ΓΑΛΑΤΕΣ (ΕΠΙΣΤΟΛΗ)
Η θεόπνευστη επιστολή που γράφτηκε στην ελληνική από τον απόστολο Παύλο «προς τις εκκλησίες της Γαλατίας».—Γα 1:1, 2.
Συγγραφή. Η εναρκτήρια πρόταση κατονομάζει τον Παύλο ως συγγραφέα αυτού του βιβλίου. (Γα 1:1) Επίσης, το όνομά του χρησιμοποιείται ξανά μέσα στο κείμενο, και ο ίδιος μιλάει στο πρώτο πρόσωπο. (5:2) Ένα τμήμα της επιστολής, το οποίο έχει τη μορφή αυτοβιογραφίας, εξιστορεί τη μεταστροφή του Παύλου και κάποιες άλλες εμπειρίες του. Οι αναφορές στη σωματική πάθηση από την οποία υπέφερε (4:13, 15) εναρμονίζονται με εκφράσεις σε άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής οι οποίες φαίνεται να σχετίζονται με αυτή την πάθηση. (2Κο 12:7· Πρ 23:1-5) Οι άλλες επιστολές του Παύλου γράφονταν συνήθως από έναν γραμματέα, αλλά αυτή, όπως λέει ο ίδιος, γράφτηκε “με το ίδιο του το χέρι”. (Γα 6:11) Σε όλα σχεδόν τα άλλα συγγράμματά του, στέλνει χαιρετισμούς, τόσο τους δικούς του όσο και εκείνων που ήταν μαζί του, αλλά σε αυτή την επιστολή δεν στέλνει χαιρετισμούς. Αν ο συγγραφέας της επιστολής προς τους Γαλάτες ήταν κάποιος απατεώνας, είναι πολύ πιθανό ότι θα είχε κατονομάσει έναν γραμματέα και θα είχε στείλει χαιρετισμούς, όπως έκανε συνήθως ο Παύλος. Συνεπώς, ο τρόπος έκφρασης του συγγραφέα και το έντιμο, ευθύ ύφος του εγγυώνται την αυθεντικότητα της επιστολής. Αν η επιστολή ήταν χαλκευμένη, λογικά δεν θα είχε γραφτεί έτσι.
Συνήθως δεν αμφισβητείται ότι ο Παύλος υπήρξε ο συγγραφέας αυτής της επιστολής παρά μόνο από όσους ισχυρίζονται ότι δεν είναι δικές του και όλες οι άλλες επιστολές που αποδίδονται κατά κοινή ομολογία σε αυτόν. Ανάμεσα στις εξωβιβλικές μαρτυρίες οι οποίες υποστηρίζουν ότι ο Παύλος έγραψε αυτή την επιστολή είναι και ένα απόσπασμα που παραθέτει ο Ειρηναίος (περ. 180 Κ.Χ.) από αυτήν και το αποδίδει στον Παύλο.
Σε Ποιους Απευθυνόταν. Το ποιες εκκλησίες περιλαμβάνονταν στην έκφραση “οι εκκλησίες της Γαλατίας” (Γα 1:2) υπήρξε από παλιά θέμα αντιλογίας. Υπέρ του ισχυρισμού ότι επρόκειτο για εκκλησίες στο βόρειο τμήμα της επαρχίας της Γαλατίας που δεν κατονομάζονται, προβάλλεται το επιχείρημα ότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής ήταν εθνολογικά Γαλάτες, ενώ οι κάτοικοι του Ν όχι. Ωστόσο, ο Παύλος χρησιμοποιεί συνήθως στα συγγράμματά του τα επίσημα ρωμαϊκά ονόματα των επαρχιών, η δε επαρχία της Γαλατίας περιλάμβανε στην εποχή του και τις νότιες λυκαονικές πόλεις Ικόνιο, Λύστρα και Δέρβη, καθώς και την Αντιόχεια της Πισιδίας. Σε όλες αυτές τις πόλεις ο Παύλος είχε οργανώσει Χριστιανικές εκκλησίες κατά την πρώτη ευαγγελιστική του περιοδεία, όταν τον συνόδευε ο Βαρνάβας. Το ότι η επιστολή απευθυνόταν στις εκκλησίες των πόλεων Ικόνιο, Λύστρα, Δέρβη και Αντιόχεια της Πισιδίας συμφωνεί με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται λόγος στην επιστολή για τον Βαρνάβα, ως κάποιον που προφανώς γνώριζαν εκείνοι στους οποίους έγραφε ο Παύλος. (2:1, 9, 13) Πουθενά αλλού στις Γραφές δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο Βαρνάβας ήταν γνωστός σε Χριστιανούς στο βόρειο τμήμα της Γαλατίας ή ότι ο Παύλος ταξίδεψε καν σε εκείνη την περιοχή.
Η επιφώνηση «Ασύνετοι Γαλάτες» από μέρους του Παύλου δεν αποδεικνύει ότι αυτός είχε κατά νου μία μόνο συγκεκριμένη εθνότητα προερχόμενη αποκλειστικά από τους Κέλτες του βόρειου τμήματος της Γαλατίας. (Γα 3:1) Αντίθετα, ο Παύλος επέπληττε ορισμένα άτομα στις τοπικές εκκλησίες επειδή είχαν επιτρέψει στον εαυτό τους να επηρεαστεί από έναν πυρήνα Ιουδαϊζόντων ανάμεσά τους, Ιουδαίων που προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη δική τους δικαιοσύνη μέσω της διευθέτησης του Μωσαϊκού Νόμου και όχι τη “δικαιοσύνη λόγω πίστης” την οποία χορηγούσε η νέα διαθήκη. (2:15–3:14· 4:9, 10) Από φυλετική άποψη, οι «εκκλησίες της Γαλατίας» (1:2) στις οποίες έγραψε ο Παύλος αποτελούσαν μείγμα Ιουδαίων και μη Ιουδαίων, στους οποίους μη Ιουδαίους συγκαταλέγονταν περιτμημένοι προσήλυτοι αλλά και απερίτμητοι Εθνικοί, αναμφίβολα δε ορισμένοι ήταν κελτικής καταγωγής. (Πρ 13:14, 43· 16:1· Γα 5:2) Όλοι μαζί αυτοί προσδιορίστηκαν ως Γαλάτες Χριστιανοί επειδή η περιοχή στην οποία ζούσαν ονομαζόταν Γαλατία. Ολόκληρη η επιστολή δίνει την αίσθηση ότι ο Παύλος έγραφε σε ανθρώπους που γνώριζε καλά στο νότιο τμήμα αυτής της ρωμαϊκής επαρχίας, όχι σε τελείως αγνώστους στο βόρειο τομέα, τον οποίο προφανώς δεν επισκέφτηκε ποτέ.
Χρόνος Συγγραφής. Η περίοδος που καλύπτεται από το βιβλίο είναι ακαθόριστη, αλλά ο χρόνος της συγγραφής έχει υπολογιστεί κατά προσέγγιση μεταξύ του 50 και του 52 Κ.Χ. Το εδάφιο Γαλάτες 4:13 υπαινίσσεται ότι ο Παύλος είχε επισκεφτεί τουλάχιστον δύο φορές τους Γαλάτες προτού γράψει την επιστολή. Τα κεφάλαια 13 και 14 των Πράξεων των Αποστόλων εξιστορούν μια επίσκεψη του Παύλου και του Βαρνάβα στις νότιες πόλεις της Γαλατίας που έλαβε χώρα περίπου το 47 ως 48 Κ.Χ. Κατόπιν, μετά τη συνεδρίαση που έγινε στην Ιερουσαλήμ για το ζήτημα της περιτομής, περίπου το 49 Κ.Χ., ο Παύλος, μαζί με τον Σίλα, επέστρεψε στη Δέρβη και στα Λύστρα της Γαλατίας, καθώς και σε άλλες πόλεις όπου ο ίδιος και ο Βαρνάβας “είχαν διαγγείλει το λόγο του Ιεχωβά” (Πρ 15:36–16:1) κατά την πρώτη περιοδεία. Προφανώς έπειτα από αυτό, ενόσω βρισκόταν σε κάποιο άλλο σημείο της δεύτερης ιεραποστολικής περιοδείας του ή αφού είχε επιστρέψει στη βάση του, την Αντιόχεια της Συρίας, ο Παύλος έμαθε τα νέα που τον παρακίνησαν να γράψει στις «εκκλησίες της Γαλατίας».
Αν ο Παύλος έγραψε αυτή την επιστολή μέσα στον ενάμιση χρόνο που έμεινε στην Κόρινθο (Πρ 18:1, 11), τότε ο χρόνος συγγραφής πιθανώς τοποθετείται ανάμεσα στο φθινόπωρο του 50 και στην άνοιξη του 52 Κ.Χ., βασικά την ίδια περίοδο κατά την οποία έγραψε τις κανονικές επιστολές του προς τους Θεσσαλονικείς.
Αν έγραψε την επιστολή στη διάρκεια της μικρής στάσης που έκανε στην Έφεσο ή αφού επέστρεψε στην Αντιόχεια της Συρίας και “πέρασε λίγο καιρό εκεί” (Πρ 18:22, 23), τότε αυτό πρέπει να έγινε γύρω στο 52 Κ.Χ. Ωστόσο, είναι απίθανο να την έγραψε στην Έφεσο τόσο λόγω της σύντομης παραμονής του εκεί όσο και επειδή, αν βρισκόταν τόσο κοντά όταν άκουσε για την παρεκτροπή στη Γαλατία, λογικά θα είχε επισκεφτεί προσωπικά τους αδελφούς ή θα είχε εξηγήσει στην επιστολή του γιατί δεν ήταν δυνατόν να τους επισκεφτεί τότε.
Σύμφωνα με την επιστολή του, οι Γαλάτες “μετατοπίζονταν πολύ γρήγορα από Εκείνον που τους κάλεσε” (Γα 1:6), πράγμα που ίσως υποδηλώνει ότι ο Παύλος την έγραψε λίγο καιρό αφότου τους είχε επισκεφτεί. Αλλά ακόμη και αν η επιστολή δεν γράφτηκε παρά μόνο το 52 Κ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας, το διάστημα ήταν και πάλι σχετικά μικρό για τέτοια παρεκτροπή.
Κανονικότητα. Οι πρώτες αποδείξεις για την κανονικότητα του βιβλίου υπάρχουν στο Μουρατόρειο Απόσπασμα και στα συγγράμματα του Ειρηναίου, του Κλήμεντος του Αλεξανδρέα, του Τερτυλλιανού και του Ωριγένη. Αυτοί οι άντρες ανέφεραν το βιβλίο ονομαστικά μαζί με τα περισσότερα ή με όλα τα άλλα 26 βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Η επιστολή κατονομάζεται στο συντομευμένο κανόνα του Μαρκίωνος, αναφέρεται δε έμμεσα σε αυτήν ακόμη και ο Κέλσος, ο οποίος ήταν εχθρός της Χριστιανοσύνης. Όλοι οι σημαντικοί κατάλογοι με τα βιβλία του κανόνα των θεόπνευστων Γραφών, τουλάχιστον ως τον καιρό της Τρίτης Συνόδου της Καρχηδόνας, το 397 Κ.Χ., περιλάμβαναν την επιστολή προς τους Γαλάτες. Σήμερα, η επιστολή αυτή διασώζεται, μαζί με άλλες οχτώ θεόπνευστες επιστολές του Παύλου, στον Πάπυρο Τσέστερ Μπίτι Αρ. 2 (P46), ένα χειρόγραφο που τοποθετείται γύρω στο 200 Κ.Χ. Αυτό αποδεικνύει ότι οι πρώτοι Χριστιανοί αποδέχονταν την επιστολή προς τους Γαλάτες ως μια από τις επιστολές του Παύλου. Άλλα αρχαία χειρόγραφα, όπως το Σιναϊτικό, το Αλεξανδρινό, το Βατικανό Αρ. 1209, ο παλίμψηστος Κώδικας του Εφραίμ και ο Κλαρομοντάνιος Κώδικας, καθώς επίσης η συριακή Πεσίτα, περιλαμβάνουν και αυτά την επιστολή προς τους Γαλάτες. Επίσης, η επιστολή βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα άλλα συγγράμματα του Παύλου και με τις υπόλοιπες Γραφές από τις οποίες παραθέτει συχνά.
Καταστάσεις που Συνδέονται με την Επιστολή. Η επιστολή απηχεί πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Γαλατών την εποχή του Παύλου. Κέλτες από τη Γαλατία της Ευρώπης, ερχόμενοι από το Β, είχαν καταλάβει την περιοχή τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ., και ως εκ τούτου η κελτική επιρροή στη χώρα ήταν ισχυρή. Οι Κέλτες, ή αλλιώς Γαλάτες, θεωρούνταν άγριος και βάρβαρος λαός, λεγόταν δε ότι πρόσφεραν τους αιχμαλώτους πολέμου ως ανθρωποθυσίες. Επίσης, στη ρωμαϊκή λογοτεχνία έχουν περιγραφεί ως πολύ συναισθηματικός, δεισιδαιμονικός λαός, ο οποίος αρεσκόταν στις πολλές τελετουργίες, και αυτό το θρησκευτικό γνώρισμα θα μπορούσε να τους εμποδίσει να δεχτούν τη Χριστιανοσύνη—μια θρησκεία τελείως απαλλαγμένη από τελετουργικά τυπικά.
Έτσι λοιπόν, στις εκκλησίες της Γαλατίας ίσως υπήρχαν πολλοί οι οποίοι ακολουθούσαν προηγουμένως αυτή την πορεία ως ειδωλολάτρες, καθώς επίσης πολλοί Ιουδαίοι που είχαν μεταστραφεί στη Χριστιανοσύνη και δεν είχαν απαλλαχτεί τελείως από τη σχολαστική τήρηση των τελετών και των άλλων υποχρεώσεων του Μωσαϊκού Νόμου. Ο ευμετάβλητος, άστατος χαρακτήρας που αποδίδεται στους Γαλάτες κελτικής καταγωγής ίσως εξηγεί πώς ήταν δυνατόν κάποιοι στις εκκλησίες της Γαλατίας να είναι τη μια στιγμή ζηλωτές για την αλήθεια του Θεού ενώ λίγο αργότερα να αποτελέσουν εύκολη λεία για τους αντιπάλους της αλήθειας, οι οποίοι επέμεναν στη σχολαστική τήρηση του Νόμου και εξακολουθούσαν να έχουν την άποψη ότι η περιτομή και άλλες απαιτήσεις του Νόμου ήταν αναγκαίες για τη σωτηρία.
Οι Ιουδαΐζοντες, όπως θα μπορούσαν να αποκληθούν αυτοί οι εχθροί της αλήθειας, προφανώς διατηρούσαν ανοιχτό το θέμα της περιτομής ακόμη και αφού οι απόστολοι και άλλοι πρεσβύτεροι στην Ιερουσαλήμ το είχαν επιλύσει. Ίσως επίσης κάποιοι από τους Γαλάτες Χριστιανούς να συμβιβάστηκαν με το χαμηλό ηθικό επίπεδο του πληθυσμού, όπως μπορεί να συναχθεί από το άγγελμα της επιστολής που παρουσιάζεται από το 13ο εδάφιο του 5ου κεφαλαίου μέχρι το τέλος. Ούτως ή άλλως, όταν τα νέα για την παρεκτροπή τους έφτασαν στον απόστολο Παύλο, εκείνος υποκινήθηκε να γράψει αυτή την επιστολή με την οποία έδωσε ξεκάθαρη συμβουλή και ισχυρή ενθάρρυνση. Είναι φανερό ότι ο άμεσος σκοπός του όταν την έγραφε ήταν να επικυρώσει την αποστολική του ιδιότητα, να αντικρούσει τις ψεύτικες διδασκαλίες των Ιουδαϊζόντων και να ενισχύσει τους αδελφούς στις εκκλησίες της Γαλατίας.
Οι Ιουδαΐζοντες ήταν πανούργοι και ανειλικρινείς. (Πρ 15:1· Γα 2:4) Ισχυριζόμενοι ότι εκπροσωπούσαν την εκκλησία της Ιερουσαλήμ, αυτοί οι ψευδοδιδάσκαλοι εναντιώνονταν στον Παύλο και αμφισβητούσαν τη θέση του ως αποστόλου. Ήθελαν να περιτέμνονται οι Χριστιανοί, όχι επειδή ενδιαφέρονταν για το καλό των Γαλατών, αλλά για να παρουσιάσουν μια εικόνα των πραγμάτων που θα κατεύναζε τους Ιουδαίους, με αποτέλεσμα να μην προβάλλουν αυτοί τόσο σφοδρή εναντίωση. Οι Ιουδαΐζοντες δεν ήθελαν να διώκονται για τον Χριστό.—Γα 6:12, 13.
Για να πετύχουν το σκοπό τους, ισχυρίζονταν ότι ο Παύλος είχε λάβει το διορισμό του «από δεύτερο χέρι», ότι είχε διοριστεί από κάποιους άντρες εξέχοντες στη Χριστιανική εκκλησία—όχι απευθείας από τον Χριστό Ιησού. (Γα 1:11, 12, 15-20) Ήθελαν να ακολουθήσουν οι Γαλάτες τους ίδιους (4:17), προκειμένου δε να εκμηδενίσουν την επιρροή του Παύλου έπρεπε πρώτα να τον απογυμνώσουν από την αποστολική του ιδιότητα. Προφανώς ισχυρίζονταν ότι ο Παύλος κήρυττε την περιτομή, όταν αυτό τον βόλευε. (1:10· 5:11) Προσπαθούσαν να κατασκευάσουν ένα θρησκευτικό κράμα Χριστιανοσύνης και Ιουδαϊσμού, χωρίς να αρνούνται ευθέως τον Χριστό, αλλά επιχειρηματολογώντας ότι η περιτομή θα ωφελούσε τους Γαλάτες, θα τους βοηθούσε να προοδεύσουν στη Χριστιανοσύνη και, επιπλέον, μέσω αυτής θα γίνονταν γιοι του Αβραάμ, στον οποίο είχε δοθεί αρχικά η διαθήκη της περιτομής.—3:7.
Ο Παύλος αντέκρουσε πλήρως τους ισχυρισμούς αυτών των ψευδοχριστιανών και εποικοδόμησε τους Γαλάτες αδελφούς ώστε να μείνουν σταθεροί στον Χριστό. Είναι ενθαρρυντικό να επισημάνουμε ότι οι εκκλησίες της Γαλατίας παρέμειναν όντως πιστές στον Χριστό και στάθηκαν ως στύλοι της αλήθειας. Ο απόστολος Παύλος τις επισκέφτηκε στην τρίτη ιεραποστολική του περιοδεία (Πρ 18:23), ο δε απόστολος Πέτρος απηύθυνε την πρώτη του επιστολή, μεταξύ άλλων, και στους Γαλάτες.—1Πε 1:1.
[Πλαίσιο στη σελίδα 562]
ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΑΛΑΤΕΣ
Επιστολή στην οποία τονίζεται ότι πρέπει να υπάρχει εκτίμηση για την ελευθερία που έχουν οι αληθινοί Χριστιανοί μέσω του Ιησού Χριστού
Γράφτηκε έναν χρόνο ή ίσως μερικά χρόνια αφότου οι Γαλάτες ενημερώθηκαν για την απόφαση του κυβερνώντος σώματος, σύμφωνα με την οποία η περιτομή δεν αποτελεί απαίτηση για τους Χριστιανούς
Ο Παύλος υπερασπίζεται την αποστολική του ιδιότητα
Ο Παύλος δεν έλαβε την αποστολική του ιδιότητα από ανθρώπους, αλλά μέσω διορισμού από τον Ιησού Χριστό και από τον Πατέρα· δεν συσκέφθηκε με τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ προτού αρχίσει να διακηρύττει τα καλά νέα· πέρασαν τρία χρόνια προτού επισκεφτεί σύντομα τον Κηφά και τον Ιάκωβο (1:1, 13-24)
Τα καλά νέα που εξήγγελλε τα έλαβε, όχι από ανθρώπους, αλλά μέσω αποκάλυψης από τον Ιησού Χριστό (1:10-12)
Λόγω αποκάλυψης, ο Παύλος πήγε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Βαρνάβα και τον Τίτο για το ζήτημα της περιτομής· ο Παύλος δεν έμαθε τίποτα καινούριο από τον Ιάκωβο, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, αλλά εκείνοι αναγνώρισαν ότι είχε εξουσιοδοτηθεί να είναι απόστολος για τα έθνη (2:1-10)
Στην Αντιόχεια, όταν ο Πέτρος, ενεργώντας εσφαλμένα, αποχωρίστηκε από τους μη Ιουδαίους πιστούς φοβούμενος ορισμένους επισκέπτες αδελφούς από την Ιερουσαλήμ, ο Παύλος τον έλεγξε (2:11-14)
Ο άνθρωπος ανακηρύσσεται δίκαιος μόνο μέσω πίστης στον Χριστό, όχι μέσω έργων νόμου
Αν κάποιος μπορούσε να ανακηρυχτεί δίκαιος μέσω έργων νόμου, ο θάνατος του Χριστού θα ήταν περιττός (2:15-21)
Οι Γαλάτες έλαβαν το πνεύμα του Θεού λόγω του ότι ανταποκρίθηκαν με πίστη στα καλά νέα, όχι λόγω έργων νόμου (3:1-5)
Αληθινοί γιοι του Αβραάμ είναι όσοι έχουν πίστη σαν τη δική του (3:6-9, 26-29)
Επειδή δεν είναι σε θέση να τηρήσουν το Νόμο τέλεια, όσοι επιζητούν να αποδειχτούν δίκαιοι μέσω έργων του Νόμου είναι κάτω από κατάρα (3:10-14)
Ο Νόμος δεν ακύρωσε την υπόσχεση η οποία συνδεόταν με την Αβραμιαία διαθήκη, αλλά έκανε φανερές τις παραβάσεις και λειτούργησε ως παιδαγωγός που οδήγησε στον Χριστό (3:15-25)
Να μένετε σταθεροί στη Χριστιανική ελευθερία
Ο Ιησούς Χριστός, μέσω του θανάτου του, απελευθέρωσε εκείνους που ήταν κάτω από νόμο, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να γίνουν γιοι του Θεού (4:1-7)
Επιστρέφοντας κάποιος σε μια διευθέτηση τήρησης ημερών, μηνών, εποχών και ετών θα ξαναγινόταν δούλος και θα βρισκόταν σε θέση παρόμοια με του Ισμαήλ, του γιου της υπηρέτριας Άγαρ· μαζί με τη μητέρα του, αυτός αποπέμφθηκε από το σπιτικό του Αβραάμ (4:8-31)
Έχοντας ελευθερωθεί από την αμαρτία και μη δεσμευόμενοι πλέον από το Νόμο, έπρεπε να αντιστέκονται σε οποιονδήποτε ήθελε να τους υποκινήσει να δεχτούν ζυγό δουλείας (1:6-9· 5:1-12· 6:12-16)
Μην κάνετε κατάχρηση της ελευθερίας σας αλλά να είστε δεκτικοί στην επίδραση του πνεύματος του Θεού, εκδηλώνοντας τον καρπό αυτού του πνεύματος στη ζωή σας και απορρίπτοντας τα έργα της σάρκας (5:13-26)
Να διορθώνετε με πνεύμα πραότητας όποιον κάνει κάποιο εσφαλμένο βήμα· όλοι, όμως, είναι υποχρεωμένοι να βαστάζουν ατομικά το δικό τους φορτίο ευθύνης (6:1-5)