Κεφάλαιο 4
Αναπτύσσεται η Μεγάλη Αποστασία
«ΕΝΑΣ Κύριος, μία πίστη». (Εφεσ. 4:5) Όταν ο απόστολος Παύλος έγραψε υπό έμπνευση αυτά τα λόγια (γύρω στο 60-61 Κ.Χ.), δεν υπήρχε παρά μόνο μία Χριστιανική πίστη. Αλλά σήμερα βλέπουμε άφθονα θρησκεύματα, αιρέσεις και θρησκευτικές ομάδες που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανικές, μολονότι διδάσκουν αντικρουόμενες δοξασίες και ακολουθούν διάφορα πρότυπα διαγωγής. Τι μεγάλη διαφορά από τη μία ενωμένη Χριστιανική εκκλησία της οποίας η αρχή έγινε την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ.! Πώς προήλθαν αυτές οι διαιρέσεις; Για να λάβουμε την απάντηση, πρέπει να πάμε πίσω στον πρώτο αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας.
Από την αρχή κιόλας ο Αντίδικος, ο Σατανάς, προσπάθησε να κατασιγάσει τη μαρτυρία των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά με το να επιφέρει πάνω τους διωγμό από άτομα εκτός της εκκλησίας. (1 Πέτρ. 5:8) Ο διωγμός ήρθε πρώτα από τους Ιουδαίους και κατόπιν από τους Εθνικούς, από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι πρώτοι Χριστιανοί έδειξαν με επιτυχία υπομονή κάτω από κάθε είδους εναντίωση. (Παράβαλε Αποκάλυψη 1:9· 2:3, 19). Αλλά ο Αντίδικος δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειες. Εφόσον δεν μπορούσε να τους κάνει να σωπάσουν με πίεση από τους έξω, γιατί να μην τους διαφθείρει από μέσα; Ενώ η Χριστιανική εκκλησία ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία, η ίδια της η ύπαρξη απειλήθηκε από έναν εσωτερικό εχθρό—την αποστασία.a
Εντούτοις, η αποστασία δεν εισχώρησε στην εκκλησία χωρίς να έχει προαγγελθεί. Ως Κεφαλή της εκκλησίας, ο Χριστός φρόντισε να έχουν προειδοποιηθεί οι ακόλουθοί του.—Κολ. 1:18.
«Θα Υπάρξουν . . . Ψευδοδιδάσκαλοι Μεταξύ Σας»
«Να προσέχετε», προειδοποίησε ο Ιησούς, «από τους ψευδοπροφήτες οι οποίοι έρχονται σε εσάς με κάλυμμα προβάτου». (Ματθ. 7:15) Ο Ιησούς ήξερε ότι ο Σατανάς θα προσπαθούσε να διαιρέσει και να διαφθείρει τους ακολούθους Του. Γι’ αυτό από πολύ νωρίς στη διακονία του τους προειδοποιούσε για τους ψευδοδιδάσκαλους.
Από πού θα προέρχονταν αυτοί οι ψευδοδιδάσκαλοι; «Από εσάς τους ίδιους», είπε ο απόστολος Παύλος περίπου το 56 Κ.Χ., όταν μιλούσε σε επισκόπους της Εφέσου. Ναι, μέσα από την εκκλησία θα ‘σηκώνονταν άντρες και θα έλεγαν διεστραμμένα πράγματα για να αποσπούν τους μαθητές πίσω τους’. (Πράξ. 20:29, 30) Αυτοί οι ιδιοτελείς αποστάτες δεν θα αρκούνταν στο να κάνουν δικούς τους μαθητές· θα προσπαθούσαν ‘να αποσπάσουν τους μαθητές’, δηλαδή τους μαθητές του Χριστού.
Ο απόστολος Πέτρος (περίπου το 64 Κ.Χ.) προείπε και αυτός την εσωτερική διαφθορά και μάλιστα περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργούσαν αυτοί οι αποστάτες: «Θα υπάρξουν . . . ψευδοδιδάσκαλοι μεταξύ σας. Αυτοί οι ίδιοι θα εισαγάγουν αθόρυβα καταστροφικές αιρέσεις . . . Με πλεονεξία θα σας εκμεταλλευτούν με πλαστά λόγια». (2 Πέτρ. 2:1, 3) Σαν κατάσκοποι ή προδότες σε εχθρικό στρατόπεδο, οι ψευδοδιδάσκαλοι, μολονότι θα εγείρονταν μέσα από την εκκλησία, θα ενστάλαζαν τις φθοροποιές απόψεις τους με μυστικό ή συγκαλυμμένο τρόπο.
Αυτές οι προειδοποιήσεις του Ιησού και των αποστόλων του δεν ήταν μάταιες. Η εναντίωση από μέσα ήταν στην αρχή μικρής κλίμακας, αλλά παρουσιάστηκε στα πρώτα ήδη στάδια της Χριστιανικής εκκλησίας.
«Ήδη σε Δράση»
Δεν είχαν περάσει ούτε 20 χρόνια από το θάνατο του Ιησού όταν ο απόστολος Παύλος δήλωσε ότι βρίσκονταν «ήδη σε δράση» οι προσπάθειες του Σατανά να προκαλέσει διαίρεση και να στρέψει τους ανθρώπους μακριά από την αληθινή πίστη. (2 Θεσ. 2:7) Μόλις το 49 Κ.Χ., σε μια επιστολή που στάλθηκε στις εκκλησίες, το κυβερνών σώμα σημείωσε: «Ακούσαμε ότι ορισμένοι από ανάμεσά μας σας προξένησαν αναστάτωση με λόγους, προσπαθώντας να υπονομεύσουν τις ψυχές σας, μολονότι εμείς δεν τους δώσαμε καμιά οδηγία». (Πράξ. 15:24) Μερικοί, λοιπόν, μέσα από την εκκλησία εξέφραζαν ανοιχτά τις αντίθετες απόψεις τους—σε αυτή την περίπτωση προφανώς γύρω από το αν χρειαζόταν να περιτέμνονται και να τηρούν το Μωσαϊκό Νόμο οι Εθνικοί Χριστιανοί.—Πράξ. 15:1, 5.
Καθώς προχωρούσε ο πρώτος αιώνας, ο διαιρετικός τρόπος σκέψης εξαπλωνόταν σαν γάγγραινα. (Παράβαλε 2 Τιμόθεο 2:17). Γύρω στο 51 Κ.Χ. μερικοί στη Θεσσαλονίκη πρόβλεπαν εσφαλμένα ότι επίκειτο ‘η παρουσία’ του Κυρίου Ιησού. (2 Θεσ. 2:1, 2) Περίπου το 55 Κ.Χ. μερικοί στην Κόρινθο είχαν απορρίψει τη σαφή Χριστιανική διδασκαλία σχετικά με την ανάσταση των νεκρών. (1 Κορ. 15:12) Γύρω στο 65 Κ.Χ. άλλοι έλεγαν ότι η ανάσταση είχε ήδη λάβει χώρα και ότι επρόκειτο για μια συμβολική ανάσταση την εμπειρία της οποίας είχαν οι ζωντανοί Χριστιανοί.—2 Τιμ. 2:16-18.
Δεν υπάρχουν θεόπνευστες αφηγήσεις σχετικά με το τι έλαβε χώρα μέσα στη Χριστιανική εκκλησία τα επόμενα 30 χρόνια. Αλλά τον καιρό που ο απόστολος Ιωάννης έγραφε τις επιστολές του (γύρω στο 98 Κ.Χ.), υπήρχαν «πολλοί αντίχριστοι»—άτομα που αρνούνταν ότι «ο Ιησούς είναι ο Χριστός» και ότι ο Ιησούς είναι ο Γιος του Θεού ο οποίος ήρθε «με σάρκα».—1 Ιωάν. 2:18, 22· 4:2, 3.
Επί 60 και πλέον χρόνια, οι απόστολοι ‘ενεργούσαν ως ανασταλτικός παράγοντας’, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν το κύμα της αποστασίας. (2 Θεσ. 2:7· παράβαλε 2 Ιωάννη 9, 10). Αλλά, καθώς η Χριστιανική εκκλησία έμπαινε στο δεύτερο αιώνα, ο τελευταίος επιζών απόστολος, ο Ιωάννης, πέθανε γύρω στο 100 Κ.Χ. Η αποστασία που είχε αρχίσει να διεισδύει σιγά-σιγά μέσα στην εκκλησία ήταν τώρα έτοιμη να ξεσπάσει ακάθεκτη, με ολέθριες επιπτώσεις από οργανωτικής και δογματικής πλευράς.
Κληρικοί και Λαϊκοί
«Όλοι εσείς είστε αδελφοί», είχε πει ο Ιησούς στους μαθητές του. «Ηγέτης σας είναι ένας, ο Χριστός». (Ματθ. 23:8, 10) Δεν υπήρχε, λοιπόν, κάποια τάξη κληρικών μέσα στις Χριστιανικές εκκλησίες του πρώτου αιώνα. Ως χρισμένοι από το πνεύμα αδελφοί του Χριστού, όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν την προοπτική να γίνουν στον ουρανό ιερείς μαζί με τον Χριστό. (1 Πέτρ. 1:3, 4· 2:5, 9) Όσον αφορά την οργάνωση, την κάθε εκκλησία την επέβλεπε ένα σώμα επισκόπων, δηλαδή πνευματικών πρεσβυτέρων.b Όλοι οι πρεσβύτεροι είχαν ισοδύναμη εξουσία και κανένας από αυτούς δεν είχε την εξουσία να ‘καταδυναστεύει’ το ποίμνιο που βρισκόταν υπό τη φροντίδα του. (Πράξ. 20:17· Φιλιπ. 1:1· 1 Πέτρ. 5:2, 3) Ωστόσο, καθώς αποκαλυπτόταν η αποστασία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν—και μάλιστα γρήγορα.
Στις πρώτες παρεκκλίσεις περιλαμβανόταν ο διαχωρισμός που έγινε ανάμεσα στους όρους επίσκοπος και πρεσβύτερος, ώστε αυτοί να μην αναφέρονται πλέον στην ίδια θέση ευθύνης. Μόλις μία περίπου δεκαετία μετά το θάνατο του αποστόλου Ιωάννη, ο Ιγνάτιος, «επίσκοπος» της Αντιοχείας, έγραψε σε μια επιστολή του προς τους Σμυρναίους: «Να προσέχετε να ακολουθείτε όλοι τον επίσκοπο, όπως ο Ιησούς Χριστός ακολουθεί τον Πατέρα, και το πρεσβυτέριο σαν να ήταν οι Απόστολοι». Με αυτά τα λόγια ο Ιγνάτιος υποστήριζε πως κάθε εκκλησία έπρεπε να την επιβλέπει ένας επίσκοπος, που θα αναγνωριζόταν ότι ήταν ξεχωριστός από τους πρεσβυτέρους και ότι είχε μεγαλύτερη εξουσία από εκείνους.
Αλλά πώς ήρθε στο προσκήνιο αυτός ο διαχωρισμός; Ο Αύγουστος Νέανδρος, στο βιβλίο του Η Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας, στους Τρεις Πρώτους Αιώνες (The History of the Christian Religion and Church, During the Three First Centuries), εξηγεί τι συνέβη: «Το δεύτερο αιώνα . . . , πρέπει να αναπτύχτηκε το μόνιμο αξίωμα του προέδρου των πρεσβυτέρων, στον οποίο, εφόσον εκείνος ειδικά επέβλεπε όλα τα πράγματα, δόθηκε η ονομασία [επίσκοπος] και συνεπώς αυτός ξεχώρισε από τους υπόλοιπους πρεσβυτέρους».
Έτσι τέθηκαν οι βάσεις πάνω στις οποίες θα δημιουργούνταν σταδιακά μια τάξη κληρικών. Έπειτα από έναν περίπου αιώνα, ο Κυπριανός, «επίσκοπος» της Καρχηδόνας στη Βόρεια Αφρική, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της εξουσίας των επισκόπων—ως ομάδας ξεχωριστής από τους πρεσβυτέρους (που αργότερα άρχισαν να καλούνται ιερείς), τους διακόνους και τους λαϊκούς. Αλλά δεν ήταν υπέρ της υπεροχής ενός επισκόπου έναντι των άλλων.c
Καθώς οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι ανέβαιναν την ιεραρχική κλίμακα, άφηναν πίσω τους τούς υπόλοιπους πιστούς της εκκλησίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό σε κληρικούς (αυτούς που αναλάμβαναν την ηγεσία) και λαϊκούς (το σώμα των πιστών που απλώς ακολουθούσε). Η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopedia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ εξηγεί: «Από την εποχή του Κυπριανού [ο οποίος πέθανε γύρω στο 258 Κ.Χ.], του πατέρα του ιεραρχικού συστήματος, ο διαχωρισμός σε κληρικούς και λαϊκούς έγινε φανερός και πολύ σύντομα αποδεκτός από όλους. Πράγματι, από τον τρίτο αιώνα και μετά, ο όρος κλήρος . . . εφαρμοζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς που ασχολούνταν με τη διακονία για να τους ξεχωρίζει από τους λαϊκούς. Καθώς αναπτυσσόταν η Ρωμαϊκή ιεραρχία, οι κληρικοί έφτασαν στο σημείο, όχι απλώς να είναι μια ξεχωριστή τάξη . . . αλλά και να αναγνωρίζονται ως το μοναδικό ιερατείο».
Έτσι, μέσα σε 150 περίπου χρόνια από το θάνατο του τελευταίου αποστόλου, δυο σημαντικές οργανωτικές αλλαγές εισάχτηκαν μέσα στην εκκλησία: πρώτον, ο διαχωρισμός μεταξύ επισκόπου και πρεσβυτέρων, σύμφωνα με τον οποίο ο επίσκοπος κατείχε την ανώτατη θέση στην ιεραρχική κλίμακα· δεύτερον, ο διαχωρισμός σε κληρικούς και λαϊκούς. Αντί να σχηματίζουν όλοι οι γεννημένοι από το πνεύμα πιστοί ένα «βασιλικό ιερατείο», τώρα οι κληρικοί ‘αναγνωρίζονταν ως το μοναδικό ιερατείο’.d—1 Πέτρ. 2:9.
Αυτές οι αλλαγές αποτελούσαν εγκατάλειψη της Γραφικής μεθόδου με την οποία διοικούνταν οι εκκλησίες στις μέρες των αποστόλων. Όμως, οι οργανωτικές αλλαγές δεν ήταν οι μόνες συνέπειες της αποστασίας.
Εισχωρούν Ειδωλολατρικές Διδασκαλίες
Οι αγνές διδασκαλίες του Χριστού υπάρχουν σε γραπτή μορφή—έχουν διατηρηθεί στις Άγιες Γραφές. Για παράδειγμα, ο Ιησούς δίδαξε ξεκάθαρα ότι ο Ιεχωβά είναι ‘ο μόνος αληθινός Θεός’ και ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι θνητή. (Ιωάν. 17:3· Ματθ. 10:28) Εντούτοις, με το θάνατο των αποστόλων και με την αποδυνάμωση της οργανωτικής διάρθρωσης, αυτές οι ξεκάθαρες διδασκαλίες διαφθάρηκαν καθώς εισχωρούσαν ειδωλολατρικές δοξασίες στη Χριστιανοσύνη. Πώς έγινε κάτι τέτοιο;
Ένας βασικός παράγοντας ήταν η ύπουλη επιρροή της ελληνικής φιλοσοφίας. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) εξηγεί: «Από τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., οι Χριστιανοί που είχαν εκπαιδευτεί κάπως στην ελληνική φιλοσοφία άρχισαν να αισθάνονται την ανάγκη να εκφράσουν την πίστη τους σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία, τόσο για τη δική τους διανοητική ικανοποίηση όσο και για να προσηλυτίσουν μορφωμένους ειδωλολάτρες». Από τη στιγμή που έγιναν Χριστιανοί άτομα με τρόπο σκέψης επηρεασμένο από τη φιλοσοφία, δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να γίνουν άρρηκτα συνδεδεμένες η ελληνική φιλοσοφία και η «Χριστιανοσύνη».
Ως αποτέλεσμα αυτής της ένωσης, άρχισαν να διεισδύουν μέσα στη μολυσμένη Χριστιανοσύνη ειδωλολατρικές δοξασίες, όπως η Τριάδα και η αθανασία της ψυχής. Εντούτοις, αυτές οι διδασκαλίες ανάγονται σε καιρούς πολύ πιο παλιούς από τον καιρό των Ελλήνων φιλοσόφων. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες τις πήραν από παλιότερους πολιτισμούς, εφόσον υπάρχουν αποδείξεις για τέτοιες διδασκαλίες στη θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου και στη θρησκεία της αρχαίας Βαβυλώνας.
Καθώς εξακολουθούσαν να εισχωρούν στη Χριστιανοσύνη ειδωλολατρικές δοξασίες, διαστρεβλώνονταν ή εγκαταλείπονταν και άλλες Γραφικές διδασκαλίες.
Η Ελπίδα της Βασιλείας Ξεθωριάζει
Οι μαθητές του Ιησού ήταν πλήρως ενήμεροι για το ότι έπρεπε να είναι σε εγρήγορση σε ό,τι αφορά την υποσχεμένη ‘παρουσία’ του Ιησού και τον ερχομό της Βασιλείας του. Με τον καιρό, κατανοήθηκε ότι αυτή η Βασιλεία θα κυβερνήσει τη γη επί χίλια χρόνια και θα τη μετατρέψει σε παράδεισο. (Ματθ. 24:3· 2 Τιμ. 4:18· Αποκ. 20:4, 6) Οι Χριστιανοί Βιβλικοί συγγραφείς παρότρυναν τους μάρτυρες του πρώτου αιώνα να διατηρούνται πνευματικά άγρυπνοι και να μένουν χωρισμένοι από τον κόσμο. (Ιακ. 1:27· 4:4· 5:7, 8· 1 Πέτρ. 4:7) Αλλά, όταν πέθαναν οι απόστολοι, η Χριστιανική προσδοκία για την παρουσία του Χριστού και για τον ερχομό της Βασιλείας του ξεθώριασε. Γιατί;
Ένας παράγοντας ήταν η πνευματική μόλυνση που προκάλεσε η ελληνική δοξασία για την αθανασία της ψυχής. Καθώς αυτή άρχισε να επικρατεί ανάμεσα στους Χριστιανούς, η ελπίδα για τη χιλιετία σιγά-σιγά εγκαταλειπόταν. Γιατί; Το Νέο Διεθνές Λεξικό της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης (The New International Dictionary of New Testament Theology) εξηγεί: «Το δόγμα της αθανασίας της ψυχής ήρθε και αντικατέστησε την εσχατολογία [τη διδασκαλία περί των ‘Έσχατων Πραγμάτων’] της ΚΔ [Καινής Διαθήκης] και τη συναφή ελπίδα της ανάστασης των νεκρών και της νέας κτίσης (Αποκ. 21 και η συνέχεια), και έτσι η ψυχή κρίνεται μετά θάνατον και κερδίζει τον παράδεισο ο οποίος τώρα θεωρείται ότι είναι κάτι που βρίσκεται στον ουρανό». Με άλλα λόγια, οι αποστάτες Χριστιανοί πίστευαν ότι η ψυχή επιζεί όταν το σώμα πεθαίνει και ότι, κατά συνέπεια, οι ευλογίες της Χιλιετούς Διακυβέρνησης του Χριστού πρέπει να σχετίζονται με το πνευματικό βασίλειο. Έτσι, μετέφεραν τον Παράδεισο από τη γη στον ουρανό, στον οποίο, όπως πίστευαν, καταλήγει η σωσμένη ψυχή κατά το θάνατο. Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμιά ανάγκη να είναι άγρυπνοι για την παρουσία του Χριστού και για τον ερχομό της Βασιλείας του, εφόσον όλοι ήλπιζαν πως όταν θα πέθαιναν θα ενώνονταν με τον Χριστό στον ουρανό.e
Ωστόσο, ένας άλλος παράγοντας έκανε να φαίνεται πραγματικά άσκοπο το να μένει κανείς άγρυπνος ως προς τον ερχομό της Βασιλείας του Χριστού. Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα εξηγεί: «Η [φαινομενική] καθυστέρηση της Παρουσίας είχε ως αποτέλεσμα να εξασθενήσει η άποψη ότι θα εκπληρώνονταν άμεσα οι προσδοκίες στην πρώτη εκκλησία. Με αυτή τη διαδικασία της ‘αποεσχατολόγησης’ [της εξασθένησης της διδασκαλίας περί των ‘Έσχατων Πραγμάτων’], η καθιερωμένη εκκλησία προοδευτικά αντικατέστησε την προσδοκόμενη Βασιλεία του Θεού. Ο σχηματισμός της Καθολικής Εκκλησίας ως ιεραρχικού θεσμού συνδέεται άμεσα με την εξασθένηση της άποψης ότι θα εκπληρώνονταν άμεσα οι προσδοκίες». (Τα πλάγια γράμματα δικά μας). Έτσι, όχι μόνο οι ευλογίες της χιλιετίας μεταφέρθηκαν από τη γη στον ουρανό, αλλά και η Βασιλεία μετατοπίστηκε από τον ουρανό στη γη. Αυτή η «μετάθεση» ολοκληρώθηκε από τον Αυγουστίνο της Ιππώνας (354-430 Κ.Χ.). Στο φημισμένο έργο του Η Πολιτεία του Θεού, αυτός δήλωσε: «Η Εκκλησία ακόμα και σήμερα είναι η βασιλεία του Χριστού και η βασιλεία των ουρανών».
Στο μεταξύ, περίπου το 313 Κ.Χ., κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, δόθηκε νομική αναγνώριση στη Χριστιανοσύνη, μεγάλο τμήμα της οποίας είχε ήδη υιοθετήσει αποστατικό τρόπο σκέψης. Οι θρησκευτικοί ηγέτες ήταν πρόθυμοι να τεθούν στην υπηρεσία του κράτους, και στην αρχή το κράτος ρύθμιζε τις θρησκευτικές υποθέσεις. (Προτού περάσει πολύς καιρός, η θρησκεία ρύθμιζε τις κρατικές υποθέσεις). Έτσι ήρθε σε ύπαρξη ο Χριστιανικός κόσμος,f μέρος του οποίου (η Καθολική θρησκεία) έγινε με τον καιρό η επίσημη κρατική θρησκεία της Ρώμης. Τώρα, η «βασιλεία», όχι μόνο ήταν μέσα στον κόσμο, αλλά αποτελούσε μέρος του κόσμου. Τι μεγάλη διαφορά από τη Βασιλεία που κήρυξε ο Χριστός!—Ιωάν. 18:36.
Η Μεταρρύθμιση—Επιστροφή στην Αληθινή Λατρεία;
Σαν ζιζάνια που ευδοκιμούν ανάμεσα στο καταπνιγμένο σιτάρι, η Εκκλησία της Ρώμης, υπό την ηγεσία του πάπα της, κυριαρχούσε στις κοσμικές υποθέσεις επί αιώνες. (Ματθ. 13:24-30, 37-43) Καθώς η εκκλησία γινόταν ολοένα και πιο πολύ μέρος του κόσμου, απομακρυνόταν ολοένα και περισσότερο από τη Χριστιανοσύνη του πρώτου αιώνα. Ανά τους αιώνες, διάφορες «αιρετικές» ομάδες ζητούσαν να γίνουν μεταρρυθμίσεις μέσα στην εκκλησία, αλλά η εκκλησία εξακολουθούσε να κάνει κατάχρηση δύναμης και να συσσωρεύει πλούτη. Κατόπιν, το 16ο αιώνα, έκανε την ορμητική του εμφάνιση ένα θρησκευτικό κίνημα, η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Μεταρρυθμιστές όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546), ο Ούλριχ Ζβίγγλιος (1484-1531) και ο Ιωάννης Καλβίνος (1509-1564) επιτέθηκαν στην εκκλησία για διάφορα ζητήματα: ο Λούθηρος για την πώληση αφέσεων, ο Ζβίγγλιος για την αγαμία του κλήρου και για τη Μαριολατρία, και ο Καλβίνος για την ανάγκη που υπήρχε να επιστρέψει η εκκλησία στις αυθεντικές αρχές της Χριστιανοσύνης. Τι πέτυχαν εκείνες οι προσπάθειες;
Ασφαλώς η Μεταρρύθμιση πέτυχε ορισμένα καλά πράγματα, και το πιο σημαντικό ήταν η μετάφραση της Αγίας Γραφής στις γλώσσες του κοινού λαού. Το ελεύθερο πνεύμα της Μεταρρύθμισης οδήγησε σε πιο αντικειμενική έρευνα της Αγίας Γραφής και σε αυξημένη κατανόηση των γλωσσών της. Ωστόσο, η Μεταρρύθμιση δεν σημείωσε την επιστροφή στην αληθινή λατρεία και στις αληθινές δοξασίες.g Γιατί;
Τα επακόλουθα της αποστασίας είχαν διεισδύσει βαθιά, μέσα σε αυτά καθαυτά τα θεμέλια του Χριστιανικού κόσμου. Έτσι, μολονότι διάφορες Προτεσταντικές ομάδες ελευθερώθηκαν από την εξουσία του πάπα της Ρώμης, πήραν μαζί τους μερικά βασικά ελαττώματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, χαρακτηριστικά που επέφερε η εγκατάλειψη της αληθινής Χριστιανοσύνης. Για παράδειγμα, μολονότι ο τρόπος διοίκησης στις Προτεσταντικές εκκλησίες ήταν κάπως διαφορετικός, διατηρήθηκε η βασική διαίρεση της εκκλησίας σε μια άρχουσα τάξη κληρικών και σε μια υποταγμένη τάξη λαϊκών. Επίσης διατηρήθηκαν αντιγραφικές δοξασίες όπως η Τριάδα, η αθανασία της ψυχής και τα αιώνια βάσανα μετά θάνατον. Και όπως η Εκκλησία της Ρώμης, έτσι και οι Προτεσταντικές εκκλησίες εξακολούθησαν να αποτελούν μέρος του κόσμου και να έχουν στενές σχέσεις με τα πολιτικά συστήματα και τις ανώτερες άρχουσες τάξεις.
Στο μεταξύ, τι έγινε η Χριστιανική προσδοκία—η αγρύπνια για την παρουσία του Ιησού και για τον ερχομό της Βασιλείας του; Επί αιώνες μετά τη Μεταρρύθμιση, οι εκκλησίες—τόσο οι Καθολικές όσο και οι Προτεσταντικές—ήταν βαθιά αφοσιωμένες στις κοσμικές δυνάμεις και έτειναν να παραμερίζουν τις προσδοκίες για τον ερχομό της Βασιλείας του Χριστού.
Αναζωπύρωση της Αγρύπνιας
Ωστόσο, το 19ο αιώνα, το θρησκευτικό κλίμα οδήγησε σε ορισμένες κινήσεις που αναζωπύρωσαν τη Χριστιανική αγρύπνια. Ως αποτέλεσμα έρευνας της Αγίας Γραφής από μερικούς κληρικούς και Βιβλικούς λογίους, επανεξετάστηκαν διδασκαλίες όπως η αθανασία της ψυχής, τα αιώνια βάσανα μετά θάνατον, ο προκαθορισμός και η Τριάδα. Επιπρόσθετα, μερικοί μελετητές της Αγίας Γραφής εξέταζαν προσεκτικά Βιβλικές προφητείες που αφορούσαν τις τελευταίες μέρες. Ως συνέπεια, διάφορες ομάδες ατόμων άρχισαν να συλλογίζονται σοβαρά την υποσχεμένη επάνοδο του Κυρίου.—Ματθ. 24:3.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Γουίλιαμ Μίλερ πρόβλεψε ότι ο Χριστός θα επανερχόταν σε ορατή μορφή το 1843 ή το 1844. Ο Γερμανός θεολόγος Γ. Α. Μπένγκελ είπε ότι αυτό θα γινόταν το έτος 1836· οι οπαδοί του Έρβινγκ στην Αγγλία απέβλεπαν πρώτα στο 1835, κατόπιν στο 1838, στο 1864 και στο 1866. Υπήρχε μια Μενονιστική ομάδα στη Ρωσία η οποία απέβλεπε πρώτα στο 1889 και έπειτα στο 1891.
Αυτές οι προσπάθειες για εγρήγορση χρησίμευσαν στο να αφυπνίσουν πολλούς ως προς την προοπτική της επανόδου του Κυρίου μας. Όμως, αυτές οι προσπάθειες για Χριστιανική αγρύπνια κατέληξαν σε απογοήτευση. Γιατί; Ως επί το πλείστον, επειδή οι ομάδες εκείνες βασίζονταν πάρα πολύ σε ανθρώπους και όχι αρκετά στις Γραφές. Ύστερα από λίγες δεκαετίες, οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες έπαψαν να υπάρχουν.
Στο μεταξύ, στη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν άλλες εξελίξεις που είχαν επίδραση στις ελπίδες και στις προσδοκίες των ανθρώπων.
Η Εποχή της «Διαφώτισης» και της Βιομηχανοποίησης
Το 1848 ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς εξέδωσαν Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αυτοί δεν υποστήριζαν τη θρησκεία, την οποία ο Μαρξ αποκαλούσε «το όπιο του λαού», αλλά τον αθεϊσμό. Ενώ φαινομενικά τάσσονταν κατά παντός είδους θρησκείας, στην πραγματικότητα ενθάρρυναν τη θρησκεία, δηλαδή τη λατρεία, του κράτους και των ηγετών του.
Έπειτα από μια δεκαετία περίπου, το 1859, δημοσιεύτηκε το έργο του Κάρολου Δαρβίνου Η Καταγωγή των Ειδών· αυτό επηρέασε βαθιά τον επιστημονικό και το θρησκευτικό τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής. Οι θεωρίες της εξέλιξης οδήγησαν στο να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αλήθεια της Βιβλικής αφήγησης για τη δημιουργία και για την εμφάνιση της αμαρτίας λόγω της ανυπακοής του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού. (Γέν., κεφ. 1-3) Ως αποτέλεσμα, η πίστη πολλών στην Αγία Γραφή υπονομεύτηκε.
Στο μεταξύ, η βιομηχανική επανάσταση βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη και κέρδιζε έδαφος. Από τη γεωργία, η έμφαση δόθηκε στη βιομηχανία και στην κατασκευή μηχανημάτων. Η ανάπτυξη της ατμομηχανής (στις αρχές του 19ου αιώνα) οδήγησε στην επέκταση των εθνικών σιδηροδρομικών δικτύων. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εφευρέθηκε το τηλέφωνο (1876), ο φωνογράφος (1877), ο ηλεκτρικός λαμπτήρας (1878-1879), καθώς και η χρήση της λινοτυπίας στην κατασκευή σειρών με τυπογραφικά στοιχεία για εκτύπωση (1884).
Η ανθρωπότητα εισερχόταν στην περίοδο της μεγαλύτερης στην ιστορία ανάπτυξης των γρήγορων μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας. Μολονότι αυτά τα οφέλη θα χρησιμοποιούνταν για την πρόοδο στον εμπορικό και πολιτικό τομέα, επρόκειτο να χρησιμεύσουν επίσης και στο θρησκευτικό τομέα. Έτσι τέθηκε το σκηνικό για το ταπεινό ξεκίνημα μιας μικρής ομάδας μελετητών της Αγίας Γραφής, ομάδας που θα ασκούσε επίδραση σε ολόκληρο τον κόσμο.
[Υποσημειώσεις]
a Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές το ουσιαστικό αποστασία σημαίνει «απόσχιση, απάρνηση, επανάσταση». (Πράξ. 21:21, υποσημείωση στη ΜΝΚ) Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αναφέρονται κυρίως σε θρησκευτική αποσκίρτηση· απομάκρυνση από την αληθινή λατρεία ή απάρνηση της αληθινής λατρείας.
b Στις Γραφές οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος αναφέρονται στην ίδια θέση. (Πράξ. 20:17, 28· Τίτο 1:5, 7) Ο όρος πρεσβύτερος φανερώνει τις ώριμες ιδιότητες του ατόμου το οποίο έχει λάβει αυτόν το διορισμό, και ο όρος επίσκοπος την ευθύνη που εμπερικλείει ο διορισμός—την περιφρούρηση των συμφερόντων των ατόμων τα οποία του έχει ανατεθεί να φροντίζει.
c Με τον καιρό ο επίσκοπος της Ρώμης, ισχυριζόμενος ότι ήταν ο διάδοχος του Πέτρου, θεωρήθηκε ως ο ανώτατος επίσκοπος και πάπας.—Βλέπε Ο Άνθρωπος σε Αναζήτηση του Θεού, που εκδόθηκε από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά το 1990, σελίδες 270-272.
d Είναι ενδιαφέρον ότι ο Δρ Νέανδρος κάνει την εξής παρατήρηση: «Βγήκε το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι, όπως υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη ένα ορατό ιερατείο ταυτισμένο με μια συγκεκριμένη τάξη αντρών, το ίδιο έπρεπε να γίνει και στην Καινή [Διαθήκη] . . . Η εσφαλμένη σύγκριση του Χριστιανικού ιερατείου με το Ιουδαϊκό προώθησε και πάλι την υπεροχή του αξιώματος του επισκόπου έναντι εκείνου των πρεσβυτέρων».—Η Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας, μετάφραση από τον Χένρι Τζον Ρόουζ, Δεύτερη Έκδοση, Νέα Υόρκη, 1848, σ. 111.
e Εσφαλμένα αυτή η άποψη παίρνει ως δεδομένο ότι όλοι οι Χριστιανοί πηγαίνουν στον ουρανό όταν πεθαίνουν. Όμως, η Αγία Γραφή διδάσκει πως μόνο 144.000 άτομα καλούνται να συμβασιλέψουν με τον Χριστό στον ουρανό. (Αποκ. 7:4-8· 20:4-6) Αναρίθμητοι άλλοι μπορούν να έχουν την ελπίδα αιώνιας ζωής σε μια παραδεισένια γη υπό τη Βασιλεία του Χριστού.—Ματθ. 6:10· Αποκ. 7:9, 15.
f Όπως χρησιμοποιείται σε αυτό το έντυπο, ο όρος «Χριστιανικός κόσμος» αναφέρεται στην καθ’ ομολογία Χριστιανοσύνη, σε αντίθεση με την αληθινή Χριστιανοσύνη της Αγίας Γραφής.
g Για πληρέστερη ανάλυση της Μεταρρύθμισης και του τι πέτυχε αυτή, βλέπε κεφάλαιο 13, «Η Μεταρρύθμιση—Η Αναζήτηση Πήρε Νέα Τροπή», στο βιβλίο Ο Άνθρωπος σε Αναζήτηση του Θεού.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 33]
Ενώ η Χριστιανική εκκλησία ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία, απειλήθηκε από την αποστασία
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 34]
Η εναντίωση από μέσα ήταν στην αρχή μικρής κλίμακας
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 37]
Οι αποστάτες, όχι μόνο μετέφεραν τις ευλογίες της χιλιετίας από τη γη στον ουρανό, αλλά μετατόπισαν και τη Βασιλεία από τον ουρανό στη γη
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 36]
Ο Πλάτων και η «Χριστιανοσύνη»
Ο Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων (ο οποίος γεννήθηκε γύρω στο 428 Π.Κ.Χ.) δεν μπορούσε να ξέρει ότι οι διδασκαλίες του θα αποτελούσαν τελικά μέρος της αποστατικής Χριστιανοσύνης. Τα κυριότερα πράγματα που έδωσε ο Πλάτων στη «Χριστιανοσύνη» συνδέονταν με τις διδασκαλίες για την Τριάδα και για την αθανασία της ψυχής.
Οι ιδέες του Πλάτωνα για τον Θεό και για τη φύση επηρέασαν τη δοξασία του Χριστιανικού κόσμου περί Τριάδας. Το «Νέο Παγκόσμιο Λεξικό» (Nouveau Dictionnaire Universel) εξηγεί: «Η Πλατωνική τριάδα, που και αυτή η ίδια είναι απλώς μια αναπροσαρμογή παλαιότερων τριάδων οι οποίες ανάγονται σε αρχαιότερους λαούς, φαίνεται να είναι η ορθολογιστική φιλοσοφική τριάδα ιδιοτήτων που δημιούργησε τις τρεις υποστάσεις ή θεϊκά πρόσωπα τα οποία διδάσκουν οι Χριστιανικές εκκλησίες. . . . Η αντίληψη αυτού του Έλληνα φιλοσόφου για τη θεϊκή τριάδα . . . βρίσκεται σε όλες τις αρχαίες [ειδωλολατρικές] θρησκείες».—Τόμος 2, σελίδα 1467.
Σχετικά με τη δοξασία περί αθανασίας της ψυχής, η «Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» (New Catholic Encyclopedia) λέει: «Η Χριστιανική αντίληψη για μια πνευματική ψυχή, την οποία δημιούργησε ο Θεός και την εμφύτευσε στο σώμα κατά τη σύλληψη για να κάνει τον άνθρωπο ζωντανή ύπαρξη, είναι καρπός μιας μακράς εξελικτικής πορείας της Χριστιανικής φιλοσοφίας. Μόνο με τον Ωριγένη [που πέθανε γύρω στο 254 Κ.Χ.] στην Ανατολή και τον Άγιο Αυγουστίνο [που πέθανε το 430 Κ.Χ.] στη Δύση παγιώθηκε η ψυχή ως πνευματική ουσία και σχηματίστηκε μια φιλοσοφική αντίληψη για τη φύση της. . . . Η διδασκαλία [του Αυγουστίνου] . . . οφείλει πολλά (περιλαμβανομένων και μερικών ατελειών) στο Νεοπλατωνισμό».—Τόμος XIII, σελίδες 452, 454.
[Εικόνα στη σελίδα 35]
Ο Κυπριανός, «επίσκοπος» της Καρχηδόνας, έβλεπε τους επισκόπους ως τάξη ξεχωριστή από τους πρεσβυτέρους, τους διακόνους και τους λαϊκούς
[Εικόνα στη σελίδα 38]
«Η Εκκλησία ακόμα και σήμερα είναι η βασιλεία του Χριστού και η βασιλεία των ουρανών» (Αυγουστίνος της Ιππώνας)
[Εικόνες στη σελίδα 39]
Μεταρρυθμιστές που επιτέθηκαν στην εκκλησία για διάφορα ζητήματα
Μαρτίνος Λούθηρος
Ιωάννης Καλβίνος
Ούλριχ Ζβίγγλιος
[Εικόνες στη σελίδα 40]
Στην πραγματικότητα, «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Καρλ Μαρξ ενθάρρυνε τη λατρεία του κράτους. «Η Καταγωγή των Ειδών» του Κάρολου Δαρβίνου επηρέασε βαθιά τον επιστημονικό και το θρησκευτικό τρόπο σκέψης εκείνης της εποχής
[Εικόνες στη σελίδα 41]
Η ατμομηχανή
[Εικόνα στη σελίδα 41]
Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας
[Εικόνα στη σελίδα 41]
Το πρώτο τηλέφωνο
[Εικόνα στη σελίδα 41]
Παλιά λινοτυπική μηχανή
[Εικόνα στη σελίδα 41]
Ο φωνογράφος