ΕΚΚΡΙΣΕΙΣ
Βιβλικός όρος που εφαρμόζεται σε ορισμένες καταστάσεις των γεννητικών οργάνων αντρών και γυναικών. (Λευ 15:2, 19, 25· Αρ 5:2, 3· 2Σα 3:29) Στην περίπτωση των αντρών, οι εκκρίσεις σχετίζονταν με μια μη υγιή κατάσταση, κατά την οποία υπήρχε ροή υλικού από το γεννητικό όργανο ή κατά την οποία το όργανο έφραζε από αυτό το υλικό. (Λευ 15:2, 3) Κανείς από τους άρρενες απογόνους του Ααρών δεν επιτρεπόταν να φάει από «τα άγια πράγματα» ενόσω ήταν ακάθαρτος λόγω εκκρίσεων.—Λευ 22:4.
Ο όρος «εκκρίσεις» εφαρμοζόταν μερικές φορές στην τακτική, φυσιολογική έμμηνη ρύση της γυναίκας. (Λευ 15:19-24) Ωστόσο, χρησιμοποιούνταν επίσης για να προσδιορίσει μια παθολογική, παρατεταμένη, και ως εκ τούτου μη φυσιολογική ροή αίματος. (Λευ 15:25-30) Με αυτή την τελευταία έννοια εφαρμόστηκε στη χρόνια «ροή αίματος» από την οποία έπασχε μια γυναίκα επί 12 χρόνια προτού τη θεραπεύσει ο Ιησούς Χριστός.—Ματ 9:20-22.
Σύμφωνα με το Νόμο, το άτομο που είχε εκκρίσεις ήταν ακάθαρτο, καθιστούσε τα αντικείμενα και τα άτομα που άγγιζε ακάθαρτα, και ούτω καθεξής. Όταν σταματούσαν οι παθολογικές εκκρίσεις, το άτομο αυτό ακολουθούσε συγκεκριμένα βήματα για να καθαριστεί.—Λευ 15· βλέπε ΚΑΘΑΡΟΣ, ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ.