράτης χορηγούσε κάποιον βαθμό διοικητικής εξουσίας στους διορισμένους εκπροσώπους του. Μάλιστα στον ίδιο το νομικό κώδικα γινόταν πρόβλεψη για μια μελλοντική δυναστεία βασιλιάδων που θα εκπροσωπούσαν τον Ιεχωβά σε ζητήματα των πολιτών. Ωστόσο, αυτοί οι βασιλιάδες δεν ήταν απόλυτοι μονάρχες, εφόσον το ιερατείο ήταν ξεχωριστό από τη βασιλεία και ανεξάρτητο από αυτήν. Στην πραγματικότητα δε, οι βασιλιάδες κάθονταν «στο θρόνο του Ιεχωβά» ως εκπρόσωποί του, υποκείμενοι στις κατευθύνσεις και στη διαπαιδαγώγησή του.—Δευ 17:14-20· 1Χρ 29:23· 2Χρ 26:16-21.
Υπό το συνταγματικό κώδικα, η λατρεία του Ιεχωβά υπερείχε από οτιδήποτε άλλο και κυριαρχούσε σε κάθε τομέα της ζωής και της δράσης του έθνους. Η ειδωλολατρία θεωρούνταν εσχάτη προδοσία που τιμωρούνταν με θάνατο. (Δευ 4:15-19· 6:13-15· 13:1-5) Η ιερή σκηνή της μαρτυρίας, και μεταγενέστερα ο ναός, με τις καθορισμένες θυσίες που προσφέρονταν εκεί, ήταν το υλικό κέντρο λατρείας. Το ιερατείο, που ήταν διορισμένο από τον Θεό, είχε το Ουρίμ και το Θουμμίμ μέσω των οποίων λάβαιναν απαντήσεις από τον Ιεχωβά για σπουδαία και δύσκολα ζητήματα ζωής και θανάτου. (Εξ 28:30) Προβλεπόταν η διεξαγωγή τακτικών συνάξεων των αντρών, των γυναικών και των παιδιών (για τους άντρες ήταν υποχρεωτικές), οι οποίες συντελούσαν στη διατήρηση της πνευματικής υγείας και της ενότητας του έθνους.—Λευ 23:2· Δευ 31:10-13.
Έγινε επίσης πρόβλεψη να ισχύει ένα σύστημα κριτών οι οποίοι θα υπηρετούσαν ως “δέκαρχοι”, “πεντηκόνταρχοι”, “εκατόνταρχοι” και “χιλίαρχοι”. Με αυτόν τον τρόπο, οι υποθέσεις του λαού εξετάζονταν γρήγορα, ενώ όσες δεν επιλύονταν μπορούσαν να προωθηθούν σε ανώτερους κριτές φτάνοντας μέχρι τον Μωυσή ο οποίος μπορούσε, όταν ήταν απαραίτητο, να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Ιεχωβά για να ληφθεί η τελική απόφαση. (Εξ 18:19-26· Δευ 16:18) Ο τρόπος οργάνωσης του στρατού—το πώς στρατολογούνταν οι άρρενες και το πώς επιμεριζόταν η διοίκηση—ακολουθούσε επίσης ένα παρόμοιο αριθμητικό σύστημα.—Αρ 1:3, 4, 16· 31:3-6, 14, 48.
Τα διάφορα πολιτικά, δικαστικά και στρατιωτικά αξιώματα τα κατείχαν οι κληρονομικές κεφαλές των φυλών—οι πρεσβύτεροι που ήταν έμπειροι, σοφοί και φρόνιμοι. (Δευ 1:13-15) Αυτοί οι πρεσβύτεροι στέκονταν ενώπιον του Ιεχωβά ως εκπρόσωποι ολόκληρης της εκκλησίας του Ισραήλ, και μέσω αυτών ο Ιεχωβά και ο Μωυσής μιλούσαν στο λαό γενικά. (Εξ 3:15, 16) Ήταν άντρες που άκουγαν με υπομονή δικαστικές υποθέσεις, έθεταν σε εφαρμογή τα διάφορα χαρακτηριστικά της διαθήκης του Νόμου (Δευ 21:18-21· 22:15-21· 25:7-10), προσκολλούνταν στις θεϊκές αποφάσεις που είχαν ήδη εκδοθεί (Δευ 19:11, 12· 21:1-9), διορίζονταν αρχηγοί του στρατεύματος (Αρ 1:16), επικύρωναν συνθήκες που είχαν ήδη συναφθεί (Ιη 9:15) και, ως επιτροπή της οποίας επικεφαλής ήταν ο αρχιερέας, έφερναν σε πέρας άλλες ευθύνες (Ιη 22:13-16).
Αυτή η καινούρια θεοκρατική πολιτεία του Ισραήλ, με την κεντρική εξουσία που διέθετε, εξακολουθούσε να διατηρεί την πατριαρχική δομή των 12 φυλετικών υποδιαιρέσεων. Αλλά προκειμένου να απαλλαχτεί η φυλή του Λευί από τη στρατιωτική υπηρεσία (ώστε να μπορεί να αφιερώνει το χρόνο της εξ ολοκλήρου σε θρησκευτικά ζητήματα) και εντούτοις να εξακολουθήσουν να υπάρχουν 12 φυλές που θα είχαν 12 μερίδια στην Υποσχεμένη Γη, έγιναν επίσημες γενεαλογικές προσαρμογές. (Αρ 1:49, 50· 18:20-24) Υπήρχε επίσης το ζήτημα που αφορούσε τα πρωτοτόκια. Ο Ρουβήν, ο πρωτότοκος του Ιακώβ, δικαιούνταν διπλή μερίδα κληρονομιάς (παράβαλε Δευ 21:17), αλλά έχασε αυτό το δικαίωμα διαπράττοντας αιμομεικτική ανηθικότητα με την παλλακίδα του πατέρα του. (Γε 35:22· 49:3, 4) Αυτές οι κενές θέσεις—η κενή θέση του Λευί μεταξύ των 12 καθώς και η απουσία κάποιου που να έχει τα πρωτοτόκια—έπρεπε να συμπληρωθούν.
Με έναν σχετικά απλό τρόπο, ο Ιεχωβά τακτοποίησε και τα δύο ζητήματα με μία και μόνη ενέργεια. Οι δύο γιοι του Ιωσήφ, ο Εφραΐμ και ο Μανασσής, προάχθηκαν σε κεφαλές φυλών με πλήρη νομική υπόσταση. (Γε 48:1-6· 1Χρ 5:1, 2) Έτσι υπήρχαν και πάλι 12 φυλές, εξαιρουμένου του Λευί, ενώ επίσης δόθηκε αντιπροσωπευτικά διπλή μερίδα γης στον Ιωσήφ, τον πατέρα του Εφραΐμ και του Μανασσή. Με αυτόν τον τρόπο, τα πρωτοτόκια αφαιρέθηκαν από τον Ρουβήν, τον πρωτότοκο της Λείας, και δόθηκαν στον Ιωσήφ, τον πρωτότοκο της Ραχήλ. (Γε 29:31, 32· 30:22-24) Ύστερα από αυτές τις προσαρμογές, οι 12 (μη Λευιτικές) φυλές του Ισραήλ ήταν: Ρουβήν, Συμεών, Ιούδας, Ισσάχαρ, Ζαβουλών, Εφραΐμ, Μανασσής, Βενιαμίν, Δαν, Ασήρ, Γαδ και Νεφθαλί.—Αρ 1:4-15.
Από το Σινά στην Υποσχεμένη Γη. Μόνο 2 από τους 12 κατασκόπους που στάλθηκαν στην Υποσχεμένη Γη επέστρεψαν έχοντας πίστη τόσο δυνατή ώστε να παρακινήσουν τους αδελφούς τους να εισβάλουν στη γη και να την κατακτήσουν. Ως αποτέλεσμα, ο Ιεχωβά αποφάσισε ότι, εξαιτίας αυτής της γενικής απιστίας, όλοι όσοι ήταν μεγαλύτεροι από 20 χρονών ανάμεσα σε αυτούς που είχαν βγει από την Αίγυπτο επρόκειτο, με λίγες εξαιρέσεις, να πεθάνουν εκεί στην έρημο. (Αρ 13:25-33· 14:26-34) Έτσι λοιπόν, επί 40 χρόνια, εκείνο το τεράστιο στρατόπεδο του Ισραήλ περιπλανιόταν στη Χερσόνησο του Σινά. Ακόμη και ο Μωυσής και ο Ααρών πέθαναν χωρίς να πατήσουν το πόδι τους στην Υποσχεμένη Γη. Λίγο καιρό αφότου ο Ισραήλ βγήκε από την Αίγυπτο, μια απογραφή έδειξε ότι υπήρχαν 603.550 ακμαίοι άντρες, ενώ περίπου 39 χρόνια αργότερα η καινούρια γενιά αριθμούσε 1.820 άτομα λιγότερα, δηλαδή 601.730.—Αρ 1:45, 46· 26:51.
Ενόσω ο Ισραήλ ζούσε νομαδικά στην έρημο, ο Ιεχωβά ήταν τείχος προστασίας γύρω τους, ασπίδα που τους προφύλασσε από τους εχθρούς τους. Μόνο όταν εκείνοι στασίαζαν εναντίον του επέτρεπε να τους βρει κακό. (Αρ 21:5, 6) Ο Ιεχωβά φρόντιζε επίσης για την κάθε ανάγκη τους. Τους έδωσε μάννα και νερό, τους έδωσε έναν κώδικα υγιεινής με τον οποίο προστατευόταν η υγεία τους, ενώ δεν άφησε να φθαρούν ούτε τα παπούτσια τους. (Εξ 15:23-25· 16:31, 35· Δευ 29:5) Αλλά παρ’ όλο που ο Ιεχωβά τούς φρόντιζε τόσο στοργικά και θαυματουργικά, ο Ισραήλ γόγγυζε και παραπονιόταν επανειλημμένα. Μάλιστα από καιρό σε καιρό εγείρονταν στασιαστές οι οποίοι αμφισβητούσαν τους θεοκρατικούς διορισμούς, πράγμα που ανάγκαζε τον Ιεχωβά να τους διαπαιδαγωγεί αυστηρά, ώστε οι υπόλοιποι να μαθαίνουν να φοβούνται τον Μεγαλειώδη Απελευθερωτή τους και να Τον υπακούν.—Αρ 14:2-12· 16:1-3· Δευ 9:24· 1Κο 10:10.
Η 40χρονη οδοιπορία του Ισραήλ στην έρημο πλησίαζε στο τέλος της, όταν ο Ιεχωβά έδωσε στα χέρια τους τούς βασιλιάδες των Αμορραίων, τον Σηών και τον Ωγ. Με αυτή τη νίκη, ο Ισραήλ κληρονόμησε μια μεγάλη περιοχή Α του Ιορδάνη, όπου και εγκαταστάθηκαν οι φυλές του Ρουβήν και του Γαδ, καθώς και η μισή φυλή του Μανασσή.—Δευ 3:1-13· Ιη 2:10.
Ο Ισραήλ Υπό τους Κριτές. Μετά το θάνατο του Μωυσή, ο Ιησούς του Ναυή οδήγησε το 1473 Π.Κ.Χ. τους Ισραηλίτες στην άλλη πλευρά του Ιορδάνη, μια περιοχή που περιγραφόταν ως γη όπου «ρέει το γάλα και το μέλι». (Αρ 13:27· Δευ 27:3) Κατόπιν, με μια σαρωτική εξαετή εκστρατεία, κατέλαβαν την επικράτεια 31 βασιλιάδων Δ του Ιορδάνη, περιλαμβανομένων και οχυρωμένων πόλεων όπως η Ιεριχώ και η Γαι. (Ιη 1 ως 12) Εξαίρεση υπήρξαν οι παράκτιες πεδιάδες και ορισμένες παρεμβαλλόμενες πόλεις, όπως ένα οχυρό των Ιεβουσαίων το οποίο αποτέλεσε μεταγενέστερα την Πόλη του Δαβίδ. (Ιη 13:1-6· 2Σα 5:6-9) Αυτά τα ασεβή στοιχεία στα οποία επιτράπηκε να παραμείνουν ήταν σαν αγκάθια και τριβόλια στα πλευρά του Ισραήλ, η δε επιγαμία μαζί τους επέτεινε απλώς την οδύνη. Για περισσότερα από 380 χρόνια—από το θάνατο του Ιησού του Ναυή ως την πλήρη καθυπόταξή τους από τον Δαβίδ—αυτοί οι λάτρεις ψεύτικων θεών ήταν «μέσα για να δοκιμαστεί ο Ισραήλ ώστε να φανεί αν θα υπάκουαν στις εντολές του Ιεχωβά».—Κρ 3:4-6.
Η νεοκατακτημένη περιοχή μοιράστηκε στις φυλές του Ισραήλ με κλήρο, όπως είχε διατάξει ο Ιεχωβά τον Μωυσή. Ξεχωρίστηκαν έξι «πόλεις καταφυγίου» για την ασφάλεια των ακούσιων ανθρωποκτόνων. Αυτές, και 42 άλλες πόλεις με τις γύρω γεωργικές εκτάσεις τους, παραχωρήθηκαν στη φυλή του Λευί.—Ιη 13 ως 21.
Κάθε πόλη διόρισε κριτές και επόπτες στις πύλες της για να χειρίζονται τις δικαστικές υποθέσεις, όπως προέβλεπε η διαθήκη του Νόμου (Δευ 16:18), καθώς και πρεσβυτέρους που ενεργούσαν ως εκπρόσωποι και υπηρετούσαν τα κοινά συμφέροντα της πόλης. (Κρ 11:5) Μολονότι οι φυλές διατήρησαν την ταυτότητα και τις κληρονομιές τους, μεγάλο μέρος του κεντρικού οργανωτικού ελέγχου που ασκούνταν κατά την παραμονή στην έρημο εξέλιπε. Ο ύμνος της Δεββώρας και του Βαράκ, τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πόλεμο του Γεδεών και οι ενέργειες του Ιεφθάε αποκαλύπτουν τα προβλήματα τα οποία δημιουργούνταν επειδή δεν υπήρχε ενότητα δράσης και τα οποία ανέκυψαν αφότου ο Μωυσής και ο διάδοχός του ο Ιησούς του Ναυή πέθαναν και ο λαός σταμάτησε να αποβλέπει για καθοδήγηση στην αόρατη Κεφαλή του, τον Ιεχωβά Θεό.—Κρ 5:1-31· 8:1-3· 11:1–12:7.
Μετά το θάνατο του Ιησού του Ναυή και των πρεσβυτέρων της γενιάς του, ο λαός άρχισε να ταλαντεύεται σαν ένα μεγάλο εκκρεμές ως προς την πιστότητα και την υπακοή του στον Ιεχωβά, αιωρούμενος ανάμεσα στην αληθινή και στην ψεύτικη λατρεία. (Κρ 2:7, 11-13, 18, 19) Όταν εγκατέλειπαν τον Ιεχωβά και άρχιζαν να υπηρετούν τους Βάαλ, εκείνος αφαιρούσε την προστασία του και επέτρεπε στα γύρω έθνη να εισβάλλουν και να λεηλατούν τη χώρα. Εξαιτίας της καταδυνάστευσης, ο αχαλίνωτος Ισραήλ αφυπνιζόταν και συνειδητοποιούσε την ανάγκη για ανάληψη δράσης με ενότητα. Ως αποτέλεσμα, στρεφόταν στον Ιεχωβά, ο οποίος στη συνέχεια ήγειρε κριτές, ή αλλιώς σωτήρες, για να απελευθερώνει το λαό. (Κρ 2:10-16· 3:15) Υπήρξε μια ολόκληρη σειρά τέτοιων γενναίων κριτών μετά τον Ιησού του Ναυή, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Γοθονιήλ, ο Αώδ, ο Σαμεγάρ, ο Βαράκ, ο Γεδεών, ο Θωλά, ο Ιαείρ, ο Ιεφθάε, ο Αβαισάν, ο Αιλών, ο Αβδών και ο Σαμψών.—Κρ 3 ως 16.
Κάθε τέτοια απελευθέρωση ένωνε το έθνος. Υπήρξαν και άλλα περιστατικά που οδήγησαν σε ενότητα. Σε μια περίπτωση, όταν η παλλακίδα κάποιου Λευίτη βιάστηκε απάνθρωπα, 11 φυλές ενώθηκαν εξοργισμένες και ανέλαβαν δράση εναντίον της φυλής του Βενιαμίν, αντανακλώντας ένα αίσθημα εθνικής ενοχής και ευθύνης. (Κρ κεφ. 19, 20) Η κιβωτός της διαθήκης, που βρισκόταν μέσα στη σκηνή της μαρτυρίας στη Σηλώ, αποτελούσε για όλες τις φυλές ενωτικό πόλο έλξης. (Ιη 18:1) Ως εκ τούτου, ένιωσαν πανεθνική απώλεια όταν η Κιβωτός πιάστηκε από τους Φιλισταίους εξαιτίας της ασωτίας και της κακής διαγωγής που επιδείκνυε τότε το ιερατείο, ιδιαίτερα οι γιοι του Αρχιερέα Ηλεί. (1Σα 2:22-36· 4:1-22) Όταν ο Ηλεί πέθανε και ο Σαμουήλ έγινε προφήτης και κριτής του Ισραήλ, ενισχύθηκε η ενότητα του έθνους, εφόσον ο Σαμουήλ έκανε περιοδείες στον Ισραήλ χειριζόμενος τα ζητήματα και τις διαφορές του λαού.—1Σα 7:15, 16.
Το Ενωμένο Βασίλειο. Ο Σαμουήλ δυσαρεστήθηκε βαθύτατα όταν, το 1117 Π.Κ.Χ., ο Ισραήλ πρόβαλε το εξής αίτημα: «Διόρισε . . . για εμάς έναν βασιλιά να μας κρίνει, όπως έχουν όλα τα έθνη». Ο Ιεχωβά, όμως, είπε στον Σαμουήλ: «Άκουσε τη φωνή του λαού . . . διότι δεν απέρριψαν εσένα, αλλά εμένα απέρριψαν από βασιλιά τους». (1Σα 8:4-9· 12:17, 18) Τότε επιλέχθηκε ως πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ ο Σαούλ ο Βενιαμίτης. Μολονότι στην αρχή αυτός κυβερνούσε αρκετά καλά, προτού περάσει πολύς καιρός η αυθάδειά του τον οδήγησε σε ανυπακοή, η ανυπακοή σε στασιασμό, και ο στασιασμός τον οδήγησε τελικά στο να συμβουλευτεί μια πνευματιστική μεσάζουσα. Έτσι λοιπόν, 40 χρόνια αργότερα είχε αποτύχει πλήρως!—1Σα 10:1· 11:14, 15· 13:1-14· 15:22-29· 31:4.
Ο Δαβίδ από τη φυλή του Ιούδα, “ένας άντρας σε αρμονία με την καρδιά του Ιεχωβά” (1Σα 13:14· Πρ 13:22), χρίστηκε βασιλιάς στη θέση του Σαούλ, και υπό την ικανή ηγεσία του τα σύνορα του έθνους επεκτάθηκαν ως τα υποσχεμένα όρια, «από τον ποταμό της Αιγύπτου ως το μεγάλο ποταμό, τον ποταμό Ευφράτη».—Γε 15:18· Δευ 11:24· 2Σα 8:1-14· 1Βα 4:21.
Κατά τη 40χρονη βασιλεία του Δαβίδ δημιουργήθηκαν διάφορα εξειδικευμένα αξιώματα που λειτουργούσαν παράλληλα με τη φυλετική δομή. Υπήρχε ένας στενός κύκλος συμβούλων που περιέβαλλε τον ίδιο το βασιλιά, εκτός από τους σημαίνοντες πρεσβυτέρους οι οποίοι υπηρετούσαν στην κεντρική κυβέρνηση. (1Χρ 13:1· 27:32-34) Υπήρχε επίσης το ευρύτερο προσωπικό των διαφόρων υπηρεσιών της κυβέρνησης το οποίο απαρτιζόταν από άρχοντες φυλών, αρχηγούς, αυλικούς και στρατιωτικούς με διοικητικά καθήκοντα. (1Χρ 28:1) Για τον αποτελεσματικό χειρισμό συγκεκριμένων θεμάτων, ο Δαβίδ διόρισε 6.000 Λευίτες ως κριτές και επόπτες. (1Χρ 23:3, 4) Συστάθηκαν και άλλες υπηρεσίες, με αντίστοιχους διορισμούς υπευθύνων, για τη φροντίδα της αγροκαλλιέργειας και τη διαχείριση των αμπελιών και των οινοποιείων, των ελαιώνων και των αποθεμάτων λαδιού, καθώς επίσης των βοοειδών και των ποιμνίων. (1Χρ 27:26-31) Παρόμοια, τα οικονομικά συμφέροντα του βασιλιά ήταν υπό την επίβλεψη μιας κεντρικής υπηρεσίας θησαυροφυλακίου, ξεχωριστής από εκείνη η οποία επόπτευε τους θησαυρούς που φυλάσσονταν αλλού, όπως σε απομακρυσμένες πόλεις και χωριά.—1Χρ 27:25.
Ο Σολομών διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του τον Δαβίδ το 1037 Π.Κ.Χ. Υπήρξε κυρίαρχος «όλων των βασιλείων από τον Ποταμό [Ευφράτη] ως τη γη των Φιλισταίων και ως το όριο της Αιγύπτου» επί 40 χρόνια. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα από ειρήνη και ευημερία, διότι τα γύρω έθνη «έφερναν δώρα και υπηρετούσαν τον Σολομώντα όλες τις ημέρες της ζωής του». (1Βα 4:21) Η σοφία του Σολομώντα ήταν παροιμιώδης. Υπήρξε ο σοφότερος βασιλιάς της αρχαιότητας, και στη διάρκεια της βασιλείας του ο Ισραήλ έφτασε στο απόγειο της δύναμης και της δόξας του. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Σολομώντα ήταν το χτίσιμο του μεγαλοπρεπούς ναού, του οποίου τα σχέδια είχε παραλάβει από το θεόπνευστο πατέρα του τον Δαβίδ.—1Βα κεφ. 3 ως 9· 1Χρ 28:11-19.
Και όμως, παρ’ όλη τη δόξα, τα πλούτη και τη σοφία του, ο Σολομών τελικά απέτυχε, επειδή επέτρεψε στις πολλές αλλοεθνείς γυναίκες του να τον απομακρύνουν από την αγνή λατρεία του Ιεχωβά και να τον στρέψουν στις βέβηλες συνήθειες των ψεύτικων θρησκειών. Στο τέλος, ο Σολομών πέθανε αποδοκιμασμένος από τον Ιεχωβά και τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Ροβοάμ.—1Βα 11:1-13, 33, 41-43.
Ο Ροβοάμ, ο οποίος δεν διέθετε σοφία και διορατικότητα, επιβάρυνε τα ήδη δυσβάσταχτα φορτία που είχε επιβάλει η κυβέρνηση στο λαό. Εξαιτίας αυτού, οι δέκα βόρειες φυλές αποσχίστηκαν υπό την ηγεσία του Ιεροβοάμ, όπως είχε προείπει ο προφήτης του Ιεχωβά. (1Βα 11:29-32· 12:12-20) Έτσι λοιπόν, το 997 Π.Κ.Χ. το βασίλειο του Ισραήλ διαιρέθηκε.
Για λεπτομέρειες σχετικά με το διαιρεμένο βασίλειο, βλέπε ΙΣΡΑΗΛ Αρ. 3.
Ο Ισραήλ Μετά τη Βαβυλωνιακή Εξορία. Τα επόμενα 390 χρόνια, μετά το θάνατο του Σολομώντα και τη διάσπαση του ενωμένου βασιλείου μέχρι την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ., ο όρος «Ισραήλ» συνήθως εφαρμοζόταν μόνο στις δέκα φυλές που βρίσκονταν υπό τη διακυβέρνηση του βόρειου βασιλείου. (2Βα 17:21-23) Αλλά αφότου επέστρεψε από την εξορία ένα υπόλοιπο και από τις 12 φυλές, και μέχρι τη δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ., ο όρος «Ισραήλ» συμπεριλάμβανε ξανά όλους τους απογόνους του Ιακώβ που ζούσαν εκείνη την εποχή. Και πάλι, τα μέλη και των 12 φυλών αποκαλούνταν «όλος ο Ισραήλ».—Εσδ 2:70· 6:17· 10:5· Νε 12:47· Πρ 2:22, 36.
Μεταξύ εκείνων που επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με τον Ζοροβάβελ και τον Αρχιερέα Ιησού το 537 Π.Κ.Χ., περιλαμβάνονταν 42.360 άρρενες (σαφώς δε και οι σύζυγοι και τα παιδιά τους, εκτός από τους δούλους και τους επαγγελματίες τραγουδιστές), και αυτοί άρχισαν την ανοικοδόμηση του οίκου λατρείας του Ιεχωβά. (Εσδ 3:1, 2· 5:1, 2) Μεταγενέστερα επέστρεψαν και άλλοι με τον Έσδρα το 468 Π.Κ.Χ. (Εσδ 7:1–8:36), ενώ λίγο αργότερα, το 455 Π.Κ.Χ., κάποιοι άλλοι συνόδευσαν αναμφίβολα τον Νεεμία όταν εκείνος πήγε στην Ιερουσαλήμ με τον ειδικό διορισμό να ανοικοδομήσει τα τείχη και τις πύλες της πόλης. (Νε 2:5-9) Ωστόσο, πολλοί Ισραηλίτες παρέμειναν διασκορπισμένοι σε όλη την αυτοκρατορία, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο της Εσθήρ.—Εσθ 3:8· 8:8-14· 9:30.
Μολονότι ο Ισραήλ δεν ανέκτησε την προηγούμενη εθνική ανεξαρτησία του, παρ’ όλα αυτά αποτέλεσε μια εβραϊκή κοινοπολιτεία που απολάμβανε αρκετή ελευθερία υπό την περσική κυριαρχία. Υποκυβερνήτες και κυβερνήτες (όπως ο Ζοροβάβελ και ο Νεεμίας) διορίζονταν μέσα από τους ίδιους τους Ισραηλίτες. (Νε 2:16-18· 5:14, 15· Αγγ 1:1) Οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ και οι άρχοντες των φυλών συνέχισαν να παίζουν το ρόλο των συμβούλων και των εκπροσώπων του λαού. (Εσδ 10:8, 14) Ανασυγκροτήθηκε το ιερατείο, με βάση τους αρχαίους γενεαλογικούς καταλόγους που είχαν διαφυλαχτεί προσεκτικά, και καθώς αυτή η διευθέτηση των Λευιτικών υπηρεσιών τέθηκε και πάλι σε λειτουργία, τηρούνταν οι θυσίες και άλλες απαιτήσεις της διαθήκης του Νόμου.—Εσδ 2:59-63· 8:1-14· Νε 8:1-18.
Μετά την πτώση της Περσικής Αυτοκρατορίας και την εδραίωση της ελληνικής παγκόσμιας κυριαρχίας, ο Ισραήλ βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης μεταξύ των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και των Σελευκιδών της Συρίας. Αυτοί οι τελευταίοι, κατά τη διακυβέρνηση του Αντίοχου Δ΄ (του Επιφανούς), αποφάσισαν να εξαλείψουν τη λατρεία και τα έθιμα των Ιουδαίων. Η προσπάθεια του Αντίοχου Δ΄ έφτασε στο αποκορύφωμά της το 168 Π.Κ.Χ., όταν πάνω στο θυσιαστήριο του ναού στην Ιερουσαλήμ ανεγέρθηκε ένας ειδωλολατρικός βωμός ο οποίος αφιερώθηκε στον Δία. Ωστόσο, αυτό το σκανδαλώδες περιστατικό έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα, διότι αποτέλεσε τη σπίθα που πυροδότησε την εξέγερση των Μακκαβαίων. Έπειτα από τρία χρόνια, την ίδια ακριβώς ημέρα, ο νικηφόρος Ιουδαίος ηγέτης Ιούδας Μακκαβαίος αφιέρωσε και πάλι τον καθαρισμένο ναό στον Ιεχωβά με μια γιορτή την οποία τηρούν έκτοτε οι Εβραίοι ονομάζοντάς την Χανουκά.
Ο επόμενος αιώνας χαρακτηρίστηκε από μεγάλες εσωτερικές αναταραχές, κατά τις οποίες ο Ισραήλ απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τις διατάξεις της διαθήκης του Νόμου που αφορούσαν τη διοίκηση των φυλών. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, η τοπική διακυβέρνηση από τους Μακκαβαίους ή Ασμοναίους αντιμετώπισε θετικές και αρνητικές καταστάσεις, και τότε ήταν που αναπτύχθηκαν οι παρατάξεις των φιλοασμοναίων Σαδδουκαίων και των αντιασμοναίων Φαρισαίων. Τελικά, κλήθηκε να επέμβει η Ρώμη, που ήταν πλέον η παγκόσμια δύναμη. Παρενέβη ο στρατηγός Γναίος Πομπήιος, ο οποίος ύστερα από τρίμηνη πολιορκία κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 63 Π.Κ.Χ. και προσάρτησε την Ιουδαία στην αυτοκρατορία. Η Ρώμη διόρισε βασιλιά των Ιουδαίων τον Ηρώδη τον Μέγα γύρω στο 39 Π.Κ.Χ., και περίπου τρία χρόνια αργότερα αυτός κατάφερε να συντρίψει τους Ασμοναίους και να θέσει τέλος στη διακυβέρνησή τους. Λίγο πριν από το θάνατο του Ηρώδη, γεννήθηκε ο Ιησούς το 2 Π.Κ.Χ., ως «δόξα του λαού [του Ιεχωβά] του Ισραήλ».—Λου 2:32.
Η αυτοκρατορική εξουσία που ασκούσε η Ρώμη στον Ισραήλ τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. ήταν μοιρασμένη σε περιφερειακούς διοικητές και κυβερνήτες, ή αλλιώς αυτοκρατορικούς επιτρόπους. Η Αγία Γραφή αναφέρει μερικούς περιφερειακούς διοικητές, όπως τον Φίλιππο, τον Λυσανία και τον Ηρώδη Αντίπα (Λου 3:1), επίσης τους κυβερνήτες Πόντιο Πιλάτο, Φήλικα και Φήστο (Πρ 23:26· 24:27), και τέλος τους βασιλιάδες Αγρίππα Α΄ και Β΄ (Πρ 12:1· 25:13). Εσωτερικά, εξακολουθούσε να διατηρείται κάποια μορφή της φυλετικής γενεαλογικής δομής, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ο Καίσαρας Αύγουστος διέταξε τους Ισραηλίτες να απογραφούν στις αντίστοιχες πόλεις των πατρικών τους οίκων. (Λου 2:1-5) Μεταξύ του λαού, «οι πρεσβύτεροι» και οι Λευίτες ιερείς ασκούσαν ακόμη σημαντική επιρροή (Ματ 21:23· 26:47, 57· Πρ 4:5, 23), μολονότι είχαν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις γραπτές απαιτήσεις της διαθήκης του Νόμου με τις παραδόσεις των ανθρώπων.—Ματ 15:1-11.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα γεννήθηκε η Χριστιανοσύνη. Πρώτα ήρθε ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, ο πρόδρομος του Ιησού, που επέστρεψε πολλούς από τους Ισραηλίτες στον Ιεχωβά. (Λου 1:16· Ιωα 1:31) Κατόπιν, ο Ιησούς και οι απόστολοί του πήραν τη σκυτάλη στο έργο σωτηρίας, μοχθώντας να βοηθήσουν τα «χαμένα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ» και ανοίγοντας τυφλά μάτια ώστε να διακρίνουν τις ψεύτικες παραδόσεις των ανθρώπων και τα υπερέχοντα οφέλη της αγνής λατρείας του Θεού. (Ματ 15:24· 10:6) Εντούτοις, μόνο ένα υπόλοιπο δέχτηκε τον Ιησού ως τον Μεσσία και σώθηκε. (Ρω 9:27· 11:7) Αυτοί ήταν όσοι τον χαιρέτισαν με χαρά ως τον “Βασιλιά του Ισραήλ”. (Ιωα 1:49· 12:12, 13) Οι περισσότεροι, αρνούμενοι να θέσουν πίστη στον Ιησού (Ματ 8:10· Ρω 9:31, 32), στήριξαν τους θρησκευτικούς τους ηγέτες που κραύγαζαν: «Πάρε τον! Πάρε τον! Κρέμασέ τον στο ξύλο!» «Δεν έχουμε βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα».—Ιωα 19:15· Μαρ 15:11-15.
Σύντομα αποδείχτηκε ότι αυτή η δήθεν αρραγής πιστότητα στον Καίσαρα ήταν ψεύτικη. Φανατικά στοιχεία μέσα στον Ισραήλ υποκινούσαν τη μια εξέγερση μετά την άλλη, και κάθε φορά η Ιουδαία υφίστατο σκληρά ρωμαϊκά αντίποινα, αντίποινα τα οποία, με τη σειρά τους, ενέτειναν το μίσος των Ιουδαίων για τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Τελικά, η κατάσταση έγινε τόσο εκρηκτική ώστε οι τοπικές ρωμαϊκές δυνάμεις αδυνατούσαν πλέον να την ελέγξουν, και ως εκ τούτου ο Κέστιος Γάλλος, ο κυβερνήτης της Συρίας, κινήθηκε εναντίον της Ιερουσαλήμ με ισχυρότερες δυνάμεις για να διατηρήσει το ρωμαϊκό έλεγχο.
Αφού έβαλε φωτιά στη Βεζεθά, Β του ναού, ο Γάλλος στρατοπέδευσε μπροστά στο βασιλικό ανάκτορο, ΝΔ του ναού. Εκείνη τη στιγμή, λέει ο Ιώσηπος, θα μπορούσε να είχε εισβάλει στην πόλη με ευκολία, αλλά η αργοπορία του ενίσχυσε τους εξεγερμένους. Τότε οι στρατιώτες της εμπροσθοφυλακής των Ρωμαίων σχημάτισαν ένα προστατευτικό κάλυμμα, σαν τη ράχη της χελώνας, κρατώντας τις ασπίδες τους από πάνω τους και άρχισαν να υποσκάπτουν τα τείχη. Και πάλι, τη στιγμή που κόντευαν να τα καταφέρουν, οι Ρωμαίοι αποχώρησαν το φθινόπωρο του 66 Κ.Χ. Σχετικά με αυτή την αποχώρηση, ο Ιώσηπος λέει: «Ο Κέστιος . . . ανακάλεσε ξαφνικά το στρατό του, εγκατέλειψε την προσπάθεια μη έχοντας υποστεί κανένα κακό και, διαψεύδοντας τις προσδοκίες, αναχώρησε από την πόλη». (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 540 [xix, 7]) Αυτή η επίθεση στην πόλη, την οποία ακολούθησε η ξαφνική αποχώρηση, έδωσε στους Χριστιανούς που βρίσκονταν εκεί το σύνθημα και την ευκαιρία να “φύγουν στα βουνά”, όπως τους είχε πει να κάνουν ο Ιησούς.—Λου 21:20-22.
Το επόμενο έτος (67 Κ.Χ.), ο Βεσπασιανός ξεκίνησε να καταστείλει την Ιουδαϊκή εξέγερση, αλλά ο αναπάντεχος θάνατος του Νέρωνα το 68 άνοιξε το δρόμο για να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Επέστρεψε, λοιπόν, στη Ρώμη το 69 αφήνοντας το γιο του τον Τίτο να συνεχίσει την εκστρατεία, και το επόμενο έτος, το 70 Κ.Χ., η Ιερουσαλήμ εκπορθήθηκε και καταστράφηκε. Έπειτα από τρία χρόνια, έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων το τελευταίο Ιουδαϊκό οχυρό της Μασάδας. Ο Ιώσηπος λέει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον της Ιερουσαλήμ, 1.100.000 Ιουδαίοι πέθαναν—πολλοί από επιδημία και πείνα—ενώ αιχμαλωτίστηκαν 97.000, όπως υποστηρίζει, πολλοί από τους οποίους διασκορπίστηκαν ως δούλοι σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας.—Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, ΣΤ΄, 420 (ix, 3).
Για την ταυτότητα “των δώδεκα φυλών του Ισραήλ” που αναφέρονται στα εδάφια Ματθαίος 19:28 και Λουκάς 22:30, βλέπε ΦΥΛΗ («Κρίνοντας τις Δώδεκα Φυλές του Ισραήλ»).
3. Οι φυλές που σχημάτισαν δύο φορές ένα ξεχωριστό βόρειο βασίλειο του Ισραήλ.
Το πρώτο σχίσμα της πανεθνικής κυβέρνησης επήλθε μετά το θάνατο του Σαούλ γύρω στο 1078 Π.Κ.Χ. Η φυλή του Ιούδα αναγνώρισε ως βασιλιά τον Δαβίδ, αλλά οι υπόλοιπες φυλές έκαναν βασιλιά τον Ις-βοσθέ, γιο του Σαούλ, ο οποίος δολοφονήθηκε ύστερα από δύο χρόνια. (2Σα 2:4, 8-10· 4:5-7) Με την πάροδο του χρόνου, το χάσμα γεφυρώθηκε και ο Δαβίδ έγινε βασιλιάς και των 12 φυλών.—2Σα 5:1-3.
Σε μια μεταγενέστερη περίοδο της βασιλείας του Δαβίδ, όταν καταπνίγηκε η ανταρσία του γιου του τού Αβεσσαλώμ, όλες οι φυλές αναγνώρισαν και πάλι τον Δαβίδ ως βασιλιά. Ωστόσο, κατά την επαναφορά του βασιλιά στο θρόνο του, δημιουργήθηκε μια διένεξη με αφορμή την εθιμοτυπία, και σε σχέση με αυτό το ζήτημα οι δέκα βόρειες φυλές που αποκαλούνταν Ισραήλ διαφώνησαν με τους άντρες του Ιούδα.—2Σα 19:41-43.
Και οι 12 φυλές ανεξαιρέτως υποστήριξαν από κοινού το γιο του Δαβίδ τον Σολομώντα στη βασιλεία του. Αλλά όταν εκείνος πέθανε, γύρω στο 998 Π.Κ.Χ., συντελέστηκε η δεύτερη διαίρεση του βασιλείου. Μόνο οι φυλές του Βενιαμίν και του Ιούδα υποστήριξαν τον Βασιλιά Ροβοάμ, ο οποίος κάθησε στο θρόνο του πατέρα του τού Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ. Ο Ισραήλ, τον οποίο αποτελούσαν οι δέκα άλλες φυλές στα Β και Α, επέλεξε ως βασιλιά του τον Ιεροβοάμ.—1Βα 11:29-37· 12:1-24· ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 1, σ. 947.
Στην αρχή, πρωτεύουσα του Ισραήλ ήταν η Συχέμ. Αργότερα η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Θερσά και κατόπιν, κατά τη βασιλεία του Αμρί, μεταφέρθηκε στη Σαμάρεια, όπου παρέμεινε τα επόμενα 200 χρόνια. (1Βα 12:25· 15:33· 16:23, 24) Ο Ιεροβοάμ κατάλαβε ότι η ενωμένη λατρεία διατηρεί τη συνοχή ενός λαού, και προκειμένου να εμποδίσει τις αποσχισθείσες φυλές να πηγαίνουν στο ναό της Ιερουσαλήμ για να προσφέρουν λατρεία, τοποθέτησε δύο χρυσά μοσχάρια, όχι στην πρωτεύουσα, αλλά στις δύο άκρες της επικράτειας του Ισραήλ, το ένα στη Βαιθήλ, στο νότο, και το άλλο στη Δαν, στο βορρά. Καθιέρωσε, επίσης, ένα μη Λευιτικό ιερατείο ώστε αυτό να ηγείται του Ισραήλ και να τον καθοδηγεί στη λατρεία των χρυσών μοσχαριών και των τραγόμορφων δαιμόνων.—1Βα 12:28-33· 2Χρ 11:13-15.
Στα μάτια του Ιεχωβά, η αμαρτία που διέπραξε ο Ιεροβοάμ ήταν πολύ μεγάλη. (2Βα 17:21, 22) Αν αυτός είχε παραμείνει πιστός στον Ιεχωβά και δεν είχε πέσει σε τέτοια χονδροειδή ειδωλολατρία, ο Θεός θα επέτρεπε να συνεχιστεί η δυναστεία του, αλλά έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο οίκος του έχασε το θρόνο όταν ο γιος του ο Ναδάβ δολοφονήθηκε προτού περάσουν δύο χρόνια από το θάνατο του Ιεροβοάμ.—1Βα 11:38· 15:25-28.
Όποια πορεία ακολουθούσε ο ηγεμόνας, ανάλογη πορεία ακολουθούσε και το έθνος του Ισραήλ. Δεκαεννιά βασιλιάδες, εξαιρουμένου του Θιβνί (1Βα 16:21, 22), βασίλεψαν από το 997 ως το 740 Π.Κ.Χ. Μόνο εννιά από αυτούς τους διαδέχθηκαν οι γιοι τους, και μόνο ενός η δυναστεία διήρκεσε ως την τέταρτη γενιά. Εφτά από τους βασιλιάδες του Ισραήλ κυβέρνησαν δύο χρόνια ή λιγότερο, ενώ ορισμένοι κυβέρνησαν μόνο μερικές ημέρες. Ένας αυτοκτόνησε, τέσσερις πέθαναν πρόωρα και έξι άλλοι δολοφονήθηκαν από φιλόδοξους άντρες οι οποίοι στη συνέχεια κατέλαβαν το θρόνο των θυμάτων τους. Μολονότι ο καλύτερος από όλους αυτούς, ο Ιηού, ευαρέστησε τον Ιεχωβά απομακρύνοντας την απαίσια λατρεία του Βάαλ την οποία προήγαγε ο Αχαάβ και η Ιεζάβελ, ωστόσο «ο Ιηού δεν φρόντισε να περπατάει με όλη του την καρδιά σύμφωνα με το νόμο του Ιεχωβά, του Θεού του Ισραήλ», και επέτρεψε να συνεχιστεί η μοσχολατρία του Ιεροβοάμ σε όλη τη χώρα.—2Βα 10:30, 31.
Ο Ιεχωβά από την πλευρά του υπήρξε ασφαλώς μακρόθυμος με τον Ισραήλ. Στα 257 χρόνια της ιστορίας τους, συνέχισε να στέλνει τους υπηρέτες του για να προειδοποιήσουν τους άρχοντες και το λαό σχετικά με τις πονηρές οδούς τους, αλλά μάταια. (2Βα 17:7-18) Μεταξύ αυτών των αφοσιωμένων υπηρετών του Θεού ήταν οι προφήτες Ιηού (όχι ο βασιλιάς), Ηλίας, Μιχαΐας, Ελισαιέ, Ιωνάς, Ωδήδ, Ωσηέ, Αμώς και Μιχαίας.—1Βα 13:1-3· 16:1, 12· 17:1· 22:8· 2Βα 3:11, 12· 14:25· 2Χρ 28:9· Ωσ 1:1· Αμ 1:1· Μιχ 1:1.
Ο Ισραήλ αντιμετώπιζε σοβαρότερο πρόβλημα από τον Ιούδα όσον αφορά τη φύλαξη των συνόρων του από εισβολείς, διότι ναι μεν είχε το διπλάσιο πληθυσμό, αλλά έπρεπε να περιφρουρήσει και τριπλάσια περίπου έκταση. Εκτός από τις κατά καιρούς συγκρούσεις του με τον Ιούδα, συχνά πολεμούσε στα βόρεια και ανατολικά σύνορά του με τη Συρία και δεχόταν πιέσεις από την Ασσυρία. Η τελική πολιορκία της Σαμάρειας άρχισε από τον Σαλμανασάρ Ε΄ το έβδομο έτος της βασιλείας του Ωσιέ, αλλά πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια προτού οι Ασσύριοι καταλάβουν την πόλη το 740 Π.Κ.Χ.—2Βα 17:1-6· 18:9, 10.
Η τακτική των Ασσυρίων, την οποία εγκαινίασε ο προκάτοχος του Σαλμανασάρ ο Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄, ήταν να απομακρύνουν αιχμαλώτους από την κατακτημένη περιοχή και να εγκαθιστούν στη θέση τους διάφορους λαούς από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο, αποτρέπονταν μελλοντικές εξεγέρσεις. Σε αυτή την περίπτωση, οι άλλες εθνότητες που φέρθηκαν στην περιοχή του Ισραήλ τελικά αναμείχθηκαν φυλετικά και θρησκευτικά και έκτοτε έγιναν γνωστοί ως Σαμαρείτες.—2Βα 17:24-33· Εσδ 4:1, 2, 9, 10· Λου 9:52· Ιωα 4:7-43.
Ωστόσο, όταν έπεσε ο Ισραήλ, δεν χάθηκαν τελείως οι δέκα βόρειες φυλές. Προφανώς οι Ασσύριοι άφησαν στην περιοχή του Ισραήλ κάποια άτομα από αυτές τις φυλές. Χωρίς αμφιβολία, κάποιοι άλλοι έφυγαν από τον ειδωλολατρικό Ισραήλ και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Ιούδα πριν από το 740 Π.Κ.Χ., οπότε οι απόγονοί τους θα ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους που οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα το 607 Π.Κ.Χ. (2Χρ 11:13-17· 35:1, 17-19) Οπωσδήποτε θα υπήρχαν και απόγονοι κάποιων από τους αιχμαλώτους των Ασσυρίων (2Βα 17:6· 18:11) ανάμεσα στο επαναπατριζόμενο υπόλοιπο που αποτέλεσε τις 12 φυλές του Ισραήλ από το 537 Π.Κ.Χ. και έπειτα.—1Χρ 9:2, 3· Εσδ 6:17· Ωσ 1:11· παράβαλε Ιεζ 37:15-22.
4. Η Υποσχεμένη Γη, δηλαδή η γεωγραφική περιοχή η οποία χορηγήθηκε στο έθνος του Ισραήλ (στις 12 φυλές συνολικά), σε αντιδιαστολή με την περιοχή άλλων εθνών (1Σα 13:19· 2Βα 5:2· 6:23), και στην οποία κυβερνούσαν Ισραηλίτες βασιλιάδες.—1Χρ 22:2· 2Χρ 2:17.
Μετά τη διαίρεση του έθνους, ο όρος «γη του Ισραήλ» χρησιμοποιούνταν μερικές φορές για να προσδιορίσει την επικράτεια του βόρειου βασιλείου, διακρίνοντάς την από την επικράτεια του Ιούδα. (2Χρ 30:24, 25· 34:1, 3-7) Μετά την πτώση του βόρειου βασιλείου, το όνομα Ισραήλ διατηρήθηκε ζωντανό ουσιαστικά από τον Ιούδα, το μόνο βασίλειο απογόνων του Ισραήλ (Ιακώβ) το οποίο απέμενε. Επομένως, ο προφήτης Ιεζεκιήλ χρησιμοποιεί την έκφραση «γη του Ισραήλ» αναφερόμενος πρωτίστως στη γη του βασιλείου του Ιούδα και στην πρωτεύουσά του την Ιερουσαλήμ. (Ιεζ 12:19, 22· 18:2· 21:2, 3) Αυτή ήταν η γεωγραφική περιοχή που παρέμεινε τελείως ερημωμένη επί 70 χρόνια από το 607 Π.Κ.Χ. και έπειτα (Ιεζ 25:3), αλλά στην οποία θα επανασυναγόταν ένα πιστό υπόλοιπο.—Ιεζ 11:17· 20:42· 37:12.
Για περιγραφή των γεωγραφικών και των κλιματολογικών χαρακτηριστικών του Ισραήλ, καθώς επίσης του μεγέθους του, της θέσης του, των φυσικών του πόρων και άλλων σχετικών θεμάτων, βλέπε λήμμα ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ.