Κένυα και Γειτονικές Χώρες
ΠΡΙΝ από εκατό σαράντα τέσσερα χρόνια έγινε σάλος στο Λονδίνο. Ο Γερμανός εξερευνητής Γιόχαν Ρέμπμαν ανέφερε ότι είδε ένα τεράστιο βουνό στην ανατολική Αφρική, ένα βουνό τόσο ψηλό που η κορυφή του ήταν γεμάτη χιόνια. Μολονότι πολλοί έμειναν κατάπληκτοι όταν άκουσαν αυτή τη συνταραχτική είδηση, οι επαγγελματίες γεωγράφοι κουνούσαν δύσπιστα το κεφάλι τους. Χιόνι στον ισημερινό; Σίγουρα ήταν αποκύημα της φαντασίας του Ρέμπμαν, συμπέραναν.
Σε μετέπειτα χρόνια, διάφοροι άλλοι Ευρωπαίοι εξερευνητές διηγήθηκαν ιστορίες τις οποίες άκουσαν από άλλους σχετικά με μια φυλή από πρωτόγονους νάνους που ζούσαν στα δάση, ανθρώπους που δεν τους είχε δει μάτι λευκού. Και πάλι δυσπιστούσαν οι ειδικοί. Όλα αυτά δεν μπορούσαν παρά να είναι παραμύθια.
Όμως οι ειδικοί έπεφταν έξω και στις δυο περιπτώσεις. Περαιτέρω εξερευνήσεις επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του πανύψηλου Κιλιμάντζαρο, το οποίο παραμένει χιονισμένο ολόκληρο το χρόνο. Επιβεβαίωσαν επίσης την ύπαρξη των Πυγμαίων: Ο μέσος όρος ύψους των αντρών είναι 1,37 μέτρα.
Ανατολική Αφρική, τι θαυμαστός τόπος είναι αυτός! Ελάχιστα μέρη της γης είναι τόσο συναρπαστικά, έχουν το χρώμα, την ομορφιά και την αίγλη αυτής της πλευράς της Αφρικής. Σ’ αυτήν υπάρχουν, όχι μόνο χιονοσκέπαστα βουνά, αλλά και καυτές έρημοι. Εκεί ζουν, όχι μόνο οι πιο κοντοί άνθρωποι στον κόσμο, αλλά και οι πιο ψηλοί, οι Τούσι (Τούτσι) και οι Ντίνκα, ανάμεσα στους οποίους δεν είναι ασυνήθιστο να βρίσκει κανείς άντρες ύψους 2,13 μέτρων.
Φυλές και Γλώσσες
Είναι ένας τόπος όπου αφθονεί η ποικιλία. Τα 150 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν εκεί διαχωρίζονται σε πάνω από 350 φυλετικές ομάδες. Στην Τανζανία και μόνο υπάρχουν περίπου 125 τέτοιες ομάδες. Στην Κένυα υπάρχουν περίπου 40 διαφορετικές φυλετικές ομάδες, από τους Κικούγιου, οι οποίοι εκπροσωπούνται επάξια στη σύγχρονη εμπορική περιοχή του Ναϊρόμπι, μέχρι και τους Μασάι, έναν αγροτικό λαό που τρέφεται κυρίως με γάλα και αίμα από τις αγέλες του.
Δεν είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι οι γλώσσες της ανατολικής Αφρικής είναι κι αυτές πολυάριθμες. Αν και βασικά κατατάσσονται σε μερικές κύριες γλωσσικές οικογένειες, οι υποοικογένειες και οι τοπικές διάλεκτοι είναι εκατοντάδες. Πάνω από εκατό γλώσσες μιλιούνται στην Αιθιοπία και μόνο, περιλαμβανομένης και της ‘καθαρής γλώσσας’ που θα ενώσει, όχι μόνο την ανατολική Αφρική, αλλά και όλο τον κόσμο.—Σοφ. 3:9.
Βουνά, Λίμνες και Ζώα
Αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Αφρικής το κλίμα είναι τροπικό, στην ενδοχώρα, που αποτελείται από ψηλά οροπέδια, είναι πιο ψυχρό σε σύγκριση με τις ζεστές παράκτιες περιοχές. Η Μεγάλη Ρηξιγενής Κοιλάδα διασχίζει την περιοχή από το βορρά στο νότο και δημιουργεί μια ρωγμή μήκους 6.400 χιλιομέτρων στο φλοιό της γης. Κατά μήκος αυτής της κοιλάδας υπάρχουν διάφορα σβησμένα ηφαίστεια. Το πιο ξακουστό απ’ αυτά είναι το όρος Κιλιμάντζαρο. Αυτό έχει ύψος περίπου 6.000 μέτρα, και είναι το ψηλότερο βουνό της Αφρικής. Προς το βορρά είναι το όρος Κένυα. Ένα παράδοξο αυτού του βουνού είναι ότι, ενώ η βάση του βρίσκεται στον ηλιοκαμένο ισημερινό, οι δίδυμες κορυφές του είναι σχεδόν πάντα χιονοσκέπαστες.
Οι λίμνες που υπάρχουν ανάμεσα στις πλαγιές των βουνών φιλοξενούν μεγάλη ποικιλία και αφθονία πτηνών—πελεκάνους, αλκυώνες, χήνες, γερανούς, ερωδιούς, πελαργούς, ίβιδες και πλαταλέες, για να αναφέρουμε μόνο μερικά απ’ αυτά. Η υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό νάτριο που υπάρχει σ’ αυτές τις λίμνες τρέφει τις γαρίδες της άλμης και τα κυανόφυτα που χρειάζονται οι φλαμίγκοι. Σχεδόν δυο εκατομμύρια απ’ αυτά τα αρχοντικά πουλιά κατοικούν στην ανατολική Αφρική. Πράγματι, ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που μπορεί να δει κανείς σε ολόκληρη την ήπειρο είναι ένα μεγάλο σμήνος από φλαμίγκους να πετάει, ένα ροζ σύννεφο στον καταγάλανο ουρανό.
Όπου κι αν κοιτάξει κανείς βλέπει πουλιά—παράξενα, συναρπαστικά και όμορφα. Μια ιριδίζουσα κιννυρίδα ρουφάει νέκταρ από κάποιον ανθό. Ένας κατακίτρινος μακροκέφαλος υφαντής φτιάχνει την περίπλοκη φωλιά του μέσα σε πάπυρους. Κάποιος γύπας κινείται άνετα και αθόρυβα μέσα στα σύννεφα.
Υπάρχουν, βέβαια, και μεγάλα ζώα. Ελάτε στα λιβάδια και δείτε ελέφαντες, ζέβρες, ρινόκερους, βουβάλια, στρουθοκαμήλους, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, και πάνω από 60 είδη αντιλόπης. Εκεί μπορείτε να ακούσετε το ποδοβολητό μιας αγέλης από 10.000 γκνου που διασχίζει κάποια πεδιάδα, μπορείτε να δείτε έναν κερκοπίθηκο να σας περιεργάζεται από μια ακακία ή μια ψηλόλιγνη στρουθοκάμηλο να ψάχνει για τροφή.
Ναι, είτε πάτε στην πεδιάδα Ντανακίλ, ένα από τα πιο ζεστά μέρη της γης, είτε στα βουνά Ρουβενζόρι, όπου ζουν γορίλες, είτε στις λευκές αμμουδιές, όπου περπατούν αιωνόβιες χελώνες, θα διαπιστώσετε ότι η ανατολική Αφρική δεν έχει το όμοιό της.
Μωσαϊκό Θρησκειών
Από ιστορική άποψη, οι λαοί της ανατολικής Αφρικής γενικά ακολουθούν την παραδοσιακή θρησκεία της φυλής τους, με μόνη εξαίρεση την Αιθιοπία, όπου κυριαρχεί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αιθιοπίας από τον τέταρτο αιώνα Κ.Χ. Όμως, εφόσον η Μέκκα βρίσκεται στην απέναντι όχθη της Ερυθράς Θάλασσας και εποχιακοί αληγείς άνεμοι έφερναν αραβικές σκούνες από τον Περσικό Κόλπο στην ακτή της ανατολικής Αφρικής, πολύ σύντομα μερικοί ασπάστηκαν τον Ισλαμισμό. Το κερδοφόρο δουλεμπόριο του 18ου και 19ου αιώνα, το οποίο αντλούσε δούλους κυρίως από την περιοχή ανάμεσα στις μεγάλες λίμνες της Αφρικής και το λιμάνι της Ζανζιβάρης, έδωσε την ευκαιρία στους Μουσουλμάνους να προχωρήσουν ακόμη πιο νότια και στην ενδοχώρα. Σήμερα, περίπου το 40 τοις εκατό του πληθυσμού της ανατολικής Αφρικής έχει ασπαστεί τον Ισλαμισμό, μολονότι αυτό το ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο σε ορισμένες χώρες της, λόγου χάρη στην Ουγκάντα, στην Κένυα, στη Ρουάντα και στις Σεϋχέλλες.
Το 19ο αιώνα ήρθαν επίσης Ευρωπαίοι εξερευνητές και ιεραπόστολοι, οι οποίοι έθεσαν τα θεμέλια της αποικιοκρατίας. Η Βρετανική Αυτοκρατορία διεκδίκησε τα εδάφη που κατόπιν ονομάστηκαν Αγγλοαιγυπτιακό Σουδάν και Βρετανική Ανατολική Αφρική. Τη Σομαλία τη μοιράστηκαν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί. Το Βέλγιο ανέλαβε τη διαχείριση της Ρουάντα και του Ουρούντι (το σημερινό Μπουρούντι). Για μικρότερα χρονικά διαστήματα η Ιταλία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ερυθραίας (Αιθιοπίας) και η Γερμανία έλεγχε τη Γερμανική Ανατολική Αφρική, την τωρινή Τανζανία.a Οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου μοίρασαν τις περιοχές, επιτρέποντας σε κάθε «εκκλησία» να έχει ένα είδος μονοπωλίου σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Οικοδομήθηκαν σχολεία, φτιάχτηκαν νοσοκομεία και μεταφράστηκαν Γραφές σε πολλές γλώσσες.
Σήμερα, τα δυο τρίτα του πληθυσμού της Κένυας είναι κατ’ όνομα Χριστιανοί, ενώ για όλη την ανατολική Αφρική το ποσοστό ανέρχεται σχεδόν στο 50 τοις εκατό του πληθυσμού. Μερικές φυλές εμμένουν στις ανιμιστικές τους δοξασίες, και σήμερα αυτοί που ασκούν λατρεία με τους παραδοσιακούς τρόπους κυμαίνονται ανάμεσα στο ένα τέταρτο και το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Οι Ασιάτες μετανάστες παρέμειναν προσκολλημένοι σε Ανατολικές θρησκείες.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, ο εθνικισμός πήρε μεγάλες διαστάσεις στην Αφρική, και στη δεκαετία του 1960, η μια χώρα μετά την άλλη απέκτησε την ανεξαρτησία της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό σήμαινε περισσότερη ελευθερία λατρείας. Ο εθνικισμός έδωσε επίσης την ευκαιρία να εμφανιστούν πολλοί νέοι αυτοαποκαλούμενοι προφήτες, οι οποίοι αφρικανοποίησαν τις θρησκείες του Χριστιανικού κόσμου και ίδρυσαν εκατοντάδες νέες αιρέσεις, αντιμαχόμενες και μπερδεμένες. Όταν αυτές οι διαφορές των πιστεύω μετατρέπονταν σε μίση, ξεσπούσε άγριος διωγμός κατά των οπαδών ορισμένων θρησκειών.
Επειδή οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου αναμείχθηκαν στην αποικιακή πολιτική και στο εμπόριο, δεν έθεσαν Χριστοειδές παράδειγμα ούτε κατάφεραν να φέρουν μόνιμες ηθικές αλλαγές στο μεγαλύτερο μέρος των πιστών τους. Είχε έρθει πια ο καιρός να λάμψει η Βιβλική αλήθεια στην ανατολική Αφρική.
Οι Πρώτοι Σκαπανείς ‘Ανάβουν τον Πυρσό’
Περίπου 60 χρόνια αφότου συναντήθηκαν οι ξακουστοί εξερευνητές Λίβινγκστον και Στάνλεϊ στις όχθες της λίμνης Τανγκανίκα και σ’ έναν καιρό που οι νοτιότερες πηγές του ποταμού Νείλου δεν είχαν ακόμη ανακαλυφθεί, καταβλήθηκαν οι πρώτες προσπάθειες προκειμένου να διεισδύσουν μερικές αχτίδες Βιβλικής αλήθειας σ’ αυτό το τμήμα της Αφρικής. Οι Σπουδαστές της Γραφής είχαν ήδη αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα σε άλλα μέρη του κόσμου, εκθέτοντας θρησκευτικά ψεύδη και επισημαίνοντας στην ανθρωπότητα τη σημασία των γεγονότων της επικαιρότητας. Στην Αφρική έγινε μια αρχή στη δυτική ακτή και στο Κέιπ Τάουν, τη νοτιότερη άκρη της ηπείρου.
Το 1931, τότε που οι Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής υιοθέτησαν σε όλο τον κόσμο το νέο τους Γραφικό όνομα, Μάρτυρες του Ιεχωβά, το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Κέιπ Τάουν έψαχνε να βρει τρόπους για να σπαρθούν οι σπόροι της Βιβλικής αλήθειας στην ανατολική ακτή της ηπείρου και, όπου ήταν δυνατόν, στην ενδοχώρα. Δυο θαρραλέοι σκαπανείς διάκονοι από το Κέιπ Τάουν, ο Γκρέι Σμιθ και ο μεγαλύτερος αδελφός του Φρανκ, ξεκίνησαν για τη Βρετανική Ανατολική Αφρική με σκοπό να δουν ποιες δυνατότητες υπήρχαν για τη διάδοση των καλών νέων. Πήραν ένα αυτοκίνητο, μάρκας Ντε Σότο, το οποίο το είχαν μετατρέψει σε τροχόσπιτο, το φόρτωσαν σ’ ένα πλοίο μαζί με 40 χαρτοκιβώτια βιβλία και αναχώρησαν για τη Μομπάσα, το λιμάνι της Κένυας. Ένας σιδηρόδρομος, που είχε κατασκευαστεί πρόσφατα, ένωνε τη Μομπάσα με την Ουγκάντα και διέσχιζε τις ορεινές περιοχές της Κένυας. Έτσι, οι δυο σκαπανείς έστειλαν τα πολύτιμα βιβλία τους σιδηροδρομικώς από τη Μομπάσα στην πρωτεύουσα, το Ναϊρόμπι, που βρισκόταν σε υψόμετρο 1.500 μέτρων και 20 χρόνια νωρίτερα αποτελούνταν μόνο από μερικές ετοιμόρροπες αποθήκες με σιδηροδρομικά υλικά.
Στη συνέχεια οι αδελφοί Σμιθ ξεκίνησαν οδικώς το δύσκολο ταξίδι των 580 χιλιομέτρων για το Ναϊρόμπι. Οι ταξιδιώτες σήμερα καλύπτουν αυτή την απόσταση σε εφτά περίπου ώρες οδηγώντας σε σύγχρονο ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αλλά εκείνη την εποχή ένα τέτοιο ταξίδι με φορτωμένο τροχόσπιτο ήταν σκέτη περιπέτεια. Η έκθεση που στάλθηκε στον Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, τον τότε πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, η οποία δημοσιεύτηκε στη Σκοπιά 15 Νοεμβρίου 1931, μας δίνει μια γεύση του ταξιδιού τους και του έργου μαρτυρίας στο Ναϊρόμπι:
«Αγαπητέ Αδελφέ Ρόδερφορντ:
»Πολλές φορές σε έχουμε ευχαριστήσει ο αδελφός μου κι εγώ για το προνόμιο που είχαμε να έρθουμε από τη Νότια Αφρική σ’ αυτόν τον παρθένο τομέα προκειμένου να δώσουμε μαρτυρία.
»Φορτώσαμε το αυτοκίνητό μας από το Κέιπ Τάουν για τη Μομπάσα στο ατμόπλοιο ‘Λαμτέφερ’, και ύστερα από το ευχάριστο θαλάσσιο ταξίδι που είχαμε, ξεκινήσαμε το πιο τρομερά εφιαλτικό οδικό ταξίδι που έχω κάνει ποτέ. Απαιτήθηκαν τέσσερις μέρες, ταξιδεύοντας όλη μέρα, για να διανύσουμε τα 360 μίλια από τη Μομπάσα στο Ναϊρόμπι, και κοιμόμασταν στις ερημιές με τα άγρια θηρία τριγύρω μας.
»Σε κάθε μίλι που διανύαμε έπρεπε να κατεβαίνω και να ισοπεδώνω μ’ ένα φτυάρι το έδαφος, να κλείνω τις λακκούβες και να κόβω θάμνους και δέντρα για να τα ρίχνω στα έλη ώστε να περάσουν από πάνω οι ρόδες του αυτοκινήτου. Το κάναμε αυτό όλη τη μέρα και μέρος της νύχτας, επειδή ποθούσαμε διακαώς να αρχίσουμε τη μαρτυρία.
»Τελικά φτάσαμε στο Ναϊρόμπι, την πρωτεύουσα της Κένυας, που βρίσκεται κοντά στον ισημερινό και στην κεντρική Αφρική· και ο αγαπητός Κύριος ευλόγησε τις προσπάθειές μας με αποτελέσματα που καταρρίπτουν κάθε προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ. Κάναμε έργο και οι δυο μαζί επί είκοσι μία μέρες, περιλαμβανομένων και όλων των Σαββάτων και Κυριακών, και σ’ αυτό το σύντομο διάστημα διαθέσαμε 600 βιβλιάρια και 120 πλήρεις σειρές από 9 τόμους βιβλίων η καθεμιά. Ορισμένοι μας απείλησαν λέγοντας ότι θα φωνάξουν την αστυνομία, μας αποκάλεσαν ψεύτες, μας έβρισαν και μας έδιωξαν από διάφορα γραφεία· όμως εμείς συνεχίσαμε, και το έργο μας σχεδόν έχει τελειώσει. Ένας πυρσός έχει ανάψει και θα καίει σε όλη αυτή τη σκοτεινότατη Αφρική. Κρίνοντας απ’ αυτά που ακούμε, το έργο έχει κάνει άνω-κάτω το θρησκευόμενο Ναϊρόμπι.
»Εγώ επιστρέφω στο Κέιπ Τάουν, αλλά ο αδελφός μου έχει σκοπό να μεταδώσει το άγγελμα στο Κονγκό και στη Βόρεια Ροδεσία, και από εκεί θα γυρίσει στο Κέιπ Τάουν όπου και πάλι θα συναντηθούμε και θα ετοιμαστούμε για το επόμενο προνόμιο.
Δικός σου στην υπηρεσία του Κυρίου,
Φ. Γ. Σμιθ, Βιβλιοπώλης».
Υπό την αποικιακή διακυβέρνηση, οι επαφές με τον αφρικανικό λαό δεν επιτρέπονταν, γι’ αυτό οι αδελφοί Σμιθ διέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος των εντύπων τους σε Καθολικούς Γκοανούς, οι οποίοι είχαν έρθει από την Γκόα, που βρίσκεται στη δυτική ακτή της Ινδίας, για να κατασκευάσουν τη σιδηροδρομική γραμμή. Όμως οι Καθολικοί ιερείς, οι οποίοι εξοργίστηκαν με τις αλήθειες που εξηγούνταν σ’ αυτά τα Βιβλικά έντυπα, μάζεψαν και έκαψαν όσα βιβλία κατάφεραν να βρουν.
Αργότερα, οι αδελφοί Σμιθ προσβλήθηκαν από ελονοσία, μια ασθένεια που έχει τερματίσει τη ζωή πολλών ταξιδιωτών. Ο Γκρέι ανέρρωσε ύστερα από τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο, όμως ο αδελφός του ο Φρανκ πέθανε πριν φτάσει στο Κέιπ Τάουν.
Το Έργο Συνεχίζεται Θαρραλέα
Στο μεταξύ, στη Νότια Αφρική, οι σκαπανείς Ρόμπερτ Νίσμπετ και Ντέιβιντ Νόρμαν προετοιμάζονταν για να συνεχίσουν εκείνο το πρώτο εγχείρημα. Ο Ρόμπερτ Νίσμπετ θυμάται πως, όταν έφτασε από τη Σκοτία στο γραφείο τμήματος στο Κέιπ Τάουν, του έδειξαν 200 χαρτοκιβώτια με έντυπα τα οποία ήταν έτοιμα για αποστολή στην ανατολική Αφρική. Αυτά τα βιβλία ήταν πέντε φορές περισσότερα από εκείνα που είχαν πάρει μαζί τους οι αδελφοί Σμιθ!
Αυτοί οι αδελφοί προστατεύτηκαν από την ελονοσία με το να κοιμούνται κάτω από κουνουπιέρες και να παίρνουν καθημερινά λίγο κινίνο όταν ξεκίνησαν την εκστρατεία τους στο Νταρ ες Σαλάμ, την πρωτεύουσα της Τανγκανίκα, στις 31 Αυγούστου 1931. Ο διορισμός δεν ήταν καθόλου εύκολος. Ο αδελφός Νίσμπετ αφηγείται: «Μερικές από τις δυσκολίες που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε ήταν η έντονη αντηλιά από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, το πολύ θερμό και υγρό κλίμα και το γεγονός ότι έπρεπε να μεταφέρουμε μεγάλες ποσότητες εντύπων καθώς πηγαίναμε από τη μια επίσκεψη στην άλλη. Όμως ήμασταν νέοι και δυνατοί και το χαιρόμασταν».
Με το να κάνουν επισκέψεις σε καταστήματα, γραφεία και σπίτια, αυτοί οι δυο σκαπανείς διέθεσαν σχεδόν χίλια βιβλία και βιβλιάρια μέσα σε δυο εβδομάδες. Μεταξύ αυτών ήταν και πολλές λεγόμενες Πολύχρωμες Σειρές, που αποτελούνταν από 9 βιβλία με χτυπητά χρώματα και 11 βιβλιάρια που εξηγούσαν την Αγία Γραφή. Πριν περάσει πολύς καιρός η Καθολική Εκκλησία εξέδωσε ένα διάταγμα που απαγόρευε σε όλους τους Καθολικούς να έχουν τέτοια έντυπα στο σπίτι τους.
Από το Νταρ ες Σαλάμ οι δυο σκαπανείς πήγαν στη Ζανζιβάρη, ένα νησί περίπου 40 χιλιόμετρα από την ακτή το οποίο ήταν κάποτε ένα σημαντικό κέντρο δουλεμπορίου. Στην παλιά ομώνυμη πόλη, με τα στενά και γεμάτα στροφές δρομάκια της, υπήρχε συνεχώς μια έντονη μυρωδιά γαρίφαλου, αφού η Ζανζιβάρη ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αυτού του μυρωδικού. Ο πληθυσμός, που αριθμούσε τότε περίπου 250 χιλιάδες άτομα, αποτελούνταν κυρίως από Μουσουλμάνους που μιλούσαν σουαχίλι. Εφόσον τα έντυπα ήταν στην αγγλική, οι αδελφοί τα διέθεταν κυρίως σε αγγλόφωνους Ινδούς και Άραβες.
Ύστερα από δέκα μέρες στη Ζανζιβάρη, οι σκαπανείς πήραν το καράβι για τη Μομπάσα της Κένυας με σκοπό να πάνε στα ορεινά μέρη της Κένυας. Από τη Μομπάσα ταξίδεψαν με τρένο και κήρυτταν σε όλο το δρόμο μέχρι που έφτασαν στη λίμνη Βικτόρια, στα νότια του ισημερινού.
Κατόπιν συνέχισαν με πλοίο για την Καμπάλα, την πρωτεύουσα της Ουγκάντας, όπου έδωσαν πολλά βιβλία και έκαναν συνδρομές στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών (γνωστό σήμερα ως Ξύπνα!). Ένας άντρας, που είδε το φίλο του να διαβάζει με ενθουσιασμό το βιβλίο Κυβέρνησις, ταξίδεψε 80 χιλιόμετρα για να βρει τους αδελφούς και πήρε όσα βιβλία ήταν διαθέσιμα, κάνοντας επίσης και μια συνδρομή στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών.
Στη συνέχεια, οι δυο σκαπανείς επέστρεψαν στη Μομπάσα περνώντας μέσα από τις πόλεις Τζίντζα και Κισούμου, στη λίμνη Βικτόρια. Κι εκεί διέθεσαν πολλά έντυπα και εκφώνησαν δυο Βιβλικές ομιλίες στις οποίες παρευρέθηκαν πολλοί Γκοανοί. Από εκεί ταξίδεψαν με καράβι για το Κέιπ Τάουν, μια διαδρομή 5.000 χιλιομέτρων. Συνολικά, οι αδελφοί Νίσμπετ και Νόρμαν διέθεσαν πάνω από 5.000 βιβλία και βιβλιάρια, και έκαναν επίσης πολλές συνδρομές.
Διασχίζουν Οδικώς τη Μισή Αφρική
Το 1935, τότε που η προοδευτική κατανόηση της Αγίας Γραφής αποκάλυψε τη σύναξη του πολύ όχλου που θα ζήσει σ’ έναν επίγειο παράδεισο, τέσσερις Μάρτυρες επιχείρησαν μια τρίτη εκστρατεία στην ανατολική Αφρική. Ήταν ο Γκρέι Σμιθ, που επέζησε από την πρώτη εκστρατεία, η σύζυγός του Όλγκα και τα δυο αδέλφια Ρόμπερτ και Τζορτζ Νίσμπετ. Ο Τζορτζ είχε φτάσει στο Κέιπ Τάουν το μήνα Μάρτιο.b
Αυτή τη φορά ήταν καλά εξοπλισμένοι με δυο μικρά φορτηγάκια στα οποία υπήρχαν κρεβάτια, κουζίνα, νερό, επιπρόσθετο ρεζερβουάρ βενζίνης και κινητές σήτες για τα κουνούπια. Τώρα μπορούσαν να πάνε και σε άλλες κωμοπόλεις, μολονότι σε ορισμένους δρόμους τα χόρτα έφταναν μερικές φορές τα τρία μέτρα. Αυτοί οι σκαπανείς συχνά κοιμούνταν στους αγρούς και μπορούσαν να δουν, να ακούσουν και να αισθανθούν το σφυγμό της Αφρικής, με τους ανοιχτούς ορίζοντες και την αφθονία των ζώων: λιοντάρια να βρυχώνται τη νύχτα και, στη διάρκεια της μέρας, ζέβρες, γαζέλες και στρουθοκάμηλοι να βόσκουν ειρηνικά—κοντά σε επιβλητικούς ρινόκερους και ελέφαντες.
Ακολούθησαν για λίγο την Οδό Κέιπ Τάουν-Καΐρου. Πίσω απ’ αυτό το εντυπωσιακό όνομα κρυβόταν ένας μακρύς και ερημικός δρόμος που αλλού ήταν χωματόδρομος κι αλλού λιθόστρωτος, που είχε λακκούβες και λάσπη, και περνούσε από ποτάμια. Μόλις έφτασαν στην Τανγκανίκα, χωρίστηκε η παρέα των τεσσάρων αδελφών. Οι αδελφοί Νίσμπετ κατευθύνθηκαν προς το Ναϊρόμπι, ενώ ο αδελφός και η αδελφή Σμιθ συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην Τανγκανίκα, που ήταν τότε υπό βρετανική κυριαρχία.
Σύντομα η αστυνομία συνέλαβε το ζεύγος Σμιθ και τους διέταξε να επιστρέψουν στη Νότια Αφρική. Αντί γι’ αυτό, ακολούθησαν τους αδελφούς Νίσμπετ και κατευθύνθηκαν βόρεια προς το Ναϊρόμπι, όπου τους δόθηκε άδεια παραμονής μόνο αφού κατέβαλαν μια επιστρεπτέα εγγύηση 160 δολαρίων (περ. 30.000 δρχ.) στην τοπική αστυνομία. Οι σκαπανείς εργάστηκαν σκληρά και διέθεσαν πάνω από 3.000 βιβλία και περίπου 7.000 βιβλιάρια· έκαναν επίσης πολλές συνδρομές στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών. Τελικά, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου θρησκευτικού διωγμού, εκδόθηκαν εντολές απέλασης. Ύστερα από έντονες αλλά μάταιες διαμαρτυρίες κατά της απέλασης, οι τρεις από τους σκαπανείς ξεκίνησαν το ταξίδι επιστροφής στη Νότια Αφρική, αφήνοντας τον Ρόμπερτ Νίσμπετ, ο οποίος ήταν άρρωστος με τυφοειδή πυρετό, σ’ ένα νοσοκομείο του Ναϊρόμπι. Ευτυχώς, ο αδελφός ανέρρωσε και κατάφερε να επιστρέψει κι αυτός στη Νότια Αφρική.
Αργότερα, ο Ρόμπερτ και ο Τζορτζ Νίσμπετ είχαν το προνόμιο να παρακολουθήσουν τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς, και το 1951 διορίστηκαν ιεραπόστολοι σ’ ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού, το Μαυρίκιο. Ο Ρόμπερτ Νίσμπετ είναι τώρα στην Αυστραλία, ενώ ο αδελφός του ο Τζορτζ υπηρέτησε στο γραφείο τμήματος της Νότιας Αφρικής μέχρι το θάνατό του το 1989.
Σαν τους ιεραποστόλους του πρώτου αιώνα, που αναφέρονται στο βιβλίο των Πράξεων, έτσι κι αυτοί οι ιεραπόστολοι έδειξαν βαθιά αγάπη για τον Ιεχωβά και τους συνανθρώπους τους παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους. Από τους έξι σκαπανείς που είχαν πάει στην ανατολική Αφρική, οι τέσσερις νοσηλεύτηκαν για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα σε διάφορα νοσοκομεία, και μάλιστα ο ένας πέθανε. Ωστόσο, δόθηκε μαρτυρία, και τα έντυπα έφεραν καρπό. Για παράδειγμα, ύστερα από 30 χρόνια περίπου, καθώς ένας Μάρτυρας έκανε έργο σε κάποιον απομονωμένο αγροτικό τομέα της Κένυας, βρήκε έναν άνθρωπο που είχε πάρει το βιβλίο Καταλλαγή το 1935. Τώρα κι αυτός ο άνθρωπος έχει γίνει Μάρτυρας.
Κι Άλλος Σκαπανέας—Στην Κρυμμένη Αυτοκρατορία
Την ίδια περίπου εποχή, κάποιος άλλος σκαπανέας, ο Κρικόρ Χατζακορτζιάν, πήγε στην Αιθιοπία για να μεταδώσει πνευματική διαφώτιση χρησιμοποιώντας τη μητρική του γλώσσα, την αρμενική, καθώς και την ελληνική και τη γαλλική. Το εγχείρημά του αφορούσε μια χώρα που ήταν από πολλές απόψεις ασυνήθιστη. Μεγάλο μέρος της χώρας αποτελείται από ένα τεράστιο τριγωνικό οροπέδιο με υψόμετρο κατά μέσο όρο 2.000 μέτρα. Υπάρχουν πανύψηλες κορυφές και γυμνά βουνά που μοιάζουν με κομμένα χωνιά, καθώς έχουν για κορυφή εύφορες πεδιάδες, και περιβάλλονται από κοιλάδες. Εδώ έχει τις πηγές του ο Γαλάζιος Νείλος, ο οποίος διασχίζει φαντασμαγορικά φαράγγια. Και ο ποταμός Τεκέζε διαρρέει επίσης ένα φαράγγι που θυμίζει σε μερικούς ταξιδιώτες το Γκραν Κάνιον της βόρειας Αμερικής. Αυτή η ορεινή περιοχή απομονώνει την Αιθιοπία από τα πεδινά του Σουδάν στα δυτικά και από τις ερήμους Ντανακίλ και Ογκαντέν στα ανατολικά.
Η Αιθιοπία έγινε ξεχωριστή αυτοκρατορία από πολύ παλιά· ο Αυτοκράτορας Εζανάς την υποχρέωσε να υιοθετήσει την πίστη του Χριστιανικού κόσμου περίπου την εποχή της Συνόδου της Νίκαιας, τον τέταρτο αιώνα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αιθιοπίας, που δίνει μεγάλη έμφαση στη λατρεία της Μαρίας και του σταυρού και έχει δεσμούς με τον αρχαίο Ιουδαϊσμό, αποτέλεσε ισχυρή δύναμη στην ιστορία της χώρας και κατέστησε την Αιθιοπία μια κρυμμένη «Χριστιανική» αυτοκρατορία που αντιστάθηκε στις ισλαμικές «επιδρομές» από τα πεδινά. Ο Αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ, του οποίου το όνομα σήμαινε η «Δύναμη της Τριάδας», είχε διάφορους τίτλους όπως «Βασιλιάς των Βασιλιάδων», «Λιοντάρι του Ιούδα» και «Εκλεκτός του Θεού». Επιπλέον, είχε την υποχρέωση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να προασπίζει τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Όμως ο λαός παρέμενε σε πνευματικό σκοτάδι και μπορούσε εύκολα να παρακινηθεί σε φανατικές ενέργειες.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το 1935, βρέθηκε ο αδελφός Χατζακορτζιάν χωρίς συνεργάτη για το σκαπανικό του, αλλά με πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Οι ακόλουθες περικοπές της επιστολής που έστειλε για να δώσει έκθεση της υπηρεσίας του δημοσιεύτηκαν στη Σκοπιά 15 Ιανουαρίου 1936 και μας δίνουν μια ιδέα των όσων αντιμετώπιζε:
«Δεν το θεωρώ παράδοξο να διώκομαι για χάρη της δικαιοσύνης, και αναμένω περισσότερα παθήματα. Ο Ιεχωβά των δυνάμεων με προστάτεψε στο παρελθόν και θα κάνει το ίδιο και στο μέλλον.
»Το μεσημέρι πήγαινα σπίτι μου από το έργο και ένας από τους πράκτορες του Σατανά πετάχτηκε ξαφνικά από την κρυψώνα του και με χτύπησε δυο φορές στο κεφάλι μ’ ένα μεγάλο ραβδί· με χτύπησε τόσο δυνατά που το ραβδί καταθρυμματίστηκε. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου και προς έκπληξη των γειτόνων το τραύμα δεν ήταν πολύ σοβαρό. Έμεινα στο κρεβάτι μόνο δυο μέρες. Σε μια άλλη περίπτωση, οι αντιπρόσωποι του εχθρού μού επιτέθηκαν με μαχαίρια· αλλά τη στιγμή που θα με μαχαίρωναν, υπό την επιρροή κάποιας άγνωστης δύναμης, πέταξαν τα μαχαίρια τους και με άφησαν ήσυχο.
»Όμως [αυτοί] συνεχίζουν να με διώκουν. Αυτή τη φορά έπλασαν ψεύτικες κατηγορίες εναντίον μου και με έστειλαν στην πρωτεύουσα (Αντίς Αμπέμπα) να εμφανιστώ ενώπιον του αυτοκράτορα. Στη διάρκεια της παραμονής μου στην πρωτεύουσα (τέσσερις μήνες), πήγα παντού και έδωσα μαρτυρία από σπίτι σε σπίτι, καθώς και σε ξενοδοχεία και καφενεία. Τελικά με έφεραν μπροστά στον αυτοκράτορα. Αυτός με άκουσε και αφού δεν βρήκε κανένα σφάλμα, με άφησε ελεύθερο και με διέταξε να πάω στο σπίτι μου. Αίνος στον Κύριο γι’ αυτή τη νίκη!»
«Ο λαός ζει με φόβο και σύγχυση, αλλά εγώ ευφραίνομαι στον Κύριο. Είθε ο Παντοδύναμος Ιεχωβά να σας ευλογεί πλούσια και να σας δυναμώνει για να τελειώσετε το έργο που σας έχει δώσει να κάνετε.
Ο αδελφός σας εν Χριστώ,
Κ. Χατζακορτζιάν».
Δεν υπήρχε καμιά επικοινωνία με τον αδελφό Χατζακορτζιάν στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά στην αρχή της δεκαετίας του 1950, όταν έφτασαν οι πρώτοι Γαλααδίτες στην Αντίς Αμπέμπα, άκουσαν μερικές φήμες για κάποιον άντρα στην Ντιρεντάουα «που λέει αυτά που λέτε κι εσείς». Ο Χέιγουντ Γουόρντ πήγε σ’ αυτή την πόλη στα ανατολικά της χώρας και βρήκε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που δεν μιλούσε λέξη αγγλικά. Όταν ο ιεραπόστολος εξήγησε ποιος είναι, ο ηλικιωμένος ξέσπασε σε κλάματα, κοίταξε προς τον ουρανό και είπε κάτι στα αρμένικα που περιλάμβαναν το όνομα του Ιεχωβά. Ήταν ο αδελφός Χατζακορτζιάν. Είχε φτάσει η μέρα που λαχταρούσε! Με δάκρυα χαράς, αγκάλιασε τον αδελφό Γουόρντ. Στη συνέχεια, ο αδελφός Χατζακορτζιάν τράβηξε μερικά παλιά κιβώτια και έβγαλε απ’ αυτά διάφορες φθαρμένες Σκοπιές και βιβλία, μιλώντας γεμάτος ευτυχία συνεχώς σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε ο επισκέπτης του.
Ο αδελφός Γουόρντ χάρηκε πάρα πολύ μ’ αυτή τη συνάντηση και ήθελε να επισκεφτεί ξανά τον αδελφό, αλλά δεν επρόκειτο να συμβεί κάτι τέτοιο. Όταν πήγαν κι άλλοι ιεραπόστολοι να τον επισκεφτούν, βρήκαν τους ανθρώπους να πενθούν. Ο αδελφός Χατζακορτζιάν είχε πεθάνει.
Για τους ιεραποστόλους ήταν σαν τον «Μελχισεδέκ». (Εβρ. 7:1-3) Υπήρχαν πολλά αναπάντητα ερωτήματα: Ποιος ήταν; Από πού ήρθε; Πού γνώρισε την αλήθεια; Τι του συνέβη στη διάρκεια των πολυτάραχων ετών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου; Όπως και να είχαν τα πράγματα, ήταν ένας πρωτοπόρος και θαρραλέος σκαπανέας στην Αιθιοπία.
Επιτέλους, Νέο Θεμέλιο στην Κένυα
Το Νοέμβριο του 1949, η Μαίρη Γουίτινγκτον πήρε τα τρία παιδιά της από τη Βρετανία και μετανάστευσε στην Κένυα για να μείνει μαζί με το σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν για τους Σιδηροδρόμους της Ανατολικής Αφρικής στο Ναϊρόμπι. Αν και δεν είχε παρά ένα χρόνο βαφτισμένη, έμαθε πολύ γρήγορα να τα βγάζει πέρα μόνη της. Ήταν μια λεπτή και πειθαρχημένη γυναίκα με ισχυρό σκαπανικό πνεύμα, και δεν καθόταν συνεχώς να σκέφτεται τη μοναξιά της σ’ αυτή τη χώρα που ήταν μεγαλύτερη από την πατρίδα της τη Βρετανία, αλλά αντίθετα είδε αυτόν το μεγάλο αγρό σαν μια ευκαιρία για να διαδώσει τις αλήθειες της Αγίας Γραφής.
Επειδή ήταν η εποχή της αποικιοκρατίας και είχε επιβληθεί φυλετικός διαχωρισμός, η αδελφή Γουίτινγκτον χρειάστηκε να περιορίσει τον κύκλο των ακροατών της μόνο σε Ευρωπαίους όταν άρχισε να κηρύττει από σπίτι σε σπίτι στη γειτονιά της. Οι οικοδεσπότες ήταν πολύ φιλικοί· συχνά την καλούσαν να περάσει στο σπίτι τους και δέχονταν Βιβλικά έντυπα. Πολλές φορές τη ρωτούσαν: «Πού διεξάγετε τις συναθροίσεις σας;» Εκείνη απαντούσε λέγοντας πως, απ’ ό,τι ήξερε, ήταν η μόνη Μάρτυρας του Ιεχωβά σε όλη τη χώρα!
Σύντομα δοκιμάστηκε η ακεραιότητά της. Τρεις μήνες αργότερα, ο σύζυγός της ειδοποιήθηκε από τους προϊσταμένους του ότι η αστυνομία παρατηρούσε το έργο κηρύγματος που έκανε η σύζυγός του και δεν το επιδοκίμαζε. Αν εκείνη επέμενε να ασχολείται μ’ αυτό, κινδύνευε να την απελάσουν από την αποικία. Ο σύζυγός της, με τη σειρά του, είπε στην αδελφή Γουίτινγκτον να κηρύττει μόνο στους φίλους της. Η ίδια απάντησε ότι δεν είχε φίλους στην Κένυα και ότι η Χριστιανική της πιστότητα το καθιστούσε επιτακτικό να συνεχίσει το έργο της. Ο σύζυγός της τής είπε χωρίς περιστροφές ότι, σε περίπτωση απέλασής της, δεν θα της επέτρεπε να πάρει τα παιδιά.
Ύστερα από μερικούς μήνες, ορισμένα μέλη μιας ειδικής αστυνομικής μονάδας επισκέφτηκαν τον κ. Γουίτινγκτον στο γραφείο του απαιτώντας δείγματα των εντύπων που διέθετε η σύζυγός του. Η αδελφή Γουίτινγκτον ευχαρίστως τους έδωσε αρκετά απ’ αυτά. Ο αξιωματικός που τα επέστρεψε είπε ότι τα διάβασε και του άρεσαν πολύ. Δεν της απαγόρευσε να κηρύττει, αλλά τόνισε ότι δεν έπρεπε να κηρύττει σε Αφρικανούς. Σ’ αυτή τη φάση αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα, αφού υπήρχε πάρα πολύ έργο να γίνει στους μη Αφρικανούς κατοίκους του Ναϊρόμπι.
Σύντομα εμφανίστηκε στη σκηνή και μια σύντροφος, αλλά όχι έτσι ακριβώς όπως περίμενε η αδελφή Γουίτινγκτον. Το τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά της Βόρειας Ροδεσίας την ειδοποίησε ότι κάποια κ. Μπάτλερ ενδιαφερόταν για Γραφικά ζητήματα. Η Όλγκα Μπάτλερ, που ήταν από τις Σεϋχέλλες, λάβαινε τα έντυπα της Εταιρίας στην Τανγκανίκα επί δέκα και πλέον χρόνια και είχε μετακομίσει στο Ναϊρόμπι μετά τον πρόσφατο θάνατο του συζύγου της. Επικοινώνησαν μέσω αλληλογραφίας, κανόνισαν να συναντηθούν σε μια καφετερία στο κέντρο του Ναϊρόμπι και σύντομα άρχισε μια Γραφική μελέτη, η οποία διεξαγόταν αρχικά σ’ ένα πάρκο, επειδή απαγορευόταν ακόμη η συναναστροφή μεταξύ ατόμων διαφορετικής φυλής. Δυο χρόνια αργότερα, η Όλγκα Μπάτλερ βαφτίστηκε στην μπανιέρα των Γουίτινγκτον.
Προσπάθειες για Βοήθεια
Για να ανοίξει αυτός ο τεράστιος αγρός και για να βοηθηθεί η αδελφή Γουίτινγκτον, η οποία ήταν απομονωμένη, έγιναν ενέργειες να σταλθούν ιεραπόστολοι, όμως η αποικιακή κυβέρνηση δεν το επέτρεψε. Το 1952, ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ο Νάθαν Ο. Νορ, και ο γραμματέας του, ο Μίλτον Τζ. Χένσελ, επισκέφτηκαν το Ναϊρόμπι και συναντήθηκαν κάποιο βράδυ με μια χούφτα αδελφούς και αδελφές από την Κένυα και την Ουγκάντα. Υποβλήθηκε άλλη μια αίτηση για ιεραποστόλους, αλλά κι αυτή απορρίφθηκε.
Ήρθαν επιπρόσθετες δυσκολίες από άλλη μια πηγή. Εξαιτίας της εξέγερσης των Μάου-Μάου κηρύχτηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις με περισσότερα από εννιά άτομα, εκτός κι αν είχαν δηλωθεί προηγουμένως στις κρατικές αρχές. Το 1956 απορρίφθηκε μια αίτηση που έγινε για να δηλωθούν οι Χριστιανικές συναθροίσεις. Στα χρόνια εκείνα, αρκετοί ξένοι Μάρτυρες ήρθαν στην Κένυα για σύντομες επισκέψεις, αλλά μόνο η Μαίρη Γουίτινγκτον, τα παιδιά της και η Όλγκα Μπάτλερ έμειναν εκεί για να κάνουν γνωστά τα καλά νέα.
Άφιξη Γαλααδιτών
Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις έφτασαν στο Ναϊρόμπι το 1956 οι Γαλααδίτες Γουίλιαμ και Μιούριελ Νίσμπετ από τη Σκοτία. Ο Γουίλιαμ Νίσμπετ ήταν αδελφός των δυο σκαπανέων που είχαν έρθει στην Κένυα από τη Νότια Αφρική στη δεκαετία του 1930. Προκειμένου να μείνουν εκεί, ο αδελφός Νίσμπετ έπρεπε να βρει μια δουλειά· ωστόσο μπορούσε να επιβλέπει το μικρό όμιλο που είχε δημιουργηθεί για μελέτη της Αγίας Γραφής. Στο μεταξύ, η αδελφή Νίσμπετ και η αδελφή Γουίτινγκτον δαπανούσαν αθόρυβα κάθε πρωινό στο έργο από σπίτι σε σπίτι.
Για τους Νίσμπετ, το Ναϊρόμπι ήταν πανέμορφος διορισμός. Η πόλη αναπτυσσόταν και γινόταν μια περιποιημένη σύγχρονη πρωτεύουσα. Το εύκρατο κλίμα και οι λόφοι Ενγκόνγκ στα περίχωρα της πόλης τούς θύμιζαν την πατρίδα τους τη Σκοτία. Αν κοίταζε κανείς νοτιοανατολικά όταν ο ουρανός ήταν καθαρός, μπορούσε να δει να λαμπυρίζουν στον ήλιο τα χιόνια που κάλυπταν το ψηλότερο βουνό της Αφρικής, το Κιλιμάντζαρο. Στο βορρά διαγραφόταν το ακανόνιστο περίγραμμα του όρους Κένυα, του οποίου το όνομα πήρε η χώρα αυτή. Και σε απόσταση αναπνοής ήταν ο παράδεισος των ζωοφίλων—το Εθνικό Πάρκο του Ναϊρόμπι, με τα λιοντάρια, τις τσίτες, τους ρινόκερους, τα βουβάλια, τις στρουθοκαμήλους, τις ζέβρες και τις αντιλόπες.
Ωστόσο, το κύριο μέλημα των Νίσμπετ ήταν να αρχίσουν Γραφικές μελέτες. Γινόταν μια τέτοια μελέτη με την οικογένεια ενός αξιωματικού που υπηρετούσε σε μια ειδική μονάδα της αστυνομίας. Μολονότι οι Νίσμπετ δεν το γνώριζαν, ο αξιωματικός είχε διοριστεί να ερευνήσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όμως η έρευνά του δεν είχε την κατάληξη που περίμενε. Ο αξιωματικός δεν κατέθεσε απλώς μια ευνοϊκή έκθεση για το έργο μας, αλλά βρήκε κι έναν ανεκτίμητο θησαυρό, την αλήθεια. Στον κατάλληλο καιρό όλα τα μέλη αυτής της τετραμελούς οικογένειας βαφτίστηκαν κι έγιναν Μάρτυρες!
Κι άλλοι επίσης μελετούσαν. Όμως, οι Αναγκαστικοί Νόμοι ίσχυαν ακόμη, και όποιος παρακολουθούσε συγκεντρώσεις με πάνω από εννιά άτομα κινδύνευε να απελαθεί ή να πάει μέχρι και τρία χρόνια φυλακή. Έτσι, οι αδελφοί ήταν υποχρεωμένοι να συναθροίζονται σε μικρούς ομίλους.
1958—Ένα Αξιομνημόνευτο Έτος
Στην αρχή αυτού του έτους διορίστηκαν τέσσερις ακόμη Γαλααδίτες στο Ναϊρόμπι, το ζεύγος Κλαρκ και το ζεύγος Ζανέτ. Κι αυτοί οι δυο άντρες έπρεπε να βρουν κάποια κοσμική απασχόληση, όπως και ο αδελφός Νίσμπετ, ενώ οι σύζυγοί τους έκαναν σκαπανικό. Σημειώθηκε ένα νέο ανώτατο όριο 35 ευαγγελιζομένων, οι οποίοι ήταν κυρίως ξένοι.
Αυτό ήταν επίσης το έτος που διεξάχθηκε η Διεθνής Συνέλευση Θείο Θέλημα στη Νέα Υόρκη, την οποία παρακολούθησαν 250.000 και πλέον άτομα απ’ όλο τον κόσμο. Πόσο συγκινήθηκε η Μαίρη Γουίτινγκτον που βρέθηκε ανάμεσά τους και μπόρεσε να δώσει μια σύντομη έκθεση για το έργο στην Κένυα. Εκείνο το έτος οι αδελφοί χάρηκαν επίσης όταν ένα ναυλωμένο αεροπλάνο γεμάτο Μάρτυρες από τη Ροδεσία σταμάτησε στο Ναϊρόμπι καθ’ οδόν για τη Νέα Υόρκη και μπόρεσαν όλοι να έχουν πνευματικά εποικοδομητική συναναστροφή.
Στη συνέλευση της Νέας Υόρκης, έγινε έκκληση να μετακομίσουν ικανοί Μάρτυρες σε χώρες όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας· η Κένυα ήταν στον κατάλογο αυτών των χωρών. Έτσι, από το Δεκέμβριο του 1958 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1959, πάνω από 30 αδελφοί και αδελφές ήρθαν από τον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία για να βοηθήσουν στην Κένυα. Μερικοί απ’ αυτούς τους νεοφερμένους πήγαν στη Μομπάσα, μια παράκτια πόλη της Κένυας που έχει πανέμορφες παραλίες. Άλλοι άρχισαν το κήρυγμα σε μια κωμόπολη της Ρηξιγενούς Κοιλάδας, τη Νακούρου, που είναι πασίγνωστη για την ομώνυμη λίμνη της, στην οποία ζουν ένα εκατομμύριο φλαμίγκοι.
Οι Πρόθυμοι Εθελοντές Παίζουν Σημαντικό Ρόλο
Αυτοί οι πρόθυμοι εθελοντές, οι οποίοι ήρθαν να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη, αποτελούσαν μια ομάδα ζηλωτών αδελφών οι οποίοι έθεσαν ένα υψηλό πρότυπο Χριστιανικής ωριμότητας. Άφησαν φίλους, σταδιοδρομίες και ανέσεις, αλλά ευλογήθηκαν πλούσια. Η Κένυα ήταν η σύγχρονη Μακεδονία τους.—Πράξ. 16:9.
Εκφράζοντας την άποψη πολλών, ο Ρον Έντουαρτς, από την Αγγλία, είπε: «Ευθύς εξαρχής αναπτύχθηκε ένας πολύ ισχυρός δεσμός αγάπης και στοργής ανάμεσα σε όλους εμάς που είχαμε έρθει να υπηρετήσουμε εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Χωρίς αμφιβολία, αυτό οφειλόταν στην ενότητα σκοπού που είχαμε και στην ομοιότητα των περιστάσεών μας. Οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι (από 30-40 ετών) και παντρεμένοι, και η ζωή μας κυλούσε ήσυχα πριν έρθουμε εδώ. Ωστόσο, εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας και ξεκινήσαμε για το άγνωστο προκειμένου να ανταποκριθούμε στην πρόσκληση της Εταιρίας».
Στα χρόνια που πέρασαν, πολλοί χρειάστηκε να φύγουν εξαιτίας προσωπικών προβλημάτων υγείας, αδειών εργασίας και άλλων αιτιών. Όμως, μερικοί απ’ αυτούς, λόγου χάρη η Άλις Σπένσερ, κατάφεραν να παραμείνουν πολλά χρόνια. Αυτή άντεξε τη ζέστη της Μομπάσα επί 25 και πλέον χρόνια. Και η Μάργκαρετ Στέφενσον, που έχει περάσει τα 80, ζει στην Κένυα πάνω από 30 χρόνια και εξακολουθεί να υπηρετεί ως τακτική σκαπάνισσα.c Αυτοί οι αδελφοί και αδελφές, που εργάστηκαν με ιεραποστολικό ζήλο, έθεσαν μεγάλο μέρος του θεμελίου πάνω στο οποίο πολλοί Κενυάτες οικοδόμησαν την αγάπη τους για την αληθινή λατρεία.
Όμως, παρά την εισροή αυτών των πρόθυμων εθελοντών, το έργο εξακολουθούσε να παρακωλύεται—το μεγαλύτερο μέρος του κηρύγματος γινόταν μεταξύ των Ευρωπαίων, δηλαδή των ξένων λευκών, καθώς και στην ασιατική κοινότητα. Μολονότι μερικοί από τους ξένους Μάρτυρες έμαθαν τη σουαχίλι, η μαρτυρία που έδιναν περιοριζόταν κυρίως στο υπηρετικό προσωπικό των σπιτιών.
Διευθετήσεις για Περαιτέρω Επέκταση
Το 1959 ο αδελφός Νορ επισκέφτηκε ξανά το Ναϊρόμπι. Ο μικρός όμιλος των εννιά ατόμων είχε πια γίνει εκκλησία που αποτελούνταν από δυο ομίλους, με 54 ευαγγελιζομένους. Εφόσον τώρα υπήρχαν περισσότεροι αδελφοί διαθέσιμοι για να αναλάβουν την ηγεσία, ο αδελφός Νορ διευθέτησε να χωριστούν οι δυο όμιλοι και να γίνουν τέσσερις. Ο αδελφός Νίσμπετ θα υπηρετούσε ως επίσκοπος περιοχής και θα επισκεπτόταν αυτούς τους ομίλους, ενώ θα κρατούσε και την κοσμική του εργασία. Εκείνη την εποχή ένας εκπληκτικός αριθμός ξένων ενδιαφέρθηκαν για την αλήθεια.
Καθώς πλησίαζε το τέλος της αποικιακής διακυβέρνησης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν οι πρώτοι που ήρθαν σε επαφή με τους ιθαγενείς, όπως καταδεικνύεται από την ακόλουθη εμπειρία. Όταν μια από τις Ευρωπαίες αδελφές πήγε στην πόλη να αγοράσει παπούτσια, ρώτησε την πωλήτρια πού έμενε. Η πωλήτρια είπε: «Στο Τζέρικο». Η αδελφή μας απάντησε: «Γνωρίζω πολύ καλά το Τζέρικο. Πάω συχνά». Η πωλήτρια αμέσως αναφώνησε: «Α, τότε πρέπει να είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά!»
Τώρα πια, το έργο της Βασιλείας είχε αρχίσει να σημειώνει πρόοδο στην Κένυα. Όμως πριν προχωρήσουμε περισσότερο, ας διακόψουμε για να ρίξουμε μια ματιά σε μερικές γειτονικές χώρες όπου επίσης καταβάλλονταν προσπάθειες να κηρυχτούν τα καλά νέα.
Ουγκάντα—Το «Μαργαριτάρι της Αφρικής»
Η Ουγκάντα, που συνορεύει με την Κένυα στα ανατολικά, είναι μια κατάφυτη χώρα όπου μπορεί κάποιος να κάνει βόλτες στις καταπράσινες όχθες της λίμνης Βικτόρια, ορειβασία στα χιονοσκέπαστα βουνά Ρουβενζόρι (που λέγεται ότι είναι τα μυθικά Βουνά της Σελήνης), κρουαζιέρα στο Νείλο ή μπορεί να διασχίσει με αυτοκίνητο ένα μεγαλοπρεπές βροχερό δάσος. Οι άφθονες βροχοπτώσεις εγγυούνταν καλές σοδειές από βαμβάκι και καφέ, καθώς και εξαιρετικά λαχανικά και φρούτα. Η ζέστη ήταν υποφερτή, και το ατέλειωτο καλοκαίρι ευχαριστούσε τόσο τους Βρετανούς διοικητές όσο και τους Ασιάτες εμπόρους. Σ’ αυτούς άρεσε να κάθονται στον κήπο όταν πήγαιναν στη λέσχη τους, να παίζουν γκολφ και κρίκετ, να πηγαίνουν στις πισίνες και στον ιππόδρομο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι άνθρωποι ονόμασαν την Ουγκάντα το «Μαργαριτάρι της Αφρικής».
Η ζωή κυλούσε ήρεμα και ευχάριστα τον Απρίλιο του 1950 όταν ένα νεαρό αντρόγυνο, που ήταν Μάρτυρες, ήρθαν στην Ουγκάντα από την Αγγλία, πρόθυμοι να μεταδώσουν τη Βιβλική γνώση τους σε άλλους. Μέσα σ’ ένα χρόνο είχαν βοηθήσει μια ελληνική και μια ιταλική οικογένεια να εκτιμήσουν την αλήθεια.
Σχηματίστηκε μια μικρή εκκλησία στην Καμπάλα, μια πόλη που, σαν τη Ρώμη, έχει χτιστεί πάνω σε εφτά λόφους. Άρχισε σταδιακά να γίνεται κήρυγμα στον αφρικανικό αγρό, και ασφαλώς βοήθησε το γεγονός ότι η αγγλική ήταν πολύ διαδεδομένη στην Ουγκάντα. Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε μια τοπική γλώσσα ήταν όταν μεταφράστηκε κάποια δημόσια ομιλία στη λουγκάντα, για ένα ακροατήριο περίπου 50 Αφρικανών. Το 1953 υπήρχαν έξι δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι.
Δυο χρόνια αργότερα, έγινε το πρώτο βάφτισμα στην Ουγκάντα στη λίμνη Βικτόρια κοντά στην Έντεμπε. Μεταξύ των πέντε ατόμων που βαφτίστηκαν ήταν κι ένας πολύ ζηλωτής αδελφός, ο Τζορτζ Καντού, ο οποίος εξακολουθεί να υπηρετεί ως πιστός πρεσβύτερος στην Καμπάλα.
Ακολούθησε μια κρίση όταν η κακή διαγωγή ορισμένων είχε ως αποτέλεσμα άλλοι να αποκοπούν, άλλοι να φύγουν από τη χώρα και άλλοι να προσκόψουν. Έτσι, κατά τα τέλη του 1957, ο αδελφός Καντού βρέθηκε να είναι ο μόνος ευαγγελιζόμενος στην Ουγκάντα. Όμως ήξερε πως είχε την αλήθεια, και αγαπούσε τον Ιεχωβά.
Το 1958 διάφορες προβολές της ταινίας Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει, μαζί με την κυκλοφορία του βιβλιαρίου «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» στη λουγκάντα, έδωσαν νέα ώθηση στο έργο. Επίσης ήρθαν στην Ουγκάντα πρόθυμοι εθελοντές από τον Καναδά και τη Βρετανία για να βοηθήσουν, και τρία χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1961, 19 ευαγγελιζόμενοι έδιναν έκθεση έργου. Θα πούμε περισσότερα γι’ αυτή τη χώρα αργότερα.
Σουδάν—Η Μεγαλύτερη Χώρα της Αφρικής
Ο Λευκός Νείλος, μέρος του μακρύτερου ποταμού της γης, συνεχίζει το ρου του από την Ουγκάντα στο Σουδάν διαρρέοντας περιοχές με ψηλά χόρτα ή θάμνους, βάλτους, και υποερημικές περιοχές. Πανύψηλοι βοσκοί ζουν στις όχθες του. Ύστερα από 2.000 περίπου χιλιόμετρα, ο ποταμός συναντάει το Γαλάζιο Νείλο, ο οποίος έρχεται από τα υψίπεδα της Αιθιοπίας στην ανατολή. Σ’ αυτή τη συμβολή, στις όχθες του ποταμού βρίσκονται τρεις μεγάλες πόλεις με εκατομμύρια ανθρώπους: το Χαρτούμ, το Ομντουρμάν και το Βόρειο Χαρτούμ.
Πιο πέρα, ο Νείλος σχηματίζει διάφορους καταρράκτες και κατόπιν φτάνει σε μια περιοχή με πλούσια ιστορία. Εδώ βρισκόταν η αυτοκρατορία του Χους, και τα ερείπιά της διακρίνονται και σήμερα στην άμμο της Σαχάρας. Αυτή ήταν η Αιθιοπία των Βιβλικών χρόνων, από την οποία καταγόταν ο Αβδέ-μέλεχ, καθώς και ο αυλικός τον οποίο βάφτισε ο μαθητής Φίλιππος.—Ιερ. 38:7-16· Πράξ. 8:25-38.
Το Σουδάν, που κάποτε λεγόταν Αγγλοαιγυπτιακό Σουδάν, είναι η μεγαλύτερη χώρα της Αφρικής και το εμβαδόν του ξεπερνάει το ένα τέταρτο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κύρια γλώσσα είναι η αραβική. Στα βόρεια επικρατεί σχεδόν αποκλειστικά ο Ισλαμισμός, ενώ στα νότια υπάρχουν περισσότεροι ανιμιστές και κατ’ όνομα Χριστιανοί. Συνήθως, οι Σουδανοί είναι εξαιρετικά φιλόξενοι και ευγενικοί.
Το 1949 ήρθε για πρώτη φορά στο Σουδάν ο Δημήτρης Ατζέμης, ένας Γαλααδίτης από την Αίγυπτο. Όπως και στην Αίγυπτο, έτσι και στην περιοχή του Χαρτούμ, οι όχθες του ποταμού ήταν καταπράσινες με χωράφια στα οποία καλλιεργούνταν αγγούρια, πράσα και κρεμμύδια. Μερικές δεντροστοιχίες κοντά στο νερό παρείχαν ευχάριστες οάσεις σκιάς με τις τεράστιες ινδικές συκιές τους. Όμως αυτό το λιγοστό πράσινο σύντομα έδινε τη θέση του στη γυμνή έρημο. Το χρώμα που επικρατούσε ήταν το καφέ. Ο ουρανός ήταν καφέ. Το έδαφος καφέ. Τα πλίθινα σπίτια καφέ. Ακόμη και πολλά από τα ρούχα ήταν καφέ.
Έπειτα υπήρχε και η αφόρητη ζέστη. Η θερμοκρασία τη νύχτα έφτανε τους 39° C. Στον ήλιο το θερμόμετρο ανέβαινε στους 60° C. Επειδή οι σωλήνες του νερού ήταν εκτεθειμένοι στον ήλιο, ένα «κρύο» ντους θα μπορούσε να σας κάψει αν δεν αφήνατε πρώτα να τρέξει το νερό για λίγο.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον άρχισε το έργο του ο αδελφός Ατζέμης. Κήρυξε κυρίως στο Ομντουρμάν και έκανε 600 συνδρομές. Κατόπιν πήγε σε μια μικρότερη βιομηχανική κωμόπολη, τη Γουάντ Μεντάνι, πριν επιστρέψει στην Αίγυπτο. Αργότερα, μια τριμελής οικογένεια από το Κάιρο πήγε και εγκαταστάθηκε στο Χαρτούμ. Ο αδελφός, που ήταν έμπορος μαλλιού, έδινε μαρτυρία στους πελάτες του προσφέροντάς τους συνδρομές και έντυπα και στη συνέχεια έδειχνε και τα εμπορεύματά του.
Σύντομα σχηματίστηκε μια μικρή εκκλησία, και ο αριθμός των ευαγγελιζομένων σημείωνε κάθε μήνα αποκορύφωμα—μέχρι το τέλος του Αυγούστου του 1951 είχαν φτάσει τους 16 ευαγγελιζομένους. Ένα σημαντικό γεγονός το επόμενο έτος ήταν μια ομιλία που εκφωνήθηκε σε 32 άτομα. Για να ωφεληθούν οι ξένοι που υπήρχαν στο ακροατήριο, η ομιλία μεταφράστηκε σε τρεις γλώσσες.
Το 1953 ο αδελφός Ατζέμης ήρθε ξανά από το Κάιρο, αυτή τη φορά για πέντε μήνες, και οργάνωσε τη συστηματική κάλυψη του τομέα στο Χαρτούμ. Ανταμείφτηκε όταν γνώρισαν την αλήθεια τρία αδέλφια της οικογένειας Ορφανίδη. Ένα μήνα μόνο αφότου ήρθε σε επαφή με την αλήθεια, ο Γιώργος Ορφανίδης πρόσφερε μεγάλο μέρος του σπιτιού του για να χρησιμοποιηθεί ως τόπος συναθροίσεων. Αυτός ο αδελφός έγινε τελικά επίσκοπος εκκλησίας και, μαζί με τον αδελφό του τον Δημήτρη, διέδιδε με ζήλο το άγγελμα της Βασιλείας σε άλλους. Ο Γιώργος μπορούσε να είναι σταθερός και επίμονος, και συγχρόνως πάρα πολύ φιλόξενος καθώς φρόντιζε τα πρόβατα. Υπηρέτησε πολλά χρόνια, μέχρι που χρειάστηκε να φύγει από τη χώρα το 1970. Ο Δημήτρης κατάφερε να βοηθήσει πολλά άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια. Παρά την ανήλεη ζέστη και τις περιοδικές αμμοθύελλες, αυτοί οι αδελφοί εγκαρτέρησαν και διατήρησαν ένα θαυμάσιο πνεύμα. Μια φορά, ο Γιώργος είπε: «Μολονότι δεν είχαμε την αναγνώριση του κόσμου, είχαμε ουράνια αναγνώριση και τη βοήθεια του πνεύματος του Ιεχωβά, έτσι απολαμβάναμε κάθε μέρα της ζωής μας καθώς προσπαθούσαμε να επιτελέσουμε τη διακονία μας σύμφωνα με τα λόγια του Παύλου στα εδάφια 2 Τιμόθεον 4:2-5».
Ο αδελφός Ατζέμης συνέχισε να έρχεται και να κάνει περιοδικές επισκέψεις, και το 1955 η Εταιρία μπόρεσε να στείλει άλλον έναν ιεραπόστολο στο Χαρτούμ, τον Εμμανουήλ Πατεράκη, ο οποίος κατάφερε να παραμείνει εκεί δέκα μήνες. Μέχρι τότε, αρκετοί ευαγγελιζόμενοι είχαν φύγει από τη χώρα. Κατατέθηκε αίτηση για νομική καταχώρηση τον Ιούνιο του 1956, αλλά απορρίφθηκε εξαιτίας της επιρροής που άσκησαν οι Κόπτες ιερείς και οι Ισλαμιστές μουλάδες. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα οι Μάρτυρες ήταν υπό επιτήρηση, όμως δεν υπήρξε έντονος διωγμός και το έργο κηρύγματος δεν σταμάτησε ποτέ.
Πιστές Αδελφές
Τον πρώτο αιώνα, ορισμένες αφοσιωμένες γυναίκες έγιναν πνευματικοί στύλοι μέσα στην εκκλησία. Το ίδιο συνέβη και τον 20ό αιώνα στο Σουδάν. (Πράξ. 16:14, 15· 17:34· 18:2· 2 Τιμ. 1:5) Το 1952 μια ζηλώτρια Ελληνίδα αδελφή, που είχε παντρευτεί κάποιο Σουδανό στο Λίβανο, πήγε στην πατρίδα του συζύγου της για να προωθήσει το έργο κηρύγματος. Αυτή η αδελφή, η Καλλιόπη Ινγκιλίζι, σύντομα έγινε τακτική σκαπάνισσα και αργότερα ειδική σκαπάνισσα. Ήταν ενθουσιώδης, δυναμική και δεν το έβαζε κάτω—ιδιότητες που απαιτούνταν για να κηρύξει κανείς σε μέλη της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επειδή αυτά τα άτομα ήταν πολύ συναισθηματικά, ταράζονταν εύκολα και φοβούνταν ιερείς και συγγενείς.
Μεταξύ εκείνων που μπόρεσε να βοηθήσει να γνωρίσουν την αλήθεια ήταν η Μαίρη Γκίργκις, η οποία έγινε κι αυτή ειδική σκαπάνισσα και της οποίας η βιογραφία εμφανίστηκε στη Σκοπιά 15 Μαΐου 1977. Η Μαίρη ζούσε στην ιστορική πόλη Ομντουρμάν, που ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του Σουδάν. Μόλις είχε προσευχηθεί όταν την επισκέφτηκε για πρώτη φορά η αδελφή Ινγκιλίζι το 1958. Η αδελφή Ινγκιλίζι βρήκε μια γυναίκα που είχε θορυβηθεί από τα τρομακτικά θηρία που περιγράφονταν στην Αποκάλυψη. Τι σήμαιναν αυτά; Την τρόμαζαν επίσης οι φρικαλεότητες του «πύρινου άδη». Αναρωτιόταν αν αυτά μπορούσαν να αποτελούν θέλημα του Θεού. Όμως το μεγαλύτερο ερώτημα που είχε ήταν: Πού βρίσκεται η αλήθεια;
Η αδελφή Ινγκιλίζι απάντησε σε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Η Μαίρη χάρηκε όταν άκουσε ότι ο Ιησούς είναι πια Βασιλιάς. Όμως, ο σύζυγός της, ο Ιμπραχίμ, της είπε: «Μην την ακούς αυτή τη γυναίκα. Πρέπει να είναι κακιά. Προχτές που έπεσε από το λεωφορείο, οι άνθρωποι έλεγαν: ‘Καλά να πάθει γιατί αλλαξοπίστησε’».
Ωστόσο, ο Ιμπραχίμ δέχτηκε τα δυο βιβλία «Έστω ο Θεός Αληθής» και «Αύτη Εστίν η Αιώνιος Ζωή». Λίγο αργότερα, όταν πήγε στη λειτουργία της Κοπτικής εκκλησίας, ο Ιμπραχίμ ταράχτηκε όταν άκουσε τον ιερέα να επιτιμά τους άντρες που επέτρεπαν στις συζύγους τους να μελετούν και να κηρύττουν άλλη θρησκεία. Ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς ποιον εννοούσε ο ιερέας! Ο Ιμπραχίμ αποχώρησε από την εκκλησία. Τόσο αυτός όσο και η οικογένειά του έγιναν στόχοι διωγμού. Κάποτε του πέταξαν μια πέτρα, η οποία του έριξε τα γυαλιά από το πρόσωπο, αλλά δεν τραυμάτισε σοβαρά ούτε τον ίδιο ούτε το αγοράκι του που κρατούσε στην αγκαλιά του!
Το 1959 η αστυνομία κατηγόρησε τη Μαίρη Γκίργκις λέγοντας ότι πήγαινε στα σπίτια με σκοπό να κλέψει. Το ζήτημα έφτασε στο δικαστήριο. Δυο εισαγγελείς εκτόξευσαν κατηγορίες εναντίον της, αλλά φυσικά δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Έτσι, η υπόθεση έκλεισε.
Σε μια άλλη δικαστική υπόθεση, ορισμένοι ιερείς την κατηγόρησαν για Σιωνισμό. Στο δικαστήριο, η αδελφή μας μεγάλυνε το όνομα του Ιεχωβά ενώπιον των τεσσάρων δικαστών. Η απόφαση του προέδρου ήταν υπέρ της αδελφής και ο ίδιος της είπε: «Πήγαινε, κυρία μου, σε όλα τα μέρη του Σουδάν, και κήρυξε όπου θέλεις. Ο νόμος της χώρας είναι με το μέρος σου και θα σε προστατέψει».
Η αδελφή Γκίργκις και η αδελφή Ινγκιλίζι, μέχρι το θάνατό της, υπήρξαν έξοχα παραδείγματα για τα νεαρά άτομα. Στα χρόνια που πέρασαν, αυτές οι δυο ζηλώτριες αδελφές βοήθησαν πολλούς άλλους. Και ο Ιμπραχίμ Γκίργκις έλαβε τη στάση του υπέρ της αλήθειας και ήταν πιστός Μάρτυρας μέχρι το θάνατό του.
Οι προσπάθειες για τη νομική αναγνώριση του έργου απέτυχαν, γι’ αυτό το έργο εξακολουθούσε να μην είναι αναγνωρισμένο και κάπου-κάπου οι αδελφοί αντιμετώπιζαν διωγμό. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνονταν σταθερές αυξήσεις: 27 άτομα έδιναν έκθεση έργου το 1960 και 37 άτομα το 1962. Το 1965 το έργο τέθηκε υπό την επίβλεψη του νεοσύστατου τμήματος της Κένυας, και διευθετήθηκε να γίνεται μια συνέλευση περιοχής το χρόνο. Τον επόμενο χρόνο, 81 άτομα παρευρέθηκαν στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Θα ξανακούσουμε γι’ αυτή τη χώρα αργότερα.
Αιθιοπία—Η «Χώρα των Καμένων Προσώπων»
Ανάμεσα στο Σουδάν και την Ερυθρά Θάλασσα βρίσκεται ο βόρειος γείτονας της Κένυας, η Αιθιοπία, που έχει τη μισή έκταση του Σουδάν. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα «Αιθιοπία» σημαίνει «Χώρα των Καμένων Προσώπων» και στην αρχαιότητα αναφερόταν στην περιοχή της Αφρικής που βρισκόταν νότια της Αιγύπτου. Έτσι, η Αιθιοπία της Αγίας Γραφής καλύπτει κυρίως το βόρειο Σουδάν και ένα μικρό μέρος της σημερινής βόρειας Αιθιοπίας. Όπως είχε ήδη ανακαλύψει ο αδελφός Χατζακορτζιάν στη δεκαετία του 1930, αυτή η χώρα ήταν μοναδική με πολλούς τρόπους—είχε το δικό της πολιτισμό και την επικρατούσα Ορθόδοξη Εκκλησία της Αιθιοπίας. Αυτός ήταν ο διορισμός που έλαβαν οι τρεις άγαμοι ιεραπόστολοι που έφτασαν στην πρωτεύουσα, την Αντίς Αμπέμπα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1950.
Υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να συνηθίσουν. Πρώτον, το υψόμετρο της Αντίς Αμπέμπα, που ήταν 2.400 μέτρα, κάνοντας την πόλη μια από τις ψηλότερες πρωτεύουσες του κόσμου. Έπειτα ήταν η αμχαρική γλώσσα, με τα χτυπητά π, τ και σ, καθώς και το αιθιοπικό αλφάβητο, που έχει 33 χαρακτήρες και 250 και πλέον παραλλαγές. Εκτός αυτού, υπήρχαν πάνω από 70 φυλετικές γλώσσες και γύρω στις 200 άλλες γλώσσες και διάλεκτοι. Επίσης, οι ιερείς εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την ημιεξαφανισμένη γλώσσα γκίεζ, όπως χρησιμοποιούν μερικοί Ευρωπαίοι λόγιοι τη λατινική.
Υπήρχαν και οι Αιθίοπες με τα ελκυστικά, μελαψά πρόσωπα, την ασυνήθιστη κόμμωση, τις χαρακτηριστικές ενδυμασίες και τις γιορτινές στολές. Μερικοί είχαν ως τατουάζ το σταυρό στο μέτωπό τους. Είχαν και ενδιαφέροντα ονόματα. Οι άντρες μπορούσαν να λέγονται Γκέμπερε Μέσκαλ, που σημαίνει «Δούλος του Σταυρού»· ή Χαμπτεμαριάμ, που σημαίνει «Υπηρέτης της Μαρίας»· ή Τέκελ Χαϊμανόουτ, που σημαίνει «Βλαστάρι της Θρησκείας». Μια γυναίκα μπορούσε να πάρει το όνομα Λετεμπέρεν, που σημαίνει «Δούλη του Φωτός», ή Αμχαρές, «Είσαι Όμορφη».
Και Δάσκαλοι και Κήρυκες
Στον πρώτο τους ιεραποστολικό οίκο, ένα διαμέρισμα στην περιοχή Κάζε Ποπολάρι της Αντίς Αμπέμπα, οι ιεραπόστολοι είδαν προς έκπληξή τους ότι τους επισκεπτόταν τακτικά ένας πίθηκος γκουερέζος. Αυτός ο παιχνιδιάρης πίθηκος ανακάτευε τα πάντα και έκανε τη μια ζημιά μετά την άλλη. Δεν του έφτανε απλώς να ανοίξει τον ντοματοπολτό, αλλά λέρωνε μ’ αυτόν όλο το σπίτι και λέρωνε και τους τοίχους! Φυσικά, τους επισκέπτονταν και άνθρωποι επίσης, και διεξάγονταν Γραφικές μελέτες στην μπροστινή βεράντα του ιεραποστολικού οίκου.
Για να προστατέψει τα συμφέροντα της Εκκλησίας της Αιθιοπίας, ο νόμος απαγόρευε τον προσηλυτισμό μεταξύ των Χριστιανών. Επιτρεπόταν μόνο μεταξύ των Μουσουλμάνων και των «ειδωλολατρών». Έτσι, στους ιεραποστόλους επιτράπηκε η είσοδος στη χώρα με την προϋπόθεση ότι θα ίδρυαν σχολεία για να διδάξουν μαθήματα όπως αγγλικά, γραφομηχανή και λογιστική.
Όταν η νυχτερινή σχολή για ενηλίκους καθιερώθηκε πλέον στην Αντίς Αμπέμπα, οι ιεραπόστολοι χρειάστηκε να μετακομίσουν σ’ ένα μεγαλύτερο οίκο στην Οδό Τσόρτσιλ, τον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας. Οι αδελφοί αποφάσισαν να μην αναμείξουν τις θρησκευτικές διδασκαλίες με τα σχολικά μαθήματα, αλλά προσκαλούσαν τους μαθητές να παρακολουθήσουν αν ήθελαν τις συναθροίσεις της εκκλησίας μας. Στις ώρες των συναθροίσεων, μετέτρεπαν μια από τις αίθουσες διδασκαλίας σε Αίθουσα Βασιλείας.
Το 1952 έφτασαν στην Αντίς Αμπέμπα οχτώ ακόμη ιεραπόστολοι από τη 18η τάξη της Σχολής Γαλαάδ. Ανάμεσά τους ήταν ο Χάρολντ και η Άνι Τσίμερμαν, οι οποίοι διορίστηκαν να βοηθήσουν στα νυχτερινά μαθήματα στην πρωτεύουσα. Δυο αντρόγυνα από τη 12η τάξη, το ζεύγος Μπράμλεϊ και το ζεύγος Λακ, άνοιξαν μια σχολή κοντά στα ανατολικά σύνορα με τη Σομαλία, στην ιστορική πόλη Χαράρ, όπου δεν επιτρεπόταν παλιότερα να πάνε ξένοι και στην οποία κάνουν ακόμη τακτικές επισκέψεις οι ύαινες. Μάλιστα, οι λεγόμενοι «άνθρωποι-ύαινες» παρέχουν κάθε βράδυ ένα συναρπαστικό θέαμα καθώς ταΐζουν αυτά τα ισχυρά ζώα για να διασκεδάζουν τους θεατές.—Βλέπε Ξύπνα! 22 Απριλίου 1986.
Οι ιεραπόστολοι της Γαλαάδ Ντιν Χάουπτ και Ρέιμοντ Έγκιλσον ίδρυσαν μια παρόμοια σχολή στην Ντιρεντάουα, ένα εμπορικό κέντρο κοντά στη Χαράρ, στρατηγικά χτισμένο κοντά στη μόνη σιδηροδρομική γραμμή της Αιθιοπίας που εκτείνεται από το λιμάνι του Τζιμπουτί ως την Αντίς Αμπέμπα. Σ’ αυτή την πόλη είχε πεθάνει ο αδελφός Χατζακορτζιάν.
Η ζωή ήταν κάθε άλλο παρά άνετη. Ο αδελφός Χάουπτ εξηγεί: «Η πρώτη μας νύχτα ήταν αξέχαστη. Δεν είχαμε ακόμη έπιπλα, γι’ αυτό χρησιμοποιήσαμε ένα μπαούλο για τραπέζι και καθήσαμε πάνω στις βαλίτσες μας για να φάμε το φαγητό μας. Βάλαμε τα στρώματα στο πάτωμα επειδή τα κρεβάτια μας δεν είχαν φτάσει ακόμη. Αυτό δεν ήταν τόσο άσχημο, αλλά μόλις σβήσαμε τα φώτα, κατέβηκαν κοριοί από τους τοίχους για να δοκιμάσουν το αίμα μας! Φαίνεται ότι αυτό το μέρος του σπιτιού είχε μείνει ακατοίκητο αρκετό καιρό, και οι κοριοί λαχταρούσαν να ρουφήξουν φρέσκο αίμα! Δεν νομίζω να κλείσαμε μάτι εκείνο το βράδυ».
Ένα Μικρό Γραφείο Τμήματος
Παρά τα έντομα, ένας ιεραπόστολος εξηγεί ότι το έργο ήταν απολαυστικό εκείνον τον καιρό: «Μια μέρα περπατούσα στο δρόμο όταν συνάντησα ένα νεαρό Αιθίοπα και κοντοστάθηκα για να του μιλήσω. Μόλις έμαθε ότι ήμουν ιεραπόστολος, είπε: ‘Σε παρακαλώ κύριε, πες μου για τον Ιησού Χριστό’. Τον προσκάλεσα να έρθει στον ιεραποστολικό μας οίκο την επόμενη μέρα, και όταν ήρθε, μέσα σε δέκα λεπτά είχαμε ήδη ξεκινήσει μια μελέτη από το βιβλίο ‘Έστω ο Θεός Αληθής’. Ήρθε και την επόμενη μέρα για μελέτη, φέρνοντας μαζί του άλλον ένα νεαρό. Αυτοί οι δυο έγιναν οι πρώτοι Αιθίοπες ευαγγελιζόμενοι».
Συνεχώς επισκέπτονταν τον ιεραποστολικό οίκο άτομα ζητώντας Γραφική μελέτη, γι’ αυτό έπρεπε πάντα να βρίσκεται εκεί ένας ιεραπόστολος. Μερικοί περπατούσαν ώρες ολόκληρες για να πάνε εκεί και ήθελαν να μελετήσουν δυο με τρεις ώρες κάθε φορά. Σε λίγο ο αριθμός των ευαγγελιζομένων ανήλθε στους 83.
Το 1953 ανοίξαμε ένα μικρό γραφείο τμήματος στην Αντίς Αμπέμπα. Γράφαμε με το χέρι τη μετάφραση της ύλης των συναθροίσεων σε αιθιοπική γραφή και βγάζαμε αντίγραφα μ’ ένα χειροκίνητο πολύγραφο. Ασφαλώς αυτό βοήθησε τα πιο καινούρια άτομα να εδραιωθούν περισσότερο στην αλήθεια. Οι ντόπιοι αδελφοί έμαθαν να κάνουν έργο από σπίτι σε σπίτι, να κάνουν Γραφικές μελέτες και να διεξάγουν διδακτικές συναθροίσεις. Λόγω του ζήλου που εκδήλωσαν αυτοί οι αδελφοί, τα καλά νέα διαδόθηκαν σε 13 διαφορετικά μέρη της ενδοχώρας, και το 1954 σχεδόν 20 ευαγγελιζόμενοι έδιναν έκθεση έργου απ’ αυτά τα μέρη.
Μαθητευόμενος Ιερέας Βάζει το Χέρι του στο Αλέτρι
Ένας απ’ αυτούς που ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά στο άγγελμα της Βασιλείας ήταν κάποιος μαθητευόμενος ιερέας, ο οποίος δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά. Η πρώτη συζήτηση που έκανε μ’ έναν ιεραπόστολο έγινε με μεταφραστή. Όταν ανέκυπταν αμφιλεγόμενα σημεία, ο μαθητευόμενος ιερέας έβρισκε τα εδάφια στη δική του Αγία Γραφή, που ήταν στην αρχαία γλώσσα γκίεζ. Συγκλονίστηκε όταν είδε ότι το αγαπημένο του εδάφιο με το οποίο υποστήριζε την Τριάδα, το 1 Ιωάννου 5:7, δεν υπήρχε στη Γραφή του. Σύντομα ξεσκεπάστηκαν κι άλλες εσφαλμένες διδασκαλίες με τη βοήθεια αυτής της Γραφής.
Αυτός ερχόταν για μελέτη τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα και κάθε φορά έφερνε κι άλλους μαζί του. Όταν εγκατέλειψε την ιερατική σχολή για να πάει να μείνει μαζί μ’ ένα Μάρτυρα, ο γραμματέας της σχολής πήγε μ’ έναν αστυνομικό και άρπαξε το μαθητευόμενο ιερέα με το ζόρι. Αργότερα, όταν τον κλείδωσαν στη σχολή για τέσσερις μέρες, ο ίδιος έστειλε ένα σημείωμα στους αδελφούς λέγοντάς τους να μη στεναχωριούνται γι’ αυτόν, εφόσον εκείνος χαιρόταν που ήταν δέσμιος για χάρη του Ιεχωβά. «Μη νομίζετε ότι θα πάω με το μέρος τους», είπε. «Κανένας άνθρωπος ο οποίος έχει βάλει το χέρι του στο αλέτρι δεν κοιτάζει αυτά που άφησε πίσω του». Μετά την απελευθέρωσή του, μετακόμισε στην πρωτεύουσα, όπου παρακολουθούσε συναθροίσεις και αργότερα ήταν από τους πρώτους Αιθίοπες που βαφτίστηκαν Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Επιτέλους!—Έντυπα στην Αμχαρική
Το 1955, ύστερα από μια ειδική ομιλία και προς μεγάλη ευχαρίστηση όλων των παρόντων, κυκλοφόρησε το πρώτο έντυπο στην αμχαρική γλώσσα, το βιβλιάριο Η Οδός του Θεού Είναι Αγάπη. Λίγο αργότερα ακολούθησε κι ένα φυλλάδιο, και το επόμενο έτος ήταν διαθέσιμο στην αμχαρική το βιβλιάριο μελέτης «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας».
Το επόμενο έτος, το 1956, αποτέλεσε ορόσημο στη θεοκρατική ιστορία της Αιθιοπίας. Οι αδελφοί οργάνωσαν την προβολή της ταινίας Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει. Μοιράστηκαν διαφημιστικά της ταινίας στην αγγλική και στην αμχαρική, και μ’ αυτόν τον τρόπο διαδόθηκε ότι η ταινία θα προβαλλόταν στο μεγαλύτερο κινηματογράφο της Αιθιοπίας, στην κεντρική πλατεία της Αντίς Αμπέμπα. Οι αδελφοί κόλλησαν αφίσες σε όλα τα πολυσύχναστα μέρη της πόλης. Το αποτέλεσμα; Μεγάλα πλήθη συγκεντρώθηκαν στον κινηματογράφο. Ήρθε τόσος κόσμος που χρειάστηκε να γίνει και δεύτερη προβολή, με αποτέλεσμα να παρακολουθήσουν 1.600 άτομα την ταινία εκείνο το βράδυ. Δόθηκε δωρεάν ένα βιβλιάριο στον κάθε παρόντα. Ακολούθησαν κι άλλες προβολές της ταινίας στην Ασμάρα, στο Γκοντάρ και στο Ντέσι, τρία από τα σημαντικά αστικά κέντρα της βόρειας Αιθιοπίας. Συνολικά, 3.775 άτομα παρακολούθησαν αυτή τη διδακτική ταινία σχετικά με τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Διορίστηκαν κι άλλοι ειδικοί σκαπανείς, και ένας ντόπιος επίσκοπος περιοχής άρχισε να ενθαρρύνει τις εκκλησίες. Οι αδελφοί κήρυτταν με θάρρος, καθώς και με την υποστήριξη του αναθεωρημένου συντάγματος, το οποίο εγγυόταν την άσκηση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή της ελευθερίας θρησκευτικής έκφρασης, της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας του τύπου. Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων έφτασε ένα ανώτατο όριο 103 ατόμων.
Διωγμός! Απελαύνονται οι Ιεραπόστολοι!
Όλη αυτή η δραστηριότητα και πνευματική ευημερία προκάλεσε την οργή των κληρικών του Χριστιανικού κόσμου. Στην επαρχιακή πρωτεύουσα Ντέμπρε Μάρκος, περίπου 280 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αντίς Αμπέμπα, οι άνθρωποι ήταν ακόμη πολύ προσκολλημένοι στην Εκκλησία της Αιθιοπίας.
Όταν έφτασαν σ’ αυτό το μέρος ειδικοί σκαπανείς, ξέσπασαν αμέσως βιαιοπραγίες. Ορισμένοι ισχυροί άντρες συγκέντρωσαν έναν όχλο στην κεντρική πλατεία ο οποίος φώναζε ότι αυτοί οι νεοφερμένοι τσαλαπάτησαν την εικόνα της Μαρίας και έτρωγαν γάτες και σκυλιά! Χρειάστηκε να βοηθήσει η αστυνομία τους αδελφούς να διαφύγουν για να μην τους ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου. Ο όχλος ήταν διατεθειμένος να μπει δια της βίας στο αστυνομικό τμήμα και χρειάστηκε να συγκρατηθεί με την απειλή των όπλων. Μέσα σ’ αυτή τη φασαρία, οι δυο σκαπανείς έχασαν όλα τους τα υπάρχοντα.
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε αυτό το περιστατικό για να διακηρύξει ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούσαν κίνδυνο για την ειρήνη και την ασφάλεια του έθνους. Η κυβέρνηση έκλεισε τον ιεραποστολικό οίκο και το γραφείο τμήματος, και στις 30 Μαΐου 1957 διέταξε τους ιεραποστόλους να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μολονότι μερικοί αξιωματούχοι εξέφρασαν κατ’ ιδίαν τη συμπάθειά τους και επισήμαναν το ρόλο που έπαιξαν οι κληρικοί σ’ αυτό το ζήτημα, οι προσφυγές που έγιναν και στον ίδιο τον αυτοκράτορα αποδείχτηκαν μάταιες.
Αν και ήρθαν πολλές επιστολές διαμαρτυρίας απ’ όλο τον κόσμο, οι ιεραπόστολοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ακολούθησαν συλλήψεις και ανακρίσεις. Τώρα ήρθε μια περίοδος δοκιμασίας και κοσκινίσματος. Μερικοί φοβήθηκαν και εγκατέλειψαν την αλήθεια. Ορισμένοι έγιναν προδότες. Το έργο ειδικού σκαπανέα διακόπηκε, και αρκετοί πρώην σκαπανείς χρειάστηκε να αποκοπούν. Ωστόσο, άλλοι παρέμειναν πιστοί. Ένας αδελφός υπέφερε 42 μέρες με τα πόδια αλυσοδεμένα και κατόπιν τον ελευθέρωσαν δίνοντάς του αυστηρές προειδοποιήσεις να σταματήσει το κήρυγμα.
Έτσι το έργο άρχισε να γίνεται κάτω από την επιφάνεια. Πολύ μακριά, στη Διεθνή Συνέλευση Θείο Θέλημα του 1958, κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο στην αμχαρική, «Έστω ο Θεός Αληθής», αλλά λίγα μόνα αντίτυπα κατάφεραν τελικά να μπουν στην Αιθιοπία. Οι δοκιμασίες της πίστης και του θάρρους ενόψει της εναντίωσης έκαναν μερικούς να απομακρυνθούν, γι’ αυτό και το 1962 ο αριθμός των δραστήριων ατόμων έπεσε στους 76.
Σομαλία—Το Κέρας της Αφρικής
Όταν απελάθηκε από την Αντίς Αμπέμπα, ο ιεραπόστολος Ντιν Χάουπτ έλαβε οδηγίες από την Εταιρία να πάει στη Μογκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας. Η Μογκαντίσου είναι εμπορικό κέντρο εδώ και χίλια χρόνια. Μήπως ήταν αυτή η πόλη κάποτε μέρος της Οφείρ, απ’ όπου προμηθευόταν χρυσάφι θαυμάσιας ποιότητας ο Βασιλιάς Σολομών; Ίσως, αν και οι περισσότεροι είναι της γνώμης ότι αυτό το χρυσάφι προερχόταν από την Αραβία.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, όταν έφτασε ο αδελφός Χάουπτ το 1957, η σομαλική δεν ήταν ακόμη γραπτή γλώσσα· αντί γι’ αυτήν, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την ιταλική και την αραβική. Ο αδελφός Χάουπτ αποφάσισε να κάνει έργο πρώτα στο ευρωπαϊκό τμήμα της πόλης, προσφέροντας συνδρομές και δείχνοντας δείγματα των περιοδικών χωρίς να τα δίνει, επειδή ήταν διαθέσιμα πολύ λίγα περιοδικά. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έκανε πάνω από 90 συνδρομές σε περίπου τρεις μήνες. Τότε έληξε η βίζα του και δεν κατάφερε να την ανανεώσει. Έτσι ο αδελφός Χάουπτ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και από τότε συνεχίζει την υπηρεσία του στην Ιταλία.
Ένας Δύσκολος Διορισμός
Μετά την αναχώρηση του αδελφού Χάουπτ, η Εταιρία έκανε διευθετήσεις να στείλει τέσσερις ιεραποστόλους στη Σομαλία. Αυτοί έφτασαν το Μάρτιο του 1959, αλλά επειδή το κήρυγμα περιοριζόταν κυρίως στους ξένους, έμειναν εκεί μόνο ο Βίτο και η Φερν Φραέζε, απόφοιτοι της 12ης τάξης της Γαλαάδ.
Σύντομα, οι Καθολικοί κληρικοί άρχισαν να επισκέπτονται τα άτομα που έδειχναν ενδιαφέρον για το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ένα άτομο είπε τα εξής όταν τον επισκέφτηκε κάποιος ιερέας: «Πώς και ενδιαφερθήκατε για μένα τώρα, αφού έχω σταματήσει να έρχομαι στην εκκλησία εδώ και χρόνια; Μήπως επειδή μελετάω την Αγία Γραφή;»
Το Σεπτέμβριο του 1959 οι Φραέζε διεξήγαν 11 Γραφικές μελέτες. Πολλές από τις οικογένειες των Ιταλών που επισκέπτονταν δεν είχαν την Αγία Γραφή ούτε ήξεραν ποιος είναι ο Ιεχωβά, αν και είχαν ακούσει για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τις εφημερίδες. Γι’ αυτό και έδειχναν πολύ ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας· δεν ήταν ασυνήθιστο να κάθονται οι αδελφοί μία και πλέον ώρα σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν.
Το 1961 δυο άτομα που μελετούσαν την Αγία Γραφή άρχισαν να συμμετέχουν στο κήρυγμα. Τον επόμενο χρόνο, άλλο ένα άτομο άρχισε να συνταυτίζεται με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, κι έτσι έγιναν συνολικά τρεις οι ευαγγελιζόμενοι εκτός από τους ιεραποστόλους.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια στη Σομαλία, οι Φραέζε έλαβαν άλλο διορισμό, αφού ήταν πολύ περιορισμένες οι ευκαιρίες που είχαν να επισκεφτούν τους ντόπιους Μουσουλμάνους. Όμως, άφησαν καλή εντύπωση. Όπως έγραψε ένας παρατηρητής: «Απ’ όλες τις ομάδες των Ευρωπαίων, λαϊκών ιεραποστόλων και κληρικών, εσείς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είστε οι μόνοι που παραμείνατε ηθικοί!» Από τους τρεις ευαγγελιζομένους που έμειναν πίσω, οι δυο εγκαταστάθηκαν αργότερα σε άλλες χώρες και ο ένας σταμάτησε να κάνει έργο. Ωστόσο, οι Φραέζε ασχολούνται ακόμη με το ολοχρόνιο έργο περιοδεύοντα επισκόπου στην Ιταλία.
Τανζανία—Χαρακτηριστικό Παράδειγμα Αφρικανικής Χώρας
Νοτιοδυτικά της Σομαλίας συναντούμε την Τανγκανίκα, την τωρινή Τανζανία, μια όμορφη χώρα μεγαλύτερη από την Κένυα, με την οποία συνορεύει στα βόρεια. Είναι η χώρα της πεδιάδας Σερεγκέτι—συχνά αποκαλείται χαρακτηριστικό παράδειγμα αφρικανικής χώρας—όπου υπάρχει ένα πανόραμα από άγρια ζώα, εφόσον δύο εκατομμύρια και πλέον θηράματα περιπλανιούνται στις σαβάνες και στα δάση, καθώς και στον κρατήρα Νγκορονγκόρο, μια περιοχή 260 τετραγωνικών χιλιομέτρων που βρίθει από άγρια ζώα. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αγρότες και παράγουν σιζάλ (άγαυη), μπαχαρικό γαρίφαλο, καφέ και βαμβάκι.
Τα καλά νέα της Βασιλείας είχαν κηρυχτεί στην Τανγκανίκα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, γι’ αυτό και το 1948 υπήρχε ένας μικρός αριθμός ευαγγελιζομένων που υπηρετούσε στο νοτιοδυτικό μέρος της χώρας. Ποιοι ήταν αυτοί; Πώς γνώρισαν την αλήθεια;
Ήταν κυρίως άτομα από τη φυλή Νιακιούσα, που ζει στα οροπέδια τα οποία βρίσκονται κοντά στη βόρεια άκρη της λίμνης Μαλάουι, στη συμβολή των δυο κλάδων της Μεγάλης Ρηξιγενούς Κοιλάδας. Από εκεί πήγαιναν οι άντρες να εργαστούν στα χαλκωρυχεία της Ροδεσίας. Επειδή ήταν από τη φύση τους φιλικοί και ευδίδακτοι άνθρωποι, η εργασία αυτή έδωσε σε μερικούς την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τις αλήθειες του Λόγου του Θεού.
Ο Χοσέα Νιαμπούλα, που γεννήθηκε το 1901 κοντά στην Τουκούγιου, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της πίστης των Μοραβών Προτεσταντών. Έφτασε στο σημείο να ασκεί καθήκοντα διακόνου και δίδασκε στα κατηχητικά σχολεία πολλών χωριών. Ένας από τους μαθητές του ήταν ο Νεεμάια Καλίλε. Μια μέρα το 1930, καθώς εργαζόταν στη Βάουα ως μάγειρας για Ευρωπαίους αποίκους, ο Νεεμάια έτυχε να κάνει μια βαθιά συζήτηση γύρω από την Αγία Γραφή με κάποιον άλλο μάγειρα.
Ο Νεεμάια διαπίστωσε ότι αυτός ο άνθρωπος ήξερε καταπληκτικά πράγματα από την Αγία Γραφή. Αυτή ήταν η αλήθεια! Λίγο αργότερα διέσχισε τα σύνορα και πήγε στη Μαγουένζο για να βαφτιστεί. Φτάνοντας εκεί, εντυπωσιάστηκε βαθιά όταν είδε για πρώτη φορά τους εφτά τόμους των Γραφικών Μελετών.
Ο Νεεμάια Καλίλε ήταν γεμάτος ενθουσιασμό. Λαχταρούσε να μιλήσει στον πρώην κατηχητή του για όλα όσα ανακάλυψε. Έτσι, τον επόμενο χρόνο συνάντησε ξανά τον ηλικιωμένο φίλο του, τον Χοσέα Νιαμπούλα, και του μίλησε για την αλήθεια.
Εξήντα και πλέον χρόνια αργότερα, ο Χοσέα θυμάται εκείνη τη μέρα και λέει: «Παρέθεσα πολλά επιχειρήματα, αλλά όταν μου έδειξε τα εδάφια σχετικά με το Σάββατο, κατάλαβα ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Άρχισα χωρίς καθυστέρηση να κηρύττω και σε άλλους, περιλαμβανομένου και του Τζόουμπ Κιμπόουντε. Οι τρεις μας αρχίσαμε να κάνουμε συναθροίσεις στο σπίτι μου. Πήγα επίσης και επισκέφτηκα τους υπόλοιπους μαθητές που είχα στο κατηχητικό. Κατόπιν τους προσκάλεσα στις συναθροίσεις μας. Πολλοί απ’ αυτούς δέχτηκαν να έρθουν, μεταξύ αυτών ήταν ο Τζόρεμ Κατζούμπα και ο Όουμπεθ Μεγουαϊσαμπίλα».
Με τα Πόδια στα Οροπέδια
Αφού βαφτίστηκε και ο αδελφός Νιαμπούλα το 1932, αυτοί οι αδελφοί, χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει σκαπανέας, κήρυτταν λες και ήταν σκαπανείς. Περπάτησαν 60 χιλιόμετρα προς τη λίμνη Μαλάουι και έδωσαν μαρτυρία στην περιοχή Κιέλο, όπου ο Χοσέα Νιαμπούλα και ο Όουμπεθ Μεγουαϊσαμπίλα αντιμετώπισαν έντονη εναντίωση. Αν και δεν ήξεραν κολύμπι, ορισμένοι τους άρπαξαν και τους πέταξαν μέσα σ’ ένα ποτάμι γεμάτο κροκόδειλους. Ίσως με τη βοήθεια του Ιεχωβά, κατάφεραν να ξεφύγουν ζωντανοί. Λίγο αργότερα, έχτισαν την πρώτη τους Αίθουσα Βασιλείας κοντά στο χωριό Μπουγιέσι, σ’ ένα σημείο που το ονόμασαν Βηθλεέμ.
Στο μεταξύ, αναπτύχθηκε περισσότερο ενδιαφέρον στη Βάουα, εκεί που είχε πρωτοακούσει την αλήθεια ο Νεεμάια Καλίλε, και διάφοροι άντρες, όπως ο Σόλομον Μεγουαϊμπάκο, ο Γεσάγια Μουλάγουα και ο Γιοχάνι Μαγουαμποουνέκε, τάχθηκαν υπέρ του Ιεχωβά. Οι αδελφοί από το Μπουγιέσι έκαναν τη στοργική διευθέτηση να στέλνουν μια φορά το μήνα έναν αδελφό από τον όμιλό τους στο χωριό Εντοουλέζι, κοντά στη Βάουα, για να ενισχύει αυτά τα καινούρια άτομα. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διανύει με τα πόδια 100 χιλιόμετρα για να πηγαίνει και 100 για να γυρίζει. Μάλιστα, μερικές φορές αυτοί οι αδελφοί περπατούσαν 200 και πλέον χιλιόμετρα μέχρι την Ισόκα προκειμένου να δώσουν τις εκθέσεις τους στην εκεί εκκλησία η οποία και τις διαβίβαζε στο γραφείο τμήματος.
Σήμερα, ύστερα από έξι δεκαετίες, και στην ηλικία των 90 χρόνων, ο Χοσέα Νιαμπούλα εξακολουθεί να είναι «διάκονος» με την πραγματική σημασία της λέξης, είναι διακονικός υπηρέτης στην Εκκλησία Εντοουλέζι. Ο αδελφός Νιαμπούλα έχει την ικανοποίηση να βλέπει την πιστή του σύζυγο Λέια Ενσίλε να υπηρετεί ακλόνητα στο πλευρό του, καθώς και αρκετά εγγόνια του να συμμετέχουν στο έργο σκαπανέα.
Κι άλλοι υπηρέτησαν με ζήλο επί πολλά χρόνια. Μεταξύ αυτών ήταν ο Τζίμου Μαγουαϊκουάμπα, που υπέμεινε φυλάκιση χάρη των καλών νέων· ο Τζόελ Μαγουαντέμπο, που αργότερα υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής· ο Σέμου Μαγουακασούνα, που κήρυττε με ποδήλατο και ύμνους· ο Ανανάια Μαγουακισίσια και ο Τίμοθι Καφούκο.
Ένας άλλος αδελφός που συνέβαλε πολύ στην προώθηση της μαρτυρίας για τη Βασιλεία ήταν ο Ντέιβιντ Κιπένγκερε, ο οποίος γεννήθηκε το 1922 και γνώρισε την αλήθεια το 1935 στην Μπέια. Κήρυξε παντού και αργότερα στάλθηκε για να αρχίσει το έργο στο Νταρ ες Σαλάμ. Ήταν τακτικός σκαπανέας τα τελευταία 18 χρόνια της ζωής του, μέχρι και το θάνατό του το 1983. Αν και τον συνέλαβαν πολλές φορές, δεν υπέκυψε στην αποθάρρυνση, αλλά έλεγε: «Υπάρχει πολύ έργο στη φυλακή, και ο Ιεχωβά θέλει να το κάνω». Ο αδελφός του, ο Μπάρναμπας Μαγουακαχαμπάλα, ο οποίος γνώρισε την αλήθεια μαζί μ’ αυτόν, υπηρετεί μέχρι σήμερα ως πρεσβύτερος. Αυτοί οι αδελφοί έκαναν ό,τι μπορούσαν παρά το γεγονός ότι ήταν απομονωμένοι, δεν είχαν έντυπα στη γλώσσα τους και δεν ήξεραν να διαβάζουν πολύ καλά.
Οι αδελφοί δεν επικοινωνούσαν τακτικά με το γραφείο τμήματος στο Κέιπ Τάουν, κι έτσι οι εκθέσεις ήταν ανακριβείς. Το Βιβλίο Έτους 1943, στην αγγλική, αναφέρει ότι 158 άτομα συμμετείχαν στο έργο κηρύγματος σ’ αυτή την περιοχή, και το 1946 έδιναν εκθέσεις έργου 227 άτομα συνταυτισμένα με εφτά εκκλησίες. Τα προηγούμενα χρόνια, το έργο των Μαρτύρων από την Τανγκανίκα προφανώς περιλαμβανόταν στις εκθέσεις της Εκκλησίας Ισόκα στη Βόρεια Ροδεσία, και ορισμένες εκθέσεις μάλλον χάθηκαν. Μόνο ύστερα από αρκετά χρόνια θα μπορούσε να γίνει καλύτερη επίβλεψη του έργου της συγκομιδής στη νότια Τανγκανίκα.
Επίβλεψη από τη Βόρεια Ροδεσία
Ήταν σίγουρο ότι οι Μάρτυρες χρειάζονταν βοήθεια καθώς αντιμετώπιζαν πολλή εναντίωση από την ψεύτικη θρησκεία και, συγχρόνως, πάλευαν με προβλήματα που σχετίζονταν με την πολυγαμία, το κάπνισμα και άλλες αντιχριστιανικές συνήθειες.
Το 1948 οργανώθηκε ένα νέο γραφείο τμήματος στη Λουσάκα της Βόρειας Ροδεσίας, το οποίο επρόκειτο να επιβλέπει το έργο, όχι μόνο στη Βόρεια Ροδεσία, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Αφρικής. Αυτή ήταν μια θεόσταλτη προμήθεια, επειδή, ύστερα από μακρόχρονη διακοπή, θα γινόταν μια νέα αρχή στην Κένυα και στην Ουγκάντα. Μολονότι αυτό το γραφείο τμήματος απείχε 2.400 και πλέον χιλιόμετρα από το Ναϊρόμπι και ο δρόμος ήταν άσχημος, ήταν ωστόσο πολύ πιο κοντά από το Κέιπ Τάουν, που απείχε τη διπλάσια απόσταση.
Έτσι, το 1948 το γραφείο τμήματος της Βόρειας Ροδεσίας έστειλε τον Τόμσον Κανγκάλε για να βοηθήσει τους αδελφούς. Όταν έφτασε στην Μπέια το Μάρτιο εκείνου του έτους, υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να διδάξει και να αναπροσαρμόσει.
Ο αδελφός Κανγκάλε ήταν υπομονετικός δάσκαλος, και οι αδελφοί μας έσπευσαν να κάνουν τις απαιτούμενες αναπροσαρμογές. Πρώτα-πρώτα έμαθαν να λένε ότι είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και όχι άνθρωποι της Σκοπιάς. Είχαν ήδη μάθει και αποδεχτεί το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά δεν το πρόβαλλαν δημόσια. Σε αρμονία με τη συμβουλή του εδαφίου 1 Πέτρου 3:15, οι αδελφοί μας έμαθαν επίσης να είναι πιο διακριτικοί καθώς παρουσίαζαν το άγγελμα της Βασιλείας. Τώρα παρουσίαζαν καλά νέα, αντί να επιτίθενται ενάντια στις διδασκαλίες της ψεύτικης θρησκείας. Διαλύθηκαν επίσης ορισμένες παρανοήσεις σχετικά με το ποιος ήταν ο σωστός τρόπος για να αναφέρουν οι αδελφοί το χρόνο που δαπανούσαν στη διακονία αγρού. Επιπλέον, νοικοκύρεψαν την εμφάνιση των σπιτιών τους. Βελτίωσαν επίσης την προσωπική τους εμφάνιση· αρκετοί άντρες χρειάστηκε να ξυρίσουν την άγρια γενειάδα τους.
Στις συναθροίσεις, όλοι έμαθαν να τηρούν ένα πιο εύτακτο και αποτελεσματικό πρόγραμμα και αφαίρεσαν Βαβυλωνιακά κατάλοιπα, όπως τη χρήση θρησκευτικών καμπάνων. Στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, κατάλαβαν ότι ήταν προτιμότερο να πάψουν να ανακοινώνουν τα ονόματα εκείνων που έγραφαν καλά στις γραπτές ανασκοπήσεις. Μερικοί Μάρτυρες χρειάστηκε να πάψουν να τηρούν ορισμένα έθιμα που είχαν σχέση με την απόδοση τιμής σε νεκρούς. Άλλοι έπρεπε να απαγκιστρωθούν από τη συνήθεια του καπνίσματος. Όμως, η πιο δύσκολη προσαρμογή ήταν πιθανώς η νομική καταχώρηση του γάμου τους, ώστε αυτός να είναι έντιμος ενώπιον όλων.—Εβρ. 13:4.
Νομικές Προσπάθειες για Επίσημη Αναγνώριση
Το γραφείο τμήματος της Βόρειας Ροδεσίας προσπάθησε αρκετές φορές να πάρει έγκριση από τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση στην Τανγκανίκα για την είσοδο ιεραποστόλων στη χώρα, καθώς και επίσημη αναγνώριση του έργου κηρύγματός μας. Το 1950 απορρίφθηκε μια τέτοια αίτηση με την αιτιολογία ότι «οι συνθήκες στην Τανγκανίκα δεν ήταν ακριβώς ίδιες μ’ αυτές που επικρατούσαν σε άλλες εδαφικές περιοχές της Αφρικής». Το 1951 υποβλήθηκε άλλη μια αίτηση, όμως απορρίφθηκε ξανά. Στο μεταξύ, ένας τοπικός διοικητής προσπάθησε να επιβάλει κάποια τοπική απαγόρευση όσον αφορά το έργο κηρύγματος. Το Σεπτέμβριο του 1951 οι αδελφοί επισκέφτηκαν προσωπικά ορισμένα κυβερνητικά πρόσωπα στο Νταρ ες Σαλάμ και κατέθεσαν ένα γραπτό υπόμνημα εξηγώντας τη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά για τις θρησκευτικές οργανώσεις και τις πατριωτικές γιορτές. Αυτό δημιούργησε ορισμένες ελπίδες, ωστόσο τον επόμενο χρόνο έλαβαν άλλη μια αρνητική απάντηση. Έγιναν παρόμοιες επισκέψεις το 1956 και αργότερα, αλλά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Παρά τη δυσμενή στάση της κυβέρνησης, οι ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων δεν αντιμετώπιζαν ουσιαστικά εμπόδια στη λατρεία τους. Ειδικοί σκαπανείς και επίσκοποι περιοχής από τη Βόρεια Ροδεσία συνέχισαν ανεμπόδιστα να προσφέρουν βοήθεια.
Συνεχίζονται οι Προσπάθειες για Εκπαίδευση
Το 1952 ο Μπάστερ Μάιο Χόουλκομ, ένας Γαλααδίτης που υπηρετούσε ως επίσκοπος περιφερείας στη Βόρεια Ροδεσία, κατάφερε να πάει στην Τανγκανίκα και να υπηρετήσει μια συνέλευση περιοχής κοντά στην Τουκούγιου. Ο ίδιος είπε: «Ήμασταν κοντά στο χώρο της συνέλευσης αργά το απόγευμα και ελπίζαμε να φτάσουμε εκεί πριν νυχτώσει· τότε άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Ήταν αδύνατον να προχωρήσουμε, επειδή δεν βλέπαμε το δρόμο εξαιτίας της νεροποντής. Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και προετοιμαστήκαμε να περάσουμε τη νύχτα όπως-όπως, εφόσον δεν φαινόταν ότι επρόκειτο να κοπάσει η καταιγίδα, αντίθετα δυνάμωνε. Ωστόσο, το επόμενο πρωί η βροχή σταμάτησε, και αφού περπατήσαμε μέσα από τα νερά επί αρκετή απόσταση, φτάσαμε τελικά στο χώρο της συνέλευσης και βρήκαμε εκεί μερικούς αδελφούς. Προς μεγάλη μας έκπληξη, αυτοί παραξενεύτηκαν όταν τους είπαμε ότι ίσως δεν θα μπορούσε να γίνει η συνέλευση. Και βέβαια θα έρχονταν οι αδελφοί!
»Και πράγματι ήρθαν, μολονότι αυτό σήμαινε ότι μερικοί χρειάστηκε να περπατήσουν δυο ή και τρεις μέρες με τέτοιες καιρικές συνθήκες. Την Κυριακή το απόγευμα οι παρόντες έφτασαν τους 419, και εκείνο το πρωινό 61 άτομα συμβόλισαν την αφιέρωσή τους με το βάφτισμα στο νερό».
Οι αδελφοί ανταποκρίνονταν καλά στις συμβουλές που λάβαιναν, και οι ενδιαφερόμενοι έκαναν ριζικές αλλαγές στη ζωή τους. Για παράδειγμα, η Αγία Γραφή δεν επιτρέπει την πολυγαμία. Λέει «ας έχη έκαστος την εαυτού γυναίκα, και εκάστη ας έχη τον εαυτής άνδρα» και ότι ο Χριστιανός επίσκοπος θα πρέπει να είναι «μιας γυναικός ανήρ». (1 Κορ. 7:2· 1 Τιμ. 3:2) Έτσι, ένας φύλαρχος που είχε πολλές συζύγους κράτησε μόνο την πρώτη του σύζυγο και στη συνέχεια βαφτίστηκε. Αργότερα έγινε πρεσβύτερος εκκλησίας. Ένας άλλος που είχε δυο συζύγους έδωσε τη μικρότερη σύζυγό του στο μικρότερο αδελφό του λέγοντας ότι δεν ήθελε να πεθάνουν τρεις ψυχές από το σπιτικό του εξαιτίας της ιδιοτέλειάς του. Κι αυτός τότε μπόρεσε να βαφτιστεί.
Άλλοι Μάρτυρες εκδήλωσαν την ανιδιοτελή τους αγάπη αποκηρύσσοντας το δικαίωμα που είχαν, σύμφωνα με την παράδοση, να ζητήσουν νυφικό τίμημα όταν πάντρευαν τις κόρες τους. Αυτό το νυφικό τίμημα θα μπορούσε να είναι ανυπέρβλητα μεγάλο για μερικούς νεαρούς Μάρτυρες, ειδικά για τους σκαπανείς. Όμως, πολλοί πατέρες χαίρονταν που έβλεπαν τις κόρες τους να παντρεύονται «εν Κυρίω». (1 Κορ. 7:39) Επίσης, η αρχή της έγγαμης ζωής γινόταν πολύ πιο εύκολη για το νέο αντρόγυνο, αφού δεν υπήρχε το οικονομικό φορτίο του νυφικού τιμήματος. Αρχικά, αυτό άφηνε τους ανθρώπους έκπληκτους, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έδειχναν εκτίμηση και σεβασμό γι’ αυτή την έκφραση στοργικού ενδιαφέροντος.
Και στην Τανγκανίκα προσπάθησαν οι κληρικοί να προξενήσουν προβλήματα, αλλά δεν τα κατάφεραν. Όταν η αστυνομία συνέλαβε τον αδελφό Κανγκάλε στην Μπέια, αυτός εξήγησε ότι απλώς επισκεπτόταν τους πνευματικούς του αδελφούς. Τότε οι αστυνομικοί έγιναν συνεργατικοί και του ζήτησαν να τους δώσει το δρομολόγιο των προγραμματισμένων επισκέψεών του στις εκκλησίες, για να μπορέσουν να πληροφορήσουν τα άλλα αστυνομικά τμήματα σχετικά με την άφιξή του και να μην ανησυχούν γι’ αυτόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αδελφός Κανγκάλε κατάφερε να ταξιδεύει ελεύθερα στην Τανγκανίκα χρόνια ολόκληρα. Κι άλλοι ειδικοί σκαπανείς και περιοδεύοντες επίσκοποι από τη Βόρεια Ροδεσία και τη Νιασαλάνδη πήγαιναν μαζί του για να εποικοδομήσουν τα πρόβατα: ο Φρανκ Κανιάνγκα, ο Τζέιμς Μογουάνγκο, ο Γουόσινγκτον Μογουένια, ο Μπέρναρντ Μουσίνγκα και ο Γουίλιαμ Λαμπ Τσισένγκα, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς. Είναι ενδιαφέρον ότι ο αδελφός Τσισένγκα συνάντησε τον Νόρμπερτ Καγουάλα στην πόλη Μπέια το 1957. Αυτός διψούσε για την αλήθεια και έκανε Γραφική μελέτη δυο φορές την εβδομάδα, απέκτησε τα προσόντα για βάφτισμα και αργότερα υπηρέτησε ως μεταφραστής στο γραφείο τμήματος στο Ναϊρόμπι της Κένυα.
Προβολές Ταινίας και Επέκταση στα Βόρεια
Στο μεταξύ, από το 1956 και ύστερα, άρχισε να προβάλλεται στην Τανγκανίκα η ταινία της Εταιρίας με τίτλο Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει, και πάνω από 5.000 άτομα την παρακολούθησαν. Κι άλλη ώθηση δόθηκε το 1959 όταν άρχισαν να έρχονται Μάρτυρες από το εξωτερικό για να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας ήταν μεγαλύτερη. Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων στην Τανγκανίκα άρχισε να αυξάνει ξανά και ανήλθε στους 507 για το υπηρεσιακό έτος 1960.
Ωστόσο, η πρόοδος δεν ήταν πάντα εύκολη. Σε πολλές πόλεις υπήρχε μεγάλο ποσοστό Μουσουλμάνων, πράγμα το οποίο έθετε σε δοκιμή τις ικανότητες που είχαν στο κήρυγμα οι ευαγγελιζόμενοι. Επίσης, το θερμό και υγρό κλίμα ταλαιπωρούσε τους ξένους αδελφούς. Αυτοί, όμως, είχαν το πνεύμα που είχε και ο Ησαΐας όταν είπε: «Ιδού, εγώ, απόστειλόν με» και ευλογήθηκαν γι’ αυτό.—Ησ. 6:8.
Στις Πλαγιές του Κιλιμάντζαρο
Το 1961 η Τανγκανίκα απέκτησε την ανεξαρτησία της και το 1964 ενώθηκε με το νησί της Ζανζιβάρης και σχημάτισε την Ενωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας. Όμως, το 1961 σε μια νέα περιοχή της Τανζανίας, κοντά στις πλαγιές του επιβλητικού Κιλιμάντζαρο, άνθιζαν τα καλά νέα. Το ψηλότερο όρος της Αφρικής είναι ένα τεράστιο σβησμένο ηφαίστειο που είναι διαρκώς χιονοσκέπαστο. Οι πλαγιές του δεν είναι απότομες και έχουν αρκετές βροχές από τα ανατολικά και τα νότια. Επειδή η γη είναι εύφορη και υπάρχουν πολλές βροχοπτώσεις, οι πλαγιές προσφέρονται για καλλιέργειες, γι’ αυτό και αυτή η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη. Ένας ειδικός σκαπανέας από τη Βόρεια Ροδεσία άρχισε εδώ Γραφική μελέτη μ’ έναν όμιλο που αποτελούνταν από πέντε ενδιαφερόμενα άτομα.
Τον επόμενο χρόνο, τον Αύγουστο του 1962, έγινε μια συνέλευση περιοχής στο ξενοδοχείο Κίμπο κοντά στο Μαρανγκού, αντίκρυ στο μεγαλοπρεπές όρος. Μάρτυρες από την Κένυα υποστήριξαν αυτή τη συνέλευση και ταξίδεψαν 400 χιλιόμετρα από το Ναϊρόμπι σχηματίζοντας μια φάλαγγα αυτοκινήτων. Το βάφτισμα έλαβε χώρα μέσα σ’ ένα κρύο ορεινό ρυάκι, και για πρώτη φορά σ’ αυτό το μέρος της γης ένας Αφρικανός αδελφός βάφτισε κάποιον Ευρωπαίο, τον Χέλγιε Λινκ.
Ο Χέλγιε Λινκ ήρθε σε επαφή με την αλήθεια όταν ήταν παιδί στη Δανία, αλλά δεν προχώρησε. Ήρθε στην Τανγκανίκα για να εργαστεί σε μια φυτεία ζαχαροκάλαμου. Το 1959 επισκέφτηκε την ανατολική Αφρική ο σαρκικός του αδελφός από τον Καναδά και αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του για την αλήθεια. Όταν το 1961 φυλακίστηκε ένας ειδικός σκαπανέας επειδή κήρυττε, ο Χέλγιε κανόνισε την αποφυλάκισή του. Αφού βαφτίστηκε ο Χέλγιε σ’ αυτή την όμορφη τοποθεσία στην οποία διεξάχθηκε η συνέλευση περιοχής του Κίμπο, ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα και αργότερα απελάθηκε από τη χώρα επειδή κήρυττε.
Ας αφήσουμε για λίγο τη στεριά για να πάμε στο νησί με τα γαρίφαλα, τη Ζανζιβάρη, το μεγαλύτερο κοραλλιογενές νησί που βρίσκεται κοντά στις ακτές της Αφρικής.
Ζανζιβάρη—Το Νησί με τα Γαρίφαλα
Μόλις 40 χιλιόμετρα από τη στεριά, η Ζανζιβάρη αποτέλεσε την αφετηρία διαφόρων εκστρατειών που έγιναν προς την ενδοχώρα της Αφρικής τόσο από Άραβες όσο και από Ευρωπαίους. Ο πληθυσμός της αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Μουσουλμάνους και από άτομα αραβοαφρικανικής καταγωγής. Εδώ μιλιέται η σουαχίλι, η γλώσσα την οποία εξάπλωσε το δουλεμπόριο ως τα σύνορα της Ανγκόλας στη δυτική Αφρική. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η Ζανζιβάρη ήταν ένα από τα κύρια κέντρα δουλεμπορίου.
Το 1932 δυο σκαπανείς από τη νότια Αφρική έκαναν μια σύντομη επίσκεψη σ’ αυτό το νησί που παράγει μπαχαρικό γαρίφαλο. Είκοσι εννιά χρόνια αργότερα, το 1961, ο Ρόστον και η Τζόουν Μακ Φι, δυο νεοβαφτισμένοι ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων, έφυγαν από την Κένυα και εγκαταστάθηκαν στο νησί. Άρχισαν αμέσως το έργο και διέθεσαν πολλά Βιβλικά έντυπα. Σύντομα άρχισαν δυο Γραφικές μελέτες. Η εκκλησία στο κοντινό Νταρ ες Σαλάμ διευθέτησε να γίνεται ένα σαββατοκύριακο κάθε μήνα μια επίσκεψη στη Ζανζιβάρη για αμοιβαία ενθάρρυνση.
Οι Μακ Φι επέστρεψαν στην Κένυα και λίγο αργότερα ήρθε στη Ζανζιβάρη μια άλλη οικογένεια Χριστιανών, το ζεύγος Μπερκ, από την Αμερική. Αυτοί φρόντισαν πολύ καλά για τους ενδιαφερομένους που υπήρχαν ήδη και μάλιστα τους αύξησαν με το να αρχίσουν δικές τους μελέτες. Ξαφνικά, στο τέλος του 1963 ξέσπασε μια επανάσταση στο νησί και η οικογένεια Μπερκ αναγκάστηκε να φύγει, αφήνοντας πίσω της το μεγαλύτερο μέρος των υπαρχόντων της.
Ύστερα από την αναχώρηση των Μπερκ, τα συμφέροντα της Βασιλείας σύντομα έσβησαν στο νησί. Αλλά το 1986 έγινε μια νέα αρχή όταν μερικοί ενδιαφερόμενοι πήγαν και εγκαταστάθηκαν στη Ζανζιβάρη. Σύντομα δημιουργήθηκε ένας μικρός όμιλος ευαγγελιζομένων. Ένας ενδιαφερόμενος με εξαιρετικό ζήλο χρησιμοποιούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του για να διεξάγει Γραφικές μελέτες με 30 σχεδόν άτομα. Μεγάλο κατόρθωμα, αν σκεφτεί κανείς ότι είχε και την κοσμική του εργασία! Την ώρα των συναθροίσεων εμφανίζονταν μέχρι και 45 άτομα. Τι έκπληξη ήταν να δούμε πέντε απ’ αυτούς έτοιμους για βάφτισμα το Δεκέμβριο του 1987 στη συνέλευση περιφερείας στο Νταρ ες Σαλάμ! Τώρα είχε τεθεί το θεμέλιο για μια εκκλησία σ’ αυτό το ιστορικό νησί.
Ας αφήσουμε το νησί με τα γαρίφαλα και ας επιστρέψουμε στην αφρικανική ήπειρο.
Χαρές και Προβλήματα
Στα 30 χρόνια που κήρυτταν οι αδελφοί μας στην Τανγκανίκα, λίγα ήταν τα προβλήματα που είχαν με τις αρχές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αστυνομικοί έδειχναν σεβασμό και ήταν συνεργατικοί, μάλιστα μερικές φορές πρόσφεραν και ηχητικά μηχανήματα για τις συνελεύσεις μας. Το Μάιο του 1963, όταν ο Μίλτον Τζ. Χένσελ, από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλιν, επισκέφτηκε το Νταρ ες Σαλάμ, διευθετήθηκε να γίνει μια συνέλευση στην αίθουσα Καρίμτζι, την ομορφότερη αίθουσα της χώρας. Παρευρέθηκαν 274 άτομα, περιλαμβανομένου και του δημάρχου της πρωτεύουσας, και βαφτίστηκαν 16 άτομα. Μόλις είχε ιδρυθεί ένα γραφείο τμήματος στη γειτονική Κένυα και έτσι μπορούσε να δοθεί καλύτερη προσοχή στα συμφέροντα της Βασιλείας στην Τανγκανίκα, την τωρινή Τανζανία.
Έγιναν διευθετήσεις να εκδίδεται Η Σκοπιά στη σουαχίλι. Το πρώτο τεύχος εκδόθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1963. Τον ίδιο χρόνο, μια σειρά μαθημάτων της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας έδωσε την απαιτούμενη κατεύθυνση και οδηγίες που χρειάζονταν οι επίσκοποι των 25 εκκλησιών της Τανζανίας. Το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1964 έγιναν συνελεύσεις περιφερείας, και ο συνολικός ανώτατος αριθμός των παρόντων ήταν 1.033 άτομα.
Υπήρχαν, όμως, και προβλήματα. Δεν είχε χορηγηθεί μέχρι στιγμής άδεια εισόδου για ιεραποστόλους των Μαρτύρων του Ιεχωβά και είχαν απορριφθεί όλες οι αιτήσεις για την απόκτηση νομικής αναγνώρισης.
Στροφή Προς το Χειρότερο
Ενώ η κατάσταση παρέμεινε ήρεμη για το μεγαλύτερο μέρος του 1963 και του 1964, ακούστηκε ότι στάλθηκε μια επιστολή σε όλες τις αστυνομικές αρχές πληροφορώντας τες ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν τεθεί υπό απαγόρευση και έπρεπε να συλληφθούν. Ένα ακόμη πλήγμα ήρθε στις 25 Ιανουαρίου 1965. Μια ανακοίνωση στον τύπο δήλωνε ότι η Εταιρία Σκοπιά ήταν παράνομη. Όμως υπήρχαν αμφιβολίες σχετικά με το αν αυτή η ανακοίνωση ήταν επίσημη. Κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις διευθετήθηκε να γίνει μια συνέλευση περιοχής στην Τάνγκα στις 2-4 Απριλίου 1965.
Οι αδελφοί νοίκιασαν μια αίθουσα, έκαναν διευθετήσεις για καταλύματα και πολλοί Μάρτυρες ήρθαν με τρένο από τις φυτείες σιζάλ. Καθ’ οδόν κήρυτταν σε διάφορους συνεπιβάτες τους, ένας από τους οποίους ήταν αστυνομικός. Μόλις έφτασαν, εκείνος κανόνισε να συλλάβουν όλους τους Μάρτυρες και να τους πάνε στο αστυνομικό τμήμα, αλλά τους άφησαν ελεύθερους σύντομα.
Στις 3 Απριλίου, τη δεύτερη μέρα της συνέλευσης, μια ανακοίνωση που έγινε στο ραδιόφωνο ανέφερε ότι η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά και όλων των συναφών νομικών σωματείων. Εντούτοις, η συνέλευση ολοκληρώθηκε χωρίς να σημειωθεί κάποιο επεισόδιο. Δεν εμφανίστηκε καμιά ανακοίνωση όσον αφορά την απαγόρευση στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης. Ήρθαν ειδήσεις από τη γειτονική Μαλάουι (πρώην Νιασαλάνδη) και τη Ζάμπια (πρώην Βόρεια Ροδεσία) που έλεγαν ότι η απαγόρευση είχε ανακοινωθεί και κατόπιν είχε αρθεί. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερ. Τελικά όμως συνέβη το αναπόφευκτο. Στις 11 Ιουνίου 1965, η εφημερίδα της κυβέρνησης έγραψε ότι η Εταιρία Σκοπιά και όλα τα συναφή νομικά σωματεία είχαν κηρυχτεί παράνομα.
Τώρα η αστυνομία έδειχνε μεγαλύτερη επαγρύπνηση και οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι αδελφοί προκειμένου να γίνει μια συνέλευση περιοχής στο νότιο τμήμα της χώρας απέτυχαν. Επακολούθησαν μερικές συλλήψεις εδώ κι εκεί. Κατά καιρούς, οι αρχές έκαναν κατασχέσεις εντύπων, αλλά μερικές φορές τα επέστρεφαν. Οι αδελφοί αποφάσισαν ότι ήταν πιο σοφό να συναθροίζονται σε μικρούς ομίλους. Σε ορισμένα μέρη όπου οι ιεραπόστολοι των θρησκειών του Χριστιανικού κόσμου παρακινούσαν την αστυνομία, η κατάσταση ήταν πιο τεταμένη.
Μακροχρόνιες Παρανοήσεις
Λίγο πριν επιβληθεί η απαγόρευση, ο Γουίλιαμ Νίσμπετ από την Κένυα κατέβαλλε σκληρές προσπάθειες επί οχτώ εβδομάδες για να συναντηθεί με διάφορους αξιωματούχους στο Νταρ ες Σαλάμ προκειμένου να αποκτήσουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά νομική αναγνώριση. Του δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει στο γραμματέα του υπουργού εσωτερικών. Ήταν φανερό ότι οι ιεραποστολές του Χριστιανικού κόσμου είχαν κάνει μια εκστρατεία παραπληροφόρησης, και γι’ αυτό οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν συνδέσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά με ορισμένες ριζοσπαστικές θρησκείες που ήταν απαγορευμένες στη Ζάμπια και στη Μαλάουι.
Αυτός ο φόβος που ένιωθαν οι αξιωματούχοι για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν εντελώς αδικαιολόγητος. Οι αξιωματούχοι μπέρδευαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά με τις ομάδες ιθαγενών που ονομάζονταν «Σκοπιά», ή αλλιώς Κιταγουάλα, οι οποίες δεν είχαν καμιά σχέση με τους Μάρτυρες.d Τα μέλη αυτών των αιρέσεων διέπρατταν μοιχεία, ασχολούνταν με μαγεία και συχνά επαναστατούσαν εναντίον των υπαρχόντων κυβερνήσεων. Έκαναν επίσης κακή χρήση του θεϊκού ονόματος και μερικών εντύπων μας. Αυτούς έπρεπε να φοβούνται, όχι τους ειρηνόφιλους αληθινούς Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η επίσκεψη του αδελφού Νίσμπετ και διάφορα έγγραφα που ετοίμασε η Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά και τα οποία περιείχαν στοιχεία γι’ αυτό το θέμα ξεκαθάρισαν αυτές τις παρανοήσεις σε μερικούς αξιωματούχους.
Πριν φύγει ο αδελφός Νίσμπετ από το Νταρ ες Σαλάμ, υπέβαλε αίτηση για την καταχώρηση του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής. Πόση έκπληξη ένιωσε όταν έλαβε ένα τηλεγράφημα από τους αδελφούς στο Νταρ ες Σαλάμ, έξι μήνες μετά την επίσημη απαγόρευση, το οποίο έλεγε ότι ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής είχε καταχωρηθεί στις 6 Ιανουαρίου 1966, σύμφωνα με τον Κανονισμό Περί Εταιριών. Όμως, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Εταιρία Σκοπιά παρέμεναν υπό απαγόρευση. Στις 24 Νοεμβρίου 1966 μια κυβερνητική ανακοίνωση δήλωνε ότι διαλύθηκε ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής επειδή οι εκκλησίες του δεν είχαν καταχωρηθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό Περί Συλλόγων.
Οι αδελφοί από τη Ζάμπια και τη Μαλάουι, που είχαν έρθει για να βοηθήσουν στην Τανζανία, έπρεπε τώρα να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η απουσία τους έγινε πολύ αισθητή, όμως η αληθινή λατρεία κάθε άλλο παρά είχε σβήσει στην Τανζανία. Το 1966 ο αριθμός των παρόντων στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού ήταν 1.720 άτομα, και 836 άτομα ήταν ενεργοί κήρυκες της Βασιλείας.
Οι Σεϋχέλλες—Τα «Παραδεισένια Νησιά»
«Πέρα για πέρα μοναδικές» είναι το σλόγκαν που χρησιμοποιείται για να διαφημιστούν οι Σεϋχέλλες, οι οποίες απέχουν περίπου 1.600 χιλιόμετρα από την ακτή της ανατολικής Αφρικής και φιλοξενούν γιγάντιες χελώνες, τόσο μεγάλες που μπορεί να ανέβει πάνω τους ένας άνθρωπος. Περίπου 100 νησιά αποτελούν τις Σεϋχέλλες, και αυτά εκτείνονται μέχρι τη θαλάσσια περιοχή της Μαδαγασκάρης. Μερικά απ’ αυτά τα νησιά είναι γρανιτοειδή, σαν το κύριο νησί Μαέ, και άλλα είναι κοραλλιογενή. Σ’ αυτά βρίσκει κανείς όσα κάνουν τα τροπικά νησιά ελκυστικά: βουνά, γραφικούς βράχους, ολόλευκες αμμουδιές, καταγάλανα νερά, πανέμορφες βραχονησίδες, οργιώδη βλάστηση, εξωτικά πουλιά που πετάνε στον ευωδιαστό αέρα· όλα αυτά χωρίς να υπάρχουν οι τροπικές ασθένειες.
Οι άνθρωποι—το 90 τοις εκατό των οποίων ζουν στο νησί Μαέ—μιλάνε μια γαλλική διάλεκτο που ονομάζεται κρεολική. Κατάγονται κυρίως από Άγγλους, Αφρικανούς και Γάλλους αποίκους, Ινδούς και Κινέζους.
Το 1961 πήγε εκεί από την ανατολική Αφρική κάποιος που ενδιαφερόταν για τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής όπως τις εξηγούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τον επόμενο χρόνο πήγαν εκεί μερικοί Μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και τέσσερα μέλη της οικογένειας Μακ Λάκι από τη Νότια Ροδεσία, και άρχισαν την ανεπίσημη μαρτυρία. Ωστόσο, οι δημόσιες Βιβλικές ομιλίες απαγορεύονταν εξαιτίας της έντονης Ρωμαιοκαθολικής επιρροής. Αλλά, στην πρώτη οργανωμένη συνάθροιση που έγινε τον Απρίλιο του 1962 υπήρχαν 12 παρόντες, και εκείνη την εποχή συμμετείχαν 8 άτομα στη διακονία αγρού.
Η Εναντίωση Γίνεται Μπούμερανγκ
Όμως, σύντομα επαναλήφθηκε η γνωστή ιστορία: διωγμός από μέρους των εκκλησιών του Χριστιανικού κόσμου. Η Υπηρεσία Μετανάστευσης διέταξε την οικογένεια Μακ Λάκι να φύγει μέχρι τις 25 Ιουλίου 1962. Η αστυνομία είπε σ’ έναν άλλον ξένο αδελφό να μην κηρύττει και ότι δεν θα του ανανέωναν την τουριστική βίζα του. Διάφοροι Καθολικοί ιερείς έκαναν κηρύγματα και έγραφαν μακροσκελή άρθρα στις τοπικές εφημερίδες προειδοποιώντας το λαό εναντίον των Μαρτύρων.
Όλα αυτά έγιναν μπούμερανγκ. Πολλοί άνθρωποι δεν είχαν ακούσει ως τότε για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ωστόσο, τώρα που τους κίνησαν την περιέργεια, αυτοί άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις. Η προέλαση της Βιβλικής αλήθειας ήταν αδύνατον να αναχαιτιστεί στις Σεϋχέλλες! Στις 15 Ιουλίου 1962, μια εβδομάδα πριν φύγει η οικογένεια Μακ Λάκι, βαφτίστηκαν οι πρώτοι ντόπιοι, το ζεύγος Νόρμαν και Λίζα Γκάρντνερ. Η οικογένεια που έφευγε το θεώρησε αυτό θαυμάσια ανταμοιβή για τα χρήματα που διέθεσαν και τους κόπους που κατέβαλαν προκειμένου να αρχίσουν το έργο σ’ αυτά τα μακρινά νησιά.
Ύστερα από πέντε μήνες, δυο συνταξιούχοι Μάρτυρες από τη Νότια Αφρική πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο Μαέ για να βοηθήσουν στο έργο κηρύγματος. Αφού πέρασε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, έβαλαν μια διαφήμιση στην τοπική εφημερίδα προσκαλώντας όσους ενδιαφέρονταν να μελετήσουν την Αγία Γραφή να έρθουν σε επαφή μαζί τους. Την αμέσως επόμενη μέρα, έλαβαν μια επιστολή που ακύρωνε τη βίζα τους. Ωστόσο, στους τέσσερις μήνες που έμειναν στις Σεϋχέλλες διέθεσαν πολλά Βιβλικά έντυπα και έδωσαν θαυμάσια μαρτυρία. Τώρα, όμως, δεν υπήρχε κανένας Μάρτυρας στα νησιά, εφόσον είχαν φύγει και οι Γκάρντνερ.
Λίγους μόνο μήνες αργότερα, το έργο άρχισε ξανά όταν επέστρεψαν οι Γκάρντνερ ύστερα από μια σύντομη μετάθεση λόγω εργασίας στο Χαρτούμ του Σουδάν. Κατά τη διάρκεια της απουσίας τους, είχαν απολαύσει θαυμάσια συναναστροφή με πιστούς αδελφούς στο Σουδάν, καθώς και στην Κένυα και στη Νότια Ροδεσία. Εγκαταστάθηκαν στο νησί Σερφ, περίπου μισή ώρα με πλοίο από το Μαέ. Επειδή υπήρχαν μόνο καμιά δεκαριά οικογένειες στο νησί, αυτή η απομόνωση δεν ωφελούσε το έργο μαρτυρίας που έκαναν. Κι όμως, επειδή ήταν οι μοναδικοί ευαγγελιζόμενοι στις Σεϋχέλλες, κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες και διέθεταν κατά μέσο όρο 30 ώρες το μήνα στη διακονία αγρού.
Το 1965 οργανώθηκαν οι πρώτες επισκέψεις επισκόπων περιοχής. Κι άλλα καλά πράγματα συνέβησαν εκείνο το έτος. Εβδομήντα πέντε άτομα παρακολούθησαν την προβολή μιας Βιβλικής ταινίας. Τρεις ενδιαφερόμενοι ενώθηκαν με τους Γκάρντνερ στο έργο κηρύγματος και βαφτίστηκαν εκείνο το έτος. Έγιναν κατάλληλες διευθετήσεις για τη διεξαγωγή τακτικών συναθροίσεων.
Παρά την ισχυρή αγάπη που έτρεφαν οι Γκάρντνερ για το νησί Σερφ, η αγάπη τους για το συνάνθρωπό τους ήταν ισχυρότερη, γι’ αυτό και το 1966 μετακόμισαν στο κύριο νησί Μαέ με σκοπό να δημιουργήσουν ένα κέντρο για την προώθηση της αληθινής λατρείας. Έχτισαν μια Αίθουσα Βασιλείας δίπλα στο σπίτι τους, πράγμα το οποίο άνοιξε το δρόμο για περαιτέρω επέκταση.
Ο Στίβεν Χάρντι και η σύζυγός του Μπάρμπαρα, Άγγλοι ιεραπόστολοι που υπηρετούσαν στην Ουγκάντα, έκαναν επανειλημμένες επισκέψεις περιοχής στις Σεϋχέλλες. Σε μια επίσκεψη που έγινε στις 6 Δεκεμβρίου 1968 υπήρχαν 6 ενεργοί ευαγγελιζόμενοι και ήταν παρόντα 23 άτομα για την αφιέρωση της νέας Αίθουσας Βασιλείας.
Το 1969 οι αδελφοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν νομική υπόσταση για το έργο και να ζητήσουν άδεια για την είσοδο ιεραποστόλων στη χώρα. Και οι δυο αιτήσεις απορρίφθηκαν. Χωρίς καμιά αιτιολογία.
Η αύξηση ήταν αργή, επειδή μερικοί νέοι έφευγαν ως μετανάστες για να βρουν δουλειά και πολλοί άλλοι δίσταζαν εξαιτίας του φόβου των ανθρώπων, φόβος πολύ συνηθισμένος σε τόπους με σχετικά μικρό πληθυσμό. Επίσης, ο αναλφαβητισμός, το γενικό πνεύμα της ανέμελης αδιαφορίας και η διαδεδομένη ανηθικότητα ήταν μεγάλα εμπόδια για πολλούς. Άλλοι όμως—λόγου χάρη ένας κυβερνητικός υπάλληλος με πολυμελή οικογένεια που επιδίωκε να κάνει Γραφική μελέτη κάθε μέρα την ώρα του διαλείμματος για το μεσημεριανό φαγητό—προόδευσαν γρήγορα. Έτσι, το 1971, παρευρέθηκαν 40 άτομα στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού και 11 άτομα συμμετείχαν στη διακονία αγρού. Το άγγελμα του ερχόμενου επίγειου Παραδείσου εξακολουθούσε να αντηχεί στις όμορφες Σεϋχέλλες.
Μπουρούντι—Τα Πρώτα Χρόνια
Πριν υπηρετήσουν στην Ουγκάντα και επισκεφτούν τις Σεϋχέλλες, το ζεύγος Χάρντι ήταν διορισμένο στην όμορφη χώρα του Μπουρούντι, μια μικρή και γραφική χώρα με χιλιάδες λόφους, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην Τανζανία και το Ζαΐρ. Είναι μια πολύ πυκνοκατοικημένη χώρα με εργατικούς αγρότες, οι περισσότεροι από τους οποίους καλλιεργούν μπανανιές σε αναβαθμίδες που έχουν φτιάξει πάνω στις λοφοπλαγιές.
Στη διάρκεια της βελγικής αποικιακής διακυβέρνησης, η Εταιρία Σκοπιά υπέβαλε αίτηση για να σταλθούν ιεραπόστολοι στην Ουσουμπούρα, την τωρινή Μπουζουμπούρα, πρωτεύουσα του Μπουρούντι, αλλά η αίτηση απορρίφθηκε. Όμως, όταν το Μπουρούντι απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1962, άλλαξε το πολιτικό κλίμα, και τον Οκτώβριο του 1963 δυο ειδικοί σκαπανείς από τη Βόρεια Ροδεσία κατάφεραν να εξασφαλίσουν μια τρίμηνη βίζα, η οποία ανανεώθηκε χωρίς δυσκολίες. Τρεις μόνο μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1964, έφτασαν τέσσερις απόφοιτοι της Γαλαάδ με βίζες απεριόριστης διάρκειας.
Θρησκευτική Πίεση
Ευθύς εξαρχής, οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στα καλά νέα της Βασιλείας. Όταν έφτασαν οι ιεραπόστολοι στο Μπουρούντι, οι ειδικοί σκαπανείς διεξήγαν ήδη αρκετές Γραφικές μελέτες, και εννιά ευαγγελιζόμενοι κήρυτταν τα καλά νέα. Όμως, τον επόμενο μήνα λέχτηκε στους ιεραποστόλους ότι έπρεπε να καταχωρήσουν την οργάνωσή τους προκειμένου να τους χορηγηθούν άδειες εργασίας.
Οι αδελφοί ήταν σίγουροι ότι θα γινόταν η καταχώρηση. Ωστόσο, στις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο υπεύθυνος στην υπηρεσία μετανάστευσης, καθώς και άλλοι αξιωματούχοι δεν έδειξαν καθόλου συνεργατικό πνεύμα. Παρασκηνιακά, αυτοί οι αξιωματούχοι δέχονταν θρησκευτική πίεση. Έτσι, στις αρχές Μαΐου έδωσαν στους ιεραποστόλους προθεσμία 10 ημερών για να εγκαταλείψουν τη χώρα. Φανταστείτε την απογοήτευσή τους, αφού αναγκάζονταν να αφήσουν πίσω τους 70 άτομα με τα οποία μελετούσαν την Αγία Γραφή!
Μέχρι το τέλος Μαΐου έπρεπε να φύγουν και οι ειδικοί σκαπανείς. Έτσι έμεινε ένας Τανζανός αδελφός ο οποίος έπρεπε να κάνει ένα αρκετά μεγάλο έργο—έπρεπε να αναλάβει τη φροντίδα 30 περίπου ατόμων που μελετούσαν την Αγία Γραφή. Παρά το γεγονός ότι έφυγαν οι σκαπανείς και οι ιεραπόστολοι, οι ντόπιοι ευαγγελιζόμενοι συνέχισαν το κήρυγμα. Το 1967 ανέφεραν ένα ανώτατο όριο 17 ευαγγελιζομένων, και 32 άτομα παρευρέθηκαν στην Ανάμνηση. Δυστυχώς, τον επόμενο χρόνο ανέκυψαν δυσκολίες επειδή μερικοί αδελφοί δεν αποδέχονταν τους διορισμένους επισκόπους. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, οι ευαγγελιζόμενοι μειώθηκαν στη διάρκεια αυτού του υπηρεσιακού έτους και έμειναν συνολικά 8 άτομα. Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε με πνευματικές συμβουλές, επειδή έτσι μόνο μπορούσε να θεραπευτεί. Τελικά οι αδελφοί τακτοποίησαν τα προβλήματά τους. Ως αποτέλεσμα, το 1969 συμμετείχαν 25 άτομα στη διακονία αγρού και παρευρέθηκαν 58 άτομα στην Ανάμνηση.
Καινούρια Άτομα Υπομένουν Βασανιστήρια
Η επιμέλεια αυτών των Μαρτύρων εξαγρίωνε τους κληρικούς, οι οποίοι ασκούσαν πίεση στην κυβέρνηση. Τον Αύγουστο του 1969 συνέλαβαν εφτά Μάρτυρες και τους βασάνισαν υποχρεώνοντάς τους να σταθούν όρθιοι δυο μέρες μέσα σε νερό που έφτανε ως τη μέση τους. Όμως, σαν τους πρώτους αποστόλους αυτοί δεν πτοήθηκαν. Δυο μήνες αργότερα βαφτίστηκαν εννιά καινούρια άτομα. Ύστερα απ’ αυτό, οι αρμόδιοι ζήτησαν δυο φορές από τους αδελφούς να καταχωρήσουν τη θρησκεία τους, αλλά και τις δυο φορές η αίτησή τους απορρίφθηκε. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκαν νέα ανώτατα όρια 46, 56, 69, 70 και 98 ευαγγελιζομένων, και σχηματίστηκε επίσης μια εκκλησία στην Μπουζουμπούρα το 1969.
Το 1972 ξέσπασαν σοβαρές εχθροπραξίες ανάμεσα στις φυλές Τούσι και Χούτου. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν 100.000 και πλέον Χούτου σ’ αυτές τις συμπλοκές, περιλαμβανομένων και τεσσάρων τουλάχιστον Μαρτύρων. Άλλοι Μάρτυρες φυλακίστηκαν, μερικοί μάλιστα για οχτώ μήνες. Παρά τις αναταραχές, οι αδελφοί συμμετείχαν με ζήλο στην υπηρεσία αγρού και ο κάθε ευαγγελιζόμενος είχε κατά μέσο όρο 17 ώρες το μήνα.
Ύστερα από δέκα χρόνια ανάπτυξης, υπήρχε ακόμη το συνεχιζόμενο πρόβλημα της σωστής θεοκρατικής επίβλεψης. Μολονότι οι περισσότεροι αδελφοί ήταν ακλόνητοι, σε άλλα ζητήματα έδειχναν πνευματική ανωριμότητα, δηλαδή δεν είχαν βάθος και διάκριση. Από διάφορες κοντινές περιοχές ερχόταν ένα ισχυρό κύμα επιρροής των Κιταγουάλα, των οπαδών του ψεύτικου «κινήματος της Σκοπιάς», και αυτό επηρέασε μερικούς. Δεν ήταν παράξενο που υπήρχαν αυτά τα προβλήματα, εφόσον στους αδελφούς δεν είχε γίνει μέχρι τότε επίσκεψη επισκόπου ζώνης, δεν είχαν δει τις ταινίες της Εταιρίας ούτε είχαν την ειδική σειρά μαθημάτων για τους επισκόπους εκκλησίας, συνελεύσεις ή κάποια έντυπα στη δική τους γλώσσα. Γι’ αυτό και το 1976 η επίβλεψη της χώρας ανατέθηκε στο τμήμα του Ζαΐρ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αδελφοί που μιλούσαν γαλλικά και σουαχίλι μπορούσαν να δώσουν την απαιτούμενη βοήθεια στους Μάρτυρες του Μπουρούντι.
Είναι ενδιαφέρον ότι, τότε που γίνονταν αυτές οι φυλετικές σφαγές, ο έκπτωτος ηγέτης του Μπουρούντι έλαβε πλήρη μαρτυρία πριν πεθάνει στην εξορία. Ένας επισκέπτης ιεραπόστολος τον συνάντησε στη Μογκαντίσου της Σομαλίας. Ακολούθησαν εκτεταμένες συζητήσεις με πολλές ερωτήσεις και αυτός ο τέως ηγέτης εντυπωσιάστηκε βαθιά. Αργότερα μόνο έμαθε ο ιεραπόστολος σε ποιον είχε δώσει μαρτυρία.
Χρυσή Εποχή για τους Ιεραποστόλους στην Ουγκάντα
Η απέλαση των ιεραποστόλων από το Μπουρούντι ωφέλησε την Ουγκάντα, όπου το 1964 υπήρχε ένας σταθερός πυρήνας ενεργών ευαγγελιζομένων. Τελικά, ύστερα από 30 χρόνια προσπαθειών, όταν ήρθε το πρώτο αντρόγυνο των ιεραποστόλων, ήρθαν και ώριμοι αδελφοί και αδελφές για να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Αργότερα θα έρχονταν κι άλλοι ιεραπόστολοι.
Αφού ιδρύθηκε ο πρώτος ιεραποστολικός οίκος στην Καμπάλα, άνοιξε κι ένας δεύτερος στη βιομηχανική πόλη Τζίντζα, απ’ όπου περνάει ο ποταμός Νείλος εκρέοντας βόρεια της λίμνης Βικτόρια. Η πρόοδος ήταν γοργή· σύντομα σχηματίστηκε μια εκκλησία.
Στο μεταξύ, το άγγελμα της Βασιλείας είχε φτάσει στις μικρότερες επαρχιακές πόλεις όλης της Ουγκάντας, και το 1967 υπήρχαν 53 ευαγγελιζόμενοι. Τον επόμενο χρόνο άνοιξε άλλος ένας ιεραποστολικός οίκος στην Μπάλε, μια αναπτυσσόμενη πόλη στη δυτική πλευρά του όρους Έλγκον, κοντά στα σύνορα με την Κένυα. Το 1969 υπήρχαν 75 ευαγγελιζόμενοι, τον επόμενο χρόνο ανήλθαν στους 97 και το 1971 έφτασαν τους 128.
Το έργο είχε αναγνωριστεί επίσημα από τις 12 Αυγούστου 1965. Το 1972 η κατάσταση φαινόταν πολύ ενθαρρυντική. Οι αδελφοί σημείωσαν ένα νέο ανώτατο όριο 162 ευαγγελιζομένων, και μόλις είχε επιτραπεί η είσοδος πέντε καινούριων ιεραποστόλων στη χώρα. Γίνονταν προετοιμασίες για τη μεγαλύτερη συνέλευση που θα διεξήγαν ποτέ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ουγκάντα στο στάδιο Λουγκόγκο της Καμπάλα. Ήρθαν Μάρτυρες από τη γειτονική Κένυα και την Τανζανία, ακόμη κι από τη μακρινή Αιθιοπία. Εξήντα πέντε Αιθίοπες αδελφοί ταξίδεψαν με πούλμαν, μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς ταξίδεψαν μέχρι και 3.200 χιλιόμετρα επί δυο εβδομάδες.
Αναταραχές στην Ουγκάντα
Οι επισκέπτες που πήγαιναν στην Ουγκάντα έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν ουρές ολόκληρες από ξένους δασκάλους καθώς και οικογένειες Ασιατών να φεύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, εγκαταλείποντας τη χώρα όπως-όπως. Η πολιτική σκηνή είχε αλλάξει εξαιτίας ενός πραξικοπήματος, και οι άνθρωποι φοβούνταν για το μέλλον τους. Απ’ ό,τι φαινόταν όλοι, εκτός από τους Μάρτυρες, ήθελαν να φύγουν. Η κατάσταση ήταν τεταμένη. Ωστόσο, μέσα σε όλες αυτές τις αναταραχές, ένα πανό 18 μέτρων ανέμιζε στον κεντρικό δρόμο της Καμπάλα και ανακοίνωνε με τόλμη το θέμα της δημόσιας ομιλίας που θα εκφωνούνταν στη συνέλευση. Οι αδελφοί ήταν ευγνώμονες για το γεγονός ότι η Συνέλευση Περιφερείας «Θεία Κυριαρχία» διεξάχθηκε με επιτυχία, και στη δημόσια ομιλία παρευρέθηκε ένα ανώτατο όριο 937 ατόμων. Οι παλιότεροι αδελφοί απ’ όλη την ανατολική Αφρική έχουν ακόμη πολλές γλυκιές αναμνήσεις απ’ αυτή τη συνέλευση της Καμπάλα.
Μολονότι υπήρχε πολύ ενδιαφέρον για τις Βιβλικές αλήθειες και οι αδελφοί διέθεταν μεγάλες ποσότητες εντύπων, προμηνυόταν θύελλα. Απορρίφθηκε η αίτηση ανανέωσης των αδειών εργασίας για δυο αντρόγυνα ιεραποστόλων, γι’ αυτό έπρεπε να φύγουν μέσα σε τρεις μήνες. Κατόπιν, στις 8 Ιουνίου 1973, η κυβέρνηση απαγόρευσε χωρίς προειδοποίηση 12 θρησκευτικές ομάδες, περιλαμβανομένων και των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι υπόλοιποι 12 ιεραπόστολοι έπρεπε να φύγουν μέχρι τις 17 Ιουλίου 1973. Αυτό ήταν ένα πολύ λυπηρό γεγονός για όλους τους ξένους που είχαν έρθει να βοηθήσουν και συνέβη σ’ έναν καιρό που υπήρχαν δυσκολίες με την ελευθερία λατρείας ακόμη και στην Κένυα.
Οι περισσότεροι ιεραπόστολοι χρειάστηκε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όμως μερικά αντρόγυνα, τα οποία είχαν υπηρετήσει εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη στην Ουγκάντα, μπόρεσαν να εγκατασταθούν στην Κένυα και να προσφέρουν επιπρόσθετη βοήθεια. Μεταξύ αυτών ήταν ο Λάρι και η Ντόρις Πάτερσον, καθώς και ο Μπράιαν και η Μάριον Γουόλας. Το ζεύγος Χάρντι πήγε να υπηρετήσει στην Ακτή Ελεφαντοστού και, κατόπιν, το 1983 στο Μπέθελ του Λονδίνου.e
Τώρα πια στην Ουγκάντα η έννοια του νόμου και της τάξης είχε αλλάξει. Για παράδειγμα, συνέλαβαν ένα σκαπανέα και τον πήγαν σε κάποιους στρατώνες για ανάκριση. Το έγκλημά του; Κατηγορήθηκε ότι λάβαινε χρήματα από Ευρωπαίους «κατασκόπους». Τον είχαν δει να επισκέπτεται τον ιεραποστολικό οίκο. Μολονότι αυτός εξήγησε ξεκάθαρα πως το έργο κηρύγματος που έκανε ήταν εθελοντικό, τον έδειραν και κατόπιν του έδωσαν ένα φτυάρι για να σκάψει τον τάφο του. Αφού έσκαψε το δικό του τάφο, του είπαν να σκάψει ακόμη δυο για τους Ευρωπαίους «κατασκόπους», δηλαδή τους ιεραποστόλους! Όταν τελείωσε, τρεις στρατιώτες που κρατούσαν όπλο τον έριξαν κάτω και κατόπιν τον πυροβόλησαν. Αστόχησαν! Μια σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από την μπότα ενός στρατιώτη, πράγμα το οποίο έγινε αιτία να καβγαδίσουν οι στρατιώτες και να αποσπαστεί η προσοχή τους. Ο αδελφός έμεινε σωριασμένος εκεί αρκετή ώρα και τον ελευθέρωσαν την επόμενη μέρα.
Τώρα οι εκκλησίες έπρεπε να συναθροίζονται στα κρυφά και να προσαρμοστούν στις νέες περιστάσεις. Η ζωή γενικά είχε χάσει την αξία της, και το να εργάζεται κανείς για μια απαγορευμένη θρησκεία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο.
Ανοίγει το Νότιο Σουδάν
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 σημειώθηκε ένταση και στο Σουδάν, κυρίως ανάμεσα στους βόρειους και τους νότιους. Μακριά από το γραφείο τμήματος του Ναϊρόμπι και απομονωμένη από τους αδελφούς σε άλλα μέρη, η εκκλησία του Χαρτούμ συνέχισε με θάρρος το έργο. Τον Αύγουστο του 1970 είχαν ένα ανώτατο όριο 54 ευαγγελιζομένων λίγο πριν φύγει από τη χώρα ο πρεσβύτερος που είχε την περισσότερη πείρα, ο Γιώργος Ορφανίδης.
Εκείνη την εποχή οι αρχές κατηγόρησαν αρκετούς Μάρτυρες ως Σιωνιστές και τους ανέκριναν δυο ολόκληρες μέρες. Επίσης, όταν δυο σκαπάνισσες έδιναν μαρτυρία σε μια ενδιαφερόμενη, παρενέβη ξαφνικά ένας Κόπτης ιερέας, ο οποίος τηλεφώνησε κατόπιν στην αστυνομία καταγγέλλοντας ότι οι αδελφές ήταν κατάσκοποι από το Ισραήλ. Οι αδελφές είχαν την ευκαιρία να δώσουν καλή μαρτυρία στο αρχηγείο της αστυνομίας και στη συνέχεια αφέθηκαν ελεύθερες. Μολονότι τέτοιου είδους εμπειρίες έκαναν μερικούς Μάρτυρες να φοβηθούν, άλλοι ενισχύθηκαν στην πίστη.
Μέχρι στιγμής όλη η ιστορία του Σουδάν αφορά κυρίως το Χαρτούμ. Όμως υπήρχε ένας τεράστιος άθικτος τομέας: ο νότος, όπου ζούσαν πάρα πολλοί καθ’ ομολογία Χριστιανοί. Πώς θα διείσδυε η αλήθεια σ’ αυτή την αχανή περιοχή; Τα πράγματα άλλαξαν δραστικά το 1970 όταν ένας νεαρός από το νότο, εκδότης κάποιου Καθολικού περιοδικού, ήρθε σε επαφή με τους Μάρτυρες. Σημείωσε γοργή πρόοδο στη Γραφική του μελέτη και σύντομα άρχισε να διεξάγει ο ίδιος μελέτες με διάφορους φίλους και συγγενείς του. Μάλιστα, ένας από τους φίλους του διέδιδε με θάρρος το άγγελμα της Βασιλείας στο σχολείο του, μολονότι κυκλοφόρησαν φυλλάδια ενάντια σ’ αυτό.
Το 1973 υπήρχαν πολλοί μικροί όμιλοι ενδιαφερομένων στο νότιο τμήμα της χώρας, και βαφτίστηκαν 16 άτομα που μελετούσαν την Αγία Γραφή σ’ εκείνη την περιοχή. Αυτοί οι νότιοι, δεν ελκύστηκαν μόνο από τις Βιβλικές αλήθειες, αλλά και από το γεγονός ότι έβλεπαν μια θρησκεία που εκδήλωνε ανυπόκριτη αγάπη, μια αληθινή αδελφοσύνη η οποία ξεπερνούσε τις φυλετικές διαιρέσεις.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1970 ο νότος στο Σουδάν είχε ιδιαίτερη χάρη, ίσως επειδή ήταν απομονωμένος. Το ταξίδι με τρένο και πλοίο από το Χαρτούμ στην Τζούμπα διαρκούσε πάνω από μια εβδομάδα. Τους ανθρώπους γενικά δεν τους απασχολούσαν τα παγκόσμια γεγονότα. Οι άνθρωποι ήταν πολύ ευγενικοί και φιλόξενοι. Μερικά ξενοδοχεία δεν είχαν καν κλειδιά και κλειδαριές για τους ξενώνες τους. Οι άνθρωποι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καθοδηγήσουν, να παράσχουν τροφή ή να φιλοξενήσουν τους περαστικούς, χωρίς να περιμένουν κάποια πληρωμή. Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις αρνιούνταν κατηγορηματικά να πληρωθούν. Ολοένα και περισσότεροι απ’ αυτούς τους καλόκαρδους ανθρώπους άκουγαν και δέχονταν την αλήθεια σχετικά με το σκοπό του Ιεχωβά.
Όταν άνοιξε ο τομέας στο νότο και οι άνθρωποι άρχισαν να δέχονται πιο εύκολα τα Βιβλικά έντυπα, ακολούθησε μια σταθερή ανάπτυξη, και το 1974 σημειώθηκε ένα ανώτατο όριο 100 ευαγγελιζομένων στο Σουδάν.
Ο Διωγμός Φουντώνει στην Ερυθραία!
Ανατολικά, το Σουδάν συνορεύει με την Ερυθραία. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960—αφού απελάθηκαν οι ιεραπόστολοι—το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες και άλλα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα σε μια δυσφημιστική εκστρατεία κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με διάφορους τίτλους όπως «Ψευτοπροφήτες» και «Προσέξτε τη Θρησκευτική Υποκρισία που Οδηγεί στην Απάρνηση της Αληθινής Πίστης», παρουσίαζαν τους Μάρτυρες ως εχθρούς του αυτοκράτορα και της εκκλησίας, καθώς και ως άτομα που απέρριπταν την Τριάδα και την Παρθένα Μαρία. Κατηγορήθηκαν ως πράκτορες ξένων εχθρών, ανήθικοι άνθρωποι που δεν πολεμούσαν για την πατρίδα τους. Ακούστηκαν φωνές που απαιτούσαν να γίνουν δραστικές ενέργειες προκειμένου να απαλλαχτεί η χώρα από το λαό του Ιεχωβά.
Οι ιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αιθιοπίας ήταν οι κύριοι υποκινητές του μίσους. Σε κάποια γιορτή για βάφτισμα, όπου παρευρέθηκαν 20.000 και πλέον άτομα, ο δεσπότης ανακοίνωσε τον αφορισμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά και έδωσε στους ανθρώπους την εντολή να μην τους χαιρετάνε ούτε να τους προσλαμβάνουν στην εργασία τους ούτε να θάβουν τους νεκρούς τους.
Πολλοί είχαν πλέον την εντύπωση ότι μπορούσαν να κατατρέχουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σαν τα ζώα—ότι τώρα μπορούσε να τους σκοτώσει ο οποιοσδήποτε χωρίς να υποστεί νομικές συνέπειες! Αναμενόταν να κάνουν έξωση οι οικοδεσπότες σε ενοικιαστές που ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στους γονείς λέχτηκε ότι αν κάποιο παιδί τους ήταν Μάρτυρας, θα έπρεπε να το διώξουν από το σπίτι, να το καταραστούν και να το αποκληρώσουν. Από ένα μεγάλο σπιτικό εκδιώχθηκαν 18 νεαρά άτομα επειδή μελετούσαν μαζί με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Σε μια πόλη, ένας όχλος ξεκίνησε για να ξυλοκοπήσει κάποιον πολύ γνωστό αδελφό, αλλά δεν τον βρήκαν. Η αστυνομία άρχισε να συλλαμβάνει τους αδελφούς, προσπαθώντας να τους εξαναγκάσει να υπογράψουν δηλώσεις με τις οποίες απαρνιούνταν την πίστη τους και παραδέχονταν ότι προσπαθούσαν να υπονομεύσουν την ασφάλεια του κράτους. Μην καταλαβαίνοντας τι έκαναν, μερικοί αδελφοί υπέγραψαν, αλλά μόλις κατάλαβαν το λάθος τους αποκήρυξαν εγγράφως τις υπογραφές τους αγνοώντας τις συνέπειες.
Άλλοι αντιμετώπισαν την παγίδα του ήπιου εξαναγκασμού: «Μπορείς να κρατάς την πίστη σου μέσα στην καρδιά σου, αρκεί μόνο να μας πεις ότι δεν είσαι μ’ αυτούς τους Μάρτυρες», θερμοπαρακαλούσαν οι αξιωματούχοι. Ή, για τους νεαρούς φυλακισμένους Μάρτυρες, οι αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν έναν πιο διαβολικό και πανούργο πειρασμό. Σε κάποια δεδομένη μέρα ξεχώριζαν ένα νεαρό φυλακισμένο Μάρτυρα και κανόνιζαν να έρθουν αρκετοί ασπρομάλληδες συγγενείς του στο επισκεπτήριο. Όταν έρχονταν αυτοί οι συγγενείς, στην αρχή τον κοίταζαν επίμονα και σιωπηλά, κατόπιν ξεσπούσαν σε κλάματα, έπεφταν στα γόνατα και τον εκλιπαρούσαν να απαρνηθεί την πίστη του στον Ιεχωβά. Οι αδελφοί που αντιμετώπισαν αυτές τις πιέσεις λένε ότι αυτή ήταν η σκληρότερη δοκιμασία τους. Ο έντονος διωγμός και παρόμοιες πιέσεις συνεχίστηκαν χρόνια ολόκληρα.
Ανάπαυλα και Σταθεροποίηση στην Αιθιοπία
Στα χρόνια αυτά, οι Μάρτυρες στην Αντίς Αμπέμπα και στο νότιο τμήμα της Αιθιοπίας υπέστησαν κι αυτοί αρκετό διωγμό, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με τους αδελφούς της Ερυθραίας. Το 1962 η Αιθιοπία και η Ερυθραία ενώθηκαν και έγιναν μια χώρα, πράγμα που κατέληξε σε πολιτικά προβλήματα τα οποία συνεχίζονται μέχρι και στη δεκαετία του 1990.
Το 1964, για πρακτικούς λόγους, το νεοσύστατο τμήμα της Κένυας ανέλαβε την επίβλεψη όλων των εκκλησιών της Αιθιοπίας. Εκπρόσωποι του τμήματος από το Ναϊρόμπι μπορούσαν να κάνουν έργο περιοχής στην Αιθιοπία και, όταν επισκέπτονταν τις εκκλησίες, να συμβάλλουν στην εξομάλυνση μερικών σοβαρών διαφωνιών που είχαν οι διορισμένοι πρεσβύτεροι των εκκλησιών. Σε ορισμένες εκκλησίες, η Μελέτη Σκοπιάς γινόταν υπό μορφή διαλογικής αντιπαράθεσης. Ένας ντόπιος επίσκοπος περιοχής προήγε τις δικές του ιδέες και όχι αυτά που έλεγε η Αγία Γραφή, γι’ αυτό χρειάστηκε να αντικατασταθεί αυτό το άτομο. Τέτοιου είδους προβλήματα επιβράδυναν την αύξηση από το 1964 ως το 1966 και ο αριθμός των ευαγγελιζομένων παρέμεινε γύρω στα 200 άτομα.
Παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια διαδιδόταν. Ένας Μάρτυρας που έκανε διακοπές στο ζεστό λιμάνι Μασάουα, που βρίσκεται στην Ερυθρά Θάλασσα, συνάντησε έναν ενδιαφερόμενο στο ταχυδρομείο και άρχισε μια Γραφική μελέτη. Κι άλλοι ενδιαφερόμενοι Αιθίοπες άρχισαν να συμμετέχουν σ’ αυτή τη μελέτη και σύντομα ιδρύθηκε μια εκκλησία. Τον ίδιο περίπου καιρό δημιουργήθηκε μια καινούρια εκκλησία στην Άσεμπ, το άλλο λιμάνι της Αιθιοπίας στο νότο.
Μολονότι τα έντυπα ήταν απαγορευμένα από το 1957, οι Μάρτυρες έβρισκαν τρόπους για να παρέχουν πνευματική τροφή με έντυπα στις τοπικές γλώσσες. Το 1966 διεξάχθηκε η σειρά μαθημάτων της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας επί δυο εβδομάδες στην πρωτεύουσα, εκπαιδεύοντας διορισμένους επισκόπους στο θέμα της θεοκρατικής οργάνωσης και σε Βιβλικά ζητήματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο η στάση των αδελφών έγινε πιο θεοκρατική και διορατική, και το υπηρεσιακό έτος 1967 σημειώθηκε αύξηση 21 τοις εκατό με 253 ευαγγελιζομένους συνολικά.
Παρά το γεγονός ότι μειώθηκε η θρησκευτική πίεση, οι Μάρτυρες έπρεπε να συνεχίσουν να συναθροίζονται σε μικρές ομάδες εξαιτίας της πολιτικής έντασης που επικρατούσε στη χώρα. Μολονότι η επίσημη εφημερίδα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης εγγυόταν την ελευθερία λατρείας για όλους και ανέφερε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, καθώς και άλλες θρησκείες, είχαν αυτό το δικαίωμα, η κυβέρνηση απέρριπτε κάθε αίτηση για καταχώρηση.
Ιερείς Μαθαίνουν για τον Ιεχωβά
Όπως συνέβη και τον πρώτο αιώνα στην Ιερουσαλήμ, έτσι κι εδώ αρκετοί ιερείς με ειλικρινή καρδιά έδωσαν προσοχή στις αλήθειες της Αγίας Γραφής. (Πράξ. 6:7) Ένας ιερέας με ευθύτητα χαρακτήρα ομολόγησε τα εξής σε κάποιο Μάρτυρα: «Στην πραγματικότητα εσείς κάνετε το έργο που θα έπρεπε να έκανα εγώ. Η επίσκεψή σας σήμερα είναι ένα αληθινό πλήγμα για την ιδιότητά μου ως ιερέα».
Ένας άλλος ιερέας άρχισε να κάνει ερωτήσεις σχετικά με τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά και βρήκε ικανοποιητικές απαντήσεις στις Βιβλικές του ερωτήσεις—κάνοντας συζητήσεις που διαρκούσαν μέχρι και 12 ώρες κάθε φορά! Η κατάληξη; Νομιμοποίησε το γάμο του, έγινε ζηλωτής υποστηριχτής της αλήθειας και έδωσε μαρτυρία σε μια καλόγρια. Εκείνη κανόνισε να συζητήσει ο γιος της (που ήταν πρεσβύτερος κάποιας εκκλησιαστικής οργάνωσης) μ’ ένα Μάρτυρα, υποσχόμενη ότι σε περίπτωση που «κέρδιζε» ο Μάρτυρας, εκείνη θα άρχιζε μια μελέτη της Αγίας Γραφής.
Ε, λοιπόν, ο γιος «έχασε». Αργότερα, αυτός πλησίασε τον επίσκοπο περιοχής που επισκεπτόταν την εκκλησία και τον βομβάρδιζε με ερωτήσεις επί 20 ώρες, κάνοντας μόνο μια τετράωρη διακοπή για ύπνο! Το αποτέλεσμα; Όλη η οικογένεια έκανε μελέτη και 15 άτομα σημείωσαν καλή πρόοδο στην αλήθεια· ακόμη και η καλόγρια βαφτίστηκε, και ο γιος της έγινε ειδικός σκαπανέας.
Οι Καλύτερες Μέρες Δεν Κρατούν Πολύ
Στις αρχές του 1971, οι αδελφοί της Αιθιοπίας είχαν πολλούς λόγους για να ευφραίνονται. Ο αδελφός Χένσελ από το Κυβερνών Σώμα επισκέφτηκε την Αντίς Αμπέμπα και την Ασμάρα και μίλησε σ’ ένα ακροατήριο 912 ατόμων. Ο αριθμός των ευαγγελιζομένων στην Αιθιοπία έφτασε τους 500. Επίσης, ένα μεγάλο φορτίο εντύπων είχε εισαχθεί στη χώρα.
Όμως προμηνύονταν δυσκολίες. Καθώς περνούσαν οι μήνες, διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές κατηγορούσαν εξοργισμένα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είκοσι και πλέον αποστάτες συνεργάστηκαν με τους κληρικούς, βοηθώντας τους να γράψουν συκοφαντικά άρθρα.
Σε μια περιοχή, οι αστυνομικοί μπήκαν στην αίθουσα συναθροίσεων, κατέσχεσαν 70 Άγιες Γραφές και έθεσαν υπό κράτηση μερικούς Μάρτυρες για σύντομο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια σφραγίστηκε η Αίθουσα Βασιλείας στην Ασμάρα, υποχρεώνοντας έτσι την εκκλησία να συναθροίζεται και πάλι σε μικρούς ομίλους. Ωστόσο το έργο δεν επιβραδύνθηκε. Το 1971 βαφτίστηκαν συνολικά 142 καινούρια άτομα και παρευρέθηκαν 2.302 στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού.
Σχηματίστηκαν νέοι όμιλοι σε απομονωμένες περιοχές, και δυο επίσκοποι περιοχής περιόδευαν και φρόντιζαν για τις 25 εκκλησίες και τους ομίλους, καθώς και για τα απομονωμένα ενδιαφερόμενα άτομα. Σύντομα οι ευαγγελιζόμενοι ξεπέρασαν τους 1.000, και το 1974 σημειώθηκε ένα ανώτατο όριο 1.844 ατόμων.
Διώκονται Αλλά Δεν Εγκαταλείπονται
Η εναντίωση δεν σταμάτησε. Το 1972 η αστυνομία κάλεσε αρκετούς αδελφούς για ανακρίσεις και τους προειδοποίησε ότι θα έπαιρνε μέτρα αν οι αδελφοί δεν σταματούσαν το έργο τους. Κατόπιν, στις 27 Αυγούστου 1972, μεγάλα φορτηγά έφτασαν στους χώρους των τακτικών κυριακάτικων συναθροίσεων· οι αστυνομικοί συνέλαβαν 208 Μάρτυρες και ενδιαφερομένους. Σε μια εκκλησία ο ομιλητής εξέταζε την προφητεία του Ιεζεκιήλ σχετικά με την επίθεση του Γωγ (του Σατανά) και ρώτησε: «Τι θα λέγατε αν ερχόταν η αστυνομία εδώ για να μας συλλάβει;» Περιέργως, αυτό ακριβώς συνέβη λίγα μόνο λεπτά αργότερα!
Οι αστυνομικοί στρίμωξαν 59 αδελφούς μέσα σ’ ένα δωμάτιο τριών τετραγωνικών μέτρων γεμάτο κοριούς. Στοίβαξαν 46 αδελφές σ’ ένα άλλο δωμάτιο παρόμοιου μεγέθους. Τους υπόλοιπους τους υποχρέωσαν να κοιμηθούν έξω στο κρύο. Δεν επέτρεψαν στους αδελφούς να βγουν με εγγύηση. Ούτε τους επέτρεψαν να συμβουλευτούν δικηγόρους. Αν και οι αδελφοί έδωσαν θαυμάσια μαρτυρία στους υπευθύνους της φυλακής, 96 απ’ αυτούς καταδικάστηκαν σε έξι μήνες φυλάκιση. Ύστερα από μερικές μέρες και αφού τους ξύρισαν τα κεφάλια, τους άφησαν ελεύθερους με εγγύηση.
Οι υπόλοιποι 112 αδελφοί κατηγορήθηκαν ότι ίδρυαν έναν παράνομο θρησκευτικό σύλλογο και καταδικάστηκαν σε 6μηνη φυλάκιση. Ύστερα από ένα μήνα κι αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση. Αργότερα τους κάλεσαν ξανά στο δικαστήριο, τους έκλεισαν και πάλι στη φυλακή και ύστερα από 12 μέρες τους άφησαν τελικά ελεύθερους με εγγύηση. Σχεδόν ένα χρόνο μετά την πρώτη φυλάκιση, συζητήθηκε η προσφυγή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, αλλά ανέστειλε την ποινή και έδωσε αυστηρές προειδοποιήσεις. Οι Μάρτυρες υπέστησαν διωγμό, αλλά δεν εγκαταλείφτηκαν. (2 Κορ. 4:9) Στο μεταξύ, στη διάρκεια της φυλάκισής τους, οι αδελφοί κήρυτταν άφοβα και βοήθησαν δυο φυλακισμένους ισοβίτες να φτάσουν στο σημείο της αφιέρωσης.
Μια Υποβοηθητική Επίσκεψη και Επιπρόσθετη Πνευματική Τροφή
Ο Γουίλιαμ Νίσμπετ από το γραφείο τμήματος του Ναϊρόμπι επισκέφτηκε την Αντίς Αμπέμπα και αντιμετώπισε ένα επιπρόσθετο πρόβλημα. Μια αυξανόμενη ομάδα νεαρών και συναισθηματικών αδελφών ισχυρίζονταν πως είναι χρισμένοι, ότι είχαν ουράνια ελπίδα. Έβγαιναν στην υπηρεσία αγρού μόνο ο ένας με τον άλλον και δύσκολα δέχονταν συμβουλές από άτομα που δεν ομολογούσαν πως είναι χρισμένα. Οι συναθροίσεις τους χαρακτηρίζονταν από θορυβώδεις «εκδηλώσεις» του «αγίου πνεύματος». Για παράδειγμα, στο γιορτασμό της Ανάμνησης του θανάτου του Χριστού, μερικοί φώναζαν καθώς άρπαζαν τα εμβλήματα από τους σερβιτόρους και στέκονταν όρθιοι για να τα πάρουν, συγκεντρώνοντας έτσι την προσοχή στο άτομό τους. Για το χειρισμό αυτών των προβλημάτων απαιτήθηκε αρκετός καιρός. Στα επόμενα χρόνια, αρκετά από τα πιο θορυβώδη και ανένδοτα αυτά άτομα που έπαιρναν από τα εμβλήματα δεν παρέμειναν πιστοί Μάρτυρες.
Το 1973 έγιναν διαθέσιμα μερικά πολύ απαραίτητα έντυπα, περιλαμβανομένων και των βιβλίων Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή και Αληθινή Ειρήνη και Ασφάλεια—Από Ποια Πηγή;, και τα δυο στην αμχαρική, καθώς και το βιβλίο Οργάνωσις για Κήρυγμα της Βασιλείας και Μαθήτευσι, στην τιγκρίνια. Αυτή η θαυμάσια πνευματική τροφή μαζί με μια σειρά μικρών συνελεύσεων περιοχής, στις οποίες παρευρέθηκαν 1.352 άτομα, ενίσχυσαν σε μεγάλο βαθμό τους αδελφούς.
Εκτός αυτού, μια ομάδα Μαρτύρων από την Αιθιοπία ταξίδεψαν δια ξηράς για να παρακολουθήσουν τη Διεθνή Συνέλευση «Θεία Νίκη» στο Ναϊρόμπι, στην οποία θα συμμετείχαν οι αδελφοί Χένσελ και Σούτερ από το Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όμως, επρόκειτο να λάβουν χώρα πολιτικές αλλαγές, και μια επανάσταση σύντομα θα άλλαζε την κατάσταση της θεοκρατίας στην Αιθιοπία.
Νομική Αναγνώριση και Γραφείο Τμήματος στην Κένυα
Τώρα ας ξαναγυρίσουμε στην Κένυα για να ενημερωθούμε σχετικά με τις εκεί εξελίξεις. Η χώρα μόλις είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της από τη βρετανική διακυβέρνηση όταν, στην τελευταία συνέλευση περιοχής που έγινε σε στιλ εκδρομής το Φεβρουάριο του 1962, ο επισκέπτης επίσκοπος ζώνης, ο Χάρι Άρνοτ, έκανε μια ιστορική ανακοίνωση στους 184 παρόντες. Αυτή θα ήταν η τελευταία παράνομη συνέλευση που θα γινόταν στην Κένυα. Μόλις είχε δοθεί νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά! Οι πέντε μικρές εκκλησίες του Ναϊρόμπι μπορούσαν τώρα να ενωθούν και να συναθροίζονται σε μια ευχάριστη αίθουσα κοντά στο κέντρο της πόλης. Πόσο χάρηκαν οι αδελφοί βλέποντας ότι αποτελούσαν τώρα μια μεγαλύτερη εκκλησία 80 ευαγγελιζομένων! Στην Ανάμνηση, που ήταν η πρώτη τους ελεύθερη συνάθροιση, παρευρέθηκαν 192 άτομα.
Τα γεγονότα κλιμακώθηκαν γοργά. Ο Πίτερ και η Βέρα Πάλισερ από το τμήμα της Ζάμπια διορίστηκαν να βοηθήσουν στην Κένυα. Οι Πάλισερ και το ζεύγος Μακ Λέιν, που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη Γαλαάδ, εγκαταστάθηκαν στον πρώτο ιεραποστολικό οίκο στο νότιο Ναϊρόμπι, και την 1η Φεβρουαρίου 1963 άνοιξε ένα γραφείο τμήματος. Εκείνη την εποχή υπήρχαν περίπου 150 ευαγγελιζόμενοι στην Κένυα και στην Ουγκάντα, πράγμα που απαιτούσε λίγη γραφική εργασία, ίσως μιας ή δυο ημερών την εβδομάδα. Το διαμέρισμα, ένα μικρό δωμάτιο διαστάσεων δυόμισι επί τρία μέτρα, αρκούσε για να αποτελεί το χώρο των γραφείων.
Σε λίγο, όμως, κι άλλες χώρες, παραδείγματος χάρη η Τανζανία και η Αιθιοπία, ανατέθηκαν στη φροντίδα του τμήματος της Κένυας, υπερδιπλασιάζοντας έτσι την εργασία. Έγιναν διευθετήσεις να διοριστούν θρησκευτικοί λειτουργοί για να τελούν τους γάμους των αδελφών. Διοργανώθηκαν συνελεύσεις περιοχής σε δημόσιες αίθουσες και σε σχολεία, και ο αδελφός Χένσελ επισκέφτηκε τη χώρα για να δώσει την απαιτούμενη κατεύθυνση όσον αφορά τη λειτουργία ενός νέου γραφείου τμήματος.
Ανοίγει Ένας Φυλετικά Διαχωρισμένος Αγρός
Απαιτήθηκαν προσπάθειες για να υπερνικηθούν τα κατάλοιπα του φυλετικού διαχωρισμού που είχαν απομείνει από τις μέρες της αποικιοκρατίας. Ακουγόταν ότι ήταν ανασφαλές να μπαίνει κανείς στις αφρικανικές συνοικίες, ακόμη και στη διάρκεια της μέρας. Όμως, οι καινούριοι ιεραπόστολοι και οι αδελφοί που υπηρετούσαν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη ανυπομονούσαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Ο πρώτος τομέας που διάλεξαν ήταν κάποιο μέρος όπου έμεναν σιδηροδρομικοί υπάλληλοι.
Ήταν η εποχή των βροχών και τα παπούτσια αυτών των ζηλωτών κηρύκων γέμιζαν λάσπη. Εκείνον τον καιρό έκαναν τις πρώτες τους προσπάθειες να πουν τις καλά προετοιμασμένες Γραφικές παρουσιάσεις που είχαν μάθει στη σουαχίλι. Το αποτέλεσμα; Πολλές γυναίκες τούς κοίταζαν απορημένες και εξηγούσαν με νοήματα ότι δεν καταλάβαιναν αγγλικά. Πόσο ανακουφίστηκαν οι ιεραπόστολοι όταν επέστρεψαν οι αγγλόφωνοι σύζυγοι από τη δουλειά τους και τους είπαν ότι οι γυναίκες τους δεν γνώριζαν ούτε καλά-καλά σουαχίλι!
Ήταν δύσκολο για τους ξένους αδελφούς να μάθουν σουαχίλι, επειδή ελάχιστες λέξεις μοιάζουν με τις λέξεις κάποιας ευρωπαϊκής γλώσσας. Όμως, η σουαχίλι έχει λογική γραμματική και τα πράγματα γρήγορα αποκτούσαν κάποιο συνειρμό. Η προφορά της γλώσσας είναι εύκολη και το λεξιλόγιο μεγαλύτερο απ’ ό,τι στις περισσότερες αφρικανικές γλώσσες.
Βέβαια, στη διάρκεια της εκμάθησης τα πράγματα δεν κύλησαν εντελώς ομαλά. Μια αδελφή ήθελε να μιλήσει για «σερικάλι για Μούνγκου» (την Κυβέρνηση του Θεού), αλλά αντί γι’ αυτό είπε «σουρουάλι για Μούνγκου» (το παντελόνι του Θεού). Ένας αδελφός μπέρδεψε το γνωστό χαιρετισμό «Χαμπάρι γκάνι;» (Τι νέα;) με την ερώτηση «Χατάρι γκάνι;» (Τι κίνδυνος;). Μια ιεραπόστολος δεν πίστευε ότι θα μπορούσε η ίδια να σφάξει ένα κοτόπουλο και ήθελε να πει σ’ έναν ειδικό σκαπανέα: «Θα μου σφάξεις αυτό το κοτόπουλο;» Αντί για «κουούα» (σφάζω), είπε «κουόα», κι έτσι τον ρώτησε: «Θα παντρευτείς αυτό το κοτόπουλο;» Κάποιος ιεραπόστολος που είχε αναλάβει ένα μέρος με ερωτήσεις και απαντήσεις αποκαλούσε όλους τους αδελφούς «Ντούντου» (έντομο), αντί για «Εντούγκου» (αδελφέ).
Πολλά από τα παιδιά, βέβαια, θεωρούσαν αυτούς τους ξένους ως κάτι το πρωτοφανές. Μερικά απ’ αυτά έπιαναν τα χέρια των αδελφών για να δουν αν έφευγε το λευκό χρώμα από το δέρμα τους. Δεκάδες παιδιά ακολουθούσαν τους ευαγγελιζομένους από σπίτι σε σπίτι. Οι ιστορίες περί αντιπάθειας για τους ξένους αποδείχτηκαν ανακριβείς. Αντίθετα, πολλοί άνθρωποι έδειξαν πραγματική πείνα για τις Βιβλικές αλήθειες. Στις περισσότερες περιπτώσεις καλούσαν τους επισκέπτες να περάσουν μέσα και να καθίσουν, μάλιστα μερικοί τους πρόσφεραν τσάι ή φαγητό. Ήταν μια εντελώς πρωτόγνωρη εμπειρία!
Οι ξένοι ευαγγελιζόμενοι έπρεπε επίσης να μάθουν να είναι εκλεκτικοί όταν πρόσφεραν Γραφικές μελέτες—πάρα πολλοί άνθρωποι δέχονταν με προθυμία και ήταν αδύνατον να μελετήσουν με όλους. Πριν από το τέλος του έτους, σχηματίστηκε δεύτερη εκκλησία στο Ναϊρόμπι, στον καρποφόρο τομέα Ίστλαντς. Οι Μάρτυρες ένιωθαν σαν στο σπίτι τους όταν ο τομέας τους περιλάμβανε συνοικισμούς όπως, λόγου χάρη, «Ιερουσαλήμ» και «Ιεριχώ», και σύντομα οι αδελφοί ήταν υπερπλήρεις από μελέτες.
Είναι ενδιαφέρον ότι γύρω στους δέκα αδελφούς από εκείνους που γνώρισαν την αλήθεια τότε και συνταυτίστηκαν με τις δυο αρχικές εκκλησίες του Ναϊρόμπι εξακολουθούν να υπηρετούν πιστά 30 περίπου χρόνια αργότερα.
Το πρώτο βιβλίο στη σουαχίλι, Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο, κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1963. Αυτό ήταν ένα κατάλληλο βοήθημα για εκζητητές της αλήθειας απ’ όλα τα μορφωτικά επίπεδα. Ύστερα απ’ αυτό, άρχισε η πολυγράφηση της Διακονίας της Βασιλείας στη σουαχίλι, και Η Σκοπιά στη σουαχίλι άρχισε να τυπώνεται στη Ζάμπια.
Στο μεταξύ, οι Γαλααδίτες Άλαν και Ντάφνι Μακ Ντόναλντ πήγαν στο νέο διορισμό τους στο νησί της Μομπάσα στην ακτή της Κένυας, ενώ οι Μακ Λέιν ήταν οι πρώτοι ιεραπόστολοι που διορίστηκαν στην Καμπάλα της Ουγκάντας. Έτσι μπόρεσαν να έρθουν στο γραφείο τμήματος ο Γουίλιαμ και η Μιούριελ Νίσμπετ. Πόσο χάρηκαν που ήταν πάλι απερίσπαστοι και μπορούσαν να συνεργάζονται στην ολοχρόνια υπηρεσία. Επί εφτά χρόνια, ο αδελφός Νίσμπετ εργαζόταν σε κοσμική εργασία προκειμένου να μείνει στη χώρα. Τώρα οι Νίσμπετ άρχισαν να κάνουν έργο περιοχής στην Κένυα, καθώς και λίγο έργο περιφερείας στη γειτονική Τανζανία.
Επέκταση στις Πόλεις της Κένυας
Στη Μομπάσα οι Μακ Ντόναλντ βρήκαν μια μικρή εκκλησία με ξένους Μάρτυρες οι οποίοι είχαν έρθει να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη, καθώς και ένα μικρό όμιλο Αφρικανών Μαρτύρων οι οποίοι είχαν έρθει από την Τανζανία στη Μομπάσα για να δουλέψουν. Τώρα που το έργο κηρύγματος ήταν ελεύθερο, οι αδελφοί οργάνωσαν αμέσως την πρώτη τους συνάθροιση. Υπήρχαν 30 άτομα. Ωστόσο, οι περισσότεροι Αφρικανοί αδελφοί δεν ήταν παντρεμένοι νόμιμα. Έτσι, μια Κυριακή ένας από τους θρησκευτικούς λειτουργούς της Εταιρίας πάντρεψε 14 ζευγάρια. Την επόμενη Κυριακή όλοι τους βαφτίστηκαν ξανά.
Ο τομέας στη Μομπάσα παρουσίαζε αρκετές προκλήσεις, εφόσον ζούσαν εκεί άνθρωποι πολλών θρησκειών. Οι οπαδοί του Ζωροαστρισμού ήταν πυρολάτρες που ισχυρίζονταν ότι η θρησκεία τους αναγόταν στις μέρες του Νεβρώδ. Οι διάφορες Ινδουιστικές αιρέσεις περιλάμβαναν, όχι μόνο τους Σιχ με τα τουρμπάνια τους, αλλά και τους Ζαϊνιστές, οι οποίοι δεν πατούσαν τα μυρμήγκια ούτε σκότωναν τις μύγες. Επιπλέον, υπήρχαν πολλοί Μουσουλμάνοι και κατ’ όνομα Χριστιανοί. Η Μομπάσα ήταν γεμάτη ναούς, τζαμιά και μεγάλες εκκλησίες. Η παρουσίαση των καλών νέων απαιτούσε αρκετή προσαρμοστικότητα και τέχνη.
Με τον καιρό ήρθαν κι άλλοι ιεραπόστολοι και αυτοί διορίστηκαν σε επαρχιακές πόλεις όπως το Νακούρου, το Κισούμου, την Κιτάλε, το Ελντορέτ, το Κερίτσο, το Κισίι, τη Θίκα και το Νιέρι. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, αρκετοί Κενυάτες είχαν αναλάβει την υπηρεσία ειδικού σκαπανέα και είχαν τα κατάλληλα προσόντα για να κηρύττουν σε κωμοπόλεις με μικρότερο πληθυσμό.
Το Ελάχιστο Γίνεται Χίλια
Τώρα άρχισε στ’ αλήθεια η αύξηση. Όταν έλαβε νομική υπόσταση το έργο, υπήρχαν 130 ευαγγελιζόμενοι στην Κένυα. Δυο χρόνια αργότερα, αυτός ο αριθμός σχεδόν διπλασιάστηκε και το 1970 το ελάχιστο κυριολεκτικά έγινε χίλια.—Ησ. 60:22.
Όταν οι άνθρωποι γνώριζαν την αλήθεια, έπρεπε να κάνουν αξιοσημείωτες αλλαγές, λόγου χάρη να υπερνικήσουν την ανηθικότητα, τη μέθη, τη μαγεία και τον αναλφαβητισμό. Επίσης, πολλά άτομα είχαν ανατραφεί έχοντας υπερβολική αγάπη για τη γη, τα ζώα, τη μόρφωση ή τα χρήματα. Έπρεπε επίσης να υπερνικήσουν την προσωπική υπερηφάνεια και την τάση να αποκρύπτουν πράγματα που ίσως τους ντρόπιαζαν. Έτσι, μολονότι υπήρχε ενδιαφέρον, έπρεπε να περάσουν χρόνια ολόκληρα για να φορέσουν οι άνθρωποι τη νέα Χριστιανική προσωπικότητα στον απαιτούμενο βαθμό προκειμένου να αφιερωθούν στον Παντοδύναμο Θεό.
Συνήθως οι νέοι προόδευαν πιο γρήγορα από τους ηλικιωμένους, επειδή μπορούσαν να διαβάσουν και δεν ήταν τόσο «ποτισμένοι» με παραδόσεις. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ενός εφήβου που ονομαζόταν Σάμιουελ Ενταμπούκι, ο οποίος βρισκόταν σε σύγχυση και είχε απηυδήσει με την υποκρισία των θρησκειών του Χριστιανικού κόσμου. Στην ηλικία των 13 ετών άρχισε να ζει έκλυτη ζωή που περιλάμβανε το κάπνισμα, την κλοπή, το ψέμα, την ανηθικότητα και τον εθισμό στα ναρκωτικά. Το 1967, οχτώ χρόνια αργότερα, δυο πρώην συμμαθητές του τον έφεραν σε επαφή με τα καλά νέα της Αγίας Γραφής. Αυτός εντυπωσιάστηκε από το πώς αυτά τα άτομα χειρίζονταν τη Γραφή. Πόσο διέφεραν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με την εμμονή τους στην καθαρή διαγωγή! Ο Σάμιουελ έκανε δραστικές αλλαγές προς το καλύτερο, αλλαγές που πρόσεξαν οι γείτονές του. Παρά το γεγονός ότι βελτιώθηκε από ηθικής πλευράς, αντιμετώπισε μεγάλη εναντίωση λόγω του καινούριου του πιστεύω, όμως συνέχισε να κάνει πρόοδο και βαφτίστηκε αργότερα εκείνον το χρόνο. Τον επόμενο χρόνο άρχισε την υπηρεσία τακτικού σκαπανέα, κατόπιν την υπηρεσία ειδικού σκαπανέα, την υπηρεσία Μπέθελ και το έργο περιοχής. Σήμερα είναι οικογενειάρχης και έχει βοηθήσει αρκετούς ανθρώπους να γνωρίσουν την αλήθεια, μάλιστα έθεσε τα θεμέλια μιας αυξανόμενης εκκλησίας στο Ουκαμπάνι.
Ένα άλλο παράδειγμα ήταν ο Ρέιμοντ Καμπούι, από το Ναϊρόμπι, ο οποίος γνώρισε την αλήθεια μαζί με το σαρκικό του αδελφό και μια άλλη ομάδα νεαρών. Γεμάτος ζήλο καθώς ήταν, πήγε στην πατρίδα του στην οροσειρά Άμπερνταερ και κήρυξε στους ανθρώπους εκεί. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια εκκλησία από την οποία προήλθαν πολλοί τακτικοί και ειδικοί σκαπανείς. Ένα από τα παιδιά του έγινε σκαπανέας και ένα άλλο παιδί του υπηρέτησε στο Μπέθελ.
Ο αδελφός του ο Λέναρντ βοήθησε τη Ρουθ Νιαμπούρα, μια γυναίκα που είχε διαβάσει ολόκληρη την Αγία Γραφή χωρίς να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά της. Όταν την επισκέφτηκε ο Λέναρντ, αυτή είχε ετοιμάσει έναν κατάλογο με ερωτήσεις. Με τη βοήθεια ενός αδελφού από το εξωτερικό, ο αδελφός Καμπούι μπόρεσε να απαντήσει σ’ αυτά, καθώς και να εξηγήσει τη σημασία του αριθμού 666, που αναφέρεται στο εδάφιο Αποκάλυψις 13:18. Αυτή η ειλικρινής γυναίκα ήταν ένα από τα πρώτα άτομα που μιλούσαν σουαχίλι και τα οποία δέχτηκαν την αλήθεια. Αυτό συνέβη το 1965. Επειδή έχει σύζυγο που δεν είναι στην αλήθεια, αποτελεί τυπικό παράδειγμα των πολλών άλλων πιστών γυναικών αδελφών στην Κένυα, όπου, ανόμοια με άλλες αφρικανικές χώρες, οι γυναίκες συνήθως ξεπερνούν σε αριθμό τους άντρες στις εκκλησίες. Μάλιστα ανέθρεψε εφτά παιδιά στην αλήθεια, υπηρέτησε επί ένα διάστημα ως τακτική σκαπάνισσα και υπηρετεί μέχρι τώρα πιστά ως ευαγγελιζόμενη.
Μια από τις κόρες της, η Μάργκαρετ Μακ Κένζι, έχασε σ’ ένα τραγικό δυστύχημα το σύζυγό της το 1974. Έμεινε χήρα με τρία μικρά παιδιά. Σύμφωνα με τα έθιμα της φυλής, οι συγγενείς του συζύγου της, οι οποίοι δεν ήταν στην αλήθεια, κανόνισαν να την απαγάγουν στην κηδεία και να την «παντρέψουν» με τον κουνιάδο της. Ωστόσο, εκείνη προειδοποιήθηκε γι’ αυτό και πρόλαβε να ξεφύγει, και έτσι έχασε κάθε δικαίωμα που είχε να κληρονομήσει το σπίτι το οποίο η ίδια βοήθησε να χτιστεί, καθώς και τον αγρό που καλλιεργούσε. Οι συγγενείς κατάφεραν να της πάρουν το αγοράκι της και της άφησαν μόνο τις δυο κόρες της. Δεν ήταν εύκολο για την αδελφή Μακ Κένζι να προμηθεύει τα αναγκαία για τα παιδιά της και συγχρόνως να τα φροντίζει επαρκώς από πνευματική άποψη, αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά τα κατάφερε. Θεωρούσε την οικογενειακή μελέτη και τη διακονία αγρού πολύ σοβαρά πράγματα. Το 1987 είχε τη χαρά να δει και τα δυο κορίτσια της, 14 και 15 χρονών, να βαφτίζονται στη συνέλευση περιοχής. Και ο γιος της επίσης, έπειτα από 11 χρόνια απουσίας, γύρισε σπίτι και έχει προοδεύσει μέχρι του σημείου να υπηρετεί τον Ιεχωβά.
Διευρύνεται το Πεδίο Δράσης του Έργου της Βασιλείας
Το γραφείο τμήματος κατέβαλε πραγματικές προσπάθειες για να διευρύνει το πεδίο δράσης του έργου της Βασιλείας. Μεταφράστηκαν φυλλάδια και βιβλία στις γλώσσες κικάμπα, κικούγιου και λούο. Κυκλοφόρησαν, επίσης, κι άλλα βιβλία στη σουαχίλι: «Πράγματα, εις τα Οποία Είναι Αδύνατον να Ψευσθή ο Θεός», Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή και «Ο Λόγος σου Είναι Λύχνος εις τους Πόδας Μου». Το περιοδικό Σκοπιά στη σουαχίλι έγινε 24 σελίδων. Έτσι αυξήθηκε ο αριθμός των εντύπων που έδιναν οι ευαγγελιζόμενοι.
Τα έντυπα άρεσαν πολύ στους Ασιάτες, οι οποίοι συνήθως καλοδέχονταν τους Ευρωπαίους Μάρτυρες και έπαιρναν με προθυμία τα έντυπα, αλλά παρέμεναν σε γενικές γραμμές προσκολλημένοι στη θρησκεία τους. Όμως, υπήρχαν και εξαιρέσεις. Μια έφηβη έμεινε στην αλήθεια παρά τη σφοδρή εναντίωση και τις πιέσεις που υπέστη από την οικογένειά της, η οποία ανήκε στην κοινότητα των Σιχ. Ο πατέρας της την έδιωξε από το σπίτι, μάλιστα απειλούσε πως θα τη σκοτώσει. Εκείνη πήγε και έμεινε με μια οικογένεια Μαρτύρων και, έπειτα από εκτενή μελέτη της Αγίας Γραφής, αφιερώθηκε στον Ιεχωβά, ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα και τελικά παρακολούθησε τη Σχολή Γαλαάδ. Σήμερα η Γκούντι Πάουλσεν είναι παντρεμένη, παραμένει ζηλώτρια σκαπάνισσα και έχει μεγάλη επιτυχία ειδικά στον ασιατικό τομέα.
Λύνεται ένα Πρόβλημα Σχετικά με τους Γάμους
Οι περισσότεροι άνθρωποι σε όλη την Κένυα δεν ήταν παντρεμένοι νόμιμα. Μερικοί είχαν παντρευτεί σύμφωνα με τα έθιμα της φυλής τους και ήταν πολύ εύκολο να πάρουν διαζύγιο· άλλοι συζούσαν συναινετικά. Αυτό δεν ανταποκρινόταν στις υψηλές απαιτήσεις του Ιεχωβά.—Εβρ. 13:4.
Γι’ αυτό, διορίστηκαν περισσότεροι αδελφοί ως θρησκευτικοί λειτουργοί, σύμφωνα με τον Αφρικανικό Νόμο Περί Χριστιανικών Γάμων. Αυτοί οι αδελφοί έκαναν πολλά ταξίδια, επειδή αρκετοί ενδιαφερόμενοι τάσσονταν υπέρ της αληθινής λατρείας και ήθελαν να νομιμοποιήσουν το γάμο τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό γινόταν όταν αποκτούσαν τα προσόντα για να γίνουν ευαγγελιζόμενοι των καλών νέων. Η νομιμοποίηση του γάμου έθετε τη βάση για μια καλύτερη οικογενειακή ζωή, επειδή αφαιρούσε το φόβο ότι ο γάμος θα διαλυόταν αν δεν έκαναν παιδιά ή αν δεν εξοφλούνταν το νυφικό τίμημα. Στα επόμενα χρόνια, πάνω από 2.000 αντρόγυνα επωφελήθηκαν απ’ αυτή την προμήθεια.
Ένα Νέο Τμήμα
Στη συνέλευση περιφερείας του 1970 ανακοινώθηκε ότι η Εταιρία είχε αγοράσει καινούριες εγκαταστάσεις τμήματος στην Οδό Γούντλαντς, στο Ναϊρόμπι. Το γραφείο τού ενός δωματίου στο νότιο Ναϊρόμπι είχε μεταφερθεί σ’ ένα διαμέρισμα στην ίδια γειτονιά, αλλά τώρα πια σχεδόν 3.000 ευαγγελιζόμενοι έστελναν εκθέσεις έργου από τις οχτώ χώρες που ανήκαν στον τομέα του τμήματος. Αυτό απαιτούσε περισσότερη εργασία για την αποστολή εντύπων, περισσότερη μετάφραση και περισσότερη αλληλογραφία.
Το νέο κτίριο, σ’ ένα κτήμα 6 στρεμμάτων, βρισκόταν σ’ ένα ήσυχο περιβάλλον, αλλά και κοντά στο κέντρο της πόλης· επομένως ήταν ιδανική η τοποθεσία για περαιτέρω επέκταση. Τα πολλά δέντρα, το γκαζόν, τα παρτέρια γεμάτα πολύχρωμα λουλούδια και οι θάμνοι θύμιζαν ένα μικρό παράδεισο.
Το πρόγραμμα της αφιέρωσης διευθετήθηκε να γίνει το Σάββατο 26 Ιουνίου 1971. Αργότερα, οι αδελφοί έκαναν ορισμένες αλλαγές στο κτίριο ώστε να γίνει πιο κατάλληλο για γραφεία και κατοικίες. Πρόσθεσαν περισσότερα υπνοδωμάτια. Ο θαυμάσιος χώρος στο κάτω μέρος του κτήματος χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή μιας μεγάλης Αίθουσας Βασιλείας—την πρώτη αίθουσα στο Ναϊρόμπι. Θα εξυπηρετούσε δυο εκκλησίες, και πάλι θα έμενε αρκετός χώρος με γκαζόν για επιπρόσθετη οικοδόμηση αργότερα. Αυτή η Αίθουσα Βασιλείας αποπερατώθηκε τον ίδιο περίπου καιρό με τις αίθουσες στη Μομπάσα, στο Κισούμου και στο Νακούρου.
Η Αύξηση Κεντρίζει το Φθόνο των Κληρικών
Καθώς όλο και περισσότεροι ενδιαφερόμενοι εγκατέλειπαν την εκκλησία τους, οι κληρικοί θύμωναν όλο και περισσότερο. Προσπάθησαν να δυσφημίσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένας κακοπληροφορημένος βουλευτής είπε στη Βουλή ότι οι Μάρτυρες δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και δεν επιτρέπουν στα μέλη τους να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία. Αυτός ο βουλευτής σύντομα γελοιοποιήθηκε όταν τον διόρθωσε ο Πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος είχε λάβει ακριβείς πληροφορίες από ένα υπεύθυνο άτομο που είχε συγγενή κάποιο Μάρτυρα.
Έτσι, συνέχισε να επικρατεί ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο πνεύμα. Προς τις αρχές του 1972, ο αδελφός Νορ επισκέφτηκε ξανά το Ναϊρόμπι, και αργότερα εκείνον το χρόνο έγινε μια μεγάλη συνέλευση στη Μομπάσα, όπου παρευρέθηκαν 2.161 άτομα στη δημόσια ομιλία. Οι προοπτικές ήταν λαμπρές, και τα πράγματα φαίνονταν ήρεμα και ειρηνικά.
Αιφνίδια Απαγόρευση το 1973
Πόσο αιφνιδιάστηκαν οι αδελφοί όταν άκουσαν τη ραδιοφωνική ανακοίνωση στις 18 Απριλίου 1973 που έλεγε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούνταν επικίνδυνοι για την καλή διακυβέρνηση και είχαν απαγορευτεί στην Κένυα. Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν μερικές αναταραχές και λίγη δυσμενής δημοσιότητα εδώ κι εκεί, αλλά πουθενά δεν είχαν γίνει επίσημες καταγγελίες ή αστυνομικές ενέργειες. Ξαφνικά, η αληθινή Βιβλική εκπαίδευση ήταν εκτός νόμου!
Οι αδελφοί προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα για να διαλευκάνουν τα πράγματα. Προσέβαλαν επίσημα την απόφαση για την απαγόρευση στις 8 Μαΐου, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε έξι μέρες αργότερα. Στο μεταξύ, ο διευθυντής των μητρώων ακύρωσε την καταχώρηση του Συλλόγου των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στη συνέχεια απορρίφθηκε και η αίτηση που έκαναν οι αδελφοί για μια ακρόαση με τον πρόεδρο. Στις 30 Μαΐου προσέβαλαν την ακύρωση της καταχώρησης. Κατόπιν, ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά έστειλε μια προσωπική επιστολή γι’ αυτό το θέμα από τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.
Στις 5 Ιουλίου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ένα από τα κύρια θέματα που τέθηκαν ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης της Κένυας. Εξακολουθούσαν να τους μπερδεύουν με μια μικρή πολιτική ομάδα και έλεγαν ότι έδειχναν ασέβεια για τις κοσμικές κυβερνήσεις και ότι αρνιούνταν να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία. Μάλιστα, τους αποκαλούσαν Μάρτυρες του Διαβόλου. Βέβαια, όλα αυτά έδειχναν πόσο κακοπληροφορημένοι μπορεί να είναι οι άνθρωποι, σαν κι εκείνους που εκτόξευαν κατηγορίες κατά του Γιου του Θεού, του Ιησού Χριστού.—Μάρκ. 3:22· Λουκ. 23:2.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση απέλασε αμέσως τους 36 ιεραποστόλους. Έπρεπε να φύγουν στις 11 Ιουλίου 1973. Ήταν πράγματι μια λυπηρή στιγμή στη θεοκρατική ιστορία της Κένυας. Οι αδελφοί έπρεπε να πουλήσουν στα γρήγορα τον εξοπλισμό των δέκα ιεραποστολικών οίκων που υπήρχαν σε όλη τη χώρα, να συσκευάσουν τα προσωπικά τους πράγματα και να κανονίσουν την αποστολή τους σε διάφορους άλλους διορισμούς.
Παρ’ όλα αυτά, το γραφείο τμήματος παρέμεινε ανοιχτό. Οι αδελφοί προετοιμάστηκαν για το νομικό αγώνα που θα έκαναν κατά της απαγόρευσης, υποστηρίζοντας ότι ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα της Κένυας, το οποίο εγγυόταν την ελευθερία λατρείας.
Αίρεται η Απαγόρευση!
Μερικοί λογικοί αξιωματούχοι σύντομα αναγνώρισαν πως το όλο ζήτημα δεν εναρμονιζόταν με την επιθυμία που είχε η Κένυα να θεωρείται διαλλακτική, λογική και δημοκρατική χώρα, προσιτή για τουρίστες και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, τον Αύγουστο του 1973, η κυβέρνηση προέβη με θάρρος στην άρση της απαγόρευσης. Εμφανίστηκε μια κυβερνητική ανακοίνωση που έλεγε ότι η απαγόρευση στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ. Οι αδελφοί ενθουσιάστηκαν!
Για τους Μάρτυρες που είχαν παραμείνει στο γραφείο τμήματος, το έργο δεν ήταν εύκολο. Διάφοροι Μάρτυρες, που δεν ανήκαν στην οικογένεια Μπέθελ, ήρθαν για να βοηθήσουν· αυτοί περιλάμβαναν τον Χέλγιε Λινκ, τον Στάνλεϊ Μακούμπα και τον Μπέρναρντ Μουσίνγκα. Μόνο λίγοι απ’ αυτούς ήταν εξοικειωμένοι με τις διαδικασίες του γραφείου και με το τι έπρεπε να γίνεται. Χρειάστηκε να μάθουν πώς να χειρίζονται την αλληλογραφία και τους λογαριασμούς, καθώς και πώς να τηρούν αρχεία.
Όπως είχαν τα πράγματα, οι αδελφοί το θεώρησαν κατάλληλο να δοθεί προτεραιότητα στις συνελεύσεις. Μια σειρά συνελεύσεων περιοχής που έγιναν τον Οκτώβριο έδωσαν νέα ώθηση και κατεύθυνση στους αδελφούς στον αγρό. Επίσης, αναδιοργανώθηκαν τα σχέδια για τη διεθνή συνέλευση περιφερείας που είχε προγραμματιστεί για τις 26-30 Δεκεμβρίου στο Ναϊρόμπι. Ύστερα από την απαγόρευση, το θέμα της συνέλευσης, «Θεία Νίκη», ήταν πολύ κατάλληλο και επίκαιρο. Μολονότι έπρεπε να γίνει πολλή και σκληρή εργασία σε μικρό χρονικό διάστημα, τι χαρά ήταν να βλέπει κανείς τους ξένους ταξιδιώτες να καταφτάνουν και να δίνουν επιπρόσθετη ενθάρρυνση στους ντόπιους αδελφούς! Ο ανώτατος αριθμός των παρόντων ήταν 4.588 άτομα, και βαφτίστηκαν 209.
Δόθηκε καλή δημοσιότητα από τις εφημερίδες, και ένα τηλεοπτικό κανάλι παρουσίασε μια 28λεπτη συνέντευξη που έδωσε ο επισκέπτης Γκραντ Σούτερ, μέλος του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Σκοπιάς, από το Μπρούκλιν. Όλα αυτά έδειχναν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν ακόμη ζωντανοί και δραστήριοι. Ακολούθησαν κι άλλες συνελεύσεις περιοχής, και οι πρεσβύτεροι ενισχύθηκαν από την εκπαίδευση που έλαβαν στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας.
Για τους Μάρτυρες, αυτή η ξαφνική απαγόρευση ήταν συγκλονιστική εμπειρία και δοκιμασία της πίστης τους. Ωστόσο, έφερε θετικό αποτέλεσμα επειδή κοσκινίστηκαν εκείνοι που δεν είχαν στενή σχέση με τον στοργικό Δημιουργό τους και δεν είχαν οικοδομήσει την πίστη τους στο πραγματικό θεμέλιο, το Υπόδειγμά μας, τον Ιησού Χριστό. (1 Κορ. 3:11) Έγινε φανερό ότι οι ίδιοι οι Κενυάτες αδελφοί έπρεπε να μάθουν να αναλαμβάνουν περισσότερη εργασία και ευθύνες, και να μη στηρίζονται αποκλειστικά στους ιεραποστόλους και στους αδελφούς που ήρθαν από άλλες χώρες για να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Υπήρχε επίσης ανάγκη για περισσότερη προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής και ένθερμη προσευχή.
Σύντομα άλλοι ιεραπόστολοι μπόρεσαν να έρθουν στην Κένυα για να βοηθήσουν, και σ’ αυτούς περιλαμβανόταν ο Τζον και η Κέι Τζέισον, οι οποίοι είχαν ήδη αφιερώσει 26 χρόνια στο έργο ιεραποστόλου, στο έργο περιοχής και στην υπηρεσία Μπέθελ στη Ζάμπια. Ο Ιεχωβά έδειξε ότι υπήρχαν ακόμη πολλά που έπρεπε να γίνουν στην Κένυα, και οι Μάρτυρες ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν το έργο.
Επέκταση με Νέα Ορμή
Σημειώθηκε επίσης πρόοδος στο θέμα της πνευματικότητας. Μέχρι τότε οι ευαγγελιζόμενοι έδιναν μαρτυρία κυρίως με τα περιοδικά. Τώρα δόθηκε ειδική έμφαση στη χρήση της Αγίας Γραφής, όπως υποδείκνυε η Διακονία της Βασιλείας. Πόσο ενθαρρυντικό ήταν να βλέπει κανείς ακόμη και τα μικρά παιδιά να ανοίγουν τη Γραφή τους στη διακονία αγρού και να δίνουν μαρτυρία, προς μεγάλη έκπληξη του οικοδεσπότη και των μεγαλύτερων ευαγγελιζομένων.
Για πρώτη φορά η Διακονία της Βασιλείας ασχολήθηκε επίσης με το θέμα των αντιχριστιανικών παραδόσεων. Επισήμανε ότι, ενώ μπορεί να υπάρχουν μερικές καλές και ωφέλιμες παραδόσεις, υπάρχουν και άλλες που βασίζονται σε εσφαλμένες διδασκαλίες, όπως την αθανασία της ψυχής, και οι οποίες θα μπορούσαν να κάνουν τους Χριστιανούς να μπλεχτούν στην ψεύτικη θρησκεία. Έτσι, προοδευτικά, οι αδελφοί και οι αδελφές απελευθερώθηκαν από ακάθαρτες συνήθειες, όπως αυτές που σχετίζονται με τις ολονυχτίες για τους νεκρούς, τις τελετές κηδειών, το μάτιασμα, τα φυλαχτά, τις φυλετικές ιεροτελεστίες μύησης και τις τελετουργικές περιτομές.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα προς τα εμπρός ήταν η καθιέρωση μιας μόνο γλώσσας σε κάθε εκκλησία μέσα στις πόλεις, είτε σουαχίλι είτε αγγλικά. Προηγουμένως, ακούγονταν και οι δυο γλώσσες στις εκκλησιαστικές συναθροίσεις και, επειδή γινόταν συνεχώς μετάφραση από τη μια γλώσσα στην άλλη, δεν ήταν δυνατόν να καλυφτεί παρά μόνο η μισή ύλη. Τώρα οι αδελφοί μπορούσαν να απολαμβάνουν ένα πλήρες πρόγραμμα στη γλώσσα της εκλογής τους.
Η «Μακεδονία» Γίνεται Καθημερινός Όρος
Στο μεταξύ, όταν έκανε επίσκεψη ζώνης ο Γουίλφρεντ Γκουτς, από το γραφείο τμήματος του Λονδίνου, βοήθησε τους αδελφούς να αναδιοργανώσουν τα πράγματα στην Κένυα και να θέσουν τα θεμέλια για την πρώτη συστηματική εκστρατεία σε απομονωμένους τομείς που έγινε ποτέ στην ανατολική Αφρική. Στην Κένυα, για παράδειγμα, τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ζούσαν σε απομονωμένους τομείς.
Οι ευαγγελιζόμενοι ανταποκρίθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό, και από το 1975 κι ύστερα τα λόγια του εδαφίου Πράξεις 16:9 όσον αφορά τη Μακεδονία έγιναν πολύ γνωστά. Ακόμη και άτομα που δεν ήταν Μάρτυρες ακούστηκαν να λένε: «Σήμερα οι Μάρτυρες κάνουν συνάθροιση στη Μακεδονία». Κάθε χρόνο οι αδελφοί διαθέτουν τρεις μήνες για έργο στη σύγχρονη Μακεδονία.
Εκτός αυτού, το γραφείο τμήματος ενθάρρυνε όλους τους ευαγγελιζομένους να χρησιμοποιούν την ετήσια άδεια από την κοσμική τους εργασία για να κηρύττουν στα χωριά από τα οποία κατάγονται. Σχετικά μ’ αυτό, μια αδελφή έγραψε: «Μόλις έφτασα στο χωριό μου, γνωστοποίησα στους ανθρώπους τα καλά νέα του Ιεχωβά και σύντομα βρήκα πολλές Γραφικές μελέτες· μεταξύ αυτών ήταν οχτώ συγγενείς μου, και έξι απ’ αυτούς άρχισαν να παρακολουθούν τις συναθροίσεις που διεξάγονταν 16 χιλιόμετρα μακριά».
Όλη αυτή η μαρτυρία δημιούργησε πολλή αλληλογραφία με ενδιαφερόμενα άτομα. Επειδή το γραφείο τμήματος λάβαινε εκατοντάδες επιστολές κάθε μήνα, με τις οποίες τα άτομα ζητούσαν έντυπα ή Γραφική μελέτη, χρειάστηκε να αυξηθεί το προσωπικό που χειριζόταν αυτή την αλληλογραφία.
Κάτι άλλο σημαντικό και καινούριο που έγινε αυτό το έτος ήταν η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας για τους πρεσβυτέρους εφτά χωρών της ανατολικής Αφρικής. Εκεί, όχι μόνο έλαβαν οι αδελφοί πολύ πνευματική εκπαίδευση, αλλά έμαθαν και πολλά πρωτόγνωρα πράγματα. Πολλοί αδελφοί μάθαιναν για πρώτη φορά στη ζωή τους πώς να βοηθούν στο νοικοκυριό—πλένοντας πιάτα και ετοιμάζοντας το φαγητό—κάτι που συνήθως το άφηναν αποκλειστικά στις γυναίκες. Όμως οι πρεσβύτεροι αποδείχτηκαν ταπεινοί και πρόθυμοι να προσαρμοστούν. Πολλοί επίσκοποι έμαθαν επίσης για πρώτη φορά ότι ο πατέρας παίζει με τα παιδιά του. Όπως είπε ένας πρεσβύτερος: «Ύστερα από τόσα χρόνια, τα παιδιά μου θα εκπλαγούν όταν θα πάω στο σπίτι και με δουν να παίζω παιχνίδια μαζί τους».
Έτσι το έτος 1975 έληξε μ’ ένα νέο ανώτατο όριο 1.709 ευαγγελιζομένων στην Κένυα. Πάνω από 300 άτομα είχαν βαφτιστεί. Πώς προόδευε, όμως, το έργο της Βασιλείας στο νότιο γείτονα, την Τανζανία;
Αλλάζουν οι Περιστάσεις στην Τανζανία
Ανόμοια με την Κένυα, εδώ εξακολουθούσε να ισχύει η απαγόρευση όσον αφορά τους Μάρτυρες που είχε επιβληθεί στις 3 Απριλίου 1965. Αυτή η κατάσταση, μαζί με τις αλλαγές στις οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις των ατόμων, οδήγησε σε άλλες εξελίξεις. Οι ξένοι αδελφοί οι οποίοι είχαν έρθει να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη αναγκάστηκαν να φύγουν ο ένας μετά τον άλλον. Επίσης, οι περισσότεροι ειδικοί σκαπανείς που είχαν έρθει από τη Ζάμπια χρειάστηκε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, συχνά για οικονομικούς λόγους που συνδέονταν με τη γοργή αύξηση της οικογένειάς τους. Για παράδειγμα, ένας ειδικός σκαπανέας που είχε δυο παιδιά όταν διορίστηκε το 1961 είχε εφτά παιδιά το 1967.
Εξαίρεση, ως προς αυτή τη μαζική αποχώρηση σκαπανέων, ήταν ο Λαμόουντ Καντάμα. Αυτός γνώρισε την αλήθεια το 1932 στη Ζάμπια και το 1940 και 1941 τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν λόγω της πίστης του. Το 1959 ανέλαβε την υπηρεσία σκαπανέα και σε ηλικία 47 ετών στάλθηκε στην Τανζανία. Κι εκεί τον συνέλαβαν. Τελικά, πήρε διορισμό για την Κένυα, όπου έχει υπηρετήσει σε διάφορους διορισμούς και τώρα, που κοντεύει να κλείσει τα 80, εξακολουθεί να είναι ειδικός σκαπανέας και άγαμος. Τι θαυμάσιο παράδειγμα πιστής εγκαρτέρησης!
«Πρόβατα» στο Δικαστήριο
Στις δυο επόμενες δεκαετίες έγιναν δεκάδες συλλήψεις και δικαστήρια σε όλη την Τανζανία. Οι Μάρτυρες δεν εξεπλάγησαν απ’ αυτό. Ο Ιησούς είπε: «Εάν ο κόσμος σας μισή, εξεύρετε ότι εμέ πρότερον υμών εμίσησεν. . . . Δεν είναι δούλος μεγαλήτερος του κυρίου αυτού. Εάν εμέ εδίωξαν, και σας θέλουσι διώξει». (Ιωάν. 15:18, 20) Γι’ αυτό εγκαρτέρησαν χαρωπά χωρίς να κάνουν και πολλά γι’ αυτό το ζήτημα.
Πολλές φορές οι αδελφοί, με το ειρηνικό και συνεργατικό πνεύμα που είχαν, έκαναν άθελά τους διάφορα πράγματα που ωφελούσαν τους κακεντρεχείς κατηγόρους τους. Οι ενάντιοι παρίσταναν τους φιλικά διακείμενους ή τους ενδιαφερομένους, και οι Μάρτυρες τους προσκαλούσαν με αθωότητα στα σπίτια τους και τους έδειχναν με καμάρι τη θεοκρατική βιβλιοθήκη τους. Μάλιστα, μερικές φορές επέτρεπαν σ’ αυτά τα άτομα να δανειστούν ορισμένα βοηθήματα Βιβλικής μελέτης και εκείνοι τα παρουσίαζαν αυτά αργότερα στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία κατά των Μαρτύρων. Οι αδελφοί παραδέχονταν αμέσως ότι ανήκαν στο σύλλογο των Μαρτύρων του Ιεχωβά και αυτό, σύμφωνα με το νόμο, σήμαινε ότι υποστήριζαν ένα παράνομο σωματείο. Εφόσον μερικοί αδελφοί παραδέχονταν αυτή τη νομική ενοχή τους στο αστυνομικό τμήμα, δεν τους άφηναν να καταθέσουν στο δικαστήριο. Επιπλέον, εξαιτίας της τάσης που είχαν να είναι συνεργατικοί, επέτρεπαν να γίνεται έφοδος στο σπίτι τους, πράγμα που κατέληγε στη σύλληψή τους, και μάλιστα χωρίς δικαστική εντολή. Άλλοι πίστευαν ότι ήταν υποχρεωμένοι να απαντούν σε κάθε ερώτηση όταν τους ανέκριναν, και μ’ αυτόν τον τρόπο ενοχοποιούσαν αμέσως τον εαυτό τους.
Κατηγορούσαν τους Μάρτυρες ότι ήταν μέλη ενός παράνομου σωματείου απλώς επειδή παρακολουθούσαν συναθροίσεις για μελέτη της Αγίας Γραφής, κήρυτταν τα καλά νέα ή είχαν Βιβλικά έντυπα στην κατοχή τους. Τα δικαστήρια επέβαλλαν χρηματικά πρόστιμα, καθώς και ποινές φυλάκισης που κυμαίνονταν από τρεις μέχρι εννιά μήνες.
Για παράδειγμα, μολονότι δεν υπήρχαν πολλοί Μάρτυρες στην Τανζανία—ήταν μόνο 1 για κάθε 10.000 περίπου άτομα του πληθυσμού της χώρας το υπηρεσιακό έτος 1973—ο ζήλος τους δεν πέρασε απαρατήρητος. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1974, την ώρα που διεξαγόταν μια Χριστιανική συνάθροιση στο σπίτι του Ισαάκ Σιουλούτα στο Νταρ ες Σαλάμ, το σπίτι περικυκλώθηκε από αστυνομικούς. Αυτοί συνέλαβαν 46 από τους παρόντες, περιλαμβανομένων και δυο αδελφών που ήταν σκαπάνισσες. Οι αστυνομικοί έστειλαν τις άλλες γυναίκες στα σπίτια τους. Όλα τα βοηθήματα μελέτης της Αγίας Γραφής που βρήκαν σε χαρτοφύλακες ή στα χέρια των παρευρισκομένων τα χρησιμοποίησαν για αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη που ακολούθησε.
Η δίκη έγινε στις 29 Νοεμβρίου. Οι αποδείξεις που παρουσιάστηκαν έδειχναν ότι οι Μάρτυρες ήταν ειρηνικοί και νομοταγείς. Παρ’ όλα αυτά, ο δικαστής αποφάνθηκε ότι, «επειδή η θρησκευτική τους πλευρά είναι απλώς ένα προσωπείο», όλοι ήταν ένοχοι. Καταδικάστηκαν είτε σε πρόστιμο είτε σε έξι μήνες φυλάκιση για κατοχή βοηθημάτων μελέτης της Αγίας Γραφής ή επειδή παρακολούθησαν συνάθροιση παράνομου σωματείου.
Στη φυλακή οι Μάρτυρες ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον με μελέτη της Αγίας Γραφής και Βιβλικές ομιλίες, λόγου χάρη την ομιλία «Ας Είναι ο Ιεχωβά η Χαρά σας Κάθε Μέρα». Ύστερα από έξι μήνες αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι. Το έργο της Βασιλείας στην Τανζανία δεν σταμάτησε· το υπηρεσιακό έτος 1975, 1.609 ευαγγελιζόμενοι έδωσαν έκθεση έργου.
Στην αρχή χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός για να καταλάβουν οι αδελφοί στο γραφείο τμήματος της Κένυας τι είδους νομικές δυσκολίες αντιμετώπιζαν αυτοί οι άπειροι αδελφοί. Όταν όμως τις κατάλαβαν, έδωσαν ορισμένες χρήσιμες συμβουλές σε όλες τις εκκλησίες σχετικά με τα νομικά δικαιώματα που είχαν οι αδελφοί σε περίπτωση που τους συλλάμβαναν και τους παρέπεμπαν σε δίκη. Όλα αυτά δημοσιεύτηκαν με απλά λόγια στη σουαχίλι και βοήθησαν πάρα πολύ.
Στα επόμενα χρόνια εκδικάστηκαν πολλές υποθέσεις στις οποίες οι αδελφοί αθωώθηκαν. Μερικοί δικαστές αποφάνθηκαν πως οι μάρτυρες κατηγορίας δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι έγινε «κήρυγμα που σχετίζεται με κάποιο απαγορευμένο σωματείο» και ότι η «απλή κατοχή βιβλίων δεν αποδείκνυε ότι κάποιος είναι μέλος ενός παράνομου σωματείου». Όλα αυτά έδωσαν πειστική μαρτυρία κατά του μεγάλου Αντιδίκου του Ιεχωβά.—Παρ. 27:11.
Ο Ιεχωβά Παρέχει Δύναμη
Το κύμα διωγμού κατά των Μαρτύρων στη γειτονική Μαλάουι επέφερε κακά αποτελέσματα, ειδικά στην περιοχή γύρω από την Τουκούγιου. Αν και έκανε πιο μαχητικούς τους εναντίους, σε άλλους έδινε ενόραση. Ένας δεσμοφύλακας το έθεσε ως εξής: «Στη Μαλάουι έχασαν τον καιρό τους διώκοντας και θανατώνοντας αυτούς τους ανθρώπους. Το ίδιο γίνεται κι εδώ. Αυτοί ποτέ δεν θα συμβιβαστούν. Απλώς αυξάνουν».
Όμως, δεν ήταν ίδια η ένταση του διωγμού σε όλη τη χώρα. Μερικές εκκλησίες κατάφεραν να χτίσουν νέες Αίθουσες Βασιλείας και συναθροίζονταν ελεύθερα, και μάλιστα έψελναν με ενθουσιασμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι Μάρτυρες λάβαιναν ανεμπόδιστα τα έντυπα μέσω του ταχυδρομείου. Το τμήμα της Κένυας συνέχισε να στέλνει περιοδεύοντες επισκόπους για να εποικοδομούνται οι αδελφοί και εκπροσώπους του τμήματος για να συναντηθούν με πρεσβυτέρους και μερικές εκκλησίες. Τα νέα έντυπα που εκδόθηκαν στη σουαχίλι ενίσχυσαν την πίστη των αδελφών στην Τανζανία. Πολλοί Μάρτυρες ανέλαβαν την υπηρεσία σκαπανέα και απόκτησαν μάλιστα τα προσόντα να αντικαταστήσουν τους ειδικούς σκαπανείς από τη Ζάμπια.
Για πολλούς Τανζανούς αδελφούς το ταξίδι που έκαναν κάθε χρόνο στην Κένυα για τη συνέλευση περιφερείας ήταν πραγματικός σταθμός στη ζωή τους. Συνήθως δεν ήταν δύσκολο να πάνε στην Κένυα με πούλμαν. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 1968 και σε μετέπειτα χρόνια, μεγάλες ομάδες 80 περίπου αδελφών ναύλωναν πούλμαν για να διανύσουν γύρω στα 1.500 χιλιόμετρα από τη νότια Τανζανία ως την Κένυα. Ήταν αξιόλογη θυσία, αν σκεφτεί κανείς ότι μάζευαν χρήματα επί μήνες για να πληρώσουν γι’ αυτό το μεγάλο γεγονός του χρόνου. Μερικοί Τανζανοί αξιωματούχοι στα σύνορα ήταν πολύ λογικοί και έλεγαν στους αδελφούς: «Να πάτε και παρακαλούμε να προσευχηθείτε και για εμάς». Το 1970 χρειάστηκαν τέσσερα πούλμαν για να πάνε 350 Μάρτυρες από τη νότια Τανζανία στη συνέλευση του Ναϊρόμπι.
Μαρτυρία την Ώρα της Δουλειάς
Οι Τανζανοί αδελφοί ήταν άφοβοι και εύστροφοι στο έργο κηρύγματος που έκαναν. Όταν μερικοί Μάρτυρες δούλευαν μαζί με πολλούς άλλους εργάτες που δεν ήταν Μάρτυρες, διευθετούσαν να παριστάνει ένας αδελφός τον ενδιαφερόμενο και να αρχίσει να κάνει Βιβλικές ερωτήσεις στους άλλους Μάρτυρες, οι οποίοι απαντούσαν ευχαρίστως. Μιλούσαν δυνατά ώστε να μπουν και οι άλλοι εργάτες στη συζήτηση, και έτσι έδιναν μαρτυρία για την Αγία Γραφή ώρες ολόκληρες—χωρίς, βέβαια, να διακόπτουν τη δουλειά τους.
Όταν κυκλοφόρησε στη σουαχίλι το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, έγινε τόσο δημοφιλές που σε λίγο μέχρι και οι εχθροί των καλών νέων το αναγνώριζαν αμέσως από το μπλε του κάλυμμα. Γι’ αυτόν το λόγο η Εταιρία αποφάσισε να ξανατυπώσει το βιβλίο Αλήθεια στη σουαχίλι σ’ ένα λιγότερο ευδιάκριτο χρώμα.
Η Αλήθεια Ελευθερώνει
Σε μερικά μέρη της χώρας οι κληρικοί του Χριστιανικού κόσμου δημιουργούσαν προβλήματα. Στις πλαγιές του όρους Μέρου, δυτικά του Κιλιμάντζαρο, μια ομάδα έξι ατόμων μελετούσε με ζήλο τις αλήθειες της Αγίας Γραφής. Στο τέλος κάποιας μελέτης, ένας Λουθηρανός ιερέας μάζεψε κόσμο με σκοπό να κάνει φασαρία έξω από τον τόπο στον οποίο αυτοί μελετούσαν. Μερικές μέρες αργότερα, αυτοί οι ενδιαφερόμενοι γύριζαν σπίτι τους από μια εκκλησιαστική συνάθροιση 20 χιλιόμετρα μακριά και τους περίμεναν προβλήματα. Ο πατέρας του ενός είχε πάει στο σπίτι του γιου του, ο οποίος έκανε μελέτη, και απειλούσε να τον σκοτώσει με το τσεκούρι που κρατούσε. Στο σπίτι ενός άλλου ενδιαφερομένου είχαν κάνει διάφορες ζημιές και έλειπε η κατσίκα και το παιδί του. Έναν τρίτο ενδιαφερόμενο τον έδειραν και του έκλεψαν τα ζώα του. Μήπως αποθαρρύνθηκαν αυτοί οι ενδιαφερόμενοι όσον αφορά την αναζήτηση της Βιβλικής αλήθειας; Ούτε κατά διάνοια! Ο καθένας απ’ αυτούς δήλωσε γραπτώς ότι αποχωρεί από την εκκλησία του Χριστιανικού κόσμου στην οποία ανήκε.
Σύντομα όλοι τους προόδευσαν τόσο ώστε να μπορούν να γίνουν αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι, αλλά υπήρχε ένα εμπόδιο· έπρεπε να παρουσιάσουν ληξιαρχικές πράξεις γάμου. Όμως, τις ληξιαρχικές πράξεις τις είχαν οι ιερείς, οι οποίοι αρνιούνταν να τις δώσουν. Το ζήτημα έπρεπε να φερθεί στο δικαστήριο. Οι ιερείς υποστήριζαν ότι αυτοί οι άνθρωποι ανήκαν σε παράνομο σωματείο, όμως ο πλημμελειοδίκης εκνευρίστηκε με τους ιερείς, τους επέβαλε πρόστιμο και τους υποχρέωσε να δώσουν τις ληξιαρχικές πράξεις στους κατόχους τους.
Βοήθεια στις Σεϋχέλλες
Θυμάστε τους 11 απομονωμένους ευαγγελιζομένους που ζούσαν μακριά από την ήπειρο της Αφρικής, στις Σεϋχέλλες; Αυτοί ήθελαν επειγόντως να λάβουν βοήθεια από το εξωτερικό. Στις αρχές του 1974 ο Ραλφ και η Όντρι Μπάλαρντ ήρθαν με τα παιδιά τους από την Αγγλία για να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη και κατάφεραν να πάρουν άδειες παραμονής. Λόγω του ενθουσιασμού και του ζήλου που εκδήλωναν στον αγρό, μπόρεσαν να αρχίσουν πολλές νέες Γραφικές μελέτες. Μολονότι το 1969 και το 1972 δεν είχε επιτραπεί η είσοδος ιεραποστόλων, ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής αναγνωρίστηκε νομικά στις 29 Αυγούστου 1974, και αυτό έδωσε επιπρόσθετη ώθηση στο έργο.
Τότε υπήρχαν 32 ευαγγελιζόμενοι που έδιναν έκθεση έργου και τον επόμενο χρόνο αυξήθηκαν και έγιναν 51 άτομα. Δεν ήταν εύκολο πράγμα για τους ντόπιους να ταχθούν υπέρ του Ιεχωβά, εφόσον οι Καθολικοί ιερείς τούς απειλούσαν ότι θα έχαναν τη δουλειά ή το σπίτι τους. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η επιρροή των κληρικών μειώθηκε, και εκείνοι που αγαπούσαν την αλήθεια έκαναν θαρραλέα βήματα.
Επίσης το 1974, αφού είχαν κηρυχτεί τα καλά νέα σε όλο το κύριο νησί Μαέ, οι Μάρτυρες έκαναν ένα τρίωρο ταξίδι με πλοίο για να πάνε στο δεύτερο σε μέγεθος νησί, που λέγεται Πρασλίν και είναι πασίγνωστο για το Βαλέ ντε Με με τους κοκκοφοίνικες. Αυτά τα φοινικόδεντρα παράγουν τη λεγόμενη διπλή ινδική καρύδα, ή αλλιώς κοκό ντε μερ, που είναι ίσως ο πιο βαρύς καρπός στον κόσμο (ζυγίζει 14-18 κιλά) και τον οποίο εποφθαλμιούν πολλοί συλλέκτες για το ασυνήθιστο σχήμα του. Βέβαια, επειδή υπήρχαν λιγότεροι από 5.000 κάτοικοι, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ θαρραλέος για να ταχθεί σταθερά υπέρ της αλήθειας μπροστά σ’ αυτή την πίεση των γύρω του. Κι όμως μερικοί το έκαναν αυτό, αν και απαιτήθηκε χρόνος για να εκπαιδευτούν ώστε να κηρύττουν τα καλά νέα με διακριτικότητα αντί απλώς να επιτίθενται κατά της ειδωλολατρίας ή να κηρύττουν την καταστροφή των ασεβών στον Αρμαγεδδώνα.
Τελικά, το 1976 ένα αντρόγυνο ιεραποστόλων εγκαταστάθηκε στη Βικτόρια του Μαέ. Αυτοί βοήθησαν την εκκλησία να σταθεροποιηθεί πνευματικά και βοήθησαν επίσης πολλά παιδιά από οικογένειες Μαρτύρων να βαδίσουν στην αλήθεια. Αυτό δεν ήταν εύκολο, επειδή μερικοί είχαν συνηθίσει σ’ έναν πολύ ανέμελο τρόπο ζωής, με ελάχιστους ηθικούς φραγμούς. Λίγοι μόνο ντόπιοι Μάρτυρες κατέβαλλαν σθεναρές προσπάθειες όσον αφορά την προσωπική μελέτη και την υπηρεσία αγρού. Γι’ αυτό και μερικοί ταλαντεύονταν εύκολα από κάθε νέα κοσμική τάση, πράγμα που τους έκανε να παρεκκλίνουν από την οδό της αλήθειας. Επίσης, μερικά άτομα που ήταν συνταυτισμένα με την εκκλησία δεν υπηρετούσαν έχοντας υπόψη τους την αιωνιότητα, αλλά είχαν συγκεντρώσει την προσοχή τους σε κάποια ημερομηνία για το τέλος αυτού του πονηρού κόσμου. Όλα αυτά αναχαίτιζαν την πνευματική πρόοδο.
Στέκονται Σταθεροί Χωρίς Βοήθεια από το Εξωτερικό
Στις 5 Ιουνίου 1977 ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία μια νέα κυβέρνηση και σήμανε την αρχή μιας νέας εμπειρίας γι’ αυτά τα νησιά που ήταν κάποτε ήρεμα. Το νέο κοινοβούλιο συζήτησε σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και την ουδέτερη στάση τους απέναντι σε όλες τις επίγειες κυβερνήσεις. Ένας βουλευτής πρότεινε να απαγορευτούν οι Μάρτυρες, όμως οι άλλοι υποστήριξαν με σοφία τις συνταγματικές εγγυήσεις περί θρησκευτικής ελευθερίας.
Ωστόσο, το 1978 έκλεισαν τον ιεραποστολικό οίκο και οι ιεραπόστολοι πήραν διορισμό για την Κένυα. Είχε φύγει, επίσης, και η οικογένεια Μπάλαρντ. Τώρα οι ντόπιοι αδελφοί έπρεπε να σταθούν με τις δικές τους δυνάμεις. Ωστόσο, ήταν τώρα καλύτερα εξαρτισμένοι προκειμένου να φροντίσουν για το έργο της Βασιλείας, εφόσον είχαν επωφεληθεί από τη συναναστροφή με αδελφούς που ήταν έμπειροι στην αλήθεια και εφόσον οι πρεσβύτεροι είχαν παρακολουθήσει αρκετές Σχολές Διακονίας της Βασιλείας. Παρά τον πλατιά διαδεδομένο αναλφαβητισμό και την προσκόλληση στον πνευματισμό, οι αδελφοί εξακολουθούσαν να βρίσκουν προβατοειδή άτομα. Το 1982 υπήρχαν και πάλι 50 ευαγγελιζόμενοι στις Σεϋχέλλες και μερικοί, περιλαμβανομένης και της Λίζας Γκάρντνερ, ανέλαβαν την υπηρεσία τακτικού σκαπανέα. Τελικά, τον Ιανουάριο του 1987, εγκρίθηκε η καταχώρηση του Συλλόγου των Μαρτύρων του Ιεχωβά στις Σεϋχέλλες, όμως δεν χορηγούνταν ακόμη άδεια εισόδου για ιεραποστόλους.
Θερισμός στα Νησιά
Η πρώτη συνέλευση περιφερείας διεξάχθηκε στις 16-18 Ιανουαρίου 1987. Μέχρι τότε όλες οι συναθροίσεις και οι συνελεύσεις περιοχής διεξάγονταν στην Αίθουσα Βασιλείας· η συνέλευση περιφερείας θα ήταν η πρώτη σύναξη που θα γινόταν σε άλλο χώρο.
Σε ποιο χώρο; Στο υπέροχο περίπτερο ενός μεγάλου τουριστικού ξενοδοχείου. Αυτός ο σχεδόν υπαίθριος χώρος, με την αχυροσκεπή του, είχε κατασκευαστεί ανάμεσα σε βράχους και έβλεπε σ’ έναν από τους πιο όμορφους όρμους του Μαέ. Οι εκπρόσωποι απόλαυσαν, όχι μόνο το πνευματικό πρόγραμμα, αλλά και τον κατευναστικό ήχο των κυμάτων και το αναζωογονητικό θαλασσινό αεράκι που φυσούσε.
Ο αριθμός των παρόντων την πρώτη μέρα ήταν κάτι το συγκινητικό—173 άτομα. Την Κυριακή ο χώρος ήταν κατάμεστος—256 άτομα. Αφού υπήρχαν μόνο 80 ευαγγελιζόμενοι, καταλαβαίνουμε τι προοπτικές υπήρχαν για αύξηση σ’ αυτά τα νησιά!
Μεταξύ αυτών που βαφτίστηκαν στη συνέλευση περιφερείας ήταν μια γυναίκα που κάποτε ήταν εναντιούμενη. Τι την έκανε να αλλάξει; Παρακολούθησε την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Τότε κατάλαβε ποιοι είναι πραγματικά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έπρεπε, όμως, να κάνει μερικές αλλαγές στη ζωή της. Για να εξασφαλίζει τα προς το ζην, είχε ένα μικρό μαγαζί στην άκρη του δρόμου και, μεταξύ άλλων, πουλούσε τσιγάρα. Την προειδοποίησαν ότι αν σταματούσε να πουλάει τσιγάρα, δεν θα είχε πια πελάτες το μαγαζί της. Απτόητη αυτή έθεσε την εμπιστοσύνη της στον Ιεχωβά και σταμάτησε να πουλάει τσιγάρα. Η δουλειά της δεν επηρεάστηκε. Μάλιστα, αυτή η γυναίκα, για να έχει περισσότερο χρόνο για το έργο που θεωρούσε πιο σημαντικό, το κήρυγμα της Βασιλείας, κρέμασε στο μαγαζί της μια ταμπέλα με τις ώρες λειτουργίας και κανόνισε να αφιερώνει τις καλύτερες ώρες της μέρας στο έργο κηρύγματος.
Οι κόποι των αδελφών στο ευαγγελιστικό έργο έφεραν καλή συγκομιδή. Το 1990 αφιερώθηκε μια Αίθουσα Βασιλείας στο νησί Πρασλίν. Διεξάγονται πολλές Γραφικές μελέτες στο τρίτο σε μέγεθος νησί, το Λα Ντιγκ. Επίσης, το Σεπτέμβριο του 1990 η επίβλεψη των Σεϋχελλών ανατέθηκε στο τμήμα του Μαυρίκιου, όπου μιλιέται μια παρόμοια κρεολική γλώσσα.
Ρουάντα—Η Κρυμμένη Ελβετία της Αφρικής
Τώρα ας επιστρέψουμε στην ηπειρωτική χώρα. Το Μπουρούντι συνορεύει στο βορρά με τη Ρουάντα, που είναι μια εξίσου όμορφη και λοφώδης χώρα, φωλιασμένη ανάμεσα στο Ζαΐρ, την Ουγκάντα και την Τανζανία, και είναι επίσης η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Αφρικής. Από την ανατολή ως τη δύση και από το νότο ως το βορρά η απόσταση είναι πάνω από 160 χιλιόμετρα, αλλά τα τελευταία 20 χρόνια ο πληθυσμός έχει αυξηθεί από τρία εκατομμύρια σε εφτά και πλέον εκατομμύρια. Στη Ρουάντα καλλιεργούνται μερικά από τα καλύτερα είδη τσαγιού στον κόσμο, και εκεί ζουν πολλοί από τους ορεινούς γορίλες που υπάρχουν στον κόσμο. Είναι μια χώρα με βουνά, λίμνες και πάνω από 10.000 λόφους και σ’ αυτή βρίσκονται οι πιο απομακρυσμένες πηγές του Νείλου.
Όπως και στο γειτονικό Μπουρούντι, έτσι και στη Ρουάντα η πλειονότητα των ανθρώπων ανήκει στη φυλή Χούτου και μια μειονότητα στη φυλή των πανύψηλων Τούσι. Σ’ αυτή την «Κρυμμένη Ελβετία της Αφρικής» οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε απομονωμένες αγροικίες που περιβάλλονται από φυτείες με μπανανιές. (Βλέπε Ξύπνα! 22 Ιουλίου 1976.) Όλοι οι κάτοικοι μιλούν τη γλώσσα κινιαρουάντα· και οι πιο μορφωμένοι γνωρίζουν επίσης γαλλικά.
Πώς θα έφτανε η ζωοπάροχη αλήθεια του Λόγου του Θεού σ’ αυτή την απόμακρη ορεινή χώρα; Το 1969 το Κυβερνών Σώμα διόρισε τέσσερις Γαλααδίτες στη Ρουάντα, αλλά απορρίφθηκαν οι αιτήσεις τους για είσοδο στη χώρα, ίσως εξαιτίας της ισχυρής ακόμη επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας.
Όμως, τον επόμενο χρόνο, δυο ειδικοί σκαπανείς από την Τανζανία, ο Όντεν και η Άνια Μογουαϊσόουμπα, εγκαταστάθηκαν στο Κιγκάλι, την πρωτεύουσα, και άρχισαν το κήρυγμα. Επειδή δεν γνώριζαν τη γλώσσα κινιαρουάντα, άρχισαν να μιλούν σε ανθρώπους που γνώριζαν σουαχίλι, οι οποίοι ήταν κυρίως από το Ζαΐρ και την Τανζανία. Το Φεβρουάριο του 1971 τέσσερις ευαγγελιζόμενοι ανέφεραν το έργο που έκαναν στη διακονία αγρού. Ως αποτέλεσμα μιας αλλαγής που έγινε στην κυβέρνηση υπήρχε περισσότερη ανεξιθρησκία, αλλά το γλωσσικό πρόβλημα επιβράδυνε την ανάπτυξη εφόσον δεν υπήρχε ως τότε κανένα έντυπο στην κινιαρουάντα.
Ήρθαν κι άλλοι σκαπανείς από το Ζαΐρ και την Τανζανία για να βοηθήσουν. Το 1974 υπήρχαν 19 ενεργοί ευαγγελιζόμενοι. Το 1975 αυτοί διέθεσαν πάνω από χίλια βιβλία. Το χρόνο εκείνο έλαβαν χώρα κι άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα: τους επισκέφτηκε ένας αδελφός από το γραφείο τμήματος του Ναϊρόμπι, βαφτίστηκαν έξι άτομα και η σειρά μαθημάτων της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας ωφέλησε εφτά αδελφούς από τη Ρουάντα. Πράγματι, είχε τεθεί ένα καλό θεμέλιο για επέκταση. Άρχισαν να δημιουργούνται μικροί όμιλοι για μελέτη της Αγίας Γραφής έξω από το Κιγκάλι.
Επιστρέφει Ένας Μετανάστης
Στο μεταξύ, ένας άντρας από τη Ρουάντα, ο Γκασπάρ Ρουακαμπούμπου, γνώρισε την αλήθεια όταν εργαζόταν στα χαλκωρυχεία του Κολουέζι στο νότιο Ζαΐρ. Αυτός βοήθησε στην επίβλεψη της τοπικής εκκλησίας και έτσι απέκτησε ωφέλιμη πνευματική πείρα. Όμως, οι σκέψεις και οι προσευχές του περιστρέφονταν συχνά γύρω από την πατρίδα του, τη Ρουάντα, όπου τα καλά νέα δεν κηρύττονταν σχεδόν σε κανέναν.
Τι θα έκανε σχετικά μ’ αυτό; Ο Γκασπάρ μίλησε σ’ έναν εκπαιδευτή της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας, ο οποίος ήταν και ιεραπόστολος. Ο εκπαιδευτής τον ρώτησε: «Γιατί να μην αναλάβεις την ολοχρόνια υπηρεσία και να γυρίσεις στη Ρουάντα;»
Ο αδελφός καταχάρηκε μ’ αυτή την προοπτική, και ούτε η προαγωγή που θα έπαιρνε στην εργασία του ούτε η πίεση από τους συγγενείς του δεν κατάφεραν να τον αποτρέψουν. Ήταν φανερή, επίσης, η βοήθεια του Ιεχωβά. Όχι μόνο κατάφερε και έβγαλε όλα τα έγγραφα που έπρεπε σε χρόνο ρεκόρ, αλλά και ο εργοδότης του στο ορυχείο τού έδωσε και τα αεροπορικά εισιτήρια για να επιστρέψει στη Ρουάντα. Έφτασε στο Κιγκάλι τον Ιούνιο του 1975. Αυτή η μετακίνηση συνεπαγόταν υλικές θυσίες για τον αδελφό Ρουακαμπούμπου· δεν θα ζούσε πια στο μεγάλο σπίτι που του χορηγούσε η εταιρία, αλλά σε μια απλή πλιθοκαλύβα.
Ο ενθουσιασμός του και το γεγονός ότι καταλάβαινε την ιδιοσυγκρασία των συμπατριωτών του συνέβαλαν στην επιτάχυνση της θεοκρατικής προόδου. Κι άλλοι κάτοικοι της Ρουάντα γνώρισαν την αλήθεια με τον ίδιο ζήλο που είχε και ο αδελφός Ρουακαμπούμπου. Στο Κιγκάλι αυξήθηκε ο αριθμός των παρόντων στις συναθροίσεις, και οι ευαγγελιζόμενοι, από 29 άτομα το 1975, ανήλθαν σε 46 το 1976 και κατόπιν σε 76 το 1977. Σαράντα άτομα παρακολούθησαν την πρώτη συνέλευση περιοχής, η οποία διεξάχθηκε στο καθιστικό του αδελφού Ρουακαμπούμπου.
Το 1976 εμφανίστηκε το πρώτο έντυπο στην κινιαρουάντα, το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας». Μετά, το 1977, έγινε άλλη μια προσπάθεια να έρθουν ιεραπόστολοι στο Κιγκάλι. Δυο αντρόγυνα μπόρεσαν να μπουν στη χώρα με προσωρινές βίζες. Ύστερα από πολύ ψάξιμο, βρήκαν έναν κατάλληλο ιεραποστολικό οίκο. Δυστυχώς, όμως, μολονότι το σπίτι ήταν ευρύχωρο, δεν είχε συνδεθεί ακόμη το νερό, και οι ιεραπόστολοι έπρεπε να κάνουν ντους κάτω από την υδρορροή. Κάθε φορά που έβρεχε έτρεχαν έξω για να βάλουν ό,τι δοχεία είχαν και να τα γεμίσουν με βρόχινο νερό. Μια φορά, αφού κατέβαλαν μεγάλο κόπο για να γεμίσουν την μπανιέρα, ανακάλυψαν ότι έτρεχε η τάπα και όλο το πολύτιμο νερό τους είχε χαθεί!
Μαθαίνουν τη Γλώσσα
Οι ιεραπόστολοι ήξεραν ότι, για να αγγίξουν τα καλά νέα την καρδιά των ντόπιων, έπρεπε να μάθουν τη γλώσσα τους, γι’ αυτό και άρχισαν να μελετούν την κινιαρουάντα. Σημείωσαν καλή πρόοδο, μάλιστα εντυπωσίασαν τους τοπικούς αξιωματούχους, πολλοί από τους οποίους είχαν ευνοϊκή διάθεση απέναντι στο άγγελμα της Βασιλείας. Σύντομα, όμως, οι ιεραπόστολοι ένιωσαν την επιρροή των εκπροσώπων της ψεύτικης θρησκείας· δεν τους χορηγήθηκαν νέες βίζες. Έτσι, ύστερα από τρεις μόνο μήνες παραμονής στη χώρα, οι ιεραπόστολοι έφυγαν για το Ζαΐρ.
Για διάφορους λόγους χρειάστηκε να φύγουν από τη Ρουάντα και οι ξένοι ειδικοί σκαπανείς. Οι ντόπιοι αδελφοί στη Ρουάντα αναπλήρωσαν το κενό, άρχισαν να κάνουν σκαπανικό και επέκτειναν το έργο κηρύγματος σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας. Τα αποτελέσματα; Οι Μάρτυρες κήρυξαν το άγγελμα της Βασιλείας σε εκατό και πλέον λαϊκές αγορές. Πόσο θαυμάσιο ήταν να βλέπει κανείς αυτή την πρόοδο ύστερα από ένα τόσο αργοπορημένο ξεκίνημα!
Καθώς φλέγονταν από ζήλο για την αλήθεια, οι Μάρτυρες στη Ρουάντα ήθελαν να γευτούν τη χαρά της συναναστροφής με αδελφούς τους από άλλα μέρη. Έτσι, το 1978, 30 άτομα από τη Ρουάντα ταξίδεψαν στο Ναϊρόμπι, μια απόσταση πάνω από 1.200 χιλιόμετρα, για να παρακολουθήσουν τη Συνέλευση Περιφερείας «Νικηφόρος Πίστις». Ήταν δύσκολο ταξίδι για πολλούς λόγους. Ένα πρόβλημα ήταν τα ακατάστατα δρομολόγια των συγκοινωνιακών μέσων. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι χρειαζόταν να ταξιδέψουν μέσα από την Ουγκάντα, όπου επικρατούσε πολιτική αστάθεια, και έπρεπε να περάσουν από ελέγχους σε δεκάδες μπλόκα υπό την απειλή των όπλων· μάλιστα μερικούς τους συνέλαβαν και απείλησαν ότι θα τους εκτελέσουν. Εκτός αυτού, συχνά χαλούσε το όχημα που τους μετέφερε και αντιμετώπιζαν προβλήματα στα σύνορα. Συνολικά, για το ταξίδι στο Ναϊρόμπι απαιτήθηκαν τέσσερις μέρες. Όμως, πόσο χάρηκαν αυτοί οι αδελφοί όταν είδαν χιλιάδες ομοπίστους τους από διάφορα έθνη ενωμένους με ειρήνη στη συνέλευση του Ναϊρόμπι!
Ταραχώδη Χρόνια στην Ουγκάντα
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν ακούγονταν χαρούμενοι ήχοι στη γειτονική Ουγκάντα. Η κατάσταση που επικρατούσε ήταν πολύ τεταμένη. Όχι μόνο αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα όλοι οι ιεραπόστολοι και οι ξένοι αδελφοί, αλλά όλοι οι άνθρωποι ζούσαν καθημερινά με το φόβο μήπως χάσουν τη ζωή τους. Τα οικονομικά προβλήματα και η απαγόρευση που επιβλήθηκε ξανά στους Μάρτυρες του Ιεχωβά το 1975 επιδείνωσαν τις δυσκολίες των αδελφών. Μια προσφυγή που έγινε για την άρση της απαγόρευσης δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, μολονότι η κυβέρνηση είχε προηγουμένως υποσχεθεί θρησκευτική ελευθερία.
Εκείνα τα χρόνια, το να έχει κανείς προβλήματα με το νόμο δεν κατέληγε σε δικαστήρια, αλλά σε βασανιστήρια και στο θάνατο. Δεν υπήρχε τόπος για λιγόψυχους. Χρειαζόταν ατσαλένιο θάρρος για να παραμείνει κανείς μάρτυρας του αληθινού Θεού. Εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης, οι άνθρωποι ανησυχούσαν ολοένα και περισσότερο για τις υλικές τους ανάγκες και δεν είχαν εξαφανιστεί επίσης οι τάσεις προς την ανηθικότητα. Έτσι οι Μάρτυρες μάχονταν σε πολλά και διάφορα μέτωπα: ο φόβος του ανθρώπου, ο υλισμός, η ανηθικότητα και ο πνευματισμός ήταν λίγα μόνο από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Ως αποτέλεσμα, οι ευαγγελιζόμενοι μειώθηκαν από 166 το 1976 σε 137 το 1979. Φυσικά, μέρος αυτής της μείωσης οφειλόταν στο γεγονός ότι πολλοί εγκατέλειπαν τη χώρα. Πάνω από το 25 τοις εκατό των ευαγγελιζομένων έφυγαν. Παρ’ όλα αυτά, παρέμειναν στη χώρα πολλοί που έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τον Θεό και ήταν φιλικά διακείμενοι προς τους Μάρτυρες.
Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα για όλους στην Ουγκάντα, πόσο μάλλον για τους Μάρτυρες που ήταν υπό απαγόρευση. Ευτυχώς, αυτή η απαγόρευση δεν τηρούνταν με αυστηρότητα παντού. Σε μερικά μέρη εξακολουθούσε να γίνεται έργο ειδικού σκαπανέα, και μάλιστα αυτό το έργο επεκτεινόταν. Διορίστηκαν ειδικοί σκαπανείς σε διάφορες πόλεις στα βόρεια της χώρας, και σύντομα σχηματίστηκαν επιπρόσθετες εκκλησίες. Στο Σορότι, μια πόλη στα βορειοανατολικά, ο έπαρχος επέτρεψε στους αδελφούς να χρησιμοποιούν ένα από τα καλύτερα σχολεία της πόλης για τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις, παρά την απαγόρευση!
Όμως στην Καμπάλα συνέλαβαν δυο αδελφούς καθώς κήρυτταν και τους έριξαν στην πιο διαβόητη φυλακή της χώρας. Οι άλλοι αδελφοί πίστευαν πως δεν θα τους ξαναέβλεπαν ποτέ, αλλά ευτυχώς αποφυλακίστηκαν μια εβδομάδα αργότερα. Στη Λίρα φυλακίστηκαν τρεις Μάρτυρες για τρεις μήνες επειδή κήρυτταν.
Για τους ντόπιους, η εξαφάνιση συγγενών και γειτόνων, οι πυροβολισμοί τη νύχτα, τα άδεια μαγαζιά, ο τριψήφιος πληθωρισμός και η έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων έγιναν συνηθισμένα φαινόμενα. Έβλεπες εκατοντάδες ανθρώπους να περιμένουν στη στάση του λεωφορείου, πανέτοιμοι να ορμήσουν μέσα σ’ ένα όχημα με οχτώ μόνο θέσεις. Οι τιμές των εισιτηρίων που καθόριζε η κυβέρνηση πολλές φορές αγνοούνταν. Η πληρωμή των «εισιτηρίων» συνήθως λάβαινε χώρα όταν σταματούσε το όχημα σε κάποιο απομονωμένο μέρος και κάθε επιβάτης έπρεπε να δώσει ό,τι ζητούσε ο οδηγός.
Τα έντυπα που έστελναν οι αδελφοί από το Ναϊρόμπι και οι επισκέψεις αδελφών από το γραφείο τμήματος ήταν σαν μάννα από τον ουρανό—πνευματική τροφή στον κατάλληλο καιρό και αναζωογονητική πηγή ενθάρρυνσης για τους Μάρτυρες στην Ουγκάντα. Παρά τα εμπόδια, μερικοί κατάφερναν να παρακολουθούν τις συνελεύσεις περιφερείας στην Κένυα. Επίσης, συνεχίζονταν οι μικρές τοπικές συνελεύσεις· σε μια τέτοια σύναξη βαφτίστηκε μια γυναίκα που μόλις την προηγουμένη είχε γεννήσει.
Τους Ενδυνάμωνε ο Ιεχωβά
Οι Μάρτυρες που συνέχισαν να υπηρετούν ως ολοχρόνιοι κήρυκες κάτω απ’ αυτές τις πολυτάραχες περιστάσεις ήταν αξιοσημείωτα παραδείγματα πίστης. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η Άννα Ναμπούλια, μια ηλικιωμένη αδελφή από τη Μασάκα. Σταθμό στη ζωή της αποτέλεσε η παρακολούθηση της Σχολής Υπηρεσίας Σκαπανέα στην Κένυα. Πήγαινε στην τάξη ντυμένη με την παραδοσιακή ενδυμασία της Ουγκάντας, ένα μακρύ ριχτό φόρεμα με μεγάλα λουλούδια, και κατενθουσιαζόταν από τη βαθιά πνευματική ύλη και τις πρακτικές συμβουλές που παρουσιάζονταν.
Οι συγγενείς της αδελφής Ναμπούλια την πίεζαν να μην επιστρέψει στην Ουγκάντα, αλλά να μείνει μαζί τους στην Κένυα, αποφεύγοντας έτσι οικονομικές δυσκολίες, κινδύνους και δυσχέρειες. Εκείνη ήταν ανένδοτη· ήθελε να κηρύξει στην Ουγκάντα, εκεί που οι άνθρωποι χρειάζονταν το παρηγορητικό άγγελμα των καλών νέων. Η ίδια είπε: «Παρά τις αδυναμίες που φέρνουν τα γεράματα, θέλω να χρησιμοποιήσω τις λίγες δυνάμεις που έχω για να βοηθήσω τους συμπατριώτες μου να αποκτήσουν καλή σχέση με τον Ιεχωβά». Έτσι γύρισε στην Ουγκάντα όπου υπηρέτησε πιστά το λαό της και τον Θεό της μέχρι το θάνατό της.
Ένα άλλο παράδειγμα πίστης ήταν ένας σκαπανέας ο οποίος κήρυττε με θάρρος σε όλους τους στρατιωτικούς και τους αστυνομικούς που υπήρχαν στον απομονωμένο διορισμό του. Όποτε του τελείωναν τα χρήματα και δεν μπορούσε να αγοράσει καυσόξυλα για να μαγειρέψει, έκαιγε καρέκλες και ξύλα από τα έπιπλά του μέχρις ότου να λάβει χρήματα και τα πολυπόθητα Βιβλικά έντυπα. Οι άνθρωποι του τομέα του είχαν τόση πείνα για πνευματική τροφή που σε μια μέρα μπορούσε εύκολα να δώσει 40 ή 50 βιβλία.
Οι Μάρτυρες συνέχισαν να υφίστανται κακομεταχείριση, συλλήψεις και ανακρίσεις, αλλά εγκαρτέρησαν. Ο Ιεχωβά έδωσε στο λαό του «γλώσσαν πεπαιδευμένων» και αυτοί έδιναν με θάρρος μαρτυρία στις κρατικές αρχές.—Ησ. 50:4.
Οι χήρες αδελφές ήταν πηγή ενθάρρυνσης για πολλούς Μάρτυρες στην Καμπάλα. Αυτές, όχι μόνο υπέφεραν επειδή έχασαν το σύζυγό τους, αλλά στερήθηκαν και τα υλικά τους αποκτήματα. Παρ’ όλα αυτά έθεταν τα συμφέροντα του Ιεχωβά στην πρώτη θέση, και γι’ αυτό εργάζονταν σκληρά στη διακονία και ενστάλαζαν θεοσεβείς αξίες στα παιδιά τους. Βοηθούσαν τους συνανθρώπους τους να γνωρίσουν κι αυτοί την αλήθεια, και αργότερα είχαν τη χαρά να βλέπουν μερικά από τα παιδιά των ατόμων με τα οποία έκαναν Γραφική μελέτη να γίνονται σκαπανείς. (Βλέπε το τεύχος της Σκοπιάς 15 Ιουνίου 1985, σελίδες 27-31.) Ο Ιεχωβά ευλόγησε το γεμάτο ζήλο έργο όλων αυτών των πιστών, και ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας αυξανόταν.
Τζιμπουτί—Ζέστη και Ξηρασία
Απέναντι από τη νοτιοδυτική άκρη της Αραβικής χερσονήσου, ανάμεσα στην Αιθιοπία και τη Σομαλία, βρίσκεται η μικρή χώρα Τζιμπουτί, η πρώην Γαλλική Σομαλία. Εκεί υπάρχει μια σημαντική βάση του Γαλλικού Ναυτικού. Η πρωτεύουσα της χώρας, που ονομάζεται κι αυτή Τζιμπουτί, αναφέρεται σε μερικά αλμανάκ ως η πιο ζεστή πόλη του κόσμου. Μολονότι οι συνθήκες θυμίζουν έρημο, αυτή η μικρή χώρα έχει τη γοητεία της, ιδιαίτερα στις ακτές, όπου υπάρχουν υπέροχοι κοραλλιογενείς σχηματισμοί που σφύζουν από θαλάσσια ζωή.
Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στην ήπειρο της Αφρικής η Μεγάλη Ρηξιγενής Κοιλάδα, που ξεκινάει από το Λίβανο και διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα. Γύρω από τις λίμνες Ασάλ και Αμπέ βλέπει κανείς θαυμαστά φυσικά φαινόμενα—σχηματισμούς από διάφορα άλατα και γύψο, οβελίσκους από ασβεστόλιθο, θερμές πηγές και πολύχρωμα νερά.
Ο μισός και πλέον πληθυσμός της χώρας ανήκει στη φυλή Αφάρ, της οποίας η εδαφική περιοχή φτάνει μέχρι την έρημο Ντανακίλ στην Αιθιοπία. Η άλλη φυλή, που λέγεται Ισά, είναι σομαλικός λαός και ζει στην πρωτεύουσα, η οποία βρίσκεται κοντά στη Σομαλία. Η υπερβολική ζέστη κάνει τους ανθρώπους ληθαργικούς, και μερικές φορές παίρνουν το λεωφορείο για να διανύσουν 90 και μόνο μέτρα. Πολλοί έχουν εθιστεί στο κάφτα, ένα ήπιο διεγερτικό ναρκωτικό που βρίσκεται στα φύλλα ορισμένων δέντρων τα οποία καλλιεργούνται στις ορεινές περιοχές της Υεμένης, της Αιθιοπίας και της Κένυας. Μάλιστα τα περισσότερα μεσημέρια οι άνθρωποι συνήθως τα αφιερώνουν για να παίρνουν κάφτα· σχεδόν όλες οι άλλες δραστηριότητες σταματούν εκείνη την ώρα. Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων είναι Μουσουλμάνοι και μιλούν τη γαλλική, την αραβική, τη σομαλική και την αφάρ.
Η πρώτη που κήρυξε τα καλά νέα στο Τζιμπουτί ήταν η Κλοντίν Βομπάν, μια Γαλλίδα αδελφή που ήταν παντρεμένη μ’ ένα στρατιωτικό. Σ’ αυτή τη Μουσουλμανική χώρα ήταν επικίνδυνο για μια λευκή να κυκλοφορεί έξω μόνη της. Αλλά αυτό δεν έκανε την αδελφή Βομπάν να περιορίσει τη δράση της. Στη διάρκεια των τριών ετών που έμεινε στο Τζιμπουτί, αυτή παρέμεινε δραστήρια στη διακονία αγρού και διεξήγαγε δυο Γραφικές μελέτες. Περίπου δυο χρόνια αργότερα, στο τέλος του 1977, ήρθε ένας νεαρός που καταγόταν από το Τζιμπουτί και είχε μελετήσει την αλήθεια στη Γαλλία. Αυτός, όμως, περιέπεσε σε πνευματικά προβλήματα και αργότερα χρειάστηκε να αποκοπεί.
Το 1978 ήρθε και εγκαταστάθηκε στο Τζιμπουτί μια Αιθιόπισσα αδελφή που ήταν πρόσφυγας. Αυτή αργότερα έμαθε γαλλικά και έχει παραμείνει πιστή μολονότι πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα εντελώς απομονωμένη από άλλους Μάρτυρες. Διάφοροι επισκέπτες αδελφοί από τη Γαλλία και την Αιθιοπία τής έδιναν πνευματική ενθάρρυνση. Ωστόσο, αυτό συνέβαινε περιοδικά μέχρι το 1981· τότε ήρθε από τη Γαλλία ένας νεαρός διακονικός υπηρέτης, ο Ζαν Γκαμπριέλ Μασόν, μαζί με τη σύζυγό του, τη Συλβί, για να υπηρετήσουν εκεί που η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Αυτό ήταν ένα τολμηρό βήμα για τους Μασόν, αν λάβει κανείς υπόψη του την απομόνωση, το ότι ήταν νέοι στην αλήθεια, το αντίξοο κλίμα και το υψηλό κόστος ζωής.
Σύντομα το οργανωμένο κήρυγμά τους έφερε καρπούς. Αρκετοί Αιθίοπες πρόσφυγες δέχτηκαν την αλήθεια πριν φύγουν από το Τζιμπουτί για να πάνε σε άλλες χώρες. Το 1982 υπήρχαν 6 ενεργοί ευαγγελιζόμενοι· 12 άτομα παρευρέθηκαν στην Ανάμνηση. Δυο μήνες αργότερα, στη διάρκεια της επίσκεψης ενός επισκόπου περιοχής από τη Γαλλία, τρία άτομα βαφτίστηκαν.
Εκείνη την εποχή οι συναθροίσεις γίνονταν στην αυλή του φτωχικού σπιτιού του αδελφού Μασόν, μερικές φορές κάτω από αρκετά ασυνήθιστες περιστάσεις. Μια φορά ένας επισκέπτης αδελφός από το Ναϊρόμπι εκφωνούσε κάποια Βιβλική ομιλία όταν μερικές γάτες άρχισαν να ρουθουνίζουν, να τσιρίζουν και να μαλώνουν μέσα στα αναρριχητικά φυτά που ήταν στηριγμένα σε μια πέργκολα πάνω από την αυλή. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός και, φυσικά, αποσπούσε σε μεγάλο βαθμό την προσοχή μέχρι που οι δυο γάτες έπεσαν από την πέργκολα και προσγειώθηκαν μπροστά ακριβώς από τον ομιλητή! Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε λίγο έγινε διακοπή ρεύματος· έτσι κάθονταν όλοι στο σκοτάδι. Εντούτοις, η συνάθροιση ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Ο αριθμός των παρόντων αυξήθηκε σε 18 άτομα. Παρ’ όλο που ήταν τόσο λίγοι οι παρευρισκόμενοι, είναι αξιοσημείωτο ότι οι συναθροίσεις διεξάγονταν σε τέσσερις γλώσσες: αγγλική, γαλλική, αμχαρική και σομαλική.
Ένας Μοναχός Τάσσεται Υπέρ της Αλήθειας
Δεν ήταν εύκολο για τον αδελφό Μασόν να εξασφαλίσει δουλειά, αλλά τελικά κατάφερε να βρει μια θέση ως δάσκαλος. Στο σχολείο γνώρισε τον Λουί Περνό, έναν Καθολικό μοναχό που ήταν διευθυντής του σχολείου και ζούσε εκεί σχεδόν 20 χρόνια. Όταν ο Λουί εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για τις αλήθειες της Αγίας Γραφής, ο αδελφός Μασόν τον προσκάλεσε στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. «Αδύνατον», είπε ο Λουί. «Εδώ στο Τζιμπουτί όλοι με γνωρίζουν και ξέρουν ποιος είμαι. Πώς να παρακολουθήσω εγώ συνάθροιση των Μαρτύρων του Ιεχωβά;»
Όμως ο αδελφός Μασόν είχε μια ιδέα. Πρότεινε στον Λουί να έρθει στο σπίτι του μέσα στο καταμεσήμερο την ώρα που κοιμούνταν όλοι στο Τζιμπουτί. Κατόπιν μπορούσε να καθίσει στην κρεβατοκάμαρα πίσω από μια κουρτίνα και να περιμένει να αρχίσει η συνάθροιση. Κανείς δεν θα ήξερε ότι ήταν εκεί, και μετά τη συνάθροιση μπορούσε να φύγει κρυφά χωρίς να τον δει κανείς μέσα στο σκοτάδι.
Αυτό και έγινε—ο Λουί παρακολούθησε την πρώτη του συνάθροιση καθισμένος πίσω από μια κουρτίνα στην κρεβατοκάμαρα των Μασόν! Αν και δεν κατάλαβε πολλές από τις Βιβλικές πληροφορίες που παρουσιάστηκαν, εντυπωσιάστηκε από τα βαθιά Βιβλικά νοήματα.
Κατόπιν ο αδελφός Μασόν τον ενθάρρυνε να διαλέξει ένα από τα βιβλία του και να το πάρει σπίτι για να το διαβάσει. Εφόσον ο Λουί ήταν εκπαιδευτικός, διάλεξε το βιβλίο Η Νεότης σας—Επωφεληθήτε απ’ Αυτήν. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί γιατί η δική του θρησκεία δεν παρουσίαζε σαφείς πληροφορίες για να βοηθήσει τους νεαρούς στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο σημερινό κόσμο. Πίστευε ότι η αληθινή θρησκεία του Θεού έπρεπε να δίνει σωστή κατεύθυνση στους ανθρώπους χωρίς να γίνονται συμβιβασμοί σε σχέση με τα λόγια Του. Ο Λουί άρχισε να διαβάζει το βιβλίο Νεότης εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να το αφήσει. Την άλλη μέρα είπε στον αδελφό Μασόν ότι είχε βρει την αλήθεια. Την ίδια εβδομάδα ζήτησε να διαγραφεί, όχι μόνο από μοναχός, αλλά και από την Καθολική Εκκλησία!
Βέβαια, αυτό προκάλεσε μεγάλο σάλο, και λίγο αργότερα οι αρχές είπαν στον αδελφό και στην αδελφή Μασόν ότι έπρεπε να φύγουν απ’ αυτή τη μικρή δημοκρατία. Ήταν μια λυπηρή εξέλιξη για τους ντόπιους Μάρτυρες, τώρα που 44 άτομα είχαν παρακολουθήσει την Ανάμνηση. Ο αδελφός Μασόν έκανε έκκληση στην κυβέρνηση και του δόθηκε παράταση ενός μήνα· ύστερα απ’ αυτό έφυγε για τη γαλλική αποικία Μαγιότ, στον Ινδικό Ωκεανό.
Ωσότου αναχωρήσουν, οι Μασόν έκαναν κάθε μέρα Γραφική μελέτη με τον Λουί, ο οποίος είχε πια καταλάβει ότι έπρεπε να σταθεί μόνο με τις δικές του δυνάμεις. Αφού έφυγαν οι Μασόν, ένας σκαπανέας μπόρεσε να πάει στο Τζιμπουτί για να βοηθήσει τον Λουί πνευματικά.
Ωστόσο, για διάφορους λόγους, οι Μάρτυρες έρχονταν και έφευγαν. Έτσι, ο νεοβαφτισμένος Λουί έπρεπε να παραμείνει σταθερός παρ’ όλο που έμεινε χρόνια ολόκληρα σε σχετική απομόνωση από πνευματικής πλευράς. Οι αρχές τον καλούσαν επανειλημμένα, τον ανέκριναν και κατόπιν τον προειδοποιούσαν σχετικά με το έργο κηρύγματος που έκανε. Αυτός δεν κλονίστηκε ποτέ· μάλιστα υπηρέτησε ως βοηθητικός σκαπανέας. Τελικά, όμως, τον απέλυσαν από τη δουλειά του λόγω της πίστης του. Ο Λουί άφησε τα πράγματα στα χέρια του Ιεχωβά, δεν έκανε πίσω και τελικά βρήκε άλλη εργασία.
Σήμερα, ο μικρός όμιλος των ευαγγελιζομένων στο Τζιμπουτί εξακολουθεί να παρουσιάζει τις Βιβλικές αλήθειες στους ανθρώπους. Πρόσφατα, διάφοροι Μάρτυρες από ξένες χώρες πήγαν και εγκαταστάθηκαν στο Τζιμπουτί και έδωσαν νέα ώθηση στο έργο.
Ανανεωμένες Προσπάθειες στη Σομαλία
Από τότε που έφυγαν οι ιεραπόστολοι Βίτο και Φερν Φραέζε για άλλο διορισμό το 1963, επί χρόνια δεν είχε δοθεί ξεκάθαρη μαρτυρία για τη Βασιλεία στη Σομαλία. Τελικά, προς τα τέλη του 1980, ένας Ευρωπαίος αδελφός που είχε γεννηθεί στη Σομαλία έκανε διακοπές σ’ αυτή την παράκτια χώρα. Ενώ βρισκόταν εκεί, βρήκε άτομα που ενδιαφέρονταν για τα καλά νέα. Αυτά τα προβατοειδή άτομα βοηθήθηκαν περαιτέρω από διάφορους Μάρτυρες που επισκέπτονταν κατά διαστήματα τη χώρα.
Αργότερα ένας Ιταλός αδελφός ήρθε να εργαστεί με σύμβαση σ’ ένα οικοδομικό έργο στη Μογκαντίσου, που είναι λιμάνι και πρωτεύουσα. Μολονότι δεν είχε πολλή πείρα, διέθετε ενθουσιασμό. Αψηφώντας τους συνεπαγόμενους κινδύνους μιλούσε για τα καλά νέα σε όποιον συναντούσε, περιλαμβανομένων και Μουσουλμάνων. Απ’ αυτούς, ένας μεσήλικας Μουσουλμάνος άκουγε προσεκτικά. Διέκρινε το φως της αλήθειας. Επειδή αυτός ο άνθρωπος ήταν πολυταξιδεμένος, είχε ευρύτητα διανοίας και δέχτηκε μια Γραφική μελέτη. Τότε έληξε η σύμβαση του Ιταλού αδελφού, και έπρεπε να φύγει από τη χώρα. Όμως, μια άλλη οικογένεια Ιταλών πήγε και εγκαταστάθηκε στη Σομαλία και συνέχισε να βοηθάει αυτό το ενδιαφερόμενο άτομο.
Κατόπιν, μια γυναίκα, που είχε ενδιαφερθεί για την αλήθεια ενόσω ζούσε στην Ευρώπη, επέστρεψε στη Σομαλία με το σύζυγό της. Έψαξε να βρει τους Μάρτυρες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκε ένας μικρός όμιλος. Γίνονταν συναθροίσεις, και ακολούθησαν ακόμη και επισκέψεις επισκόπου περιοχής. Τελικά, το 1987 αυτή η γυναίκα βαφτίστηκε. Ήταν όλο χαρά. Πέρασαν πολλά χρόνια για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Επειδή μετακόμιζε συχνά από τη μια χώρα στην άλλη και έπρεπε να μαθαίνει καινούριες γλώσσες, δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι η πνευματική της πρόοδος ήταν αργή, αλλά τώρα τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Σύντομα άρχισε να διεξάγει Γραφικές μελέτες με άλλους και ενθουσιάστηκε όταν ένα αντρόγυνο ενώθηκε μαζί της στην απόδοση αίνου προς τον Θεό. Αυτή η γυναίκα ήταν η πρώτη Μάρτυρας σομαλικής καταγωγής.
Δυστυχώς, η οικονομία και η ασφάλεια σ’ αυτή τη χώρα χειροτέρεψαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολλοί ξένοι και ντόπιοι ακόμα εγκατέλειψαν τη χώρα. Μέχρι το τέλος του 1990 είχαν φύγει και όλοι οι ευαγγελιζόμενοι. Αυτό ίσως να έγινε με θεία πρόνοια, εφόσον το 1991 ένας εμφύλιος πόλεμος αναστάτωσε τη χώρα και οι φόνοι που γίνονταν χωρίς διάκριση σκόρπισαν τον τρόμο στη Μογκαντίσου.
Η Σομαλία δεν ήταν η μόνη χώρα που συγκλονίστηκε από κάποια επανάσταση. Σχεδόν δυο δεκαετίες νωρίτερα ο εμφύλιος σπαραγμός σάρωσε και την Αιθιοπία.
Επανάσταση στην Αιθιοπία
Το 1974 η ιστορική αυτοκρατορία της Αιθιοπίας έπαψε να υπάρχει. Ορισμένοι στρατιωτικοί, που ήθελαν να προωθήσουν μια νέα ιδεολογία, σφετερίστηκαν την εξουσία από τον ηλικιωμένο αυτοκράτορα και εισήγαγαν σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Για πρώτη φορά στη ζωή τους οι νεαροί επαναστάτες ένιωθαν τη δύναμη που έχει κανείς όταν κρατάει όπλα που μπορούν να σκοτώσουν αυτοστιγμεί. Επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας και αντηχούσαν διάφορα συνθήματα, όπως «Η Αιθιοπία Πρώτη!» Ασφαλώς, δεν υπήρχε περιθώριο για την ύπαρξη αντιδραστικών στοιχείων.
Όλα αυτά συνέβησαν την ίδια εποχή που λάβαιναν χώρα ενθαρρυντικές εξελίξεις για το λαό του Ιεχωβά στην Αιθιοπία. Το 1974 σημειώθηκε ένα ανώτατο όριο 1.844 ευαγγελιζομένων και μεταφράστηκε το βιβλίο Αλήθεια στην αμχαρική. Οι παρευρισκόμενοι στην Ανάμνηση έφτασαν τα 3.136 άτομα. Με τη βοήθεια των νεοδιορισμένων ειδικών σκαπανέων το έργο μαρτυρίας επεκτάθηκε για πρώτη φορά σε όλες τις επαρχίες της Αιθιοπίας. Όμως, ήταν μια εποχή γεμάτη αντιφάσεις. Ενώ μερικές εκκλησίες μπορούσαν να συναθροίζονται ελεύθερα, μερικοί ειδικοί σκαπανείς φυλακίζονταν.
Στη βόρεια επαρχία της Ερυθραίας συνεχιζόταν ο ανταρτοπόλεμος. Η εκκλησία στην πόλη Κέρεν ήταν ξεκομμένη από τον έξω κόσμο. Οι άνθρωποι εκεί δεν είχαν ούτε νερό ούτε τρόφιμα ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Αφού απαγορευόταν η κυκλοφορία από τη δύση μέχρι την ανατολή του ήλιου, πώς θα γιόρταζαν οι αδελφοί την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, η οποία δεν μπορεί να αρχίσει αν δεν δύσει ο ήλιος; Αυτή η ιερή γιορτή τηρήθηκε με ασυνήθιστο τρόπο, επειδή όλοι οι Μάρτυρες έπρεπε να έρθουν από νωρίς, πριν δύσει ο ήλιος, και κατόπιν να είναι προετοιμασμένοι να μείνουν όλο το βράδυ στον τόπο της συνάθροισης μέχρις ότου λήξει η απαγόρευση της κυκλοφορίας την αυγή. Τι υπέροχο βράδυ ήταν αυτό για συναναστροφή!
Για τους Μάρτυρες ακολούθησαν κι άλλες θετικές εξελίξεις. Το 1975 διεξάχθηκε για πρώτη φορά ύστερα από εννιά χρόνια η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας και ωφέλησε τους πρεσβυτέρους στην Αιθιοπία. Το πρόγραμμα της συνέλευσης περιοχής παρουσιάστηκε σ’ ένα ακροατήριο 2.000 και πλέον ατόμων. Δόθηκε έγκριση για την εισαγωγή των εντύπων μας στη χώρα. Έφτασε στην Αντίς Αμπέμπα από το εξωτερικό ένα φορτίο βάρους εφτά τόνων, που περιλάμβανε 40.000 βιβλία. Τον επόμενο χρόνο, το 1976, η πόλη Ασμάρα πέρασε μια ασυνήθιστα ήσυχη περίοδο όσον αφορά τη δράση των ανταρτών και γι’ αυτό μπόρεσε να διεξαχθεί εκεί η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας. Οι ντόπιοι Μάρτυρες ανέφεραν ότι μόλις έληξε η σχολή άρχισαν ξανά οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις ρουκετών.
Κόκκινος Τρόμος!
Προμηνύονταν χειρότερες συνθήκες για τους Μάρτυρες. Στις αρχές του 1976 οι κυβερνητικές αρχές εξέδωσαν μια εγκύκλιο κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Περίπου στα μέσα του χρόνου άρχισε η Εκστρατεία του Κόκκινου Τρόμου, που σκόπευε να πατάξει τους εχθρούς της επανάστασης. Έβαλε στόχο και τους λάτρεις του Ιεχωβά. Αυτοί κατηγορήθηκαν εσφαλμένα ως εχθροί. Επακολούθησαν συλλήψεις.
Πόσο πρέπει να χάρηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αιθιοπίας! Επωφελήθηκαν απ’ αυτή την κατάσταση για να εκτοξεύσουν τις δικές τους κατηγορίες κατά των Μαρτύρων. Νότια της πρωτεύουσας, στη μικρή πόλη Μότζο, οι ιερείς μάζεψαν έναν όχλο 600 και πλέον ατόμων για να επιτεθούν και να σκοτώσουν τους Μάρτυρες, αλλά η αστυνομία δεν τους άφησε να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές. Μια παρόμοια οχλοκρατική ενέργεια έλαβε χώρα στο Μπαχρ Νταρ, απ’ όπου πηγάζει ο Γαλάζιος Νείλος.
Κατόπιν, οι αρχές σε όλη τη χώρα έκαναν έρευνες στα σπίτια, με πρωτοφανή επιμέλεια. Όργωσαν ακόμη και τους κήπους και σήκωσαν τα σανίδια των πατωμάτων ψάχνοντας για Βιβλικά έντυπα, γραφομηχανές και τα συναφή.
Στην Ασμάρα οι αστυνομικοί έπιασαν έναν ειδικό σκαπανέα που ερχόταν από μια επαρχία η οποία ήταν γεμάτη αντάρτες. Τον έψαξαν και βρήκαν το δελτίο με το έργο του. Στο δελτίο ο αδελφός είχε γράψει πολλές συντμήσεις που τους έκαναν να τον υποπτευθούν. Τότε ανάγκασαν το σκαπανέα να τους πάει στον επίσκοπο πόλης, τον Γκεμπερεγκσιαμπάχερ Γοουλντετνάσαϊ. Ελπίζοντας ότι θα βρουν κάποιον αρχηγό των ανταρτών, αρκετά φορτηγά με οπλισμένους στρατιώτες κατευθύνθηκαν γρήγορα στον τόπο εργασίας του αδελφού Γκεμπερεγκσιαμπάχερ.f Περικύκλωσαν το γραφείο του κι έπειτα εισέβαλαν με τα όπλα τους προτεταμένα. Φώναξαν το όνομα του αδελφού Γκεμπερεγκσιαμπάχερ, τον άρπαξαν και τον πήραν μαζί τους. Οι συνάδελφοί του ήταν βέβαιοι ότι δεν θα τον έβλεπαν ξανά.
Στο αρχηγείο του στρατού οι στρατιώτες ανέκριναν τον αδελφό Γκεμπερεγκσιαμπάχερ. Αυτός απαντούσε με ειλικρίνεια σε όλες τις ερωτήσεις τους, δίνοντας μαρτυρία σχετικά με το έργο κηρύγματος που κάνουμε και εξηγώντας τις μυστηριώδεις συντμήσεις «περ., επ., Γ.Μ.», κτλ. Ήταν απλώς αθώες σημειώσεις όσον αφορά το τι είχε επιτελέσει ο ειδικός σκαπανέας στη διακονία του στον αγρό εκείνον το μήνα, πόσα περιοδικά έδωσε, πόσες επανεπισκέψεις έκανε και πόσες Γραφικές μελέτες διεξήγαγε. Του έκαναν απανωτές ερωτήσεις: «Τι! Θέλεις να πεις ότι αυτά δεν αναφέρονται σε όπλα, σε πυρομαχικά; Ποιος τα πιστεύει αυτά; Τι σημαίνει αυτός ο κωδικός;»
Μολονότι η ειλικρίνεια και η συνεργατικότητα του αδελφού Γκεμπερεγκσιαμπάχερ τούς εντυπωσίασε, είχαν ακόμη τις αμφιβολίες τους. Τελικά ο υπεύθυνος αξιωματικός ρώτησε: «Πώς μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι είσαι πράγματι Μάρτυρας του Ιεχωβά;» Ο αδελφός έψαξε τα πράγματά του, αλλά δεν μπορούσε να βρει τίποτα που να πιστοποιεί την ταυτότητά του. Αλλά, για σταθείτε!—Μέσα στα πράγματά του βρήκε μια κάρτα με τα λόγια: «Όχι Μετάγγιση Αίματος». Όταν ο υπεύθυνος αξιωματικός την είδε, είπε: «Ναι, αυτό μου φτάνει. Μπορείς να φύγεις». Όταν ο αδελφός γύρισε στο γραφείο του, οι συνάδελφοί του νόμισαν ότι είχε αναστηθεί!
Απρόσμενη Εξέλιξη
Στην Ασμάρα μερικοί αδελφοί είχαν συναχθεί σ’ ένα σπίτι. Μια ομάδα νεαρών που κατασκόπευαν εκεί γύρω ενημέρωσαν αμέσως την αστυνομία ότι γινόταν συνάθροιση. Εξήγησαν ότι υπήρχαν δυο βίλες και ότι ένα κοριτσάκι έπαιζε μπροστά από τη μια. Σ’ αυτή τη βίλα είχαν μαζευτεί οι Μάρτυρες!
Οι αστυνομικοί ξεκίνησαν για να βρουν τους Μάρτυρες. Στο μεταξύ το κοριτσάκι άλλαξε θέση. Πήγε και έπαιζε μπροστά από την άλλη βίλα. Οι αστυνομικοί εισέβαλαν σ’ εκείνο το σπίτι και το μόνο που βρήκαν ήταν μια μικρή ομάδα ανθρώπων να κάθεται σαν οικογένεια. Οι αστυνομικοί ντροπιάστηκαν και επέστρεψαν στο τμήμα, θυμωμένοι με τους νεαρούς και πιστεύοντας ότι τους είχαν ξεγελάσει.
Το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα δεν ευνοούσε τους Μάρτυρες. Οι άνθρωποι ενθαρρύνονταν να λένε πολιτικά συνθήματα, να λαβαίνουν μέρος στις εκλογές και να συνεισφέρουν χρήματα, τρόφιμα και εφόδια για τις πολεμικές επιχειρήσεις. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση και με τη βοήθεια θαρραλέων αδελφών, πολύτιμα Βιβλικά έντυπα από το εξωτερικό έμπαιναν στην Αιθιοπία.
Αυτοθυσιαστικοί Ποιμένες
Στην Ερυθραία, οι αντάρτες είχαν απομονώσει πολλές εκκλησίες από τον έξω κόσμο. Ωστόσο, υπήρχαν στοργικοί ποιμένες που ενθάρρυναν τους εκεί αδελφούς. Ένας επίσκοπος περιοχής διευθέτησε να πάει στην Κέρεν, 92 χιλιόμετρα απόσταση, με μια φάλαγγα οχημάτων που μετέφεραν διάφορα εφόδια. Φανταστείτε να ταξιδεύετε μαζί με 100 φορτηγά και να σας προστατεύουν 5 τανκς και 30 οπλισμένα οχήματα.
Καθ’ οδόν έγινε μια σφοδρή μάχη όταν οι αντάρτες περικύκλωσαν τη φάλαγγα. Οι επιδρομείς είχαν σκοπό να πάρουν όλα τα εφόδια, όπως είχαν κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Ύστερα από 30 λεπτά ανταλλαγής πυρών, η φάλαγγα κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό και να διαφύγει. Έτσι, ο επίσκοπος περιοχής κατάφερε να επισκεφτεί την απομονωμένη εκκλησία και να εποικοδομήσει τους αδελφούς.
Όμως, για το ταξίδι της επιστροφής που θα έκανε ο επίσκοπος περιοχής δεν υπήρχε ούτε φάλαγγα ούτε κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο. Ο μόνος τρόπος για να επιστρέψει ήταν να διανύσει περπατώντας όλο το δρόμο. Αυτό ήταν άκρως επικίνδυνο. Το ταξίδι τού πήρε τρία εικοσιτετράωρα, και πεζοπορούσε ακόμα και όλη τη νύχτα.
Σ’ αυτή την περίοδο των φοβερών αναταραχών, μερικοί ευαγγελιζόμενοι, μεταξύ των οποίων και μερικά ονομαστά πρόσωπα, αποσυνταυτίστηκαν. Άλλοι έγιναν αδρανείς και άλλοι πάλι έφυγαν από τη χώρα. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων μειώθηκε.
Το 1979 υπήρχαν 80 αδελφοί στη φυλακή για λόγους ουδετερότητας. Τον Απρίλιο εκείνου του χρόνου ο επίσκοπος πόλης της Ασμάρα, ο Γκεμπερεγκσιαμπάχερ Γοουλντετνάσαϊ, καθώς πήγαινε να επισκεφτεί μερικούς αδελφούς στην εμπόλεμη επαρχία, σκοτώθηκε σ’ ένα τραγικό δυστύχημα. Παρ’ όλες τις λυπηρές ειδήσεις, εκείνοι που υπέμειναν με οσιότητα ποτέ δεν έπαψαν να βλέπουν τη στοργική υποστήριξη του Ιεχωβά.
Περαιτέρω Εκλέπτυνση και Δοκιμασία της Πίστης
Όταν έληξε η πρώτη φάση της επανάστασης και η χώρα άρχισε να ησυχάζει, οι πολίτες ένιωθαν σαν να βρίσκονταν σ’ ένα πνευματικό κενό. Είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τις εκκλησίες τους να συμβιβάζονται και τη λαϊκή υποστήριξη προς αυτές να καταρρέει. Και μερικοί Μάρτυρες επίσης έγιναν πνευματικά ασταθείς. Το 1981, 23 αδελφοί έχασαν τα προνόμια υπηρεσίας τα οποία είχαν ως πρεσβύτεροι και διακονικοί υπηρέτες, πράγμα που ήταν οδυνηρό αλλά απαραίτητο. Αυτοί είχαν γίνει μη τακτικοί στη διακονία αγρού. Άρχισε μια περίοδος αλλαγών για τις εκκλησίες, και ευτυχώς οι περισσότεροι από εκείνους τους αδελφούς έχουν επανακτήσει τα προνόμια υπηρεσίας που είχαν στην εκκλησία.
Επακολούθησαν κι άλλες δοκιμασίες, που περιλάμβαναν περιόδους μεγάλης έλλειψης τροφίμων. Στην πραγματικότητα, τα χρόνια των δοκιμασιών βοήθησαν τους Αιθίοπες αδελφούς να αποκτήσουν μια στερεή, δοκιμασμένη πίστη.—1 Πέτρ. 1:6, 7.
Σουδάν—Αύξηση Παρά τις Δυσκολίες
Χρειάστηκαν δυο χρόνια, από τον Αύγουστο του 1974 ως το 1976, για να φτάσουν το ανώτατο όριο των 101 ευαγγελιζομένων στο Σουδάν. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονες στιγμές. Τα πραξικοπήματα ήταν συχνά και οι πολιτικές υποψίες αφθονούσαν. Μερικές φορές οι αστυνομικοί ανέκριναν τους ευαγγελιζομένους και τους πρεσβυτέρους. Οι οικονομικές δυσκολίες, μαζί με την αύξηση των τιμών και τις ελλείψεις τροφίμων, προκαλούσαν ανησυχίες υλικής φύσης που παγίδεψαν πολλούς. Γι’ αυτούς τους λόγους η αύξηση στους ευαγγελιζομένους γινόταν σιγά-σιγά. Τον Απρίλιο του 1981 το ανώτατο όριο ήταν μόνο 102 άτομα.
Στο νότο δυο πράγματα εμπόδιζαν τις τακτικές επισκέψεις των επισκόπων περιοχής στις εκκλησίες: οι εχθροπραξίες με τους αντάρτες ή οι ελλείψεις καυσίμων, που μπορούσαν να διακόψουν τη συγκοινωνία ανά πάσα στιγμή, και διάφορα προβλήματα τα οποία σχετίζονταν με το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιούνταν για το ταξίδι. Μερικές φορές ο επίσκοπος περιοχής έπρεπε να στριμωχτεί στην καρότσα ενός γεμάτου φορτηγού και να τραντάζεται σε κάθε λακκούβα ολόκληρη τη μέρα ή να ταξιδεύει με ταχύτητα δέκα χιλιομέτρων την ώρα σ’ ένα κατάμεστο τρένο με δυο άτομα σε κάθε θέση και λαθρεπιβάτες που κάθονταν πάνω από τα βαγόνια. Και τα αεροπορικά ταξίδια επίσης δεν ήταν εύκολα. Ήταν δυνατόν να περιμένει ο επίσκοπος περιοχής μια ολόκληρη εβδομάδα να έρθει το αεροπλάνο, και τότε να ειδοποιηθεί ότι φεύγει σε λιγότερο από μια ώρα. Αλλά πώς εκτιμούσαν οι αδελφοί τις επισκέψεις των επισκόπων περιοχής! Η χαρά και η φιλοξενία τους δεν περιγράφονται.
Το 1982 αναζωπυρώθηκε το σκαπανικό πνεύμα. Το αποτέλεσμα ήταν άφθονες ευλογίες. Σε πέντε χρόνια ο αριθμός των σκαπανέων αυξήθηκε από 7 σε 86 άτομα. Κάποιο μήνα, το 39 τοις εκατό όλων των ευαγγελιζομένων συμμετείχαν στην ολοχρόνια υπηρεσία, και αυτός ήταν ένας από τους πιο θερμούς μήνες του χρόνου, με μέση θερμοκρασία άνω των 40°C τα μεσημέρια. Το 1987 πάνω από 300 ευαγγελιζόμενοι έδιναν έργο και σχεδόν 1.000 άτομα παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Οι ευαγγελιζόμενοι είχαν κατά μέσο όρο 20 ώρες στη διακονία αγρού κάθε μήνα.
Δεκάδες νεαροί σημείωσαν γοργή πνευματική πρόοδο και απέκτησαν τα προσόντα για να διοριστούν ως διακονικοί υπηρέτες και στη συνέχεια ως πρεσβύτεροι, και μ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκαν κι άλλο οι εκκλησίες. Το 1987 ιδρύθηκε επιτέλους μια εκκλησία κοντά στη μια όχθη του Νείλου, στο ιστορικό Ομντουρμάν. Αυτή η εκκλησία είχε για τομέα ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Επίσης, δημιουργήθηκε ένα όμιλος Μαρτύρων στην πόλη Πορτ Σουδάν.
Η μεγαλύτερη αύξηση, όμως, έλαβε χώρα μεταξύ των νοτίων, που είναι ψηλοί, μελαψοί και αθλητικοί άνθρωποι, και πολλές φορές έχουν άφθονες ουλές και άλλες ζωγραφιές στο πρόσωπο ή στο σώμα τους. Μερικοί βόρειοι Σουδανοί και άτομα αιγυπτιακής καταγωγής έχουν επίσης δεχτεί την αλήθεια, και διάφοροι πρόσφυγες έχουν δει το φως της ελπίδας που προσφέρει ο Θεός στο ανθρώπινο γένος. Όλες αυτές οι ομάδες έχουν εκδηλώσει ζήλο και εγκαρτέρηση στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Για να γίνει το έργο μαρτυρίας συχνά εξακολουθεί να απαιτείται πολύ περπάτημα κάτω από τον καυτό ήλιο. Χρειάζεται εφευρετικότητα για τη διοργάνωση των συναθροίσεων, αφού το έργο δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη νομικά.
Δοκίμασαν το Ψωμί της Ζωής που Δίνει ο Θεός
Το 1983 οι Μουσουλμάνοι θεμελιωτιστές εισήγαγαν στο Σουδάν το Σαρία, το Ισλαμικό δίκαιο. Οι εχθροί του λαού του Ιεχωβά χρησιμοποίησαν αυτή τη θρησκευτικά φορτισμένη κατάσταση για να στρέψουν την προσοχή στους Μάρτυρες, οι οποίοι έπρεπε τώρα να διεξάγουν τις συναθροίσεις τους σε μικρότερες ομάδες.
Τα πρόσφατα χρόνια έλαβε εκτεταμένη δημοσιότητα η σοβαρή ανομβρία που έπληξε μεγάλο μέρος της περιοχής Σαχέλ στην Αφρική, περιλαμβανομένου και του Σουδάν. Αυτή η ανομβρία έλαβε χώρα τότε που αναζωπυρώθηκε και πάλι ο εμφύλιος πόλεμος, πράγμα το οποίο κατέληξε σε μεγάλη πείνα και πολλά παθήματα. Όμως, έφερε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα: πολλοί νέοι έφυγαν από τα πιο απόμερα μέρη του Σουδάν και πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα. Εκεί δοκίμασαν το Ψωμί της Ζωής που δίνει ο Θεός, κάτι που ίσως να μην έβρισκαν στην προηγούμενη απομόνωσή τους. (Ιωάν. 6:35) Αυτό επιτάχυνε την αύξηση.
Σωματική Πείνα, Αλλά Πνευματική Αφθονία
Το 1988 ο καιρός ήταν αφύσικος και σημειώθηκαν πρωτοφανείς νεροποντές στην περιοχή του Χαρτούμ, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους άστεγους και μερικούς νεκρούς. Δεκάδες Μάρτυρες και τα παιδιά τους πλήγηκαν έντονα. Ένας πατέρας στεκόταν έξω στη βροχή μέσα σε πηχτό σκοτάδι, κρατώντας ψηλά το μικρό του παιδί μέχρι να σταματήσει η νεροποντή, και το επίπεδο του νερού έφτασε μέχρι τους γοφούς του. Κολόνες του ηλεκτρικού έπεσαν, πλιθοκαλύβες κατέρρευσαν και εξωτερικές τουαλέτες γκρεμίστηκαν, αφήνοντας εκτεθειμένες τρύπες που δεν φαίνονταν και μολυσμένα νερά. Οι δρόμοι πλημμύρισαν και ολόκληρα τμήματα της πόλης αποκόπηκαν από κάθε επικοινωνία. Τα αυτοκίνητα κόλλησαν στην πηχτή λάσπη, χωρίς πολλές ελπίδες να ξεκολλήσουν. Πέρασαν πολλές μέρες για να στεγνώσουν τα λιμνασμένα νερά.
Οι στοργικοί πρεσβύτεροι αψήφησαν αυτές τις δυσχερείς συνθήκες. Έτρεξαν αμέσως να έρθουν σε επαφή με το ποίμνιό τους που υπέφερε. Σύντομα λήφθηκαν μέτρα για τη χορήγηση βοήθειας. Το Κυβερνών Σώμα φρόντισε να σταλθούν επιπρόσθετες προμήθειες. Το καταπληκτικό είναι ότι, μέσα σε όλες αυτές τις αντιξοότητες, η διακονία αγρού εξακολουθούσε να βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο.
Μια διαφορετική καταιγίδα έπληξε επίσης το Σουδάν. Ένα πραξικόπημα επέφερε αλλαγή στο καθεστώς και έδωσε ανανεωμένη υπεροχή στην Ισλαμική κοινότητα. Ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμος, η ανομβρία και οι περιορισμοί στις εισαγωγές επηρέασαν πολύ άσχημα την οικονομία. Η πείνα εξακολουθεί να πλήττει τις μεγάλες πόλεις και να θερίζει θύματα.
Επειδή πολλοί άνθρωποι ήθελαν να αποφύγουν την πείνα και τον πόλεμο, διέφυγαν στην Τζούμπα, που είναι η κύρια πόλη του νότου, και ο πληθυσμός της αυξήθηκε σε 250.000 και πλέον κατοίκους. Όμως, οι αντάρτες άρχισαν να σφίγγουν τον κλοιό τους γύρω από την Τζούμπα. Γι’ αυτό και η πόλη απομονωνόταν εντελώς από τον έξω κόσμο επί μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι προμήθειες που στέλνονταν για να βοηθηθούν οι αδελφοί μας έφταναν επανειλημμένα την τελευταία στιγμή, λίγο πριν τελειώσουν τα αποθέματά τους.
Παρ’ όλα αυτά, η εκπαίδευση του αυξανόμενου αριθμού των σκαπανέων συνεχίστηκε, όπως συνεχίστηκε και η τακτική πνευματική συναναστροφή. Η προμήθεια της πνευματικής τροφής δεν σταμάτησε. Καθώς η αλήθεια μεταδιδόταν στα νοτιότερα μέρη, σχηματίζονταν καινούριοι όμιλοι και εκκλησίες στη μια κωμόπολη μετά την άλλη.
Μέσα σε όλες αυτές τις πιέσεις, συνέβησαν ορισμένα εκπληκτικά πράγματα το 1990. Πρώτον, μια επαρχία του νότου έδωσε νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ένας Κοσμικός Δίνει Μαρτυρία
Κατόπιν, στις 2 Νοεμβρίου, ένας Μουσουλμάνος καθηγητής διεθνούς φήμης έκανε μια πάρα πολύ ευνοϊκή παρουσίαση όσον αφορά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε μια μεγάλη ομάδα κυβερνητικών αξιωματούχων που είχαν συγκεντρωθεί για ένα σεμινάριο. Τους εξήγησε το πιστεύω μας, την ουδετερότητά μας ως προς τα πολιτικά ζητήματα, τις προσπάθειες τις οποίες καταβάλλουμε στη δημόσια διδασκαλία και το ευεργετικό έργο που κάνουμε στην κοινωνία γενικά. Και επιπλέον, όλη η ομιλία του μεταδόθηκε από το εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο την επόμενη Κυριακή, δίνοντας έτσι μαρτυρία σε ανθρώπους απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, σε μια έκταση που δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Τα αποτελέσματα αυτής της μεγάλης μαρτυρίας; Ακούστηκαν πολλά ευνοϊκά σχόλια, ξεκαθαρίστηκαν διάφορες παρανοήσεις και αναπτύχθηκε περαιτέρω ενδιαφέρον για την αλήθεια. Μάλιστα, δόθηκε στους κυβερνητικούς αξιωματούχους η ενθάρρυνση να μιμηθούν το αυτοθυσιαστικό πνεύμα που παρατηρείται στους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Οι Μάρτυρες στο Σουδάν πράγματι εξακολουθούν να ζητούν πρώτα τη Βασιλεία του Θεού και αφιερώνουν με χαρά σχεδόν 20 ώρες ο καθένας στην υπηρεσία αγρού κάθε μήνα. Έτσι, παρά τις πολλές θλίψεις, μεταξύ των οποίων και η μάστιγα της πείνας, η αλήθεια ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η μοναδική μόνιμη λύση για τα προβλήματα του ανθρώπου κηρύττεται στο Σουδάν όσο ποτέ άλλοτε.
Υεμένη—Η Εμπορική Οδός του Λιβανιού
Τα πρόσφατα χρόνια μια αφοσιωμένη αδελφή από το Σουδάν είχε την ασυνήθιστη ευκαιρία να αφήσει το φως της να λάμψει στην απομονωμένη χώρα της Υεμένης, στη νοτιοδυτική άκρη της Αραβικής χερσονήσου. Στις μέρες του σοφού Βασιλιά Σολομώντα, ξεκινούσε από εκεί η εμπορική οδός του λιβανιού και διέσχιζε την επικράτεια που πιθανολογείται ότι ανήκε στη βασίλισσα της Σεβά. Όταν η Σουδανή αδελφή μας πήγε στην Υεμένη, εκεί ήταν και μερικοί Μάρτυρες από άλλες χώρες οι οποίοι είχαν πάει με συμβάσεις εργασίας. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά αυτοί κατάφεραν να συναντηθούν. Με διακριτικό τρόπο, κήρυξαν στους άλλους για την πίστη τους και μάλιστα βρήκαν ανθρώπους που ήθελαν να μελετήσουν την Αγία Γραφή.
Ο Ισλαμισμός έχει ακόμη μεγάλη επιρροή σ’ αυτή την ορεινή χώρα, όπου κυριαρχούν παμπάλαιες παραδόσεις. Οι περισσότερες γυναίκες φοράνε τσαντόρ και οι άντρες επιδεικνύουν με καμάρι τα στιλέτα που έχουν στα ζωνάρια τους. Ήταν πολύ λυπηρό όταν ένας μεσήλικας αδελφός από την Αφρική, ο οποίος ήταν υγιέστατος, πέθανε ξαφνικά ένα βράδυ. Η αιτία παραμένει άγνωστη. Ωστόσο το έργο κηρύγματος συνεχίζεται.
Το 1986 παρευρέθηκαν 15 άτομα στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Από τότε μερικοί έχουν φύγει από τη χώρα. Γι’ αυτό και οι εκθέσεις όσον αφορά την υπηρεσία αγρού και τις συναθροίσεις είναι ελλιπείς, αλλά εξακολουθούν να γίνονται συναθροίσεις. Μια αδελφή από κάποια άλλη χώρα, αν και ζει μακριά από τους άλλους ευαγγελιζομένους, διεξάγει πολλές Γραφικές μελέτες. Έτσι, σε εκπλήρωση του εδαφίου Ματθαίος 24:14, ακόμη και σ’ αυτή τη χώρα δίνεται μαρτυρία.
Απέναντι από την Υεμένη, στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας, υπάρχει μια χώρα όπου η επίδοση μαρτυρίας στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Τηρητές Ακεραιότητας στην Αιθιοπία
Στην Αιθιοπία η εναντίωση από το κράτος έγινε σφοδρή. Οι αρχές καταδίκασαν δυο Μάρτυρες σε θάνατο, αλλά οι αδελφοί δεν εκτελέστηκαν. Οι Μάρτυρες υπέφεραν πολλές πιέσεις που είχαν σκοπό να τους κάνουν να παραβιάσουν τη συνείδησή τους· μάλιστα οι διώκτες τους τούς έβαλαν ακόμη και πιστόλι στον κρόταφό τους.
Οι οικονομικές πιέσεις επέφεραν μια σχεδόν κατά γράμμα εκπλήρωση της προφητείας της Αποκάλυψης που λέει ότι ‘κανένας δεν θα μπορεί να αγοράσει ή να πουλήσει παρά μόνο εκείνοι που θα έχουν το χάραγμα ή το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματός του’. (Αποκ. 13:17) Η Αγία Γραφή έγινε σπάνιο είδος. Το κράτος ασκούσε ολοένα και αυξανόμενο έλεγχο στη ζωή των ανθρώπων. Απαιτούνταν βίζες για ταξίδια στο εσωτερικό. Άντρες, γυναίκες και παιδιά οργανώνονταν σε διάφορες οργανώσεις του κόμματος.
Το Μάρτιο του 1978 ο Γουμπίε Αϊέλε ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου λόγω της προσκόλλησής του στις Γραφικές αρχές. Τους επόμενους μήνες θανατώθηκε ο Αϊέλε Ζελέλου, που ήταν σκαπανέας και πρεσβύτερος, και ο Χάιλου Γεμίρου, που ήταν ευαγγελιζόμενος, και τα πτώματά τους αφέθηκαν σ’ ένα δρόμο της Αντίς Αμπέμπα μια ολόκληρη μέρα, για να τα δουν όλοι.
Οι πιέσεις κλιμακώνονταν. Ραδιοφωνικές εκπομπές, εφημερίδες και αστυνομικοί επιτίθονταν όλοι κατά των Μαρτύρων. Μερικές φορές πάνω από εκατό αδελφοί ήταν στη φυλακή. Ορισμένοι αποφυλακίστηκαν, περιλαμβανομένων και μερικών που είχαν υποστεί βασανιστήρια στα δυόμισι χρόνια που έμειναν στη φυλακή. Μάλιστα, πολλοί υπηρέτησαν και ως βοηθητικοί σκαπανείς στη φυλακή!
Τότε ορισμένοι επινόησαν ένα απάνθρωπο σχέδιο—να εξοντώσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όταν μερικοί Μάρτυρες έμαθαν γι’ αυτό, άφησαν να τους καταλάβει ο φόβος του ανθρώπου. Επιπλέον, υπήρχαν και οικονομικές δυσκολίες· το κρέας και τα δημητριακά, καθώς και τα ελαστικά αυτοκινήτων, η βενζίνη και άλλα απαραίτητα πράγματα άρχισαν να σπανίζουν.
Πάνω από εκατό Μάρτυρες παρέμειναν πιστοί, ακόμη κι όταν έχασαν την εργασία τους—μια πραγματική δοκιμασία της πίστης για άντρες που είχαν μεγάλες οικογένειες να θρέψουν. Πόσο ενθαρρυντικό ήταν όμως να βλέπει κανείς διάφορους Μάρτυρες που είχαν εργασία να βοηθούν αυτούς τους φτωχούς αδελφούς να επωμιστούν το οικονομικό τους φορτίο—μια στοργική πράξη με την οποία μιμήθηκαν τους πρώτους Χριστιανούς! (Πράξ. 4:32) Σε όλες αυτές τις φρικιαστικές καταστάσεις, οι Μάρτυρες είχαν μεγάλη ανάγκη από πνευματική καθοδηγία και ενθάρρυνση, και τις έλαβαν με την κατεύθυνση του Ιεχωβά.
Πάντα Θαρραλέοι
Οι συλλήψεις και οι δοκιμασίες ήταν διαρκείς και επίμονες. Έναν ειδικό σκαπανέα τον έχουν συλλάβει 15 φορές από το 1972. Φυλακίζονταν παιδιά ηλικίας 14 χρονών και μερικά απ’ αυτά έμειναν πάνω από 4 χρόνια στη φυλακή. Δεν συμβιβάστηκαν! Έπειτα έγιναν διάφορες επιστρατεύσεις για την υποστήριξη του πολέμου. Τώρα περιλαμβάνονταν και οι νεαρές γυναίκες. Πολλές Μάρτυρες επωφελήθηκαν από το χρόνο που κάθισαν στη φυλακή για να υπηρετήσουν ως βοηθητικές σκαπάνισσες και βοήθησαν κι άλλες φυλακισμένες να μάθουν την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Σε μια αδελφή δόθηκε η άδεια να φύγει για λίγο από τη φυλακή προκειμένου να γεννήσει και κατόπιν έπρεπε να επιστρέψει στο κελί της.
Ένας θαρραλέος αδελφός πήγαινε με το αυτοκίνητό του στην επαρχία και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να κρύψει το δέμα που είχε με Βιβλικά έντυπα. Το είχε αφήσει σ’ ένα ευδιάκριτο σημείο κάτω από το ταμπλό του αυτοκινήτου. Προσευχήθηκε να βρει μια κατάλληλη κρυψώνα, αλλά δεν έβρισκε κανένα μέρος για να βάλει αυτό το ογκώδες δέμα. Αναγκάστηκε να το αφήσει εκεί που ήταν και να εμπιστευτεί στον Ιεχωβά. Φανταστείτε την κατάπληξή του όταν, ύστερα από εννιά μπλόκα, σε μερικά από τα οποία έκαναν εξονυχιστική έρευνα του αυτοκινήτου, κανένας από τους αξιωματικούς δεν υποπτεύθηκε αυτό το δέμα!
Το Δεκέμβριο του 1982 συνέλαβαν έξι Μάρτυρες λόγω της ουδέτερης Χριστιανικής στάσης τους. Κι αυτοί ήταν άντρες θάρρους και βοήθησαν πολλούς συγκρατουμένους να δεχτούν την ελπίδα της Βασιλείας. Έπειτα από τρία χρόνια, τους πήραν από τη φυλακή και κανείς δεν τους είδε ξανά. Τους εκτέλεσαν όλους.
Στην Ντέσι, μια πόλη που βρίσκεται στα βόρεια του κεντρικού τμήματος της χώρας, ο Δημάς Άμντι, δάσκαλος και πατέρας πέντε παιδιών, έμεινε πάνω από πέντε χρόνια στη φυλακή όπου και τον βασάνιζαν συνέχεια: στην αρχή, καταναγκαστικά έργα· κατόπιν έξι μήνες απομόνωση αλυσοδεμένος σε κυρτωμένη θέση, έπειτα αρρώστησε και δεν του δόθηκε ιατρική περίθαλψη· μετά τον άφησαν γυμνό για δυο μήνες και γέμισε ψείρες· στη συνέχεια τον μετέφεραν σ’ ένα κελί στο οποίο υπήρχαν κι άλλοι φυλακισμένοι που πέθαιναν από τύφο. Τελικά, αφού καταστράφηκε η υγεία του και το σώμα του είχε εξασθενίσει από τον καρκίνο, τον έβγαλαν από τη φυλακή για να πεθάνει. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1991, πιστός μέχρι το τέλος και με ακλόνητη ελπίδα στην ανάσταση.—Παράβαλε Εβραίους 11:37-40.
Άλλοι Μάρτυρες γλίτωσαν τη ζωή τους. Έναν αδελφό που ταξίδευε για την επαρχία τον συνέλαβαν υποπτευόμενοι ότι ανήκε σε κάποια ομάδα ανταρτών. Αυτός δεν μπορούσε να σιωπήσει και μολονότι κινδύνευε πάρα πολύ, διακήρυξε με θάρρος ότι ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Κανένας δεν τον πίστεψε και τον πέταξαν σ’ ένα κελί με άλλους κρατουμένους.
Πώς πέρασε τη νύχτα; Αντί να «κλαίει τη μοίρα του», επωφελήθηκε από την ευκαιρία που του δόθηκε να μεταδώσει τα καλά νέα σε άλλους. Το πρωί φάνηκε παράξενο που οι φύλακες πήραν ορισμένους συγκρατουμένους του από το κελί για να τους ανακρίνουν οι αξιωματούχοι. «Τι άνθρωπος είναι αυτός που βάλαμε στο κελί σας χτες το βράδυ;» ρώτησαν οι αξιωματούχοι.
«Εννοείτε αυτόν που κήρυττε σχεδόν όλη τη νύχτα και δεν μας άφησε να κοιμηθούμε;» απάντησαν. Οι αξιωματούχοι μπορούσαν εύκολα να καταλάβουν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πράγματι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Η δημόσια διακήρυξη της πίστης του τού άνοιξε τις πόρτες της φυλακής· τον άφησαν ελεύθερο!
Στα νότια της χώρας ένας ενδιαφερόμενος υπέμεινε πιστά στη φυλακή περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Τον πρώτο χρόνο τού είχαν δέσει τα πόδια με αλυσίδες· πέρασε έξι μήνες στην απομόνωση. Όταν επιστράφηκαν τα προσωπικά του είδη στους συγγενείς του, εκείνοι πίστεψαν ότι τον είχαν εκτελέσει. Αυτός ζούσε με μειωμένο συσσίτιο και όταν είχε πλέον εξασθενήσει τον καταδίκασαν σε θάνατο. Όμως αυτή η καταδίκη ακυρώθηκε από ανώτερους αξιωματούχους.
Μερικές φορές του έβαζαν πόρνες στο κελί του για να τον φέρουν σε πειρασμό. Ύστερα από τρία χρόνια, ενθαρρύνθηκε επειδή μπορούσε να μιλάει για την πίστη του σ’ έναν άλλον ενδιαφερόμενο, που τον φυλάκισαν μ’ αυτόν. Αλλά φαινόταν απίθανο ότι θα τον ελευθέρωναν κάποτε. Μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, του είπαν ότι ήταν ελεύθερος να φύγει! Τώρα, επιτέλους, του δόθηκε η ευκαιρία να συμβολίσει την αφιέρωσή του στον Ιεχωβά με το βάφτισμα!
Καταδικάστηκε Οχτώ Φορές σε Θάνατο!
Στο Ντέμπρε Ζέιτ, μια πόλη κοντά στο κέντρο της Αιθιοπίας, συνελήφθη ένας σκαπανέας, ο Γουόρκου Αμπέμπε, λόγω της ουδέτερης στάσης του. Η ποινή—εκτέλεση το ίδιο βράδυ. Όμως πριν γίνει η εκτέλεση, οι αρχές συνέλαβαν άλλους 20 αδελφούς και αδελφές σε μια κοντινή κωμόπολη. Πίστευαν ότι αυτά τα 20 άτομα θα συμβιβάζονταν αν έβλεπαν τον αδελφό Γουόρκου να θανατώνεται. (Οι αξιωματούχοι υπέθεσαν ότι εκείνος ήταν ο «αρχηγός».) Γι’ αυτόν το λόγο οι αξιωματούχοι αυτής της κοντινής κωμόπολης ήθελαν να παραδοθεί σ’ αυτούς ο αδελφός Γουόρκου για εκτέλεση.
Η υπηρεσία μεταγωγών επέτρεψε στον αδελφό Γουόρκου να εξηγήσει το πιστεύω του μπροστά σε 300 άτομα. Ο αδελφός επωφελήθηκε από την τοπική συνήθεια που δεν επιτρέπει να διακόπτεται κάποιος όταν μιλάει και μιλούσε επί τέσσερις ώρες, αφηγούμενος την ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά από τον Άβελ μέχρι και τις μέρες μας. Όταν τελείωσε, ένας αξιωματούχος είπε: «Αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να τον ξεχωρίσετε από τους υπόλοιπους. Κοντεύει να πείσει κι εμένα!»
Ένα βράδυ οι δεσμοφύλακες οδήγησαν αυτόν και τους άλλους Μάρτυρες που ήταν κρατούμενοι στην όχθη ενός ποταμού για εκτέλεση. Με τα όπλα τους στραμμένα στους Μάρτυρες, οι δεσμοφύλακες ρώτησαν: «Θα απαρνηθείτε την πίστη σας ή όχι;» Οι Μάρτυρες απάντησαν αποφασιστικά με μια φωνή ότι ποτέ δεν θα απαρνιούνταν τον Ιεχωβά. Δεν τους εκτέλεσαν· αντίθετα υπέστησαν σκληρό ξυλοδαρμό επί αρκετές ώρες. «Υποφέραμε τόσο πολύ που τους παρακαλούσαμε να μας σκοτώσουν, αλλά δεν σταματούσαν», είπαν οι αδελφοί.
Κατόπιν ξεχώρισαν τον αδελφό Γουόρκου για να τον εκτελέσουν. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Για μια στιγμή δεν κατάλαβε τι είχε γίνει. Δεν είχε πέσει ούτε είχε τραυματιστεί. Αμέσως μετά κατάλαβε ότι η σφαίρα δεν τον είχε χτυπήσει. Οι διώκτες δεν έχασαν καιρό. Τον χτύπησαν ανήλεα με την κάννη ενός όπλου. Εκείνος έπεσε κάτω αναίσθητος και τον ξαναπήγαν στο κελί του.
Πίσω στη φυλακή, δόθηκε στους δεσμοφύλακες η εντολή να φροντίσουν να συμβιβαστούν όλοι οι Μάρτυρες εκείνο το βράδυ. Σε λίγο αντηχούσαν στα κελιά πυροβολισμοί. Ρώτησαν τους Μάρτυρες: «Ακούσατε τους πυροβολισμούς; Ε λοιπόν, σκότωσαν τους αδελφούς σας. Αύριο θα δείτε τα πτώματά τους στους δρόμους. Και αν δεν συμβιβαστείτε, θα σας σκοτώσουν κι εσάς».
Οι Μάρτυρες απάντησαν: «Από το ποτήρι που ήπιαν οι αδελφοί μας, είμαστε διατεθειμένοι να πιούμε κι εμείς».
Στη διάρκεια της νύχτας, οι δεσμοφύλακες άρχισαν να χτυπούν με ραβδιά τον αδελφό Γουόρκου και τους άλλους Μάρτυρες. Ένας ιδιαίτερα βίαιος δεσμοφύλακας έδεσε τα μπράτσα του αδελφού Γουόρκου τόσο σφιχτά που άνοιξε το δέρμα στα δάχτυλά του και άρχισε να αιμορραγεί. Ο αδελφός Γουόρκου έκρυβε τα σακατεμένα δάχτυλά του από τους άλλους αδελφούς για να μην αποθαρρυνθούν. Όταν ησύχασαν κάπως τα πράγματα για λίγο, οι Μάρτυρες προσευχήθηκαν πριν αποκοιμηθούν. Αλλά στη μία το πρωί, μερικοί θυμωμένοι διώκτες εισέβαλαν στο κελί τους και τους έδερναν συνεχώς μέχρι τις τέσσερις. Κατόπιν οι Μάρτυρες προσευχήθηκαν ξανά, ευχαριστώντας τον Ιεχωβά για τη δύναμη που τους έδωσε και ζητώντας του να συνεχίσει να τους στηρίζει.
Το πρωί ήρθαν κι άλλοι παλικαράδες στο κελί. Αυτοί άρχισαν να κλοτσάνε τους Μάρτυρες. Το απόγευμα ξεχώρισαν ξανά τον αδελφό Γουόρκου, και συνολικά 20 άτομα τον χτυπούσαν και τον κλοτσούσαν. Και πάλι δεν ενέδωσε. Αποφασίστηκε ξανά ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν. Στις 10:00 μ.μ., κατέφτασαν άλλοι 20 δεσμοφύλακες και τον έδερναν μέχρι τις 2:00 π.μ. περίπου. Ένας βασανιστής ήταν τόσο έξαλλος από το θυμό του που άρπαξε κάποιον άλλο Μάρτυρα από την πλάτη και τον δάγκωσε μανιασμένα, αφήνοντας το Μάρτυρα σημαδεμένο για όλη του τη ζωή. Επί τέσσερις μέρες κρατούσαν τους Μάρτυρες μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο χωρίς τροφή και νερό, και τους έδερναν επανειλημμένα. Όλοι τους έπαθαν διάφορα κατάγματα, λόγου χάρη στα πλευρά και στο κρανίο. Από σωματικής πλευράς εξασθένησαν πάρα πολύ.
Όταν ένας ανώτερος αξιωματούχος επισκέφτηκε τη φυλακή, τους λυπήθηκε καθώς είδε την κατάστασή τους και διέταξε να τους δώσουν λίγο φαγητό. Όμως εκείνος ο βίαιος δεσμοφύλακας θύμωσε επειδή έδωσαν στους Μάρτυρες φαγητό και νερό. Μηχανεύτηκε ένα σχέδιο και τους κατηγόρησε ότι προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Η μηχανορραφία του έγινε πιστευτή, γι’ αυτό προγραμματίστηκε άλλη μια εκτέλεση. Οι αδελφοί έκαναν ένθερμες προσευχές για απελευθέρωση, ιδιαίτερα ενόψει αυτών των ψεύτικων, επαίσχυντων κατηγοριών. Ένας ακόμα πιο ανώτερος αξιωματούχος εμπόδισε την εκτέλεση, ωστόσο τους αδελφούς τους χτυπούσαν με ραβδιά όλη τη νύχτα.
Ύστερα από μερικές μέρες ήρθε ένας άλλος αξιωματούχος και ανακοίνωσε ότι ο αδελφός Γουόρκου επρόκειτο να εκτελεστεί και οι υπόλοιποι να αφεθούν ελεύθεροι. Παραδόξως όμως, όχι μόνο αυτοί οι αδελφοί αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά έπειτα από μερικές μέρες λέχθηκε και στον αδελφό Γουόρκου ότι κι αυτός μπορούσε να φύγει.
Ο αδελφός επωφελήθηκε αμέσως από την ευκαιρία που του δόθηκε να πάει να συναντήσει και να ενθαρρύνει άλλους αδελφούς σ’ ένα σπίτι. Δεν αντιλήφθηκε ότι τον παρακολουθούσαν και ότι ανέφεραν τις κινήσεις του. Έτσι την επόμενη μέρα τον συνέλαβαν ξανά και τον καταδίκασαν πάλι σε θάνατο.
Έγινε άλλη μια προσπάθεια να τον ξεγελάσουν ώστε να συμβιβαστεί. Κάποιοι τον πλησίασαν με φιλικό τρόπο και του είπαν ευγενικά να φωνάξει ορισμένα συνθήματα. Ο αδελφός Γουόρκου αρνήθηκε· επανέλαβε μόνο τα δικά του Βιβλικά «συνθήματα» που ήταν υπέρ του αληθινού Θεού. Τώρα αυτοί οι «φιλικοί» άνθρωποι μετατράπηκαν σε άγριους βασανιστές.
Μερικές μέρες αργότερα οι δεσμοφύλακές του θέλησαν να συζητήσουν μερικά πράγματα μαζί του. Η συζήτηση κράτησε τέσσερις ώρες. Του πρόσφεραν κάποιο σημαντικό πολιτικό αξίωμα. Εκείνος το αρνήθηκε. Του απάντησαν λέγοντας: «Είναι σίγουρο ότι θα εκτελεστείς και θα σε φάνε τα σκουλήκια».
Τελικά, μερικοί αξιωματούχοι με δίκαιη διάθεση έδειξαν ενδιαφέρον για την περίπτωση του αδελφού Γουόρκου και αποφάσισαν να τον ελευθερώσουν. Αυτός θεώρησε τα δεινά που πέρασε ως χαρά· δεν είχε ενδώσει. (Εβρ. 12:2) Πριν αρχίσουν οι δοκιμασίες του, ο αδελφός πάντα έπαιρνε στα σοβαρά την τακτική οικογενειακή μελέτη και την προσευχή. Χωρίς αμφιβολία, αυτά τα πράγματα τον βοήθησαν να υπομείνει. Αφηγήθηκε τι του είχε πει ένας πάστορας του Χριστιανικού κόσμου, που ήταν σαν τον Νικόδημο, σχετικά με τους διωκόμενους Μάρτυρες σε σύγκριση μ’ εκείνους που ανήκαν στη δική του θρησκεία: «Εμείς φοβηθήκαμε και συμβιβαστήκαμε. Εμείς απογοητεύσαμε τον Θεό, αλλά εσείς ταχθήκατε σταθερά με το μέρος του, χωρίς να φοβηθείτε ούτε και το θάνατο. Εύγε σας». Έτσι, ο αδελφός Γουόρκου καταδικάστηκε σε θάνατο οχτώ φορές, αλλά ο Ιεχωβά τον διατήρησε ζωντανό!
Πήραν ένα Μεγάλο Μάθημα
Στη διάρκεια εκείνων των ετών των γεμάτων πύρινες δοκιμασίες, οι Μάρτυρες της Αιθιοπίας είδαν να επαληθεύονται στην περίπτωσή τους τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Έγιναν από αδύνατοι δυνατοί». (Εβρ. 11:34, ΚΔΤΚ) Μια ταπεινή αδελφή, η οποία ήταν οικιακή βοηθός και μάθαινε να διαβάζει, βρέθηκε φυλακισμένη με μια ομάδα Μαρτύρων που ήταν αρκετά μορφωμένες. Ενώ μερικές απ’ αυτές τις κρατούμενες Μάρτυρες προσεύχονταν για απελευθέρωση, εκείνη προσευχόταν κυρίως για δύναμη ώστε να παραμείνει πιστή. Μια μέρα οι διώκτες έφεραν ένα μπολ με καυτό λάδι και απειλούσαν να βουτήξουν μέσα σ’ αυτό τα δάχτυλα όλων των κρατουμένων. Μερικές Μάρτυρες υπέκυψαν στο φόβο, αλλά η ταπεινή αδελφή παρέμεινε σταθερή. Και τα δάχτυλά της δεν έπαθαν τίποτα. Στη συνέχεια την άφησαν ελεύθερη.
Αυτό ήταν ένα μεγάλο μάθημα για τα άτομα που είχαν προσδώσει υπερβολική σημασία στην κοινωνική θέση και στη μόρφωση. Έμαθαν τώρα ότι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η πιστότητα.
Δεν Έμειναν Αβοήθητοι
Πόσο ανταμειφτικό ήταν να βλέπει κανείς την ωριμότητα, την ισορροπία, την εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά και ένα μεγαλύτερο πνεύμα αυτοθυσίας να αναπτύσσονται σ’ αυτούς τους Μάρτυρες που υπέμειναν τόσο πολλά! Όπως και αλλού, αυτοί δεν έμειναν αβοήθητοι. Η αληθινή λατρεία αποδείχτηκε νικηφόρα.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου διάφοροι άνθρωποι τάχθηκαν υπέρ του Ιεχωβά με ασυνήθιστους τρόπους. Για παράδειγμα, στον τόπο της εργασίας του ένας πρεσβύτερος έδωσε μαρτυρία σε κάποια γυναίκα από την Ανατολική Ευρώπη. Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που έδειξε, εκείνος της δάνεισε ένα Βιβλικό έντυπο που ήταν πολύτιμο γι’ αυτόν. Προς λύπη του, εκείνη έφυγε από τη χώρα και ποτέ δεν το επέστρεψε. Χρόνια αργότερα ο αδελφός κατασυγκινήθηκε όταν έλαβε μια επιστολή απ’ αυτή τη γυναίκα. Του εξηγούσε ότι αυτό το έντυπο είχε αλλάξει τη ζωή της και ότι τώρα ήταν βαφτισμένη πνευματική αδελφή του!
Ένα άλλο παράδειγμα ήταν μια ντροπαλή υπηρέτρια η οποία κρυφάκουγε από κάποιο άλλο δωμάτιο την ώρα που έκανε Γραφική μελέτη ο εργοδότης της, ο οποίος ήταν δάσκαλος. Εκείνη ένιωθε πολύ ανάξια, κι όμως ήθελε να ασπαστεί αυτές τις υπέροχες αλήθειες. ‘Αυτά τα Βιβλικά μαθήματα πρέπει να κοστίζουν πολλά χρήματα’, σκέφτηκε. Γι’ αυτό άφησε τη δουλειά που είχε στο σπίτι του δασκάλου και έψαξε και βρήκε μια εργασία η οποία θα της απέδιδε περισσότερα χρήματα, ώστε να μπορεί να πληρώσει μια τέτοια Γραφική μελέτη. Όταν μάζεψε όσα χρήματα πίστευε ότι χρειάζονταν για τα Βιβλικά μαθήματα, πήγε απευθείας στο σπίτι του Μάρτυρα που μελετούσε με τον πρώην εργοδότη της, το δάσκαλο. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν έμαθε ότι τα μαθήματα ήταν δωρεάν! Έτσι σημείωσε γρήγορη πρόοδο στη μελέτη της και αργότερα παντρεύτηκε το δάσκαλο· τώρα και οι δυο τους είναι αφιερωμένοι δούλοι του Ιεχωβά.
Οι νεαροί Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν υποστεί ιδιαίτερη πίεση σ’ αυτή τη χώρα. Λόγω της ουδετερότητάς τους, αποκλείονται από πολλά πράγματα που είναι βασικά και αναγκαία, λόγου χάρη νοσοκομειακή περίθαλψη, σχολικές εξετάσεις και εργασία. Μήπως αυτό τους έχει κάνει να νιώθουν εγκαταλειμμένοι; Όχι! Με πλήρη πεποίθηση ότι οι θλίψεις τους είναι στιγμιαίες, αυτοί προχωρούν με τη δύναμη που τους παρέχει ο Ιεχωβά.—Φιλιπ. 4:13, Κείμενο.
Η Πραγματική Λύση
Τα προβλήματα που πλήττουν την Αιθιοπία είναι παρόμοια μ’ αυτά που μαστίζουν τον υπόλοιπο κόσμο. Οι Μάρτυρες πιστεύουν ότι έχουν βρει τη θεραπεία και χαίρονται επειδή, από το 1990 κι ύστερα, πολλές από τις πιέσεις που αντιμετώπιζαν έχουν μειωθεί και τώρα μπορούν και λένε αυτή τη λύση σε άλλους.
Για παράδειγμα, στην Ασμάρα, την πρωτεύουσα της Ερυθραίας, οι αρχές έχουν δώσει οδηγίες να πάψουν οι διακρίσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Άλλο ένα παράδειγμα: Πάνω από 50 Αιθίοπες αδελφοί πήραν κανονικά τις άδειες που τους επέτρεπαν να ταξιδέψουν στο Ναϊρόμπι της Κένυας για να παρευρεθούν σε μια συνέλευση περιφερείας. Και δυο ακόμη παραδείγματα: Μπορούν και πάλι να σταλθούν ειδικοί σκαπανείς σε διάφορους τομείς για να κηρύξουν τα καλά νέα. Και μερικές εκκλησίες έχουν αρχίσει ξανά το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά προβλήματα στην Αιθιοπία.
Το 1990, όταν έπεσε το στρατηγικό λιμάνι Μασάουα, ο εμφύλιος πόλεμος κλιμακώθηκε. Όλη η πόλη ερειπώθηκε. Ευτυχώς, κανένας από τους Μάρτυρες που ζούσαν εκεί δεν τραυματίστηκε. Η πείνα έπληξε την Ασμάρα και μεγάλα τμήματα της επαρχίας. Το Κυβερνών Σώμα φρόντισε κι έστειλε βοήθεια σ’ αυτή την ταλαιπωρημένη γωνιά της γης. Δυο ειδικοί σκαπανείς, για να φτάσουν στο Μεκέλε, την πρωτεύουσα της επαρχίας Τιγκράι, και να δώσουν την ενθάρρυνση την οποία χρειάζονταν οι Μάρτυρες που ζούσαν εκεί, ριψοκινδύνεψαν τη ζωή τους περνώντας με κάθε προφύλαξη μέσα από την πολεμική ζώνη. Το Μάιο του 1991 οι αντάρτες πήραν την εξουσία από την επαναστατική κυβέρνηση και στη συνέχεια υπέγραψαν έναν καταστατικό χάρτη με τον οποίο υπόσχονταν περισσότερη ελευθερία. Η Ερυθραία είχε τώρα ξεχωριστή κυβέρνηση και ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από τον έξω κόσμο. Μέσα σε όλο αυτόν τον αναβρασμό, οι Μάρτυρες έχουν παραμείνει αυστηρά ουδέτεροι αφού γνωρίζουν ότι η μόνιμη λύση για τα προβλήματα του ανθρώπου θα έρθει μόνο μέσω της Βασιλείας του Θεού. Μέχρι το τέλος του υπηρεσιακού έτους είχαν διεξαχθεί ελεύθερα μέρες ειδικής συνέλευσης σε αρκετές πόλεις της Αιθιοπίας. Γίνονταν προετοιμασίες για συνελεύσεις περιοχής, για μια συνέλευση περιφερείας, για την εισαγωγή ενός μεγάλου φορτίου εντύπων και για νομική καταχώρηση. Στην Αιθιοπία, όπως και σε πολλά άλλα μέρη, ‘το σκηνικό αυτού του κόσμου αλλάζει’ γοργά, και οι αδελφοί αποβλέπουν με ενθουσιασμό σε μια μεγάλη τελική σύναξη.—1 Κορ. 7:31, ΜΝΚ.
Όμως τι άλλο συνέβη στην ηπειρωτική ανατολική Αφρική από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι ύστερα; Για να δούμε.
Δοκιμή Εγκαρτέρησης στην Τανζανία
Το 1976 η Τανζανία έδωσε αμνηστία και μερικοί φυλακισμένοι Μάρτυρες αφέθηκαν ελεύθεροι. Δυστυχώς, υπήρχαν ακόμη μερικοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που θεωρούσαν τους αδελφούς μας επικίνδυνους. Γιατί; Μπέρδευαν τους επαναστάτες οπαδούς της Κιταγουάλα, που υπήρχαν στη Σουμπαβάνγκα, με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι αδελφοί παρέμεναν υπό στενή επιτήρηση και πολλοί ειδικοί σκαπανείς ήταν ‘δέσμιοι ως κακούργοι’, όπως ήταν και ο απόστολος στη Ρώμη.—2 Τιμ. 2:9.
Υπήρχαν και επιπρόσθετες δυσκολίες. Το Φεβρουάριο του 1977 έκλεισαν τα σύνορα της Τανζανίας με την Κένυα και έμειναν κλειστά για πάνω από έξι χρόνια. Για κάποιο διάστημα δημιουργήθηκε πρόβλημα στις ταχυδρομικές υπηρεσίες και χάθηκε πολλή αλληλογραφία. Η ανομβρία ήταν πρόβλημα σε μερικές περιοχές και κρούσματα χολέρας εμπόδιζαν τα ταξίδια των επισκόπων περιοχής. Η συμμετοχή της Τανζανίας στον πόλεμο που μαινόταν το 1979 στην Ουγκάντα επέφερε κι άλλες πιέσεις. Η συνεχιζόμενη επιδείνωση της οικονομίας προξένησε ανησυχίες υλικής φύσης. Όλες αυτές οι δυσκολίες πίεζαν σε μεγάλο βαθμό τους πρεσβυτέρους, γι’ αυτό και σε μερικές εκκλησίες δεν κατάφερναν να ασχοληθούν όσο χρειαζόταν με την ποίμανση.
Αλλά υπήρχαν και θετικά σημεία. Το 1979 διανοίχτηκε επιτέλους το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας όσον αφορά το έργο κηρύγματος, κι έτσι οι Μάρτυρες έκαναν τώρα έργο από το Κιλιμάντζαρο στο βορρά ως τα σύνορα της Μοζαμβίκης στο νότο.
Ορισμένοι δικαστές άρχισαν να βγάζουν αποφάσεις που ευνοούσαν τους Μάρτυρες. Ένας δεσμοφύλακας από την Τουκούγιου έγινε Μάρτυρας· έδειξε ενδιαφέρον για την αλήθεια αφού είδε την καλή διαγωγή των Μαρτύρων. Τον Ιούλιο του 1981 οι αδελφοί ξεπέρασαν επιτέλους το αποκορύφωμα των 1.609 ευαγγελιζομένων που είχε σημειωθεί το 1975 και 1.621 άτομα ανέφεραν το έργο τους.
Η Εμμονή Ανταμείβεται
Το 1979 και ξανά το 1981 οι αδελφοί πλησίασαν τις αρχές προσπαθώντας να εξασφαλίσουν νομική αναγνώριση του έργου. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν επιτυχία. Οι νομικές προσπάθειες συνεχίστηκαν με μια επιστολή από το Κυβερνών Σώμα με ημερομηνία 5 Μαΐου 1983. Αργότερα, τον Αύγουστο του 1984, οι αδελφοί Φοστέν Λουγκόρα και Ελικάνα Γκριν έκαναν κάποιες προσπάθειες, αλλά τους απέπεμψαν ευγενικά.
Οι Μάρτυρες ενέμεναν και έκαναν προσφυγές. Το 1985, ύστερα από κάποια ακρόαση στο Υπουργείο Εσωτερικών, έλαβαν άλλη μια αρνητική απάντηση. Το ζήτημα φαινόταν ότι ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, όμως υπήρχαν ενδείξεις ότι ορισμένοι ερευνούσαν τις εκκλησίες. Ίσως υπήρχαν μερικοί αξιωματούχοι με δίκαιη διάθεση οι οποίοι ήθελαν περισσότερες πληροφορίες για τους Μάρτυρες.
Το 1986 οι αδελφοί μας συνέχισαν τις προσπάθειες που κατέβαλλαν για αναγνώριση. Τους φέρθηκαν δίκαια και ευγενικά. Τελικά, η εμμονή τους έφερε αποτελέσματα. Ύστερα από πάμπολλες επισταμένες έρευνες, οι παρανοήσεις που υπήρχαν τόσο καιρό ξεκαθαρίστηκαν, και στις 20 Φεβρουαρίου 1987 οι αρμόδιοι Μάρτυρες έλαβαν μια επιστολή με την οποία η κυβέρνηση αναγνώριζε νομικά το Σύλλογο των Μαρτύρων του Ιεχωβά της Τανζανίας. Ύστερα από 22 χρόνια απαγόρευσης, ήταν πια καιρός ευφροσύνης!
Ένας Παράδεισος για τους Ιεραποστόλους
Η αγαλλίαση απλώθηκε σε όλη την Τανζανία. Οργανώθηκαν συνελεύσεις περιοχής. Διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των υποψηφίων για βάφτισμα που υπήρχαν σ’ αυτές τις συνελεύσεις, μερικοί κήρυτταν όσο και οι τακτικοί σκαπανείς και διεξήγαν εννιά ή περισσότερες Γραφικές μελέτες. Μάλιστα, ένας νέος αδελφός βαφτίστηκε μαζί με το άτομο στο οποίο έκανε Γραφική μελέτη!
Το 1987 οι αδελφοί ζήτησαν άδεια για να έρθουν ιεραπόστολοι στην Τανζανία και η αίτησή τους έγινε δεκτή. Τον ίδιο χρόνο έφτασαν Γαλααδίτες στο Νταρ ες Σαλάμ, μια πόλη που είχε τώρα πάνω από 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Μεγάλος τομέας για δυο μόνο εκκλησίες, που είχαν συνολικά λιγότερους από 200 ευαγγελιζομένους!
Ο τομέας στον οποίο κήρυτταν οι ιεραπόστολοι ήταν ένας παράδεισος γι’ αυτούς. Οι οικοδεσπότες τούς προσκαλούσαν μέσα στο σπίτι και δέχονταν ευχαρίστως έντυπα. Άνοιξε ένας ιεραποστολικός οίκος στην Μπέια, όπου και βρίσκονταν οι μισοί και πλέον ευαγγελιζόμενοι της χώρας. Μερικούς μήνες αργότερα ήρθαν περισσότεροι ιεραπόστολοι στην Αρούσα και στην Ντοντόμα.
Οι αδελφοί χρειάζονται ακόμη πολλή εκπαίδευση σε οργανωτικά θέματα ώστε να τεθούν τα θεμέλια για να βοηθηθούν περισσότεροι ειλικρινείς Τανζανοί να αποδώσουν λατρεία στον αληθινό Θεό. Οι προοπτικές είναι έξοχες και ο ζήλος υπάρχει, όπως δείχνουν τα εξής συγκριτικά στοιχεία: Το 1982 υπήρχαν 160 σκαπανείς—το 1991 ήταν 866· το 1982 οι Μάρτυρες αφιέρωσαν 374.831 ώρες στο έργο κηρύγματος σε σύγκριση με τις 1.300.085 ώρες το 1991· το 1982 οι παρόντες στην Ανάμνηση ήταν 5.499—το 1991 ήταν 10.441· το 1982 βαφτίστηκαν 41 άτομα σε σύγκριση με τα 458 άτομα το 1991.
Το 1988 επανήλθαν στην επιφάνεια διάφορα νομικά ζητήματα όσον αφορά τους Μάρτυρες, και εξαιτίας τους εκκρεμούν ως τώρα πολλές αιτήσεις ιεραποστόλων για άδεια εισόδου στη χώρα. Ωστόσο, η κυβέρνηση ενέκρινε για πρώτη φορά την αίτηση που έκαναν οι Μάρτυρες για να θεωρούνται οι πρεσβύτεροί τους θρησκευτικοί λειτουργοί οι οποίοι μπορούν να τελούν γάμους.
Αλλεπάλληλες πλημμύρες και ανομβρίες κατέστησαν αναγκαία την παροχή βοήθειας στα νοτιότερα μέρη και στην περιοχή κοντά στη λίμνη Βικτόρια, και αυτές οι προσπάθειες συνεχίστηκαν μέχρι και το 1991. Όμως, παρά τις δυσκολίες και την αβεβαιότητα, ο λαός του Ιεχωβά ασχολείται με τη σύναξη των προβατοειδών ανθρώπων έχοντας το αίσθημα του επείγοντος.
Ξεκαθάρισμα στην Κένυα
Στα χρόνια μετά το 1975 έγινε ένα ξεκαθάρισμα στις εκκλησίες. Εκείνοι που ήταν στην αλήθεια μόνο επειδή πίστευαν ακράδαντα ότι το 1975 θα ερχόταν το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων απομακρύνθηκαν όταν αυτό το έτος ήρθε και παρήλθε. Από μια έρευνα που έγινε εκείνη την εποχή, σε κάθε 77 καινούρια άτομα αναλογούσαν άλλα 49 που έγιναν αδρανείς. Εκείνοι που έχαναν συναθροίσεις και παρέλειπαν την προσωπική μελέτη έπεσαν θύματα στις σατανικές παγίδες της ανηθικότητας, της μέθης και της υλιστικής απληστίας. Δυστυχώς, στη διάρκεια ορισμένων ετών, πάνω από το 3 τοις εκατό όλων των ευαγγελιζομένων έπρεπε να αποκοπούν.
Βέβαια, πολλές εκκλησίες ήταν μικρές και τους έλειπε η κατάλληλη κατεύθυνση. Ειδικότερα, το 1978 οι 49 από τις 90 εκκλησίες της Κένυας είχαν λιγότερους από 10 ευαγγελιζομένους και μόνο 12 εκκλησίες είχαν πάνω από 40 ευαγγελιζομένους. Γι’ αυτό και το βάρος των θεοκρατικών ευθυνών το επωμιζόταν ένας ή δύο αδελφοί. Οι φυσικές καταστροφές πρόσθεταν στο βάρος που σήκωναν οι πρεσβύτεροι. Η περιοχή ανατολικά του Ναϊρόμπι πέρασε τέτοια ανομβρία που χρειάστηκε να οργανωθεί παροχή βοήθειας.
Ωστόσο, δεν ήταν όλα «μαύρα κι άραχλα». Συνέβαιναν και πολλά θετικά πράγματα. Το 1977 οι παρόντες στην Ανάμνηση ήταν 5.584 άτομα. Υπήρχε μεγάλη ζήτηση για έντυπα. Η επίσκεψη του Λόιντ Μπάρι από το Κυβερνών Σώμα αύξησε το ζήλο όλων των αδελφών για τα συμφέροντα της Βασιλείας. Και η νέα διευθέτηση της Επιτροπής του Τμήματος, που λειτουργεί από το 1976, έδωσε ώθηση στο έργο.
Μεγαλύτερο Μπέθελ
Το Φεβρουάριο του 1979 σημειώθηκε ένα νέο ανώτατο όριο ευαγγελιζομένων, 2.005 άτομα. Λόγω του αριθμού των ευαγγελιζομένων, το κτίριο του γραφείου τμήματος ήταν πια πολύ μικρό για τις ανάγκες της οικογένειας Μπέθελ, έτσι η Επιτροπή του Τμήματος ζήτησε έγκριση από το Κυβερνών Σώμα για να προστεθούν τέσσερα δωμάτια στο Μπέθελ. Προς έκπληξη της επιτροπής, η απάντηση ήρθε σ’ ένα μεγάλο φάκελο που περιείχε τα σχέδια για να προστεθεί στο ήδη υπάρχον Μπέθελ ένα εντελώς καινούριο κτίριο με 16 επιπρόσθετα υπνοδωμάτια!
Οι εκσκαφές για το νέο κτίριο του τμήματος άρχισαν το Δεκέμβριο του 1978, και τον Ιούνιο του 1979 μέρος του όμορφου νέου κτιρίου ήδη λειτουργούσε. Τον Ιανουάριο του 1980 ο Ντον Άνταμς από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία ήρθε για το πρόγραμμα της αφιέρωσης και μίλησε σε 2.205 άτομα στο Στάδιο του Ναϊρόμπι. Κατόπιν, ενώ ψιλόβρεχε, περίπου χίλια άτομα ξεναγήθηκαν στις νέες εγκαταστάσεις του Μπέθελ και πολλοί απ’ αυτούς έβλεπαν για πρώτη φορά πώς λειτουργεί το γραφείο του τμήματός τους. Στο τέλος εκείνου του έτους έγιναν μικρότερες συνελεύσεις περιφερείας, περιλαμβανομένης και μιας αγγλικής συνέλευσης στο Νακούρου, στην οποία παρευρέθηκαν αδελφοί από τη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Ουγκάντα.
Τον επόμενο χρόνο έγινε άλλο ένα μεγάλο βήμα. Έφτασαν σύγχρονα εκτυπωτικά μηχανήματα στο τμήμα της Κένυας. Τώρα τα υπηρεσιακά έντυπα, τα προγράμματα, τα επιστολόχαρτα φίρμας, η Διακονία της Βασιλείας, ακόμη και τα περιοδικά μπορούσαν να τυπώνονται εκεί. Δεν χρειαζόταν πια να περιμένουν μεγάλα χρονικά διαστήματα για να έρθουν αυτά τα εφόδια από το εξωτερικό! Ενώ 120.000 περίπου τεμάχια τυπώθηκαν το 1980, δυο χρόνια αργότερα η παραγωγή αυξήθηκε σε 935.000 τεμάχια και το 1990 σε 2.000.000 και πλέον τεμάχια.
Το 1983 το Ναϊρόμπι ξεπέρασε τους 1.000 ευαγγελιζομένους, και η Κένυα συνολικά έφτασε τους 3.005. Τον Απρίλιο το 28 τοις εκατό όλων των ευαγγελιζομένων συμμετείχαν στην ολοχρόνια υπηρεσία. Ήρθαν επίσης περισσότεροι ιεραπόστολοι για να βοηθήσουν.
Τα Έντυπα Συμβάλλουν στην Ταχεία Διάδοση του Λόγου
Τα έντυπα της Εταιρίας είναι δημοφιλή στην Κένυα. Μερικά σχολεία χρησιμοποιούν Το Βιβλίο Μου με τις Βιβλικές Ιστορίες στο μάθημα των θρησκευτικών. Τα περιοδικά απέκτησαν πιο ελκυστική εμφάνιση, γι’ αυτό και στη διετία 1984, 1985 ο αριθμός των περιοδικών που διατέθηκαν αυξήθηκε κατά 50 και πλέον τοις εκατό, και μερικές φορές οι ευαγγελιζόμενοι έδιναν κατά μέσο όρο πάνω από 10 περιοδικά το μήνα. Μερικά τεύχη είχαν άμεση επίδραση στο κοινό. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος πλησίασε κάποιον ευαγγελιζόμενο που έδινε μαρτυρία στο δρόμο. Ο άνθρωπος έδειξε το περιοδικό που έλεγε στο εξώφυλλο «Το Κάπνισμα θα Συνεχίζεται;» και είπε: «Είμαι πρώην καπνιστής». Τι τον έκανε να κόψει το τσιγάρο; Εκείνο το άρθρο, το οποίο και είχε διαβάσει μερικές μέρες νωρίτερα!
Το 1982 χαρακτηρίστηκε από την άφιξη του ειδικού βιβλιαρίου Απολαύστε Ζωή στη Γη για Πάντα!, ένα έντυπο που ήταν ειδικά προσαρμοσμένο για τον αγρό της Αφρικής. Ακόμη και μορφωμένα άτομα το ήθελαν, μερικοί κυριολεκτικά το άρπαζαν από τις τσάντες των ευαγγελιζομένων. Αυτό συνέβη σ’ ένα Μάρτυρα ο οποίος είχε μόνο ένα πολύτιμο βιβλιάριο στην τσάντα που χρησιμοποιούσε στην υπηρεσία αγρού. Φύλαγε αυτό το βιβλιάριο για ένα άτομο με το οποίο είχε πρόσφατα αρχίσει Γραφική μελέτη. Ένας ταξιδιώτης είδε το βιβλιάριο. Το ήθελε. Δεν του έκανε κανένα άλλο βιβλιάριο. Ο Μάρτυρας εξήγησε ότι το κρατούσε αποκλειστικά για κάποιον που θα δεχόταν να μελετήσει την Αγία Γραφή τακτικά. «Κανένα πρόβλημα», είπε ο αποφασισμένος ταξιδιώτης. «Δέχομαι να μελετήσω». Το αποτέλεσμα; Μια νέα Γραφική μελέτη για τον ευαγγελιζόμενο!
Αυτό το βιβλιάριο παρέχει ξεκάθαρη μαρτυρία για τον Ιεχωβά και τους σκοπούς του, για την κυβέρνηση της Βασιλείας και για τους δίκαιους κανόνες της Αγίας Γραφής. Επειδή αυτό το θαυμάσιο μέσο αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό, μεταφράστηκε σε 35 ακόμη γλώσσες που μιλιούνται στον τομέα της ανατολικής Αφρικής, δηλαδή σε 14 κενυάτικες γλώσσες και σε 21 γλώσσες γειτονικών χωρών. Σε μερικές απ’ αυτές τις γλώσσες, αυτό είναι το μόνο έντυπο που υπάρχει εκτός από την Αγία Γραφή. Μάλιστα, ένας ιεραπόστολος του Χριστιανικού κόσμου είπε τα εξής σχετικά μ’ αυτό το βιβλιάριο στη γλώσσα μασάι: «Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη ποτέ στους Μασάι».
Σκαπανικό Πνεύμα
Κάτι ακόμη που μεταμόρφωσε τον αγρό στην Κένυα: το αυξανόμενο σκαπανικό πνεύμα μεταξύ των Μαρτύρων. Ανήκει πια στο παρελθόν ο καιρός που θεωρούσαν τους σκαπανείς εκκεντρικούς ή αποτυχημένους στη ζωή. Έγινε φανερό ότι ο Ιεχωβά ευλογούσε πλούσια τους σκαπανείς με χαρωπές εμπειρίες και καρποφορία της Βασιλείας. Μερικοί έκαναν σκαπανικό μολονότι ήταν τυφλοί ή είχαν ένα πόδι. Δεν ήταν ασυνήθιστο για γονείς με οχτώ και πλέον παιδιά να συγκαταλέγονται στις τάξεις των σκαπανέων.
Τον Απρίλιο του 1985, περίπου το 37 τοις εκατό όλων των ευαγγελιζομένων ήταν στην ολοχρόνια υπηρεσία. Με τη βοήθεια των πολλών αυτών σκαπανέων, πάνω από ένα εκατομμύριο ώρες δαπανήθηκαν στην υπηρεσία εκείνο το έτος.
Ζηλωτές Αδελφοί στη Ρουάντα Αναπληρώνουν το Χαμένο Χρόνο
Και στη Ρουάντα η πρόοδος ήταν γοργή. Η Βιβλική αλήθεια άρχισε να μεταδίδεται εκεί σχετικά αργά, αλλά πολλοί άνθρωποι πεινούσαν για το ζωοπάροχο άγγελμα. Το Φεβρουάριο του 1980 η εμφάνιση του βιβλίου Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή στην κινιαρουάντα έδωσε μεγάλη ώθηση στους ευαγγελιζομένους, που σημείωσαν τότε ένα ανώτατο όριο 165 ατόμων. Το 1980 κατασκευάστηκε μια μεγάλη αλλά απλή Αίθουσα Βασιλείας στο Κιγκάλι και σε λίγο πάνω από 200 άτομα παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένοι τις παρακολουθούσαν από την αυλή.
Αυτό το ενδιαφέρον που εκδήλωναν οι κάτοικοι της Ρουάντα δεν άρεσε στους εχθρούς των καλών νέων. Τον Οκτώβριο του 1979 καταρτίστηκε ένας κατάλογος των γνωστών θρησκειών που υπήρχαν στη χώρα, και δεν περιλήφθηκαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Έγιναν προσπάθειες για να καταχωρηθούν νομικά οι Μάρτυρες. Το Μάρτιο του 1980 ο Έρνεστ Χόις, που ήταν από το Βέλγιο και είχε υπηρετήσει στο Ζαΐρ, ήρθε στο Κιγκάλι για να επισκεφτεί τις αρχές. Μολονότι υπέβαλε πολλά δικαιολογητικά έγγραφα, δεν δόθηκε νομική αναγνώριση.
Όμως η μαρτυρία της Βασιλείας προχωρούσε προς τα εμπρός. Το 1982, 750 άτομα παρευρέθηκαν στη συνέλευση περιφερείας και 22 άτομα βαφτίστηκαν, και το Μάρτιο 302 άτομα ανέφεραν το χρόνο που αφιέρωσαν στη διακονία αγρού. Στις τέσσερις συνελεύσεις περιοχής παρευρέθηκαν συνολικά πάνω από 1.200 άτομα και βαφτίστηκαν 40. Διεξάχθηκε η Σχολή Διακονίας της Βασιλείας και έδωσε την απαιτούμενη εκπαίδευση σ’ αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για τις μικρές εκκλησίες. Ο ζήλος των ευαγγελιζομένων δεν μειώθηκε· διέθεταν κατά μέσο όρο 20 ώρες στην υπηρεσία κάθε μήνα. Δυο ειδικές σκαπάνισσες άνοιξαν έναν καινούριο τομέα και μέσα σε τρεις μήνες διεξήγαν 20 Γραφικές μελέτες, και μάλιστα όλοι αυτοί οι άνθρωποι παρευρίσκονταν στις συναθροίσεις. Το άγγελμα διαδιδόταν αλματωδώς στη Ρουάντα!
Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έκαναν ερωτήσεις σχετικά με τις Βιβλικές αλήθειες. Πολλές απ’ αυτές υποκινούνταν από την ύλη του περιοδικού Ξύπνα!, που διαβαζόταν τακτικά στο ραδιόφωνο. Τα ερτζιανά κύματα αντηχούσαν τη Βιβλική αλήθεια η οποία εξέθετε τα ψέματα που διδάσκουν οι διάφορες θρησκείες. Δεν είναι παράξενο ότι οι θρησκευτικές εφημερίδες, που ασκούν μεγάλη επιρροή στη Ρουάντα, σύντομα άρχισαν να επιτίθενται κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ως συνήθως, αυτό έλκυσε περισσότερους ανθρώπους στην αλήθεια. Περίπου την ίδια εποχή, όμως, οι αρχές άρχισαν να σταματούν τους Μάρτυρες στο δρόμο και να τους ανακρίνουν και τους επέβαλλαν πρόστιμα επειδή είχαν έναν παράνομο σύλλογο.
Προβλήματα με το Νόμο
Το Νοέμβριο του 1982 οι αρχές κάλεσαν στο Κιγκάλι τους τρεις ειδικούς σκαπανείς, που είχαν προηγουμένως υπογράψει την αίτηση για νομική καταχώρηση, τους συνέλαβαν μόλις έφτασαν εκεί και τους φυλάκισαν χωρίς να δικαστούν και χωρίς να μπορούν να προσφύγουν σε άλλα ένδικα μέσα. Σφράγισαν την Αίθουσα Βασιλείας. Τώρα το έργο κηρύγματος έπρεπε να γίνεται κάτω από την επιφάνεια.
Μια επιστολή που απηύθυνε ο υπουργός δικαιοσύνης προς όλες τις νομαρχίες έλεγε ότι οι Μάρτυρες είχαν τεθεί υπό απαγόρευση. Ακολούθησαν περισσότερες συλλήψεις. Οι περισσότεροι ξένοι σκαπανείς αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα. Για τους ντόπιους αδελφούς ήταν μια περίοδος δοκιμασίας, ένας καιρός κοσκινίσματος. Ακριβώς στον κατάλληλο καιρό, άρχισε να τυπώνεται Η Σκοπιά στην κινιαρουάντα, παρέχοντας έτσι επιπρόσθετη πνευματική τροφή.
Οι τρεις ειδικοί σκαπανείς, ο Γκασπάρ Ρουακαμπούμπου, ο Τζοζέφ Κορότι και ο Φέρντιναντ Ιμουγκαρούλα, είχαν πολύ έργο να κάνουν στη μεγάλη φυλακή του Κιγκάλι. Έκαναν τακτικές Γραφικές μελέτες με άλλους κρατουμένους, και αρκετοί απ’ αυτούς γνώρισαν μ’ αυτόν τον τρόπο την αλήθεια. Πέρασαν μήνες ολόκληρους ως υπόδικοι. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1983, έγινε το δικαστήριο. Οι τρεις αδελφοί κατηγορήθηκαν ότι καταχράστηκαν τα χρήματα του λαού και εξεγέρθηκαν κατά της κυβέρνησης· επίσης διατυπώθηκαν κι άλλες αβάσιμες κατηγορίες. Σε όλη τη διάρκεια της δίκης δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο ούτε κάποιο οικονομικό έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο και δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας για να υποστηρίξει τις κατηγορίες.
Οι αδελφοί καταδικάστηκαν σε δυο χρόνια φυλάκιση και δεν τους δόθηκε ούτε μια μέρα χάρη. (Στο μεταξύ, δινόταν αμνηστία σε ορισμένους δολοφόνους.) Στο Γκιζένιε πέντε άλλοι Μάρτυρες υπέμειναν πιστά σχεδόν δυο χρόνια φυλάκιση χωρίς να έχουν καταδικαστεί από δικαστήριο.
Μια μικρή ανάπαυλα το 1985 επέτρεψε σε μερικούς αδελφούς από τη Ρουάντα να παρευρεθούν στη συνέλευση περιφερείας στο Ναϊρόμπι και να συναντήσουν αδελφούς του Κυβερνώντος Σώματος. Όμως, μέχρι το Μάρτιο του 1986 οι συλλήψεις είχαν γίνει συνηθισμένο φαινόμενο σε όλη τη χώρα. Οι αρχές συνέλαβαν πολλά άτομα στο ίδιο τους το σπίτι. Δεν γλίτωσαν ούτε έγκυες γυναίκες ούτε μικρά παιδιά. Σε μερικές περιοχές κυνηγούσαν ανήλεα τους Μάρτυρες αφού τα ονόματά τους βρίσκονταν στους καταλόγους των καταζητουμένων. Τελικά, φυλακίστηκαν πάνω από 140 Μάρτυρες—σχεδόν το ένα τρίτο των ενεργών Μαρτύρων που υπήρχαν στη χώρα!
Εμπιστοσύνη σε Ανθρώπους ή στον Παντοδύναμο;
Στις 24 Οκτωβρίου 1986 η υπόθεση των Μαρτύρων τελικά εκδικάστηκε. Μερικοί ήταν ήδη έξι μήνες στη φυλακή. Μάλιστα, ένα μωρό γεννήθηκε στη φυλακή και κατάλληλα ονομάστηκε Σικάμα Χουντάρι (Να Παραμείνεις Σταθερός). Οι ποινές που απαγγέλθηκαν ήταν υπερβολικά απάνθρωπες, από 5 ως 12 χρόνια. Μια ενδιαφερόμενη, που δεν ήταν ακόμη ευαγγελιζόμενη, καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκιση.
Αυτές οι υποθέσεις έγιναν διεθνώς γνωστές και συζητήθηκαν ακόμη και από ορισμένους αρχηγούς κρατών στην Ευρώπη και στην Αφρική. Πολλοί άνθρωποι από το εξωτερικό έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στους υπεύθυνους αξιωματούχους. Μια ραδιοφωνική ανακοίνωση ανέφερε ότι μερικές φορές η κυβέρνηση λάβαινε 500 επιστολές τη μέρα με θέμα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Όλα αυτά διάνοιξαν θαυμάσιες ευκαιρίες για την επίδοση μαρτυρίας στη φυλακή. Οι Μάρτυρες έδωσαν ένα εξέχον παράδειγμα αλληλεγγύης: προσεύχονταν μαζί και μελετούσαν το Λόγο του Θεού μαζί. Πολλοί συγκρατούμενοι έδειξαν ενδιαφέρον και άρχισαν να μελετούν κι αυτοί την Αγία Γραφή, και τώρα, άτομα που ήταν κάποτε εγκληματίες και πόρνες σημειώνουν καλή πρόοδο στο δρόμο της αιώνιας ζωής.
Οι Μάρτυρες διατήρησαν χαρωπό πνεύμα παρά τις μεγάλες ποινές που τους επιβλήθηκαν. Έλεγαν: «Εμάς μας φόρτωσαν 12 χρόνια, αλλά ο Σατανάς θα φορτωθεί 1.000!» Επίσης έλεγαν: «Εδώ έχουμε περισσότερη ελευθερία από τους αδελφούς μας έξω, επειδή εμείς μπορούμε και ψέλνουμε στις συναθροίσεις ενώ εκείνοι δεν μπορούν».
Μια Ευχάριστη Έκπληξη
Την 1η Ιουλίου 1987, που ήταν η 25η επέτειος της ανεξαρτησίας της Ρουάντα, σε μια ραδιοφωνική ομιλία, ο πρόεδρος της Ρουάντα ζήτησε συγνώμη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανακοίνωσε πως όλοι όσοι είχαν καταδικαστεί στις 24 Οκτωβρίου 1986 θα αφήνονταν ελεύθεροι. Τι θαρραλέα και αξιέπαινη απόφαση! Μερικές μέρες αργότερα, και οι 49 αδελφοί και αδελφές που είχαν καταδικαστεί αφέθηκαν ελεύθεροι.
Όμως, το ερώτημα που παρέμενε ήταν τι θα γινόταν μ’ εκείνους που ήταν ακόμη υπόδικοι. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες, αλλά τελικά τους κάλεσαν στο δικαστήριο και τους είπαν ότι θα ωφελούσαν περισσότερο τη χώρα αν πήγαιναν στα σπίτια τους να εργαστούν στα χωράφια ή να κάνουν κάποια άλλη χρήσιμη εργασία.
Φυσικά, αυτό αποτέλεσε αιτία μεγάλης χαράς. Μετά την απελευθέρωσή τους, πάνω από 30 αβάφτιστοι ευαγγελιζόμενοι, καθώς και άτομα που έκαναν Γραφική μελέτη και είχαν σημειώσει γοργή πρόοδο στη διάρκεια της φυλάκισής τους, παρουσιάστηκαν για βάφτισμα. Αφού πέρασαν από το «σχολείο», τη φυλακή, όλοι είχαν προοδεύσει πολύ γρήγορα προς την πνευματική ωριμότητα. Αμέσως μετά το βάφτισμα πολλοί ανέλαβαν την υπηρεσία βοηθητικού σκαπανέα! Και όλοι οι Μάρτυρες που αφέθηκαν ελεύθεροι βρήκαν και πάλι κοσμική εργασία.—Βλέπε Ψαλμός 37:25, 28.
Η Πασκασί ήταν μια από τις αδελφές που υπέμειναν χαρωπά τις δοκιμασίες. Ο σύζυγός της, επειδή τρόμαξε με την απαγόρευση που επιβλήθηκε στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, την πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να τη συλλάβουν. Μολονότι εκείνη δεν είχε βαφτιστεί ακόμη, τη φυλάκισαν μαζί με τις αδελφές. Η ποινή της ήταν 10 χρόνια. Αν και θλιβόταν επειδή χρειάστηκε να αφήσει τα παιδιά της στο σπίτι, αντιλαμβανόταν πως ήταν ανάγκη να υποφέρει χάρη της αληθινής λατρείας. Σημείωσε πνευματική πρόοδο μέσα στη φυλακή και ήταν ανάμεσα στα άτομα που βαφτίστηκαν όταν αφέθηκαν ελεύθερα. Αλλά φανταστείτε την επιπρόσθετη χαρά που ένιωσε όταν επέστρεψε στο σπίτι της και είδε ότι ο σύζυγός της ήταν έτοιμος να μελετήσει την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά! Η σταθερότητά της πράγματι ανταμείφτηκε εφόσον ο σύζυγός της έγινε πνευματικός αδελφός της κι έτσι η οικογένειά τους ενώθηκε στην αληθινή λατρεία.
Στην αρχή του 1990, σ’ ένα άλλο μέρος της χώρας, ήρθε στην επιφάνεια μια κατηγορία που είχε διατυπωθεί το 1985, και τέσσερις αδελφοί καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια φυλάκιση ο καθένας. Ευτυχώς, αυτό δεν επηρέασε άλλες περιοχές, στις οποίες μπόρεσαν να διεξαχθούν συνελεύσεις περιοχής και σειρές μαθημάτων της σχολής για τους σκαπανείς. Επίσης, για πρώτη φορά επισκέφτηκε τους αδελφούς ένας επίσκοπος ζώνης, και η περισσότερη πνευματική τροφή στην κινιαρουάντα έφερε αυξημένη πνευματικότητα. Εκτός αυτού, οι τέσσερις αδελφοί μας απελευθερώθηκαν με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από έξι μήνες φυλάκιση.
Προς τα τέλη του 1990 μια ξαφνική εισβολή οδήγησε στο ξέσπασμα εμφύλιου πολέμου και στη Ρουάντα. Η ουδέτερη στάση των αδελφών μας σε αρμονία με τη Βιβλική αρχή του εδαφίου Ιωάννης 17:14, ΜΝΚ, ότι ‘δεν αποτελούν μέρος του κόσμου’, έκανε ορισμένους πρώην εναντίους να συνειδητοποιήσουν ότι τα μέλη του λαού του Ιεχωβά δεν είναι εχθροί κανενός. Στις αρχές του 1991 η πείνα προξένησε κι άλλες στεναχώριες και καταστάθηκε αναγκαίο να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα επίδοσης βοήθειας σε μορφή τροφίμων στη Ρουάντα, ειδικά για τα νότια διαμερίσματα της χώρας. Πρόσφατα έχουν διεξαχθεί ελεύθερα ορισμένες συνελεύσεις περιοχής. Οι αδελφοί ελπίζουν ότι κάποτε θα αποκτήσουν πλήρη θρησκευτική ελευθερία καθώς και νομική αναγνώριση στη Ρουάντα, αλλά, στο μεταξύ, συνεχίζουν να βοηθούν τους πολλούς εκζητητές της αλήθειας που υπάρχουν στον αυξανόμενο πληθυσμό της χώρας αυτής.
Θεοκρατική Αναζωογόνηση στην Ουγκάντα Παρά τις Αναταραχές
Το 1979 ο «απελευθερωτικός πόλεμος» επέφερε αλλαγές. Μέσα στις λεηλασίες, στη βία και στα παθήματα, εξαιτίας των οποίων απαιτήθηκε να ληφθούν μέτρα βοήθειας, διακόπηκε η ταχυδρομική και η τηλεφωνική επικοινωνία. Κατόπιν, όμως, μια νέα κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία, και η εφημερίδα Τάιμς (Times) της Ουγκάντας ανακοίνωσε στις 19 Νοεμβρίου 1979, κάτω από τον τίτλο «Οι Ιεραπόστολοι Μπορούν να Επιστρέψουν Ελεύθερα», ότι άρθηκε η απαγόρευση που ίσχυε για τους Μάρτυρες και υπήρχε ελευθερία λατρείας.
Σύντομα οργανώθηκε μια νέα σειρά συνελεύσεων περιοχής στην Ουγκάντα και σ’ αυτές παρευρέθηκαν 241 άτομα. Αλλά η οικονομία είχε καταρρεύσει και η ανθρώπινη ζωή δεν υπολογιζόταν. Πολλοί οπλοφορούσαν και πρώην στρατιώτες έγιναν εγκληματίες. Σχεδόν κάθε βράδυ ακούγονταν πυροβολισμοί. Δεν ήταν ασφαλές να κυκλοφορεί κανείς στους δρόμους.
Το γραφείο τμήματος στο Ναϊρόμπι έδειξε έντονο ενδιαφέρον για την εποικοδόμηση και την ενθάρρυνση των αδελφών ψάχνοντας να βρει θαρραλέους εθελοντές για να φέρουν έντυπα στην Ουγκάντα. Να θυμάστε ότι οι άνθρωποι ήταν οπλισμένοι και πολλοί στρατιώτες ζούσαν διπλή ζωή—τα βράδια έκαναν ληστείες. Οι εθελοντές έπρεπε να περάσουν από μια δασώδη περιοχή που βρισκόταν ανάμεσα στην Τζίντζα και την Καμπάλα και σ’ αυτή την περιοχή ήταν πασίγνωστο ότι γίνονταν επιθέσεις. Συνήθως οι άνθρωποι περνούσαν ολοταχώς με το αυτοκίνητό τους μέσα απ’ αυτή την περιοχή ώσπου να φτάσουν σε μια πιο κατοικημένη περιοχή.
Ένας ιεραπόστολος διανυχτέρευε στο σπίτι ενός αδελφού στην Μπάλε όταν άκουσε κάποιους να παραβιάζουν το αυτοκίνητό του, που ήταν σταθμευμένο στην αυλή. Επειδή αντιλήφθηκε ότι οι κλέφτες ήταν προφανώς οπλισμένοι, αποφάσισε να τους αφήσει να κλέψουν ό,τι ήθελαν. Την άλλη μέρα το πρωί έλειπαν από το αυτοκίνητο δυο τροχοί, η ρεζέρβα και το παρμπρίζ. Με δυο δανεικούς τροχούς, που ήταν εντελώς φθαρμένοι, και χωρίς παρμπρίζ για να τον προστατέψει από τη βροχή, είχε να κάνει ένα ταξίδι 240 χιλιομέτρων για να φτάσει στην Καμπάλα. Έπρεπε να περάσει μέσα από την επικίνδυνη δασώδη περιοχή. Όμως όλα πήγαν καλά—δεν έπαθε λάστιχο, απλώς τον χτύπησε πολύς αέρας και πολλή βροχή στο πρόσωπο!
Το Δεκέμβριο του 1980 σημειώθηκε ένα νέο ανώτατο όριο 175 ευαγγελιζομένων. Στην αρχή του επόμενου χρόνου διεξάχθηκε μια συνέλευση περιφερείας στο στάδιο Λουγκόγκο της Καμπάλα, στην οποία παρευρέθηκαν 360 άτομα. Παρά τη συνεχιζόμενη βία, οι άνθρωποι ασπάζονταν την αλήθεια, και τον Ιούλιο υπήρχαν 206 ευαγγελιζόμενοι σ’ αυτή τη χώρα, οι οποίοι διέθεταν κατά μέσο όρο 12,5 περιοδικά το μήνα.
Εφόσον υπήρχε μόνο ένας πρεσβύτερος για κάθε οχτώ εκκλησίες στην Ουγκάντα, η ανάγκη για βοήθεια ήταν μεγάλη. Γι’ αυτό αποφασίστηκε να υποβληθεί και πάλι αίτηση για ιεραποστόλους. Το Σεπτέμβριο του 1982, παρά τις συνεχιζόμενες αναταραχές, ήρθαν στην Καμπάλα δυο άγαμοι ιεραπόστολοι, ο Άρι Παλβάινεν και ο Τζέφρι Γουέλτς. Εξακολουθούσε να απαγορεύεται η κυκλοφορία μετά τις 6:30 μ.μ. και οι πυροβολισμοί, ακόμη και οι ένοπλες συγκρούσεις, ήταν συνηθισμένα πράγματα τα βράδια. Μερικοί ευαγγελιζόμενοι εξαφανίστηκαν και θεωρήθηκαν νεκροί, αλλά κατόπιν επανεμφανίστηκαν. Άλλοι δεν εμφανίστηκαν ποτέ ξανά. Συνολικά οχτώ ευαγγελιζόμενοι από την Ουγκάντα έχασαν τη ζωή τους στις ταραχές που σημειώθηκαν μετά τον πόλεμο του 1979.
Το Φεβρουάριο του 1983 εγκρίθηκαν οι άδειες εισόδου για τους ιεραποστόλους και τον Απρίλιο του ίδιου έτους λειτουργούσε ένας ιεραποστολικός οίκος σε μια σχετικά ασφαλή περιοχή, με τέσσερις θαρραλέους Γαλααδίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Χάιντς και η Μαριάνε Βέρντχολτς. Η ευγένεια των κατοίκων της Ουγκάντας και ο σεβασμός που εκδήλωναν για την Αγία Γραφή βοήθησαν αυτούς τους ιεραποστόλους να ξεχάσουν τις οικονομικές δυσκολίες, τους άσχημους δρόμους, την έλλειψη ασφάλειας και τις φασαρίες τη νύχτα. Δεν ήταν ασυνήθιστο να διεξάγουν 10 ή 15 Γραφικές μελέτες ο καθένας. Σε κάποιο συγκεκριμένο μήνα, οι τέσσερις ιεραπόστολοι διέθεσαν 4.084 περιοδικά!
«Αυτός Είναι!»
Σ’ ένα χωριό στο εσωτερικό της Ουγκάντας, το βιβλίο Αλήθεια έπεσε στα χέρια ενός μεσήλικα, ο οποίος δεν άργησε να διακρίνει τι θησαυρό είχε στα χέρια του. Το διάβασε ξανά και ξανά και μετά άρχισε να δίνει μαρτυρία σε όποιον συναντούσε. Μάλιστα, έλεγε ότι είναι μάρτυρας του Ιεχωβά, αν και ποτέ δεν είχε συναντήσει κάποιο Μάρτυρα και ήξερε ότι δεν υπήρχαν Μάρτυρες στην περιοχή.
Κατάλαβε ότι έπρεπε να βρει τους «αδελφούς» του. Έτσι, ξεκίνησε μια μέρα με το ποδήλατο για την Καμπάλα με σκοπό να βρει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Όταν έβλεπε σταυρούς στις εκκλησίες, ήξερε ότι δεν θα τους έβρισκε εκεί. Ρώτησε μερικούς ανθρώπους αν γνώριζαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά δεν ήξεραν να του πουν κάποια συγκεκριμένη διεύθυνσή τους. Απογοητευμένος καθώς ήταν, μπήκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο και ζήτησε πληροφορίες για τους Μάρτυρες. Ο ταμίας είπε ότι περνούσαν καμιά φορά οι Μάρτυρες και του άφηναν περιοδικά, αλλά δεν ήξερε πού έμεναν. «Όταν ξανάρθουν», είπε ο ενδιαφερόμενος, «σας παρακαλώ να τους δώσετε τη διεύθυνσή μου. Είναι ανάγκη να με επισκεφτούν».
Εκείνη τη στιγμή, δυο ιεραπόστολοι έκαναν επανεπισκέψεις στα άτομα που είχαν δείξει προηγουμένως ενδιαφέρον· ωστόσο δεν βρήκαν κανέναν απ’ αυτούς στο σπίτι του. Καθώς ξεφύλλισαν ξανά τις σημειώσεις τους, είδαν το όνομα του ταμία και είπαν: «Ας του κάνουμε επανεπίσκεψη».
Όταν αυτοί έφτασαν στο βιβλιοπωλείο, ο ταμίας τούς είπε: «Ήρθε κάποιος που σας ήθελε». Κοίταξε έξω από την πόρτα και έδειξε προς το δρόμο, λέγοντας: «Να τος, αυτός είναι!»
Σε λίγες στιγμές αυτοί οι Ευρωπαίοι ιεραπόστολοι συναντούσαν τον ενδιαφερόμενο χωρικό. Αυτός τους αγκάλιασε και τους δυο! Φυσικά, έγινε πολύ επιμελής μελετητής της Γραφής. Σύντομα κατασκευάστηκε μια μικρή Αίθουσα Βασιλείας στο χωριό του, και από τότε που αφιερώθηκε και βαφτίστηκε, έχει γίνει αδελφός με όλη τη σημασία της λέξης.
Και Πάλι Πόλεμος!
Για τους περισσότερους ανθρώπους, η ζωή στην Ουγκάντα ήταν δύσκολη. Υπήρχε ελάχιστη ασφάλεια. Οι στρατιώτες έρχονταν και έπαιρναν τους ανθρώπους και ποτέ κανείς δεν τους ξανάβλεπε. Οι τιμές ανέβηκαν στα ύψη. Για παράδειγμα, η τιμή του ψωμιού ανέβηκε 1.000 τοις εκατό από το 1974 ως το 1984! Όταν αγόραζαν πράγματα, μερικοί δεν υπολόγιζαν πια το ποσό, αλλά μετρούσαν το ύψος του σωρού των χαρτονομισμάτων μ’ ένα χάρακα!
Η δυσαρέσκεια που επικρατούσε στη χώρα οδήγησε σε ανταρτοπόλεμο. Τελικά, ύστερα από μήνες εχθροπραξιών, το Κίνημα Εθνικής Αντίστασης ανέλαβε την εξουσία. Στο μεταξύ, οι στρατιώτες, καθώς υποχωρούσαν, λεηλατούσαν περιουσίες και πυροβολούσαν όποιους έβρισκαν στο δρόμο τους.
Ξέσπασαν εχθροπραξίες έξω ακριβώς από τον ιεραποστολικό οίκο. Την επόμενη μέρα, άρχισαν οι πυροβολισμοί ενώ οι ιεραπόστολοι πήγαιναν σε Χριστιανικές συναθροίσεις. Οι σφαίρες σφύριζαν δίπλα από τα κεφάλια τους, αλλά κανένας δεν τραυματίστηκε. Τότε, ένα απόγευμα Κυριακής, δέχτηκαν απρόσκλητους επισκέπτες: στρατιώτες που υποχωρούσαν και ήρθαν να λεηλατήσουν. Οι στρατιώτες θύμωσαν όταν βρήκαν την μπροστινή πόρτα κλειδωμένη. Όμως όταν ο αρχηγός τους είδε τις ταυτότητες των ιεραποστόλων, άλλαξε απότομα στάση, έγινε φιλικός και δεν πείραξε κανένα από τα πράγματά τους. Με απολογητικό ύφος, οι άντρες πήραν μερικά ρούχα και κουβέρτες, αλλά τίποτα που να είχε περισσότερη αξία.
Φεύγοντας, οι στρατιώτες συμβούλευσαν τους ιεραποστόλους να κάνουν όλο το σπίτι να φαίνεται άνω-κάτω, να μισοκρεμάσουν τις κουρτίνες, να αδειάσουν τα συρτάρια και να σκορπίσουν πράγματα στο πάτωμα για να δοθεί η εντύπωση ότι το σπίτι είχε ήδη λεηλατηθεί. Αυτό πέτυχε· τους έκλεψαν συγκριτικά λίγα πράγματα. Μέχρι να ησυχάσει η κατάσταση και ενώ λάβαιναν χώρα σφοδρές εχθροπραξίες γύρω τους, οι ιεραπόστολοι πέρασαν μια ολόκληρη μέρα και μια νύχτα σ’ ένα μικρό κελάρι. Ήταν το ασφαλέστερο δωμάτιο του σπιτιού. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ένιωθαν την προστασία του Ιεχωβά και την αγάπη που συνδέει την αδελφότητα.
Οι αδελφοί από την Ουγκάντα μπορούν να αφηγηθούν πολλές ιστορίες σχετικά με το πώς τους φύλαξε το προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά. Μερικοί δείχνουν τις τρύπες που άφησαν οι σφαίρες στους τοίχους των σπιτιών τους και στα ρούχα τους. Ένας ειδικός σκαπανέας έπρεπε να μείνει ξαπλωμένος μπρούμυτα επί πέντε ώρες και πλέον ενώ οι κυβερνητικοί στρατιώτες και οι αντάρτες αντάλλασσαν πυρά πάνω από το κεφάλι του. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, είδε ότι ολόγυρά του υπήρχαν πτώματα.
Περισσότερη Ασφάλεια και Καινούριες Χαρές
Στους επόμενους μήνες υπήρχε περισσότερη ασφάλεια και συνέβησαν εκπληκτικά πράγματα. Για παράδειγμα, για να πάνε οι ιεραπόστολοι στον ιεραποστολικό οίκο χρειαζόταν να περάσουν μπροστά από το μεγάλο σπίτι ενός υψηλά ιστάμενου ατόμου, και αυτό το σπίτι το φρουρούσαν πάντα στρατιώτες με τόσο απρόβλεπτες διαθέσεις που οι άνθρωποι φοβούνταν μήπως τους πιάσουν και τους κάνουν κακό. Οι ίδιοι οι ιεραπόστολοι έβγαζαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης κάθε φορά που τελικά προσπερνούσαν αυτό το σπίτι, και οι επισκέπτες στον ιεραποστολικό οίκο ήταν λίγοι. Όταν όμως άλλαξε η κυβέρνηση, μπήκε ξαφνικά ενοικιαστήριο στο σπίτι και αυτό συνέπεσε με το γεγονός ότι οι ιεραπόστολοι έπρεπε να μετακομίσουν. Σε λίγο βρέθηκαν να μένουν στο ίδιο εκείνο σπίτι από το οποίο κάποτε φοβούνταν να περάσουν και να απολαμβάνουν τα γεύματά τους έξω στο μεγάλο μπαλκόνι με το τροπικό βραδινό αεράκι να φυσάει στο πρόσωπό τους. Αν ένα χρόνο πριν κάποιος έλεγε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ποτέ δεν θα το πίστευαν!
Το έργο στην Καμπάλα ευημερούσε. Σε πολλές περιοχές της πόλης είχε να γίνει κήρυγμα περισσότερο από δέκα χρόνια, και έπρεπε να γίνουν πολλά πράγματα ακόμη. Οι αδελφοί από την Ουγκάντα αύξησαν τη δραστηριότητά τους και το 1987 είχαν κατά μέσο όρο 14,3 ώρες υπηρεσίας το μήνα ανά ευαγγελιζόμενο.
Αναπτύχθηκε ένας στενός δεσμός αγάπης μεταξύ αυτών των Μαρτύρων. Ήταν πανέτοιμοι να κάνουν θυσίες παρά τα πολύ περιορισμένα υλικά τους μέσα. (Ιωάν. 13:34, 35) Για να πάνε στη συνέλευση περιφερείας, αρκετοί έπρεπε να ξοδέψουν τους μισθούς πολλών μηνών. Πάντα έδειχναν φιλόξενο πνεύμα ο ένας στον άλλον, και βοηθούσαν τους ιεραποστόλους σε οποιαδήποτε προβλήματα είχαν. Χωρίς αμφιβολία ο Ιεχωβά τούς βοήθησε με πολλούς τρόπους, και συχνά αποτελούσε «θαύμα» το γεγονός ότι μπορούσαν να γίνουν κάποιες συνελεύσεις, σε μερικές από τις οποίες δεν υπήρχαν ηχητικά μηχανήματα ούτε καν καθίσματα.
Αφού ανοίχτηκαν ιεραποστολικοί οίκοι στην Καμπάλα και στην Τζίντζα, δημιουργήθηκε ένας τρίτος ιεραποστολικός οίκος στην άλλη μεριά της Καμπάλα. Τώρα στην Ουγκάντα υπάρχουν 18 εκκλησίες· έχει επιτευχθεί ένα ανώτατο όριο 820 ευαγγελιζομένων, ένα ανώτατο όριο 3.204 παρόντων στην Ανάμνηση και πάνω από 140 τακτικοί και ειδικοί σκαπανείς. Έχουν κατασκευαστεί Αίθουσες Βασιλείας στην Τζίντζα, στο Τορόρο, στην Μπάλε και στην Καμπάλα. Ωστόσο, οι συνθήκες όσον αφορά τη μαρτυρία ακόμη δεν είναι εύκολες και το μέλλον είναι αβέβαιο.
Από το 1989 και ύστερα άρχισε ξανά η εναντίωση· ξεκίνησε με σχόλια των κληρικών, έπειτα ακολούθησαν επικριτικά άρθρα στις εφημερίδες, αυθαίρετη προφορική ακύρωση εγκεκριμένης άδειας για οικοδόμηση, αρνητικές απαντήσεις σε αιτήσεις που έγιναν για να διεξαχθούν συνελεύσεις σε ορισμένα μέρη και άλλες παρεμβάσεις από κακοπληροφορημένους αξιωματούχους. Με τον καιρό, ζητήθηκε απ’ όλους τους συλλόγους να καταχωρηθούν από την αρχή, και η αίτηση για καταχώρηση του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής απορρίφθηκε. Οι περισσότεροι ιεραπόστολοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι συνελεύσεις περιφερείας διεξάχθηκαν με επιτυχία το Δεκέμβριο του 1990. Μερικά υψηλά ιστάμενα άτομα έχουν αποδειχτεί πολύ υποβοηθητικά και έδειξαν δίκαιη διάθεση, πράγμα το οποίο μας κάνει να ελπίζουμε ότι όλοι οι ιεραπόστολοι θα μπορέσουν να επιστρέψουν σύντομα στην Ουγκάντα και να συνεχίσουν το εκπαιδευτικό τους έργο. Αυτός ο αγρός έχει μεγάλες προοπτικές, και οι αδελφοί παρακαλούν τον Κύριο του θερισμού να στείλει περισσότερους εργάτες.—Ματθ. 9:37, 38.
Η Κένυα Εξοπλίζεται για Μεγαλύτερη Επέκταση
Επειδή η οργάνωση του Ιεχωβά προχωρεί προς τα εμπρός σε όλη τη γη και επειδή σημειώνει σταθερές και αξιόλογες αυξήσεις σε όλη την ανατολική Αφρική, ήρθε πια καιρός να χρησιμοποιηθεί βελτιωμένη τεχνολογία και στην Κένυα. Πόσο χάρηκαν οι αδελφοί στο γραφείο τμήματος όταν το 1984 έλαβαν τους δυο πρώτους προσωπικούς υπολογιστές IBM από το τμήμα της Γερμανίας!
Στην αρχή, όλοι νόμιζαν ότι αυτά τα καινούρια μηχανήματα θα ήταν δύσκολα στο χειρισμό τους, αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά και με μερικά απλά βιβλία οδηγιών, σε λίγο άρχισαν να χειρίζονται τους υπολογιστές. Με τη χρήση των υπολογιστών οι αδελφοί μπορούν να γράφουν κείμενα και κατόπιν να τα μεταφέρουν σε δισκέτες, τις οποίες στέλνουν σε γραφεία τμήματος του εξωτερικού για εκτύπωση. Αυτό προσφέρει μεγάλες νέες δυνατότητες. Δεν χρειάζεται πια να πηγαινοέρχονται δύο ή τρία δοκίμια από την Κένυα στη Βρετανία προκειμένου να τυπωθεί η Σκοπιά στη σουαχίλι. Τώρα η Σκοπιά στη σουαχίλι τυπώνεται ταυτόχρονα με τη Σκοπιά στην αγγλική, και όλες οι εκκλησίες στην Κένυα μπορούν και μελετούν την ίδια Βιβλική ύλη την ίδια εβδομάδα.
Μαζί με τη σταθερή αύξηση στον αριθμό των ευαγγελιζομένων ήρθε και αξιοσημείωτη αύξηση στο θέμα της πνευματικότητας. Οι Μάρτυρες αύξησαν το χρόνο που δαπανούν στην υπηρεσία, κρατούν το μάτι τους απλό και συγκεντρωμένο στα συμφέροντα της Βασιλείας. Περισσότερα άτομα καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια να βοηθήσουν τα πολυάριθμα παιδιά τους μέσω οικογενειακής Γραφικής μελέτης. Διορίστηκαν καινούριοι πρεσβύτεροι και ολοένα και περισσότεροι νεαροί αδελφοί επιδιώκουν και αποκτούν τα προσόντα του διακονικού υπηρέτη. Πολλοί κρατούν ακεραιότητα σε διάφορες δοκιμασίες της Χριστιανικής τους ουδετερότητας. Περισσότερα άτομα είναι πρόθυμα να κάνουν υλικές θυσίες προκειμένου να αποκτήσουν ιδιόκτητες Αίθουσες Βασιλείας.
Η Συνέλευση «Διακράτηση Ακεραιότητας» του 1985
Στο τέλος του 1985 η Κένυα ήταν μια από τις χώρες στην οποία αποφασίστηκε να γίνει ειδική διεθνής συνέλευση με επισκέπτες από το εξωτερικό. Ήρθαν σχεδόν 2.000 επισκέπτες. Αν και οι εκπρόσωποι χάρηκαν πραγματικά που είδαν τα τοπία και τα άγρια ζώα στην Κένυα, συμφώνησαν ομόφωνα ότι το ωραιότερο μέρος της επίσκεψής τους ήταν η συνέλευση και η διακονία αγρού, στην οποία πήγαν μαζί με ντόπιους αδελφούς.
Όταν οι άνθρωποι στο Ναϊρόμπι είδαν όλους αυτούς τους γουαζούνγκου (λευκούς ή Ευρωπαίους) να εμφανίζονται με τους ντόπιους ξεναγούς τους, αυτό προκάλεσε μεγάλο σάλο. Όσο για τους επισκέπτες, αυτοί εντυπωσιάστηκαν από το ενδιαφέρον που εκδήλωναν οι Κενυάτες για την Αγία Γραφή και από τα πλήθη των μικρών παιδιών που τους ακολουθούσαν παντού.
Και στη συνέλευση επίσης, οι επισκέπτες συγκινήθηκαν όταν είδαν χιλιάδες μικρά παιδιά να παρακολουθούν προσεκτικά. Πάνω από 8.000 άτομα κατέκλυσαν το πάρκο Τζαμχούρι του Ναϊρόμπι, όπου έγινε η μεγαλύτερη συνέλευση που διεξάχθηκε ποτέ. Το ακροατήριο χάρηκε ιδιαίτερα με την παρουσία δυο αδελφών του Κυβερνώντος Σώματος, του Θεοντόρ Τζάρας και του Άλμπερτ Σρόντερ.
Στα επόμενα χρόνια το προσωπικό του γραφείου τμήματος αυξήθηκε και ήρθαν κι άλλοι ιεραπόστολοι στην Κένυα. Οι ιεραπόστολοι ανταμείφτηκαν με πολλά πνευματικά παιδιά. Για παράδειγμα, με τη βοήθεια των ιεραποστόλων, η Εκκλησία Ελντορέτ αυξήθηκε από 45 σε 129 ευαγγελιζομένους μέσα σε τέσσερα χρόνια. Με το αυξανόμενο σκαπανικό πνεύμα, τα συμφέροντα της Βασιλείας συνέχισαν να προωθούνται. Το 1987 αφιερώθηκαν πάνω από 1,5 εκατομμύριο ώρες στον αγρό και έδωσαν έργο 4.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι· ο καθένας απ’ αυτούς είχε κατά μέσο όρο 16,4 ώρες στην υπηρεσία κάθε μήνα.
Οι παρόντες στην Ανάμνηση αυξήθηκαν σε 15.683 και βαφτίστηκαν 466 άτομα. Κατά μέσο όρο, πάνω από 1.000 άτομα ήταν στην υπηρεσία σκαπανέα κάθε μήνα, και απ’ αυτούς 500 και πλέον ήταν τακτικοί σκαπανείς. Κατασκευάστηκαν νέες Αίθουσες Βασιλείας και έγιναν τα σχέδια για νέες εγκαταστάσεις συνελεύσεων στα περίχωρα του Ναϊρόμπι. Για πρώτη φορά, υπήρχαν πάνω από 10.000 δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι στις εδαφικές περιοχές που επιβλέπει το τμήμα, περιλαμβανομένων και 1.000 τακτικών σκαπανέων. Τότε συνέβη κάτι το συγκλονιστικό.
Κι Άλλη Απαγόρευση
Λίγο μετά τις συνελεύσεις περιοχής που ασχολήθηκαν με τις δοκιμασίες της πίστης και καθώς γίνονταν οι προετοιμασίες για τις Συνελεύσεις Περιφερείας «Εμπιστευτείτε στον Ιεχωβά», αυτή η εμπιστοσύνη τέθηκε πράγματι υπό δοκιμή. Στις 19 Νοεμβρίου 1987 εμφανίστηκε μια νομική ανακοίνωση με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου στην εφημερίδα Γκαζέτ (Gazette) της Κένυας η οποία ακύρωνε την καταχώρηση του Συλλόγου των Μαρτύρων του Ιεχωβά της Ανατολικής Αφρικής, παρ’ όλο που αυτός ο σύλλογος λειτουργούσε ήδη επί 25 χρόνια. Το διάταγμα έδινε διορία 21 ημερών για την τακτοποίηση των ζητημάτων και τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων στα μέλη. Το ίδιο απόγευμα, μια επιστολή από το διευθυντή των μητρώων επιβεβαίωσε την απόφαση. Χωρίς καμιά αιτιολογία.
Την επομένη το πρωί κάποια εφημερίδα ανέφερε αυτή την είδηση με μικρά γράμματα στην 5η σελίδα, όχι ως πρωτοσέλιδο όπως είχε γίνει το 1973. Όμως διάφορα ξένα πρακτορεία τύπου τηλεφώνησαν αμέσως και κατόπιν έδωσαν δημοσιότητα σ’ αυτά τα συγκλονιστικά νέα. Οι αδελφοί προσπάθησαν χωρίς καθυστέρηση να έρθουν σε επαφή με κυβερνητικά πρόσωπα, αλλά αυτοί είτε ήταν απασχολημένοι με κάποια επίσημη επίσκεψη είτε ήταν απρόθυμοι να συζητήσουν το θέμα.
Οι αδελφοί συμβουλεύτηκαν τους δικηγόρους τους και ύστερα από πολλή προσευχή υπέβαλαν τις προσφυγές τους. Στις 27 Νοεμβρίου ένας δικαστής παρέπεμψε την υπόθεση σε δίκη, πράγμα που σήμαινε ότι ο Σύλλογος ήταν πάλι νόμιμος μέχρις ότου βγει η απόφαση. Έτσι μπορούσαν να διεξάγονται ελεύθερα οι συναθροίσεις και το έργο κηρύγματος σε όλη την Κένυα, και αυτό ανακούφισε προσωρινά τους αδελφούς.
Τι έγινε με τις συνελεύσεις; Απαιτήθηκε πίστη για να συνεχίσουν τα ανάλογα σχέδια, αλλά πόσο χάρηκαν οι αδελφοί όταν έλαβαν τις απαραίτητες εγκρίσεις! Ύστερα από αρκετό αγώνα, υπογράφτηκαν τα συμβόλαια για τους χώρους των συνελεύσεων, κι έτσι διεξάχθηκαν και οι τρεις Συνελεύσεις Περιφερείας «Εμπιστευτείτε στον Ιεχωβά» το Δεκέμβριο. Ο συνολικός αριθμός των παρόντων και των ατόμων που βαφτίστηκαν σε όλη τη χώρα ήταν 10.177 και 228 αντίστοιχα.
Μετά τις συνελεύσεις, η κατάσταση έδειχνε φυσιολογική. Οι Μάρτυρες αναγνώριζαν πλήρως ότι το ζήτημα που αφορά το μέλλον του γραφείου τμήματος και του έργου στην Κένυα ήταν στα χέρια του Ιεχωβά.
Αυτή η νομική υπόθεση εκκρεμεί χρόνια ολόκληρα, αφού το δικαστήριο αναβάλλει επανειλημμένα τη δίκη. Αυτό προξένησε πολλά επεισόδια σε τοπικό επίπεδο, όπου οι αξιωματούχοι που δεν γνώριζαν ότι εξακολουθούσαμε να είμαστε νόμιμοι, συλλάμβαναν αδελφούς, καθυστερούσαν άδειες ή ακόμη αρνιούνταν να επιτρέψουν τη διεξαγωγή συνελεύσεων. Στο μεταξύ οι κληρικοί του Χριστιανικού κόσμου έχουν αναμειχθεί στην πολιτική όσο ποτέ άλλοτε, πράγμα που έχει βοηθήσει πολλούς να συγκρίνουν τους κληρικούς με τους νομοταγείς, ειρηνόφιλους Μάρτυρες.
Αυτό έφερε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες αυξήσεις στους διαγγελείς της Βασιλείας. Περίπου την εποχή της Ανάμνησης του 1991 υπήρχαν σχεδόν 6.000 ευαγγελιζόμενοι στη χώρα και παρευρέθηκαν 19.644 άτομα σ’ αυτή τη γιορτή. Στο Ναϊρόμπι και στο Νανγιούκι, που βρίσκεται στον ισημερινό, έχουν κατασκευαστεί Αίθουσες Συνελεύσεων. Η αύξηση στους ευαγγελιζομένους δημιούργησε μεγαλύτερο φόρτο εργασίας στο τμήμα, γι’ αυτό και έχει αυξηθεί η οικογένεια Μπέθελ σε 38 άτομα και η επέκταση των υπαρχόντων εγκαταστάσεων έχει γίνει επιτακτικό ζήτημα.
Αντιμετωπίζουν το Μέλλον με Εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά
Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε πολλές άλλες σημαντικές εξελίξεις και συγκινητικές εμπειρίες που έλαβαν χώρα στην ανατολική Αφρική. Αμέτρητοι άλλοι πιστοί έχουν δώσει όλες τους τις δυνάμεις χάρη των καλών νέων και έχουν υποφέρει δεινά ως δούλοι του αληθινού Θεού. Πολλοί έχουν επωμιστεί βαριές ευθύνες και, σαν τον απόστολο Παύλο, μεριμνούν για όλες τις εκκλησίες χρόνια ολόκληρα. (2 Κορ. 11:28) Οι οικονομικές, οι νομικές και οι πολιτικές δυσκολίες συνεχίζονται. Η μόνιμη λύση για όλα αυτά τα προβλήματα θα έρθει μόνο μέσω της Βασιλείας του Ιεχωβά, και στο μεταξύ, απομένει να γίνει μεγάλη σύναξη.
Ο πληθυσμός σ’ αυτό το μέρος της γης έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια. Τον Αύγουστο του 1991 όλες οι χώρες που επιβλέπει το τμήμα είχαν ένα συνολικό ανώτατο όριο 15.970 ευαγγελιζομένων. Το γραφείο τμήματος αναφέρει: «Ξέρουμε ότι ο Ιεχωβά γνωρίζει τα πρόβατά του και προσευχόμαστε να συνεχίσει ‘να τρέχη ο λόγος του Ιεχωβά’ πριν από το τέλος, που ολοένα πλησιάζει, και πριν από την εποχή κατά την οποία αυτό το πανέμορφο μέρος της γης, με όλα τα θαύματα της δημιουργίας που υπάρχουν σ’ αυτό, θα αποτελεί μέρος ενός πραγματικού, παγγήινου παραδείσου».—2 Θεσ. 3:1.
[Υποσημειώσεις]
a Όταν τερματίστηκε η αποικιακή διακυβέρνηση της Αφρικής, τα ονόματα πολλών χωρών που αναφέρονται σ’ αυτή την αφήγηση άλλαξαν. Η Βόρεια Ροδεσία μετονομάστηκε Ζάμπια· η Νότια Ροδεσία, Ζιμπάμπουε· η Τανγκανίκα, Τανζανία· το Ουρούντι, Μπουρούντι· η Νιασαλάνδη, Μαλάουι· και το Βελγικό Κονγκό, Ζαΐρ.
b Η βιογραφία του Τζορτζ Νίσμπετ εμφανίστηκε στο τεύχος της Σκοπιάς 1 Νοεμβρίου 1974.
c Η βιογραφία της εμφανίστηκε στο τεύχος της Σκοπιάς 1 Σεπτεμβρίου 1985.
d Για λεπτομέρειες βλέπε την αφήγηση της ιστορίας της Νότιας Αφρικής στο Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1976, στην αγγλική.
e Ύστερα από μια μακρόχρονη ασθένεια, η Μπάρμπαρα Χάρντι πέθανε το Φεβρουάριο του 1988.
f Στην Αιθιοπία, το επίθετο του ατόμου συνήθως γράφεται πρώτο.
[Πίνακες στη σελίδα 206]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Κένυα 8.000
1950 3
1960 108
1970 947
1980 2.266
1991 6.300
Ανώτατο Όριο Ευαγγελιζομένων
2.000
1950
1960 5
1970 132
1980 317
1991 1.256
Μέσος Όρος Σκαπανέων
[Πίνακες στη σελίδα 207]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Εννιά Χώρες υπό το Τμήμα της Κένυας
17.000
1950 119
1960 865
1970 2.822
1980 5.263
1991 15.970
Ανώτατο Όριο Ευαγγελιζομένων
4.000
1950 1
1960 49
1970 296
1980 599
1991 3.127
Μέσος Όρος Σκαπανέων
[Χάρτης/Πίνακας στη σελίδα 66]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Ερυθρά Θάλασσα
Κόλπος του Άντεν
ΥΕΜΕΝΗ
ΣΟΥΔΑΝ
Νείλος
Ομντουρμάν
Χαρτούμ
Ερυθραία
Ασμάρα
ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ
ΑΙΘΙΟΠΙΑ
Αντίς Αμπέμπα
ΣΟΜΑΛΙΑ
Μογκαντίσου
ΚΕΝΥΑ
Ναϊρόμπι
Μομπάσα
Ισημερινός
Λίμνη Βικτόρια
ΟΥΓΚΑΝΤΑ
Καμπάλα
ΖΑΪΡ
ΡΟΥΑΝΤΑ
ΜΠΟΥΡΟΥΝΤΙ
ΤΑΝΖΑΝΙΑ
Ζανζιβάρη
Νταρ ες Σαλάμ
Μπέια
ΜΑΛΑΟΥΙ
ΖΑΜΠΙΑ
Ινδικός Ωκεανός
ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ
ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ
[Πίνακας]
ΚΕΝΥΑ
Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι
Επίσημες Γλώσσες: Σουαχίλι και Αγγλική
Κύρια Θρησκεία: Διάφορα πιστεύω
Πληθυσμός: 23.000.000
Γραφείο Τμήματος: Ναϊρόμπι
[Εικόνα στη σελίδα 69]
Νεαροί βοσκοί στην Κένυα
[Εικόνα στη σελίδα 71]
Κένυα, μέρος όπου ζουν Συναρπαστικά ζώα
[Εικόνα στη σελίδα 74]
Η Όλγκα Σμιθ και τα δυο παιδιά της αποχαιρετούν το σύζυγό της Γκρέι και τον αδελφό του τον Φρανκ, οι οποίοι είναι έτοιμοι να σαλπάρουν για την ανατολική Αφρική
Ο Φρανκ Σμιθ στο Ναϊρόμπι, κοντά στο κέντρο της πόλης, το 1931
Ο Γκρέι Σμιθ δίνει μαρτυρία στην Κένυα το 1931
[Εικόνα στη σελίδα 76]
Ο Ντέιβιντ Νόρμαν και ο Ρόμπερτ Νίσμπετ στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής το 1931, λίγο πριν σαλπάρουν για το Νταρ ες Σαλάμ
[Εικόνα στη σελίδα 79]
Ο Τζορτζ Νίσμπετ, ο Γκρέι και η Όλγκα Σμιθ, και ο Ρόμπερτ Νίσμπετ διασχίζουν τον ποταμό Λιμπόπο και κάνουν μια στάση καθ’ οδόν προς την ανατολική Αφρική, το 1935
[Εικόνα στη σελίδα 88]
Μερικοί παλαίμαχοι πίνουν καφέ και τσάι σε μια συνάντηση που έγινε κοντά στο Ναϊρόμπι το 1985: από αριστερά, η Μιούριελ Νίσμπετ, η Μάργκαρετ Στέφενσον, η Βέρα Πάλισερ, η Μαίρη Γουίτινγκτον και ο Γουίλιαμ Νίσμπετ
[Εικόνα στη σελίδα 93]
Η Καλλιόπη Ινγκιλίζι με τη Μαίρη Γκίργκις στο Χαρτούμ του Σουδάν
[Εικόνα στη σελίδα 96]
Ιεραπόστολοι της Γαλαάδ: Ντιν Χάουπτ και Χέιγουντ Γουόρντ στην Αντίς Αμπέμπα
[Εικόνα στη σελίδα 99]
Το μικρό γραφείο τμήματος της Αιθιοπίας στην Αντίς Αμπέμπα, το 1953
[Εικόνα στη σελίδα 105]
Ο Χοσέα Νιαμπούλα και η σύζυγός του, η Λέια, ήταν από τους πρώτους που διέδωσαν τα καλά νέα στην Τανζανία
[Εικόνα στη σελίδα 107]
Εννιά από τα άτομα που γνώρισαν την αλήθεια στη νότια Τανζανία στη δεκαετία του 1930. Από τα αριστερά προς τα δεξιά: Άντριου Τσούνγκου, Όουμπεθ Μεγουαϊσαμπίλα, Τίμοθι και Άνα Καφούκο, Λέια Ενσίλε, Τζόρεμ Κατζούμπα, Τζίμου Μαγουαϊκουάμπα, Στέλα και Σέμου Μαγουακασούνα
[Εικόνα στη σελίδα 108]
Ο Τόμσον Κανγκάλε, ένας υπομονετικός δάσκαλος των αδελφών του στην ανατολική Αφρική
[Εικόνα στη σελίδα 123]
Ο Τζορτζ Καντού και η Μάργκαρετ Νιέντι θυμούνται τις πρώτες μέρες στην Ουγκάντα, όταν γνώρισαν την αλήθεια πριν από 35 και πλέον χρόνια
[Εικόνα στη σελίδα 131]
Ο πρώτος ιεραποστολικός οίκος και το πρώτο γραφείο τμήματος στο Ναϊρόμπι της Κένυας άνοιξαν την 1η Φεβρουαρίου 1963
[Εικόνα στη σελίδα 139]
Το 1965 το δεύτερο γραφείο τμήματος στο Ναϊρόμπι της Κένυας ήταν το διαμέρισμα του πάνω ορόφου, και στην κάτω φωτογραφία είναι η πίσω όψη του τρίτου γραφείου τμήματος το 1970, πριν γίνει επέκταση
[Εικόνα στη σελίδα 141]
Ο Λαμόουντ Καντάμα, ένας ειδικός σκαπανέας που υπηρετεί πάνω από 50 χρόνια στη Ζάμπια, στην Τανζανία και στην Κένυα, μαζί με την Εσινάλα και τον Στάνλεϊ Μακούμπα, που έχουν 40 και πλέον χρόνια ειδικής υπηρεσίας στην Ουγκάντα και στην Κένυα, κυρίως στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου
[Εικόνα στη σελίδα 142]
Ο Τζον και η Κέι Τζέισον, στο Μπέθελ του Ναϊρόμπι, έχουν πάνω από 50 χρόνια ο καθένας στην ολοχρόνια υπηρεσία
[Εικόνα στη σελίδα 157]
Μια ομάδα ευτυχισμένων αδελφών από τη Ρουάντα μετά το βάφτισμά τους
[Εικόνα στη σελίδα 158]
Η Άννα Ναμπούλια κήρυττε ακλόνητα στην Ουγκάντα
[Εικόνα στη σελίδα 169]
Ο Γκεμπερεγκσιαμπάχερ Γοουλντετνάσαϊ, ένας πρεσβύτερος που υπηρέτησε ολόψυχα μέχρι το θάνατό του
[Εικόνα στη σελίδα 177]
Πρόσωπα που περιμένουμε να δούμε στην ανάσταση. Όλοι δολοφονήθηκαν επειδή έμειναν όσιοι στα καλά νέα. Από πάνω αριστερά: Αϊέλε Ζελέλου, Χάιλου Γεμίρου, Γουμπίε Αϊέλε, Κάμπα Αγιάνα, Γκεμπερεγιοχάνες Αδανόμ, Αντέρα Τεσόμι, Γουοντίμου Ντέμερα, Κάζα Γκεμπερεμέντιν, Έσετου Μίντου
[Εικόνα στη σελίδα 192]
Ο Γκασπάρ Ρουακαμπούμπου, ο Τζοζέφ Κορότι και ο Φέρντιναντ Ιμουγκαρούλα χάρηκαν που παρευρέθηκαν στη διεθνή συνέλευση στο Ναϊρόμπι το 1985 μετά την αποφυλάκισή τους από το Κιγκάλι
[Εικόνα στη σελίδα 199]
Συνέλευση περιοχής στην Μπάλε της Ουγκάντας το 1987
[Εικόνα στη σελίδα 201]
Το παρόν γραφείο τμήματος της Κένυας και ο Οίκος Μπέθελ στο Ναϊρόμπι μετά την επέκταση
[Εικόνα στη σελίδα 202]
Ο Μπέρναρντ Μουσίνγκα υπηρέτησε στην ανατολική Αφρική 20 χρόνια στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου και ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος, και κατόπιν επέστρεψε στην πατρίδα του, τη Ζάμπια