ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Ο Ιεχωβά Θεός, ως ο Δημιουργός του σύμπαντος, κατέχει την υπέρτατη κυριαρχία. Το ρόλο που του αναγνώριζε το αρχαίο έθνος του Ισραήλ, δηλαδή αυτόν του Κριτή, του Νομοθέτη και του Βασιλιά, τον ασκεί και σε ολόκληρο το σύμπαν. (Ησ 33:22) Ο πατριάρχης Αβραάμ τον αναγνώριζε ως “τον Κριτή όλης της γης”. (Γε 18:25) Ο Ιεχωβά παρουσιάζει τον εαυτό του ως Υπέρτατο Κριτή σε μια δικαστική υπόθεση εναντίον του Ισραήλ (Μιχ 6:2), καθώς και σε μια δικαστική υπόθεση του λαού του εναντίον των εθνών. (Ησ 34:8) Καλεί το λαό του ως μάρτυρες σε μια υπόθεση αμφισβήτησης της Θειότητάς του από τους λάτρεις των ψεύτικων θεών.—Ησ 43:9-12.
Πατριαρχική Κοινωνία. Το τέλος του Κατακλυσμού ανέδειξε τον Νώε πατριάρχη, και ο Θεός σύναψε διαθήκη με αυτόν και τους γιους του ως εκπροσώπους της ανθρώπινης φυλής. (Γε 9:12-16) Ο Νώε έλαβε επίσης κάποιους βασικούς νόμους πέραν των νόμων που είχε εξαγγείλει ο Θεός παλιότερα. (Γε 9:3-6) Ως πατριάρχης, ο Νώε λάβαινε αποφάσεις που επηρέαζαν όχι μόνο το άμεσο σπιτικό του αλλά και τους παντρεμένους γιους του και τους απογόνους τους.—Γε 9:20-27.
Ο πατριάρχης, ή αλλιώς η κεφαλή της οικογένειας, ήταν και κριτής της οικογένειας, η οποία περιλάμβανε τους δούλους και όλους όσους ζούσαν στο σπιτικό, όπως ακριβώς ο Ιεχωβά Θεός είναι ο μεγάλος Οικογενειάρχης και Κριτής. (Γε 38:24) Οι διενέξεις μεταξύ των οικογενειών επιλύονταν από τους πατριάρχες, όταν ήταν δυνατή η ειρηνική επίλυσή τους.
Ο Ιακώβ έπαιξε ρόλο κριτή για τα μέλη του σπιτικού του όταν ο Λάβαν εκτόξευσε την κατηγορία ότι κάποιος από τον καταυλισμό του Ιακώβ είχε κλέψει τα θεραφίμ του. Ο Ιακώβ είπε: «Όποιος είναι αυτός στον οποίο θα βρεις τους θεούς σου, ας μη ζήσει». (Γε 31:32) Ωστόσο, ο Ιακώβ δεν ήξερε ότι τα είχε πάρει η Ραχήλ, και ο Λάβαν δεν τα βρήκε, οπότε δεν κατηγορήθηκε η Ραχήλ. Όταν οι αδελφοί του Ιωσήφ τον πούλησαν στην Αίγυπτο και παρουσίασαν το αιματοβαμμένο ένδυμα του Ιωσήφ για να δώσουν την εντύπωση ότι τον είχε σκοτώσει κάποιο θηρίο, ο Ιακώβ ανέλαβε ρόλο κριτή, εξέτασε τα στοιχεία και εξέφερε δικαστική απόφαση: «Δίχως άλλο κατασπαράχτηκε ο Ιωσήφ!» (Γε 37:33) Ο Ιούδας έπαιξε ρόλο κριτή όταν ανακάλυψε ότι η Θάμαρ ήταν έγκυος, καταδικάζοντάς την σε θάνατο. Όταν, όμως, διαπίστωσε ότι εκείνη τον παρέσυρε βάσει σχεδίου να κάνει αυτό που έπρεπε ο ίδιος να είχε υποχρεώσει το γιο του τον Σηλά να επιτελέσει όπως ήταν νομικά επιβεβλημένο, δήλωσε ότι η Θάμαρ ήταν πιο δίκαιη από εκείνον.—Γε 38:24-26.
Οι λάτρεις του αληθινού Θεού αναγνώριζαν ανέκαθεν τον Ιεχωβά ως τον Υπέρτατο Κριτή. Ο πατριάρχης, ως κριτής, θεωρούνταν υπόλογος στον Θεό, ο οποίος είχε κρίνει προσωπικά την υπόθεση του Αδάμ και της Εύας (Γε 3:8-24), του Κάιν (Γε 4:9-15), της ανθρωπότητας τον καιρό του Κατακλυσμού (Γε 6:1-3, 11-13, 17-21), εκείνων που έχτιζαν τον Πύργο της Βαβέλ (Γε 11:1-9), των Σοδόμων και των Γομόρρων (Γε 18:20-33) και του Αβιμέλεχ (Γε 20:3-7).
Υπό το Νόμο. Μετά την Έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο Μωυσής ως εκπρόσωπος του Ιεχωβά έγινε κριτής. Στην αρχή προσπαθούσε να χειρίζεται όλες τις υποθέσεις, οι οποίες ήταν τόσο πολλές ώστε τον κρατούσαν απασχολημένο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κατόπιν συμβουλής του Ιοθόρ, διόρισε ικανούς άντρες ως χιλίαρχους, εκατόνταρχους, πεντηκόνταρχους και δέκαρχους. (Εξ 18:13-26) Αυτό δεν φαίνεται να σημαίνει πως υπήρχε ένας ειδικά διορισμένος κριτής για κάθε εφτά ή οχτώ άντρες. Αντ’ αυτού, το έθνος ήταν οργανωμένο έτσι ώστε να υπάρχουν αρχηγοί εξουσιοδοτημένοι να χειρίζονται μικρότερες υποθέσεις, όποτε αυτό ήταν απαραίτητο. Αλλά οτιδήποτε ασυνήθιστα περίπλοκο ή δύσκολο ή οποιοδήποτε ζήτημα εθνικής σημασίας έπρεπε να το φέρνουν στον Μωυσή ή στο αγιαστήριο ενώπιον των ιερέων.
Αυτά τα δύσκολα ζητήματα κρίσης περιλάμβαναν τα ακόλουθα: υποθέσεις όπου ο σύζυγος είχε υποψίες για την αγνότητα της συζύγου του (Αρ 5:11-31), αμφιλεγόμενες υποθέσεις αιματοχυσίας (Δευ 17:8, 9) και υποθέσεις κατηγορίας για ανταρσία αλλά με ασαφή ή ύποπτα στοιχεία (Δευ 19:15-20). Στις ανεξιχνίαστες υποθέσεις φόνου απαιτούνταν η υπηρεσία των ιερέων.—Δευ 21:1-9.
Κανονικά δεν υπήρχε πρόβλεψη να εφεσιβάλλονται οι αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων σε ανώτερα, αλλά αν οι δέκαρχοι δεν μπορούσαν να βγάλουν απόφαση για κάποια υπόθεση, μπορούσαν να την παραπέμψουν στους πεντηκόνταρχους, και ούτω καθεξής, ή απευθείας στο αγιαστήριο ή στον Μωυσή.—Εξ 18:26· Δευ 1:17· 17:8-11.
Όσοι επιλέγονταν ως κριτές έπρεπε να είναι ικανοί, αξιόπιστοι άντρες που φοβούνταν τον Ιεχωβά και μισούσαν το άδικο κέρδος. (Εξ 18:21) Συνήθως ήταν κεφαλές οικογενειών ή αρχηγοί φυλών, πρεσβύτεροι στην πόλη όπου υπηρετούσαν ως κριτές. Οι Λευίτες, τους οποίους είχε ξεχωρίσει ο Ιεχωβά ως ειδικούς δασκάλους του Νόμου, υπηρετούσαν με εξέχοντα τρόπο και ως κριτές.—Δευ 1:15.
Πολλές είναι οι νουθεσίες κατά της διαστροφής της κρίσης, της δωροληψίας ή της προσωποληψίας. (Εξ 23:6-8· Δευ 1:16, 17· 16:19· Παρ 17:23· 24:23· 28:21· 29:4) Στον φτωχό δεν έπρεπε να δείχνεται εύνοια απλώς και μόνο επειδή ήταν φτωχός ούτε και ο πλούσιος έπρεπε να έχει πλεονέκτημα έναντι του φτωχού. (Λευ 19:15) Τα δικαιώματα του πάροικου έπρεπε να γίνονται σεβαστά, οι δε πάροικοι δεν έπρεπε να τυγχάνουν άδικης μεταχείρισης. Οι κριτές δεν έπρεπε να καταπιέζουν αυτά τα άτομα ούτε τις χήρες και τα ορφανά, που φαίνονταν να μην έχουν προστάτη, επειδή ο Ιεχωβά ήταν για αυτούς Κριτής και Προστάτης σαν πατέρας. (Λευ 19:33, 34· Εξ 22:21· 23:9· Δευ 10:18· 24:17, 18· 27:19· Ψλ 68:5) Κατ’ αναλογία, οι πάροικοι απαιτούνταν να σέβονται το νόμο της χώρας. (Λευ 18:26) Ωστόσο, αυτά τα νομοθετήματα και οι βουλές του Ιεχωβά έγιναν αντικείμενο περιφρόνησης από τους άρχοντες και τους κριτές του Ισραήλ, αυτή δε η περιφρόνηση ήταν ένας από τους λόγους που επέσυραν τη δυσμενή κρίση του Θεού εναντίον του έθνους.—Ησ 1:23· Ιεζ 22:12· 1Σα 8:3· Ψλ 26:10· Αμ 5:12.
Εφόσον οι κριτές έπρεπε να είναι άντρες ευθύτητας που έκριναν σύμφωνα με το νόμο του Ιεχωβά, εκπροσωπούσαν τον Ιεχωβά. Ως εκ τούτου, το να στέκεται κάποιος ενώπιον των κριτών ήταν σαν να στέκεται ενώπιον του Ιεχωβά. (Δευ 1:17· 19:17· Ιη 7:19· 2Χρ 19:6) Ο όρος «σύναξη» ή «εκκλησία» σημαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις τη γενική σύναξη του λαού, αλλά όταν η Αγία Γραφή κάνει λόγο για υποθέσεις που φέρνονταν προς κρίση ενώπιον της σύναξης ή της εκκλησίας, εννοεί τα μέλη που εκπροσωπούσαν τη σύναξη ή την εκκλησία, τους κριτές, όπως για παράδειγμα στα εδάφια Αριθμοί 35:12, 24, 25 και Ματθαίος 18:17.
Το τοπικό δικαστήριο συγκαλούνταν στην πύλη της πόλης. (Δευ 16:18· 21:19· 22:15, 24· 25:7· Ρθ 4:1) Με τη λέξη «πύλη» εννοείται ο υπαίθριος χώρος εντός της πόλης κοντά στην πύλη. Στις πύλες διάβαζαν το Νόμο στο συγκεντρωμένο λαό και εξήγγελλαν τα διατάγματα. (Νε 8:1-3) Στην πύλη ήταν εύκολο να βρεθούν μάρτυρες για υποθέσεις αστικού δικαίου, όπως οι πωλήσεις ιδιοκτησίας κτλ., καθώς οι περισσότεροι έμπαιναν και έβγαιναν από την πύλη στη διάρκεια της ημέρας. Επίσης, η δημοσιότητα που θα λάβαιναν οι δίκες στην πύλη θα ωθούσε ίσως τους κριτές να είναι επιμελείς και δίκαιοι στην ακροαματική διαδικασία και στην ετυμηγορία τους. Προφανώς υπήρχε ένα μέρος κοντά στην πύλη όπου οι κριτές μπορούσαν να συνεδριάζουν με άνεση. (Ιωβ 29:7) Ο Σαμουήλ περιόδευε πηγαίνοντας στη Βαιθήλ, στα Γάλγαλα και στη Μισπά και «έκρινε τον Ισραήλ σε όλα αυτά τα μέρη», καθώς και στη Ραμά όπου ήταν το σπίτι του.—1Σα 7:16, 17.
Στους κριτές έπρεπε να φέρονται με σεβασμό, εφόσον με τη θέση που κατείχαν εκπροσωπούσαν τον Ιεχωβά. (Εξ 22:28· Πρ 23:3-5) Όταν οι ιερείς, οι Λευίτες στο αγιαστήριο ή ο εκάστοτε κριτής (για παράδειγμα, ο Μωυσής ή ο Σαμουήλ) εξέδιδαν μια απόφαση, αυτή ήταν δεσμευτική, και όποιος αρνούνταν να συμμορφωθεί θανατωνόταν.—Δευ 17:8-13.
Αν κάποιος καταδικαζόταν σε ραβδισμό, έπρεπε να τον βάλουν να πέσει μπρούμυτα μπροστά στον κριτή και να τον χτυπήσουν παρουσία του. (Δευ 25:2) Η δικαιοσύνη αποδιδόταν γρήγορα. Η μόνη περίπτωση στην οποία κάποιος υποβαλλόταν σε κράτηση για ένα διάστημα ήταν όταν επρόκειτο για δύσκολο ζήτημα και η κρίση έπρεπε να δοθεί από τον Ιεχωβά. Τότε ο κατηγορούμενος κρατούνταν μέχρι να ληφθεί η απόφαση. (Λευ 24:12· Αρ 15:34) Ο Νόμος δεν προέβλεπε φυλάκιση. Μόνο αργότερα, καθώς το έθνος άρχισε να εκφυλίζεται, και επίσης όταν βρισκόταν υπό την κυριαρχία διαφόρων εθνών, εφαρμόστηκε το μέτρο της φυλάκισης.—2Χρ 18:25, 26· Ιερ 20:2· 29:26· Εσδ 7:26· Πρ 5:19· 12:3, 4.
Κατά την Περίοδο των Βασιλιάδων. Μετά την καθιέρωση του θεσμού της βασιλείας στον Ισραήλ, οι δυσκολότερες υποθέσεις φέρνονταν είτε στο βασιλιά είτε στο αγιαστήριο. Ο Νόμος, στα εδάφια Δευτερονόμιο 17:18, 19, απαιτούσε από το βασιλιά να γράψει αμέσως μετά την ενθρόνισή του ένα αντίγραφο του Νόμου για τον εαυτό του και να το διαβάζει καθημερινά, ώστε να έχει τα κατάλληλα προσόντα να κρίνει δύσκολες υποθέσεις. Με έντεχνο χειρισμό, ο προφήτης Νάθαν έκανε τον Δαβίδ να εκφέρει κρίση για τη δική του υπόθεση που αφορούσε τη Βηθ-σαβεέ και τον Ουρία τον Χετταίο. (2Σα 12:1-6) Ο Ιωάβ, ενεργώντας επιτήδεια, έστειλε κάποια Θεκωίτισσα να παρουσιάσει μια υπόθεση στον Δαβίδ για χάρη του Αβεσσαλώμ. (2Σα 14:1-21) Προτού πεθάνει ο Δαβίδ, διόρισε 6.000 Λευίτες που είχαν τα κατάλληλα προσόντα για να υπηρετούν ως επόπτες και κριτές στον Ισραήλ. (1Χρ 23:4) Ο Βασιλιάς Σολομών ήταν ξακουστός για τη σοφία με την οποία έκρινε. Μια υπόθεση που του έφερε μεγάλη φήμη ήταν η υπόθεση σχετικά με τη μητρότητα δύο πορνών. (1Βα 3:16-28) Ο Ιωσαφάτ διεξήγαγε θρησκευτική μεταρρύθμιση στον Ιούδα και ενίσχυσε το δικαστικό σύστημα.—2Χρ 19:5-11.
Ποιοι ήταν μέλη του Ιουδαϊκού Σάνχεδριν;
Το Σάνχεδριν ήταν το ανώτατο Ιουδαϊκό δικαστήριο. Έδρευε στην Ιερουσαλήμ. Εβδομήντα ένα μέλη απάρτιζαν το ανώτατο αυτό δικαστήριο, το οποίο ονομαζόταν Μεγάλο Σάνχεδριν. Την εποχή της επίγειας διακονίας του Ιησού, στα 71 αυτά μέλη συγκαταλεγόταν ο αρχιερέας και άλλοι οι οποίοι είχαν διατελέσει αρχιερείς (αρκετοί πρώην αρχιερείς μπορεί να ήταν ταυτόχρονα εν ζωή, διότι επί ρωμαϊκής κυριαρχίας το αξίωμα είχε γίνει δοτό). Επίσης, το Σάνχεδριν περιλάμβανε άτομα από τις οικογένειες των αρχιερέων, τους πρεσβυτέρους, τις κεφαλές των φυλών και των οικογενειών, καθώς και τους γραμματείς, που ήταν ειδήμονες στο Νόμο. (Πρ 4:5, 6) Αυτοί οι άντρες προέρχονταν τόσο από την αίρεση των Φαρισαίων όσο και από την αίρεση των Σαδδουκαίων.—Πρ 23:6.
Επικεφαλής και πρόεδρος του Σάνχεδριν ήταν ο αρχιερέας, ο οποίος συγκαλούσε τη συνέλευση. (Πρ 5:17, 21, 27· 7:1· 22:5· 23:2) Ο αρχιερέας Καϊάφας προήδρευσε στη δίκη του Ιησού, αν και ο Ιησούς οδηγήθηκε αρχικά για ανάκριση ενώπιον του Άννα. (Ματ 26:3, 57· Μαρ 14:53, 55, 60, 63· 15:1· Λου 22:54· Ιωα 18:12, 13, 19-24) Ο Ανανίας ήταν ο αρχιερέας που προήδρευε στο Σάνχεδριν τον καιρό που δικάστηκε ο Παύλος.—Πρ 23:2.
Σύμφωνα με την Τοσεφτά (Σάνχεδριν 7:1) και το Μισνά (Σάνχεδριν 4:1), το Σάνχεδριν συνεδρίαζε από την ώρα που προσφερόταν η καθημερινή πρωινή θυσία μέχρι την ώρα της βραδινής θυσίας. Δεν συνεδρίαζε για εκδίκαση υποθέσεων το Σάββατο ή τις ημέρες των γιορτών. Η εκδίκαση υποθέσεων που επέσυραν τη θανατική ποινή λάβαινε χώρα ημέρα, και η ετυμηγορία έπρεπε να βγει ημέρα. Αν επρόκειτο για καταδικαστική ετυμηγορία, έπρεπε να εκδοθεί την επομένη. Γι’ αυτόν το λόγο, δεν μπορούσε να διεξαχθεί δίκη την παραμονή του Σαββάτου ή την παραμονή κάποιας γιορτής. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία παραμερίστηκε στην περίπτωση της δίκης του Ιησού.
Το Μισνά (Σάνχεδριν 4:3) αναφέρει: «Το Σάνχεδριν ήταν διατεταγμένο σε σχήμα ημικυκλικού αλωνιού, για να μπορούν όλοι να βλέπονται μεταξύ τους. Μπροστά τους στέκονταν οι δύο γραμματείς των δικαστών, ένας στα δεξιά και ένας στα αριστερά, και αυτοί κατέγραφαν τις δηλώσεις όσων ήταν υπέρ της αθώωσης και τις δηλώσεις όσων ήταν υπέρ της καταδίκης».—Μετάφραση (στην αγγλική) Χ. Ντάνμπι.
Σύμφωνα με την Ιουδαϊκή παράδοση, το Σάνχεδριν ιδρύθηκε από τον Μωυσή (Αρ 11:16-25) και αναδιοργανώθηκε από τον Έσδρα αμέσως μετά την επιστροφή από την εξορία. Δεν υπάρχουν, όμως, ιστορικά στοιχεία που να υποστηρίζουν την άποψη ότι 70 πρεσβύτεροι συνεδρίαζαν ως ενιαίο δικαστήριο για την εκδίκαση υποθέσεων κατά την αρχαία εκείνη εποχή. Απεναντίας, το Σάνχεδριν φαίνεται ότι ήρθε σε ύπαρξη την περίοδο που η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό ελληνική κυριαρχία. Τον καιρό της επίγειας διακονίας του Ιησού, η ρωμαϊκή κυβέρνηση έδωσε στο Σάνχεδριν αρκετή ανεξαρτησία, παραχωρώντας του εξουσία σε αστικά και διοικητικά θέματα. Το Σάνχεδριν είχε στη διάθεσή του υπηρέτες, καθώς και την εξουσία να συλλαμβάνει και να φυλακίζει. (Ματ 26:47· Πρ 4:1-3· 9:1, 2) Η θρησκευτική του εξουσία αναγνωριζόταν ακόμη και μεταξύ των Ιουδαίων της Διασποράς. (Βλέπε Πρ 9:1, 2.) Ωστόσο, φαίνεται ότι, επί ρωμαϊκής κυριαρχίας και με την πάροδο του χρόνου, το Σάνχεδριν έχασε τη νομική εξουσία να εκτελεί την ποινή του θανάτου, εκτός αν εξασφάλιζε την έγκριση του Ρωμαίου κυβερνήτη (αυτοκρατορικού επιτρόπου). (Ιωα 18:31) Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ., το Σάνχεδριν καταργήθηκε.
Στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν και κατώτερα δικαστήρια, καθένα από τα οποία είχε 23 μέλη. Σύμφωνα με το Μισνά (Σάνχεδριν 1:6), αυτά τα μικρότερα δικαστήρια έδρευαν και σε άλλες μεγάλες πόλεις σε όλη την Παλαιστίνη. Το δικαστήριο δεν συνερχόταν σε πλήρη απαρτία για κάθε υπόθεση. Ο αριθμός των δικαστών ποίκιλλε ανάλογα με το πόσο σοβαρό ήταν το ζήτημα που είχαν να κρίνουν και πόσο δύσκολη ήταν η έκδοση ετυμηγορίας. Επιπρόσθετα, υπήρχε και το δικαστήριο του χωριού το οποίο αποτελούνταν από τρεις άντρες, καθώς και ένα δικαστήριο που αποτελούνταν από εφτά πρεσβυτέρους του χωριού.
Οι συναγωγές, οι οποίες χρησιμοποιούνταν πρωτίστως για εκπαίδευση, χρησιμοποιούνταν σε κάποιον βαθμό και ως χώροι συνεδρίασης των τοπικών δικαστηρίων, ενίοτε μάλιστα αναφέρονταν ως “τοπικά Σάνχεδριν”, τα οποία είχαν την εξουσία να επιβάλλουν την ποινή της μαστίγωσης και της αποπομπής.—Ματ 10:17, υποσ.· 23:34· Μαρ 13:9· Λου 21:12· Ιωα 9:22· 12:42· 16:2· βλέπε ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ (Μερικές από τις εξέχουσες παραβολές του Ιησού [21]).
Η Χριστιανική Εκκλησία. Η Χριστιανική εκκλησία, αν και δεν έχει κοσμική εξουσία ως δικαστήριο, μπορεί να αναλάβει δράση εναντίον μελών της τα οποία δεν περπατούν εύτακτα και χρειάζονται πνευματική διαπαιδαγώγηση, και μπορεί μάλιστα να τα αποβάλει από την εκκλησία. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος λέει στην εκκλησία ότι αυτοί, δηλαδή τα μέλη που την εκπροσωπούν, εκείνοι που έχουν θέση επισκόπου, πρέπει να κρίνουν όσους βρίσκονται μέσα στην οργάνωση. (1Κο 5:12, 13) Τόσο ο Παύλος όσο και ο Πέτρος, γράφοντας σε εκκλησίες και επισκόπους, τονίζουν ότι οι πρεσβύτεροι πρέπει να παρακολουθούν στενά την πνευματική κατάσταση της εκκλησίας και να βοηθούν και να νουθετούν όποιον κάνει κάποιο άσοφο ή εσφαλμένο βήμα. (2Τι 4:2· 1Πε 5:1, 2· παράβαλε Γα 6:1.) Σε όσους προκαλούν διαιρέσεις ή αιρέσεις πρέπει να δίνεται προειδοποίηση μία και δύο φορές προτού αναλάβει δράση η εκκλησία. (Τιτ 3:10, 11) Αλλά όσοι επιμένουν να πράττουν την αμαρτία πρέπει να απομακρύνονται, να αποβάλλονται από την εκκλησία. Αυτό αποτελεί διαπαιδαγώγηση, η οποία δείχνει στους παραβάτες ότι η αμαρτωλή τους πορεία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την εκκλησία. (1Τι 1:20) Σε όσους έχουν την ευθύνη στην εκκλησία να λειτουργούν ως κριτές ο Παύλος δίνει τη συμβουλή να συναθροίζονται για την ακρόαση ενός τέτοιου ζητήματος. (1Κο 5:1-5· 6:1-5) Πρέπει να αποδέχονται μια κατηγορία ως αληθινή μόνο όταν υπάρχουν δύο ή τρεις μάρτυρες, να σταθμίζουν τα στοιχεία χωρίς να προδικάζουν, να μην κάνουν τίποτα με προκατειλημμένη διάθεση.—1Τι 5:19, 21.
Ο Ιησούς παρήγγειλε στους μαθητές του ότι, αν κάποιος αμάρτανε εναντίον ενός άλλου, έπρεπε πρώτα να γίνουν προσπάθειες για τα τακτοποιηθεί το ζήτημα μεταξύ των ίδιων των ατόμων. Αν αυτές οι προσπάθειες αποτύγχαναν και το ζήτημα ήταν σοβαρό, έπρεπε να το θέσουν στην εκκλησία προς επίλυση (δηλαδή σε εκείνους που ήταν διορισμένοι σε υπεύθυνες θέσεις για να ασκούν τη διακυβέρνηση της εκκλησίας). Ο Παύλος νουθέτησε αργότερα τους Χριστιανούς να επιλύουν τις δυσκολίες με αυτόν τον τρόπο και να μην πηγαίνουν ο ένας τον άλλον σε κοσμικά δικαστήρια.—Ματ 18:15-17· 1Κο 6:1-8· βλέπε ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ.
«Ανθρώπινο Δικαστήριο». Στο εδάφιο 1 Κορινθίους 4:3, ο Παύλος λέει: «Όσο για εμένα, είναι πολύ ασήμαντο ζήτημα να εξεταστώ από εσάς ή από ανθρώπινο δικαστήριο [ἀνθρωπίνης ἡμέρας, Κείμενο]». Η φράση ἀνθρωπίνης ἡμέρας, η οποία αποδίδεται με τη λέξη «δικαστήριο» σε μερικές μεταφράσεις, θεωρείται ότι αναφέρεται σε μια ορισμένη ημέρα, δηλαδή σε ημέρα που όρισε κάποιος ανθρώπινος κριτής για δίκη ή για απόδοση κρίσης.
Ο Παύλος αναγνώρισε ότι άντρες όπως ο Απολλώς, ο Κηφάς και ο ίδιος ανήκαν κατά μία έννοια στην εκκλησία της Κορίνθου ή ήταν υπηρέτες της. (1Κο 3:21, 22) Ωστόσο, μερικοί σε εκείνη την εκκλησία κατηγορούσαν και επέκριναν τον Παύλο, στάση που ήταν απόρροια των φατριαστικών τους τάσεων, του γεγονότος ότι εκδήλωναν σαρκική διάθεση μάλλον παρά πνευματική και του ότι απέβλεπαν σε ανθρώπους και όχι στον Χριστό. (1Κο 9:1-4) Ο Παύλος υπερασπίστηκε επιδέξια τη διακονία του (1Κο 9:5-27), εκθέτοντας το γενικό κανόνα ή τη γενική άποψη ότι ο Χριστιανός δεν έπρεπε να ανησυχεί πρωτίστως για την κρίση των ανθρώπων, είτε των Κορινθίων είτε κάποιου ανθρώπινου δικαστηρίου μια ορισμένη ημέρα. Απεναντίας, ο Παύλος ανησυχούσε για τη μελλοντική ημέρα της κρίσης ή της αξιολόγησης από τον Θεό (μέσω του Ιησού). Αυτός ήταν που είχε δώσει στον Παύλο την υπηρεσία οικονόμου στην οποία ο Παύλος όφειλε να αποδειχτεί πιστός.—1Κο 1:8· 4:2-5· Εβρ 4:13.