ΔΙΑΛΑΛΗΤΗΣ
Αυλικός που διακήρυττε δημόσια τις βασιλικές προσταγές και τα διατάγματα. Η λέξη αυτή εμφανίζεται στο εδάφιο Δανιήλ 3:4, όπου γίνεται λόγος για το διαλαλητή που ανάγγελλε το διάταγμα του Ναβουχοδονόσορα σχετικά με την απόδοση λατρείας στην εικόνα που είχε κατασκευάσει. (Βλέπε υποσ.) Όταν ο Δανιήλ επρόκειτο να γίνει ο τρίτος άρχοντας στο βασίλειο της Βαβυλώνας κατ’ εντολήν του Βασιλιά Βαλτάσαρ, το γεγονός αυτό “διαλαλήθηκε”. (Δα 5:29, υποσ.) Στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες ένας διαλαλητής ανάγγελλε το όνομα και την πατρίδα κάθε διαγωνιζόμενου, καθώς επίσης το όνομα, την πατρίδα και τον πατέρα του νικητή.
Το ρήμα κηρύσσω, το οποίο εμφανίζεται πολλές φορές στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (κηρύττω, ΜΝΚ), μπορεί επίσης να αποδοθεί «διαλαλώ». Η χρήση αυτής της λέξης στα εδάφια Ματθαίος 24:14 και Μάρκος 13:10 υποδηλώνει ότι οι διαγγελείς των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού θα ενεργούσαν όπως οι διαλαλητές.—Βλέπε ΜΝΚ, υποσημειώσεις· παράβαλε Μαρ 1:45· Απ 5:2.
Το ρήμα κηρύσσω σημαίνει γενικά «κάνω προκήρυξη ως κήρυκας· εξαγγέλλω» (καλά ή άσχημα νέα), και αυτή είναι η διαφορά του από το ρήμα εὐαγγελίζομαι, που σημαίνει «διακηρύττω καλά νέα». Ο Νώε ήταν κήρυκας (ή διαλαλητής, κῆρυξ) που απηύθυνε προειδοποιήσεις στον προκατακλυσμιαίο κόσμο. (2Πε 2:5) Ο Χριστός κήρυξε (όπως ένας διαλαλητής) στα πνεύματα στη φυλακή, αλλά όχι τα καλά νέα.—1Πε 3:18, 19.