ΦΙΛΙΠΠΟΙ
(Φίλιπποι).
Τον καιρό που ο απόστολος Παύλος έκανε τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία του, αυτή η πόλη ήταν «η εξέχουσα [πρώτη, Κείμενο] πόλη της περιφέρειας της Μακεδονίας», αν και προφανώς δεν ήταν πρωτεύουσά της. Βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της περιφέρειας, στο βόρειο άκρο του Αιγαίου Πελάγους, όχι μακριά από την περιφέρεια της Θράκης. Ο Παύλος, ερχόμενος με πλοίο από την Τρωάδα, αποβιβάστηκε στο επίνειο των Φιλίππων, τη Νεάπολη, και ταξίδεψε περίπου 15 χλμ. προς τα ΒΔ κατά μήκος της Εγνατίας Οδού (Via Egnatia), της μεγάλης εμπορικής και στρατιωτικής οδού που συνέδεε την Ασία με τη Ρώμη, και η οποία διέσχιζε ένα ορεινό πέρασμα σε ύψος 500 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και στη συνέχεια κατέβαινε στην Πεδιάδα των Φιλίππων.—Πρ 16:11, 12.
Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε έναν λόφο που υψώνεται μέσα στην πεδιάδα, κοντά στον ποταμό Γαγγίτη. Στα Ν απλωνόταν ένας μεγάλος βάλτος. Η ακρόπολη των Φιλίππων βρισκόταν πάνω σε έναν μεγάλο βράχο στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης. Οι ανασκαφές των ερειπίων δείχνουν ότι η Εγνατία Οδός περνούσε μέσα από το κέντρο της πόλης και ότι κατά μήκος αυτής της οδού υπήρχε μια αρκετά μεγάλη αγορά. Η Αμφίπολη, όπου πήγε ο Παύλος όταν έφυγε από τους Φιλίππους, ήταν προφανώς η πρωτεύουσα της περιφέρειας. Βρισκόταν γύρω στα 50 χλμ. ΝΔ των Φιλίππων. Από την Αμφίπολη, ο Παύλος συνέχισε ΝΔ, περίπου 35 χλμ., με προορισμό την Απολλωνία και από εκεί πήγε στη Θεσσαλονίκη, περίπου 45 χλμ. Δ, όπου και έμεινε γύρω στις τρεις εβδομάδες προτού κατευθυνθεί ΝΔ μέσω της Βέροιας για να πάρει κάποιο πλοίο για την Αθήνα.
Ιστορία. Αρχικά οι Φίλιπποι ονομάζονταν Κρηνίδες. Ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας (πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου) πήρε την πόλη από τους Θράκες περί τα μέσα του τέταρτου αιώνα Π.Κ.Χ. και της έδωσε το όνομά του. Στην περιοχή υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα χρυσού και κόπηκαν χρυσά νομίσματα με το όνομα του Φιλίππου. Γύρω στο 168 Π.Κ.Χ. ο Ρωμαίος ύπατος Λούκιος Αιμίλιος Παύλος νίκησε τον Περσέα, τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας, και κατέλαβε τους Φιλίππους και τη γύρω περιοχή. Το 146 Π.Κ.Χ., ολόκληρη η Μακεδονία καταστάθηκε μία ενιαία ρωμαϊκή επαρχία. Η μάχη στην οποία ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος νίκησαν τα στρατεύματα του Βρούτου και του Γάιου Κάσσιου Λογγίνου, των δολοφόνων του Ιούλιου Καίσαρα, έλαβε χώρα στην Πεδιάδα των Φιλίππων (το 42 Π.Κ.Χ.). Ακολούθως, σε ανάμνηση της μεγάλης του νίκης, ο Οκταβιανός κατέστησε τους Φιλίππους ρωμαϊκή «αποικία». (Πρ 16:12) Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Οκταβιανός ανακηρύχτηκε από τη ρωμαϊκή σύγκλητο Καίσαρας Αύγουστος, αποκάλεσε την πόλη Κολωνία Αυγούστα Ιουλία Φιλίππων (Colonia Augusta Julia Philippensis).
Η ανακήρυξη της πόλης σε ρωμαϊκή αποικία τής χάρισε φορολογική ατέλεια καθώς και άλλα προνόμια, στα οποία ενδεχομένως περιλαμβανόταν και ένας δευτερεύων τύπος ρωμαϊκής υπηκοότητας για τους κατοίκους της. Ως εκ τούτου, οι δεσμοί που συνέδεαν τους πολίτες των Φιλίππων με τη Ρώμη και τα αισθήματά τους για αυτήν ήταν ισχυρότερα από ό,τι θα ήταν υπό άλλες συνθήκες. Αυτό ίσως εξηγεί το γιατί οι κύριοι του κοριτσιού από το οποίο ο απόστολος Παύλος είχε εξορκίσει έναν δαίμονα μαντείας, καταγγέλλοντας τον Παύλο και τον Σίλα στους διοικητές της πόλης, τόνισαν: «Είμαστε Ρωμαίοι». (Πρ 16:16-24) Επίσης, όταν ο Παύλος έγραψε αργότερα στους Φιλιππήσιους Χριστιανούς παροτρύνοντάς τους να “πολιτεύονται” (Φλπ 1:27, Κείμενο) αντάξια των καλών νέων του Χριστού και υπενθυμίζοντάς τους ότι “η υπηκοότητά τους υπήρχε στους ουρανούς”, εκείνοι πρέπει να κατάλαβαν πολύ καλά το σημείο διότι η κοσμική υπηκοότητα, η ρωμαϊκή, θεωρούνταν εξαιρετικά πολύτιμη στους Φιλίππους, και μάλιστα αποτελούσε καύχημά τους.—Φλπ 3:20.
Η Επίσκεψη του Παύλου. Οι Φίλιπποι είχαν το προνόμιο να είναι η πρώτη πόλη της Ευρώπης που άκουσε τον Παύλο να κηρύττει τα καλά νέα, γύρω στο 50 Κ.Χ., στη διάρκεια της δεύτερης ιεραποστολικής του περιοδείας. Ο Παύλος πήγε εκεί ακολουθώντας την κατεύθυνση ενός οράματος που έλαβε μια νύχτα στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας. Σε αυτό το όραμα ένας Μακεδόνας τον ικέτευε: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». (Πρ 16:8-10) Ο Παύλος και οι σύντροφοί του, μεταξύ των οποίων ήταν προφανώς και ο χρονικογράφος τους ο Λουκάς, έμειναν εκεί αρκετές ημέρες, και την ημέρα του Σαββάτου βγήκαν «έξω από την πύλη, δίπλα σε έναν ποταμό», όπου, όπως αφηγείται ο Λουκάς, «νομίζαμε ότι υπήρχε ένας τόπος προσευχής». Μερικοί πιστεύουν ότι δεν υπήρχε συναγωγή στους Φιλίππους, λόγω του στρατιωτικού χαρακτήρα της πόλης—ότι ίσως δεν επιτρεπόταν στους Ιουδαίους να συγκεντρώνονται μέσα στην πόλη για λατρεία. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, ο Παύλος μίλησε στις γυναίκες που ήταν συναγμένες εκεί και συνάντησε κάποια ονόματι Λυδία που λάτρευε τον Θεό, ο οποίος «άνοιξε διάπλατα την καρδιά της για να προσέχει τα όσα έλεγε ο Παύλος». Αυτή και το σπιτικό της βαφτίστηκαν, μάλιστα ήταν τόση η εκτίμησή της και η φιλοξενία της ώστε «ανάγκασε» τον Παύλο και τους συντρόφους του να πάνε και να μείνουν στο σπίτι της.—Πρ 16:11-15.
Τώρα όμως, έχοντας ανταποκριθεί στην πρόσκληση να πάει στη Μακεδονία, ο Παύλος βρέθηκε αντιμέτωπος με εναντίωση στην πρώτη κιόλας πόλη, και αυτή τη φορά η εναντίωση δεν προερχόταν από Ιουδαίους, όπως στη Γαλατία. Οι διοικητές της πόλης ενήργησαν με βάση τις ψεύτικες κατηγορίες που διατύπωσαν οι κύριοι του δαιμονισμένου κοριτσιού, οι οποίοι είχαν χάσει το εισόδημά τους επειδή εκείνη δεν ήταν πλέον σε θέση να ασκεί τη μαντική τέχνη που τους είχε αποφέρει πολύ κέρδος. Ράβδισαν τον Παύλο και τον Σίλα, τους φυλάκισαν και έκλεισαν τα πόδια τους σε ξύλινα δεσμά.—Πρ 16:16-24.
Κατά τα μεσάνυχτα, όμως, καθώς προσεύχονταν και αινούσαν τον Θεό με ύμνους, και ενώ τους άκουγαν οι άλλοι φυλακισμένοι, συνέβη ένα θαύμα. Ένας σεισμός έσπασε τα δεσμά των φυλακισμένων και άνοιξε τις πόρτες. Ο δεσμοφύλακας, ξέροντας ότι θα αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου σε περίπτωση που έχανε τους φυλακισμένους τους οποίους είχε υπό την εποπτεία του, ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει όταν ο Παύλος τού φώναξε: «Μην κάνεις κακό στον εαυτό σου, γιατί είμαστε όλοι εδώ!» Στη συνέχεια, ο δεσμοφύλακας και το σπιτικό του άκουσαν τον Παύλο και τον Σίλα, περιποιήθηκαν τις πληγές τους και βαφτίστηκαν ως πιστοί.—Πρ 16:25-34· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 749.
Το επόμενο πρωί, οι διοικητές της πόλης, έχοντας ίσως ακούσει για το θαυματουργικό αυτό συμβάν, διέταξαν το δεσμοφύλακα να απελευθερώσει τον Παύλο. Αλλά τον Παύλο τον απασχολούσε η δικαίωση, η υπεράσπιση και η νομική εδραίωση των καλών νέων περισσότερο από την άμεση απελευθέρωσή του. Δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί να τον απελευθερώσουν στα κρυφά, «από την πίσω πόρτα», προκειμένου να προστατέψει την υπόληψη των διοικητών. Επικαλέστηκε τη ρωμαϊκή υπηκοότητά του και τόνισε το γεγονός ότι έδειραν δημόσια τον ίδιο και τον Σίλα, χωρίς να τους έχουν καταδικάσει. Αυτό ήταν απαράδεκτο! Έπρεπε να αναγνωρίσουν δημόσια ότι εκείνοι είχαν παρανομήσει, και όχι οι Χριστιανοί. Ακούγοντας ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, οι διοικητές φοβήθηκαν και πήγαν οι ίδιοι προσωπικά και τους «ικέτευσαν», τους έβγαλαν έξω και τους ζήτησαν να φύγουν από την πόλη.—Πρ 16:35-40.
Παρ’ όλα αυτά, ο Παύλος είχε ιδρύσει μια θαυμάσια εκκλησία στους Φιλίππους η οποία του ήταν πάντοτε προσφιλής. Η αγάπη τους για αυτόν έγινε έκδηλη μέσα από την έντονη ανησυχία τους και τις προμήθειες που του έστελναν ακόμη και όταν αυτός βρισκόταν κάπου αλλού. (Φλπ 4:16) Ο Παύλος επισκέφτηκε τους Φιλίππους ξανά στη διάρκεια της τρίτης ιεραποστολικής περιοδείας του, ενδεχομένως δε και τρίτη φορά, μετά την απελευθέρωσή του από την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη.—Πρ 20:1, 2, 6· Φλπ 1:19· 2:24.