ΜΙΣΑΧ
(Μισάχ).
Το βαβυλωνιακό όνομα που δόθηκε στον Μισαήλ, το σύντροφο του Δανιήλ, από τον επικεφαλής αυλικό του Ναβουχοδονόσορα. Η σημασία αυτού του νέου ονόματος είναι αβέβαιη, αλλά μπορεί να περιλάμβανε κάποια αναφορά στον Ακού, έναν θεό των Σουμερίων.
Διακρατεί Ακεραιότητα σε Νεανική Ηλικία. Ο Μισάχ (Μισαήλ) οδηγήθηκε αιχμάλωτος από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα το 617 Π.Κ.Χ. μαζί με τον Ιωαχίν και άλλους. Κατόπιν, ο Μισαήλ, ο Αζαρίας, ο Ανανίας και ο Δανιήλ υποβλήθηκαν από τη βαβυλωνιακή αυλή σε ένα τριετές εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στο τέλος του οποίου αποδείχτηκαν ανώτεροι ακόμη και από τους συμβούλους του βασιλιά. (2Βα 24:1, 6, 8, 12-16· Δα 1:1-7, 17-20) Εκείνο το διάστημα, αυτοί οι τέσσερις παρέμειναν σταθεροί στην αφοσίωσή τους στον Θεό, και μάλιστα αρνούνταν να μιανθούν με τα εκλεκτά φαγητά του βασιλιά.—Δα 1:8-16.
Πιθανόν να θεώρησαν “μιασματικά” τα εκλεκτά φαγητά του βασιλιά για τρεις λόγους: (1) Οι Βαβυλώνιοι έτρωγαν ζώα τα οποία ο Μωσαϊκός Νόμος όριζε ως ακάθαρτα, (2) ίσως να μη φρόντιζαν να χύνεται το αίμα των ζώων εντελώς, μερικά μάλιστα μπορεί να τα έπνιγαν, (3) συχνά οι ειδωλολάτρες θυσίαζαν πρώτα τα ζώα στους θεούς τους, θεωρώντας τη βρώση τέτοιου κρέατος ως μέρος της λατρείας αυτών των θεών.—Δα 1:8· παράβαλε 1Κο 10:18-20, 28.
Μετέπειτα, όταν ο Δανιήλ προάχθηκε σε υψηλή κυβερνητική θέση στην αυλή του βασιλιά, ο Ναβουχοδονόσορ, κατόπιν αιτήματος του Δανιήλ, ανέθεσε στον Μισάχ, στον Σεδράχ και στον Αβδενεγώ τη διαχείριση της διοικητικής περιφέρειας της Βαβυλώνας.—Δα 2:48, 49.
Αρνείται να Προσκυνήσει την Εικόνα. Ο Μισάχ και οι δύο σύντροφοί του τράβηξαν και πάλι την προσοχή του βασιλιά επειδή αρνήθηκαν, ενώπιον όλων των άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων, να προσκυνήσουν τη μεγάλη εικόνα που είχε φτιάξει ο Ναβουχοδονόσορ. Με πλήρη πίστη στον Ιεχωβά, είπαν στον Ναβουχοδονόσορα ότι δεν θα υπηρετούσαν τους θεούς του βασιλιά όπως οι άλλοι. Το αν ο Θεός τους θα επέλεγε να τους σώσει από το καμίνι δεν είχε σημασία—εκείνοι θα διακρατούσαν την ακεραιότητά τους σε αυτόν και δεν θα συμβιβάζονταν για να απελευθερωθούν. (Στα εδάφια Εβρ 11:34, 35 γίνεται λόγος για εκείνους οι οποίοι «σταμάτησαν τη δύναμη της φωτιάς» και οι οποίοι «δεν δέχονταν απελευθέρωση με κάποιο λύτρο, για να φτάσουν σε καλύτερη ανάσταση».) Λόγω της πίστης τους, ο Ιεχωβά τούς διαφύλαξε μέσω του αγγέλου του. Μάλιστα, όταν βγήκαν έξω, δεν «είχε πάει πάνω τους η μυρωδιά της φωτιάς». Ο Ναβουχοδονόσορ, που είχε εξαγριωθεί τόσο πολύ ώστε είχε διατάξει να θερμάνουν το καμίνι εφτά φορές περισσότερο από όσο συνήθως προτού ρίξουν μέσα τους τρεις άντρες, αναγνώρισε τώρα τον Θεό τους ως ελευθερωτή. Επιπλέον, έδωσε διαταγή ότι όποιος έλεγε οτιδήποτε κακό εναντίον του Θεού του Μισάχ θα έπρεπε να διαμελιστεί και το σπίτι του να γίνει δημόσιο αποχωρητήριο.—Δα 3:1-30.