ΘΕΪΚΟΣ
Αυτός ο οποίος ανήκει στον Θεό ή σχετίζεται με αυτόν· ο θεοειδής ή ουράνιος.
Σε μερικά σημεία των Εβραϊκών Γραφών, οι λέξεις ’Ελ (ενικός αριθμός της λέξης «Θεός») και ’Ελοχίμ (πληθυντικός εξοχότητας της λέξης «Θεός») χρησιμοποιούνται μαζί. Έτσι λοιπόν, στα εδάφια Ιησούς του Ναυή 22:22 και Ψαλμός 50:1, το εβραϊκό κείμενο λέει ’Ελ ’Ελοχίμ Γεχβάχ. Ενώ μερικές μεταφράσεις (Ro· Ψλ 49:1, BC [ισπανική]) απλώς μεταγράφουν τις πρώτες δύο λέξεις αυτής της φράσης, άλλες μεταφράσεις τις αποδίδουν ως «ο Θεός των θεών» (AT, JB, La, ΒΑΜ) ή, ακριβέστερα, «Ο Κραταιός, ο Θεός» (AS, Mo, RS) και «ο Θεϊκός, ο Θεός» (ΜΝΚ).—Βλέπε ΘΕΟΣ.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιούνται κάποιες λέξεις οι οποίες είναι παράγωγα της λέξης θεός και οι οποίες αναφέρονται σε κάτι θεϊκό. Οι συγγενικές λέξεις θεῖος, θειότης και θεότης εμφανίζονται στα εδάφια Πράξεις 17:29, Ρωμαίους 1:20, Κολοσσαείς 2:9 και 2 Πέτρου 1:3, 4.
Σύμφωνα με το εδάφιο Πράξεις 17:29, όταν ο Παύλος βρισκόταν στην Αθήνα, έδειξε ότι ήταν παράλογο να φαντάζονται οι άνθρωποι ότι «το Θεϊκό Ον [τὸ θεῖον, Κείμενο] είναι όμοιο με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα». Πολλοί μεταφραστές χρησιμοποιούν εδώ όρους όπως «η Θεϊκή Οντότητα» ή «η θεότης» (KJ, AS, Dy, ED, JB, RS, ΚΔΤΚ, ΜΠΚ), ενώ η μετάφραση του Έ. Τζ. Γκούντσπιντ λέει «η θεϊκή φύση». Σύμφωνα με τη Διεθνή Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopedia), η έκφραση τὸ θεῖον «προέρχεται από το επίθετο θεῖος που σημαίνει “αυτός που σχετίζεται με τον Θεό”, “θεϊκός”». (Επιμέλεια Τζ. Μπρόμιλι, 1979, Τόμ. 1, σ. 913) Το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 2, σ. 466, 467), εξηγεί αυτή την έκφραση ως «το θείο πρόσωπον, η θεότης, ο Θεός». Άρα, η φράση τὸ θεῖον μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται είτε σε πρόσωπο είτε σε ιδιότητα. Προφανώς, λοιπόν, τα συμφραζόμενα είναι αυτά που πρέπει να καθοδηγήσουν το μεταφραστή στην επιλογή των λέξεων που θα χρησιμοποιήσει. Εν προκειμένω, στο εδάφιο Πράξεις 17:29, τα συμφραζόμενα δείχνουν σαφώς ότι περιγράφεται ο Θεός ως πρόσωπο, οπότε η Μετάφραση Νέου Κόσμου ορθά χρησιμοποιεί την απόδοση «Θεϊκό Ον».—Παράβαλε NIV.
Στο εδάφιο Ρωμαίους 1:20 ο απόστολος Παύλος αναφέρεται στις αδιαμφισβήτητες ορατές αποδείξεις των “αόρατων ιδιοτήτων” του Θεού και ιδιαίτερα της “αιώνιας δύναμης και της Θειότητάς του”. Άλλες μεταφράσεις έχουν την απόδοση «Θεϊκή Οντότητα» ή «θεότητα» (KJ, NE, RS, JB, ΚΔΒ, ΦΙΛ), μεταδίδοντας σε πολλούς την έννοια της προσωπικότητας, της υπόστασης του Θεού ως προσώπου. Ωστόσο, σύμφωνα με το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ, η λέξη θειότης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει «θεία φύσις, θείος χαρακτήρ». (σ. 467) Άρα υπάρχει βάση για την απόδοση της λέξης θειότης με τρόπο που να αναφέρεται στην ιδιότητα του να είναι κανείς θεός, και όχι στον Θεό ως πρόσωπο, κάτι που υποστηρίζεται από τα συμφραζόμενα. Ο Παύλος κάνει λόγο για πράγματα που είναι ευδιάκριτα στη φυσική δημιουργία. Παραδείγματος χάρη, ενώ η δημιουργία δεν αποκαλύπτει το όνομα του Θεού, δίνει αποδείξεις για την «αιώνια δύναμή» του—δύναμη απαραίτητη για τη δημιουργία και τη συντήρηση του σύμπαντος. Επιπρόσθετα, η φυσική δημιουργία φανερώνει τη «Θειότητά» του, δηλαδή το γεγονός ότι ο Δημιουργός είναι πράγματι ο Θεός και ότι είναι άξιος της λατρείας μας.
Έπειτα, στο εδάφιο Κολοσσαείς 2:9, ο απόστολος Παύλος λέει ότι στον Χριστό «κατοικεί σωματικά όλη η πληρότητα της θεϊκής ιδιότητας [θεότητος, Κείμενο]». Και σε αυτή την περίπτωση, μερικές μεταφράσεις χρησιμοποιούν αποδόσεις όπως «Θεϊκή Οντότητα» ή διατηρούν αυτούσια τη λέξη του πρωτότυπου κειμένου, στην οποία, όμως, οι Τριαδιστές δίνουν την ερμηνεία ότι ο ίδιος ο Θεός κατοικεί μέσα στον Χριστό. (KJ, NE, RS, NAB) Ωστόσο, το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ, ορίζει τη λέξη θεότης του πρωτότυπου κειμένου κατά βάση με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ορίζει και τη λέξη θειότης, δηλαδή με την έννοια της “θείας φύσης”. (σ. 474) Η συριακή Πεσίτα και η λατινική Βουλγάτα αποδίδουν αυτή τη λέξη ως «θειότητα». Συνεπώς, και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει στερεή βάση για την απόδοση της λέξης θεότης με τρόπο που να αναφέρεται στην ιδιότητα, όχι στην προσωπικότητα.
Η εξέταση των συμφραζομένων του εδαφίου Κολοσσαείς 2:9 δείχνει σαφώς πως το γεγονός ότι ο Χριστός έχει «θειότητα», ή αλλιώς «θεϊκή φύση», δεν τον καθιστά ίδιο με τον Παντοδύναμο Θεό. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Παύλος αναφέρει: «Ο Θεός θεώρησε καλό να κατοικεί σε αυτόν όλη η πληρότητα». (Κολ 1:19) Άρα, όλη η πληρότητα κατοικεί στον Χριστό επειδή αυτό «ευαρέστησε τον Πατέρα» (KJ, Dy, ΒΑΜ), έγινε «κατ’ επιλογή του ίδιου του Θεού». (NE). Ώστε ο Χριστός κατέχει την πληρότητα της «θειότητας» που κατοικεί σε αυτόν ως αποτέλεσμα απόφασης του Πατέρα. Κάτι επιπλέον που δείχνει ότι αυτή η «πληρότητα» που έχει ο Χριστός δεν τον καθιστά το ίδιο πρόσωπο με τον Παντοδύναμο Θεό είναι το γεγονός ότι πιο κάτω ο Παύλος παρουσιάζει τον Χριστό “καθισμένο στα δεξιά του Θεού”.—Κολ 3:1.
Εξετάζοντας τα άμεσα συμφραζόμενα του εδαφίου Κολοσσαείς 2:9, παρατηρούμε ότι στο εδάφιο 8 δίνεται στους Χριστιανούς η προειδοποίηση να μην παροδηγηθούν από τους θιασώτες της φιλοσοφίας και της ανθρώπινης παράδοσης. Τους λέγεται, επίσης, ότι στον Χριστό «είναι προσεκτικά αποκρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης», και παροτρύνονται να “συνεχίσουν να περπατούν σε ενότητα με αυτόν, καθώς είναι ριζωμένοι και εποικοδομούνται σε αυτόν και σταθεροποιούνται στην πίστη”. (Κολ 2:3, 6, 7) Επιπρόσθετα, τα εδάφια 13 ως 15 εξηγούν ότι αυτοί ζωοποιούνται μέσω πίστης, έχοντας απελευθερωθεί από τη διαθήκη του Νόμου. Το επιχείρημα του Παύλου, λοιπόν, είναι ότι οι Χριστιανοί δεν χρειάζονται το Νόμο (ο οποίος αφαιρέθηκε μέσω του Χριστού) ούτε κάποια ανθρώπινη φιλοσοφία και παράδοση. Έχουν όλα όσα χρειάζονται, μια πολύτιμη «πληρότητα», στον Χριστό.—Κολ 2:10-12.
Τέλος, στα εδάφια 2 Πέτρου 1:3, 4 ο απόστολος Πέτρος δείχνει ότι μέσω των “πολύτιμων και μεγαλειωδών υποσχέσεων” που έχουν δοθεί στους πιστούς χρισμένους Χριστιανούς, αυτοί γίνονται «συμμέτοχοι σε θεϊκή φύση, έχοντας ξεφύγει από τη διαφθορά που μέσω σαρκικού πόθου υπάρχει στον κόσμο». Σε άλλα μέρη των Γραφών αναφέρεται ότι οι Χριστιανοί “συμμετέχουν” με τον Χριστό στα παθήματά του, σε θάνατο όμοιο με το δικό του και σε ανάσταση όμοια με τη δική του ως αθάνατα πνευματικά πλάσματα που γίνονται συγκληρονόμοι του στην ουράνια Βασιλεία. (1Κο 15:50-54· Φλπ 3:10, 11· 1Πε 5:1· 2Πε 1:2-4· Απ 20:6) Προφανώς, λοιπόν, η συμμετοχή των Χριστιανών στη «θεϊκή φύση» είναι συμμετοχή με τον Χριστό στη δόξα του.