ΚΑΙΣΑΡΑΣ
(Καίσαρας).
Όνομα ρωμαϊκής οικογένειας που έγινε τίτλος. Το 46 Π.Κ.Χ., ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας διορίστηκε δικτάτορας της Ρώμης για δέκα χρόνια, αλλά δολοφονήθηκε το 44 Π.Κ.Χ. Καίσαρας ήταν το όνομα της οικογένειάς του (ενώ Γάιος ήταν το προσωπικό του όνομα και Ιούλιος το όνομα του γένους ή οίκου του). Το όνομα της οικογένειας πέρασε στον υιοθετημένο γιο του, τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα Οκταβιανό, ο οποίος τελικά τον διαδέχθηκε. Ο Οκταβιανός εδραίωσε την εξουσία του σε όλη την επικράτεια το 31 Π.Κ.Χ., ενώ το 27 Π.Κ.Χ. η Ρωμαϊκή Σύγκλητος του απένειμε τον τίτλο του Αυγούστου. Έτσι λοιπόν, αυτός έγινε γνωστός ως Καίσαρας Αύγουστος.—Λου 2:1-7.
Έκτοτε, οι επόμενοι τέσσερις Ρωμαίοι αυτοκράτορες (ο Τιβέριος, ο Γάιος [Καλιγούλας], ο Κλαύδιος και ο Νέρων) αξίωσαν να αποκαλούνται με αυτό το όνομα βάσει είτε πραγματικής συγγένειας είτε υιοθεσίας. Ως εκ τούτου, το όνομα αυτής της οικογένειας συνδέθηκε τόσο στενά με τη θέση του ανώτατου άρχοντα ώστε, ακόμη και μετά το τέλος της δυναστείας των Καισάρων, συνέχισε να χρησιμοποιείται ως βασιλικός τίτλος ισοδύναμος με τον τίτλο του αυτοκράτορα. Από αυτό το όνομα προήλθαν οι μεταγενέστεροι τίτλοι «κάιζερ» (στη γερμανική) και «τσάρος» (στη ρωσική).
Οι Καίσαρες που βρίσκονταν στην εξουσία κατά την περίοδο την καλυπτόμενη από τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, όπως και η διάρκεια της διακυβέρνησής τους και τα σημαντικά γεγονότα της Γραφής που έλαβαν χώρα τότε, σημειώνονται στο συνοδευτικό πίνακα. Από αυτούς, μόνο τρεις κατονομάζονται στην Αγία Γραφή: ο Αύγουστος, ο Τιβέριος και ο Κλαύδιος. Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε λήμματα με τα ονόματά τους.
Θεός και Καίσαρας. Η μόνη καταγραμμένη αναφορά του Ιησού στον Καίσαρα είναι στην περίπτωση που διατύπωσε την αρχή: «Αποδώστε, λοιπόν, αυτά που είναι του Καίσαρα στον Καίσαρα, αλλά αυτά που είναι του Θεού στον Θεό». (Ματ 22:17-21· Μαρ 12:14-17· Λου 20:22-25) Το ερώτημα που στάθηκε αφορμή για αυτή τη δήλωση είχε ως αντικείμενο την πληρωμή “κεφαλικού φόρου” από τους Ιουδαίους στο ρωμαϊκό Κράτος. Άρα, αφορούσε έναν εδραιωμένο νόμο, μια πάγια τακτική, και συνεπώς είναι φανερό ότι ούτε το ερώτημα ούτε η απάντηση διατυπώθηκαν με σκοπό να εφαρμοστούν αποκλειστικά στον Τιβέριο, ο οποίος κυβερνούσε τότε. (Παράβαλε Ματ 17:25.) Ο όρος «Καίσαρας» εννοούσε, ή αλλιώς συμβόλιζε, την πολιτική εξουσία, το Κράτος, όπως αυτό εκπροσωπούνταν από τους αρμόδιους εκπροσώπους του, για τους οποίους ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «ανώτερες εξουσίες», ο δε Πέτρος το χαρακτηρισμό “ο βασιλιάς” και οι «κυβερνήτες» του.—Ρω 13:1-7· Τιτ 3:1· 1Πε 2:13-17· βλέπε ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ.
Επομένως, «αυτά που είναι» του Καίσαρα ήταν η οφειλόμενη πληρωμή για τις υπηρεσίες που παρείχε η κοσμική κυβέρνηση, υπηρεσίες για τις οποίες επέβαλλε φόρους ή τέλη. Παρά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του, το ρωμαϊκό Κράτος παρείχε πολλές υπηρεσίες στους υποτελείς λαούς, όπως η κατασκευή δρόμων, ένα είδος ταχυδρομικής υπηρεσίας, καθώς επίσης η διατήρηση της δημόσιας τάξης και η προστασία από διάφορα εγκληματικά στοιχεία. Οι άνθρωποι πλήρωναν για αυτές τις υπηρεσίες καταβάλλοντας φόρους. Αυτό τονίζεται από την αναφορά του Ιησού στο νόμισμα του Καίσαρα, το οποίο ονομάζεται «νόμισμα του κεφαλικού φόρου».—Ματ 22:19.
Το ότι η εξουσία που είχε ο «Καίσαρας» να απαιτεί πληρωμή ακόμη και από τους Χριστιανούς δεν έπρεπε να παρεμβαίνει στην υπηρεσία που εκείνοι απέδιδαν στον Θεό καταδείχτηκε από τη δήλωση του Ιησού ότι “αυτά που είναι του Θεού πρέπει να αποδίδονται στον Θεό”. (Ματ 22:21) Οι απόστολοι του Ιησού έδειξαν ότι είχαν καταλάβει πως το καθήκον τους απέναντι στις ανθρώπινες εξουσίες είχε όρια, ήταν δηλαδή σχετικό, και όχι απόλυτο, διότι όταν αργότερα φέρθηκαν ενώπιον του ανώτατου Ιουδαϊκού δικαστηρίου, δήλωσαν με πεποίθηση: «Πρέπει να υπακούμε στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους», όταν δηλαδή οι ανθρώπινοι νόμοι ή απαιτήσεις συγκρούονται με τους νόμους ή τις απαιτήσεις του Θεού.—Πρ 5:29.
Η Δίκη του Ιησού. Όταν ο Ιησούς οδηγήθηκε ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτη Πόντιου Πιλάτου για να δικαστεί, οι θρησκευτικοί ηγέτες τον κατηγόρησαν για βαρύτατα αδικήματα: “υπονομεύει το [Ιουδαϊκό] έθνος και απαγορεύει την πληρωμή φόρων στον Καίσαρα και λέει ότι αυτός είναι Χριστός βασιλιάς”. (Λου 23:1, 2) Αυτή η τριπλή κατηγορία σήμαινε στην πραγματικότητα ότι κατηγορούσαν τον Ιησού για εσχάτη προδοσία ή, σύμφωνα με το ρωμαϊκό όρο, για crimen laesae majestatis. Ο Πιλάτος το διέκρινε αυτό επειδή αργότερα είπε: «Μου φέρατε αυτόν τον άνθρωπο ως κάποιον που υποκινεί το λαό σε ανταρσία». (Λου 23:13, 14) Το 48 Π.Κ.Χ., ο νόμος που ονομάστηκε lex Julia majestatis (Ιούλιος νόμος περί εσχάτης προδοσίας) είχε χαρακτηρίσει αδίκημα τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα εναντίον της κυρίαρχης δύναμης της Ρώμης. Αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε με τόσο ευρεία έννοια ώστε, στην εποχή του Ιησού, ουσιαστικά οποιαδήποτε προσβολή προς το πρόσωπο του Καίσαρα ή οποιαδήποτε δραστηριότητα που έδινε εξωτερικά την εντύπωση του στασιασμού μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ώστε να κατηγορηθεί κάποιος για προδοσία. Ο Τιβέριος, ο Καίσαρας που κυβερνούσε τότε, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στις επικρίσεις ή στην εναντίωση, και ένα χαρακτηριστικό της διακυβέρνησής του ήταν ότι ενθάρρυνε την ύπαρξη «πληροφοριοδοτών» που προσκόμιζαν κατηγορίες για υποτιθέμενους προδότες.
Σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κανένας βασιλιάς δεν μπορούσε να κυβερνάει χωρίς τη συγκατάθεση του Καίσαρα. Γι’ αυτό, ο Πιλάτος, όταν ανέκρινε τον Ιησού, συγκέντρωσε την προσοχή του προφανώς στο αν ο Ιησούς ήταν βασιλιάς. (Ματ 27:11· Μαρ 15:2· Λου 23:3· Ιωα 18:33-37) Ο Πιλάτος επιδίωξε να ελευθερώσει τον Ιησού εφόσον δεν διαπίστωσε ενοχή, αλλά οι Ιουδαίοι ηγέτες κραύγασαν: «Αν τον απελευθερώσεις αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά μιλάει ενάντια στον Καίσαρα». (Ιωα 19:12) Ο όρος «φίλος του Καίσαρα» ήταν τίτλος τιμής ο οποίος απονεμόταν συχνά σε επάρχους, αλλά εδώ οι Ιουδαίοι ηγέτες τον χρησιμοποίησαν προφανώς με γενική έννοια, υπονοώντας ότι ο Πιλάτος κινδύνευε να κατηγορηθεί για ανοχή του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας. Ο φόβος για την αντίδραση του ζηλόφθονου αυτοκράτορα ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τον Πιλάτο στο να επιβάλει τη θανατική ποινή σε έναν αθώο άνθρωπο. Στο μεταξύ, οι ιερείς διαλαλούσαν την οσιότητά τους στον αυτοκρατορικό θρόνο, λέγοντας: «Δεν έχουμε βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα», απορρίπτοντας με αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε θεοκρατική διακυβέρνηση. (Ιωα 19:13-16· παράβαλε Ησ 9:6, 7· 33:22.) Η αντίρρησή τους για τον τίτλο «Βασιλιάς των Ιουδαίων», που ο Πιλάτος διέταξε να βάλουν πάνω στο ξύλο του Ιησού, δεν έγινε δεκτή. (Ιωα 19:19-22) Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να τοποθετούν μια επιγραφή όπου αναγραφόταν το έγκλημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ο εγκληματίας.
Η Προσφυγή και η Φυλάκιση του Παύλου. Όταν οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες της Θεσσαλονίκης σχημάτισαν έναν όχλο για να επιχειρήσουν να σταματήσουν το κήρυγμα του Παύλου και του Σίλα, κατασκεύασαν και αυτοί μια παρόμοια κατηγορία προδοσίας εναντίον του αυτοκρατορικού θρόνου. (Πρ 17:1-9) Τώρα πλέον κυβερνούσε ως Καίσαρας ο Κλαύδιος (41-54 Κ.Χ.).—Πρ 11:28.
Οι υπόλοιπες αναφορές της Γραφής στον Καίσαρα αφορούν τον Νέρωνα, ο οποίος κυβέρνησε από το 54 ως το 68 Κ.Χ., οπότε και αυτοκτόνησε σε ηλικία περίπου 31 ετών. Τον Νέρωνα εννοούσε ο Παύλος όταν δικαζόταν στην Καισάρεια ενώπιον του Φήστου, προφανώς γύρω στο 58 Κ.Χ. Ο Παύλος αποποιήθηκε οποιαδήποτε ενοχή για πράξεις εναντίον του Καίσαρα και αρνήθηκε να δικαστεί στην Ιερουσαλήμ, λέγοντας: «Στέκομαι ενώπιον της δικαστικής έδρας του Καίσαρα, εκεί που πρέπει να δικάζομαι. . . . Τον Καίσαρα επικαλούμαι!» (Πρ 25:1, 6-11) Σε αυτή την περίπτωση ο Παύλος άσκησε τα δικαιώματά του ως Ρωμαίου πολίτη. Η προσφυγή μέσω επίκλησης του Καίσαρα μπορούσε να γίνει είτε μετά την αναγγελία της δικαστικής απόφασης είτε πρωτύτερα στη διάρκεια της δίκης. Εφόσον ο Φήστος είχε δείξει ότι δεν ήταν διατεθειμένος να αποφασίσει ο ίδιος για το ζήτημα και εφόσον μια δίκη στην Ιερουσαλήμ ήταν στην ουσία βέβαιο ότι δεν θα είχε δίκαιο αποτέλεσμα, ο Παύλος υπέβαλε το επίσημο αίτημα να δικαστεί από το ανώτατο δικαστήριο της αυτοκρατορίας. Φαίνεται ότι σε μερικές περιπτώσεις η προσφυγή ήταν δυνατόν να απορριφθεί, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση ενός κλέφτη, ενός πειρατή ή ενός στασιαστή που είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω. Πιθανώς γι’ αυτόν το λόγο συσκέφθηκε πρώτα ο Φήστος με «το συμβούλιο» προτού κάνει δεκτή την προσφυγή. Η επακόλουθη ακρόαση ενώπιον του Ηρώδη Αγρίππα Β΄, στα πλαίσια μιας επίσκεψής του, έλαβε χώρα για να μπορέσει ο Φήστος να υποβάλει σαφέστερα στοιχεία όταν θα παρέπεμπε την υπόθεση του Παύλου στον «Αύγουστο», τον Νέρωνα. (Πρ 25:12-27· 26:32· 28:19) Η προσφυγή του Παύλου εξυπηρέτησε και έναν άλλον σκοπό, δηλαδή τον έφερε στη Ρώμη, σύμφωνα με την πρόθεση που είχε εκφράσει ο ίδιος παλιότερα. (Πρ 19:21· Ρω 15:22-28) Τόσο η προφητική υπόσχεση του Ιησού όσο και το ουράνιο άγγελμα που έλαβε αργότερα ο Παύλος δείχνουν ότι υπήρξε θεϊκή κατεύθυνση στο ζήτημα.—Πρ 23:11· 27:23, 24.
Φαίνεται ότι ο Παύλος έγραψε την επιστολή του προς τους Φιλιππησίους στη διάρκεια της πρώτης του φυλάκισης στη Ρώμη (περ. 60-61 Κ.Χ.). Στον επίλογο της επιστολής, ο Παύλος περιλαμβάνει τους χαιρετισμούς των αδελφών της Ρώμης και “ειδικά εκείνων που ανήκουν στο σπιτικό του Καίσαρα”. (Φλπ 4:21, 22) Ο όρος «σπιτικό του Καίσαρα» δεν αναφέρεται κατ’ ανάγκην στην άμεση οικογένεια του Νέρωνα, ο οποίος κυβερνούσε τότε, αλλά μπορεί να εφαρμόζεται σε εκείνους που βρίσκονταν σε κυβερνητικές υπηρεσίες, στους δούλους του Καίσαρα και στους χαμηλόβαθμους αξιωματούχους του. Το αν αυτά τα άτομα από το σπιτικό του Καίσαρα είχαν γίνει Χριστιανοί ως αποτέλεσμα του κηρύγματος του Παύλου δεν γίνεται γνωστό. Σε περίπτωση που η φυλακή στην οποία κρατούνταν ο Παύλος συνδεόταν με κάποιον τρόπο με την Πραιτωριανή Φρουρά (Φλπ 1:13), τότε ο ίδιος βρισκόταν και κήρυττε σε μικρή απόσταση από το ανάκτορο του Νέρωνα, επομένως κοντά σε πολλούς οι οποίοι ανήκαν στο σπιτικό του Καίσαρα. (Πρ 28:16, 30, 31) Όπως και αν γνώρισε αυτούς τους Χριστιανούς που ανήκαν στο σπιτικό του Καίσαρα, εκείνοι έδειχναν προφανώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αδελφούς στους Φιλίππους. Εφόσον οι Φίλιπποι ήταν ρωμαϊκή αποικία με πολλούς βετεράνους στρατιώτες και κυβερνητικούς υπαλλήλους, κάποιοι από τους Χριστιανούς εκεί ενδέχεται να ήταν συγγενείς ή φίλοι αυτών εκ μέρους των οποίων έστειλε χαιρετισμούς ο Παύλος.
Μια μεγάλη φωτιά έσπειρε τον όλεθρο στη Ρώμη το 64 Κ.Χ., καταστρέφοντας περίπου το ένα τέταρτο της πόλης. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι υπεύθυνος ήταν ο Νέρων και, σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο, αυτός προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του επιρρίπτοντας την ευθύνη στους Χριστιανούς. (Χρονικά [Annales], XV, XLIV) Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις, και οι Χριστιανοί, καθώς και εκείνοι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν Χριστιανοί, βασανίστηκαν, θανατώθηκαν κατά μεγάλους αριθμούς και μερικοί μάλιστα κάηκαν δημοσίως ζωντανοί. Αυτό φαίνεται ότι υπήρξε η αρχή ενός μεγάλου κύματος διωγμού υποκινούμενου, όχι από θρησκευτικούς εναντιουμένους, αλλά από πολιτικές πηγές αποφασισμένες να εξαφανίσουν τη Χριστιανική εκκλησία. Πιθανότατα ο Παύλος, ο οποίος, καθώς φαίνεται, είχε απελευθερωθεί έπειτα από δύο χρόνια φυλάκισης στη Ρώμη (περ. 59-61 Κ.Χ.), φυλακίστηκε τώρα δεύτερη φορά (περ. 65 Κ.Χ.). Γενικά πιστεύεται ότι κατόπιν θανατώθηκε κατά διαταγή του Νέρωνα.—Παράβαλε 2Τι 1:16, 17· 4:6-8.
Η Ιουδαϊκή εξέγερση άρχισε το 66 Κ.Χ., δύο χρόνια πριν από το θάνατο του Νέρωνα, αλλά δεν καταπνίγηκε παρά μόνο το 70 Κ.Χ. κατά τη διακυβέρνηση του Βεσπασιανού (69-79 Κ.Χ.). Ο απόστολος Ιωάννης πιστεύεται ότι εξορίστηκε στην Πάτμο κατά τη διακυβέρνηση του Δομιτιανού (81-96 Κ.Χ.), ενός σκληρού διώκτη της Χριστιανοσύνης.—Απ 1:9.
[Πίνακας στη σελίδα 19]
Όνομα
Έτη Διακυβέρνησης
Σημαντικά Βιβλικά Γεγονότα Κατά τη Διακυβέρνηση
Αύγουστος (Οκταβιανός)
31 Π.Κ.Χ.–14 Κ.Χ.
Γέννηση του Ιωάννη (του Βαφτιστή)· διάταγμα απογραφής και γέννηση του Ιησού στη Βηθλεέμ (Λου 2:1)· θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου
Τιβέριος
14-37 Κ.Χ.
Διακονίες του Ιωάννη και του Ιησού (Λου 3:1)· επίσης, θάνατος και των δύο. Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. και αρχική δράση της νεοϊδρυθείσας Χριστιανικής εκκλησίας. Μεταστροφή του Σαύλου (Παύλου)
Γάιος (Καλιγούλας)
37-41 Κ.Χ.
—
Κλαύδιος
41-54 Κ.Χ.
Οι πρώτες δύο ιεραποστολικές περιοδείες του Παύλου και μέρος της τρίτης. Μεγάλη πείνα· οι Ιουδαίοι εκτοπίζονται από τη Ρώμη (Πρ 11:28· 18:2)
Νέρων
54-68 Κ.Χ.
Πρώτη δίκη του Παύλου στη Ρώμη. (Πρ 25:21· 26:32) Έναρξη σφοδρού επίσημου διωγμού των Χριστιανών μετά τη μεγάλη φωτιά στη Ρώμη· επίσης, πιθανότατα δεύτερη δίκη του Παύλου και εκτέλεσή του. Αρχή της Ιουδαϊκής εξέγερσης (66 Κ.Χ.)
Γάλβας
68-69 Κ.Χ.
—
Όθων
69 Κ.Χ.
—
Βιτέλλιος
69 Κ.Χ.
—
Βεσπασιανός
69-79 Κ.Χ.
Καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 Κ.Χ.)
Τίτος
79-81 Κ.Χ.
—
Δομιτιανός
81-96 Κ.Χ.
Εξορία του αποστόλου Ιωάννη στην Πάτμο (Απ 1:9)
Νέρβας
96-98 Κ.Χ.
—
Τραϊανός
98-117 Κ.Χ.
Ολοκλήρωση του Βιβλικού κανόνα πιθανώς κατά το πρώτο έτος της διακυβέρνησής του