ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΚΡΙΣΗ
Οι λέξεις τσέδεκ και τσεδακάχ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου, καθώς και η λέξη δικαιοσύνη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, μεταδίδουν την ιδέα της «ευθύτητας» και της «ορθότητας», υποδηλώνοντας ότι υπάρχει κάποιο κριτήριο ή κανόνας που καθορίζει τι είναι ορθό. Στο Μωσαϊκό Νόμο, και συγκεκριμένα στο εδάφιο Λευιτικό 19:36, η λέξη τσέδεκ χρησιμοποιείται τέσσερις φορές σε σχέση με επαγγελματικές συναλλαγές: «Πρέπει να έχετε ακριβή [«δίκαιη», AT, KJ, ΒΑΜ, ΛΧ] ζυγαριά, ακριβή ζύγια, ακριβές εφά και ακριβές ιν». Η λέξη «δικαιοσύνη» χρησιμοποιείται συχνά με νομική χροιά σε σχέση με κάποιον δικαστή ή την ετυμηγορία δικαστηρίου.—Ψλ 35:24· 72:2· 96:13· Ησ 11:4· Απ 19:11.
Μια άλλη πλευρά της δικαιοσύνης, αυτή που αφορά την κρίση, είναι η τήρηση και η απονομή του δικαίου με σωστό και αμερόληπτο τρόπο και σύμφωνα με κάποια κριτήρια. Η εβραϊκή λέξη μισπάτ, που μεταφράζεται συνήθως «δικαιοσύνη» ή «κρίση», μπορεί επίσης να μεταδίδει την ιδέα ενός συγκεκριμένου σχεδίου (Εξ 26:30), μιας συνήθειας (Γε 40:13), ενός κανονισμού (2Χρ 4:20) ή μιας κανονικής διαδικασίας (Λευ 5:10), βάσει των οποίων γίνονται κάποια πράγματα. Μολονότι η λέξη «κρίση» έχει νομικές αποχρώσεις, βασικά δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κρίση και στη δικαιοσύνη. (Παράβαλε Αμ 5:24.) Οι λέξεις κρίσις και ἐκδίκησις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδονται μερικές φορές «δικαιοσύνη». (Ματ 12:20, RS, ΜΝΚ, ΚΔΤΚ· Λου 18:7, ΜΝΚ) Μια άλλη λέξη του κειμένου, η λέξη ἔνδικος, που μεταφράζεται «σε αρμονία με τη δικαιοσύνη» (ΜΝΚ), προσδιορίζει κάτι που είναι «δίκαιο» (KJ, RS, ΒΑΜ) ή που αξίζει.—Ρω 3:8· Εβρ 2:2.
Ο Θεός Θέτει τα Κριτήρια. Ο λόγιος της ελληνικής γλώσσας Κένεθ Σ. Γιούεστ λέει: «Ο Θεός αποτελεί το αντικειμενικό κριτήριο που καθορίζει το νοηματικό περιεχόμενο της λέξης δίκαιος, ενώ συγχρόνως διατηρεί αυτό το νοηματικό περιεχόμενο αναλλοίωτο και αμετάβλητο, εφόσον Εκείνος είναι αμετάβλητος». Κατόπιν παραθέτει τα λόγια του Κρέμερ, ο οποίος είπε: «Η δικαιοσύνη με τη βιβλική έννοια είναι μια κατάσταση ορθότητας της οποίας κριτήριο αποτελεί ο Θεός, δηλαδή αποτιμάται σύμφωνα με τα θεϊκά κριτήρια και γίνεται φανερή με συμπεριφορά σύμφωνη προς τον Θεό, έχει δε προπάντων να κάνει με τη σχέση της προς τον Θεό και με την πορεία ενώπιόν Του. Είναι και αποκαλείται δικαιοσύνη θεοῦ (Ρωμ. 3:21, 1:17), δικαιοσύνη που ανήκει στον Θεό και έχει αξία ενώπιόν Του, Θεοειδής δικαιοσύνη, βλέπε Εφεσ. 4:24· με τη συγκεκριμένη δικαιοσύνη που ορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, εισέρχεται το ευαγγέλιο (Ρωμ. 1:17) στον κόσμο των εθνών ο οποίος είχε συνηθίσει να μετράει τα πράγματα με διαφορετικά κριτήρια».—Μελέτες στο Λεξιλόγιο της Ελληνικής Καινής Διαθήκης (Studies in the Vocabulary of the Greek New Testament), 1946, σ. 37.
Ο Λουκάς δείχνει τι σημαίνει να είναι κανείς δίκαιος λέγοντας για τον ιερέα Ζαχαρία και τη σύζυγό του την Ελισάβετ (τους γονείς του Ιωάννη του Βαφτιστή): «Ήταν και οι δύο δίκαιοι ενώπιον του Θεού, επειδή περπατούσαν άμεμπτα σύμφωνα με όλες τις εντολές και τις νομικές απαιτήσεις του Ιεχωβά». (Λου 1:6) Η δικαιοσύνη μετριέται σύμφωνα με τη συμμόρφωση προς το θέλημα και τις εντολές του Θεού. Οι επιμέρους εντολές του μπορεί να διαφέρουν από εποχή σε εποχή και από άτομο σε άτομο—η εντολή που έδωσε στον Νώε να φτιάξει μια κιβωτό δεν επαναλήφθηκε ποτέ, η δε εντολή του σχετικά με την περιτομή δεν ισχύει για τους Χριστιανούς. Εντούτοις, τα κριτήρια του Θεού, η προσωπικότητά του και αυτό που είναι ο ίδιος, εκφράζονται όλα με τα λόγια και τις οδούς του, παραμένουν πάντα αναλλοίωτα και επομένως παρέχουν τέλειο κριτήριο—σταθερό και αμετακίνητο σαν “βράχο”—με βάση το οποίο μπορεί να μετριέται η διαγωγή όλων των πλασμάτων του.—Δευ 32:4· Ιωβ 34:10· Ψλ 92:15· Ιεζ 18:25-31· 33:17-20.
Αγαθότητα και Δικαιοσύνη. Ο απόστολος Παύλος φαίνεται ότι κάνει διάκριση ανάμεσα στην αγαθότητα και στη δικαιοσύνη όταν, μιλώντας για το θυσιαστικό θάνατο του Χριστού, λέει: «Διότι μετά δυσκολίας θα πεθάνει κανείς για έναν δίκαιο· για τον αγαθό ίσως και να τολμάει κανείς να πεθάνει. Αλλά ο Θεός συστήνει τη δική του αγάπη σε εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για εμάς». (Ρω 5:7, 8) Κάποιος μπορεί να χαρακτηριστεί «δίκαιος» αν εκπληρώνει τις κατάλληλες υποχρεώσεις του, είναι ακριβής, αμερόληπτος, έντιμος, δεν είναι ένοχος αδικοπραγίας ή ανηθικότητας, και γενικά είναι γνωστός για την ακέραιη διαγωγή και την ευθύτητά του. Η δήλωση του Παύλου, όμως, υποδεικνύει ότι υπάρχει κάποια ανωτερότητα στον «αγαθό». Φυσικά, για να είναι κάποιος «αγαθός», δεν μπορεί να είναι άδικος. Ωστόσο, άλλες είναι οι ιδιότητες που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τον άνθρωπο που είναι γνωστός πρωτίστως για τη δικαιοσύνη του. Η χρήση της λέξης ἀγαθός στο πρωτότυπο κείμενο δείχνει ότι αυτός που διακρίνεται ή ξεχωρίζει για την αγαθότητά του έχει τη διάθεση να κάνει το καλό στους άλλους ή να τους ωφελεί και εκδηλώνει έμπρακτα αυτή την αγαθότητα. Δεν τον απασχολεί απλώς να κάνει ό,τι απαιτεί η δικαιοσύνη αλλά προχωρεί πιο πέρα, υποκινούμενος από το σωστό ενδιαφέρον για τους άλλους και την επιθυμία να τους ωφελήσει και να τους βοηθήσει.—Παράβαλε Ματ 12:35· 20:10-15· Λου 6:9, 33, 35, 36· Ιωα 7:12· Πρ 14:17· Ρω 12:20, 21· 1Θε 5:15.
Επομένως, ο Παύλος προφανώς δείχνει ότι, ενώ αυτός που ξεχωρίζει ως «δίκαιος» μπορεί να κερδίσει το σεβασμό—ακόμη και το θαυμασμό—των άλλων, εντούτοις μπορεί να μην ελκύει την καρδιά τους τόσο έντονα ώστε να υποκινήσει κάποιον να πεθάνει για αυτόν. Αντίθετα, αυτός που διακρίνεται για την αγαθότητά του, που είναι θερμός, υποβοηθητικός, στοχαστικός, ελεήμων και έμπρακτα επωφελής, κερδίζει την αγάπη των άλλων. Η δε αγαθότητά του μπορεί να ελκύσει την καρδιά τους τόσο πολύ ώστε, για ένα τέτοιο άτομο, μπορεί κάποιος να είναι διατεθειμένος να πεθάνει.
Ας σημειωθεί ότι στις Γραφές το «καλό» ή «αγαθό» αντιπαραβάλλεται με ό,τι είναι «απαίσιο» (Ιωα 5:29· Ρω 9:11· 2Κο 5:10), «πονηρό» (Ματ 5:45· Ρω 12:9) και βεβαίως «κακό» (Ρω 16:19· 1Πε 3:11· 3Ιω 11). Από την άλλη πλευρά, ο «δίκαιος» αντιπαραβάλλεται με τον «αμαρτωλό» (τον άδικο). (Μαρ 2:17· Λου 15:7) Όπως ακριβώς κάποιος μπορεί να είναι αμαρτωλός (εφόσον δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της δικαιοσύνης) και όμως να μη χαρακτηρίζεται κατ’ ανάγκην «απαίσιος», «πονηρός» ή «κακός», έτσι και κάποιος μπορεί να είναι «δίκαιος» και όμως να μη χαρακτηρίζεται κατ’ ανάγκην «αγαθός», με την έννοια που περιγράφεται παραπάνω.
Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ήταν γνωστός εξίσου ως «αγαθός και δίκαιος»—εξυπακούεται, βέβαια, ότι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται πάντοτε με σχετική έννοια όταν εφαρμόζονται σε ατελείς ανθρώπους. (Λου 23:50· παράβαλε Ματ 19:16, 17· Μαρ 10:17, 18· βλέπε ΑΓΑΘΟΤΗΤΑ [Η Αγαθότητα του Ιεχωβά].) Κάθε εντολή του νόμου του Θεού προς τον Ισραήλ ήταν «άγια [όντας από τον Θεό] και δίκαιη [όντας τέλεια ως προς τη δικαιοσύνη] και καλή [ἀγαθή, Κείμενο, όντας καθ’ όλα ωφέλιμη για όσους την τηρούσαν]».—Ρω 7:12· παράβαλε Εφ 5:9.
Ιεχωβά, ο Δίκαιος. Οι λέξεις τσέδεκ και τσεδακάχ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου, καθώς και η λέξη δικαιοσύνη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, αναφέρονται συχνά στην ευθύτητα των οδών του Θεού: ως Κυρίαρχου (Ιωβ 37:23· Ψλ 71:19· 89:14), όσον αφορά την απόδοση και εκτέλεση κρίσης και δικαιοσύνης (Ψλ 9:8· 85:11· Ησ 26:9· 2Κο 3:9), όσον αφορά την τιμωρία εκείνων που ισχυρίζονται ότι είναι λαός του (Ησ 10:22), όσον αφορά τη δικαίωσή Του στην κρίση (Ψλ 51:4· Ρω 3:4, 5) και όσον αφορά τη δικαίωση του λαού του (Μιχ 7:9).
Ο ίδιος ο Ιεχωβά ονομάζεται “ο τόπος κατοίκησης της δικαιοσύνης”. (Ιερ 50:7) Επομένως, είναι ο Δίκαιος, και η όποια δικαιοσύνη των πλασμάτων του απορρέει από τη σχέση τους με αυτόν. Ο Ιεχωβά προσκολλάται στα δικά του κριτήρια δικαιοσύνης χωρίς καμιά παρέκκλιση. Γι’ αυτό, τα πλάσματά του μπορούν να του έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Σχετικά με αυτόν είναι γραμμένο: «Η δικαιοσύνη και η κρίση είναι η βάση του θρόνου σου».—Ψλ 89:14.
Υπέρτατος Κριτής. Ο υπέρτατος Κριτής και Νομοθέτης (Ησ 33:22), ο Ιεχωβά Θεός, «αγαπάει τη δικαιοσύνη και την κρίση». (Ψλ 33:5) «Την κρίση και την αφθονία της δικαιοσύνης δεν θα τις υποτιμήσει». (Ιωβ 37:23) Αυτό αποτελεί εγγύηση ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τους οσίους του. (Ψλ 37:28) Ο Ιεχωβά δεν προσωποληπτεί στην πολιτεία του με τα πλάσματά του, αλλά δέχεται και ευλογεί όλους όσους τον φοβούνται και πράττουν τη δικαιοσύνη. (Πρ 10:34, 35) Τα άτομα και τα έθνη τιμωρούνται ή ανταμείβονται ανάλογα με τις πράξεις τους.—Ρω 2:3-11· Εφ 6:7-9· Κολ 3:22–4:1.
Η σοφία του Ιεχωβά είναι πολύ ανώτερη από τη σοφία των ατελών ανθρώπων, και ο άνθρωπος, όχι ο Θεός, είναι εκείνος που πρέπει να μάθει το δρόμο της δικαιοσύνης. (Ησ 40:14) Επομένως, ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κρίνει τις πράξεις του Θεού ως δίκαιες ή άδικες, αλλά πρέπει να μάθει να συμμορφώνει τον τρόπο σκέψης του με τα κριτήρια της δικαιοσύνης που έχει αποκαλύψει ο Ιεχωβά στο Λόγο του. Ο Θεός είπε στους Ισραηλίτες: «Οι δικές μου οδοί δεν είναι διευθετημένες σωστά, οίκε του Ισραήλ; Δεν είναι οι δικές σας οδοί αυτές που δεν είναι διευθετημένες σωστά;» (Ιεζ 18:29) Επίσης, το γεγονός ότι ο Ιεχωβά είναι ο Δημιουργός εξαλείφει κάθε βάση για αμφισβήτηση της ορθότητας των ενεργειών του.—Ρω 9:20, 21· βλέπε επίσης Ιωβ 40:8–41:34.
Συνεπώς, ο Ιεχωβά δικαίως απαιτούσε ανέκαθεν από όσους επιθυμούσαν να κερδίσουν την επιδοκιμασία του να εξοικειωθούν με τα δικά του κριτήρια δικαιοσύνης και να τα ακολουθούν. (Ησ 1:17, 18· 10:1, 2· Ιερ 7:5-7· 21:12· 22:3, 4· Ιεζ 45:9, 10· Αμ 5:15· Μιχ 3:9-12· 6:8· Ζαχ 7:9-12) Όπως ο Θεός, έτσι και αυτοί πρέπει να είναι αμερόληπτοι, διότι το αντίθετο θα συνιστούσε αδικία και παραβίαση του νόμου της αγάπης. (Ιακ 2:1-9) Ωστόσο, η άσκηση δικαιοσύνης σύμφωνα με τα κριτήρια του Θεού δεν αποτελεί βάρος—στην πραγματικότητα, από αυτήν εξαρτάται η ευτυχία του ανθρώπου. (Ψλ 106:3· παράβαλε Ησ 56:1, 2.) Την αλήθεια αυτή αναγνώρισε ο διάσημος Άγγλος νομικός Μπλάκστοουν: «[Ο Θεός] έχει συνδέσει τόσο στενά και έχει συνυφάνει τόσο άρρηκτα τους νόμους της αιώνιας δικαιοσύνης με την ευτυχία του κάθε ανθρώπου, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ευτυχία παρά μόνο με τήρηση της δικαιοσύνης, η δε δικαιοσύνη, αν ακολουθείται επακριβώς, δεν μπορεί παρά να αποφέρει ευτυχία».—Νομική Εγκυκλοπαίδεια του Τσάντμαν (Chadman’s Cyclopedia of Law), 1912, Τόμ. 1, σ. 88.
Δίκαιος αλλά παράλληλα ελεήμων. Η δικαιοσύνη, η κρίση, η αγιότητα και η αγνότητα του Ιεχωβά είναι τέτοιες ώστε αυτός δεν μπορεί να παραβλέψει καμιά αμαρτία. (Ψλ 5:4· Ησ 6:3, 5· Αββ 1:13· 1Πε 1:15) Συνεπώς, δεν μπορούσε να συγχωρήσει τις αμαρτίες της ανθρωπότητας χωρίς να ικανοποιήσει τη δικαιοσύνη—στην ουσία, χωρίς να υπάρχει νομική βάση. Μέσω όμως της παρ’ αξία καλοσύνης του προχώρησε σε αυτή τη δίκαιη διευθέτηση δίνοντας τον Γιο του ως θυσιαστική προσφορά, ως εξιλασμό, δηλαδή ως κάλυψη για τις αμαρτίες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί δικαίως να ελεήσει τους αμαρτωλούς που αποδέχονται αυτή τη διευθέτηση. Ο Παύλος διατυπώνει το ζήτημα ως εξής: «Αλλά τώρα, χωρίς νόμο η δικαιοσύνη του Θεού έχει φανερωθεί, . . . ναι, η δικαιοσύνη του Θεού μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό . . . Διότι όλοι έχουν αμαρτήσει και υστερούν ως προς τη δόξα του Θεού, και είναι δωρεά το ότι ανακηρύσσονται δίκαιοι με την παρ’ αξία καλοσύνη του μέσω της απελευθέρωσης με το λύτρο που πλήρωσε ο Χριστός Ιησούς. . . . για να είναι αυτός [ο Θεός] δίκαιος ακόμη και όταν ανακηρύσσει δίκαιο τον άνθρωπο [τον εγγενώς αμαρτωλό άνθρωπο] που έχει πίστη στον Ιησού». (Ρω 3:21-26) Επομένως, το γεγονός ότι η δικαιοσύνη του Ιεχωβά εξισορροπείται από το έλεος δίνει στους ανθρώπους και στα έθνη την ευκαιρία να εγκαταλείψουν τις πονηρές οδούς τους και να διαφύγουν την εκτέλεση των δυσμενών του κρίσεων.—Ιερ 18:7-10· Ιεζ 33:14-16· βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ.
Να Επιζητείτε τη Δικαιοσύνη του Θεού. Ο Ιησούς νουθέτησε τους ακροατές του: «Εξακολουθήστε, λοιπόν, να επιζητείτε πρώτα τη βασιλεία και τη δικαιοσύνη του [Θεού], και όλα αυτά τα άλλα πράγματα θα σας προστεθούν». (Ματ 6:33) Είναι απαραίτητο να επιζητεί κανείς τη Βασιλεία, να επιθυμεί αυτή την κυβέρνηση και να της είναι όσιος. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάει ότι πρόκειται για τη Βασιλεία του Θεού. Ως εκ τούτου, πρέπει να συμμορφώνεται με το θέλημα του Θεού, με τα κριτήρια του Θεού όσον αφορά το ορθό και το εσφαλμένο στη διαγωγή, και πρέπει συνεχώς “να ανακαινίζει το νου του” έτσι ώστε κάθε πτυχή της ζωής του να συνάδει με τη δικαιοσύνη του Θεού. (Ρω 12:2) Πρέπει να “ντυθεί τη νέα προσωπικότητα που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού με αληθινή δικαιοσύνη και οσιότητα”.—Εφ 4:23, 24.
Οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι ήταν ασφαλείς και ότι θα λάβαιναν τη Βασιλεία του Θεού ζητώντας να εδραιώσουν τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά δεν υποτάχθηκαν στη δικαιοσύνη του Θεού. (Ρω 10:1-3) Γι’ αυτό, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Διότι σας λέω ότι, αν η δικαιοσύνη σας δεν αφθονήσει περισσότερο από αυτήν των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν πρόκειται να μπείτε στη βασιλεία των ουρανών». Αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια μορφή δικαιοσύνης κατά το ότι υπάκουαν σε ορισμένες από τις απαιτήσεις του Νόμου και στις επιπρόσθετες παραδόσεις τους. Στην ουσία, όμως, είχαν καταστήσει το λόγο του Θεού άκυρο εξαιτίας της παράδοσής τους και απέρριψαν τον Χριστό, τη θεόδοτη οδό μέσω της οποίας θα μπορούσαν να είχαν οδηγηθεί στην πραγματική δικαιοσύνη.—Ματ 5:17-20· 15:3-9· Ρω 10:4.
Η δικαιοσύνη είναι ανέφικτη μέσω προσωπικών έργων. Συνεπώς, είναι σαφές ότι οι ατελείς άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν ποτέ την αληθινή δικαιοσύνη—δεν θα μπορούσαν να ανυψωθούν στο επίπεδο της δικαιοσύνης του Θεού—είτε βασιζόμενοι σε έργα του Μωσαϊκού Νόμου είτε εκτελώντας προσωπικά έργα αυτοδικαίωσης. (Ρω 3:10· 9:30-32· Γα 2:21· 3:21· Τιτ 3:5) Οι άνθρωποι τους οποίους αποκάλεσε «δίκαιους» ο Θεός ήταν άτομα που είχαν ασκήσει πίστη σε εκείνον και δεν έθεταν την εμπιστοσύνη τους στα προσωπικά τους έργα, αλλά υποστήριζαν αυτή την πίστη εκτελώντας έργα εναρμονισμένα με τα δικά του κριτήρια δικαιοσύνης.—Γε 15:6· Ρω 4:3-9· Ιακ 2:18-24.
Ο Νόμος ήταν δίκαιος. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Νόμος που δόθηκε μέσω του Μωυσή δεν περιείχε τα θεϊκά κριτήρια δικαιοσύνης. Όντως τα περιείχε. Ο απόστολος Παύλος προβάλλει το επιχείρημα: «Επομένως, ο Νόμος αυτός καθαυτόν είναι άγιος, και η εντολή είναι άγια και δίκαιη και καλή». (Ρω 7:12· Δευ 4:8) Ο Νόμος εξυπηρέτησε το σκοπό του Θεού κάνοντας φανερές τις παραβάσεις και λειτουργώντας ως παιδαγωγός που οδήγησε τους Ιουδαίους οι οποίοι είχαν ειλικρινή καρδιά στον Χριστό, ενώ ταυτόχρονα διέθετε σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων. (Γα 3:19, 24· Εβρ 10:1) Δεν μπορούσε, όμως, να φέρει πραγματική, πλήρη δικαιοσύνη σε όσους υπόκειντο σε αυτόν. Όλοι τους ήταν αμαρτωλοί. Δεν μπορούσαν να τηρήσουν το Νόμο τέλεια, και ο αρχιερέας τους δεν ήταν σε θέση να αφαιρέσει τις αμαρτίες τους με τις θυσίες και τις υπηρεσίες του. Γι’ αυτό, μπορούσαν να επιτύχουν τη δικαιοσύνη μόνο αν αποδέχονταν την προμήθεια που έκανε ο Θεός στέλνοντας τον Γιο του. (Ρω 8:3, 4· Εβρ 7:18-28) Όσοι δέχτηκαν τον Χριστό ανακηρύχτηκαν δίκαιοι—κάτι που δεν κέρδισαν, αλλά τους δόθηκε ως δώρο, ο δε Χριστός έγινε για αυτούς «σοφία από τον Θεό, καθώς και δικαιοσύνη και αγιασμός και απελευθέρωση με λύτρο». Επομένως, η πραγματική δικαιοσύνη είναι εφικτή μόνο μέσω του Χριστού. Αυτό εξυψώνει τον Ιεχωβά, αναδεικνύοντας εκείνον, και όχι τον άνθρωπο ή τα προσωπικά έργα, ως την Πηγή κάθε δικαιοσύνης, «ώστε να συμβεί όπως είναι γραμμένο: “Αυτός που καυχιέται ας καυχιέται για τον Ιεχωβά”».—1Κο 1:30, 31· Ρω 5:17.
Οφέλη της Δικαιοσύνης. Ο Θεός αγαπάει τους δικαίους και τους φροντίζει. Ο Δαβίδ έγραψε: «Νέος ήμουν και γέρασα, και όμως δεν είδα δίκαιο εγκαταλειμμένο ούτε κάποιον απόγονό του να ζητάει ψωμί». (Ψλ 37:25) Ο Σολομών είπε: «Ο Ιεχωβά δεν θα φέρει πείνα στην ψυχή του δικαίου, αλλά την έντονη επιθυμία των πονηρών θα την απωθήσει». (Παρ 10:3) Ο Θεός πρόκειται να κρίνει την κατοικημένη γη με δικαιοσύνη μέσω του Ιησού Χριστού, και θα δημιουργήσει «νέους ουρανούς και νέα γη» στα οποία θα κατοικεί δικαιοσύνη. (Πρ 17:31· 2Πε 3:13) Στους δικαίους έχει δοθεί η υπόσχεση ότι τελικά θα λάβουν στην κατοχή τους τη γη. Οι πονηροί θα εξαλειφθούν από αυτήν ως «λύτρο» για τους δικαίους, διότι όσο οι πονηροί έχουν τον έλεγχο, οι δίκαιοι δεν μπορούν να απολαύσουν ειρήνη. Όσο για τα αποκτήματα των πονηρών, αυτά θα πάνε στους δικαίους, όπως δηλώνει η παροιμία: «Ο πλούτος του αμαρτωλού αποταμιεύεται για τον δίκαιο».—Παρ 13:22· 21:18.
Σε όποιον εμμένει στη δικαιοσύνη δίνεται η διαβεβαίωση ότι θα απολαμβάνει την καλή θέληση του Θεού και την επιδοκιμασία των ανθρώπων που έχουν δίκαιη καρδιά, τώρα και για πάντα, διότι «η ενθύμηση του δικαίου θα είναι ευλογημένη [και θα υπάρχει «στον αιώνα»], αλλά το όνομα των πονηρών θα σαπίσει».—Παρ 10:7· Ψλ 112:6.
Παρόμοια, η ορθή άσκηση δικαιοσύνης από την κυβερνητική εξουσία συμβάλλει στην ευτυχία και στην ευημερία των υπηκόων της. (Παράβαλε Παρ 29:4.) Εφόσον ο Χριστός Ιησούς, ως Βασιλιάς της Βασιλείας του Θεού, και όλοι όσοι θα υπηρετούν σε διοικητικές θέσεις υπό την εξουσία του θα ασκούν πάντοτε δικαιοσύνη, οι όσιοι υπήκοοί του θα υποτάσσονται ευχαρίστως στη δίκαιη διακυβέρνησή του.—Ησ 9:6, 7· 32:1, 16-18· 42:1-4· Ματ 12:18-21· Ιωα 5:30· παράβαλε Παρ 29:2.
Να Σέβεστε και να Ακούτε τους Δικαίους. Αποτελεί πορεία σοφίας το να σέβεται κανείς αυτούς που θεωρεί δίκαιους ο Ιεχωβά και να ακολουθεί τη συμβουλή και τον έλεγχό τους, τα οποία θα ωφελήσουν όσους τα αποδέχονται. Ο Δαβίδ ελέγχθηκε από τον Ιεχωβά μέσω δίκαιων ανθρώπων, υπηρετών και προφητών του Θεού, και είπε: «Αν με χτυπήσει ο δίκαιος, αυτό θα είναι στοργική καλοσύνη· και αν με ελέγξει, θα είναι λάδι πάνω στο κεφάλι, λάδι που το κεφάλι μου δεν θα θελήσει να αρνηθεί».—Ψλ 141:5.
“Ο Θώρακας της Δικαιοσύνης”. Εφόσον η Γραφή μάς λέει: «Περισσότερο από όλα όσα πρέπει να φυλαχτούν, προφύλασσε την καρδιά σου, γιατί από αυτήν εξέρχονται οι πηγές της ζωής», οι Χριστιανοί χρειάζεται να είναι ντυμένοι «το θώρακα της δικαιοσύνης». (Παρ 4:23· Εφ 6:14) Για να προστατέψει κάποιος την καρδιά του ώστε να μη γίνει κακή, είναι ζωτικό να ακολουθεί τη δικαιοσύνη του Θεού, δεδομένου ότι η καρδιά του εκπεσόντος, αμαρτωλού ανθρώπου είναι δόλια και βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. (Ιερ 17:9) Η καρδιά χρειάζεται πολλή διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση. Ο Χριστιανός μπορεί να είναι βέβαιος ότι ακολουθεί τέτοια πορεία μόνο αν προσκολλάται στη Γραφή, η οποία, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, είναι «ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για τακτοποίηση ζητημάτων, για διαπαιδαγώγηση στη δικαιοσύνη, ώστε ο άνθρωπος του Θεού να είναι πλήρως ικανός, απόλυτα εξοπλισμένος για κάθε καλό έργο». Ο Χριστιανός πρέπει να δέχεται με ευγνωμοσύνη τη διαπαιδαγώγηση που δίνεται από δίκαιους ανθρώπους οι οποίοι χρησιμοποιούν κατ’ αυτόν τον τρόπο το Λόγο του Θεού.—2Τι 3:16, 17.
Σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης και τις περιλαμβανόμενες αρχές, βλέπε ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ· ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ· ΝΟΜΟΣ.