ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ
Η ιδέα της τελειότητας μεταδίδεται από εβραϊκούς όρους προερχόμενους από ρήματα όπως το καλάλ (τελειοποιώ [παράβαλε Ιεζ 27:4]), το σαλάμ (ολοκληρώνομαι [παράβαλε Ησ 60:20]) και το ταμάμ (τελειώνω, φτάνω σε τελειότητα [παράβαλε Ψλ 102:27· Ησ 18:5]). Στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών οι λέξεις τέλειος, τελειότης και τελειόω χρησιμοποιούνται με παρόμοιο τρόπο, μεταδίδοντας τις ακόλουθες έννοιες: ολοκληρώνω, καθιστώ κάτι πλήρες (Λου 8:14· 2Κο 12:9· Ιακ 1:4), είμαι πλήρως αναπτυγμένος, ενήλικος ή ώριμος (1Κο 14:20· Εβρ 5:14), έχω επιτύχει τον κατάλληλο ή προσδιορισμένο σκοπό ή στόχο (Ιωα 19:28· Φλπ 3:12).
Η Σπουδαιότητα της Ορθής Άποψης. Για να έχει κάποιος ορθή κατανόηση της Αγίας Γραφής δεν πρέπει να κάνει το κοινό σφάλμα να νομίζει ότι καθετί που αποκαλείται «τέλειο» είναι τέλειο με την απόλυτη έννοια, δηλαδή σε άπειρο βαθμό, απεριόριστα. Η τελειότητα με αυτή την απόλυτη έννοια χαρακτηρίζει μόνο τον Δημιουργό, τον Ιεχωβά Θεό. Ως εκ τούτου ο Ιησούς μπορούσε να πει για τον πατέρα του: «Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός». (Μαρ 10:18) Ο Ιεχωβά είναι ασύγκριτος από πλευράς υπεροχής, άξιος κάθε αίνου, υπέρτατος ως προς τις έξοχες ιδιότητες και δυνάμεις του, έτσι ώστε «μόνο το δικό του όνομα είναι άφταστα υψηλό». (Ψλ 148:1-13· Ιωβ 36:3, 4, 26· 37:16, 23, 24· Ψλ 145:2-10, 21) Ο Μωυσής εξύμνησε την τελειότητα του Θεού, λέγοντας: «Διότι θα διακηρύξω το όνομα του Ιεχωβά. Αποδώστε μεγαλοσύνη στον Θεό μας! Ο Βράχος—οι ενέργειές του είναι τέλειες, διότι όλες οι οδοί του είναι δικαιοσύνη. Θεός πιστότητας στον οποίο δεν υπάρχει αδικία· δίκαιος και ευθύς είναι αυτός». (Δευ 32:3, 4) Όλες οι οδοί του Θεού, τα λόγια του και ο νόμος του είναι τέλεια, καθαρά, χωρίς κανένα ψεγάδι ή ελάττωμα. (Ψλ 18:30· 19:7· Ιακ 1:17, 25) Δεν υπάρχει ποτέ βάσιμη αιτία για ένσταση, μομφή ή επίκριση σε βάρος του Ίδιου ή των ενεργειών Του. Απεναντίας, Του οφείλεται πάντοτε αίνος.—Ιωβ 36:22-24.
Οποιαδήποτε άλλη τελειότητα είναι σχετική. Επομένως, η τελειότητα οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή πράγματος είναι σχετική, όχι απόλυτη. (Παράβαλε Ψλ 119:96.) Αυτό σημαίνει ότι κάτι είναι «τέλειο» σύμφωνα, δηλαδή σε σχέση, με το σκοπό ή το στόχο για τον οποίο προορίζεται από το σχεδιαστή ή τον κατασκευαστή του, ή με τη χρήση στην οποία πρόκειται να υποβληθεί από τον αποδέκτη ή το χρήστη του. Αυτή καθαυτή η έννοια της τελειότητας προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου ο οποίος αποφασίζει πότε έχει επιτευχθεί η «πληρότητα», ποια είναι τα κριτήρια της αρτιότητας, ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται και ποιες λεπτομέρειες είναι ουσιώδεις. Σε τελική ανάλυση, ο Θεός, ο Δημιουργός, είναι ο οριστικός Κριτής της τελειότητας, Αυτός που θέτει τους κανόνες με βάση τους δικούς του δίκαιους σκοπούς και τα δίκαια συμφέροντά του.—Ρω 12:2· βλέπε ΙΕΧΩΒΑ (Θεός ηθικών κανόνων).
Για παράδειγμα, ο πλανήτης Γη ήταν ένα από τα δημιουργήματα του Θεού, και στο τέλος έξι δημιουργικών “ημερών” εργασίας σε σχέση με αυτήν, ο Θεός χαρακτήρισε το αποτέλεσμα «πολύ καλό». (Γε 1:31) Η γη ανταποκρινόταν στα δικά του υπέρτατα κριτήρια αρτιότητας και, ως εκ τούτου, ήταν τέλεια. Ωστόσο, ο Θεός ανέθεσε κατόπιν στον άνθρωπο να την “καθυποτάξει”, προφανώς με την έννοια του να καλλιεργήσει τη γη και να κάνει ολόκληρο τον πλανήτη, και όχι μόνο την Εδέμ, κήπο του Θεού.—Γε 1:28· 2:8.
Η σκηνή της μαρτυρίας, που κατασκευάστηκε στην έρημο κατ’ εντολήν του Θεού και σύμφωνα με τις δικές του προδιαγραφές, χρησίμευσε ως εξεικονιστικός τύπος ή προφητικό πρότυπο, σε μικρογραφία, μιας «μεγαλύτερης και τελειότερης σκηνής», της οποίας τα Άγια των Αγίων είναι η ουράνια κατοικία του Ιεχωβά όπου εισήλθε ο Χριστός Ιησούς ως Αρχιερέας. (Εβρ 9:11-14, 23, 24) Η επίγεια σκηνή ήταν τέλεια από την άποψη ότι πληρούσε τις απαιτήσεις του Θεού, εξυπηρετούσε το σκοπό για τον οποίο προοριζόταν. Ωστόσο, όταν ο σκοπός του Θεού σχετικά με τη σκηνή της μαρτυρίας επιτεύχθηκε, αυτή σταμάτησε να χρησιμοποιείται και έπαψε να υπάρχει. Η τελειότητα αυτού το οποίο αντιπροσώπευε ήταν πολύ ανώτερη.
Η πόλη της Ιερουσαλήμ με το λόφο της Σιών αποκαλούνταν «η τελειότητα της ομορφιάς». (Θρ 2:15· Ψλ 50:2) Αυτό δεν σημαίνει ότι και η παραμικρή πτυχή της όψης της πόλης χαρακτηριζόταν από ανυπέρβλητο κάλλος. Τουναντίον, η συγκεκριμένη δήλωση συνδέεται με το γεγονός ότι ο Θεός χρησιμοποιούσε αυτή την πόλη, οπότε η ομορφιά της οφειλόταν στη λαμπρότητα που της προσέδωσε εκείνος, καθιστώντας την πρωτεύουσα των χρισμένων βασιλιάδων του και τοποθεσία του ναού του. (Ιεζ 16:14) Η πλούσια εμπορική πόλη της Τύρου παριστάνεται ως πλοίο του οποίου οι κατασκευαστές, εκείνοι που εργάζονταν για τα υλικά συμφέροντα της πόλης, είχαν “τελειοποιήσει την ομορφιά του”, γεμίζοντάς το με πολυτελή προϊόντα από πολλές χώρες.—Ιεζ 27:3-25.
Έτσι λοιπόν, σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζονται τα συμφραζόμενα για να διαπιστωθεί πώς ή σε σχέση με τι εννοείται η τελειότητα.
Η Τελειότητα του Μωσαϊκού Νόμου. Ο Νόμος που δόθηκε στον Ισραήλ μέσω του Μωυσή περιλάμβανε μεταξύ άλλων στις διατάξεις του την εγκαθίδρυση ενός ιερατείου και την προσφορά διαφόρων θυσιών ζώων. Αν και ο Νόμος προερχόταν από τον Θεό, και επομένως ήταν τέλειος, ούτε αυτός ούτε το ιερατείο του ούτε οι θυσίες έφεραν τελειότητα σε όσους υπόκειντο σε αυτόν, όπως δείχνει ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος. (Εβρ 7:11, 19· 10:1) Αντί να ελευθερώνει από την αμαρτία και το θάνατο, στην πραγματικότητα έκανε την αμαρτία πιο φανερή. (Ρω 3:20· 7:7-13) Ωστόσο, όλες αυτές οι θεϊκές προμήθειες εξυπηρέτησαν το σκοπό για τον οποίο τις είχε προορίσει ο Θεός. Ο Νόμος λειτούργησε ως «παιδαγωγός» για να οδηγήσει τους ανθρώπους στον Χριστό, όντας τέλεια «σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων». (Γα 3:19-25· Εβρ 10:1) Επομένως, όταν ο Παύλος κάνει λόγο για «μια ανεπάρκεια στο Νόμο, καθόσον ήταν αδύναμος μέσω της σάρκας» (Ρω 8:3), αναφέρεται προφανώς στο γεγονός ότι ο σαρκικός Ιουδαίος αρχιερέας (ο οποίος είχε κατασταθεί υπεύθυνος από το Νόμο για τις θυσίες και ο οποίος έμπαινε στα Άγια των Αγίων την Ημέρα της Εξιλέωσης με αίμα θυσιών) ήταν ανίκανος να «σώζει πλήρως» αυτούς που υπηρετούσε, όπως εξηγούν τα εδάφια Εβραίους 7:11, 18-28. Αν και η προσφορά θυσιών μέσω του Ααρωνικού ιερατείου εξασφάλιζε στο λαό δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού, δεν τους απάλλασσε πλήρως ή τελείως από τη συναίσθηση της αμαρτίας. Ο απόστολος αναφέρεται σε αυτό λέγοντας ότι οι θυσίες εξιλέωσης δεν μπορούσαν «να τελειοποιήσουν εκείνους που πλησιάζουν», δηλαδή σε ό,τι αφορούσε τη συνείδησή τους. (Εβρ 10:1-4· παράβαλε Εβρ 9:9.) Ο αρχιερέας ήταν ανίκανος να καταβάλει το λυτρωτικό αντίτιμο που χρειαζόταν για να επιτευχθεί αληθινή απολύτρωση από την αμαρτία. Μόνο η διαρκής ιερατική υπηρεσία του Χριστού και η αποτελεσματική θυσία του το επιτυγχάνουν αυτό.—Εβρ 9:14· 10:12-22.
Ο Νόμος ήταν «άγιος» και «καλός» (Ρω 7:12, 16), και οποιοσδήποτε κατάφερνε να ζήσει σε πλήρη αρμονία με αυτόν τον τέλειο Νόμο θα αποδεικνυόταν τέλειος άνθρωπος, άξιος για ζωή. (Λευ 18:5· Ρω 10:5· Γα 3:12) Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Νόμος έφερνε καταδίκη αντί για ζωή, όχι επειδή δεν ήταν καλός, αλλά εξαιτίας της ατελούς, αμαρτωλής φύσης όσων υπόκειντο σε αυτόν. (Ρω 7:13-16· Γα 3:10-12, 19-22) Ο τέλειος Νόμος έκανε την ατέλεια και την αμαρτωλότητά τους ιδιαίτερα φανερή. (Ρω 3:19, 20· Γα 3:19, 22) Από αυτή την άποψη ο Νόμος βοήθησε επίσης στον προσδιορισμό του Ιησού ως Μεσσία, επειδή μόνο αυτός ήταν σε θέση να εφαρμόσει το Νόμο από κάθε άποψη, αποδεικνύοντας ότι ήταν τέλειος άνθρωπος.—Ιωα 8:46· 2Κο 5:21· Εβρ 7:26.
Η Τελειότητα της Αγίας Γραφής. Οι Άγιες Γραφές είναι ένα τέλειο άγγελμα από τον Θεό, καθαρό, αγνό και αληθινό. (Ψλ 12:6· 119:140, 160· Παρ 30:5· Ιωα 17:17) Παρ’ όλο που έπειτα από χιλιάδες χρόνια αντιγραφής έχουν προκύψει σαφώς κάποιες παραλλαγές από τα πρωτότυπα συγγράμματα, αυτές είναι ομολογουμένως τόσο αμελητέες, ώστε, ακόμη και αν τα σημερινά αντίγραφα και οι μεταφράσεις μας δεν είναι απόλυτα αλάνθαστα, το θεϊκό άγγελμα που μεταφέρουν είναι.
Ορισμένοι ίσως θεωρούν ότι η Αγία Γραφή δεν διαβάζεται τόσο εύκολα όσο άλλα βιβλία, ότι απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια και συγκέντρωση. Ίσως μάλιστα βρίσκουν πολλά ακατανόητα σημεία. Μερικά άτομα με επικριτική διάθεση μπορεί να επιμένουν ότι για να είναι τέλεια η Αγία Γραφή δεν θα έπρεπε να περιέχει ούτε καν κάποιες επιφανειακές διαφορές ή κάποια σημεία που, σύμφωνα με τα κριτήριά τους, φαίνεται να συνιστούν ασυνέπειες. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν μειώνει την τελειότητα της Αγίας Γραφής. Αυτό συμβαίνει επειδή το πραγματικό μέτρο της τελειότητάς της είναι το γεγονός ότι ανταποκρίνεται στα κριτήρια αρτιότητας που έχει θέσει ο Ιεχωβά Θεός, καθώς επίσης το γεγονός ότι εκπληρώνει το στόχο ή το σκοπό για τον οποίο την έχει προορίσει αυτός, ως ο πραγματικός Συγγραφέας της, και το ότι δεν περιέχει κανένα ψεύδος, ως ο εκπεφρασμένος Λόγος του Θεού της αλήθειας. Ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει την τελειότητα “των αγίων συγγραμμάτων” λέγοντας: «Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για τακτοποίηση ζητημάτων, για διαπαιδαγώγηση στη δικαιοσύνη, ώστε ο άνθρωπος του Θεού να είναι πλήρως ικανός, απόλυτα εξοπλισμένος για κάθε καλό έργο». (2Τι 3:15-17) Τα οφέλη που αποκόμιζε το έθνος του Ισραήλ από τις Εβραϊκές Γραφές εφόσον τις τηρούσε, τα οφέλη για τη Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνα από ολόκληρη τη Γραφή και τα οφέλη που παρέχει η Αγία Γραφή σε ανθρώπους σήμερα πιστοποιούν ότι συνιστά ιδεώδες μέσο το οποίο χρησιμοποιεί ο Θεός για να εκπληρώσει το σκοπό του.—Παράβαλε 1Κο 1:18.
Η γενική ιδέα που μεταδίδουν οι Γραφές, περιλαμβανομένων των διδασκαλιών του Γιου του Θεού, είναι ότι η απόκτηση κατανόησης γύρω από τους σκοπούς του Θεού, η εκτέλεση του θελήματός του και η σωτηρία για ζωή εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την καρδιά του ατόμου. (1Σα 16:7· 1Χρ 28:9· Παρ 4:23· 21:2· Ματ 15:8· Λου 8:5-15· Ρω 10:10) Η Αγία Γραφή έχει τη μοναδική ικανότητα να «διακρίνει σκέψεις και προθέσεις της καρδιάς», αποκαλύπτοντας τι είναι πραγματικά κάποιος. (Εβρ 4:12, 13) Από τις Γραφές γίνεται σαφές ότι ο Θεός δεν κατέστησε την απόκτηση γνώσης σχετικά με τον εαυτό του εφικτή χωρίς κόπο. (Παράβαλε Παρ 2:1-14· 8:32-36· Ησ 55:6-11· Ματ 7:7, 8.) Επίσης γίνεται φανερό ότι ο Θεός έχει φροντίσει να αποκαλυφτούν οι σκοποί του στους ταπεινούς και να μείνουν κρυμμένοι από τους υπερόπτες, επειδή “αυτός είναι ο τρόπος ενέργειας που έχει επιδοκιμάσει”. (Ματ 11:25-27· 13:10-15· 1Κο 2:6-16· Ιακ 4:6) Επομένως, το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι των οποίων η καρδιά δεν ανταποκρίνεται στο άγγελμα της Αγίας Γραφής βρίσκουν σε αυτήν πράγματα που, κατά τη γνώμη τους, τους δικαιώνουν για το ότι απορρίπτουν το άγγελμα, τον έλεγχο και τη διαπαιδαγώγηση που παρέχει αυτή δεν σημαίνει ότι η Αγία Γραφή έχει κάποια ατέλεια. Απεναντίας, επιβεβαιώνει τα Γραφικά σημεία που μόλις αναφέρθηκαν και, επομένως, καταδεικνύει την τελειότητα της Αγίας Γραφής, σύμφωνα με την άποψη του Συγγραφέα της, του οποίου η άποψη είναι η μόνη που έχει καθοριστική σημασία. (Ησ 29:13, 14· Ιωα 9:39· Πρ 28:23-27· Ρω 1:28) Τα πράγματα που σχετίζονται με το Λόγο και την οδό του Θεού, και τα οποία οι κατά κόσμον σοφοί θεωρούν “ανόητα” ή “αδύναμα”, αποδεικνύονται από το χρόνο, αλλά και στην πράξη, ανώτερα σε σοφία και ισχύ από τις θεωρίες, τις φιλοσοφίες και τους συλλογισμούς των ανθρώπινων επικριτών.—1Κο 1:22-25· 1Πε 1:24, 25.
Η πίστη εξακολουθεί να αποτελεί ουσιώδη απαίτηση για την κατανόηση και την εκτίμηση του τέλειου Λόγου του Θεού. Ένα άτομο μπορεί να πιστεύει ότι η Αγία Γραφή θα έπρεπε να περιέχει λεπτομέρειες και εξηγήσεις που να αποκαλύπτουν γιατί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εκδήλωσε ο Θεός την επιδοκιμασία του ή την αποδοκιμασία του ή γιατί ακολούθησε μια ορισμένη πορεία ενέργειας. Το άτομο αυτό μπορεί επίσης να πιστεύει ότι άλλες λεπτομέρειες που περιέχονται στην Αγία Γραφή είναι περιττές. Ωστόσο θα πρέπει να αντιληφθεί ότι, αν η Αγία Γραφή ικανοποιούσε ανθρώπινα κριτήρια, όπως τα δικά του, αυτό δεν θα αποδείκνυε ότι είναι θεϊκά τέλεια. Ο Ιεχωβά, εκθέτοντας το πόσο λανθασμένη είναι μια τέτοια άποψη, διακηρύττει την ανωτερότητα των δικών του σκέψεων και οδών σε σύγκριση με των ανθρώπων και εγγυάται ότι ο λόγος του θα «έχει βέβαιη επιτυχία» στην εκπλήρωση του σκοπού Του. (Ησ 55:8-11· Ψλ 119:89) Αυτό ακριβώς σημαίνει τελειότητα, όπως δείχνουν οι ορισμοί στην εισαγωγή αυτού του λήμματος.
Τελειότητα και Ελεύθερη Βούληση. Οι παραπάνω πληροφορίες μάς βοηθούν να κατανοήσουμε πώς ήταν δυνατόν να γίνουν ανυπάκουα κάποια τέλεια πλάσματα του Θεού. Αν κάποιος το θεωρεί αυτό ασύμβατο με την τελειότητα, αγνοεί την έννοια του όρου και την έχει υποκαταστήσει με μια προσωπική αντίληψη που συγκρούεται με τα γεγονότα. Ο Θεός φρόντισε να είναι τα νοήμονα πλάσματά του ελεύθεροι ηθικοί παράγοντες, να έχουν το προνόμιο και την ευθύνη της λήψης προσωπικών αποφάσεων για την πορεία που πρόκειται να ακολουθήσουν. (Δευ 30:19, 20· Ιη 24:15) Είναι φανερό ότι αυτό ίσχυε για το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι, και έτσι ήταν δυνατόν να τεθεί σε δοκιμή η αφοσίωσή τους στον Θεό. (Γε 2:15-17· 3:2, 3) Ο Ιεχωβά, ως ο Πλάστης τους, γνώριζε τι ήθελε από αυτούς, και από τις Γραφές καθίσταται σαφές ότι δεν ήθελε υπακοή αυτόματη, στην ουσία μηχανική, αλλά λατρεία και υπηρεσία που να πηγάζει από την καρδιά και τη διάνοιά τους τις οποίες θα υποκινούσε η γνήσια αγάπη. (Παράβαλε Δευ 30:15, 16· 1Χρ 28:9· 29:17· Ιωα 4:23, 24.) Αν ο Αδάμ και η σύζυγός του δεν είχαν την ικανότητα να επιλέξουν σε αυτό το ζήτημα, δεν θα ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του Θεού. Δεν θα ήταν πλήρεις, τέλειοι, σύμφωνα με τα κριτήριά του.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι, όσον αφορά τους ανθρώπους, η τελειότητα είναι σχετική, περιορισμένη στα ανθρώπινα πλαίσια. Ο Αδάμ, αν και δημιουργήθηκε τέλειος, δεν μπορούσε να υπερβεί τα όρια που του είχε θέσει ο Δημιουργός του. Δεν μπορούσε να φάει χώμα, χαλίκια ή ξύλα χωρίς να υποστεί δυσάρεστες συνέπειες. Αν προσπαθούσε να εισπνεύσει νερό αντί για αέρα, θα πνιγόταν. Παρόμοια, αν επέτρεπε στη διάνοια και στην καρδιά του να τρέφονται με εσφαλμένες σκέψεις, αυτό θα οδηγούσε στην καλλιέργεια εσφαλμένων επιθυμιών και τελικά θα επέφερε αμαρτία και θάνατο.—Ιακ 1:14, 15· παράβαλε Γε 1:29· Ματ 4:4.
Το ότι η προσωπική βούληση και επιλογή του πλάσματος είναι καθοριστικοί παράγοντες καθίσταται εύκολα φανερό. Αν επιμέναμε ότι ένας τέλειος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει εσφαλμένη πορεία σε σχέση με κάποιο ηθικό ζήτημα, δεν θα έπρεπε λογικά να ισχυριζόμαστε επίσης ότι ένα ατελές πλάσμα δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει ορθή πορεία σε σχέση με ένα τέτοιο ηθικό ζήτημα; Και όμως, μερικά ατελή πλάσματα ακολουθούν ορθή πορεία σε ηθικά ζητήματα που περιλαμβάνουν υπακοή στον Θεό, προτιμώντας μάλιστα να υποστούν διωγμό παρά να αλλάξουν πορεία, ενώ την ίδια στιγμή άλλοι κάνουν από σκοπού πράγματα που γνωρίζουν ότι είναι εσφαλμένα. Επομένως, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν όλες οι εσφαλμένες ενέργειες με βάση την ανθρώπινη ατέλεια. Η βούληση και η επιλογή του ατόμου είναι παράγοντες αποφασιστικής σημασίας. Αντίστοιχα, αυτό που θα εγγυόταν ότι ο πρώτος άνθρωπος θα ενεργούσε ορθά δεν ήταν η ανθρώπινη τελειότητα από μόνη της, αλλά τουναντίον η άσκηση της ελεύθερης βούλησης και επιλογής που διέθετε, με κίνητρο την αγάπη για τον Θεό του και για το ορθό.—Παρ 4:23.
Ο πρώτος αμαρτωλός και ο βασιλιάς της Τύρου. Βέβαια, η αμαρτία και η ατέλεια στο πνευματικό βασίλειο προηγήθηκαν της ανθρώπινης αμαρτίας και ατέλειας, όπως αποκαλύπτουν τα λόγια του Ιησού στο εδάφιο Ιωάννης 8:44 και η αφήγηση στο 3ο κεφάλαιο της Γένεσης. Η θρηνωδία που έχει καταγραφεί στα εδάφια Ιεζεκιήλ 28:12-19, αν και απευθύνεται στον ανθρώπινο «βασιλιά της Τύρου», παραλληλίζεται προφανώς με την πορεία του πνευματικού γιου του Θεού που αμάρτησε πρώτος. Η υπερηφάνεια του «βασιλιά της Τύρου», το ότι έκανε τον εαυτό του “θεό”, το ότι αποκαλείται «χερούβ», καθώς και η αναφορά στην “Εδέμ, τον κήπο του Θεού”, όλα αυτά αντιστοιχούν ασφαλώς στις πληροφορίες που δίνει η Αγία Γραφή για τον Σατανά τον Διάβολο ο οποίος φούσκωσε από υπερηφάνεια, ο οποίος συνδέεται με το φίδι στην Εδέμ και ο οποίος αποκαλείται «ο θεός αυτού του συστήματος πραγμάτων».—1Τι 3:6· Γε 3:1-5, 14, 15· Απ 12:9· 2Κο 4:4.
Ο ανώνυμος βασιλιάς της Τύρου, ο οποίος κατοικούσε στην πόλη που ισχυριζόταν ότι ήταν «τέλεια σε ομορφιά», ήταν και ο ίδιος «πλήρης σοφίας και τέλειος [συγγενικό επίθετο του εβρ. καλάλ] σε ομορφιά», καθώς επίσης «άψογος [εβρ., ταμίμ]» στις οδούς του από τη δημιουργία του και μέχρις ότου βρέθηκε αδικία σε αυτόν. (Ιεζ 27:3· 28:12, 15) Η θρηνωδία του Ιεζεκιήλ μπορεί να εφαρμόζεται κατά πρώτον ή άμεσα στη γραμμή των αρχόντων της Τύρου και όχι σε έναν συγκεκριμένο βασιλιά. (Παράβαλε με την προφητεία που απευθύνεται κατά του ανώνυμου «βασιλιά της Βαβυλώνας» στα εδ. Ησ 14:4-20.) Σε αυτή την περίπτωση ίσως εννοείται η πορεία φιλίας και συνεργασίας που επιδίωκε αρχικά η ηγεσία της Τύρου, στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ και του Σολομώντα, όταν η Τύρος συνεισέφερε μάλιστα στην ανέγερση του ναού του Ιεχωβά στο Όρος Μοριά. Επομένως, στην αρχή δεν υπήρχε ψεγάδι στην επίσημη στάση της Τύρου απέναντι στο λαό του Ιεχωβά, τον Ισραήλ. (1Βα 5:1-18· 9:10, 11, 14· 2Χρ 2:3-16) Ωστόσο, μεταγενέστεροι βασιλιάδες παρέκκλιναν από αυτή την “άψογη” πορεία, και η Τύρος έλαβε τις καταδικαστικές κρίσεις των θεόσταλτων προφητών Ιωήλ και Αμώς, όπως και του Ιεζεκιήλ. (Ιωλ 3:4-8· Αμ 1:9, 10) Εκτός από την προφανή ομοιότητα της πορείας του «βασιλιά της Τύρου» με την πορεία του κυριότερου Αντιδίκου του Θεού, η προφητεία καταδεικνύει για άλλη μια φορά πώς οι λέξεις «τέλειος» και «άψογος» μπορούν να χρησιμοποιηθούν με περιορισμένη έννοια.
Πώς είναι δυνατόν να χαρακτηρίζονται «άψογοι» ατελείς υπηρέτες του Θεού;
Ο δίκαιος Νώε αποδείχτηκε «άψογος ανάμεσα στους συγχρόνους του». (Γε 6:9) Ο Ιώβ ήταν «άμεμπτος και ευθύς». (Ιωβ 1:8) Παρόμοιες εκφράσεις έχουν χρησιμοποιηθεί και για άλλους υπηρέτες του Θεού. Εφόσον όλοι τους ήταν απόγονοι του αμαρτωλού Αδάμ, και επομένως αμαρτωλοί, είναι σαφές ότι ήταν “άψογοι” και “άμεμπτοι” με την έννοια ότι ανταποκρίνονταν πλήρως στις απαιτήσεις του Θεού για αυτούς, απαιτήσεις που λάβαιναν υπόψη την ατέλεια και την ανεπάρκειά τους. (Παράβαλε Μιχ 6:8.) Όπως ο αγγειοπλάστης που φτιάχνει ένα βάζο από κοινό πηλό δεν θα ανέμενε να έχει αυτό την ποιότητα που θα είχε αν το διαμόρφωνε από ειδικό, επεξεργασμένο πηλό, έτσι και οι απαιτήσεις του Ιεχωβά λαβαίνουν υπόψη την αδυναμία των ατελών ανθρώπων. (Ψλ 103:10-14· Ησ 64:8) Αυτοί οι πιστοί άνθρωποι, αν και έκαναν σφάλματα και παραβάσεις εξαιτίας της σαρκικής τους ατέλειας, επέδειξαν «πλήρη [εβρ., σαλέμ] καρδιά» προς τον Ιεχωβά. (1Βα 11:4· 15:14· 2Βα 20:3· 2Χρ 16:9) Επομένως, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, η αφοσίωσή τους ήταν πλήρης, ακλόνητη και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που είχε ο Θεός από αυτούς. Εφόσον ο Θεός, ο Κριτής, ευαρεστούνταν στη λατρεία τους, κανένα ανθρώπινο ή πνευματικό πλάσμα δεν θα μπορούσε να βρει δικαιολογημένα κάποιο ψεγάδι στην υπηρεσία τους προς Αυτόν.—Παράβαλε Λου 1:6· Εβρ 11:4-16· Ρω 14:4· βλέπε ΙΕΧΩΒΑ (Γιατί μπορεί να πολιτεύεται με ατελείς ανθρώπους).
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές αναγνωρίζουν την έμφυτη ατέλεια των ανθρώπων που κατάγονται από τον Αδάμ. Το εδάφιο Ιακώβου 3:2 δείχνει ότι κάποιος θα ήταν «τέλειος άντρας, ικανός να χαλιναγωγήσει . . . όλο το σώμα του», αν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τη γλώσσα του και να μη σφάλλει σε λόγο, αλλά σε αυτόν τον τομέα «όλοι σφάλλουμε πολλές φορές». (Παράβαλε Ιακ 3:8.) Ωστόσο, η σχετική τελειότητα σε κάποιους τομείς προβάλλεται ως κάτι που είναι μέσα στις δυνατότητες των αμαρτωλών ανθρώπων. Ο Ιησούς είπε στους ακολούθους του: «Πρέπει, επομένως, να είστε τέλειοι, όπως ο ουράνιος Πατέρας σας είναι τέλειος». (Ματ 5:48) Εδώ ο Ιησούς αναφερόταν στο θέμα της αγάπης και της γενναιοδωρίας. Έδειξε ότι το “να αγαπάει κάποιος εκείνους που τον αγαπούν” και μόνο συνιστούσε ελλιπή, ελαττωματική αγάπη. Άρα οι ακόλουθοί του θα έπρεπε να τελειοποιήσουν την αγάπη τους, δηλαδή να την κάνουν πλήρη, με το να αγαπούν και τους εχθρούς τους επίσης, ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα του Θεού. (Ματ 5:43-47) Παρόμοια, ο Ιησούς έδειξε στον νεαρό που τον ρώτησε πώς μπορούσε να αποκτήσει αιώνια ζωή ότι η λατρεία του, η οποία ήδη περιλάμβανε υπακοή στις εντολές του Νόμου, υστερούσε παρ’ όλα αυτά σε ζωτικά σημεία. Αν “ήθελε να είναι τέλειος”, έπρεπε να επιτύχει την πλήρη ανάπτυξη της λατρείας του (παράβαλε Λου 8:14· Ησ 18:5), ανταποκρινόμενος σε αυτούς τους τομείς.—Ματ 19:21· παράβαλε Ρω 12:2.
Ο απόστολος Ιωάννης δείχνει ότι η αγάπη του Θεού τελειοποιείται στους Χριστιανούς που παραμένουν σε ενότητα με Αυτόν, τηρώντας το λόγο του Γιου του και αγαπώντας ο ένας τον άλλον. (1Ιω 2:5· 4:11-18) Αυτή η τέλεια αγάπη διώχνει έξω το φόβο, εξασφαλίζει «παρρησία». Εδώ τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Ιωάννης κάνει λόγο για «παρρησία προς τον Θεό», όπως στην προσευχή. (1Ιω 3:19-22· παράβαλε Εβρ 4:16· 10:19-22.) Εκείνος στον οποίο η αγάπη του Θεού βρίσκει την πλήρη έκφρασή της μπορεί να πλησιάζει τον ουράνιο Πατέρα του με πεποίθηση, χωρίς να αισθάνεται καταδικασμένος στην καρδιά του σαν να ήταν υποκριτής ή αποδοκιμασμένος. Γνωρίζει ότι τηρεί τις εντολές του Θεού και ότι κάνει αυτό που ευαρεστεί τον Πατέρα του, και επομένως εκφράζεται ελεύθερα στον Ιεχωβά και του υποβάλλει ελεύθερα τα αιτήματά του. Δεν αισθάνεται ότι υπόκειται σε περιορισμό από τον Θεό όσον αφορά το τι έχει το προνόμιο να πει ή να ζητήσει. (Παράβαλε Αρ 12:10-15· Ιωβ 40:1-5· Θρ 3:40-44· 1Πε 3:7.) Δεν τον κωλύει νοσηρός φόβος. Δεν έρχεται στην «ημέρα της κρίσης» με την αίσθηση ότι υπάρχει κάποιο «μελανό σημείο» σε βάρος του ή με την επιθυμία να κρύψει κάποια πράγματα. (Παράβαλε Εβρ 10:27, 31.) Όπως ένα παιδί δεν φοβάται να ζητήσει από τους στοργικούς γονείς του οτιδήποτε, έτσι και ο Χριστιανός στον οποίο η αγάπη έχει αναπτυχθεί πλήρως είναι βέβαιος πως «ό,τι και αν είναι αυτό που ζητάμε σύμφωνα με το θέλημά του αυτός μας ακούει. Και αν γνωρίζουμε ότι μας ακούει σχετικά με οτιδήποτε ζητάμε, γνωρίζουμε ότι θα έχουμε αυτά που ζητήθηκαν, εφόσον τα έχουμε ζητήσει από αυτόν».—1Ιω 5:14, 15.
Επομένως, αυτή «η τέλεια αγάπη» δεν διώχνει έξω κάθε είδους φόβο. Δεν εξαλείφει τον ευλαβικό φόβο για τον Θεό ως Πατέρα, έναν φόβο που απορρέει από το βαθύ σεβασμό για τη θέση, τη δύναμη και τη δικαιοσύνη του. (Ψλ 111:9, 10· Εβρ 11:7) Επίσης, δεν απομακρύνει το φυσιολογικό φόβο που κάνει ένα άτομο να αποφεύγει τον κίνδυνο ή να προστατεύει τη ζωή του, όταν αυτό είναι δυνατόν, ούτε απομακρύνει το φόβο που προκαλείται από μια αναπάντεχη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.—Παράβαλε 1Σα 21:10-15· 2Κο 11:32, 33· Ιωβ 37:1-5· Αββ 3:16, 18.
Επίσης, η πλήρης ενότητα επιτυγχάνεται μέσω του “τέλειου δεσμού” της αγάπης που κάνει τους αληθινούς Χριστιανούς να «τελειοποιηθούν σε ένα». (Κολ 3:14· Ιωα 17:23) Προφανώς η τελειότητα αυτής της ενότητας είναι επίσης σχετική και δεν συνεπάγεται εξάλειψη όλων των διαφορών στην προσωπικότητα, όπως οι ατομικές ικανότητες, οι συνήθειες και η συνείδηση. Ωστόσο, άπαξ και επιτευχθεί αυτή η ενότητα, η πληρότητά της οδηγεί σε ενοποιημένη δράση, πίστη και διδασκαλία.—Ρω 15:5, 6· 1Κο 1:10· Εφ 4:3· Φλπ 1:27.
Η Τελειότητα του Χριστού Ιησού. Ο Ιησούς γεννήθηκε ως τέλειος άνθρωπος—άγιος, αναμάρτητος. (Λου 1:30-35· Εβρ 7:26) Βέβαια, η σωματική του τελειότητα δεν ήταν απεριόριστη, αλλά μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια. Ο Ιησούς υπόκειτο στους ανθρώπινους περιορισμούς: κουραζόταν, διψούσε και πεινούσε. Επίσης, ήταν θνητός. (Μαρ 4:36-39· Ιωα 4:6, 7· Ματ 4:2· Μαρ 15:37, 44, 45) Ο σκοπός του Ιεχωβά Θεού ήταν να χρησιμοποιήσει τον Γιο του ως τον Αρχιερέα του προς όφελος της ανθρωπότητας. Παρότι ο Ιησούς ήταν τέλειος άνθρωπος, έπρεπε να “τελειοποιηθεί” (τελειόω, Κείμενο) για να αναλάβει αυτή τη θέση, ανταποκρινόμενος πλήρως στις απαιτήσεις που είχε θέσει ο Πατέρας του, με το να φερθεί στον προσδιορισμένο στόχο. Οι απαιτήσεις επέβαλλαν να γίνει αυτός «όμοιος με τους “αδελφούς” του από όλες τις απόψεις», υπομένοντας παθήματα και μαθαίνοντας την υπακοή κάτω από δοκιμασία, όπως ακριβώς οι «αδελφοί» του ή πιστοί του ακόλουθοι. Επομένως, θα μπορούσε να “αισθανθεί συμπόνια για τις αδυναμίες μας, ως κάποιος που έχει δοκιμαστεί από όλες τις απόψεις όπως εμείς, αλλά χωρίς αμαρτία”. (Εβρ 2:10-18· 4:15, 16· 5:7-10) Επιπρόσθετα, αφού θα πέθαινε ως τέλεια θυσία και θα ανασταινόταν, θα έπρεπε να λάβει αθάνατη πνευματική ζωή στους ουρανούς, έτσι ώστε να είναι «τελειοποιημένος για πάντα» για το ιερατικό του αξίωμα. (Εβρ 7:15–8:4· 9:11-14, 24) Με παρόμοιο τρόπο, όλοι εκείνοι που θα υπηρετήσουν με τον Χριστό ως υφιερείς θα “τελειοποιηθούν”, δηλαδή θα φερθούν στον ουράνιο στόχο τον οποίο επιδιώκουν και στον οποίο έχουν κληθεί.—Φλπ 3:8-14· Εβρ 12:22, 23· Απ 20:6.
Ο «Τελειοποιητής της πίστης μας». Ο Ιησούς αποκαλείται “ο Πρώτιστος Παράγοντας [ἀρχηγός, Κείμενο· Πρώτιστος Ηγέτης] και Τελειοποιητής της πίστης μας”. (Εβρ 12:2) Είναι αλήθεια ότι πολύ πριν από τον ερχομό του Ιησού Χριστού, η πίστη του Αβραάμ «τελειοποιήθηκε» μέσω των έργων πίστης και υπακοής που έκανε, και έτσι εκείνος απέκτησε την επιδοκιμασία του Θεού και σύναψε μαζί του ένορκη διαθήκη. (Ιακ 2:21-23· Γε 22:15-18) Αλλά η πίστη όλων των ανθρώπων πίστης που έζησαν πριν από την επίγεια διακονία του Ιησού δεν ήταν ολοκληρωμένη, με άλλα λόγια ήταν ατελής, με την έννοια ότι αυτοί δεν κατανοούσαν τις μέχρι τότε ανεκπλήρωτες προφητείες σχετικά με τον Ιησού ως Σπέρμα του Θεού και Μεσσία. (1Πε 1:10-12) Με τη γέννηση, τη διακονία, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού σε ουράνια ζωή, αυτές οι προφητείες εκπληρώθηκαν, και η πίστη για εκείνον απέκτησε ενισχυμένο θεμέλιο βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα. Έτσι λοιπόν, η πίστη με αυτή την τελειοποιημένη έννοια «έχει έρθει» μέσω του Χριστού Ιησού (Γα 3:24, 25), ο οποίος με αυτόν τον τρόπο αποδείχτηκε ο «ηγέτης» (AT), ο «πρωτοπόρος» (Mo) ή ο Πρώτιστος Παράγοντας της πίστης μας. Αυτός συνέχισε να είναι ο Τελειοποιητής της πίστης των ακολούθων του από την ουράνια θέση του, εκχέοντας πάνω τους άγιο πνεύμα την Πεντηκοστή και παρέχοντάς τους αποκαλύψεις που προοδευτικά συμπλήρωναν και ανέπτυσσαν την πίστη τους.—Πρ 2:32, 33· Εβρ 2:4· Απ 1:1, 2· 22:16· Ρω 10:17.
«Να Μην Τελειοποιηθούν Χωρίς Εμάς». Ο απόστολος Παύλος, αφού ανασκοπεί το υπόμνημα πιστών ανθρώπων της προχριστιανικής περιόδου από τον Άβελ και μετά, λέει ότι κανείς τους δεν έλαβε «την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός προείδε κάτι καλύτερο για εμάς, ώστε αυτοί να μην τελειοποιηθούν χωρίς εμάς». (Εβρ 11:39, 40) Η λέξη «εμάς» εδώ αναφέρεται σαφώς στους χρισμένους Χριστιανούς (Εβρ 1:2· 2:1-4), που είναι «μέτοχοι της ουράνιας κλήσης» (Εβρ 3:1) και για τους οποίους ο Χριστός «εγκαινίασε . . . νέα και ζωντανή οδό» προς τον άγιο τόπο της ουράνιας παρουσίας του Θεού. (Εβρ 10:19, 20) Αυτή η ουράνια κλήση περιλαμβάνει την υπηρεσία που αποδίδουν εκείνοι ως ουράνιοι ιερείς του Θεού και του Χριστού στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού. Επίσης, τους δίνεται «εξουσία να κρίνουν». (Απ 20:4-6) Λογικά, λοιπόν, η ουράνια ζωή και τα προνόμια που λαβαίνουν όσοι έχουν κληθεί είναι το «κάτι καλύτερο» που προείδε ο Θεός για τους χρισμένους Χριστιανούς. (Εβρ 11:40) Ωστόσο, η αποκάλυψή τους, όταν θα αναλάβουν δράση από τον ουρανό με τον Χριστό για να καταστρέψουν το πονηρό σύστημα, πρόκειται να ανοίξει το δρόμο για να απελευθερωθούν από την υποδούλωση στη φθορά όσοι από τη δημιουργία επιδιώκουν «την ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού». (Ρω 8:19-22) Το εδάφιο Εβραίους 11:35 δείχνει ότι πιστοί άνθρωποι των προχριστιανικών χρόνων διακράτησαν ακεραιότητα παρά τα παθήματα «για να φτάσουν σε καλύτερη ανάσταση», προφανώς καλύτερη από των “νεκρών” που αναφέρονται στην αρχή του εδαφίου, οι οποίοι αναστήθηκαν μεν αλλά πέθαναν και πάλι. (Παράβαλε 1Βα 17:17-23· 2Βα 4:17-20, 32-37.) Επομένως, η “τελειοποίηση” για αυτούς τους πιστούς ανθρώπους των προχριστιανικών χρόνων πρέπει να έχει σχέση με την ανάστασή τους, με άλλα λόγια την αποκατάστασή τους σε ζωή, και εν συνεχεία με την «απελευθέρωσή τους από την υποδούλωση στη φθορά» μέσω των ιερατικών υπηρεσιών του Χριστού Ιησού και των υφιερέων του στη διάρκεια της Χιλιετούς Διακυβέρνησης.
Επαναφορά της Ανθρωπότητας σε Τελειότητα Εδώ στη Γη. Σύμφωνα με την προσευχή «Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και πάνω στη γη», αυτός ο πλανήτης πρόκειται να γευτεί όλη την ένταση και τον αντίκτυπο της εκτέλεσης των σκοπών του Θεού. (Ματ 6:10) Το πονηρό σύστημα που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Σατανά θα καταστραφεί. Οι επιζώντες που θα συνεχίζουν υπάκουα να εκδηλώνουν πίστη πρόκειται να απαλλαχτούν από κάθε ψεγάδι και ελάττωμα, έτσι ώστε αυτό που θα μείνει τελικά να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αρτιότητας και πληρότητας που θέτει ο Θεός. Το ότι αυτό θα περιλαμβάνει τελειότητα όσον αφορά τις επίγειες συνθήκες και τα ανθρώπινα πλάσματα γίνεται φανερό από τα εδάφια Αποκάλυψη 5:9, 10. Εκεί αναφέρεται ότι άτομα που “αγοράστηκαν για τον Θεό” (παράβαλε Απ 14:1, 3) γίνονται «βασιλεία και ιερείς στον Θεό μας, και αυτοί θα κυβερνήσουν τη γη ως βασιλιάδες». Υπό τη διαθήκη του Νόμου οι ιερείς δεν είχαν μόνο το καθήκον να εκπροσωπούν άτομα ενώπιον του Θεού κατά την προσφορά θυσιών, αλλά και την ευθύνη να περιφρουρούν τη σωματική υγεία του έθνους, ασκώντας τα ιερατικά τους καθήκοντα σε σχέση με τον καθαρισμό εκείνων που είχαν μολυνθεί και κρίνοντας κατά πόσον είχε επέλθει θεραπεία όταν υπήρχαν κρούσματα λέπρας. (Λευ 13-15) Επιπλέον, το ιερατείο είχε την ευθύνη να συμβάλλει στην ψυχική και στην πνευματική ανάταση και υγεία του λαού. (Δευ 17:8-13· Μαλ 2:7) Εφόσον ο Νόμος είχε «σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων», έπεται ότι το ουράνιο ιερατείο που θα λειτουργεί υπό τον Χριστό Ιησού στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του (Απ 20:4-6) θα επιτελεί παρόμοιο έργο.—Εβρ 10:1.
Η απαλλαγή της απολυτρωμένης ανθρωπότητας από τα δάκρυα, το πένθος, την κραυγή, τον πόνο και το θάνατο είναι κάτι το οποίο εγγυάται η προφητική εικόνα που σκιαγραφούν τα εδάφια Αποκάλυψη 21:1-5. Μέσω του Αδάμ, η αμαρτία, με τα συνακόλουθα παθήματα και το θάνατο, διείσδυσε στο ανθρώπινο γένος (Ρω 5:12), και όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται ασφαλώς στα «παλιά» που πρόκειται να παρέλθουν. Ο θάνατος είναι ο μισθός της αμαρτίας, και ως «τελευταίος εχθρός, θα εκμηδενιστεί» μέσω της διακυβέρνησης της Βασιλείας του Χριστού. (Ρω 6:23· 1Κο 15:25, 26, 56) Για την υπάκουη ανθρωπότητα αυτό θα σημάνει επιστροφή στην κατάσταση τελειότητας που απολάμβανε ο άνθρωπος στην αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, στην Εδέμ. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να απολαμβάνουν τελειότητα όχι μόνο ως προς την πίστη και την αγάπη αλλά και ως προς την απουσία αμαρτίας. Θα ανταποκρίνονται πλήρως και άψογα στους δίκαιους κανόνες του Θεού για τους ανθρώπους. Η προφητεία στα εδάφια Αποκάλυψη 21:1-5 σχετίζεται και με τη Χιλιετή Βασιλεία του Χριστού, εφόσον η «Νέα Ιερουσαλήμ»—της οποίας “η κάθοδος από τον ουρανό” συνδέεται με την απαλλαγή του ανθρωπίνου γένους από τα παθήματα—καταδεικνύεται ότι είναι η «νύφη» του Χριστού, ή αλλιώς η ενδοξασμένη εκκλησία, άρα εκείνοι που απαρτίζουν το βασιλικό ιερατείο της Χιλιετούς Διακυβέρνησης του Χριστού.—Απ 21:9, 10· Εφ 5:25-32· 1Πε 2:9· Απ 20:4-6.
Η τελειότητα του ανθρωπίνου γένους θα είναι σχετική, περιορισμένη στα ανθρώπινα πλαίσια. Ωστόσο, θα δώσει σίγουρα σε όσους την αποκτήσουν την ικανότητα να απολαμβάνουν τη ζωή στη γη στον πληρέστερο δυνατό βαθμό. «Χαρά μέχρι χορτασμού συνοδεύει το πρόσωπο» του Ιεχωβά, και το γεγονός ότι «η σκηνή του Θεού είναι με τους ανθρώπους» δείχνει ότι εδώ εννοούνται οι υπάκουοι άνθρωποι, εκείνοι στους οποίους στρέφεται με επιδοκιμασία το πρόσωπο του Ιεχωβά. (Ψλ 16:11· Απ 21:3· παράβαλε Ψλ 15:1-3· 27:4, 5· 61:4· Ησ 66:23.) Ωστόσο, τελειότητα δεν σημαίνει κατάργηση της ποικιλίας, όπως νομίζουν συχνά ορισμένοι. Το ζωικό βασίλειο, που είναι προϊόν των “τέλειων ενεργειών” του Ιεχωβά (Γε 1:20-24· Δευ 32:4), χαρακτηρίζεται από τεράστια ποικιλία. Παρόμοια, η τελειότητα του πλανήτη Γη δεν είναι ασύμβατη με την ποικιλία, τις εναλλαγές ή τις αντιθέσεις. Επιτρέπει να συνυπάρχουν το απλό και το περίπλοκο, το λιτό και το περίτεχνο, το πικρό και το γλυκό, το τραχύ και το ομαλό, τα λιβάδια και τα δάση, τα βουνά και οι κοιλάδες. Περιλαμβάνει την αναζωογονητική φρεσκάδα των πρώτων ημερών της άνοιξης, τη ζεστασιά του καλοκαιριού με τον καταγάλανο ουρανό, τα ωραία χρώματα του φθινοπώρου, την αγνή ομορφιά του φρέσκου χιονιού. (Γε 8:22) Επομένως, οι τέλειοι άνθρωποι δεν θα είναι ίδιοι και απαράλλακτοι, με πανομοιότυπη προσωπικότητα, ταλέντα και ικανότητες. Όπως έδειξαν οι αρχικοί ορισμοί, δεν είναι αυτή κατ’ ανάγκην η έννοια της τελειότητας.