Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Απευθυνόμενος στους «πλουσίους» ο μαθητής Ιάκωβος είπε: «εφονεύσατε τον δίκαιον.» (Ιακ. 5:1, 6) Εφόσον η επιστολή του εγράφη προς Χριστιανούς, τι εννοούσε μ’ αυτό;—Η.Π.Α.
Επειδή η έκφρασις «δίκαιος» παρουσιάζεται στον ενικό, ασφαλώς αναφέρεται στον Κύριο Ιησού Χριστό. Αυτό το βεβαιώνουν και τα λόγια που απηύθυνε ο απόστολος Πέτρος στους Ιουδαίους: «Σεις όμως τον άγιον και δίκαιον ηρνήθητε, και εζητήσατε άνδρα φονέα να χαρισθή εις εσάς. Τον δε αρχηγόν της ζωής εθανατώσατε.» (Πράξ. 3:14, 15) Ομοίως, ο μαθητής Στέφανος είπε σ’ εκείνους που άκουσαν την απολογία του ενώπιον του Σάνχεδριν: «Τίνα των προφητών δεν εδίωξαν οι πατέρες σας; μάλιστα εφονεύσατε εκείνους οίτινες προκατήγγειλαν περί της ελεύσεως του Δικαίου, του οποίου σεις εγείνατε προδόται και φονείς.»—Πράξ. 7:52.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το Σάνχεδριν, το ανώτατο Ιουδαϊκό δικαστήριο το οποίο κατεδίκασε τον Ιησού σε θάνατο, απετελείτο από ευπόρους και εξέχοντες άνδρες. (Παράβαλε Ματθαίος 26:59, 66· 27:57· Μάρκος 15:43· Ιωάννης 3:1· 7:45-51) Επομένως «πλούσιοι» είναι βέβαιο ότι ήσαν αναμεμιγμένοι στον φόνο του Ιησού Χριστού.
Αλλά η πράξις του φόνου του «δικαίου» δεν είναι ανάγκη να περιορισθή στο φόνο του Υιού του Θεού. Σύμφωνα με τα λόγια του Ιησού που αναγράφονται στο εδάφιο Ματθαίος 25:40, ο Υιός του Θεού βλέπει τη μεταχείρισι που κάνουν στους «αδελφούς» του, τους αποκυημένους από το πνεύμα ακολούθους του, σαν να γίνεται σ’ αυτόν τον ίδιο.
Όταν ο Ιάκωβος έγραψε την επιστολή του (πριν από το 62 μ.Χ.), οι Χριστιανοί εδιώκοντο πρωτίστως από τους Ιουδαίους. Τον πρώτο Χριστιανό μάρτυρα, τον Στέφανο, τον εφόνευσε ο Ιουδαϊκός όχλος ύστερ’ από την απολογία του ενώπιον του Σάνχεδριν. (Πράξ. 6:15· 7:57-60) Ο διωγμός των Χριστιανών από τη Ρωμαϊκή κυβερνητική εξουσία δεν είχε αρχίσει ως το 64 μ.Χ. ύστερ’ από τη μεγάλη πυρκαϊά που ερήμωσε τη Ρώμη, καταστρέφοντας περίπου το ένα τέταρτο της πόλεως. Ώστε λογικώς έπεται ότι οι «πλούσιοι» τους οποίους είχε υπ’ όψιν του ο Ιάκωβος ήσαν οι πλούσιοι μεταξύ των Ιουδαίων, οι οποίοι (λόγω του διωγμού που έκαναν κατά των Χριστιανών) ήσαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο εναμεμιγμένοι στον φόνο του Ιησού Χριστού.—Ματθ. 27:24, 25.
Ο Ιάκωβος απευθυνόμενος στους πλουσίους ως τάξι φέρεται κάπως παράλληλα προς αυτό που έκαμε ο Ιησούς Χριστός όταν ωμίλησε στους μαθητάς του σε κάποια περίπτωσι. Αφού περιέγραψε διαφόρους μακαρισμούς, ο Ιησούς είπε: «Ουαί εις εσάς τους πλουσίους, διότι απηλαύσατε την παρηγορίαν σας.» (Λουκ. 6:20-24) Μολονότι οι πλούσιοι ως τάξις είναι προφανές ότι δεν διάβασαν την επιστολή του, ο Ιάκωβος, χρησιμοποιώντας τον φιλολογικό τρόπο της αμέσου προσφωνήσεως, βοηθούσε τους Χριστιανούς να έχουν την ορθή άποψι. Το γεγονός ότι η τάξις του πλουσίου ‘ολόλυζαν δια τας επερχομένας ταλαιπωρίας των’ θα χρησίμευε ως προειδοποίησις των Χριστιανών από τον κίνδυνο του να γίνουν υλισταί. (Ιακ. 5:1· παράβαλε Ιάκωβος 4:13-15) Ήταν επίσης ενθαρρυντικό γι’ αυτούς να γνωρίζουν ότι η καταπίεσις από την τάξι του πλουσίου θα έπαυε στον ωρισμένο καιρό του Θεού.
Εμείς ως Χριστιανοί οφείλομε να είμεθα προσεκτικοί ώστε να μη γίνωμε ένοχοι φόνου του «δικαίου.» Σ’ ένα άλλο μέρος της επιστολής του, ο Ιάκωβος είπε πράγματι σε Χριστιανούς: «φονεύετε και φθονείτε, και δεν δύνασθε να επιτύχητε.» (Ιακ. 4:2) Πώς συνέβαινε αυτό; Είναι καταφανές ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν είχαν στην πραγματικότητα φονεύσει κανένα. Αλλά προφανώς δεν είχαν φροντίσει να κάμουν καλό στους αδελφούς των. Είναι πιθανόν ότι μολονότι ήσαν σε θέσι να βοηθήσουν αδελφούς που είχαν ανάγκη, είχαν αρνηθή να το πράξουν. Ίσως να περιφρονούσαν μερικούς που ήσαν ταπεινοί, τους καταφρονούσαν, ή είχαν επιτρέψει να τους οδηγήση η απληστία, ο φθόνος ή η υπερηφάνεια στο να μισήσουν μερικούς αδελφούς των. Για οποιαδήποτε απ’ αυτές τις αιτίες θα μπορούσαν να γίνουν ένοχοι φόνου. (Ιακ. 1:27· 2:15, 16) Ένας άλλος Βιβλικός συγγραφεύς, ο απόστολος Ιωάννης, ετόνισε το ίδιο σημείο: «Πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού, είναι ανθρωποκτόνος, . . . χρεωστούμεν υπέρ των αδελφών να βάλλωμεν τας ψυχάς ημών. Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρεί τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;»—1 Ιωάν. 3:15-17.
Ναι, ακόμη και μερικοί Χριστιανοί έδειχναν αυτή τη φονική στάσι με την εύνοια που εξεδήλωναν προς τους πλουσίους. Μολονότι ο Θεός είχε εκλέξει γενικά πτωχούς για να γίνουν κληρονόμοι της Βασιλείας, μερικοί Χριστιανοί φρόντιζαν ώστε ένας πλούσιος που παρευρίσκετο στις συναθροίσεις των να κατέχη μια καλή θέσι, αλλά ωδηγούσαν το πτωχό άτομο να καταλάβη την πιο ταπεινή θέσι. Έτσι έκριναν την αξία ενός ατόμου από τ’ αγαθά του. Δεν ανεγνώριζαν τον πτωχό ως ένα πλησίον ο οποίος ήταν άξιος της αγάπης των. Τονίζοντας το εσφαλμένον αυτής της ενεργείας, ο Ιάκωβος έγραψε: «Ητιμάσατε τον πτωχόν. Δεν σας καταδυναστεύουσιν οι πλούσιοι, και αυτοί σας σύρουσιν εις κριτήρια; Αυτοί δεν βλασφημούσι το καλόν όνομα με το οποίον ονομάζεσθε; Εάν μεν εκτελήτε τον νόμον τον βασιλικόν, κατά την γραφήν, «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν,» καλώς ποιείτε! εάν όμως προσωποληπτήτε, κάμνετε αμαρτίαν και ελέγχεσθε υπό του νόμου ως παραβάται.»—Ιακ. 2:1-9.
Μήπως κανένας από μάς τους Χριστιανούς δείχνει προσωποληψία σε άτομα βάσει της θέσεως που έχουν στον κόσμο, την ανώτερη εκπαίδευσί των ή την οικονομική των κατάστασι; Μήπως δείχνομε εύνοια σ’ αυτούς εις βάρος άλλων στις συναθροίσεις μας; Ασφαλώς αυτό δεν θα ήταν σε αρμονία με τη συμβουλή του Ιακώβου. Μολονότι υπάρχουν εξαιρέσεις, ωστόσο, η σκληρή και άστοργη στάσις είναι κάτι πολύ συνηθισμένο μεταξύ των πλουσίων και με επιρροή μελών της ανθρωπίνης κοινωνίας σήμερα. Ασφαλώς, λοιπόν, κανένας από μας δεν θα έπρεπε να νομίζη ότι αξίζει να δείξη προσωποληψία σε άτομα απλώς λόγω των αγαθών που κατέχουν· ούτε κι εμείς θα έπρεπε να το περιμένωμε αυτό αν συμβαίνη να έχωμε αγαθά. Γι’ αυτό ο Ιάκωβος καλούσε την προσοχή στην καταπίεσι για την οποία ήταν ένοχη η τάξις του πλουσίου. Όχι οι πτωχοί, αλλά οι πλούσιοι ήσαν εκείνοι οι οποίοι πολύ συχνά έσυραν Χριστιανούς στα δικαστήρια και τους κακομεταχειρίζονταν.
Επομένως, για να μη γίνη ο Χριστιανός ένοχος φόνου του «δικαίου» με μια αντιπροσωπευτική έννοια, οφείλει να καλλιεργή έντονη αγάπη για τους ομοίους μ’ αυτόν πιστούς. Δεν πρέπει να περιφρονή κανένα από τους αδελφούς του άσχετα με το πόσο ταπεινός μπορεί να φαίνεται ότι είναι. Αν ο Ιεχωβά Θεός τούς θεωρή αξίους της αγάπης του, ασφαλώς κανένας από τους δούλους του δεν πρέπει να νομίζη ότι είναι μεγαλύτερος από Αυτόν με το να αρνήται ν’ αγαπά εκείνους που Αυτός αγαπά. Οι δούλοι του Θεού επιθυμούν μάλλον να χρησιμοποιούν το χρόνο τους, τα χαρίσματα και τα οικονομικά μέσα τους με ανιδιοτελή τρόπο υπέρ των αδελφών των, όλων των αδελφών των. Όπως είπε ο απόστολος Παύλος: «Εγώ δε με άκραν χαράν θέλω δαπανήσει και όλως δαπανηθή υπέρ των ψυχών σας.»—2 Κορ. 12:15.
● Με ποιο τρόπο αληθεύει το ότι, όπως αναφέρεται στο εδάφιο 1 Ιωάννου 5:18 «πας ο γεννηθείς εκ του Θεού, δεν αμαρτάνει· αλλ’ όστις εγεννήθη εκ του Θεού φυλάττει εαυτόν, και ο πονηρός δεν εγγίζει αυτόν»;—Ν.Β., Η.Π.Α.
Για να κατανοηθή αυτό το εδάφιο είναι ανάγκη πριν απ’ όλα να εκτιμήσωμε το σημείο που ο απόστολος Ιωάννης τονίζει επανειλημμένως στην επιστολή του, δηλαδή, ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του να διαπράξη κανείς ένα αμάρτημα και ν’ αμαρτάνη εκουσίως. Δεν λέγει εδώ ότι ένας Χριστιανός που έχει γεννηθή από τον Θεό δεν διαπράττει αμάρτημα. Ότι οι Χριστιανοί διαπράττουν αμαρτήματα το κατέστησε σαφές προηγουμένως όταν έγραψε: «Ταύτα σας γράφω, δια να μη αμαρτήσητε· και εάν τις αμαρτήση, έχομεν παράκλητον προς τον Πατέρα, τον Ιησούν Χριστόν τον Δίκαιον.»—1 Ιωάν. 2:1.
Αλλά οι αληθινοί Χριστιανοί δεν κάνουν συνήθειά των το ν’ αμαρτάνουν, όπως μάλιστα προχωρεί για ν’ αποδείξη ο Ιωάννης: «Πας όστις πράττει την αμαρτίαν, πράττει και την ανομίαν· διότι η αμαρτία είναι η ανομία. Και εξεύρετε ότι εκείνος εφανερώθη, δια να σηκώση τας αμαρτίας ημών· και αμαρτία εν αυτώ δεν υπάρχει. Πας όστις μένει εν αυτώ, δεν αμαρτάνει· πας ο αμαρτάνων, δεν είδεν αυτόν, ουδέ εγνώρισεν αυτόν. Τεκνία, ας μη σας πλανά μηδείς· όστις πράττει την δικαιοσύνην, είναι δίκαιος, καθώς εκείνος είναι δίκαιος. Όστις πράττει [εξακολουθεί να πράττη, ΜΝΚ] την αμαρτίαν, είναι εκ του διαβόλου.»—1 Ιωάν. 3:4-8.
Έτσι ο Ιωάννης, στο εδάφιο 1 Ιωάννου 5:18, τονίζει ότι εκείνοι οι οποίοι έχουν γεννηθή από τον Θεό δεν κάνουν συνήθειά των την αμαρτία. Αλλά σημειώστε ότι δεν λέγει ότι εκείνος ο οποίος εγεννήθη από τον Θεό δεν μπορεί να διαπράξη αμαρτία. Είναι γεγονός ότι μερικοί οι οποίοι έχουν αποκυηθή από τον Θεό έχουν διαπράξει αμαρτία. Υπήρξε ένας τέτοιος άνθρωπος στην εκκλησία στην Κόρινθο, και ο απόστολος Παύλος διέταξε την εκεί εκκλησία να τον αποκόψη από την επικοινωνία, πράγμα το οποίον εκείνοι έπραξαν. Κανένας, ο οποίος διαπράττει αμαρτία, δεν μπορεί ν’ αναγνωρισθή ως Χριστιανός.—1 Κορ. 5:1-13· 2 Κορ. 2:5-11.
Όταν εξετάζωμε αυτό το ζήτημα, είναι καλό να σημειώσωμε ότι οι Βιβλικοί συγγραφείς συχνά θεωρούσαν ως δεδομένον ότι ωρισμένα πράγματα θα εγίνοντο κατανοητά, όπως ακριβώς το θεωρούν αυτό ως δεδομένον και οι συγγραφείς της εποχής μας. Παραδείγματος χάριν ο απόστολος Παύλος αναφέρει, όπως διαβάζομε στο εδάφιο Κολοσσαείς 1:16, ότι μέσω του Ιησού Χριστού εκτίσθησαν τα πάντα, στους ουρανούς και στη γη. Αλλά εφόσον γνωρίζομε από την Αποκάλυψι 3:14 ότι και ο ίδιος ο Ιησούς έχει επίσης δημιουργηθή, η «Μετάφρασις Νέου Κόσμου» προσθέτει την λέξι «άλλα,» που είναι σαφώς ό,τι ο απόστολος είχε υπ’ όψιν του. Αλλά κι εδώ, θα μπορούσε να προστεθή, ότι, αν δεν υπήρχε η επικράτησις της τριαδικής διδασκαλίας ότι ο Ιησούς δεν έχει κτισθή, δεν θα ήταν ανάγκη να προστεθή η λέξις «άλλα.»
Έτσι και ο απόστολος Πέτρος την Πεντηκοστή παρέθεσε την προφητεία του Ιωήλ 2:28: «Θέλω εκχέει το πνεύμα μου επί πάσαν σάρκα,» και το εφήρμοσε σ’ εκείνο που είχε λάβει χώραν εκεί. Εν τούτοις, παρατηρούμε ότι το πνεύμα του Θεού δεν είχε εκχυθή κατά γράμμα επί πάσαν σάρκα τότε. Αλλά είχε εκχυθή σε ‘κάθε είδους σάρκα,’ δηλαδή, όχι απλώς σε μερικούς εκλεκτούς όπως στους αρχαίους χρόνους αλλά σε υιούς και θυγατέρες και δούλους και δούλας. Έτσι η «Μετάφρασις Νέου Κόσμου» λέγει ότι το πνεύμα εξεχύθη «επί παν είδος σαρκός,» πράγμα που είναι καταφανές ό,τι εννοούσε κι εκείνος.—Πράξ. 2:17, 18.
Έτσι συμβαίνει και με το εδάφιο 1 Ιωάννου 5:18, όπου ο Ιωάννης λέγει ότι όποιος εγεννήθη από τον Θεό δεν αμαρτάνει. Όπως παρετηρήθη ήδη, δεν είπε ότι όποιος εγεννήθη από τον Θεό δεν μπορεί να διαπράξη αμαρτία. Εκείνο που εννοούσε φαίνεται απ’ αυτά που εδήλωσε προηγουμένως πιο επεξηγηματικά: «Πας όστις μένει εν αυτώ [τω Ιησού Χριστώ], δεν αμαρτάνει.» (1 Ιωάν. 3:6) Ναι, όποιος έχει αποκυηθή από τον Θεό, ο οποίος είναι ένας πραγματικός Χριστιανός, δεν θα διέπραττε αμαρτία. Αυτό δεν είναι εκείνο που αναμένεται να πράξη· δεν είναι εκείνο που θα ήθελε να πράξη. Σε αρμονία μ’ αυτή τη σκέψι είναι κι αυτά που είπε ο απόστολος Παύλος στη Χριστιανική εκκλησία στην Κόρινθο αμέσως μετά την εντολή του προς αυτούς ν’ αποκόψουν από την επικοινωνία κάποιον ο οποίος διέπραττε αμαρτία: «Και τοιούτοι υπήρχετε τινές· αλλά απελούσθητε, αλλά ηγιάσθητε, αλλ’ εδικαιώθητε, δια του ονόματος του Κυρίου Ιησού, και δια του πνεύματος του Θεού ημών.» Ο Παύλος λέγει εδώ στην πραγματικότητα αυτό που ο Ιωάννης έγραψε στο εδάφιο 1 Ιωάννου 5:18, δηλαδή, ‘Τώρα είσθε Χριστιανοί, και δεν συνεχίζετε πια ν’ αμαρτάνετε.’—1 Κορ. 6:9-11.
Ο απόστολος Ιωάννης προχωρεί και λέγει, «Όστις εγεννήθη εκ του Θεού φυλάττει εαυτόν, και ο πονηρός δεν εγγίζει αυτόν.» Εκείνος που «εγεννήθη εκ του Θεού» είναι ο Ιησούς Χριστός. Από τον καιρό της αναστάσεως και της αναλήψεώς του στον ουρανό, αυτός, ως ένα ζων ισχυρό πνευματικό πρόσωπο, είναι σε θέσι να φυλάττη εκείνους οι οποίοι έχουν γεννηθή από τον Θεό ώστε ο πονηρός, ο Σατανάς ή Διάβολος ‘να μη εγγίζη αυτόν.’ Το ότι ο Ιησούς θα εφύλαττε τους ακολούθους του το εξήγησε ο ίδιος όταν είπε σ’ αυτούς λίγο πριν από την επιστροφή του στον Πατέρα του: «Ιδού, εγώ είμαι μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος.» Μεταξύ των πραγμάτων που έχει κάμει κι εξακολουθεί να κάνη υπέρ των ακολούθων του είναι να υπηρετή ως ‘παράκλητος προς τον Πατέρα,’ να συνηγορή υπέρ αυτών όταν έχουν διαπράξει αμαρτίας. Υπηρετεί ως «ιλασμός περί των αμαρτιών» όχι μόνο των ιδικών των αλλά και όλων των ‘άλλων προβάτων,’ η ελπίδα ζωής των οποίων είναι επίγεια. Και γι’ αυτούς αληθεύει, επίσης, ότι δεν συνεχίζουν να διαπράττουν αμαρτία.—Ματθ. 28:20· 1 Ιωάν. 2:1, 2· Ιωάν. 10:16.
Έτσι βλέπομε ότι οι ‘γεννηθέντες εκ του Θεού,’ που παραμένουν σ’ ενότητα με τον Ιησού Χριστό καθώς επίσης και οι σύντροφοί των, τ’ «άλλα πρόβατα,» δεν κάνουν την αμαρτία συνήθειά των· χωρίς αυτό να σημαίνη, φυσικά, ότι κανείς απ’ αυτούς ως άτομο δεν αμαρτάνει ποτέ. Εκείνος που τους βοηθεί ν’ αποφεύγουν τη λαβή του Σατανά ή Διαβόλου είναι ο Ιησούς Χριστός, «όστις εγεννήθη εκ του Θεού.»