ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ
Η καταβολή (χρημάτων, αγαθών ή εργασίας) που επιβάλλει κάποια αρχή είτε σε φυσικά πρόσωπα είτε σε περιουσιακά στοιχεία. Διάφορες μορφές φορολογίας χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν για τη συντήρηση των κυβερνητικών υπηρεσιών, των δημόσιων αξιωματούχων, καθώς και των ιερέων. Οι φόροι που επιβάλλονταν στην αρχαιότητα περιλάμβαναν το δέκατο, το φόρο υποτελείας, τα διόδια και τον κεφαλικό φόρο, καθώς επίσης το φόρο στα καταναλωτικά είδη, στις εξαγωγές, στις εισαγωγές και στα αγαθά που διακινούσαν οι έμποροι μέσω μιας χώρας.
Φόροι για τη Συντήρηση του Αγιαστηρίου του Ιεχωβά. Η υπηρεσία του αγιαστηρίου συντηρούνταν μέσω φορολογίας. Τα υποχρεωτικά δέκατα αποτελούσαν την κύρια πηγή συντήρησης των Ααρωνικών ιερέων και των Λευιτών, οι οποίοι, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, έλαβαν μερίδιο από τα λάφυρα πολέμου στα πλαίσια ενός φόρου τον οποίο καθόρισε ο Ιεχωβά. (Αρ 18:26-29· 31:26-47· βλέπε ΔΕΚΑΤΟ.) Ο Ιεχωβά έδωσε επίσης στον Μωυσή οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες, αφού διενεργούσε μια απογραφή, κάθε απογραφόμενος έπρεπε να καταβάλει μισό σίκλο ($1,10) ως «συνεισφορά στον Ιεχωβά» για τη σκηνή της συνάντησης. (Εξ 30:12-16) Φαίνεται ότι μεταξύ των Ιουδαίων επικράτησε η συνήθεια να δίνουν ένα ορισμένο ποσό ετησίως, αν και δεν γινόταν απογραφή κάθε χρόνο. Ο Ιωάς, για παράδειγμα, απαίτησε την καταβολή «του ιερού φόρου που πρόσταξε ο Μωυσής». (2Χρ 24:6, 9) Οι Ιουδαίοι των ημερών του Νεεμία ανέλαβαν μόνοι τους την υποχρέωση να καταβάλλουν ένα τρίτο του σίκλου (περ. 75 σεντς) κάθε χρόνο για την υπηρεσία του ναού.—Νε 10:32.
Τον καιρό της επίγειας διακονίας του Ιησού, οι Ιουδαίοι πλήρωναν δύο δραχμές για το ναό. Όταν κάποιοι ρώτησαν τον Πέτρο αν ο Ιησούς συμμορφωνόταν με αυτή τη φορολογική απαίτηση, εκείνος απάντησε καταφατικά. Αργότερα, όταν ο Ιησούς ανέλυσε το ζήτημα, έδειξε ότι οι βασιλιάδες δεν φορολογούν τους γιους τους, εφόσον οι γιοι αποτελούν μέρος του βασιλικού οίκου για χάρη του οποίου συλλέγεται ο φόρος. Ο Ιησούς, ωστόσο, παρότι μονογενής Γιος Εκείνου που λατρευόταν στο ναό, για να μη δώσει αφορμή να σκανδαλιστούν άλλοι, φρόντισε να καταβληθεί ο φόρος.—Ματ 17:24-27.
Φόροι που Επιβάλλονταν από Άρχοντες. Με την εγκαθίδρυση της βασιλείας στον Ισραήλ επιβλήθηκαν φόροι, όπως το ένα δέκατο από το ποίμνιο και τη γεωργική παραγωγή, για να συντηρείται ο βασιλιάς, το σπιτικό του και οι διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και υπηρέτες. (1Σα 8:11-17· 1Βα 4:6-19) Στο τέλος της βασιλείας του Σολομώντα, η στρατολόγηση για καταναγκαστική εργασία και η συντήρηση του κυβερνητικού μηχανισμού είχαν γίνει τόσο δυσβάσταχτες ώστε ο λαός ζήτησε από το γιο και διάδοχο του Σολομώντα, τον Ροβοάμ, να ελαφρώσει «τη σκληρή υπηρεσία . . . και το βαρύ ζυγό». Η άρνηση του Ροβοάμ να συμμορφωθεί εξώθησε δέκα φυλές σε ανταρσία.—1Βα 12:3-19· βλέπε ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ· ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.
Όταν οι Ισραηλίτες περιέρχονταν υπό την κυριαρχία αλλοεθνών, υποβάλλονταν εκ των πραγμάτων και σε άλλες μορφές φορολογίας. Για παράδειγμα, όταν ο Φαραώ Νεχαώ έκανε τον Ιωακείμ υποτελή βασιλιά και επέβαλε στον Ιούδα βαρύ πρόστιμο, ή αλλιώς φόρο υποτελείας, ο Ιωακείμ συγκέντρωσε τα απαραίτητα κεφάλαια υποχρεώνοντας τους υπηκόους του να πληρώσουν ένα συγκεκριμένο ποσό «ανάλογα με τον καθορισμένο φόρο για το κάθε άτομο».—2Βα 23:31-35.
Κατά τους περσικούς χρόνους, οι Ιουδαίοι (με εξαίρεση τους ιερείς και όσους άλλους υπηρετούσαν στο αγιαστήριο, τους οποίους είχε απαλλάξει από το φόρο ο Αρταξέρξης ο Μακρόχειρας) έπρεπε να πληρώνουν φόρο (στην αραμαϊκή, μιντάχ), τέλη (μπελώ) και διόδια (χαλάχ). (Εσδ 4:13, 20· 7:24) Ο όρος μιντάχ πιστεύεται ότι αναφερόταν στον προσωπικό φόρο που επιβαλλόταν σε άτομα· μπελώ ήταν ο φόρος που επιβαλλόταν στα καταναλωτικά είδη, ο έμμεσος φόρος· και χαλάχ ήταν τα διόδια που πλήρωναν οι ταξιδιώτες σε οδικούς σταθμούς ή σε περάσματα ποταμών. Το μιντάχ (που μεταφράζεται «τέλη» από τις AS, KJ, ΜΝΚ στο εδ. Νε 5:4) πρέπει να ήταν αρκετά υψηλό, δεδομένου ότι πολλοί από τους Ιουδαίους αναγκάζονταν να δανειστούν για να το πληρώσουν. Οι Ιουδαίοι, εκτός του ότι έπρεπε να καταβάλλουν τους φόρους που επέβαλλαν οι Πέρσες, έπρεπε κανονικά να πληρώνουν και για τη συντήρηση του κυβερνήτη.—Νε 5:14, 15.
Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., οι Ιουδαίοι δυσανασχετούσαν πάρα πολύ με την πληρωμή φόρων, όχι μόνο εξαιτίας της διαφθοράς που επικρατούσε ανάμεσα στους εισπράκτορες φόρων, αλλά και επειδή αυτό τους ανάγκαζε να παραδέχονται ότι ήταν υποταγμένοι στη Ρώμη. (Βλέπε ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑΣ ΦΟΡΩΝ.) Ωστόσο, τόσο ο Ιησούς Χριστός όσο και ο απόστολος Παύλος έδειξαν ότι ήταν σωστό να καταβάλλονται φόροι στον «Καίσαρα», ή αλλιώς «στις ανώτερες εξουσίες». (Ματ 22:17-21· Ρω 13:1, 7· βλέπε ΚΑΙΣΑΡΑΣ [Θεός και Καίσαρας].) Στα διάφορα είδη φόρων που αναφέρονται στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών συγκαταλέγεται το τέλος (το οποίο ήταν έμμεσος φόρος, δασμός· Ματ 17:25· Ρω 13:7). Επίσης, αναφέρεται ο κῆνσος (κεφαλικός φόρος· Ματ 17:25· 22:17, 19· Μαρ 12:14) και ο φόρος (λέξη που έχει ευρύτερη έννοια και θεωρείται ότι αναφερόταν στο χρηματικό ποσό με το οποίο επιβαρύνονταν κατοικίες, εκτάσεις γης και άτομα· Λου 20:22· 23:2).