ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ανάγνωση γραπτού κειμένου με σκοπό τη μάθηση· απόδοση γραπτού κειμένου με προφορικό λόγο.
Από τους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι έβρισκαν το διάβασμα ενδιαφέρον. Ο Βασιλιάς Ασσουρμπανιπάλ της Ασσυρίας, ο οποίος ίδρυσε μια βιβλιοθήκη 22.000 πήλινων πινακίδων και κειμένων, ανέφερε: «Με ευχαριστούσε να διαβάζω επιγραφές σε πέτρα από την εποχή πριν από τον κατακλυσμό». (Φως από το Αρχαίο Παρελθόν [Light From the Ancient Past], του Τζ. Φίνεγκαν, 1959, σ. 216, 217) Αυτή η δήλωση μπορεί να αφορά είτε κάποιες παραδόσεις σχετικά με τον παγγήινο Κατακλυσμό είτε κάποια ασσυριακά γραπτά κείμενα που προϋπήρχαν ενός τοπικού κατακλυσμού. Τα μοναδικά γραπτά κείμενα περί κατακλυσμού που βρέθηκαν στα ερείπια του ανακτόρου του Ασσουρμπανιπάλ περιέχουν τη βαβυλωνιακή αφήγηση για τον κατακλυσμό, η οποία περιλαμβάνει πολλά μυθικά στοιχεία. Το αν οι ειδωλολάτρες Ασσύριοι είχαν στην κατοχή τους αυθεντικές αφηγήσεις ή συγγράμματα τα οποία όντως ανάγονταν στην εποχή πριν από τον παγγήινο Κατακλυσμό δεν μπορεί να εξακριβωθεί τώρα.
Η προέλευση της ανάγνωσης συσχετίζεται ασφαλώς με την προέλευση της γραφής. Ως προς τις διαθέσιμες σχετικές αποδείξεις, βλέπε ΓΡΑΦΗ, 1.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, στο Γραφικό υπόμνημα που εξιστορεί γεγονότα του 16ου αιώνα Π.Κ.Χ. κατά την εποχή του Μωυσή, γίνεται συγκεκριμένη μνεία της ανάγνωσης και της γραφής. (Εξ 17:14) Στο έθνος του Ισραήλ δόθηκε η παραίνεση να διαβάζουν και να γράφουν. (Δευ 6:6-9) Ο Ιησούς του Ναυή, διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του Ισραήλ, είχε λάβει την εντολή να καταγίνεται τακτικά με την ανάγνωση των Γραφών, «ημέρα και νύχτα», προκειμένου να φέρει σε πέρας με επιτυχία το διορισμό που του είχε αναθέσει ο Θεός. Για να του εντυπωθεί δε η σπουδαιότητα του Λόγου του Θεού, και αναμφίβολα για να θυμάται καλύτερα τα όσα διάβαζε, έπρεπε να διαβάζει «χαμηλόφωνα».—Ιη 1:8.
Οι βασιλιάδες του Ισραήλ υπόκειντο στη θεϊκή εντολή να γράψουν για τον εαυτό τους ένα αντίγραφο του νόμου του Θεού και να το διαβάζουν καθημερινά. (Δευ 17:18, 19· βλέπε ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ.) Το γεγονός ότι παρέβλεψαν αυτή την εντολή συνέβαλε στην παραμέληση της αληθινής λατρείας στη χώρα, με αποτέλεσμα την ηθική εξαχρείωση του λαού, η οποία οδήγησε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ.
Ο Ιησούς είχε πρόσβαση σε όλους τους θεόπνευστους ρόλους των Εβραϊκών Γραφών που υπήρχαν στις συναγωγές, όπου, σε μία καταγραμμένη περίπτωση, διάβασε δημόσια και εφάρμοσε το κείμενο στον εαυτό του. (Λου 4:16-21) Επίσης, όταν ο Σατανάς τον δοκίμασε τρεις φορές, και στις τρεις περιπτώσεις απάντησε: «Είναι γραμμένο». (Ματ 4:4, 7, 10) Είναι φανερό ότι ήταν καλά εξοικειωμένος με τις Γραφές.
Οι απόστολοι, οι οποίοι ήταν δευτερεύουσες θεμέλιες πέτρες ενός άγιου ναού, της εκκλησίας των χρισμένων Χριστιανών, είχαν διαπιστώσει ότι η ανάγνωση των Γραφών ήταν ουσιώδης για τη διακονία τους. Στα συγγράμματά τους παρέθεταν από τις Εβραϊκές Γραφές, παρέπεμπαν σε αυτές εκατοντάδες φορές και συνιστούσαν και σε άλλους να τις διαβάζουν. (Πρ 17:11) Οι Ιουδαίοι άρχοντες αντιλήφθηκαν ότι ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήταν αγράμματοι άνθρωποι και συνηθισμένοι. (Πρ 4:13) Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι οι εν λόγω απόστολοι δεν μπορούσαν να διαβάζουν και να γράφουν, εφόσον οι επιστολές που έγραψαν πιστοποιούν ότι διέθεταν τις ανάλογες ικανότητες. Εντούτοις, δεν είχαν λάβει ανώτερη εκπαίδευση στα εβραϊκά σχολεία, στα πόδια των γραμματέων. Για παρόμοιους λόγους, οι Ιουδαίοι εξεπλάγησαν που ο Ιησούς είχε γνώση, παρότι όπως είπαν οι ίδιοι: «Δεν έχει σπουδάσει σε σχολεία». (Ιωα 7:15) Το ότι το διάβασμα ήταν κάτι διαδεδομένο εκείνον τον καιρό υποδηλώνεται από την αφήγηση για τον Αιθίοπα ευνούχο, έναν προσήλυτο που διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα, και τον οποίο πλησίασε με αυτή την αφορμή ο Φίλιππος. Ο ευνούχος ανταμείφθηκε για το ενδιαφέρον που εκδήλωνε για το Λόγο του Θεού με το προνόμιο του να γίνει ακόλουθος του Χριστού.—Πρ 8:27-38.
Οι γλώσσες στις οποίες γράφτηκε το τμήμα της Αγίας Γραφής που συντάχθηκε πριν από τον πρώτο αιώνα ήταν η εβραϊκή και η αραμαϊκή. Τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., οι Εβραϊκές Γραφές μεταφράστηκαν στην ελληνική, η οποία είχε γίνει η διεθνής γλώσσα. Ολόκληρες οι Χριστιανικές Γραφές με εξαίρεση το Ευαγγέλιο του Ματθαίου γράφτηκαν εξαρχής στην ελληνική. Αυτό κατέστησε την ανάγνωση της Αγίας Γραφής εφικτή για τους περισσότερους ανθρώπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, και κυρίως έκανε τη Γραφή διαθέσιμη τόσο στους Ιουδαίους της Παλαιστίνης όσο και σε εκείνους της Διασποράς.
Η μεγάλη ζήτηση που υπάρχει για την Αγία Γραφή αντικατοπτρίζει την αναγνωσιμότητά της και την αξία της, δεδομένου ότι η Γραφή έχει ξεπεράσει κατά πολύ όλα τα άλλα βιβλία σε αριθμό εκδόσεων και σε κυκλοφορία και, ως τη στιγμή που γράφονται αυτά, έχει μεταφραστεί είτε ολόκληρη είτε εν μέρει σε περισσότερες από 2.000 γλώσσες και διαλέκτους, σε δισεκατομμύρια αντίτυπα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι πολύ πάνω από το 90 τοις εκατό του πληθυσμού της γης έχει τη Γραφή στη δική του γλώσσα.
Η Αγία Γραφή απαριθμεί πολλά οφέλη τα οποία απορρέουν από την ανάγνωση των Γραφών, μεταξύ άλλων την ταπεινοφροσύνη (Δευ 17:19, 20), την ευτυχία (Απ 1:3) και τη διάκριση όσον αφορά την εκπλήρωση των Βιβλικών προφητειών (Αββ 2:2, 3). Προειδοποιεί τους αναγνώστες της να είναι εκλεκτικοί όταν πρόκειται για την επιλογή αναγνωστικής ύλης: Δεν εποικοδομούν ούτε αναζωογονούν τη διάνοια όλα τα βιβλία.—Εκ 12:12.
Η βοήθεια του πνεύματος του Θεού είναι απαραίτητη προκειμένου να έχει κάποιος πραγματική διάκριση και κατανόηση του Λόγου του Θεού. (1Κο 2:9-16) Για να αποκτήσει ένα άτομο κατανόηση και άλλα οφέλη πρέπει να προσεγγίζει την ανάγνωση του Λόγου του Θεού με ανοιχτή διάνοια, παραμερίζοντας όλες τις προκαταλήψεις και τις προσχηματισμένες απόψεις, διαφορετικά η κατανόησή του θα συσκοτίζεται σαν να την παρεμποδίζει ένα κάλυμμα, όπως έγινε στην περίπτωση των Ιουδαίων οι οποίοι απέρριψαν τα καλά νέα που κήρυξε ο Ιησούς. (2Κο 3:14-16) Η επιφανειακή ανάγνωση δεν είναι αρκετή. Ο αναγνώστης πρέπει να προσηλώνει την καρδιά του σε αυτό που διαβάζει, να απορροφάται από τη μελέτη της ύλης, να κάνει βαθείς στοχασμούς και να επιδιώκει να ωφελείται από αυτήν προσωπικά.—Παρ 15:28· 1Τι 4:13-16· Ματ 24:15· βλέπε ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ.