ΙΣΑΑΚ
(Ισαάκ) [Γέλιο].
Ο μόνος γιος που απέκτησε ο Αβραάμ από τη σύζυγό του τη Σάρρα. Κατά συνέπεια, ο Ισαάκ αποτέλεσε έναν ζωτικό κρίκο στη γενεαλογική γραμμή που οδήγησε στον Χριστό. (1Χρ 1:28, 34· Ματ 1:1, 2· Λου 3:34) Ο Ισαάκ απογαλακτίστηκε όταν ήταν περίπου 5 χρονών, ουσιαστικά προσφέρθηκε ως θυσία όταν ήταν ίσως 25, παντρεύτηκε όταν ήταν 40, έγινε πατέρας δίδυμων γιων στα 60 του και πέθανε σε ηλικία 180 ετών.—Γε 21:2-8· 22:2· 25:20, 26· 35:28.
Η γέννηση του Ισαάκ έλαβε χώρα υπό τις πιο ιδιάζουσες συνθήκες. Τόσο ο πατέρας του όσο και η μητέρα του ήταν πολύ γέροι. Μάλιστα η μητέρα του είχε πάψει προ πολλού να έχει εμμηνόρροια. (Γε 18:11) Γι’ αυτό, όταν ο Θεός είπε στον Αβραάμ ότι η Σάρρα θα γεννούσε γιο, εκείνος γέλασε με αυτή την προοπτική, λέγοντας: «Θα γεννηθεί παιδί σε άντρα εκατό χρονών, και θα γεννήσει η Σάρρα, γυναίκα ενενήντα χρονών;» (Γε 17:17) Η Σάρρα, όταν έμαθε τι επρόκειτο να συμβεί, γέλασε και αυτή. (Βλέπε ΓΕΛΙΟ.) Κατόπιν, «στον προσδιορισμένο καιρό» τον επόμενο χρόνο, γεννήθηκε το παιδί, πράγμα που απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι «ιδιαίτερα δύσκολο για τον Ιεχωβά». (Γε 18:9-15) Τότε η Σάρρα αναφώνησε: «Ο Θεός ετοίμασε γέλιο για εμένα», και πρόσθεσε: «Όποιος το ακούσει θα γελάσει μαζί μου». Έτσι λοιπόν, ακριβώς όπως είχε πει ο Ιεχωβά, δόθηκε κατάλληλα στο αγόρι το όνομα Ισαάκ, που σημαίνει «Γέλιο».—Γε 21:1-7· 17:19.
Εφόσον ανήκε στο σπιτικό του Αβραάμ και ήταν κληρονόμος των υποσχέσεων, πολύ ορθά ο Ισαάκ περιτμήθηκε την όγδοη ημέρα.—Γε 17:9-14, 19· 21:4· Πρ 7:8· Γα 4:28.
Πόσων χρονών ήταν ο Ισαάκ όταν απογαλακτίστηκε;
Την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ, ο Αβραάμ ετοίμασε ένα μεγάλο συμπόσιο. Προφανώς σε εκείνη την περίσταση, η Σάρρα παρατήρησε ότι ο Ισμαήλ «περιγελούσε» το μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του τον Ισαάκ. (Γε 21:8, 9) Ορισμένες μεταφράσεις (JB, Mo, RS, ΛΧ) λένε ότι ο Ισμαήλ απλώς «έπαιζε» με τον Ισαάκ, όπως δηλαδή παίζει ένα παιδί. Ωστόσο, η εβραϊκή λέξη τσαχάκ μπορεί να έχει και προσβλητική χροιά. Γι’ αυτόν το λόγο, όταν η ίδια λέξη εμφανίζεται σε άλλα εδάφια (Γε 19:14· 39:14, 17), αυτές οι μεταφράσεις την αποδίδουν “εμπαίζω” ή “αστειεύομαι” και “προσβάλλω”.
Ορισμένα Ταργκούμ, καθώς και η συριακή Πεσίτα, στο εδάφιο Γένεση 21:9, προσδίδουν στα λόγια του Ισμαήλ την έννοια του «χλευασμού». Σχετικά με τη λέξη τσαχάκ, το Σχολιολόγιο (Commentary) του Κουκ λέει: «Σε αυτό το απόσπασμα, πιθανότατα σημαίνει—κατά γενική εκτίμηση—“περιπαικτικό γέλιο”. Όπως ο Αβραάμ είχε γελάσει από χαρά για τον Ισαάκ και η Σάρρα είχε γελάσει δύσπιστα, έτσι και ο Ισμαήλ γελούσε τώρα χλευαστικά, πιθανότατα εκδηλώνοντας πνεύμα διωγμού και καταδυνάστευσης». Αποσαφηνίζοντας το ζήτημα, ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος δείχνει καθαρά ότι ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκε ο Ισμαήλ τον Ισαάκ αποτελούσε ταλαιπωρία, διωγμό, και δεν επρόκειτο απλώς για ένα παιδιάστικο παιχνίδι. (Γα 4:29) Ορισμένοι σχολιαστές, λαβαίνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Σάρρα αξίωσε, σύμφωνα με το επόμενο εδάφιο (Γε 21:10), να μην είναι “ο γιος αυτής της δούλης κληρονόμος μαζί με το γιο της, με τον Ισαάκ”, υποστηρίζουν ότι ο Ισμαήλ (μεγαλύτερος από τον Ισαάκ κατά 14 χρόνια) ίσως να λογομαχούσε με τον Ισαάκ και να τον ενέπαιζε σχετικά με το δικαίωμα της κληρονομιάς.
Ο Ιεχωβά είχε πει στον Αβραάμ ότι το σπέρμα του θα ταλαιπωρούνταν 400 χρόνια ως πάροικοι. Αυτή η ταλαιπωρία έλαβε τέλος με την απελευθέρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο το 1513 Π.Κ.Χ. (Γε 15:13· Πρ 7:6) Αν γυρίσουμε 400 χρόνια πίσω, φτάνουμε στο έτος 1913 Π.Κ.Χ., το οποίο και σηματοδότησε την έναρξη αυτής της ταλαιπωρίας. Άρα με τον ίδιο τρόπο προσδιορίζεται επίσης το 1913 ως το έτος κατά το οποίο απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ, εφόσον από χρονική άποψη αυτά τα δύο γεγονότα—ο απογαλακτισμός του και η κακομεταχείρισή του από τον Ισμαήλ—συνδέονται στενά στην αφήγηση. Αυτό σημαίνει ότι ο Ισαάκ ήταν περίπου πέντε χρονών όταν απογαλακτίστηκε, δεδομένου ότι είχε γεννηθεί το 1918 Π.Κ.Χ. Παρεμπιπτόντως, με τη γέννησή του άρχισαν τα 450 χρόνια που αναφέρονται στα εδάφια Πράξεις 13:17-20—μια χρονική περίοδος που τελείωσε γύρω στο 1467 Π.Κ.Χ., όταν ολοκληρώθηκε η εκστρατεία του Ιησού του Ναυή στη Χαναάν και η γη μοιράστηκε στις διάφορες φυλές.
Σήμερα που τόσο πολλές γυναίκες στο Δυτικό κόσμο δεν θέλουν να θηλάσουν τα βρέφη τους, ή τα θηλάζουν μόνο έξι ως εννιά μήνες, μια περίοδος πέντε ετών μπορεί να φαίνεται υπερβολικά μεγάλη. Αλλά ο Δρ Ντ. Μπ. Τζέλιφ αναφέρει ότι σε πολλά μέρη του κόσμου τα παιδιά δεν απογαλακτίζονται προτού γίνουν ενάμιση ως δύο χρονών, ενώ στην Αραβία η μητέρα συνηθίζεται να θηλάζει το παιδί της επί ένα διάστημα 13 ως 32 μηνών. Από ιατρική άποψη, ο θηλασμός, ή αλλιώς γαλουχία, μπορεί να συνεχιστεί φυσιολογικά μέχρι τους πρώτους μήνες της επόμενης εγκυμοσύνης.—Η Διατροφή των Βρεφών στις Υποτροπικές και Τροπικές Χώρες (Infant Nutrition in the Subtropics and Tropics), Γενεύη, 1968, σ. 38.
Στη μεσαιωνική Ευρώπη, η μέση ηλικία απογαλακτισμού ήταν τα δύο χρόνια, ενώ στην εποχή των Μακκαβαίων (πρώτος και δεύτερος αιώνας Π.Κ.Χ.) οι γυναίκες θήλαζαν τους γιους τους επί τρία χρόνια. (Β΄ Μακκαβαίων 7:27) Αν λάβουμε υπόψη ότι πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια η ζωή των ανθρώπων κυλούσε χωρίς βιασύνη και δεν υπήρχε η σημερινή πίεση ή ανάγκη να συμπτυχθούν τόσο πολλές δραστηριότητες στο συντομευμένο μήκος της ζωής, εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί η Σάρρα θα μπορούσε να είχε θηλάσει τον Ισαάκ επί πέντε χρόνια. Άλλωστε ήταν το μοναχοπαίδι της, το οποίο είχε αποκτήσει έπειτα από μακρόχρονη στειρότητα.
Πρόθυμος να Θυσιαστεί. Μετά τον απογαλακτισμό του Ισαάκ δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για την παιδική του ηλικία. Η επόμενη μνεία του γίνεται όταν ο Θεός είπε στον πατέρα του τον Αβραάμ: «Πάρε, σε παρακαλώ, το γιο σου, το μοναχογιό σου που τόσο αγαπάς, τον Ισαάκ, και κάνε ένα ταξίδι στη γη Μοριά, και εκεί πρόσφερέ τον ως ολοκαύτωμα». (Γε 22:1, 2) Ύστερα από τριήμερη πορεία, ήρθαν στον τόπο που είχε επιλέξει ο Θεός. Ο Ισαάκ κουβαλούσε τα ξύλα, ο δε πατέρας του, τη φωτιά και το μαχαίρι της σφαγής. «Αλλά πού είναι το πρόβατο για το ολοκαύτωμα;» ρώτησε ο Ισαάκ. «Ο Θεός θα προμηθεύσει για τον εαυτό του το πρόβατο» ήταν η απάντηση.—Γε 22:3-8, 14.
Αφού έφτασαν στον καθορισμένο τόπο, έχτισαν ένα θυσιαστήριο και τοποθέτησαν τα ξύλα. Κατόπιν ο Αβραάμ έδεσε τον Ισαάκ χειροπόδαρα και τον έβαλε πάνω στα ξύλα. Όταν ο Αβραάμ σήκωσε το μαχαίρι, ο άγγελος του Ιεχωβά σταμάτησε το χέρι του. Η πίστη του Αβραάμ δεν αποδείχτηκε αβάσιμη—ο Ιεχωβά προμήθευσε ένα κριάρι, παγιδευμένο σε μια συστάδα του βουνού, το οποίο μπορούσε να προσφερθεί ως ολοκαύτωμα αντί του Ισαάκ και ως υποκατάστατο για αυτόν. (Γε 22:9-14) Έτσι λοιπόν, ο Αβραάμ, θεωρώντας «ότι ο Θεός μπορούσε να τον εγείρει ακόμη και από τους νεκρούς», πράγματι έλαβε τον Ισαάκ από τους νεκρούς «με παραβολικό τρόπο».—Εβρ 11:17-19.
Αυτό το συνταρακτικό επεισόδιο απέδειξε την πίστη και την υπακοή, όχι μόνο του Αβραάμ, αλλά και του γιου του, του Ισαάκ. Η Ιουδαϊκή παράδοση, όπως έχει καταγραφεί από τον Ιώσηπο, υποστηρίζει ότι ο Ισαάκ ήταν τότε 25 χρονών. Ούτως ή άλλως, ήταν αρκετά μεγάλος και αρκετά δυνατός για να κουβαλήσει μια σημαντική ποσότητα ξύλων πάνω στο βουνό. Άρα λοιπόν, αν επέλεγε να στασιάσει εναντίον των εντολών του Ιεχωβά, θα μπορούσε να είχε αντισταθεί στον πατέρα του—που ήταν 125 χρονών—όταν ήρθε η ώρα να τον δέσει. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Α΄, 227 [xiii, 2]) Τουναντίον, ο Ισαάκ άφησε υπάκουα τον πατέρα του να προχωρήσει για να τον προσφέρει ως θυσία, σε αρμονία με το θέλημα του Θεού. Αυτή η εκδήλωση της πίστης του Αβραάμ ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Ιεχωβά επανέλαβε τότε τη διαθήκη του με εκείνον και παρείχε περαιτέρω πληροφορίες για αυτή τη διαθήκη, την οποία ο Θεός μεταβίβασε στον Ισαάκ μετά το θάνατο του πατέρα του.—Γε 22:15-18· 26:1-5· Ρω 9:7· Ιακ 2:21.
Κάτι ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι σε αυτή την περίπτωση εκτυλίχθηκε ένα μεγάλο προφητικό δράμα που έδειξε πώς ο Χριστός Ιησούς, ο Μεγαλύτερος Ισαάκ, θα κατέθετε πρόθυμα στον ορισμένο καιρό την ανθρώπινη ζωή του ως το Αρνί του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.—Ιωα 1:29, 36· 3:16.
Γάμος και Οικογένεια. Μετά το θάνατο της μητέρας του Ισαάκ, ο πατέρας του έκρινε ότι ήταν καιρός να παντρευτεί ο γιος. Ο Αβραάμ, όμως, είχε αποφασίσει να μην παντρευτεί ο Ισαάκ κάποια ειδωλολάτρισσα Χαναναία. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την πατριαρχική διευθέτηση, ο Αβραάμ έστειλε τον έμπιστο υπηρέτη του σπιτικού του πίσω στους συγγενείς στη Μεσοποταμία με σκοπό να επιλέξει μια γυναίκα σημιτικής καταγωγής που να λατρεύει και εκείνη τον Θεό του Αβραάμ, τον Ιεχωβά.—Γε 24:1-9.
Η επιτυχία της αποστολής ήταν εξασφαλισμένη, επειδή ευθύς εξαρχής το όλο ζήτημα της επιλογής αφέθηκε στα χέρια του Ιεχωβά. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η επιλογή του Θεού αποδείχτηκε ότι ήταν η εξαδέλφη του Ισαάκ, η Ρεβέκκα, η οποία με τη σειρά της άφησε πρόθυμα τους συγγενείς και την οικογένειά της για να πάει μαζί με το καραβάνι στη γη της Νεγκέμπ, όπου ζούσε ο Ισαάκ. Η αφήγηση εξιστορεί την πρώτη συνάντησή τους και κατόπιν λέει: «Έπειτα ο Ισαάκ την έφερε στη σκηνή της Σάρρας της μητέρας του. Πήρε, λοιπόν, τη Ρεβέκκα και αυτή έγινε σύζυγός του· και την αγάπησε, και βρήκε παρηγοριά ο Ισαάκ αφού έχασε τη μητέρα του». (Γε 24:10-67) Εφόσον ο Ισαάκ ήταν 40 χρονών, ο γάμος έλαβε χώρα το 1878 Π.Κ.Χ.—Γε 25:20.
Από την ιστορία του Ισαάκ μαθαίνουμε ότι η Ρεβέκκα ήταν στείρα επί 20 χρόνια. Αυτό έδωσε στον Ισαάκ την ευκαιρία να δείξει αν και αυτός, όπως ο πατέρας του, είχε πίστη στην υπόσχεση του Ιεχωβά, σύμφωνα με την οποία Εκείνος θα ευλογούσε όλες τις οικογένειες της γης μέσω ενός σπέρματος που ήταν ακόμη αγέννητο, και ο Ισαάκ το έδειξε αυτό ικετεύοντας συνεχώς τον Ιεχωβά να του δώσει έναν γιο. (Γε 25:19-21) Όπως είχε συμβεί στη δική του περίπτωση, καταδείχτηκε και πάλι ότι το σπέρμα της υπόσχεσης δεν θα ερχόταν μέσω της φυσιολογικής ροής των γεγονότων, αλλά μόνο μέσω της δύναμης που έχει ο Ιεχωβά να επεμβαίνει στα πράγματα. (Ιη 24:3, 4) Τελικά, το 1858 Π.Κ.Χ., όταν ο Ισαάκ ήταν 60 χρονών, ευλογήθηκε διπλά αποκτώντας δίδυμα, τον Ησαύ και τον Ιακώβ.—Γε 25:22-26.
Εξαιτίας μιας πείνας, ο Ισαάκ μετέφερε την οικογένειά του στα Γέραρα, μια περιοχή Φιλισταίων, επειδή ο Θεός τού είπε να μην κατεβεί στην Αίγυπτο. Σε εκείνη την περίπτωση ο Ιεχωβά επιβεβαίωσε το σκοπό που είχε να εκπληρώσει την Αβραμιαία υπόσχεση μέσω του Ισαάκ, επαναλαμβάνοντας τους όρους της: «Θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα άστρα των ουρανών και θα δώσω στο σπέρμα σου όλους αυτούς τους τόπους· και μέσω του σπέρματός σου όλα τα έθνη της γης οπωσδήποτε θα φέρουν ευλογία στον εαυτό τους».—Γε 26:1-6· Ψλ 105:8, 9.
Σε αυτή την όχι και τόσο φιλική φιλισταϊκή περιοχή, ο Ισαάκ χρησιμοποίησε το τέχνασμα που είχε χρησιμοποιήσει και ο πατέρας του ο Αβραάμ, ισχυριζόμενος ότι η σύζυγός του ήταν αδελφή του. Ύστερα από κάποιο διάστημα, η ευλογία του Ιεχωβά προς τον Ισαάκ έγινε αιτία φθόνου για τους Φιλισταίους, πράγμα που τον ανάγκασε να μετακινηθεί, πρώτα προς την κοιλάδα του χειμάρρου των Γεράρων και κατόπιν προς τη Βηρ-σαβεέ, στις παρυφές της άνυδρης περιοχής της Νεγκέμπ. Ενόσω βρισκόταν εκεί, ήρθαν οι Φιλισταίοι, οι οποίοι ήταν προηγουμένως εχθρικοί, ζητώντας να κάνουν “έναν όρκο υποχρέωσης”, δηλαδή συνθήκη ειρήνης, με τον Ισαάκ, επειδή, όπως αναγνώρισαν: «Εσύ, τώρα, είσαι ο ευλογημένος από τον Ιεχωβά». Σε αυτόν τον τόπο οι άντρες του έσκαψαν και βρήκαν νερό και ο Ισαάκ ονόμασε τον τόπο Σιβά. «Γι’ αυτόν το λόγο το όνομα της πόλης είναι Βηρ-σαβεέ [που σημαίνει «Πηγάδι του Όρκου· ή, Πηγάδι των Εφτά»], μέχρι αυτή την ημέρα».—Γε 26:7-33· βλέπε ΒΗΡ-ΣΑΒΕΕ.
Ο Ισαάκ ένιωθε πάντα ιδιαίτερη αγάπη για τον Ησαύ, επειδή ο Ησαύ, ως άτομο που του άρεσε η ζωή στην ύπαιθρο, ήταν κυνηγός και «άνθρωπος του αγρού», και αυτό σήμαινε κυνήγι για το στόμα του Ισαάκ. (Γε 25:28) Έτσι λοιπόν, όταν η όρασή του αδυνάτισε και είχε την εντύπωση ότι δεν θα ζούσε πολύ καιρό ακόμη, ο Ισαάκ ετοιμάστηκε να δώσει στον Ησαύ την ευλογία του πρωτοτόκου. (Γε 27:1-4) Το αν δεν ήξερε ότι ο Ησαύ είχε πουλήσει τα πρωτοτόκιά του στον αδελφό του τον Ιακώβ και αν δεν θυμήθηκε τη θεϊκή εξαγγελία που είχε γίνει πριν από τη γέννηση των δύο αγοριών, σύμφωνα με την οποία “ο μεγαλύτερος θα υπηρετούσε τον νεότερο”, είναι άγνωστο. (Γε 25:23, 29-34) Όπως και να έχουν τα πράγματα, το θυμήθηκε ο Ιεχωβά, καθώς και η Ρεβέκκα, η οποία έκανε γρήγορα τις απαραίτητες διευθετήσεις ώστε να λάβει την ευλογία ο Ιακώβ. Όταν ο Ισαάκ έμαθε το τέχνασμα που είχε χρησιμοποιηθεί για να επιτευχθεί αυτό, αρνήθηκε να επανορθώσει εφόσον αυτό ήταν αναμφίβολα το θέλημα του Ιεχωβά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Ισαάκ προφήτευσε επίσης ότι ο Ησαύ και οι απόγονοί του θα κατοικούσαν μακριά από τους εύφορους αγρούς, ότι θα ζούσαν από το σπαθί τους και τελικά θα έσπαζαν από τον τράχηλό τους το ζυγό της υποδούλωσης στον Ιακώβ.—Γε 27:5-40· Ρω 9:10-13· βλέπε ΗΣΑΥ.
Στη συνέχεια, ο Ισαάκ έστειλε τον Ιακώβ στην Παδάν-αράμ για να διασφαλίσει ότι αυτός δεν θα παντρευόταν κάποια Χαναναία, όπως είχε κάνει ο αδελφός του ο Ησαύ προς λύπη των γονέων του. Όταν ο Ιακώβ επέστρεψε έπειτα από πολλά χρόνια, ο Ισαάκ κατοικούσε στην Κιριάθ-αρβά, δηλαδή στη Χεβρών, στη λοφώδη περιοχή. Εδώ, το 1738 Π.Κ.Χ., έναν χρόνο προτού ο εγγονός του ο Ιωσήφ γίνει πρωθυπουργός της Αιγύπτου, ο Ισαάκ πέθανε σε ηλικία 180 ετών, «γέρος και χορτασμένος από ημέρες». Θάφτηκε στη σπηλιά Μαχπελάχ όπου είχαν θαφτεί οι γονείς του και η σύζυγός του, και όπου αργότερα επρόκειτο να θαφτεί ο γιος του ο Ιακώβ.—Γε 26:34, 35· 27:46· 28:1-5· 35:27-29· 49:29-32.
Η Σημασία που Έχουν Κάποιες Άλλες Αναφορές στον Ισαάκ. Σε όλη την Αγία Γραφή, ο Ισαάκ μνημονεύεται δεκάδες φορές στη γνωστή έκφραση “ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ”. Μερικές φορές το σημείο που τονίζεται είναι ότι ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός που λάτρευαν και υπηρετούσαν αυτοί οι πατριάρχες. (Εξ 3:6, 16· 4:5· Ματ 22:32· Πρ 3:13) Άλλες φορές γίνεται λόγος για τη διαθήκη που έκανε ο Ιεχωβά με αυτούς. (Εξ 2:24· Δευ 29:13· 2Βα 13:23) Ο Ιησούς επίσης χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση με παραβολικό τρόπο. (Ματ 8:11) Σε μία περίπτωση ο Ισαάκ, ο πατριάρχης και προπάτορας, μνημονεύεται μαζί με τους απογόνους του, το έθνος του Ισραήλ, σε έναν παραλληλισμό της εβραϊκής γλώσσας.—Αμ 7:9, 16.
Ο Ισαάκ, ως το σπέρμα του Αβραάμ, εξεικόνιζε τον Χριστό, μέσω του οποίου έρχονται αιώνιες ευλογίες. Όπως είναι γραμμένο: «Οι υποσχέσεις ειπώθηκαν στον Αβραάμ και στο σπέρμα του. Δεν λέει: “Και στα σπέρματα”, όπως στην περίπτωση πολλών, αλλά όπως στην περίπτωση ενός: “Και στο σπέρμα σου”, που είναι ο Χριστός». Κατ’ επέκταση, ο Ισαάκ εξεικόνιζε επίσης εκείνους που “ανήκουν στον Χριστό”, οι οποίοι “είναι πραγματικά σπέρμα του Αβραάμ, κληρονόμοι αναφορικά με μια υπόσχεση”. (Γα 3:16, 29) Επιπρόσθετα, τα δύο αγόρια, ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, μαζί με τις μητέρες τους, «αποτελούν συμβολικό δράμα». Ενώ ο φυσικός Ισραήλ (όπως ο Ισμαήλ) «γεννήθηκε με τον τρόπο της σάρκας», εκείνοι που συνθέτουν τον πνευματικό Ισραήλ είναι «παιδιά της υπόσχεσης, όπως ήταν και ο Ισαάκ».—Γα 4:21-31.
Ο Ισαάκ συγκαταλέγεται επίσης στο «τόσο μεγάλο σύννεφο μαρτύρων που μας περιβάλλει», εφόσον ήταν και αυτός μεταξύ εκείνων που περίμεναν «την πόλη που έχει πραγματικά θεμέλια, της οποίας οικοδόμος και κατασκευαστής είναι ο Θεός».—Εβρ 12:1· 11:9, 10, 13-16, 20.