Η Βίβλος—Εγράφη από Ανθρώπους Αλλά Είναι Άγγελμα Θεού
1. Από ανθρώπινη άποψι, τι είδους άνθρωποι ήσαν οι Βιβλικοί συγγραφείς;
Η ΒΙΒΛΟΣ εγράφη από σαράντα περίπου ανθρώπους σε μια περίοδο διάρκειας δεκαέξη περίπου αιώνων. Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν ατελείς, υποκείμενοι σε αδυναμίες και σφάλματα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν διέφεραν από τους άλλους ανθρώπους. Ένας απ’ αυτούς, ο Παύλος, είπε τα εξής σ’ εκείνους οι οποίοι εσφαλμένα θεωρούσαν αυτόν και τον σύντροφο τον ιεραπόστολο Βαρνάβα ως θεούς: «Και ημείς είμεθα άνθρωποι ομοιοπαθείς με σας.» (Πράξ. 14:15) Από ανθρώπινη άποψι, πολλοί από τους συγγραφείς της Βίβλου δεν ήσαν άνθρωποι, εξαιρετικής μαθήσεως και ικανοτήτων. Μεταξύ αυτών ήσαν πολλοί συνήθεις άνθρωποι, άνθρωποι που ήσαν βοσκοί και αλιείς.
2. Πώς ήταν δυνατόν ατελείς άνθρωποι να παραγάγουν ένα υπόμνημα που αποτελεί πραγματικά τον «λόγον» του Θεού;
2 Πώς, λοιπόν, ήταν δυνατόν οι ατελείς αυτοί άνθρωποι να παραγάγουν ένα υπόμνημα που αποτελεί πραγματικά θείο άγγελμα; Αυτοί δεν έγραψαν από δική τους παρόρμησι, αλλά ήσαν εμπνευσμένοι από τον Θεό. Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος,» είπε ο απόστολος Παύλος αναφερόμενος στο τμήμα των Ιερών Γραφών που υπήρχε στην εποχή του.—2 Τιμ. 3:16.
3, 4 Γιατί οι αμφιβολίες ως προς τη θεοπνευστία της Βίβλου μπορεί να είναι επικίνδυνες;
3 Μπορεί να δέχεσθε τη Βίβλο ως λόγον εμπνευσμένο από τον Θεό. Αλλά πόσο ισχυρή είναι η παραδοχή σας αυτή; θα άντεχε κάτω από δοκιμασία; Ο προφήτης Ιερεμίας είπε: «Ο λόγος του Ιεχωβά έγεινεν εις εμέ προς ονειδισμόν και προς χλευασμόν όλην την ημέραν.» (Ιερεμ. 20:8 ΜΝΚ) Θα είσθε σεις διατεθειμενοι να υποστήτε προφορική εξύβρισι, σωματική κακομεταχείρισι και θάνατο ακόμη εξαιτίας αυτού; Κάτω από την πίεσι των δεινοπαθημάτων και της εναντιώσεως, ακόμη και ελαφρές αμφιβολίες για τη θεοπνευστία τον θείου Λόγου μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερες αμφιβολίες, που υποσκάπτουν την πίστι και εξασθενούν την αντίστασι ενός ατόμου στον πειρασμό (Ιακ. 1:6) Εν τούτοις, αν είσθε αληθινά πεπεισμένοι ότι η Βίβλος είναι ο Λόγος του Θεού ότι το να ζήτε σύμφωνα με αυτήν αποτελεί μόνο ορθό πράγμα που πρέπει να κάμετε, είσθε σε μια πολύ καλύτερη θέσι ν’ ανθέξετε στην πίεσι και ν’ αντισταθήτε ακολουθώντας μια κατάλληλη πορεία.
4 Εκείνος που υποστηρίζει ότι η Βίβλος μπορεί—εν μέρει τουλάχιστον—ν’ αποτελή απλώς προϊόν ανθρωπίνης διανοήσεως μπορεί να προσπαθή, να δικαιολογήση την έλλειψι σεβασμού για τα όσα λέγει η Γραφή επιχειρώντας να ξεφύγη από μια δύσκολη θέσι. Κάνοντας όμως τούτο, μπορεί πραγματικά να θυσιάση την προοπτική της αιωνίου ζωής. Ο Ιησούς Χριστός είπε: «Όστις ζητήση να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν και όστις απολέση αυτήν, θέλει διαφυλάξει αυτήν.» (Λουκ. 17:33) Αξίζει, λοιπόν, πολύ περισσότερο από ένα παροδικό ενδιαφέρον να εξετάσωμε πώς η Βίβλος, ένα σύγγραμμα γραμμένο από ανθρώπους, είναι αληθινά ο Λόγος του Θεού. Πρόκειται για την ίδια τη ζωή μας.
ΠΩΣ ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ ΕΛΑΜΒΑΝΑΝ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΩΝ
5. Ποια μέρη της Βίβλου δόθηκαν με άμεση υπαγόρευσι;
5 Μεταξύ των ‘πολλών τρόπων’ που χρησιμοποιήθηκαν για να μεταδώσουν το θείο άγγελμα στους ανθρώπους της γης ήταν η άμεση απαγόρευσις. (Εβρ. 1:1, 2) Τα υπαγορευμένα μέρη της Βίβλου περιλαμβάνουν τις Δέκα Εντολές (που δόθηκαν και γραπτώς πάνω σε δύο λίθινες πλάκες) και όλους τους άλλους νόμους και διατάξεις της θείας διαθήκης με τους Ισραηλίτας. Ο Ιεχωβά Θεός έδωσε αυτή τη διαθήκη του Νόμου μέσω αγγέλων. (Πράξ. 7:53) Κατόπιν στον Μωυσή εδόθη η εξής εντολή: «Γράψον εις σεαυτόν τους λόγους τούτους.» (Έξοδ. 34:27) Και άλλοι προφήται εκτός από τον Μωυσή έλαβαν επίσης ειδικά αγγέλματα, τα οποία αργότερα διατυπώθηκαν γραπτώς. (Για παραδείγματα, βλέπε 2 Σαμουήλ 7:5-16· Ησαΐας 7:3-9 και Ιερεμίας 7:1-34.) Τα ειδικά αυτά αγγέλματα συνήθως μετεδίδοντο από άγγελο που εκπροσωπούσε τον Θεό.—Γέν. 31:11-13.
6. Περιγράψτε τη φύσι των ενυπνίων, των οράσεων και των εκστάσεων, και το μέρος που έλαβαν οι συγγραφείς για τη μετάδοσι του θείου αγγέλματος.
6 Ο Ιεχωβά Θεός κατά καιρούς έκαμε χρήσι ενυπνίων, οράσεων και εκστάσεων για να μεταδώση τα άγγελμα του στους ανθρώπους. (Αριθμ. 12:6· 1 Σαμ. 3:4-14· 2 Σαμ. 7:17· Δαν. 9:20-27) Στην περίπτωσι των ενυπνίων, δηλαδή «νυκτερινών οράσεων,» το κοιμώμενο άτομο έβλεπε μια κινούμενη εικόνα που μετέδιδε το άγγελμα του Θεού ή τον σκοπόν του που ετυπώνετο έτσι στη διάνοια του. Άλλοι που είδαν οράματα ήσαν σε πλήρη εγρήγορσι και οι πληροφορίες εντυπώθηκαν στη συνειδητή τους διάνοια σε μορφή εικόνων. (Ματθ. 17:2-9· Λουκ. 9:32) Μερικά οράματα ελαμβάνοντο αφού πρώτα το άτομο είχε περιέλθει σε έκστασι. Παρά τη συνειδητότητά του το άτομο απερροφάτο από το δράμα ώστε λησμονούσε όλα τα άλλα πράγματα που ήσαν γύρω του. (Πράξ. 10:10-16· 11:5-10) Κατόπιν, οι Βιβλικοί συγγραφείς, που έλαβαν πληροφορίες με τέτοια μέσα όπως τα ενύπνια, τα οράματα η οι εκστάσεις, έπρεπε να βρουν τις κατάλληλες λέξεις και εκφράσεις για να περιγράψουν με κατανοητό τρόπο τα όσα είδαν.—Αββακ. 2:2· Αποκάλ. 1:1, 11.
7. Πώς οι Βιβλικοί συγγραφείς έλαβαν τις πληροφορίες των για τα ιστορικά τμήματα της Γραφής;
7 Ένα σημαντικό μέρος της Βίβλου είναι ιστορικό—αφηγείται τις πείρες ατόμων, οικογενειών, φυλών και εθνών. Πώς έλαβαν αυτές τις πληροφορίες οι Βιβλικοί συγγραφείς; Κατά καιρούς παρέστησαν μάρτυρες των συμβάντων τα οποία κατέγραψαν. Συχνά όμως ήταν ανάγκη ν’ αντλήσουν από άλλες πηγές, συμβουλευόμενοι τις ήδη υπάρχουσες ιστορικές αφηγήσεις, γενεαλογίες ή και ανθρώπους που ήσαν σε θέσι να παράσχουν αξιόπιστες πληροφορίες, είτε από πρώτο χέρι είτε με άλλον τρόπο. Αυτό απαιτούσε εκτεταμένη και επιμελή έρευνα από μέρους του συγγραφέως. Ο Έσδρας, ιερεύς και έμπειρος αντιγραφεύς, εχρησιμοποίησε είκοσιν έγκυρες πηγές για να συντάξη τα δύο βιβλία των Χρονικών. Ο ιατρός Λουκάς, γράφοντας το ευαγγέλιο του, εσημείωσε τα εξής: «Εφάνη και εις εμέ εύλογον, όστις διηρεύνησα πάντα εξ αρχής ακριβώς, να σου γράψω κατά σειράν περί τούτων.» (Λουκ. 1:3) Ιστορική ύλη (όπως αυτή που περιέχεται στη Γένεσι και στο βιβλίο του Ιώβ) για την αρχή του ανθρώπου και τα πρώτα γεγονότα, για τις συνομιλίες στους αόρατους ουρανούς και τα παρόμοια αποκαλύφθηκε από τον Θεό είτε στους ίδιους συγγραφείς είτε, αρχικά, σε άλλους. Αν έγιναν γνωστά σε άλλα άτομα εκτός από τους συγγραφείς, αυτά πρέπει να μετεδόθησαν προφορικώς ή γραπτώς ως τον καιρό που απετέλεσαν μέρος του Βιβλικού υπομνήματος.
8. Από πού ήντλησαν οι συγγραφείς τα σοφά ρητά και μεγάλο μέρος των συμβουλών που βρίσκονται μέσα στη Βίβλο;
8 Εκτός από Ιστορία, η Βίβλος περιέχει αφθονία σοφών ρητών και συμβουλών. Οι συγγραφείς ήντλησαν από τη δική τους πείρα και από την πείρα των άλλων, κάνοντας τούτο βάσει της μέχρι τότε μελέτης των και εφαρμογής των Γραφών που είχαν στη διάθεσί τους. Κατ’ επανάληψιν βλέπομε να αποδεικνύεται αυτό στις Βιβλικές δηλώσεις. Ο ψαλμωδός Δαβίδ είπε τα εξής για όσα είχε ιδεί σχετικά με το ενδιαφέρον του Θεού για τους δούλους του: «Νέος ήμην και ήδη εγήρασα, και δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον.» (Ψαλμ. 37:25) Ο σοφός συγγραφεύς του βιβλίου Εκκλησιαστής, ο γυιος του Δαβίδ Σολομών, συνεπέρανε τα εξής απ’ όσα είχε παρατηρήσει: «Δεν είναι αγαθόν εις τον άνθρωπον να τρώγη και να πίνη και να κάμνη την ψυχήν αυτού να απολαμβάνη καλόν εκ του μόχθου αυτού; Και τούτο είδον εγώ, ότι είναι από της χειρός του Θεού.» (Εκκλ. 2:24) Η διάταξις της ύλης που ήταν βασισμένη στην ανθρώπινη πείρα απαιτούσε από τον συγγραφέα να καταβάλη επιμελή προσπάθεια. Αυτό είναι έκδηλο από την περικοπή Εκκλησιαστής 12:9, 10 όπου διαβάζομε τα εξής: «Και όσον περισσότερον ο Εκκλησιαστής εστάθη σοφός, τόσον περισσότερον εδίδαξε την γνώσιν εις τον λαόν· μάλιστα επρόσεξε και ηρεύνησε και έβαλεν εις τάξιν πολλάς παροιμίας. Ο Εκκλησιαστής εζήτησε να εύρη λόγους ευαρέστους· και το γεγραμμένον ήτο ευθύτης, και λόγοι αληθείας.»
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
9. Μήπως το γεγονός ότι χρειάσθηκε πολλή ανθρώπινη προσπάθεια για τη συγγραφή της Βίβλου σημαίνει ότι η Βίβλος είναι άγγελμα από θεού σε περιωρισμένο μόνο βαθμό;
9 Αφού χρειάσθηκε τόσο μεγάλη ανθρώπινη προσπάθεια για τη συγγραφή της Βίβλου, μήπως αυτό σημαίνει ότι η Βίβλος είναι Λόγος του Θεού σε περιωρισμένο μόνο βαθμό; Μήπως μόνον τα παρά Θεού υπαγορευμένα τμήματα αποτελούν το θείο άγγελμα; Όχι, διότι ολόκληρη η Βίβλος και όχι μόνο μερικά μέρη της είναι εμπνευσμένα από τον Θεό. Αυτό συμβαίνει διότι ο Ιεχωβά Θεός, μέσω της ενεργού του δυνάμεως, καθωδήγησε τους συγγραφείς της Βίβλου. Ο ψαλμωδός Δαβίδ, αναγνωρίζοντας τούτο, είπε: «Πνεύμα Ιεχωβά ελάλησε δι’ εμού, και ο λόγος αυτού ήλθεν επί της γλώσσης μου.»—2 Σαμ. 23:2.
10. Εξηγήστε τι σημαίνει η φράσις ‘λόγος του Θεού’ όπως αυτή σχετίζεται με το περιεχόμενο της Βίβλου.
10 Ο «λόγος» του Θεού, που ήλθε στη γλώσσα του Δαβίδ, δεν ήταν μια μόνον λέξις, αλλά ένα σύνθετο άγγελμα. Αυτό γίνεται φανερό από τον τρόπο με τον οποίο η Βίβλος χρησιμοποιεί τη λέξι «λόγος.» Παραδείγματος χάριν, ένας από τους βοηθούς του προφήτου Ελισσαιέ είπε στον Ιηού, αρχηγό του στρατού Ισραήλ: «Έχω λόγον προς σε ω άρχων.» (2 Βασ. 9:5) Αυτός ο «λόγος» αποδείχθηκε ότι ήταν άγγελμα του Θεού. Προσδιώριζε τον Ιηού ως τον άνθρωπο που εξέλεξε ο Θεός για να βασιλεύση στο δεκάφυλο βασίλειο του Ισραήλ και του εδίδετο εντολή να εκτελέση κρίσι κατά του βασιλικού οίκου του Αχαάβ. (2 Βασ. 9:6-10) Ομοίως, προφανώς εν σχέσει μ’ ένα άγγελμα και όχι με μια απλή λέξι, διαβάζομε τα εξής στον Ιερεμία 23:29 (ΜΝΚ); «Δεν είναι ο λόγος μου ως πυρ; λέγει ο Ιεχωβά· και ως σφύρα κατασυντρίβουσα τον βράχον;» Καμμιά μεμονωμένη λέξις δεν μπορεί να έχη ένα τόσο κατασυντριπτικό αποτέλεσμα, αλλά ένα έντονο άγγελμα όταν επιβληθή μπορεί να έχη αυτό το αποτέλεσμα. Πώς χρησιμοποίησε ο Θεός το πνεύμα του για να θέση αυτά τα ισχυρά αγγέλματα στις διάνοιες των Βιβλικών συγγραφέων και να εξασφαλίση ότι θα συνέχιζαν να είναι ο «λόγος» Του;
11. Πώς συμβαίνει ώστε οι Βιβλικές προφητείες να μη προέρχονται από ιδιωτική ερμηνεία;
11 Όσο για τον ρόλο που έπαιξε το πνεύμα του Θεού εν σχέσει με την προφητεία, η Βίβλος μάς λέγει: «Ουδεμία προφητεία της γραφής γίνεται εξ ιδίας του προφητεύοντος διασαφήσεως· διότι δεν ήλθε ποτέ προφητεία εκ θελήματος ανθρώπου, αλλ’ υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού.» (2 Πέτρ. 1:20, 21) Αυτό σημαίνει ότι η Βιβλική προφητεία δεν προήλθε από την ανάλυσι και την ερμηνεία που έκαμε ο ίδιος ο συγγραφεύς για τα τρέχοντα ανθρώπινα γεγονότα και τάσεις και να πη τη γνώμη του για το που αυτά θα οδηγούσαν. Αντιθέτως, το πνεύμα του Θεού διήγειρε τη διάνοια του συγγραφέως και την υποκίνησε να εκφράση το θεόπνευστο άγγελμα γενικά με δικά του λόγια. Οι λέξεις, λοιπόν, ήσαν λέξεις του συγγραφέως, άλλα το άγγελμα ήταν του Ιεχωβά Θεού.
12. Τι ρόλο έπαιξε το πνεύμα του Θεού καθοδηγώντας τη συγγραφή περασμένων γεγονότων;
12 Αλλά η ύλη που απετέλεσε μέρος της Βίβλου δεν εγράφη πολλές φορές μετά από χρόνια αφότου έγιναν τα όσα περιγράφονται; Ναι, αυτό είναι αλήθεια, όπως είναι, λόγου χάριν, οι αφηγήσεις για την επίγεια διακονία του Ιησού; Εν τούτοις, το πνεύμα του Θεού ήταν υπεύθυνο για τη συγγραφή μιας ακριβούς καταγραφής. Αυτό είναι φανερό από τα λόγια του Ιησού στους μαθητάς του: «Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον θέλει πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα και θέλει σας υπενθυμίσει πάντα όσα είπον προς εσάς.» (Ιωάν. 14:26) Το πνεύμα του Θεού, λοιπόν, εβοήθησε τους συγγραφείς να ενθυμηθούν ακριβώς τις πληροφορίες που περιέλαβαν στην αναγραφή της Βίβλου.
13. Τι απόδειξις υπάρχει ότι το πνεύμα του Θεού κατηύθυνε την επιλογή της ύλης που περιέχεται στην Αγία Γραφή;
13 Ο Ιεχωβά Θεός, μέσω του πνεύματος του, εφρόντισε επίσης να συμφωνούν με το σκοπό του τα όσα κατεγράφησαν, παρέχοντας ουσιώδη διδασκαλία για κείνους που επιθυμούν να είναι και να παραμένουν επιδοκιμασμένοι δούλοι του. Κατηύθυνε την επιλογή της ύλης που θα περιελαμβάνετο. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μπορούσε να λέγη: «Όσα προεγράφησαν, διά την διδασκαλίαν ημών προεγράφησαν, διά να έχωμεν την ελπίδα διά της υπομονής και της παρηγοριάς των γραφών.» (Ρωμ. 15:4) Και αναφερόμενος ειδικά στην πείρα των Ισραηλιτών στην εποχή του Μωυσέως, παρετήρησε τα εξής: «Ταύτα δε πάντα εγίνοντο εις εκείνους παραδείγματα, και εγράφησαν προς νουθεσίαν ημών, εις τους οποίους τα τέλη των αιώνων έφθασαν.»—1 Κορ. 10:11.
14. Μήπως ο Ιεχωβά Θεός εσκηνοθέτησε τα γεγονότα που δείχνουν τις παραβάσεις των Ισραηλιτών για να γράφουν αυτά ως προειδοποίησις στους Χριστιανούς; Εξηγήστε.
14 Δεν πρέπει να συμπεράνωμε απ’ αυτό ότι ο Θεός ενεργούσε σε κάθε περίπτωσι σαν ένας μεγάλος «Δραματογράφος,» ο οποίος εσκεμμένα σκηνοθετεί γεγονότα που θα παρείχαν παραδείγματα από τα οποία οι δούλοι του στους μετέπειτα καιρούς θα μπορούσαν ν’ αντλήσουν μαθήματα προειδοποιήσεως και ενθαρρύνσεως. Όχι· αλλ’ όπως έγινε στα γεγονότα που αναφέρει ο απόστολος, οι Ισραηλίται αντιδρούσαν στις περιστάσεις ανάλογα με τη δική τους προτίμησι και επιθυμία όταν έπεφταν θύματα γογγυσμών, ειδωλολατρίας και πορνείας. Ο Θεός δεν τους υποκινούσε να κάνουν έτσι. (1 Κορ. 10:1-10) Επειδή οι Ισραηλίται ήσαν λαός της διαθήκης του Θεού, το γεγονός, ότι υπέκυπταν στον πειρασμό ενισχύει την προειδοποίησι που έδωσε ο απόστολος αργότερα: «Ο νομίζων ότι ίσταται ας βλέπη μη πέση.»-—1 Κορ. 10:12.
15. Πώς η επιστολή του Ιούδα δείχνει ότι το πνεύμα του Θεού κατηύθυνε την επιλογή της ύλης που γράφθηκε;
15 Ο Ιεχωβά Θεός, λοιπόν, αντί να κάμη να συμβούν πολλά απ’ αυτά τα γεγονότα, απλώς άφησε πολλές καταστάσεις να εξελιχθούν σύμφωνα με τη φυσική τους πορεία και κατόπιν έκαμε τους συγγραφείς ν’ αναγράψουν εκείνα που ο Θεός εγνώριζε ότι θα ήσαν πολύτιμα στο μέλλον. Το γεγονός ότι η επιλογή της ύλης για τη Βιβλική αναγραφή κατηυθύνετο πραγματικά από το πνεύμα του Θεού αποδεικνύεται καθαρά στην περίπτωσι της επιστολής του μαθητού Ιούδα. Ο Ιούδας αρχικά εσκόπευε να γράψη για τη σωτηρία στην οποία μετέχουν από κοινού οι κεχρισμένοι με το πνεύμα Χριστιανοί. Εν τούτοις, κάτω από την επιρροή του πνεύματος του Θεού, διέγνωσε ότι οι ομόπιστοί του χρειάζονταν κάτι άλλο για ν’ ανταποκριθούν στην κατάστασι την οποία αντιμετώπιζαν τότε. Εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τον αρχικό του σκοπό έγραψε τα εξής: «Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους. Διότι εισεχώρησαν λαθραίως τινές άνθρωποι, οίτινες ήσαν παλαιόθεν προγεγραμμένοι εις ταύτην την καταδίκην, ασεβείς, μεταστρέφοντες την χάριν του Θεού ημών εις ασέλγειαν, και αρνούμενοι τον μόνον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.» (Ιούδ. 3, 4, Κριτικόν Κείμενον) Ό,τι εξέθετε κατόπιν ο Ιούδας κάτω από την καθοδηγία του πνεύματος του Θεού ήταν ακριβώς ό,τι εχρειάζοντο οι ομόπιστοί του για ν’ ανθέξουν στις φθοροποιές επιρροές.
16. Μήπως οι Βιβλικοί συγγραφείς κατά καιρούς ανέλαβαν πρωτοβουλία για το θέμα που επρόκειτο να γράψουν; Εξηγήστε.
16 Μήπως το γεγονός ότι το πνεύμα του θεού κατηύθυνε την επιλογή της ύλης για τη συγγραφή της Βίβλου εσήμαινε ότι εκείνοι που έλαβαν μέρος στη συγγραφή δεν είχαν καμμιά προσωπική πρωτοβουλία για το θέμα που επρόκειτο να γράψουν; Όχι. Συχνά αυτοί είχαν ωρισμένους σκοπούς υπ’ όψι και έγραψαν ανάλογα. Απαντούσαν σε ωρισμένα ερωτήματα ή προσπαθούσαν να διασαφηνίσουν σημεία που είχαν δώσει αφορμή σε παρανοήσεις. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η δεύτερη επιστολή του αποστόλου Παύλου προς την εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Μερικοί σ’ εκείνη την εκκλησία είχαν συμπεράνει εσφαλμένα ότι η παρουσία του Ιησου Χριστού με βασιλική εξουσία επλησίαζε. Επίσης, υπήρχαν κι εκείνοι οι οποίοι δεν είχαν πάρει στα σοβαρά την προηγούμενη συμβουλή του ‘να περιπατούν εν φρονήσει προς τους έξω’ Η δεύτερη επιστολή του Παύλου καταπιάσθηκε με αυτά και απεκάλυψε την κατάλληλη Χριστιανική άποψι σ’ αυτά τα σημεία. (1 Θεσσ. 4:10-12· 2 Θεσσ. 2:1-3· 3:10-15) Επειδή οι Βιβλικοί συγγραφείς, όπως ο Παύλος, ανταποκρίθηκαν στην καθοδηγία του πνεύματος του θεού, τα όσα έγραψαν ήσαν σε πλήρη αρμονία με τον σκοπό του Θεού και επομένως ήσαν αξιόπιστα.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΓΝΩΜΕΣ—ΕΙΧΑΝ Η ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΘΕΙΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΙ;
17, 18. Πώς πρέπει να εννοήσωμε τα λόγια του αποστόλου Παύλου ότι ‘έδινε δική του γνώμη;’
17 Αλλά τι θα λεχθή για τον καιρό που οι Βιβλικοί συγγραφείς φαινομενικά εξέφραζαν τη δική τους γνώμη; Πάρτε για παράδειγμα τις επόμενες δηλώσεις του αποστόλου Παύλου: «Προς δε τους λοιπούς εγώ λέγω, ουχί ο Κύριος. . . » «Περί δε των παρθένων προσταγήν του Κυρίου δεν έχω· αλλά γνώμην δίδω.» «Μακαριωτέρα όμως είναι [μια χήρα], εάν μείνη ούτω [δηλαδή ανύπανδρη], κατά την εμήν γνώμην νομίζω δε ότι και εγώ έχω πνεύμα Θεού.» (1 Κορ. 7:12, 25, 40) Τι ακριβώς εννοούσε ο Παύλος με αυτά που έλεγε;
18 Ο απόστολος Παύλος δεν μπορούσε να παραθέση μια άμεση διδασκαλία του Κυρίου Ιησού Χριστού στα υπό εξέτασιν σημεία και επομένως εξέφρασε τη γνώμη του. Εν τούτοις, έγραψε κάτω από την κατεύθυνσι του πνεύματος του Θεού και γι’ αυτό η γνώμη του είχε θεία καθοδηγία και εξεδήλωνε την άποψι του θεού. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο απόστολος Πέτρος περιέλαβε τις επιστολές του Παύλου μαζί με τις υπόλοιπες Γραφές λέγοντας: «Και νομίζετε σωτηρίαν την μακροθυμίαν του Κυρίου ημών, καθώς και ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος έγραψε προς εσάς κατά την δοθείσαν εις αυτόν σοφίαν, ως και εν πάσαις ταις επιστολαίς αυτού. λαλών εν αυταίς περί τούτων, μεταξύ των οποίων είναι τινά δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλώνουσιν, ως και τας λοιπάς γραφάς προς την ιδίαν αυτών απώλειαν.»—2 Πέτρ. 3:15, 16.
19. Από ποιες απόψεις η Βίβλος αποτελεί θείο άγγελμα;
19 Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η Αγία Γραφή ως σύνολον είναι ο «λόγος» του θεού, δηλαδή το άγγελμά του, διότι τα πάντα κατεγράφησαν υπό την κατεύθυνσι του πνεύματος του, για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του και να παρουσιάσουν με πραγματικό τρόπο τα ζητήματα. Οποτεδήποτε η Αγία Γραφή παραθέτει δηλώσεις ανθρώπων ή αφηγείται τι έκαμαν κάτω από ωρισμενες περιστάσεις, τα συμφραζόμενα της Βίβλου διασαφηνίζουν αν η πορεία τους πρέπει να τυγχάνη μιμήσεως ή ν’ αποφεύγεται, αν ο συλλογισμός τους πρέπει να γίνεται παραδεκτός ή ν’ απορρίπτεται.
20. Εξηγήστε πώς ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιήση την Αγία Γραφη ώστε ν’ αποδώση τις απόψεις ατελών ανθρώπων στον Θεό.
20 Πάρτε ως παράδειγμα το βιβλίο του Ιώβ. Εκτεταμένα τμήματα του βιβλίου αυτού πραγματεύονται τις εσφαλμένες απόψεις που εξέφρασαν οι τρεις σύντροφοι του Ιώβ και μερικές φορές ακόμη και ο ίδιος ο Ιωβ. Αυτά τα εσφαλμένα συμπεράσματα και οι κακές εφαρμογές των πραγμάτων φαίνεται καθαρά ότι δεν ήσαν εμπνευσμένα από τον Θεό. Για παράδειγμα παραθέτομε τα λόγια του συντρόφου του Ιώβ Ελιφάς ο οποίος εσφαλμένα κατηγόρησε τον Θεό: «Ιδού, εις τους αγίους αυτού δεν εμπιστεύεται και οι ουρανοί δεν είναι καθαροί εις τους οφθαλμούς αυτού.» (Ιώβ 15:15) Ο Ιεχωβά Θεός επετίμησε τον Ελιφάς και τους συντρόφους του για την από μέρους των διαστροφή της αληθείας. Στον Ελιφάς είπε τα εξής: «Ο θυμός μου εξήφθη κατά σου και κατά των δύο φίλων σου· διότι δεν ελαλήσατε περί εμού το ορθόν, ως ο δούλος μου Ιώβ.» (Ιώβ 42:7) Μολονότι ο Ελιφάς και οι σύντροφοί του προφανώς δεν ήσαν θεόπνευστοι, ο συγγραφεύς του βιβλίου του Ιώβ καθωδηγήθηκε από το πνεύμα του Θεού για να κόμη μια ακριβή αναγραφή των δηλώσεων των. Αυτή η αναγραφή χρησιμεύει για ν’ αποκαλύψη και να εκθέση τον εσφαλμένο συλλογισμό για την ανοχή της ανομίας από τον Θεό. Επομένως, ως σύνολον η Γραφή είναι ο εμπνευσμένος λόγος ή άγγελμα του Θεού. Εν τούτοις, αυτό δείχνει ότι πρέπει να προσέχωμε όταν παραθέτωμε ωρισμένες περικοπές από την Αγία Γραφή. Αν τις βγάλωμε από την κατάλληλη θέσι τους, από τα συμφραζόμενα, είναι δυνατόν κάτι που είναι στην πραγματικότητα άποψις ατελών ανθρώπων ν’ αποδοθή εσφαλμένα στον Θεό.
Ο ΘΕΟΣ ΑΠΕΚΑΛΥΨΕ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΨΟΥΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ
21. Αν ο Ιεχωβά Θεός χρησιμοποιούσε αγγέλους για να γράψουν όλη τη Βίβλο, θα ήταν τότε η Βίβλος πραγματικά πιο πολύτιμη σ’ εμάς ως ατελείς ανθρώπους;
21 Το γεγονός ότι ο Θεός εχρησιμοποίησε ανθρώπους για να καταγράψουν τον «λόγο» του αποτελεί απόδειξι της μεγάλης σοφίας του να προμηθεύση ακριβώς ό,τι χρειαζόμεθα εμείς οι ατελείς άνθρωποι. Μπορούσε να χρησιμοποιήση αγγέλους. Αλλά θα ήταν τότε ο «λόγος» του το ίδιο ελκυστικός; Είναι αλήθεια ότι οι άγγελοι θα μπορούσαν να περιγράψουν γραπτώς τις θαυμαστές ιδιότητες του Θεού και τις μεγάλες του πράξεις. Θα μπορούσαν να μεταδώσουν το βάθος της αφοσιώσεώς των σ’ αυτόν και της εκτιμήσεως των για τα απεριόριστα δώρα του. Αλλά δεν θα ήταν δύσκολο σ’ εμάς τους ατελείς ανθρώπους να συνδεθούμε με ένα κείμενο που εκθέτει εκφράσεις τελείων πνευματικών πλασμάτων των οποίων η πείρα και η γνώσις είναι πολύ ανώτερη από τη δική μας; Η ζωή στο δικό τους βασίλειο δεν θα μπορούσε να παρασταθή έτσι όπως εμείς γνωρίζομε τη ζωή—τις χαρές της μαζί με τους φόβους της, τις απογοητεύσεις και τις θλίψεις. Γι’ αυτό ο Ιεχωβά Θεός, χρησιμοποιώντας ανθρώπους, εφρόντισε ώστε ο «λόγος» του να έχη τη θέρμη, την ποικιλία και την ελκυστικότητα, την οποία μόνο το ανθρώπινο χέρι θα μπορούσε να δώση.
22. Αν το ανθρώπινο στοιχείο εξέλιπε τελείως από την Αγία Γραφή, τι προβλήματα κατανοήσεως θα είχαμε;
22 Αν το ανθρώπινο στοιχείο έλειπε τελείως από την Αγία Γραφή, θα δυσκολευόμαστε πολύ να συλλάβωμε το άγγελμά της. Θα ήταν δύσκολο να διακρίνωμε πώς εμείς ως ατελείς άνθρωποι θα ήταν δυνατόν ν’ αποκτήσωμε μια στάσι επιδοκιμασμένη από τον Δημιουργό. Παραδείγματος χάριν, αν η αφήγησις της Γραφής μας έλεγε απλώς ότι ‘ο Θεός είναι ελεήμων,’ αυτό δεν ήταν αρκετό για να μας δώση να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Σ’ εμάς τους ανθρώπους είναι ανάγκη να εκφράζωνται αυτά τα πράγματα με τρόπους που μπορούμε να τα καταλάβουμε. Η Γραφή, που γράφθηκε από ανθρώπους, παρέχει συγκεκριμένα παραδείγματα από την πραγματική ζωή, παρουσιάζοντας τα από την ανθρώπινη άποψι. Μας ομιλεί για ανθρώπους, οι οποίοι, μολονότι εγνώριζαν τον νόμο του Θεού, υπέκυψαν σε αδυναμίες και έγιναν ένοχοι σοβαρών παραβάσεων, και οι αφηγήσεις μερικές φορές μας δίνουν τα ίδια τα λόγια των ατόμων για το πώς αισθάνονταν και αντιδρούσαν. Ταυτόχρονα μαθαίνομε σε τι βαθμό έτυχαν ελέους.
23, 24. Εκθέστε τι συνέβη στον Δαβίδ με την Βηθ-σαβεέ, και εξηγήστε τι μαθαίνομε απ’ αυτό για τον Ιεχωβά Θεό.
23 Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωσι του Βασιλέως Δαβίδ. Αυτός αποδείχθηκε άνθρωπος εξαιρετικής πίστεως. Αλλά, κατόπιν, οι περιστάσεις τον ωδήγησαν να πέση θύμα κακής επιθυμίας. Ο Δαβίδ αισθάνθηκε έλξι προς τη σύζυγο του Ουρία του Χετταίου, ενός ανδρός ο οποίος πιστά υπεστήριζε τη βασιλεία του Δαβίδ. Άφησε την επιθυμία του ν’ αυξηθή και τελικά έφερε τη σύζυγο του Ουρία, τη Βηθ-σαβεέ, μέσα στο ανάκτορό του. Μολονότι μπορεί να μην είχε στο νου του να επιδοθή πραγματικά σε σεξουαλικές σχέσεις, το πάθος του εγέρθηκε ως το σημείο να διαπράξη μοιχεία. Όταν έμαθε ότι η Βηθ-σαβεέ έμεινε έγκυος ως αποτέλεσμα αυτής της πράξεως του, έσπευσε να συγκάλυψη το πράγμα προσπαθώντας να επαναφέρη τον Ουρία στο σπίτι του για να έχη σχέσεις με τη σύζυγο του. Επειδή αυτό δεν επέτυχε, ο Δαβίδ απελπίσθηκε. Έβλεπε μόνο ένα τρόπο για να μην εκτεθή η Βηθ-σαβεέ ως μοιχαλίς μαζί του και αυτός ο τρόπος ήταν να εξοντώση τον σύζυγο της και κατόπιν να την λάβη ως σύζυγο του. Εφρόντισε, λοιπόν, ο Δαβίδ να τεθή ο Ουρίας σε μια τέτοια θεσι ώστε να είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα φονευθή στη μάχη. Ο Ουρίας εφονεύθη και ο Δαβίδ πήρε τότε τη χήρα Βηθ-σαβεέ ως σύζυγο του.—2 Σαμ. 11:2-27.
24 Όταν ο προφήτης Νάθαν εξέθεσε στον Δαβίδ το σοβαρό του σφάλμα, ο Δαβίδ ένοιωσε μεγάλη συντριβή και εξέφρασε τη βαθειά του θλίψι για το αμάρτημά μου. Ανεφώνησε: «Ημάρτησα εις τον Ιεχωβά.» (2 Σαμ. 12:13, ΜΝΚ). Ο Ιεχωβά, βλέποντας τη βαθειά μετάνοια του Δαβίδ, την δέχθηκε μολονότι τον ετιμώρησε, δεν τον απέρριψε ως δούλο του. Δεν ήταν υπερβολή, λοιπόν, όταν ο Δαβίδ έγραψε σ’ έναν από τους ψαλμούς του: «Συ, Ιεχωβά, είσαι Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός.»—Ψαλμ. 86:15. ΜΝΚ.
25. Τι μαθαίνομε για το έλεος τον Ιεχωβά από την πολιτεία του με τους Ισραηλίτας στον καιρό τον Ιερεμία;
25 Αφ’ ετέρου, η Γραφή ομιλεί για τους απίστους κατοίκους της Ιερουσαλήμ στις ημέρες του Ιερεμία. Ο λαός σαν σύνολο δεν άκουε τις επανειλημμένες προτροπές για μετάνοια. Εκείνοι προκλητικά επέμεναν να παρανομούν. Γι’ αυτό ο Ιεχωβά Θεός απομάκρυνε το έλεος του, αποσύροντας την προστασία του απ’ αυτούς και αφήνοντας τους να υποστούν την πείρα μιας τρομερής συμφοράς από τα χέρια των Βαβυλωνίων. Αρνήθηκε να τους εισακούση μολονότι εκείνοι απελπισμένα εκραύγαζαν για βοήθεια. Γιατί; Διότι παρέμειναν αμετανόητοι. Σχετικά με αυτό, ο προφήτης Ιερεμίας έγραψε τα εξής: «Περιεκάλυψας με θυμόν και κατεδίωξας ημάς· εφόνευσας, δεν εφείσθης. Εκάλυψας σεαυτόν με νέφος, διά να μη διαβαίνη η προσευχή ημών.»—Θρήνοι 3:43, 44,
26. Πώς τα παραδείγματα από την πραγματική ζωή μας βοηθούν να γνωρίσωμε τον Ιεχωβά;
26 Με βάσι αυτά τα παραδείγματα που προέρχονται από την πραγματική ζωή, λαμβάνομε μια ισορροπημένη εικόνα του τι είδους Θεός είναι ο Ιεχωβά και πώς πολιτεύεται μ’ εμάς. Οσοδήποτε σοβαρή παράβασι και αν διαπράξουν οι ατελείς άνθρωποι, μπορούν να λάβουν τη θεία συγχώρησι αν μετανοήσουν ειλικρινά. Αλλ’ αν εξακολουθήσουν αμετανόητα να παραβιάζουν τις δίκαιες εντολές του, δεν θα διαφύγουν την κατάκρισί του. Αφού η Γραφή αποκαλύπτει την ευρεία έκτασι της θείας προσωπικότητος με τρόπο που να ελκύη εμάς τους ατελείς ανθρώπους, μπορούμε πραγματικά να γνωρίσωμε τον Θεό ως πρόσωπο.
27. Πώς μπορεί ο τρόπος με τον οποίον έχει γραφή η Βίβλος να χρησιμεύση για να δοκιμάση τις καρδιές;
27 Ο τρόπος με τον οποίον έχει γραφή η Βίβλος εχρησίμευσε για ν’ αποκαλυφθή τι υπάρχει στις καρδιές των ανθρώπων. (Εβρ. 4:12) Εκείνοι που θέλουν να βρουν αυτά που φαίνονται ότι είναι ελαττώματα και αντιφάσεις μέσα στη Βίβλο, μπορούν να τα βρουν. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι η Βίβλος δεν εκθέτει όλες τις λεπτομέρειες. Συχνά αφηγείται συλλογισμούς ανθρώπων, λέξεις και πράξεις, χωρίς να εκφράζη άμεση επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Γι’ αυτό και μερικοί άνθρωποι, όταν διαβάζουν μια ωρισμένη αφήγησι, διερωτώνται αν ο θεός ήταν πραγματικά δίκαιος και καλός σε ό,τι έκαμε. Κατόπιν το χρησιμοποιούν αυτό ως δικαιολογία επειδή δεν έκαμαν αλλαγές στον τρόπο της ζωής των όπως συνιστά η Βίβλος. Αυτό βρίσκεται σε αρμονία με τον σκοπό του Θεού να έχη ως επιδοκιμασμένους δούλους του μόνον εκείνους οι οποίοι πραγματικά τον αγαπούν και τον εκτιμούν γι’ αυτό που είναι.—Δευτ. 30:11-20· 1 Ιωάν. 4:8-10· 5:2, 3.
28. Ποια άποψι θα έχουν για τις φαινομενικές αντιφάσεις εκείνοι που εκτιμούν την αξία της Βίβλου; Δώστε παράδειγμα.
28 Εν τούτοις, εκείνος που έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν την Αγία Γραφή και πραγματικά εξετίμησε από πείρα πόσο θαυμάσιο οδηγό της ζωής αποτελεί, δεν ασχολείται με αυτά που φαίνονται ως αντιφάσεις προσπαθώντας να δυσφημήση τη Γραφή ως θείο άγγελμα για τον άνθρωπο. Δεν τυφλώνεται με φαινομενικά προβλήματα. Όχι, διόλου. Κατανοεί ότι η Βίβλος αποτελεί ένα αρμονικά σύνολο και γι’ αυτό προσέχει να μη αγνοή τα συμφραζόμενα, στα οποία η Βίβλος σαν σύνολο παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο γεγονός ή μια κατάστασι. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι έχετε έναν πολύ καλό φίλο που γνωρίζετε ότι είναι ένας πολύ καλός πατέρας, ένας άνθρωπος που πραγματικά φροντίζει για την ευημερία των παιδιών του. Αν μαθαίνατε ότι αυτός ετιμώρησε αυστηρά τον γυιο του, μήπως αμέσως θα συμπεραίνατε ότι ήταν εντελώς αδικαιολόγητος και παράλογος σ’ αυτή την ενέργεια; Όχι, βέβαια επειδή τον γνωρίζετε, θα σκεπτόσαστε ότι έπρεπε να έχη βάσιμους λόγους για να χειρισθή έτσι την κατάστασι. Ομοίως, η Αγία Γραφή παρέχει αρκετές πληροφορίες για την προσωπικότητα, τους τρόπους και την πολιτεία του Ιεχωβά για να μπορούμε να γνωρίζωμε τι είδους Θεός είναι. Επομένως, ακόμη και όταν δεν εκτίθενται οι λεπτομέρειες σε μια δεδομένη περίστασι, γιατί να ταραχθή κανείς νομίζοντας ότι ο Θεός είναι άστοργος, ανελεήμων ή άδικος; Αυτό θα εσήμαινε άρνησι των άφθονων αποδείξεων της Αγίας Γραφής σαν σύνολο ότι ο θεός είναι στοργικός, ελεήμων και δίκαιος.—Έξοδ. 34:6, 7· Ησ. 63:7-9.
29. Γιατί δεν πρέπει να εκπληττώμεθα όταν βρίσκωμε φαινομενικές αντιφάσεις μέσα στη Βίβλο;
29 Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο πρέπει να περιμένωμε ότι η Γραφή θα περιέχη μικρές διαφορές, φαινομενικές αντιφάσεις, όταν εξετάζωμε παρόμοια θέματα. Πάρτε για παράδειγμα τις αφηγήσεις για την επίγεια διακονία του Ιησού. Αυτές γράφθηκαν από τέσσερις άνδρες. Από τους τρεις των οποίων γνωρίζομε το επαγγελματικό παρελθόν, ο ένας ήταν εκπαιδευμένος γιατρός, ο άλλος ήταν τελώνης και ο τρίτος ψαράς. Επειδή ο Ιεχωβά Θεός δεν υπαγόρευσε ακριβώς τι έπρεπε να γράψουν αυτοί οι άνθρωποι, αλλ’ απλώς τους κατηύθυνε μέσω του αγίου του πνεύματος για να εξασφαλίση την ακρίβεια αυτών που κατέγραψαν, είναι φυσικό ότι εγίνοντο διαφορετικές διατυπώσεις. Κάθε συγγραφεύς θα μπορούσε να περιλάβη πολύ περισσότερες πληροφορίες από όσες έδωσε. Ένας απ’ αυτούς, ο απόστολος Ιωάννης, είπε μάλιστα: «Και άλλα πολλά θαύματα έκαμεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, τα οποία δεν είναι γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω.» (Ιωάν. 20:30) Οι αφηγήσεις, λοιπόν, των ευαγγελίων είναι πολύ συνεπτυγμένες, και ορισμένες λεπτομέρειες που βρίσκονται στο ένα ευαγγέλιο παραλείπονται στο άλλο. Οι αφηγήσεις των ευαγγελίων αντί να αντιφάσκουν μεταξύ των συμπληρώνουν η μια την άλλη και μας βοηθούν να συλλάβωμε μια πληρέστερη εικόνα. Ταυτοχρόνως, οι ποικιλίες αυτές παρέχουν περισσότερες αποδείξεις ότι η Αγία Γραφή είναι αξιόπιστη. Πώς αυτό; Διότι αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε συνεννόησις μεταξύ των συγγραφέων, δεν υπήρχε σκευωρία ώστε να εκτεθή μια ψευδής ιστορία.
30. Εν σχέσει με την Αγία Γραφή, γιατί δεν υπάρχει, λόγος να εμπλεκώμεθα σε λεπτολογίες για μικρές διαφορές;
30 Δεν υπάρχει, λοιπόν, πραγματικά λόγος να εμπλέκωνται οι άνθρωποι σε λεπτομέρειες για μικροπράγματα.Όσο μορφωμένοι και πολυμαθείς και αν είναι, δεν είναι πραγματικά σε θέσι να εκφέρουν κρίσι για πράγματα τα οποία δεν είδαν προσωπικά. Ακόμη και αν ήσαν εκεί παρόντες, και αυτοί, επίσης, θα παρουσίαζαν αφηγήσεις που θα ετόνιζαν κάπως διαφορετικές απόψεις από ό,τι είδαν και άκουσαν. Πραγματικά, μια ειλικρινής εκτίμησις των ευαγγελικών αφηγήσεων καθιστά σαφές ότι αυτές αποτελούν τέσσερις χωριστές μαρτυρίες που εναρμονίζονται για να βεβαιώσουν τη μια ζωτική αλήθεια, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού.—Ιωάν. 20:31.
ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΔΟΘΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΑ ΤΟ ΘΕΙΟ ΑΓΓΕΛΜΑ;
31. Ποιο ερώτημα τίθεται επειδή τα πρωτότυπα χειρόγραφα της Βίβλου δεν υπάρχουν;
31 Το θείο άγγελμα που περιέχεται στα τέσσερα Ευαγγέλια και στο υπόλοιπο της Βίβλου δεν έχει διατηρηθή στο πρωτότυπο χειρόγραφο. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα χάθηκαν προ πολλού, είτε με την πολλή χρήσι είτε με τη φθορά του χρόνου. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι το θείο άγγελμα δεν διεστράφη μετά από πολλούς αιώνες αντιγραφής και επαναντιγραφής;
32. Τι λέγει η ίδια η Βίβλος για το χαρακτηριστικό της διαρκείας του θείου λόγου και τι απαιτούσε αυτό για τη διαφύλαξί της;
32 Η ίδια η Βίβλος εφιστά την προσοχή μας στο χαρακτηριστικό της διαρκείας του θείου «λόγου.» Στον Ησαΐα 40:8 διαβάζομε: «Ο χόρτος εξηράνθη, το άνθος εμαράνθη· ο λόγος όμως του Θεού ημών μένει εις τον αιώνα.» Για να είναι αληθινοί αυτοί οι λόγοι στις μέλλουσες γενεές, θα ήταν ανάγκη να παραμείνη ο «λόγος» του Θεού απηλλαγμένος από κάθε διαστροφή. Αν εγίνετο αναξιόπιστος λόγω αφθονίας ανθρωπίνων σφαλμάτων στην αντιγραφή, θα έπαυε να είναι θείο άγγελμα. Αλλ’ υπάρχει καμμιά απόδειξις ότι ο «λόγος» του Θεού παρέμεινε αξιόπιστος; Βεβαιότατα!
33. Πώς ενεργούσαν γενικά οι Βιβλικοί αντιγραφείς στο έργο τους;
33 Εκείνοι που αντέγραφαν τις Ιερές Γραφές επρόσεχαν πολύ. Στο έργο τους πολλοί αντιγραφείς των Εβραϊκών Γραφών μετρούσαν όχι μόνον τις λέξεις αλλά και τα γράμματα που έγραφαν. Οποτεδήποτε ευρίσκετο και το ελάχιστο λάθος—εσφαλμένο γράψιμο ενός γράμματος—ολόκληρο εκείνο το τμήμα απεκόπτετο και αντικαθίστατο από ένα νέο αλάνθαστο. Είχε γίνει συνήθεια στους αντιγραφείς να διαβάζουν κάθε λέξι μεγαλόφωνα προτού τη γράψουν. Το να γράψουν έστω και μια λέξι από μνήμης εθεωρείτο από πολλούς ως ένα βαρύ αμάρτημα. Οι αντιγραφείς των Χριστιανικών Γραφών, μολονότι συνήθως δεν ήσαν επαγγελματίαι, έκαναν επίσης προσεκτική εργασία. Ως αποτέλεσμα τούτου πολύ λίγα λάθη έγιναν, αλλ’ ακόμη κι εκείνα που έγιναν δεν επηρέασαν ουσιωδώς το άγγελμα.
34. Τι δείχνουν οι συγκριτικές μελέτες των αρχαίων χειρογράφων για την αξιοπιστία του κειμένου της Βίβλου όπως το έχομε σήμερα;
34 Συγκριτικές μελέτες χιλιάδων αρχαίων Βιβλικών χειρογράφων, περιλαμβανομένων και μερικών ηλικίας 2.000 ετών περίπου, αποκαλύπτουν ότι το κείμενο πρέπει να έχη μεταδοθή επακριβώς. Για το κείμενο των Εβραϊκών Γραφών ο αρχαιολόγος Γ. Χ. Γκρην εσημείωσε τα εξής: «Μπορεί με πεποίθησι να λεχθή ότι κανένα άλλο έργο της αρχαιότητος δεν μεταδόθηκε με τόση ακρίβεια.» Ο γνωστός αρχαιολόγος Σερ Φρέντερικ Κένυον, στην προεισαγωγή του επτάτομου έργου του για τους «Βιβλικούς Παπύρους του Τσέστερ Μπήττυ,» είπε τα εξής:
«Το πρώτο και πιο σπουδαίο συμπέρασμα που συνάγεται από την εξέτασί των [των Παπύρων] είναι το ικανοποιητικό συμπέρασμα ότι αυτοί οι πάπυροι επιβεβαιώνουν την ουσιαστική αξιοπιστία των υπαρχόντων κειμένων, Καμμιά έντονη ή θεμελιώδης παρέκκλισις δεν παρουσιάζεται «είτε στην Παλαιά είτε στην Καινή Διαθήκη. Δεν υπάρχουν ουσιώδεις παραλείψεις ή προσθήκες περικοπών, ούτε παρεκκλίσεις που να επηρεάζουν ξωτικά γεγονότα ή δοξασίες. Οι παρεκκλίσεις του κειμένου επηρεάζουν ασήμαντα σημεία, όπως είναι η διάταξις των λέξεων ή η χρήσις των σωστών λέξεων . . . Αλλά η ουσιαστική σπουδαιότης των είναι η επιβεβαίωσις, με αποδείξεις μιας προγενέστερης χρονολογίας από εκείνην που ήταν ως τώρα διαθέσιμη, της ακεραιότητος των υπαρχόντων κειμένων μας.»
Ομοίως, στο βιβλίο τον Η Βίβλος και η Αρχαιολογία, παρατηρεί τα εξής:
«Το χρονικό διάστημα λοιπόν μεταξύ των χρονολογιών της αρχικής συντάξεως και της αρχαιοτέρας αποδείξεως που υπάρχει, γίνεται τόσο μικρό ώστε να είναι πραγματικά αμελητέον, και η τελευταία βάσις αμφιβολίας για το αν οι Γραφές έφθασαν σ’ εμάς ουσιαστικά όπως γράφθηκαν τώρα εξέλιπε. Τόσο η αυθεντικότης όσο και η γενική ακεραιότης των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, μπορεί να θεωρήται ως οριστικά αποδεδειγμένη.»
35. Τι επίδρασι μπορεί να έχη η Βίβλος σ’ εμάς σήμερα;
35 Αληθινά, το θείο άγγελμα, όπως γράφθηκε από ανθρώπους κάτω από την καθοδηγία του αγίου του πνεύματος, παρέμεινε σε αξιόπιστη μορφή μέχρι σήμερα. Η αξιόπιστη διατήρησις δεν έγινε άσκοπα. Το ίδιο το άγγελμα μπορεί να έχη μια βαθειά επίδρασι για καλά σ’ εκείνους που παραδέχονται ότι προέρχεται από τον Θεό. Και σήμερα ακόμη τα λόγια που απευθύνονται στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης μπορούν να εφαρμοσθούν σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων σε όλη τη γη: «Παραλαβόντες τον λόγον του Θεού, τον οποίον ηκούσατε παρ’ ημών, εδέχθητε αυτόν ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά, καθώς είναι αληθώς, λόγον Θεού, όστις ενεργείται μεταξύ υμών των πιστευόντων.» (1 Θεσσ. 2:13) Όπως οι Θεσσαλονικείς, έτσι και πολλοί σήμερα είναι πρόθυμοι να υποφέρουν για την πιστή τους προσκόλλησι στις Ιερές Γραφές, πεπεισμένοι ότι αυτές είναι πραγματικά ο εμπνευσμένος «λόγος» του Θεού. (1 Θεσσ. 2:14-16) Είσθε και σεις ομοίως πεπεισμένοι; «Ενεργείται» αυτός ο «λόγος» ή το άγγελμα σ’ εσάς; Επωφελείσθε απ’ αυτόν στην καθημερινή σας ζωή;
[Εικόνα στη σελίδα 334, 335]
Ο θεός έδωσε τις Δέκα Εντολές γραπτώς
Άγγελοι είπαν τον λόγο του Θεού σε ανθρώπους
Οι προφήται, ενόσω ήσαν εν εγρηγόρσει,έλαβαν οράσεις από τον Θεό
Το πνεύμα του Θεού κατηύθυνε την επιλογή των γεγονότων από προγενέστερες αφηγήσεις
Θεία μηνύματα δόθηκαν με ενύπνια