Κεφάλαιο 29
«Αντικείμενα του Μίσους Όλων των Εθνών»
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ βράδυ που πέρασε ο Ιησούς με τους αποστόλους του πριν από το θάνατό του, τους υπενθύμισε τα εξής: «Ο δούλος δεν είναι μεγαλύτερος από τον κύριό του. Αν έχουν επιφέρει διωγμό σε εμένα, και σε εσάς θα επιφέρουν διωγμό· αν έχουν τηρήσει το λόγο μου, και το δικό σας θα τηρήσουν. Αλλά θα κάνουν όλα αυτά τα πράγματα εναντίον σας λόγω του ονόματός μου, επειδή δεν γνωρίζουν αυτόν που με έστειλε».—Ιωάν. 15:20, 21.
Ο Ιησούς δεν μιλούσε απλώς για κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις μισαλλοδοξίας. Μόλις πριν από τρεις μέρες είχε πει: «Θα είστε αντικείμενα του μίσους όλων των εθνών εξαιτίας του ονόματός μου».—Ματθ. 24:9.
Ωστόσο, ο Ιησούς συμβούλεψε τους ακολούθους του να μην καταφεύγουν σε σαρκικά όπλα όταν αντιμετωπίζουν διωγμό. (Ματθ. 26:48-52) Δεν έπρεπε να εξυβρίζουν τους διώκτες τους ούτε να προσπαθούν να ανταποδώσουν. (Ρωμ. 12:14· 1 Πέτρ. 2:21-23) Δεν υπήρχε άλλωστε η πιθανότητα ακόμα και εκείνοι οι διώκτες να γίνουν πιστοί κάποια μέρα; (Πράξ. 2:36-42· 7:58–8:1· 9:1-22) Οποιαδήποτε τακτοποίηση λογαριασμών θα έπρεπε να την αφήνουν στον Θεό.—Ρωμ. 12:17-19.
Είναι πασίγνωστο το γεγονός ότι οι πρώτοι Χριστιανοί διώκονταν άγρια από τις ρωμαϊκές αρχές. Αλλά είναι επίσης αξιοσημείωτο το ότι οι κύριοι διώκτες του Ιησού Χριστού ήταν οι θρησκευτικοί ηγέτες και ότι ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης, έβαλε να εκτελέσουν τον Ιησού επειδή το απαίτησαν εκείνοι. (Λουκ. 23:13-25) Μετά το θάνατο του Ιησού, πάλι οι θρησκευτικοί ηγέτες ήταν εκείνοι που πρωτοστατούσαν στο διωγμό των ακολούθων του Ιησού. (Πράξ. 4:1-22· 5:17-32· 9:1, 2) Μήπως δεν ισχύει το ίδιο και για τους πιο πρόσφατους καιρούς;
Ο Κλήρος Καλεί σε Δημόσια Συζήτηση
Καθώς η κυκλοφορία των συγγραμμάτων του Κ. Τ. Ρώσσελ αυξανόταν γρήγορα φτάνοντας τα δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα σε πολλές γλώσσες, ο Καθολικός και ο Προτεσταντικός κλήρος δεν μπορούσε εύκολα να αγνοήσει τα όσα έλεγε εκείνος. Εξοργισμένοι για το ξεσκέπασμα των διδασκαλιών τους ως αντιγραφικών και απελπισμένοι λόγω της απώλειας μελών, πολλοί κληρικοί χρησιμοποίησαν τον άμβωνά τους για να καταδικάσουν τα συγγράμματα του Ρώσσελ. Πρόσταξαν τα ποίμνιά τους να μη δέχονται τα έντυπα που έδιναν οι Σπουδαστές της Γραφής. Πολλοί από αυτούς επιδίωξαν να υποκινήσουν τις δημόσιες αρχές να σταματήσουν αυτό το έργο. Σε μερικά μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών—μεταξύ αυτών, η Τάμπα της Φλόριντα, το Ροκ Άιλαντ του Ιλινόις, το Γουίνστον-Σέιλεμ της Βόρειας Καρολίνας και το Σκράντον της Πενσυλβανίας—πρωτοστάτησαν στο δημόσιο κάψιμο βιβλίων που είχαν γραφτεί από τον Ρώσσελ.
Μερικοί κληρικοί πίστευαν ότι ήταν ανάγκη να εκμηδενίσουν την επιρροή του Ρώσσελ με το να τον ξεσκεπάσουν σε μια δημόσια συζήτηση. Κοντά στα κεντρικά γραφεία από όπου ο Ρώσσελ προωθούσε τη δράση του, μια ομάδα κληρικών συμφώνησαν να τους εκπροσωπήσει ο Δρ Ε. Λ. Ίτον, πάστορας της Μεθοδιστικής Επισκοπελιανής Εκκλησίας της Βόρειας Λεωφόρου στο Αλεγκένι της Πενσυλβανίας. Το 1903 εκείνος πρότεινε μια δημόσια συζήτηση και ο αδελφός Ρώσσελ δέχτηκε την πρόσκληση.
Τέθηκαν έξι θέματα, που είχαν ως εξής: Ο αδελφός Ρώσσελ δήλωνε, αλλά ο Δρ Ίτον δεν παραδεχόταν, ότι οι ψυχές των νεκρών δεν έχουν συνειδητότητα· ότι η «δεύτερη έλευση» του Χριστού προηγείται της Χιλιετίας και ότι ο σκοπός τόσο της ‘δεύτερης έλευσής’ του όσο και της Χιλιετίας είναι η ευλογία όλων των οικογενειών της γης· επίσης, ότι μόνο οι άγιοι του «Ευαγγελικού αιώνα» παίρνουν μέρος στην πρώτη ανάσταση, αλλά ότι τεράστια πλήθη θα έχουν την ευκαιρία να σωθούν μέσω της μετέπειτα ανάστασης. Ο Δρ Ίτον δήλωνε, αλλά ο αδελφός Ρώσσελ δεν παραδεχόταν, ότι δεν θα υπήρχε δοκιμαστική περίοδος μετά το θάνατο για κανέναν· ότι όλοι όσοι σώζονται θα πάνε στον ουρανό· και ότι οι αδιόρθωτα ασεβείς θα υποβληθούν σε αιώνια βάσανα. Έγινε μια σειρά έξι συζητήσεων γύρω από αυτά τα θέματα, και όλες διεξάχτηκαν στην κατάμεστη αίθουσα Κάρνεγκι Χολ στο Αλεγκένι το 1903.
Τι κρυβόταν πίσω από την πρόκληση για συζήτηση; Βλέποντας το θέμα από την ιστορική του σκοπιά, ο Άλμπερτ Βάντενμπεργκ έγραψε αργότερα: «Σε αυτή τη δημόσια αντιπαράθεση, κάθε συζήτηση τη διηύθυνε ένας κληρικός που ανήκε σε διαφορετικό Προτεσταντικό δόγμα. Επιπλέον, κληρικοί από διάφορες εκκλησίες της περιοχής κάθονταν στο βήμα μαζί με τον Αιδεσιμότατο Ίτον, δήθεν για να του δίνουν βοήθεια όσον αφορά τις Γραφικές περικοπές, καθώς και ηθική υποστήριξη. . . . Το γεγονός ότι οι Προτεστάντες κληρικοί μπόρεσαν να σχηματίσουν μια, έστω και ανεπίσημη, συμμαχία έδειχνε ότι φοβούνταν τις δυνατότητες που είχε ο Ρώσσελ να μεταστρέψει μέλη των θρησκευμάτων τους».—«Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ: Προφήτης του Πίτσμπουργκ, 1879-1909», άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Ιστορικό Περιοδικό της Δυτικής Πενσυλβανίας (The Western Pennsylvania Historical Magazine), Ιανουάριος 1986, σ. 14.
Αυτού του είδους οι συζητήσεις ήταν σχετικά λίγες. Δεν απέδωσαν τα αποτελέσματα που επιθυμούσε η συμμαχία των κληρικών. Μερικοί από την εκκλησία του ίδιου του Δρ Ίτον, εντυπωσιασμένοι από αυτά που άκουσαν στη διάρκεια της σειράς συζητήσεων το 1903, εγκατέλειψαν την εκκλησία του και προτίμησαν να συνταυτιστούν με τους Σπουδαστές της Γραφής. Ακόμα και ένας κληρικός που ήταν παρών παραδέχτηκε ότι ο Ρώσσελ είχε ‘στρέψει τη μάνικα στην κόλαση και είχε σβήσει τη φωτιά’. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος ο αδελφός Ρώσσελ πίστευε ότι η υπόθεση της αλήθειας εξυπηρετιόταν καλύτερα με τη διάθεση χρόνου και προσπαθειών σε άλλες δραστηριότητες και όχι σε δημόσιες συζητήσεις.
Ο κλήρος δεν εγκατέλειψε την επίθεσή του. Όταν ο αδελφός Ρώσσελ έκανε μια ομιλία στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και στο Ότλι του Γιορκσάιρ της Αγγλίας, έβαλαν ανθρώπους στο ακροατήριο να φωνάζουν προβάλλοντας αντιρρήσεις και ψεύτικες κατηγορίες εναντίον του Ρώσσελ προσωπικά. Ο αδελφός Ρώσσελ χειρίστηκε επιδέξια εκείνες τις καταστάσεις, καταφεύγοντας πάντα στην Αγία Γραφή ως αυθεντία για τις απαντήσεις του.
Οι Προτεστάντες κληρικοί, ανεξαρτήτως δόγματος, σχημάτισαν τη γνωστή ως Ευαγγελική Συμμαχία. Οι εκπρόσωποί της σε πολλές χώρες ξεσήκωναν τον κόσμο εναντίον του Ρώσσελ και εναντίον εκείνων που πρόσφεραν τα συγγράμματά του. Στο Τέξας (Η.Π.Α.), λόγου χάρη, οι Σπουδαστές της Γραφής διαπίστωσαν ότι κάθε ιεροκήρυκας, ακόμα και στις μικρότερες κωμοπόλεις και αγροτικές περιοχές, ήταν εφοδιασμένος με τον ίδιο κατάλογο ψεύτικων κατηγοριών κατά του Ρώσσελ και με τις ίδιες διαστρεβλώσεις των όσων εκείνος δίδασκε.
Όμως, αυτές οι επιθέσεις εναντίον του Ρώσσελ μερικές φορές έφερναν αποτελέσματα απροσδόκητα για τον κλήρο. Στο Νιου Μπράνσγουικ του Καναδά, όταν ένας ιεροκήρυκας έκανε από τον άμβωνά του μια δυσφημιστική ομιλία κατά του Ρώσσελ, στο ακροατήριο ήταν κάποιος άντρας που είχε διαβάσει προσωπικά μερικά συγγράμματα του αδελφού Ρώσσελ. Αηδίασε όταν ο ιεροκήρυκας κατέφυγε σε εσκεμμένα ψέματα. Στη μέση περίπου της ομιλίας, αυτός ο άντρας σηκώθηκε, πήρε τη γυναίκα του από το χέρι και φώναξε στις εφτά κόρες του που έψελναν στη χορωδία: «Ελάτε, κορίτσια, πάμε σπίτι». Βγήκαν έξω και οι εννιά, ενώ ο ιεροκήρυκας παρακολουθούσε αυτόν τον άντρα, ο οποίος είχε χτίσει το ναό και ήταν ο οικονομικός στυλοβάτης της εκκλησίας, να αποχωρεί. Σύντομα, η εκκλησία εκείνη διαλύθηκε και ο ιεροκήρυκας έφυγε.
Καταφεύγουν σε Εξευτελισμούς και Συκοφαντίες
Στις απεγνωσμένες προσπάθειές τους να εκμηδενίσουν την επιρροή του Κ. Τ. Ρώσσελ και των συντρόφων του, οι κληρικοί μιλούσαν υποτιμητικά για τον ισχυρισμό του ότι ήταν Χριστιανός διάκονος. Για παρόμοιους λόγους, οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες του πρώτου αιώνα μεταχειρίζονταν τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη ως ‘ανθρώπους αγράμματους και συνηθισμένους’.—Πράξ. 4:13.
Ο αδελφός Ρώσσελ δεν είχε αποφοιτήσει από κάποια θεολογική σχολή του Χριστιανικού κόσμου. Ωστόσο, είπε θαρραλέα: «Προκαλούμε [τους κληρικούς] να αποδείξουν αν είχαν ποτέ Θεία χειροτονία ή αν σκέφτονται ποτέ αυτό το θέμα. Το μόνο που σκέφτονται είναι η χειροτονία, δηλαδή η εξουσιοδότηση, που έχει ο καθένας από το δικό του δόγμα ή θρησκευτική ομάδα. . . . Η χειροτονία ή εξουσιοδότηση κάποιου ανθρώπου από τον Θεό για να κηρύττει γίνεται με τη μετάδοση του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν. Όποιος έχει λάβει το Άγιο Πνεύμα έχει λάβει τη δύναμη και την εξουσία να διδάσκει και να κηρύττει στο όνομα του Θεού. Όποιος δεν έχει λάβει το Άγιο Πνεύμα δεν έχει Θεία εξουσιοδότηση ή έγκριση για το κήρυγμα που κάνει».—Ησ. 61:1, 2.
Προκειμένου να θέσουν υπό αμφισβήτηση την υπόληψή του, μερικοί κληρικοί κήρυτταν και δημοσίευαν χονδροειδή ψέματα για αυτόν. Ένα ψέμα που χρησιμοποιούσαν συχνά—και χρησιμοποιούν ακόμα—αφορούσε το γάμο του αδελφού Ρώσσελ. Προσπαθούσαν να δώσουν την εντύπωση ότι ο Ρώσσελ ήταν ανήθικος. Ποια είναι τα γεγονότα;
Το 1879 ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ παντρεύτηκε τη Μαρία Φράντσες Άκλεϊ. Είχαν μια καλή σχέση επί 13 χρόνια. Κατόπιν, οι κολακείες προς τη Μαρία και η υποδαύλιση της υπερηφάνειάς της από άλλους άρχισαν να υποσκάπτουν εκείνη τη σχέση· όταν, όμως, έγινε σαφές το κίνητρο που είχαν οι κόλακες, η Μαρία φάνηκε να ανακτά την ισορροπία της. Μάλιστα, όταν ένας πρώην συνεργάτης διέσπειρε ψεύδη για τον αδελφό Ρώσσελ, εκείνη ζήτησε την άδεια του συζύγου της για να επισκεφτεί αρκετές εκκλησίες και να αντικρούσει τις κατηγορίες, εφόσον είχε προβληθεί ο ισχυρισμός ότι ο αδελφός Ρώσσελ την κακομεταχειριζόταν. Όμως, φαίνεται ότι η θαυμάσια υποδοχή που της επιφυλάχθηκε σε εκείνο το ταξίδι του 1894 συνέβαλε στη βαθμιαία αλλαγή της άποψης που είχε για τον εαυτό της. Επιδίωξε να αποκτήσει μεγαλύτερη εξουσία στον καθορισμό της ύλης που εμφανιζόταν στη Σκοπιά.a Ενοχλήθηκε πολύ όταν συνειδητοποίησε ότι κανένα κείμενό της δεν θα δημοσιευόταν αν ο σύζυγός της, ο εκδότης του περιοδικού, δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενό του (με κριτήριο την εναρμόνιση του άρθρου με τις Γραφές). Αυτός κατέβαλε ειλικρινείς προσπάθειες να τη βοηθήσει, αλλά το Νοέμβριο του 1897 εκείνη τον εγκατέλειψε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος της προμήθευσε στέγη και τη συντηρούσε οικονομικά. Έπειτα από χρόνια, ύστερα από δικαστικές ενέργειες τις οποίες είχε αρχίσει εκείνη το 1903, βγήκε το 1908 μια απόφαση που της έδινε, όχι πλήρες διαζύγιο, αλλά το δικαίωμα να λαβαίνει διατροφή χωρίς συμβίωση μαζί του.
Επειδή δεν κατάφερε να κάνει το σύζυγό της να ενδώσει στις απαιτήσεις της, κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες, αφότου τον εγκατέλειψε, για να σπιλώσει το όνομά του. Το 1903, η ίδια εξέδωσε ένα φυλλάδιο γεμάτο όχι Γραφικές αλήθειες αλλά πράγματα που κακοπαρίσταναν χονδροειδώς τον αδελφό Ρώσσελ. Επιδίωξε να επιστρατεύσει κληρικούς διαφόρων δογμάτων για να τα μοιράσουν στα μέρη που έκαναν ειδικές συναθροίσεις οι Σπουδαστές της Γραφής. Προς έπαινό τους, οι περισσότεροι δεν θέλησαν τότε να χρησιμοποιηθούν με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, άλλοι κληρικοί έκτοτε έχουν δείξει διαφορετικό πνεύμα.
Νωρίτερα, η Μαρία Ρώσσελ είχε καταδικάσει, προφορικώς και γραπτώς, εκείνους που κατηγορούσαν τον αδελφό Ρώσσελ για το είδος κακής διαγωγής για το οποίο τον κατηγορούσε τώρα η ίδια. Χρησιμοποιώντας ορισμένες ανυπόστατες δηλώσεις που είχαν γίνει κατά τις δικαστικές ενέργειες το 1906 (δηλώσεις οι οποίες διαγράφηκαν από τα πρακτικά με εντολή του δικαστηρίου), μερικοί θρησκευτικοί ενάντιοι του αδελφού Ρώσσελ δημοσίευσαν κατηγορίες που είχαν σκοπό να δώσουν την εντύπωση ότι ήταν ανήθικος άνθρωπος και, συνεπώς, ακατάλληλος για διάκονος του Θεού. Ωστόσο, τα πρακτικά του δικαστηρίου δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτές οι κατηγορίες είναι ψεύτικες. Ο δικηγόρος της ίδιας της κ. Ρώσσελ τη ρώτησε αν πίστευε ότι ο σύζυγός της ήταν ένοχος μοιχείας. Εκείνη απάντησε: «Όχι». Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, το 1897, όταν μια επιτροπή Χριστιανών πρεσβυτέρων άκουσε τις κατηγορίες που πρόβαλε η κ. Ρώσσελ εναντίον του συζύγου της, εκείνη δεν ανέφερε αυτά που δήλωσε αργότερα στο δικαστήριο προκειμένου να πείσει τους ενόρκους ότι έπρεπε να της δοθεί διαζύγιο, μολονότι τα υποτιθέμενα περιστατικά είχαν συμβεί πριν από εκείνη τη συνάντηση.
Εννιά χρόνια αφότου η κ. Ρώσσελ έφερε το θέμα στα δικαστήρια, ο δικαστής Τζέιμς Μάκφαρλεν έγραψε μια απαντητική επιστολή σε κάποιον που ζητούσε ένα αντίγραφο των πρακτικών του δικαστηρίου έτσι ώστε ένας συνεργάτης του να μπορέσει να ξεσκεπάσει τον Ρώσσελ. Ο δικαστής τού είπε ξεκάθαρα ότι αυτό που ήθελε θα ήταν απώλεια χρόνου και χρημάτων. Η επιστολή του δήλωνε: «Ο λόγος της αίτησής της και της απόφασης που πάρθηκε με βάση την ετυμηγορία των ενόρκων ήταν ‘ταπεινωτική μεταχείριση’ και όχι μοιχεία, και η μαρτυρία, κατά τη γνώμη μου, δεν δείχνει ότι ο Ρώσσελ ζούσε ‘μοιχικό βίο με κάποια συνένοχο’. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε συνένοχος».
Η καθυστερημένη αναγνώριση από την ίδια τη Μαρία Ρώσσελ ήρθε την ώρα της κηδείας του αδελφού Ρώσσελ στο Κάρνεγκι Χολ του Πίτσμπουργκ το 1916. Φορώντας βέλο, διέσχισε το διάδρομο μέχρι το φέρετρο και απέθεσε εκεί ένα μπουκέτο κρίνους. Στο μπουκέτο ήταν δεμένη μια κορδέλα με τα λόγια: «Στον Αγαπημένο μου Σύζυγο».
Είναι φανερό ότι οι κληρικοί έχουν χρησιμοποιήσει τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποίησαν και οι όμοιοί τους του πρώτου αιώνα. Τότε επιχειρούσαν να σπιλώσουν την υπόληψη του Ιησού κατηγορώντας τον ότι έτρωγε με αμαρτωλούς και ότι και ο ίδιος ήταν αμαρτωλός και βλάσφημος. (Ματθ. 9:11· Ιωάν. 9:16-24· 10:33-37) Εκείνες οι κατηγορίες δεν άλλαζαν την αλήθεια σχετικά με τον Ιησού, αλλά εξέθεταν εκείνους που κατέφευγαν σε τέτοιες συκοφαντίες—και εκθέτουν εκείνους που καταφεύγουν σε παρόμοιες μεθόδους σήμερα—ως άτομα που έχουν πνευματικό πατέρα τον Διάβολο, του οποίου το όνομα σημαίνει «Συκοφάντης».—Ιωάν. 8:44.
Εκμεταλλεύονται τον Πυρετό του Πολέμου για να Πετύχουν τους Στόχους Τους
Ο εθνικιστικός πυρετός που σάρωσε τον κόσμο στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου προμήθευσε ένα καινούριο όπλο εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής. Η έχθρα των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών θρησκευτικών ηγετών μπορούσε να εκφραστεί πίσω από το προσωπείο του πατριωτισμού. Εκμεταλλεύτηκαν την υστερία του πολέμου για να στιγματίσουν τους Σπουδαστές της Γραφής ως άτομα που προκαλούσαν στασιασμούς—η ίδια κατηγορία την οποία απηύθυναν εναντίον του Ιησού Χριστού και του αποστόλου Παύλου οι θρησκευτικοί ηγέτες της Ιερουσαλήμ του πρώτου αιώνα. (Λουκ. 23:2, 4· Πράξ. 24:1, 5) Φυσικά, προκειμένου να μπορούν να προβάλουν οι κληρικοί μια τέτοια κατηγορία, έπρεπε οι ίδιοι να είναι ενεργοί υποστηρικτές της πολεμικής προσπάθειας, αλλά αυτό δεν φαινόταν να ενοχλεί τους περισσότερους από αυτούς, μολονότι σήμαινε ότι έστελναν νεαρούς άντρες να σκοτώσουν μέλη της ίδιας τους της θρησκείας σε κάποια άλλη χώρα.
Τον Ιούλιο του 1917, μετά το θάνατο του Ρώσσελ, η Εταιρία Σκοπιά έθεσε σε κυκλοφορία το βιβλίο Το Τετελεσμένον Μυστήριον, ένα σχολιολόγιο της Αποκάλυψης, του Ιεζεκιήλ και του Άσματος Ασμάτων. Εκείνο το βιβλίο εξέθετε χωρίς περιστροφές την υποκρισία του κλήρου του Χριστιανικού κόσμου! Έγινε εκτεταμένη διανομή αυτού του βιβλίου μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Τέλη Δεκεμβρίου του 1917 και αρχές του 1918, οι Σπουδαστές της Γραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά ξεκίνησαν επίσης τη διανομή 10.000.000 αντιτύπων του πύρινου αγγέλματος που περιείχε το φυλλάδιο Η Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής (The Bible Students Monthly). Αυτό το μεγάλου μεγέθους τετρασέλιδο φυλλάδιο τιτλοφορούνταν ‘Η Πτώση της Βαβυλώνας’ και περιείχε τον υπότιτλο «Γιατί Πρέπει Τώρα να Υποφέρει ο Χριστιανισμός—Η Τελική Έκβαση». Προσδιόριζε τις Καθολικές και τις Προτεσταντικές θρησκευτικές οργανώσεις συνολικά ως τη σύγχρονη Βαβυλώνα, η οποία έπρεπε σύντομα να πέσει. Για να υποστηρίξει τα λεγόμενά του, περιείχε αποσπάσματα από Το Τετελεσμένον Μυστήριον που μιλούσαν για προφητείες οι οποίες εξέφραζαν τις θεϊκές κρίσεις κατά της ‘Μυστηριώδους Βαβυλώνας’. Στην πίσω σελίδα υπήρχε κάποιο σκίτσο που έδειχνε έναν τοίχο ο οποίος κατέρρεε. Οι ογκώδεις πέτρες του είχαν επιγραφές όπως «Δόγμα της Τριάδας (‘3 Χ 1 = 1’)», «Αθανασία της Ψυχής», «Θεωρία Αιώνιων Βασάνων», «Προτεσταντισμός—σύμβολα πίστης, κλήρος, κτλ.», «Ρωμαιοκαθολικισμός—πάπες, καρδινάλιοι, κτλ., κτλ.»—και όλες έπεφταν.
Ο κλήρος έγινε έξαλλος λόγω αυτού του ξεσκεπάσματος, όπως έγινε και ο Ιουδαϊκός κλήρος όταν ο Ιησούς ξεσκέπασε την υποκρισία τους. (Ματθ. 23:1-39· 26:3, 4) Στον Καναδά ο κλήρος αντέδρασε γρήγορα. Τον Ιανουάριο του 1918, πάνω από 600 Καναδοί κληρικοί υπέγραψαν ένα αίτημα που καλούσε την κυβέρνηση να απαγορεύσει τα έντυπα του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής. Όπως αναφερόταν στην εφημερίδα Γουίνιπεγκ Ίβνινγκ Τρίμπιουν (Winnipeg Evening Tribune), όταν ο Τσαρλς Γκ. Πάτερσον, πάστορας της Εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου στο Γουίνιπεγκ, αποκήρυξε από τον άμβωνά του το φυλλάδιο Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής, το οποίο περιείχε το άρθρο ‘Η Πτώση της Βαβυλώνας’, ο υπουργός δικαιοσύνης Τζόνσον ήρθε σε επαφή με αυτόν για να αποκτήσει ένα αντίτυπο. Σύντομα έπειτα από αυτό, στις 12 Φεβρουαρίου 1918, μια απόφαση της καναδικής κυβέρνησης όριζε ότι η κατοχή είτε του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον είτε του φυλλαδίου που εικονίζεται στην επόμενη σελίδα ήταν έγκλημα τιμωρούμενο με πρόστιμο και φυλάκιση.
Τον ίδιο εκείνο μήνα, στις 24 Φεβρουαρίου, ο αδελφός Ρόδερφορντ, ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, έκανε μια ομιλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Τεμπλ Οντιτόριουμ του Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας. Το θέμα του ήταν συνταρακτικό: «Ο Κόσμος Τελείωσε—Εκατομμύρια που Ζουν Τώρα Μπορεί να Μην Πεθάνουν Ποτέ». Παρουσιάζοντας αποδείξεις για το ότι ο κόσμος όπως τον ήξεραν μέχρι εκείνον τον καιρό είχε πραγματικά τελειώσει το 1914, έστρεψε την προσοχή στον πόλεμο που εξελισσόταν τότε, καθώς και στην πείνα που τον συνόδευε, και τον προσδιόρισε ως μέρος του σημείου που είχε προείπει ο Ιησούς. (Ματθ. 24:3-8) Κατόπιν, συγκέντρωσε την προσοχή στον κλήρο, λέγοντας:
«Ως τάξη, σύμφωνα με τις Γραφές, οι κληρικοί είναι οι πιο αξιόμεμπτοι άνθρωποι στη γη για το μεγάλο πόλεμο που πλήττει τώρα την ανθρωπότητα. Επί 1.500 χρόνια διδάσκουν τους ανθρώπους το σατανικό δόγμα τής ‘ελέω Θεού’ βασιλείας. Αναμειγνύουν την πολιτική με τη θρησκεία, την εκκλησία με το κράτος· έχουν αποδειχτεί ανόσιοι στο θεόδοτο προνόμιό τους που αφορά τη διακήρυξη του αγγέλματος για τη Μεσσιανική βασιλεία και έχουν αφοσιωθεί στο να ενθαρρύνουν τους κυβερνήτες να πιστεύουν ότι ο βασιλιάς βασιλεύει ‘ελέω Θεού’ και συνεπώς οτιδήποτε κάνει είναι σωστό». Δείχνοντας τα αποτελέσματα αυτής της στάσης, είπε: «Κάποιοι φιλόδοξοι βασιλιάδες στην Ευρώπη εξοπλίστηκαν για πόλεμο, επειδή ήθελαν να αρπάξουν τη γη άλλων λαών· και ο κλήρος τούς χτύπησε φιλικά στον ώμο και τους είπε: ‘Κάντε όπως νομίζετε, δεν είναι δυνατόν να κάνετε κακό· ό,τι κάνετε καλό θα είναι’». Αλλά αυτό δεν το έκαναν μονάχα οι Ευρωπαίοι κληρικοί, κάτι που ήξεραν πολύ καλά οι ιεροκήρυκες στην Αμερική.
Την επόμενη μέρα δημοσιεύτηκε μια εκτεταμένη έκθεση αυτής της διάλεξης στην εφημερίδα Μόρνινγκ Τρίμπιουν (Morning Tribune) του Λος Άντζελες. Ο κλήρος εξοργίστηκε τόσο πολύ ώστε ο σύλλογος των κληρικών συγκάλεσε σύσκεψη εκείνη την ίδια μέρα και έστειλε τον πρόεδρό του στους διευθυντές της εφημερίδας για να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια του κλήρου. Έπειτα από αυτό, υπήρξε μια περίοδος συνεχών παρενοχλήσεων των γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά από μέλη του κρατικού γραφείου πληροφοριών.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου εθνικιστικής έξαψης, έγινε μια σύσκεψη κληρικών στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών, στην οποία υιοθετήθηκε μια απόφαση που απαιτούσε την αναθεώρηση του Νόμου περί Κατασκοπείας έτσι ώστε να είναι δυνατόν να δικάζονται οι υποτιθέμενοι παραβάτες από στρατοδικείο και να τους επιβάλλεται η θανατική ποινή. Ο Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν, ειδικός βοηθός του υπουργού δικαιοσύνης σε θέματα πολέμου, επιλέχτηκε για να παρουσιάσει το θέμα στη Γερουσία. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επέτρεψε να γίνει νόμος εκείνο το νομοσχέδιο. Αλλά ο Τζέιμς Φράνκλιν Μπελ, υποστράτηγος του στρατού των Η.Π.Α., πάνω στην έξαψη της οργής του αποκάλυψε στον Ι. Φ. Ρόδερφορντ και στον Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ τα όσα είχαν διαδραματιστεί στη σύσκεψη, καθώς και το ότι υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί εκείνο το νομοσχέδιο εναντίον των υπευθύνων της Εταιρίας Σκοπιά.
Τα επίσημα κρατικά αρχεία των Η.Π.Α. δείχνουν ότι, τουλάχιστον από τις 21 Φεβρουαρίου 1918, ο Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν είχε αναμειχτεί προσωπικά στις προσπάθειες χάλκευσης μιας δικαστικής υπόθεσης εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής. Τα πρακτικά του κογκρέσου, της 24ης Απριλίου και της 4ης Μαΐου, περιέχουν υπομνήματα του Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν στα οποία ισχυρίζεται έντονα ότι, αν ο νόμος επιτρέπει να εκφράζει κανείς «αυτό που είναι αληθινό, εφόσον το κάνει με καλά κίνητρα και για δίκαιους σκοπούς», όπως δηλώνει η αποκαλούμενη Γαλλική Τροποποίηση του Νόμου περί Κατασκοπείας και όπως έχει συναινέσει η Γερουσία των Η.Π.Α., εκείνος δεν θα μπορούσε να ασκήσει επιτυχημένη ποινική δίωξη εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής.
Στο Γούστερ της Μασαχουσέτης, ο «Αιδεσιμότατος» Μπ. Φ. Γουάιλαντ εκμεταλλεύτηκε ακόμα περισσότερο τον πυρετό του πολέμου ισχυριζόμενος ότι οι Σπουδαστές της Γραφής έκαναν προπαγάνδα υπέρ του εχθρού. Δημοσίευσε ένα άρθρο στην εφημερίδα Ντέιλι Τέλεγκραμ (Daily Telegram), στο οποίο δήλωνε: «Ένα από τα πατριωτικά καθήκοντα που έχετε εσείς ως πολίτες είναι η κατάπνιξη του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής, που εδρεύει στο Μπρούκλιν. Υπό το πρόσχημα της θρησκείας διεξάγουν γερμανική προπαγάνδα στο Γούστερ πουλώντας το βιβλίο τους, ‘Το Τετελεσμένον Μυστήριον’». Είπε απερίφραστα στις αρχές ότι είχαν καθήκον να συλλάβουν τους Σπουδαστές της Γραφής και να μην τους αφήσουν να διεξαγάγουν άλλες συναθροίσεις.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918 σημειώθηκε εκτεταμένος διωγμός των Σπουδαστών της Γραφής τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Ανάμεσα στους υποκινητές ήταν και κληρικοί διαφόρων εκκλησιών, όπως η Βαπτιστική, η Μεθοδιστική, η Επισκοπελιανή, η Λουθηρανική, η Ρωμαιοκαθολική και άλλες. Οι αρχές κατέσχεσαν Γραφικά έντυπα χωρίς να έχουν ένταλμα έρευνας και έριξαν πολλούς Σπουδαστές της Γραφής στη φυλακή. Άλλους τους κυνήγησαν όχλοι, τους ξυλοκόπησαν, τους μαστίγωσαν, τους άλειψαν με πίσσα και φτερά, και άλλους τους έσπασαν τα πλευρά ή τους τραυμάτισαν στο κεφάλι. Μερικούς τους άφησαν ανάπηρους. Χριστιανούς άντρες και γυναίκες τούς κράτησαν στη φυλακή χωρίς να τους απαγγείλουν κάποια κατηγορία ή χωρίς να τους δικάσουν. Πάνω από εκατό συγκεκριμένες περιπτώσεις τέτοιας εξωφρενικής μεταχείρισης αναφέρθηκαν στο τεύχος 29 Σεπτεμβρίου 1920 του Χρυσού Αιώνος (στην αγγλική).
Κατηγορίες για Κατασκοπεία
Το βαρύτερο πλήγμα δόθηκε στις 7 Μαΐου 1918, όταν εκδόθηκαν ομοσπονδιακά εντάλματα στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη σύλληψη του Ι. Φ. Ρόδερφορντ, προέδρου της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, και των πιο στενών συντρόφων του.
Την προηγούμενη μέρα, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, είχαν γίνει δυο καταγγελίες εναντίον του αδελφού Ρόδερφορντ και των συντρόφων του. Αν η μια υπόθεση δεν έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα, θα προωθούσαν τη δεύτερη καταγγελία. Η πρώτη καταγγελία, η οποία απηύθυνε κατηγορίες σε περισσότερα άτομα, αποτελούνταν από τέσσερις κατηγορίες: Δυο από αυτές τους καταλόγιζαν ότι συνωμοτούσαν να παραβιάσουν το Νόμο περί Κατασκοπείας της 15ης Ιουνίου 1917, και άλλες δυο τους καταλόγιζαν ότι αποπειρώνταν να εκτελέσουν τα παράνομα σχέδιά τους ή ότι όντως τα εκτελούσαν. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι συνωμοτούσαν να προκαλέσουν στις ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών ανυποταξία και άρνηση εκτέλεσης καθηκόντων και ότι συνωμοτούσαν να παρεμποδίσουν τη στρατολόγηση και την κατάταξη των αντρών για στρατιωτική υπηρεσία σε εμπόλεμη περίοδο για το έθνος, καθώς και ότι είχαν αποπειραθεί να κάνουν ή όντως έκαναν και τα δυο αυτά πράγματα. Η καταγγελία ανέφερε συγκεκριμένα την έκδοση και τη διανομή του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον. Η δεύτερη καταγγελία ερμήνευε την αποστολή μιας επιταγής στην Ευρώπη (η οποία επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για το έργο Βιβλικής εκπαίδευσης στη Γερμανία) ως επιζήμια για τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν οι κατηγορούμενοι προσάχθηκαν στο δικαστήριο, προωθήθηκε η πρώτη καταγγελία—εκείνη με τις τέσσερις κατηγορίες.
Εκείνον τον καιρό εκκρεμούσε στο Σκράντον της Πενσυλβανίας και μια άλλη καταγγελία εναντίον του Κ. Τζ. Γούντγουορθ και του Ι. Φ. Ρόδερφορντ με βάση το Νόμο περί Κατασκοπείας. Αλλά, σύμφωνα με μια επιστολή του Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν με ημερομηνία 20 Μαΐου 1918, μέλη του Υπουργείου Δικαιοσύνης φοβούνταν ότι ο Γουίτμερ, ομοσπονδιακός δικαστής των Η.Π.Α. ο οποίος θα εκδίκαζε την υπόθεση, δεν θα συμφωνούσε να χρησιμοποιήσουν το Νόμο περί Κατασκοπείας για να καταπνίξουν τη δραστηριότητα ανθρώπων οι οποίοι, λόγω ειλικρινών θρησκευτικών πεποιθήσεων, έλεγαν πράγματα που οι άλλοι μπορούσαν να ερμηνεύσουν ως αντιπολεμική προπαγάνδα. Έτσι, το Υπουργείο Δικαιοσύνης κράτησε την υπόθεση του Σκράντον σε εκκρεμότητα, αναμένοντας το αποτέλεσμα της άλλης δίκης που διεξαγόταν στο Μπρούκλιν. Η κυβέρνηση επίσης κατηύθυνε τα πράγματα έτσι ώστε ο δικαστής Χάρλαντ Μπ. Χάου από το Βερμόντ, για τον οποίο ο Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν ήξερε ότι συμφωνούσε με την άποψη που είχε ο ίδιος σε αυτά τα ζητήματα, να εκδικάσει την υπόθεση στο Ομοσπονδιακό Πρωτοδικείο των Η.Π.Α. για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Η υπόθεση άρχισε να εκδικάζεται στις 5 Ιουνίου, με κατηγόρους τον Άιζακ Ρ. Όλαντ και τον Τσαρλς Τζ. Μπούχνερ, έναν Ρωμαιοκαθολικό. Στη διάρκεια της δίκης, όπως παρατήρησε ο αδελφός Ρόδερφορντ, ο Μπούχνερ και ο Όλαντ είχαν συχνές συζητήσεις με Καθολικούς ιερείς.
Καθώς προχωρούσε η δίκη, έγινε φανερό ότι οι υπεύθυνοι της Εταιρίας και οι συντάκτες του βιβλίου δεν είχαν καμιά πρόθεση να αναμειχτούν στις πολεμικές προσπάθειες της χώρας. Αποδείξεις που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της δίκης έδειχναν ότι τα σχέδια για τη συγγραφή του βιβλίου—μάλιστα, η συγγραφή του μεγαλύτερου μέρους των χειρογράφων—είχαν γίνει προτού κηρύξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες πόλεμο (στις 6 Απριλίου 1917) και ότι το αρχικό συμβόλαιο για την έκδοση του βιβλίου είχε υπογραφτεί προτού ψηφίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες (στις 15 Ιουνίου) το νόμο ο οποίος υποτίθεται ότι είχε παραβιαστεί.
Οι κατήγοροι τόνισαν ότι είχαν γίνει προσθήκες στο βιβλίο στη διάρκεια του Απριλίου και του Ιουνίου του 1917, στη διαδικασία της επεξεργασίας και της επιμέλειας του αρχικού κειμένου. Σε αυτές περιλαμβανόταν και μια παράθεση δηλώσεων του Τζον Χέινς Χολμς, ενός κληρικού που είχε διακηρύξει δυναμικά ότι ο πόλεμος ήταν παραβίαση της Χριστιανοσύνης. Όπως σημείωσε ένας από τους συνηγόρους υπεράσπισης, τα σχόλια εκείνου του κληρικού, τα οποία είχαν εκδοθεί υπό τον τίτλο Μια Δήλωση στο Λαό μου την Παραμονή του Πολέμου (A Statement to My People on the Eve of War), πουλιούνταν ακόμα στις Ηνωμένες Πολιτείες τον καιρό της δίκης. Ούτε ο κληρικός ούτε ο εκδότης δικάζονταν για αυτό. Όμως, οι Σπουδαστές της Γραφής, οι οποίοι αναφέρθηκαν στο κήρυγμά του, θεωρήθηκαν υπόλογοι για τα αισθήματα που εκφράζονταν σε αυτό.
Το βιβλίο δεν έλεγε στους ανθρώπους του κόσμου ότι δεν είχαν δικαίωμα να κάνουν πόλεμο. Ωστόσο, εξηγώντας προφητείες, παρέθετε αποσπάσματα από τεύχη της Σκοπιάς του 1915 (στην αγγλική) για να δείξει την ασυνέπεια των κληρικών, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ήταν διάκονοι του Χριστού αλλά ενεργούσαν σαν στρατολογικοί πράκτορες για τα εμπόλεμα έθνη.
Όταν έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση είχε αντιρρήσεις για το βιβλίο, ο αδελφός Ρόδερφορντ τηλεγράφησε αμέσως στον τυπογράφο να σταματήσει την παραγωγή του και ταυτόχρονα έστειλε έναν εκπρόσωπο της Εταιρίας στην υπηρεσία πληροφοριών του στρατού των Η.Π.Α. για να μάθει ποιες ήταν οι αντιρρήσεις τους. Όταν έγινε γνωστό ότι, λόγω του πολέμου που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη, οι σελίδες 308-316 του βιβλίου (σελίδες 247-253, στην αγγλική) θεωρούνταν απαράδεκτες, η Εταιρία έδωσε οδηγίες να κοπούν εκείνες οι σελίδες από όλα τα αντίτυπα του βιβλίου προτού αυτά προσφερθούν στο κοινό. Και όταν η κυβέρνηση ειδοποίησε τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς ότι η περαιτέρω διανομή θα αποτελούσε παραβίαση του Νόμου περί Κατασκοπείας (μολονότι η κυβέρνηση δεν εξέφρασε στην Εταιρία κάποια γνώμη σχετικά με το βιβλίο στην τροποποιημένη του μορφή), η Εταιρία έδωσε την οδηγία να σταματήσει εντελώς η διανομή του βιβλίου στο κοινό.
Γιατί Τόσο Αυστηρή Τιμωρία;
Παρ’ όλα αυτά, στις 20 Ιουνίου 1918, οι ένορκοι έδωσαν την ετυμηγορία τους η οποία έβρισκε όλους τους κατηγορουμένους ένοχους για κάθε κατηγορία της καταγγελίας. Την επομένη, εφτάb από αυτούς καταδικάστηκαν σε τέσσερις ποινές των 20 ετών η καθεμιά, τις οποίες θα εξέτιαν κατά συγχώνευση. Στις 10 Ιουλίου, ο όγδοοςc καταδικάστηκε σε τέσσερις ποινές των 10 ετών, τις οποίες θα εξέτιε επίσης κατά συγχώνευση. Πόσο αυστηρές ήταν αυτές οι ποινές; «Οι ποινές φυλάκισης είναι ξεκάθαρα υπερβολικές», παραδέχτηκε ο Γούντροου Γουίλσον, πρόεδρος των Η.Π.Α., σε ένα υπόμνημά του προς τον υπουργό δικαιοσύνης στις 12 Μαρτίου 1919. Μάλιστα, ο άντρας που πυροβόλησε και σκότωσε στο Σεράγεβο το διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας—συμβάν που πυροδότησε τα γεγονότα τα οποία βύθισαν τα έθνη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο—δεν είχε καταδικαστεί σε αυστηρότερη ποινή. Η ποινή του ήταν 20 χρόνια φυλάκιση—όχι τέσσερις ποινές των 20 ετών η καθεμιά, όπως στην περίπτωση των Σπουδαστών της Γραφής!
Ποιο ήταν το κίνητρο πίσω από την επιβολή τέτοιων αυστηρών ποινών φυλάκισης στους Σπουδαστές της Γραφής; Ο δικαστής Χάρλαντ Μπ. Χάου δήλωσε: «Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, η θρησκευτική προπαγάνδα την οποία υποστηρίζουν σθεναρά οι κατηγορούμενοι και την οποία έχουν διαδώσει σε όλο το έθνος, καθώς και μεταξύ των συμμάχων μας, αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι μια μεραρχία Γερμανικού Στρατού. . . . Το άτομο που κηρύττει τη θρησκεία έχει συνήθως μεγάλη επιρροή και, αν είναι ειλικρινές, είναι ακόμα πιο αποτελεσματικό. Αυτό επιβαρύνει αντί να ελαφρύνει το κακό που έχουν κάνει. Συνεπώς, επειδή είναι η μόνη συνετή ενέργεια που μπορεί να γίνει σε σχέση με τέτοια άτομα, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμωρία πρέπει να είναι αυστηρή». Είναι επίσης αξιοσημείωτο, ωστόσο, το γεγονός ότι, προτού εκδώσει την καταδικαστική απόφαση, ο δικαστής Χάου είπε πως οι δηλώσεις που είχαν γίνει από τους συνηγόρους υπεράσπισης είχαν θέσει υπό αμφισβήτηση και είχαν επικρίνει αυστηρά, όχι μόνο τους κρατικούς εκπροσώπους του νόμου, αλλά «όλους τους κληρικούς της χώρας».
Η απόφαση εφεσιβλήθηκε αμέσως στο ομοσπονδιακό εφετείο των Η.Π.Α. Αλλά, μολονότι εκκρεμούσε η εκδίκαση της έφεσης, ο δικαστής Χάου απέρριψε αυθαίρετα την αποφυλάκιση με εγγύηση,d και στις 4 Ιουλίου, προτού γίνει ακροαματική διαδικασία για την τρίτη και τελική αίτηση αποφυλάκισης με εγγύηση, οι εφτά πρώτοι αδελφοί μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στην ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Γεωργία. Μετέπειτα αποδείχτηκε ότι υπήρχαν 130 διαδικαστικά λάθη σε εκείνη τη δίκη που χαρακτηριζόταν από μεγάλη προκατάληψη. Δαπανήθηκαν μήνες εργασίας στην προετοιμασία των απαραίτητων εγγράφων για την εκδίκαση της έφεσης. Στο μεταξύ, έληξε ο πόλεμος. Στις 19 Φεβρουαρίου 1919, οι οχτώ φυλακισμένοι αδελφοί έστειλαν μια αίτηση χάριτος στον Γούντροου Γουίλσον, τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλες επιστολές που ζητούσαν την αποφυλάκιση των αδελφών στάλθηκαν από πολυάριθμους πολίτες στο νεοδιορισμένο υπουργό δικαιοσύνης. Κατόπιν, την 1η Μαρτίου 1919, απαντώντας σε ερώτηση του υπουργού δικαιοσύνης, ο δικαστής Χάου σύστησε «άμεση μετατροπή» των ποινών. Μολονότι αυτό θα μείωνε τις ποινές, θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση της ενοχής των κατηγορουμένων. Προτού γίνει αυτό, οι συνήγοροι των αδελφών επέδωσαν μια δικαστική εντολή στον ομοσπονδιακό εισαγγελέα, η οποία έφερε την υπόθεση στο εφετείο.
Εννιά μήνες μετά την καταδίκη του Ρόδερφορντ και των συντρόφων του—και ενώ ο πόλεμος είχε λήξει—στις 21 Μαρτίου 1919 το εφετείο διέταξε την αποφυλάκιση με εγγύηση και των οχτώ κατηγορουμένων, και στις 26 Μαρτίου αφέθηκαν ελεύθεροι στο Μπρούκλιν με εγγύηση 10.000 δολαρίων ο καθένας. Στις 14 Μαΐου 1919, το ομοσπονδιακό εφετείο των Η.Π.Α. στη Νέα Υόρκη αποφάνθηκε: «Οι κατηγορούμενοι σε αυτή την υπόθεση δεν είχαν την ισορροπημένη και αμερόληπτη δίκη την οποία δικαιούνταν και για αυτόν το λόγο ακυρώνεται η δικαστική απόφαση». Η υπόθεση παραπέμφθηκε σε νέα δίκη. Ωστόσο, στις 5 Μαΐου 1920, αφού οι κατηγορούμενοι είχαν κληθεί και παρουσιαστεί στο δικαστήριο πέντε φορές, ο εισαγγελέας, σε μια δίκη που έγινε στο Μπρούκλιν με ελεύθερη είσοδο για το κοινό, ανακοίνωσε την απόσυρση των κατηγοριών.e Γιατί; Όπως αποκαλύπτουν επιστολές που διατηρούνται στα Κρατικά Αρχεία των Η.Π.Α., το Υπουργείο Δικαιοσύνης φοβόταν ότι θα έχανε τη δίκη αν τα ζητήματα αυτά παρουσιάζονταν σε αμερόληπτους ενόρκους και χωρίς την υστερία του πολέμου που είχε πια περάσει. Ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Λ. Γ. Ρος δήλωσε σε μια επιστολή που έστειλε στον υπουργό δικαιοσύνης: «Θα ήταν καλύτερο, νομίζω, για τις δημόσιες σχέσεις μας αν με δική μας πρωτοβουλία» γινόταν η δήλωση ότι δεν επρόκειτο να ασκηθεί περαιτέρω ποινική δίωξη.
Την ίδια εκείνη μέρα, στις 5 Μαΐου 1920, απέσυραν και το εναλλακτικό κατηγορητήριο που είχε κατατεθεί το Μάιο του 1919 εναντίον του Ι. Φ. Ρόδερφορντ και τεσσάρων συντρόφων του.
Ποιος Ήταν ο Πραγματικός Υποκινητής;
Υποκινήθηκε πράγματι όλη αυτή η υπόθεση από τον κλήρο; Ο Τζον Λορντ Ο’ Μπράιαν το αρνήθηκε. Αλλά οι άνθρωποι εκείνων των ημερών ήξεραν πολύ καλά τα γεγονότα. Στις 22 Μαρτίου 1919, η Έκκληση στη Λογική (Appeal to Reason), μια εφημερίδα που εκδιδόταν στο Τζιράρντ του Κάνσας, εξέφρασε την εξής διαμαρτυρία: «Ακόλουθοι του Πάστορα Ρώσσελ, Διωγμένοι από το Δόλο του ‘Ορθόδοξου’ Κλήρου, Καταδικάστηκαν και Φυλακίστηκαν Χωρίς να τους Δοθεί το Δικαίωμα Αποφυλάκισης με Εγγύηση, Μολονότι Έκαναν Κάθε Δυνατή Προσπάθεια να Συμμορφωθούν με τις Διατάξεις του Νόμου περί Κατασκοπείας. . . . Διακηρύττουμε ότι, ανεξάρτητα από το αν ήταν ή δεν ήταν τυπικά συνταγματικός ή ηθικά δικαιολογημένος ο Νόμος περί Κατασκοπείας, αυτοί οι ακόλουθοι του Πάστορα Ρώσσελ κακώς καταδικάστηκαν με βάση τις διατάξεις του. Μια αμερόληπτη μελέτη των αποδείξεων θα πείσει αμέσως οποιονδήποτε ότι αυτοί οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν είχαν την πρόθεση να παραβιάσουν το νόμο, αλλά ότι δεν τον παραβίασαν».
Έπειτα από χρόνια, στο βιβλίο Οι Κήρυκες Παρουσιάζουν Όπλα (Preachers Present Arms), ο Δρ Ρέι Άμπραμς παρατήρησε: «Είναι σημαντικό το γεγονός ότι τόσο πολλοί κληρικοί πήραν επιθετική στάση σε μια προσπάθεια να απαλλαγούν από τους Ρωσσελιστές [όπως χαρακτήριζαν τότε υποτιμητικά τους Σπουδαστές της Γραφής]. Μακρόχρονοι θρησκευτικοί διαξιφισμοί και μίση, που δεν είχαν ποτέ ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια σε καιρό ειρήνης, έφτασαν τώρα στην αίθουσα του δικαστηρίου υπό την επιρροή της υστερίας της πολεμικής περιόδου». Ο ίδιος δήλωσε επίσης: «Μια ανάλυση της όλης υπόθεσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αρχικά οι εκκλησίες και ο κλήρος βρίσκονταν πίσω από την κίνηση που είχε σκοπό να συντρίψει τους Ρωσσελιστές».—Σ. 183-185.
Ωστόσο, το τέλος του πολέμου δεν έφερε και το τέλος του διωγμού των Σπουδαστών της Γραφής. Απλώς εγκαινίασε μια νέα περίοδο διωγμού.
Ιερείς Πιέζουν την Αστυνομία
Αφού ο πόλεμος είχε πια περάσει, ο κλήρος ανακίνησε άλλα ζητήματα προκειμένου να σταματήσει, αν ήταν δυνατόν, τη δραστηριότητα των Σπουδαστών της Γραφής. Στην Καθολική Βαυαρία και σε άλλα μέρη της Γερμανίας, κατά τη δεκαετία του 1920 υποκίνησαν πολυάριθμες συλλήψεις εκμεταλλευόμενοι τους νόμους περί μικροπωλητών. Αλλά όταν οι υποθέσεις έφταναν στα εφετεία, οι δικαστές συνήθως έπαιρναν το μέρος των Σπουδαστών της Γραφής. Τελικά, αφού τα δικαστήρια είχαν κατακλυστεί από χιλιάδες τέτοιες υποθέσεις, το Υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε μια εγκύκλιο το 1930 προς όλους τους αξιωματούχους της αστυνομίας, με την οποία τους έλεγε να μην ασκούν ποινική δίωξη κατά των Σπουδαστών της Γραφής με βάση τους νόμους περί μικροπωλητών. Έτσι, για λίγο καιρό, η πίεση από αυτή την πηγή κόπασε και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνέχισαν σε εκπληκτική κλίμακα το έργο τους στον αγρό της Γερμανίας.
Ο κλήρος ασκούσε επίσης μεγάλη επιρροή στη Ρουμανία εκείνα τα χρόνια. Πέτυχε την έκδοση αποφάσεων που απαγόρευαν τα έντυπα και τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι ιερείς, ωστόσο, φοβούνταν ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν παρ’ όλα αυτά να διαβάζουν τα έντυπα που ήδη είχαν και, ως αποτέλεσμα, να μαθαίνουν για τις αντιγραφικές διδασκαλίες και τους απατηλούς ισχυρισμούς της εκκλησίας. Για να το εμποδίσουν αυτό, οι ιερείς πήγαιναν οι ίδιοι από σπίτι σε σπίτι με τους αστυνομικούς ψάχνοντας για τυχόν έντυπα που είχαν δώσει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μάλιστα, έφταναν στο σημείο να ρωτούν ανυποψίαστα παιδάκια μήπως οι γονείς τους είχαν δεχτεί τέτοια έντυπα. Όταν έβρισκαν κάποιο έντυπο, απειλούσαν τους ανθρώπους ότι θα τους ξυλοκοπούσαν ή θα τους φυλάκιζαν αν ποτέ δέχονταν και άλλα τέτοια έντυπα. Σε μερικά χωριά ο ιερέας ήταν επίσης δήμαρχος και ειρηνοδίκης, και έτσι αν κάποιος δεν έκανε αυτό που έλεγε ο ιερέας, υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να αντιμετωπιστεί με δικαιοσύνη.
Το υπόμνημα που δημιούργησαν μερικοί Αμερικανοί αξιωματούχοι καθώς έκαναν ό,τι ήθελε ο κλήρος εκείνη την εποχή δεν είναι καλύτερο. Λόγου χάρη, μετά την επίσκεψη του Καθολικού Επισκόπου Ο’ Χάρα στη Λα Γκραντζ της Γεωργίας, ο δήμαρχος και ο τοπικός εισαγγελέας έδωσαν εντολές για τη σύλληψη πολλών Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1936. Στη διάρκεια της φυλάκισής τους, τους ανάγκαζαν να κοιμούνται δίπλα σε σωρούς κοπριάς και σε στρώματα που ήταν γεμάτα πιτσιλιές από ούρα αγελάδων, τους έδιναν σκουληκιασμένα τρόφιμα και τους επέβαλλαν καταναγκαστική εργασία στα συνεργεία κατασκευής δρόμων.
Στην Πολωνία επίσης, ο Καθολικός κλήρος χρησιμοποίησε κάθε μέσο που μπορούσε να επινοήσει προκειμένου να εμποδίσει το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Υποκινούσαν τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν βία, έκαιγαν δημόσια τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, τους κατηγορούσαν για κομμουνιστές και τους έσερναν στα δικαστήρια με την κατηγορία ότι τα έντυπά τους ήταν «ιερόσυλα». Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι αξιωματούχοι πρόθυμοι να υποταχτούν στις προσταγές του κλήρου. Ο εισαγγελέας εφετών του Πόζεν (Πόζναν), για παράδειγμα, αρνήθηκε να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον ενός Μάρτυρα του Ιεχωβά τον οποίο είχε καταγγείλει ο κλήρος με την κατηγορία ότι είχε αναφερθεί στον Καθολικό κλήρο ως «οργάνωση του Σατανά». Ο ίδιος ο εισαγγελέας τόνισε ότι το ανήθικο πνεύμα που είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο από την παπική αυλή του Αλέξανδρου ΣΤ΄ (1492-1503 Κ.Χ.) ήταν, πραγματικά, το πνεύμα μιας σατανικής οργάνωσης. Και όταν ο κλήρος κατηγόρησε ένα Μάρτυρα του Ιεχωβά για βλασφημία εναντίον του Θεού επειδή διένεμε έντυπα της Σκοπιάς, ο εισαγγελέας εφετών στην Τορν (Τορούν) απαίτησε την απαλλαγή του, λέγοντας: ‘Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κρατούν ακριβώς την ίδια στάση που κρατούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί. Ενώ κακοπαριστάνονται και υφίστανται διωγμό, εκείνοι υποστηρίζουν τα υψηλότερα ιδανικά μέσα σε μια διεφθαρμένη και καταρρέουσα παγκόσμια οργάνωση’.
Τα αρχεία της καναδικής κυβέρνησης αποκαλύπτουν πως το γεγονός ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέθηκαν υπό απαγόρευση στον Καναδά το 1940 ήταν το αποτέλεσμα συμμόρφωσης με μια επιστολή που στάλθηκε από το μέγαρο του Καθολικού Καρδινάλιου Βιλνέβ, του Κεμπέκ, στον υπουργό δικαιοσύνης, τον Ερνέστ Λαπουάντ. Μετέπειτα, άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ζήτησαν πλήρη εξήγηση των λόγων εκείνης της ενέργειας, αλλά πολλά μέλη της καναδικής Βουλής δεν βρήκαν καθόλου ικανοποιητικές τις απαντήσεις του Λαπουάντ.
Στην άλλη πλευρά της υδρογείου, ο κλήρος έκανε παρόμοιες μηχανορραφίες. Στα αρχεία της αυστραλιανής κυβέρνησης βρίσκεται μια επιστολή που έστειλε ο Ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος του Σίντνεϊ στον υπουργό δικαιοσύνης Γ. Μ. Χιουζ στην οποία πρότρεπε να κηρυχτούν παράνομοι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκείνη η επιστολή είχε γραφτεί στις 20 Αυγούστου 1940, μόλις πέντε μήνες πριν από την επιβολή απαγόρευσης. Αφού ανασκόπησε την υποτιθέμενη βάση για την επιβολή της απαγόρευσης, ο δικαστής Γουίλιαμς του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αυστραλίας είπε αργότερα ότι αυτή είχε «ως αποτέλεσμα να κάνει παράνομη την υποστήριξη των αρχών και των δοξασιών της Χριστιανικής θρησκείας και να κάνει παράνομη συγκέντρωση κάθε εκκλησιαστική λειτουργία που τελούνταν από άτομα τα οποία πίστευαν στη γέννηση του Χριστού». Στις 14 Ιουνίου 1943, αυτό το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απαγόρευση δεν ήταν σε αρμονία με το αυστραλιανό δίκαιο.
Στην Ελβετία, μια Καθολική εφημερίδα απαίτησε να κατάσχουν οι αρχές τα έντυπα των Μαρτύρων τα οποία η εκκλησία θεωρούσε προσβλητικά. Απειλούσαν ότι, αν δεν γινόταν αυτό, θα έπαιρναν το νόμο στα χέρια τους. Και, πράγματι, σε πολλά μέρη του κόσμου έκαναν αυτό ακριβώς!
Θρησκευτικοί Ηγέτες Καταφεύγουν στη Βία
Ο Καθολικός κλήρος στη Γαλλία πίστευε ότι είχε ακόμα ισχυρή επιβολή στο λαό και ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτα να παρέμβει σε αυτό το μονοπώλιο. Το έτος 1924-1925, οι Σπουδαστές της Γραφής σε πολλές χώρες διένειμαν το φυλλάδιο Εκκλησιαστικοί Καταγγελόμενοι. Το 1925, προγραμματίστηκε να μιλήσει ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ στο Παρίσι με θέμα: «Ξεσκεπάζονται οι Απάτες του Κλήρου». Σχετικά με αυτά που συνέβησαν σε εκείνη τη συγκέντρωση, ένας αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε: «Η αίθουσα είχε γεμίσει ασφυκτικά. Ο αδελφός Ρόδερφορντ εμφανίστηκε στην εξέδρα, και ακολούθησε θερμό χειροκρότημα. Άρχισε να μιλάει, όταν ξαφνικά περίπου 50 ιερείς και μέλη της Καθολικής Δράσης, οπλισμένοι με ραβδιά, όρμησαν μέσα στην αίθουσα ψέλνοντας τη Μασσαλιώτιδα [το γαλλικό εθνικό ύμνο]. Έριξαν φυλλάδια από την κορυφή της σκάλας. Ένας ιερέας ανέβηκε στην εξέδρα. Δυο νεαροί τον έριξαν κάτω. Τρεις φορές ο αδελφός Ρόδερφορντ έφυγε από την εξέδρα και κατόπιν ξαναγύρισε. Τελικά, έφυγε και δεν ξαναγύρισε. . . . Τα τραπέζια στα οποία ήταν εκτεθειμένα τα έντυπά μας ήταν ριγμένα κάτω και τα βιβλία μας ήταν σκορπισμένα ολόγυρα. Επικρατούσε χάος!» Αλλά δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο επεισόδιο.
Ο Τζακ Κορ, ενώ έδινε μαρτυρία στην Ιρλανδία, δοκίμασε πολλές φορές την οργή του Καθολικού κλήρου. Σε μια περίπτωση ένας όχλος, υποκινημένος από τον ιερέα της ενορίας, τον τράβηξε μεσάνυχτα από το κρεβάτι του και κατόπιν έκαψε όλα τα έντυπά του στην πλατεία. Στο Ροσκρέι της κομητείας Τιπερέρι, όταν ο Βίκτορ Γκουρντ και ο Τζιμ Κόρμπι έφτασαν στο κατάλυμά τους, ανακάλυψαν ότι οι εναντιούμενοι είχαν κλέψει τα έντυπά τους, τους είχαν ρίξει πετρέλαιο και τους είχαν βάλει φωτιά. Γύρω από τη φωτιά στέκονταν τα μέλη της τοπικής αστυνομίας και του κλήρου, καθώς και παιδιά της γύρω περιοχής, και έψελναν τον ύμνο «Η Πίστη των Πατέρων Μας».
Πριν συναχτούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης το 1939, ακόλουθοι του Καθολικού ιερέα Τσαρλς Κάγκλιν απείλησαν ότι θα διέλυαν τη συνέλευση. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Στις 25 Ιουνίου, ο αδελφός Ρόδερφορντ έκανε μια ομιλία μπροστά σε 18.000 και πλέον άτομα σε εκείνη την αίθουσα διαλέξεων, καθώς και σε ένα μεγάλο διεθνές ραδιοφωνικό ακροατήριο, γύρω από το θέμα «Κυβέρνηση και Ειρήνη». Μετά την έναρξη της ομιλίας, περίπου 200 Ρωμαιοκαθολικοί και ναζιστές, οδηγούμενοι από μερικούς Καθολικούς ιερείς, συγκεντρώθηκαν στον εξώστη. Όταν δόθηκε το σύνθημα, προκάλεσαν μια φοβερή βοή, κραυγάζοντας «Χάιλ Χίτλερ!» και «Βίβα Φράνκο!». Χρησιμοποίησαν κάθε είδος αισχρολογίας και απειλών και επιτέθηκαν σε πολλούς ταξιθέτες που έλαβαν μέτρα για να κατασιγάσουν την αναταραχή. Οι ταραχοποιοί δεν κατάφεραν να διαλύσουν τη συνέλευση. Ο αδελφός Ρόδερφορντ συνέχισε να μιλάει δυναμικά και άφοβα. Στο αποκορύφωμα της οχλοβοής, διακήρυξε: «Κοιτάξτε σήμερα τους ναζιστές και τους Καθολικούς που θα ήθελαν να διαλύσουν αυτή τη συνέλευση, αλλά με τη χάρη του Θεού δεν μπορούν να το κάνουν». Το ακροατήριο έδειξε την υποστήριξή του με διαδοχικά κύματα ζωηρών χειροκροτημάτων. Η αναταραχή αποτέλεσε μόνιμο μέρος της ηχογράφησης που έγινε σε εκείνη την περίσταση και την οποία έχουν ακούσει άνθρωποι σε πολλά μέρη του κόσμου.
Όπου ήταν δυνατόν, ωστόσο, όπως στις μέρες της Ιεράς Εξέτασης, ο Ρωμαιοκαθολικός κλήρος χρησιμοποίησε το κράτος για να καταπνίξει τη φωνή οποιουδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει τις διδασκαλίες και τις πράξεις της εκκλησίας.
Κτηνώδης Μεταχείριση στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης
Στο πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ ο κλήρος βρήκε έναν πρόθυμο σύμμαχο. Στη διάρκεια του 1933, του έτους κατά το οποίο υπογράφτηκε ένα κονκορδάτο μεταξύ του Βατικανού και της ναζιστικής Γερμανίας, ο Χίτλερ εξαπέλυσε μια εκστρατεία για να εξοντώσει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία. Το 1935 είχαν τεθεί εκτός νόμου σε ολόκληρη τη χώρα. Αλλά ποιοι το υποκίνησαν αυτό;
Ένας Καθολικός ιερέας, που έγραφε στην Ντερ Ντόιτσε Βεγκ (Der Deutsche Weg, μια γερμανική εφημερίδα που εκδιδόταν στη Λουτζ της Πολωνίας), είπε στο τεύχος της 29ης Μαΐου 1938: «Υπάρχει τώρα μια χώρα πάνω στη γη όπου οι λεγόμενοι . . . Σπουδαστές της Γραφής [Μάρτυρες του Ιεχωβά] έχουν τεθεί υπό απαγόρευση. Αυτή είναι η Γερμανία! . . . Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, και η Σύνοδος των Γερμανών Καθολικών Επισκόπων επανέλαβε το αίτημά της, ο Χίτλερ είπε: ‘Αυτοί οι λεγόμενοι Ειλικρινείς Σπουδαστές της Γραφής [Μάρτυρες του Ιεχωβά] είναι ταραξίες· . . . τους θεωρώ απατεώνες· δεν ανέχομαι να προσβάλλει αυτός ο Αμερικανός δικαστής Ρόδερφορντ με αυτόν τον τρόπο τους Γερμανούς Καθολικούς· καταργώ τους [Μάρτυρες του Ιεχωβά] στη Γερμανία’».—Τα πλάγια γράμματα δικά μας.
Μήπως μόνο η Σύνοδος των Γερμανών Καθολικών Επισκόπων ήθελε να ληφθεί τέτοια δράση; Όπως αναφέρθηκε στην εφημερίδα Όσατσερ Γκεμαϊνουτσίγκε (Oschatzer Gemeinnützige) της 21ης Απριλίου 1933, σε μια ραδιοφωνική του ομιλία, στις 20 Απριλίου, ο Λουθηρανός κληρικός Ότο μίλησε για τη «στενότατη συνεργασία» από πλευράς της Γερμανικής Λουθηρανικής Εκκλησίας του κρατιδίου της Σαξονίας με τους πολιτικούς ηγέτες του έθνους και κατόπιν διακήρυξε: «Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας μπορούν ήδη να φανούν από την απαγόρευση που επιβλήθηκε σήμερα στο Διεθνή Σύλλογο των Ειλικρινών Σπουδαστών της Γραφής [Μάρτυρες του Ιεχωβά] και στα παραρτήματά του στη Σαξονία».
Από τότε και έπειτα, το ναζιστικό κράτος εξαπέλυσε έναν από τους πιο βάρβαρους, στη γνωστή ιστορία, διωγμούς Χριστιανών. Χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά—από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, τη Γαλλία και άλλες χώρες—ρίχτηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί υποβλήθηκαν στην πιο απάνθρωπη και σαδιστική μεταχείριση που μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν ήταν ασυνήθιστο να τους βρίζουν και να τους κλωτσούν, κατόπιν να τους αναγκάζουν να κάνουν κάμψεις των γονάτων, να πηδούν και να έρπουν επί ώρες ασταμάτητα, μέχρι που λιποθυμούσαν ή κατέρρεαν από εξάντληση, ενώ οι φύλακες γελούσαν ικανοποιημένοι. Μερικούς τους ανάγκαζαν μεσοχείμωνα να στέκονται γυμνοί ή ελαφρά ντυμένοι στον περίβολο. Πολλούς τους μαστίγωναν μέχρι που έχαναν τις αισθήσεις τους και η πλάτη τους ήταν βουτηγμένη στο αίμα. Άλλους τους χρησιμοποιούσαν σαν ινδικά χοιρίδια σε ιατρικά πειράματα. Μερικούς τους έδεναν τα χέρια πίσω από την πλάτη και τους κρεμούσαν από τους καρπούς. Αν και ήταν αδύναμοι από την πείνα και ανεπαρκώς ντυμένοι για την παγωνιά που επικρατούσε, τους ανάγκαζαν να κάνουν βαριές εργασίες, δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, συχνά χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα χέρια εκεί που χρειάζονταν φτυάρια και άλλα εργαλεία. Τόσο άντρες όσο και γυναίκες κακοποιούνταν με αυτόν τον τρόπο. Η ηλικία τους κυμαινόταν από την εφηβεία μέχρι και πάνω από τα 70. Οι βασανιστές τους χλεύαζαν τον Ιεχωβά.
Προσπαθώντας να κάμψει το πνεύμα των Μαρτύρων, ο διοικητής του στρατοπέδου στο Σαξενχάουζεν διέταξε να εκτελεστεί ο Άουγκουστ Ντίκμαν, ένας νεαρός Μάρτυρας, παρουσία όλων των κρατουμένων, με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στις πρώτες σειρές για να τους εντυπωθεί βαθιά το θέαμα. Έπειτα από αυτό, άφησαν τους υπόλοιπους κρατουμένους να φύγουν, αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έπρεπε να παραμείνουν. Ο διοικητής τούς ρώτησε σε πολύ υψηλό τόνο: ‘Ποιος είναι τώρα έτοιμος να υπογράψει τη δήλωση;’—μια δήλωση με την οποία κάποιος αποκήρυττε την πίστη του και έδειχνε την προθυμία του να γίνει στρατιώτης. Ούτε ένας από τους 400 και πλέον Μάρτυρες δεν ανταποκρίθηκε. Ύστερα, δυο άτομα προχώρησαν μπροστά! Όχι για να υπογράψουν, αλλά για να ζητήσουν να ακυρωθεί η υπογραφή την οποία είχαν βάλει περίπου ένα χρόνο προηγουμένως.
Στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ χρησιμοποιήθηκε παρόμοια πίεση. Ο ναζιστής αξιωματικός Ρεντλ είπε στους Μάρτυρες: «Αν κάποιος από εσάς αρνηθεί να πολεμήσει εναντίον της Γαλλίας ή της Αγγλίας, θα πεθάνετε όλοι σας!» Στο φυλάκιο της πύλης περίμεναν δυο πάνοπλοι λόχοι των Ες-Ες. Ωστόσο, ούτε ένας Μάρτυρας δεν υποχώρησε. Επακολούθησε βάναυση μεταχείριση, αλλά η απειλή του αξιωματικού δεν εκτελέστηκε. Με τον καιρό έγινε πασίγνωστο το γεγονός ότι οι Μάρτυρες στα στρατόπεδα, μολονότι θα έκαναν σχεδόν οποιοδήποτε είδος εργασίας τους ανέθεταν, εντούτοις, ακόμα και αν τους τιμωρούσαν με συστηματική λιμοκτονία και εξαντλητική εργασία, θα αρνούνταν σταθερά να κάνουν οτιδήποτε για να υποστηρίξουν τον πόλεμο ή οτιδήποτε στρεφόταν εναντίον κάποιου συγκρατουμένου τους.
Τα όσα πέρασαν δεν περιγράφονται. Εκατοντάδες από αυτούς πέθαναν. Στο τέλος του πολέμου, αφού απελευθερώθηκαν από τα στρατόπεδα όσοι επέζησαν, ένας Μάρτυρας από τη Φλάνδρα έγραψε: «Μόνο η ακλόνητη επιθυμία για ζωή, η ελπίδα και η εμπιστοσύνη σε Εκείνον, στον Ιεχωβά, που είναι παντοδύναμος, και η αγάπη για τη Θεοκρατία, μας κατέστησε ικανούς να τα υπομείνουμε όλα και να κερδίσουμε τη νίκη.—Ρωμαίους 8:37».
Απέσπασαν παιδιά από τους γονείς τους δια της βίας. Χώρισαν αντρόγυνα, και μερικά άτομα δεν έμαθαν ποτέ τι απέγινε ο σύντροφός τους. Τον Μάρτιν Πέτσιγκερ τον συνέλαβαν λίγο καιρό μετά το γάμο του και τον πήγαν στο διαβόητο στρατόπεδο του Νταχάου και κατόπιν στο Μαουτχάουζεν. Η σύζυγός του, η Γκέρτρουτ, φυλακίστηκε στο Ράβενσμπρικ. Πέρασαν εννιά χρόνια για να δουν ο ένας τον άλλον. Αναπολώντας τις εμπειρίες του στο Μαουτχάουζεν, εκείνος έγραψε αργότερα: «Η Γκεστάπο δοκίμασε κάθε μέθοδο για να μας κάνει να διαρρήξουμε την πίστη μας στον Ιεχωβά. Διαιτολόγιο λιμοκτονίας, δόλιες φιλίες, κτηνωδίες, ορθοστασία σε ένα συγκεκριμένο σημείο επί μέρες, κρέμασμα σε έναν πάσσαλο τριών μέτρων από τους καρπούς με τα χέρια πίσω από την πλάτη, μαστιγώσεις—τα δοκίμασαν όλα αυτά, καθώς και άλλα που είναι πολύ εξευτελιστικά για να αναφερθούν». Αλλά αυτός παρέμεινε όσιος στον Ιεχωβά. Ήταν επίσης ανάμεσα σε εκείνους που επέζησαν και αργότερα υπηρέτησε ως μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Φυλακισμένοι Λόγω της Πίστης Τους
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν βρίσκονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή ήταν εγκληματίες. Όταν οι αξιωματικοί ήθελαν κάποιον να τους ξυρίσει, εμπιστεύονταν το ξυράφι στους Μάρτυρες, επειδή ήξεραν ότι κανένας Μάρτυρας δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ ένα τέτοιο όργανο ως όπλο για να κάνει κακό σε άλλον άνθρωπο. Όταν οι αξιωματικοί των Ες-Ες στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς ήθελαν κάποιον να καθαρίζει το σπίτι τους ή να φροντίζει τα παιδιά τους, διάλεγαν Μάρτυρες, επειδή ήξεραν ότι εκείνοι δεν θα προσπαθούσαν να τους δηλητηριάσουν ή να επιχειρήσουν να δραπετεύσουν. Όταν εκκενώθηκε το στρατόπεδο Σαξενχάουζεν στο τέλος του πολέμου, οι φύλακες τοποθέτησαν ένα βαγόνι, μέσα στο οποίο είχαν τα λάφυρά τους, στο κέντρο μιας σειράς βαγονιών που μετέφεραν Μάρτυρες. Γιατί; Επειδή ήξεραν ότι οι Μάρτυρες δεν θα τους έκλεβαν.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν φυλακιστεί λόγω της πίστης τους. Επανειλημμένα τους υπόσχονταν απελευθέρωση από τα στρατόπεδα αν απλώς υπέγραφαν μια δήλωση με την οποία θα αποκήρυτταν το πιστεύω τους. Οι Ες-Ες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να δελεάσουν ή να εξαναγκάσουν τους Μάρτυρες να υπογράψουν μια τέτοια δήλωση. Αυτό ήθελαν πάνω από όλα.
Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι Μάρτυρες απέδειξαν ότι είχαν άρρηκτη ακεραιότητα. Ωστόσο, έκαναν περισσότερα από το να υποφέρουν απλώς λόγω της οσιότητάς τους στον Ιεχωβά και της αφοσίωσής τους στο όνομα του Χριστού. Έκαναν περισσότερα από το να υπομένουν τα ιεροεξεταστικά βασανιστήρια που τους επέβαλλαν. Διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς πνευματικής ενότητας.
Εκείνοι δεν είχαν το πνεύμα της ατομικής επιβίωσης πάση θυσία. Έδειχναν αυτοθυσιαστική αγάπη ο ένας για τον άλλον. Όταν εξασθενούσε κάποιος από αυτούς, οι άλλοι μοιράζονταν με αυτόν την πενιχρή μερίδα του φαγητού τους. Όταν τους αποστερούσαν από κάθε ιατρική περίθαλψη, εκείνοι φρόντιζαν στοργικά ο ένας τον άλλον.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκαναν οι διώκτες τους για να το εμποδίσουν, οι Μάρτυρες αποκτούσαν ύλη για μελέτη της Γραφής—κρυμμένη σε πακέτα δώρων που έρχονταν από έξω, δια στόματος νεοφερμένων κρατουμένων, ακόμα και κρυμμένη στο ξύλινο πόδι ενός καινούριου τροφίμου ή την αποκτούσαν με άλλους τρόπους όταν τους έστελναν για εργασία έξω από τα στρατόπεδα. Τα αντίγραφα περνούσαν από χέρι σε χέρι· μερικές φορές τα πολυγραφούσαν κρυφά στα ίδια τα μηχανήματα που βρίσκονταν μέσα στα γραφεία των αξιωματικών του στρατοπέδου. Μολονότι ήταν πολύ επικίνδυνο, μερικές Χριστιανικές συναθροίσεις διεξάγονταν ακόμα και μέσα στα στρατόπεδα.
Οι Μάρτυρες συνέχισαν να κηρύττουν ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας—και αυτό το έκαναν εκεί, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης! Μέσα στο Μπούχενβαλντ, ως αποτέλεσμα της οργανωμένης δράσης, χιλιάδες τρόφιμοι άκουσαν τα καλά νέα. Στο στρατόπεδο στο Νόιενγκαμε, κοντά στο Αμβούργο, σχεδίασαν προσεκτικά και έθεσαν σε εφαρμογή μια εκστρατεία εντατικής μαρτυρίας στις αρχές του 1943. Ετοίμασαν κάρτες μαρτυρίας σε διάφορες γλώσσες που μιλιούνταν στο στρατόπεδο. Κατέβαλαν προσπάθειες για να προσεγγίσουν κάθε έγκλειστο. Διευθέτησαν να κάνουν τακτική προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής με τα ενδιαφερόμενα άτομα. Τόσο ζηλωτές ήταν οι Μάρτυρες στο κήρυγμά τους ώστε κάποιοι πολιτικοί κρατούμενοι παραπονιούνταν: «Όπου και να πας, το μόνο που ακούς είναι συζητήσεις για τον Ιεχωβά!» Όταν έφτασαν διαταγές από το Βερολίνο να διασκορπίσουν τους Μάρτυρες ανάμεσα στους άλλους κρατουμένους προκειμένου να τους αποδυναμώσουν, αυτό στην πραγματικότητα τους επέτρεψε να δώσουν μαρτυρία σε περισσότερους ανθρώπους.
Σχετικά με τις περίπου 500 πιστές Μάρτυρες που βρίσκονταν στο Ράβενσμπρικ, μια ανιψιά του Γάλλου στρατηγού Σαρλ ντε Γκολ έγραψε μετά τη δική της απελευθέρωση: «Τρέφω αληθινό θαυμασμό για αυτές. Ανήκαν σε διάφορες εθνικότητες: Γερμανίδες, Πολωνές, Ρωσίδες και Τσέχες, και υπέφεραν μεγάλα βάσανα για το πιστεύω τους. . . . Όλες τους έδειξαν πολύ μεγάλο θάρρος και η στάση τους επέβαλε τελικά το σεβασμό και σε αυτά τα Ες-Ες. Θα μπορούσαν να αφεθούν αμέσως ελεύθερες αν αποκήρυτταν την πίστη τους. Αντίθετα, όμως, δεν έπαψαν να αντιστέκονται, και κατάφεραν μάλιστα να περάσουν βιβλία και φυλλάδια μέσα στο στρατόπεδο».
Σαν τον Ιησού Χριστό, βγήκαν νικητές επί του κόσμου που επιδίωκε να τους κάνει να συμμορφωθούν με το σατανικό του καλούπι. (Ιωάν. 16:33) Η Κριστίν Κινγκ, στο βιβλίο Νέα Θρησκευτικά Κινήματα: Προοπτική για Κατανόηση της Κοινωνίας (New Religious Movements: A Perspective for Understanding Society), λέει σχετικά με αυτούς: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτέλεσαν μια πρόκληση για την αντίληψη του ολοκληρωτισμού που χαρακτήριζε τη νέα κοινωνία, και αυτή η πρόκληση, καθώς και η επιμονή της για επιβίωση, ενοχλούσε φανερά τους αρχιτέκτονες της νέας τάξης. . . . Οι καθιερωμένες μέθοδοι διωγμού, βασανισμού, φυλάκισης και γελοιοποίησης δεν κατέληγαν στο να καταφέρουν οποιονδήποτε από τους Μάρτυρες να γίνει σαν τους Ναζί, και στην πραγματικότητα απέβαιναν εις βάρος αυτών που τις χρησιμοποιούσαν. . . . Μεταξύ αυτών των δυο αντιπάλων που διεκδικούσαν την οσιότητα των ανθρώπων η μάχη ήταν σκληρή, και γινόταν ακόμα σκληρότερη, αφού οι σωματικά δυνατότεροι Ναζί είχαν από πολλές απόψεις μικρότερη σιγουριά, λιγότερο σταθερά θεμέλια για τις πεποιθήσεις τους, ήταν λιγότερο βέβαιοι για το αν θα επιζούσε το 1.000ετές τους Ράιχ. Οι Μάρτυρες δεν είχαν αμφιβολία για τα θεμέλιά τους, επειδή η πίστη τους είχε γίνει φανερή από τον καιρό του Άβελ. Ενώ οι Ναζί ήταν αναγκασμένοι να καταπνίγουν την αντίσταση και να πείθουν τους υποστηρικτές τους, συχνά με το να δανείζονται το λεξιλόγιο και τους συμβολισμούς της σχισματικής Χριστιανοσύνης, οι Μάρτυρες ήταν βέβαιοι για την απόλυτη, αλύγιστη οσιότητα των μελών τους, ακόμα και μέχρι το θάνατο».—Εκδόθηκε το 1982.
Στο τέλος του πολέμου, πάνω από χίλιοι επιζήσαντες Μάρτυρες βγήκαν από τα στρατόπεδα, έχοντας την πίστη τους ακέραιη και με ισχυρή αγάπη ο ένας για τον άλλον. Καθώς πλησίαζαν τα ρωσικά στρατεύματα, οι φύλακες εκκένωσαν βιαστικά το Σαξενχάουζεν. Κατέταξαν τους κρατουμένους κατά εθνικότητα. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έμειναν μαζί ως μια ομάδα—ήταν 230 από εκείνο το στρατόπεδο. Με τους Ρώσους να τους ακολουθούν κατά πόδας, οι φύλακες ήταν ανάστατοι. Δεν υπήρχε καθόλου τροφή και οι κρατούμενοι ήταν αδύναμοι· παρ’ όλα αυτά, αν κάποιος έμενε πίσω ή έπεφτε κάτω λόγω εξάντλησης, οι φύλακες τον πυροβολούσαν. Ο δρόμος που ακολούθησε η πορεία στρώθηκε με χιλιάδες τέτοια πτώματα. Όμως, οι Μάρτυρες βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και έτσι δεν έμεινε στο δρόμο ούτε καν ο πιο αδύναμος! Και όμως, μερικοί από αυτούς είχαν ηλικία μεταξύ 65 και 72 ετών. Άλλοι κρατούμενοι προσπαθούσαν να κλέψουν τροφή στη διάρκεια της πορείας και πολλοί πυροβολήθηκαν καθώς το έκαναν αυτό. Απεναντίας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν για να μιλήσουν στους ανθρώπους που έβρισκαν κατά τη διάρκεια της πορείας εκκένωσης σχετικά με τους στοργικούς σκοπούς του Ιεχωβά, και μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για το παρηγορητικό άγγελμα, τους έδωσαν τρόφιμα τόσο για τους ίδιους όσο και για τους Χριστιανούς αδελφούς τους.
Ο Κλήρος Συνεχίζει να Μάχεται
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κλήρος στο ανατολικό μέρος της Τσεχοσλοβακίας εξακολούθησε να υποκινεί το διωγμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τον καιρό της ναζιστικής κυριαρχίας, ο κλήρος είχε κατηγορήσει τους Μάρτυρες ότι ήταν κομμουνιστές· τώρα ισχυριζόταν ότι οι Μάρτυρες ήταν εναντίον της κομμουνιστικής κυβέρνησης. Μερικές φορές, όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έκαναν επισκέψεις στα σπίτια των ανθρώπων, οι ιερείς παρακινούσαν τους δασκάλους να αφήσουν εκατοντάδες παιδιά να φύγουν από το σχολείο για να πετροβολήσουν τους Μάρτυρες.
Παρόμοια, Καθολικοί ιερείς στη Σάντα Άνα του Ελ Σαλβαδόρ ξεσήκωσαν τους ανθρώπους εναντίον των Μαρτύρων το 1947. Ενώ οι αδελφοί διεξήγαν την εβδομαδιαία τους Μελέτη Σκοπιάς, μερικά αγόρια πέταξαν πέτρες μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Κατόπιν έφτασε η πομπή με ιερείς επικεφαλής. Μερικοί κρατούσαν πυρσούς· άλλοι κρατούσαν εικόνες. «Ζήτω η Παρθένος!» φώναζαν. «Θάνατος στον Ιεχωβά!» Επί δυο περίπου ώρες, οι πέτρες έπεφταν βροχή στο κτίριο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Κεμπέκ του Καναδά υπέστησαν και αυτοί φοβερή κακοποίηση από όχλους Καθολικών αλλά και από αξιωματούχους. Εκπρόσωποι από την επισκοπή επισκέπτονταν καθημερινά το αστυνομικό τμήμα και απαιτούσαν από την αστυνομία να απαλλάξει τον τόπο από τους Μάρτυρες. Συχνά, προτού κάνουν κάποια σύλληψη, οι αστυνομικοί είχαν θεαθεί να βγαίνουν από την πίσω πόρτα του ναού. Το 1949, ιεραπόστολοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά εκδιώχτηκαν από τη Ζολιέτ του Κεμπέκ, από έναν όχλο Καθολικών.
Δεν συμφωνούσαν, όμως, όλοι οι άνθρωποι στο Κεμπέκ με αυτά που γίνονταν. Σήμερα υπάρχει μια θαυμάσια Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε κάποια από τις κεντρικές λεωφόρους της Ζολιέτ. Η πρώην ιερατική σχολή που υπήρχε εκεί έκλεισε, την αγόρασε το κράτος και τη μετέτρεψε σε κοινοτικό κολέγιο. Και στο Μόντρεαλ, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν διεξαγάγει μεγάλες διεθνείς συνελεύσεις, με παρόντες που έφτασαν μέχρι και τους 80.008 το 1978.
Εντούτοις, η Καθολική Εκκλησία έχει χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο για να διατηρήσει την ατσάλινη λαβή της πάνω στους ανθρώπους. Ασκώντας πίεση στους κυβερνητικούς αξιωματούχους, φρόντισε να δοθεί εντολή στους Μάρτυρες ιεραποστόλους το 1949 να εγκαταλείψουν την Ιταλία και, στη δεκαετία του 1950, κατάφερε να ακυρωθούν, όποτε ήταν δυνατόν, οι άδειες συνελεύσεων τις οποίες είχαν εξασφαλίσει οι Μάρτυρες. Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εξακολούθησαν να αυξάνουν σε αριθμό, και το 1992 υπήρχαν 190.000 και πλέον Μάρτυρες ευαγγελιστές στην Ιταλία.
Όπως και στον καιρό της Ιεράς Εξέτασης, ο κλήρος στην Ισπανία εκτόξευε κατηγορίες και άφηνε τα υπόλοιπα στο κράτος. Στη Βαρκελώνη, λόγου χάρη, όπου ο αρχιεπίσκοπος εξαπέλυσε σταυροφορία εναντίον των Μαρτύρων το 1954, οι κληρικοί χρησιμοποίησαν τους άμβωνές τους, καθώς και τα σχολεία και το ραδιόφωνο, για να συμβουλέψουν τους ανθρώπους να προσκαλούν τους Μάρτυρες μέσα στο σπίτι τους όταν εκείνοι τους επισκέπτονταν—και κατόπιν να καλούν αμέσως την αστυνομία.
Οι ιερείς φοβούνταν ότι ο ισπανικός λαός μπορεί να μάθαινε τι υπάρχει στην Αγία Γραφή και κατόπιν να έδειχναν ο ένας στον άλλον αυτά που είχαν δει. Όταν, το 1960, φυλακίστηκε στη Γρανάδα ο Μανουέλ Μούλα Χιμένες για το «έγκλημα» που έκανε, δηλαδή να διδάσκει άλλους γύρω από την Αγία Γραφή, ο εφημέριος της φυλακής (ένας Καθολικός ιερέας) φρόντισε να αφαιρεθεί από τη βιβλιοθήκη της φυλακής η μοναδική Αγία Γραφή που υπήρχε εκεί. Και όταν κάποιος άλλος κρατούμενος δάνεισε στον Μανουέλ ένα αντίτυπο των Ευαγγελίων, του το πήραν. Όμως, η Αγία Γραφή έχει φτάσει τώρα στα χέρια των απλών ανθρώπων στην Ισπανία, οι οποίοι είχαν πια την ευκαιρία να δουν οι ίδιοι τι λέει, και το 1992 υπήρχαν πάνω από 90.000 άτομα τα οποία λάτρευαν τον Ιεχωβά ως Μάρτυρές του.
Στη Δομινικανή Δημοκρατία, οι κληρικοί συνεργάστηκαν με το δικτάτορα Τρουχίλιο, χρησιμοποιώντας τον για να πετύχουν τους στόχους τους όπως ακριβώς και εκείνος τους χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς. Το 1950, όταν εμφανίστηκαν στις εφημερίδες άρθρα γραμμένα από ιερείς, τα οποία κατηγορούσαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο επίσκοπος τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά κλήθηκε από τον υπουργό εσωτερικών και αστυνομίας. Καθώς περίμενε έξω από το γραφείο, ο επίσκοπος τμήματος είδε δυο Ιησουίτες ιερείς να μπαίνουν και κατόπιν να φεύγουν. Αμέσως μετά, κλήθηκε στο γραφείο του υπουργού, και ο υπουργός τού διάβασε εκνευρισμένος μια απόφαση που έθετε υπό απαγόρευση το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Το 1956, μετά την προσωρινή άρση της απαγόρευσης, ο κλήρος χρησιμοποίησε τόσο το ραδιόφωνο όσο και τον Τύπο για να συκοφαντήσει και πάλι τους Μάρτυρες. Συνελήφθησαν ολόκληρες εκκλησίες και διατάχτηκαν να υπογράψουν μια δήλωση με την οποία αποκήρυτταν την πίστη τους και υπόσχονταν να επιστρέψουν στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Όταν οι Μάρτυρες αρνήθηκαν, υπέστησαν ξυλοδαρμό, κλωτσιές, μαστιγώσεις και χτυπήματα στο πρόσωπο με τον υποκόπανο των όπλων. Ωστόσο, στάθηκαν σταθεροί και αυξήθηκαν σε αριθμό.
Στη Σούκρε της Βολιβίας υπήρξε περισσότερη βία. Το 1955, ενώ διεξαγόταν μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, κάποια συμμορία αγοριών από το Καθολικό Σχολείο της Ιερής Καρδιάς περικύκλωσαν τον τόπο της συνέλευσης και άρχισαν να φωνάζουν και να πετούν πέτρες. Από το ναό που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ένα ισχυρό μεγάφωνο παρότρυνε όλους τους Καθολικούς να υπερασπίσουν την εκκλησία και την «Παρθένο» από τους «αιρετικούς Προτεστάντες». Ο επίσκοπος και οι ίδιοι οι ιερείς προσωπικά προσπάθησαν να διακόψουν τη συνέλευση, αλλά η αστυνομία τούς διέταξε να βγουν από την αίθουσα.
Το προηγούμενο έτος, όταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διεξήγαν μια συνέλευση στη Ριομπάμπα του Ισημερινού, ένα κύριο μέρος του προγράμματός τους ήταν μια δημόσια ομιλία με θέμα: «Αγάπη—Είναι Πρακτική σε έναν Ιδιοτελή Κόσμο;» Αλλά ένας Ιησουίτης ιερέας είχε ξεσηκώσει τον Καθολικό λαό, παροτρύνοντάς τον να εμποδίσει εκείνη τη συνέλευση. Έτσι, καθώς γινόταν η ομιλία, ακουγόταν ένας όχλος να φωνάζει «Ζήτω η Καθολική Εκκλησία!» και «Κάτω οι Προτεστάντες!». Οι αστυνομικοί, προς έπαινό τους, τους κράτησαν σε απόσταση έχοντας προτεταμένα τα σπαθιά τους. Ωστόσο, ο όχλος πετροβόλησε τον τόπο της συνέλευσης και, αργότερα, το κτίριο στο οποίο κατοικούσαν οι ιεραπόστολοι.
Ο Ρωμαιοκαθολικός κλήρος πρωτοστατούσε στο διωγμό, αλλά δεν ήταν ο μόνος. Ο κλήρος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έδειξε παρόμοιο μένος και χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους στη δική του, πιο περιορισμένη, σφαίρα επιρροής. Επίσης, πολλοί Προτεστάντες κληρικοί εκδήλωσαν παρόμοιο πνεύμα, όπου πίστευαν ότι μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Για παράδειγμα, στην Ινδονησία τέθηκαν επικεφαλής όχλων οι οποίοι διέκοψαν Γραφικές μελέτες που γίνονταν σε ιδιωτικά σπίτια και χτύπησαν βάρβαρα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που ήταν παρόντες. Σε μερικές αφρικανικές χώρες, προσπάθησαν να επηρεάσουν αξιωματούχους για να διώξουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τη χώρα ή να τους στερήσουν το δικαίωμα να συζητούν με άλλους γύρω από το Λόγο του Θεού. Μολονότι μπορεί να διαφέρουν σε άλλα ζητήματα, ο Καθολικός και ο Προτεσταντικός κλήρος ως σύνολο συμφωνούν στο θέμα της εναντίωσής τους προς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Σε μερικές περιπτώσεις έφτασαν στο σημείο ακόμα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν κυβερνητικούς αξιωματούχους για να τους κάνουν να σταματήσουν τη δράση των Μαρτύρων. Εκεί που η ζωή κυριαρχείται από μη Χριστιανικές θρησκείες, και αυτές επίσης έχουν χρησιμοποιήσει πολλές φορές την κυβέρνηση για να απομονώσουν το λαό τους από οποιαδήποτε επαφή με διδασκαλίες που θα μπορούσαν να τους κάνουν να αμφισβητήσουν τη θρησκεία στην οποία γεννήθηκαν.
Μερικές φορές, αυτές οι μη Χριστιανικές ομάδες ένωσαν τις δυνάμεις τους με καθ’ ομολογία Χριστιανούς κάνοντας μηχανορραφίες για τη διατήρηση του θρησκευτικού καθεστώτος. Στο Ντεκίν της Δαχομέης (σημερινό Μπενίν), ένας ιερέας τζούτζου και ένας Καθολικός ιερέας συνωμότησαν από κοινού, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, να πείσουν τους αξιωματούχους να καταπνίξουν τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πάνω στην απόγνωσή τους, επινόησαν κατηγορίες οι οποίες ήταν σχεδιασμένες για να υποκινήσουν κάθε είδους εχθρικά συναισθήματα. Κατηγόρησαν τους Μάρτυρες ότι παρακινούσαν το λαό να επαναστατήσει εναντίον της κυβέρνησης, ότι δεν πλήρωναν φόρους, ότι εξαιτίας τους οι τζούτζου δεν μπορούσαν να φέρουν βροχή και ότι ήταν υπεύθυνοι για την αναποτελεσματικότητα των προσευχών του ιερέα. Όλοι αυτοί οι θρησκευτικοί ηγέτες φοβούνταν ότι ο λαός τους μπορεί να μάθαινε πράγματα που θα τους ελευθέρωναν από τις δεισιδαιμονικές αντιλήψεις και από τη ζωή τυφλής υπακοής που ζούσαν.
Βαθμιαία, ωστόσο, η επιρροή του κλήρου ελαττώθηκε σε πολλά μέρη. Τώρα ο κλήρος δεν βρίσκει πάντα την αστυνομία στο πλάι του όταν παρενοχλεί τους Μάρτυρες. Το 1986, όταν ένας Ελληνορθόδοξος ιερέας προσπάθησε να διαλύσει μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά με οχλοκρατική βία στη Λάρισα της Ελλάδας, ο εισαγγελέας με μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επενέβη για να προστατέψει τους Μάρτυρες. Επίσης, μερικές φορές ο Τύπος αποδοκιμάζει απερίφραστα τις πράξεις θρησκευτικής μισαλλοδοξίας.
Εντούτοις, σε πολλά μέρη του κόσμου, άλλα ζητήματα οδήγησαν σε κύματα διωγμού. Ένα από αυτά τα ζητήματα αφορά τη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά απέναντι στα εθνικά σύμβολα.
Επειδή Λατρεύουν Μόνο τον Ιεχωβά
Στους σύγχρονους καιρούς, και αρχικά στη ναζιστική Γερμανία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετώπισαν σημαντικά προβλήματα σε σχέση με εθνικιστικές τελετές. Ο Χίτλερ προσπαθούσε να στρατιωτικοποιήσει το γερμανικό έθνος κάνοντας υποχρεωτικό το ναζιστικό χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ!». Όπως ανέφερε ο Μπγιορν Χάλστρομ, Σουηδός δημοσιογράφος και ραδιοεκφωνητής του BBC, όταν κατά τη ναζιστική περίοδο συλλαμβάνονταν Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία, οι κατηγορίες εναντίον τους συνήθως περιελάμβαναν «άρνηση να χαιρετίσουν τη σημαία και να ανταποδώσουν το ναζιστικό χαιρετισμό». Σύντομα και άλλες χώρες άρχισαν να απαιτούν από όλους να χαιρετούν τη σημαία τους. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνταν—όχι από έλλειψη νομιμοφροσύνης, αλλά για λόγους Χριστιανικής συνείδησης. Σέβονται τη σημαία, αλλά θεωρούν το χαιρετισμό της σημαίας πράξη λατρείας.f
Μετά τη φυλάκιση περίπου 1.200 Μαρτύρων στη Γερμανία, στις αρχές της ναζιστικής περιόδου, λόγω της άρνησής τους να ανταποδώσουν το ναζιστικό χαιρετισμό και να παραβιάσουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα, χιλιάδες Μάρτυρες υπέστησαν σωματική κακοποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή αρνήθηκαν να χαιρετίσουν την αμερικανική σημαία. Στο Κάνονσμπεργκ της Πενσυλβανίας, στη διάρκεια της εβδομάδας από 4 Νοεμβρίου 1935, κατέβασαν πολλούς μαθητές στο λεβητοστάσιο του σχολείου και τους μαστίγωσαν εξαιτίας της άρνησής τους να χαιρετίσουν τη σημαία. Η Γκρέις Έστεπ, μια δασκάλα, έχασε τη θέση της στο σχολείο για τον ίδιο λόγο. Στις 6 Νοεμβρίου, ο Γουίλιαμ και η Λίλιαν Γκομπάιτας αρνήθηκαν να χαιρετίσουν τη σημαία και αποβλήθηκαν από το σχολείο στο Μάινερσβιλ της Πενσυλβανίας. Ο πατέρας τους προσέφυγε στα δικαστήρια για να ξαναγίνουν δεκτά τα παιδιά του στο σχολείο. Τόσο το ομοσπονδιακό πρωτοδικείο όσο και το ομοσπονδιακό εφετείο έβγαλαν απόφαση υπέρ των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην υπόθεση αυτή. Ωστόσο, το 1940, ενώ η χώρα βρισκόταν στο χείλος του πολέμου, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., στην υπόθεση Σχολική Περιφέρεια του Μάινερσβιλ κατά Γκομπάιτις, με ψήφους 8 έναντι 1, επικύρωσε τον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας στα δημόσια σχολεία. Αυτό οδήγησε σε ένα πανεθνικό ξέσπασμα βίας εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Υπήρξαν τόσο πολλές βίαιες επιθέσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ώστε η κ. Έλινορ Ρούσβελτ (η σύζυγος του Προέδρου Φ. Ντ. Ρούσβελτ) έκανε έκκληση στο κοινό να σταματήσει. Στις 16 Ιουνίου 1940, ο Φράνσις Μπιντλ, νομικός σύμβουλος των Η.Π.Α., σε μια παναμερικανική ραδιοφωνική εκπομπή αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις ωμότητες που διαπράττονταν εναντίον των Μαρτύρων και είπε ότι δεν θα γίνονταν ανεκτές. Αυτό, όμως, δεν αναχαίτισε το κύμα βίας.
Οπουδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς—στο δρόμο, στον τόπο της εργασίας, στις οικιακές επισκέψεις που έκαναν οι Μάρτυρες στη διακονία τους—τους έβαζαν σημαίες μπροστά τους με την απαίτηση να απευθύνουν χαιρετισμό—αλλιώς . . . ! Στο τέλος του 1940, το Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά (στην αγγλική) ανέφερε: «Κάνοντας χρήση βίας, η Ιεραρχία και η Αμερικανική Λεγεώνα προκάλεσαν απερίγραπτη καταστροφή μέσω όχλων που πήραν το νόμο στα χέρια τους. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά υπέστησαν επιθέσεις, ξυλοδαρμούς, απαγωγές, εκδιώχτηκαν από κωμοπόλεις, κομητείες και πολιτείες, τους άλειψαν με πίσσα και φτερά, τους ανάγκασαν να πιουν καστορέλαιο, έδεσαν πολλούς μαζί και τους κυνήγησαν σαν ζώα στους δρόμους, τους ευνούχισαν και τους ακρωτηρίασαν, υπέστησαν χλευασμούς και προσβολές από δαιμονισμένα πλήθη, τους φυλάκισαν κατά εκατοντάδες χωρίς κάποια κατηγορία και τους κράτησαν σε απομόνωση στερώντας τους το δικαίωμα να μιλήσουν με συγγενείς, φίλους ή δικηγόρους. Πολλές άλλες εκατοντάδες φυλακίστηκαν υπό το πρόσχημα της ‘προστατευτικής κράτησης’· μερικούς τους πυροβόλησαν μέσα στο σκοτάδι· μερικούς τους απείλησαν ότι θα τους κρεμάσουν και τους χτύπησαν μέχρι που έχασαν τις αισθήσεις τους. Σημειώθηκαν πολυάριθμες μορφές οχλοκρατικής βίας. Πολλούς τους ξέσκισαν τα ρούχα, τους άρπαξαν την Αγία Γραφή και άλλα έντυπα και τα έκαψαν δημόσια· τους κατέστρεψαν ή τους έκαψαν αυτοκίνητα, τροχόσπιτα, σπίτια και τόπους συνελεύσεων . . . Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, όταν έγιναν δίκες σε οχλοκρατούμενες κοινότητες, δικηγόροι καθώς και μάρτυρες υπέστησαν κακοποίηση από όχλους και ξυλοδαρμούς μέσα στο δικαστήριο. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση που σημειώθηκε οχλοκρατική βία οι δημόσιοι αξιωματούχοι στέκονταν χωρίς να κάνουν τίποτα, αρνούμενοι να παράσχουν προστασία, και σε δεκάδες περιπτώσεις οι εκπρόσωποι του νόμου ήταν μαζί με τους όχλους και μερικές φορές μάλιστα οδηγούσαν οι ίδιοι τους όχλους». Από το 1940 μέχρι το 1944, σημειώθηκαν πάνω από 2.500 βίαιες οχλοκρατικές επιθέσεις εναντίον Μαρτύρων του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εξαιτίας των μαζικών αποβολών παιδιών Μαρτύρων του Ιεχωβά από το σχολείο, ένα χρονικό διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρειάστηκε να θέσουν σε λειτουργία δικά τους σχολεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, προκειμένου να παράσχουν εκπαίδευση στα παιδιά τους. Τα ονόμαζαν Σχολεία Βασιλείας.
Και άλλες χώρες επίσης επέφεραν σκληρό διωγμό εναντίον των Μαρτύρων λόγω της άρνησής τους να χαιρετίσουν ή να φιλήσουν τα εθνικά σύμβολα. Το 1959, παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Κόστα Ρίκα, τα οποία αρνούνταν να συμμετάσχουν σε αυτό που ο νόμος περιγράφει ως ‘λατρεία των Εθνικών Συμβόλων’, αποκλείστηκαν από τα σχολεία. Παρόμοια μεταχείριση είχαν και τα παιδιά των Μαρτύρων στην Παραγουάη το 1984. Το Ανώτατο Δικαστήριο των Φιλιππίνων αποφάνθηκε το 1959 ότι, παρά τις αντιρρήσεις για θρησκευτικούς λόγους, στα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά μπορούσε να επιβληθεί ο χαιρετισμός της σημαίας. Παρ’ όλα αυτά, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εκεί σχολικές αρχές συνεργάστηκαν με τους Μάρτυρες έτσι ώστε τα παιδιά τους να μπορούν να πηγαίνουν σχολείο χωρίς να παραβιάζουν τη συνείδησή τους. Το 1963, αξιωματούχοι στη Λιβερία της Δυτικής Αφρικής κατηγόρησαν τους Μάρτυρες για έλλειψη νομιμοφροσύνης προς το κράτος· διέκοψαν δια της βίας μια συνέλευση των Μαρτύρων στην Γκμπάρνγκα και απαίτησαν από όλους τους παρόντες—τόσο Λιβεριανούς όσο και ξένους—να δώσουν υπόσχεση αφοσίωσης στην εθνική σημαία. Το 1976, μια έκθεση με τίτλο «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Κούβα» δήλωσε ότι στη διάρκεια των δύο προηγούμενων ετών χίλιοι γονείς, άντρες και γυναίκες, είχαν σταλεί στη φυλακή λόγω του ότι τα παιδιά τους αρνούνταν να χαιρετίσουν τη σημαία.
Δεν συμφωνούν όλοι με τέτοια καταπιεστικά μέτρα εναντίον ανθρώπων οι οποίοι, για λόγους συνείδησης, αρνούνται, με τον αρμόζοντα σεβασμό, να συμμετάσχουν σε πατριωτικές τελετές. Η εφημερίδα Δι Όπεν Φόρουμ (The Open Forum), που εκδίδεται στη νότια Καλιφόρνια από το εκεί Παράρτημα της Αμερικανικής Ένωσης για τις Ελευθερίες του Πολίτη, δήλωσε το 1941: «Είναι καιρός να λογικευτούμε όσον αφορά αυτό το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι μη νομιμόφρονες Αμερικανοί. . . . Δεν επιδίδονται στην παραβίαση νόμων γενικά, αλλά ζουν κόσμια και εύτακτα, συμβάλλοντας στο γενικό καλό». Το 1976, ένας αρθρογράφος στην Αργεντινή, στην εφημερίδα Χέραλντ (Herald) του Μπουένος Άιρες, δήλωσε απερίφραστα ότι «αυτά που πιστεύουν [οι Μάρτυρες] είναι προσβλητικά μόνο για εκείνους που νομίζουν ότι πατριωτισμός είναι κυρίως το να ανεμίζει κανείς τη σημαία και να ψέλνει τον εθνικό ύμνο, και όχι κάτι που αφορά την καρδιά». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Ο Χίτλερ και ο Στάλιν ένιωθαν ότι [οι Μάρτυρες] τους είχαν καθήσει στο στομάχι και τους μεταχειρίστηκαν με απαίσιο τρόπο. Πολλοί άλλοι δικτάτορες, επειδή ήθελαν να συμμορφώνονται οι πάντες με την υπάρχουσα τάξη, προσπάθησαν να τους καθυποτάξουν. Και απέτυχαν».
Είναι πασίγνωστο ότι μερικές θρησκευτικές ομάδες έχουν υποστηρίξει τη χρήση ένοπλης βίας εναντίον κυβερνήσεων τις οποίες δεν εγκρίνουν. Όμως, πουθενά στη γη δεν έχουν εμπλακεί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε πολιτικές ανατρεπτικές ενέργειες. Το γεγονός ότι αρνούνται να χαιρετίσουν κάποιο εθνικό σύμβολο δεν οφείλεται σε έλλειψη νομιμοφροσύνης—στο ότι υποστηρίζουν κάποια άλλη ανθρώπινη κυβέρνηση. Τηρούν την ίδια στάση σε όποια χώρα και αν βρίσκονται. Η στάση τους δεν είναι στάση έλλειψης σεβασμού. Δεν σφυρίζουν ούτε φωνάζουν για να διακόψουν πατριωτικές τελετές· δεν φτύνουν τη σημαία ούτε την ποδοπατούν ούτε την καίνε. Δεν είναι αντικυβερνητικοί. Η θέση τους βασίζεται σε αυτά που είπε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και αναφέρονται στο εδάφιο Ματθαίος 4:10: «Τον Ιεχωβά τον Θεό σου πρέπει να λατρεύεις και σε αυτόν μόνο πρέπει να αποδίδεις ιερή υπηρεσία».
Η στάση την οποία τηρούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ίδια με τη στάση των πρώτων Χριστιανών στις μέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σχετικά με εκείνους τους πρώτους Χριστιανούς, το βιβλίο Βασικά Στοιχεία της Βιβλικής Ιστορίας (Essentials of Bible History) δηλώνει: «Η πράξη λατρείας στον αυτοκράτορα αποτελούνταν από το σκόρπισμα λίγου θυμιάματος ή λίγων σταγόνων κρασιού πάνω σε ένα βωμό ο οποίος βρισκόταν μπροστά από μια εικόνα του αυτοκράτορα. Σήμερα, κοιτώντας την πράξη αυτή από τόσο μεγάλη απόσταση, ίσως να μην τη βλέπουμε να διαφέρει από . . . το να σηκώσει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει τη σημαία ή κάποιο διακεκριμένο άρχοντα του κράτους, δηλαδή μια πράξη φιλοφροσύνης, σεβασμού και πατριωτισμού. Πιθανόν πολλοί άνθρωποι τον πρώτο αιώνα να αισθάνονταν ακριβώς έτσι, αλλά δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους Χριστιανούς. Αυτοί έβλεπαν το όλο θέμα ως θέμα θρησκευτικής λατρείας, ότι παραδέχονταν δηλαδή τον αυτοκράτορα ως θεότητα και επομένως γίνονταν άπιστοι στον Θεό και στον Χριστό, και αρνούνταν να το κάνουν αυτό».—Έλμερ Γ. Κ. Μουλντ, 1951, σ. 563.
Μισούνται Επειδή Δεν Είναι «Μέρος του Κόσμου»
Επειδή ο Ιησούς είπε ότι οι μαθητές του δεν θα ήταν «μέρος του κόσμου», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν συμμετέχουν στις πολιτικές υποθέσεις αυτού του κόσμου. (Ιωάν. 17:16· 6:15) Και σε αυτόν τον τομέα επίσης, είναι σαν τους πρώτους Χριστιανούς, σχετικά με τους οποίους οι ιστορικοί λένε τα εξής:
«Οι ηγέτες του ειδωλολατρικού κόσμου έδειχναν πολύ λίγη κατανόηση και εύνοια στην πρώτη Χριστιανοσύνη. . . . Οι Χριστιανοί αρνούνταν να συμμετάσχουν σε ορισμένα καθήκοντα των Ρωμαίων πολιτών. . . . Δεν δέχονταν να αναλάβουν κανένα πολιτικό αξίωμα». (Στο Δρόμο για τον Πολιτισμό—Μια Παγκόσμια Ιστορία [On the Road to Civilization—A World History], Α. Κ. Χέκελ και Τζ. Γκ. Σίγκμαν, 1937, σ. 237, 238) «Αρνούνταν να έχουν οποιοδήποτε ενεργό μέρος στην πολιτική διοίκηση ή στη στρατιωτική άμυνα της αυτοκρατορίας. . . . Ήταν αδύνατον για τους Χριστιανούς να γίνουν στρατιώτες, δικαστές ή άρχοντες χωρίς να απαρνηθούν ένα πιο ιερό καθήκον».—Ιστορία της Χριστιανοσύνης (History of Christianity), Έντουαρντ Γκίμπον, 1891, σ. 162, 163.
Ο κόσμος δεν βλέπει με καλό μάτι αυτή τη θέση, ιδιαίτερα σε χώρες όπου οι κυβερνήτες απαιτούν να συμμετέχουν όλοι σε ορισμένες δραστηριότητες ως απόδειξη του ότι υποστηρίζουν το πολιτικό σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που δήλωσε ο Ιησούς: «Αν ήσασταν μέρος του κόσμου, ο κόσμος θα ένιωθε συμπάθεια για αυτό που είναι δικό του. Επειδή, λοιπόν, δεν είστε μέρος του κόσμου, αλλά εγώ σας έχω εκλέξει και ξεχωρίσει από τον κόσμο, γι’ αυτόν το λόγο σας μισεί ο κόσμος».—Ιωάν. 15:19.
Σε μερικές χώρες, η ψηφοφορία στις πολιτικές εκλογές θεωρείται υποχρέωση. Αν κάποιος δεν ψηφίσει, τιμωρείται με πρόστιμο, φυλάκιση ή και με ακόμα αυστηρότερη τιμωρία. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υποστηρίζουν τη Μεσσιανική Βασιλεία του Θεού, η οποία, όπως είπε ο Ιησούς, «δεν είναι μέρος αυτού του κόσμου». Συνεπώς, δεν συμμετέχουν στις πολιτικές υποθέσεις των εθνών αυτού του κόσμου. (Ιωάν. 18:36) Αυτή είναι μια προσωπική απόφαση· δεν επιβάλλουν τις απόψεις τους σε άλλους. Όταν δεν υπάρχει ανεξιθρησκεία, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν τη μη συμμετοχή των Μαρτύρων ως δικαιολογία για άγριο διωγμό. Κατά τη ναζιστική περίοδο, λόγου χάρη, αυτό γινόταν σε χώρες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Ναζί. Το ίδιο έγινε και στην Κούβα. Ωστόσο, σε πολλές χώρες οι αξιωματούχοι έδειξαν μεγαλύτερη διαλλακτικότητα.
Αλλά σε μερικά μέρη εκείνοι που βρίσκονταν στην εξουσία απαίτησαν από όλους να εκδηλώσουν την υποστήριξή τους προς το κυβερνών πολιτικό κόμμα φωνάζοντας ορισμένα συνθήματα. Επειδή η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να κάνουν κάτι τέτοιο, χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά στα ανατολικά μέρη της Αφρικής υπέστησαν ξυλοδαρμούς, στερήθηκαν τα μέσα διαβίωσής τους και αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους στη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Αλλά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλες τις χώρες, μολονότι είναι εργατικοί και νομοταγείς, είναι Χριστιανοί που παραμένουν ουδέτεροι στα πολιτικά ζητήματα.
Στη Μαλάουι υπάρχει μόνο ένα πολιτικό κόμμα, και η κατοχή μιας κάρτας του κόμματος δείχνει ότι κάποιος είναι μέλος του. Αν και οι Μάρτυρες είναι υποδειγματικοί στην πληρωμή των φόρων τους, σε αρμονία με το θρησκευτικό τους πιστεύω, αρνούνται να αγοράσουν την κάρτα του πολιτικού κόμματος. Αν το έκαναν αυτό, θα σήμαινε ότι αρνούνται την πίστη τους στη Βασιλεία του Θεού. Εξαιτίας αυτού, κατά τα τέλη του 1967, με την υποκίνηση των κυβερνητικών αξιωματούχων, συμμορίες νεαρών σε όλη τη Μαλάουι εξαπέλυσαν μια σύσσωμη επίθεση εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά, με άνευ προηγουμένου αισχρότητα και σαδιστική σκληρότητα. Πάνω από χίλιες όσιες Χριστιανές βιάστηκαν. Μερικές τις γύμνωσαν μπροστά σε μεγάλα πλήθη, τις χτύπησαν με ξύλα και γροθιές και κατόπιν τους επιτέθηκαν σεξουαλικά ο ένας μετά τον άλλον. Κάρφωσαν καρφιά στα πόδια των αντρών και ακτίνες ποδηλάτου στις κνήμες τους και κατόπιν τους διέταξαν να τρέξουν. Από τη μια άκρη της χώρας ως την άλλη, τους κατέστρεψαν τα σπίτια, τα έπιπλα, τα ρούχα και τα αποθέματα τροφίμων.
Το 1972 σημειώθηκε ξανά ένα ανανεωμένο ξέσπασμα τέτοιας κτηνωδίας μετά την ετήσια συνέλευση του Κόμματος του Κογκρέσου της Μαλάουι. Σε εκείνη τη συνέλευση αποφασίστηκε επίσημα να αποστερήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από κάθε κοσμική εργασία και να τους διώξουν από τα σπίτια τους. Ακόμα και οι εκκλήσεις εργοδοτών να κρατήσουν αυτούς τους έμπιστους υπαλλήλους δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Σπίτια, σοδειές και κατοικίδια ζώα κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν. Στα χωριά δεν άφηναν τους Μάρτυρες να αντλήσουν νερό από το κοινοτικό πηγάδι. Πολλοί υπέστησαν ξυλοδαρμό, πολλές γυναίκες βιάστηκαν, πολλοί άλλοι έμειναν ανάπηροι και άλλοι δολοφονήθηκαν. Ταυτόχρονα δέχονταν εμπαιγμούς και εξευτελισμούς εξαιτίας της πίστης τους. Τελικά, πάνω από 34.000 άτομα έφυγαν από τη χώρα για να γλιτώσουν το θάνατο.
Αλλά η υπόθεση δεν τελείωσε εκεί. Δύο χώρες, η μια μετά την άλλη, τους εξανάγκασαν να επιστρέψουν στη Μαλάουι και να βρεθούν και πάλι στα χέρια των διωκτών τους, με αποτέλεσμα να υποστούν και άλλες κτηνωδίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν συμβιβάστηκαν και δεν εγκατέλειψαν την πίστη τους στον Ιεχωβά Θεό. Αποδείχτηκε ότι ήταν σαν και εκείνους τους πιστούς δούλους του Θεού σχετικά με τους οποίους η Αγία Γραφή λέει: «Άλλοι έλαβαν τη δοκιμασία τους με εμπαιγμούς και μαστιγώματα, μάλιστα, ακόμη περισσότερο, με δεσμά και φυλακές. Λιθοβολήθηκαν, δοκιμάστηκαν, πριονίστηκαν, πέθαναν σφαγμένοι από σπαθί, περιφέρθηκαν με δέρματα προβάτων, με δέρματα κατσικιών, ενώ περνούσαν στερήσεις, θλίψη, κακομεταχείριση· και ο κόσμος δεν ήταν άξιός τους».—Εβρ. 11:36-38.
Έχουν Υποστεί Διωγμό σε Όλα τα Έθνη
Μήπως είναι μόνο σχετικά λίγα τα έθνη του κόσμου που έχουν προδώσει την προσποιητή τους ελευθερία προκαλώντας τέτοιου είδους θρησκευτικό διωγμό; Δεν είναι καθόλου λίγα! Ο Ιησούς Χριστός προειδοποίησε τους ακολούθους του: «Θα είστε αντικείμενα του μίσους όλων των εθνών εξαιτίας του ονόματός μου».—Ματθ. 24:9.
Στη διάρκεια των τελευταίων ημερών αυτού του συστήματος πραγμάτων, από το 1914, αυτό το μίσος έχει γίνει ιδιαίτερα έντονο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς ξεκίνησαν την επίθεση επιβάλλοντας απαγορεύσεις στα Γραφικά έντυπα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και σύντομα ακολούθησε η Ινδία και η Νυασαλάνδη (σήμερα ονομάζεται Μαλάουι). Στη δεκαετία του 1920, επιβλήθηκαν αυθαίρετοι περιορισμοί στους Σπουδαστές της Γραφής στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ουγγαρία και στη Ρουμανία. Σε μερικά από αυτά τα μέρη, απαγορευόταν η διανομή Γραφικών εντύπων· κατά καιρούς απαγορεύονταν ακόμα και οι ιδιωτικές συναθροίσεις. Περισσότερες χώρες ενώθηκαν στην επίθεση κατά τη δεκαετία του 1930, όταν επιβλήθηκαν απαγορεύσεις (μερικές αφορούσαν τους ίδιους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, άλλες αφορούσαν τα έντυπά τους) στην Αλβανία, στην Αυστρία, στη Βουλγαρία, στην τότε Γιουγκοσλαβία, σε ορισμένα καντόνια της Ελβετίας, στην Εσθονία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Πολωνία, στη Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα), στις γαλλικές περιοχές της Αφρικής, στο Τρινιδάδ και στα Φίτζι.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπήρχαν απαγορεύσεις όσον αφορά τους ίδιους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τη δημόσια διακονία τους και τα Γραφικά έντυπά τους σε πολλά μέρη του κόσμου. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο στη Γερμανία, στην Ιαπωνία και στην Ιταλία—που όλες τους ήταν υπό δικτατορική διακυβέρνηση—αλλά επίσης σε πολλές χώρες που ήρθαν άμεσα ή έμμεσα υπό τον έλεγχό τους πριν από εκείνον τον πόλεμο ή κατά τη διάρκειά του. Σε αυτές περιλαμβανόταν η Αλβανία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Κορέα, η Νορβηγία, η Ολλανδία, οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία) και η Τσεχοσλοβακία. Εκείνα τα χρόνια του πολέμου, η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Γαλλία, η Ουγγαρία και η Φινλανδία εξέδωσαν όλες επίσημα διατάγματα κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά ή κατά της δράσης τους.
Η Βρετανία δεν έθεσε άμεσα εκτός νόμου τη δράση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη διάρκεια του πολέμου, αλλά απέλασε τον αμερικανικής καταγωγής επίσκοπο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά και προσπάθησε να καταπνίξει τη δράση των Μαρτύρων επιβάλλοντας, στη διάρκεια του πολέμου, απαγόρευση στην εισαγωγή των Γραφικών εντύπων τους. Σε όλη τη Βρετανική Αυτοκρατορία και στη Βρετανική Κοινοπολιτεία επιβλήθηκαν απροκάλυπτες απαγορεύσεις στους Μάρτυρες του Ιεχωβά ή στα έντυπά τους. Η Αυστραλία, η Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ), η Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), η Βρετανική Γουιάνα (σημερινή Γουιάνα), η Ινδία, ο Καναδάς, η Κεϋλάνη (σημερινή Σρι Λάνκα), η Κύπρος, η Μπασουτολάνδη (σημερινό Λεσότο), οι Μπαχάμες, η Μπετσουαναλάνδη (σημερινή Μποτσουάνα), η Νέα Ζηλανδία, η Νιγηρία, η Νότια Αφρική, η Νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), η Ντομίνικα, η Νυασαλάνδη (σημερινή Μαλάουι), η Σιγκαπούρη, η Σουαζιλάνδη, η Τζαμάικα, τα Υπήνεμα Νησιά (Βρετανικές Δυτικές Ινδίες), τα Φίτζι και η Χρυσή Ακτή (σημερινή Γκάνα)—όλες αυτές οι χώρες εκδήλωσαν την εχθρότητά τους προς τους δούλους του Ιεχωβά παίρνοντας τέτοια μέτρα.
Μετά το τέλος του πολέμου, κόπασε ο διωγμός από μερικές κατευθύνσεις, αλλά αυξήθηκε από άλλες. Τα επόμενα 45 χρόνια, εκτός από το γεγονός ότι πολλές χώρες αρνούνταν να παραχωρήσουν νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, άλλες επέβαλαν απροκάλυπτες απαγορεύσεις στους ίδιους ή στη δράση τους· συγκεκριμένα 9 χώρες στην Ασία, 23 στην Αφρική, 8 στην Ευρώπη, 3 στη Λατινική Αμερική και 4 νησιωτικές χώρες. Το 1992, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βρίσκονταν ακόμα υπό περιορισμούς σε 24 χώρες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εναντιώνονται προσωπικά στο έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πολλοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν τη θρησκευτική ελευθερία και αναγνωρίζουν το γεγονός ότι οι Μάρτυρες αποτελούν πολύτιμο κεφάλαιο για την κοινότητα. Τέτοιου είδους άτομα δεν συμφωνούν με εκείνους που ξεσηκώνουν τον κόσμο για να ληφθούν επίσημα μέτρα εναντίον των Μαρτύρων. Παραδείγματος χάρη, πριν γίνει ανεξάρτητο κράτος η Ακτή Ελεφαντοστού, ένας Καθολικός ιερέας και ένας Μεθοδιστής κληρικός προσπάθησαν να επηρεάσουν κάποιον αξιωματούχο για να διώξει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τη χώρα, αλλά ανακάλυψαν ότι μιλούσαν σε αξιωματούχους που δεν ήθελαν να γίνουν πιόνια του κλήρου. Ένας αξιωματούχος προσπάθησε, το 1990, να διαμορφώσει το νόμο της Ναμίμπια, έτσι ώστε να κάνει διακρίσεις εις βάρος προσφύγων για τους οποίους ήταν γνωστό ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά η Συντακτική Συνέλευση δεν του το επέτρεψε. Επίσης, σε πολλές χώρες στις οποίες οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν κάποτε υπό απαγόρευση, τώρα έχουν νομική αναγνώριση.
Ωστόσο, με διάφορους τρόπους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υφίστανται διωγμό σε κάθε μέρος της γης. (2 Τιμ. 3:12) Σε μερικά μέρη, αυτός ο διωγμός μπορεί να προέρχεται κυρίως από αγενείς οικοδεσπότες, από εναντιούμενους συγγενείς ή από συναδέλφους και από συμμαθητές που δεν εκδηλώνουν καθόλου φόβο για τον Θεό. Όμως, όποιοι και αν είναι οι διώκτες και όπως και αν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά καταλαβαίνουν τι βρίσκεται στην πραγματικότητα πίσω από το διωγμό των αληθινών Χριστιανών.
Το Ζήτημα
Τα έντυπα της Σκοπιάς έχουν προ πολλού τονίσει ότι το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, χρησιμοποιώντας συμβολική γλώσσα, προείπε την έχθρα, ή το μίσος, που θα είχε ο Σατανάς ο Διάβολος και εκείνοι που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προς την ουράνια οργάνωση του ίδιου του Ιεχωβά και προς τους επίγειους εκπροσώπους της. (Γέν. 3:15· Ιωάν. 8:38, 44· Αποκ. 12:9, 17) Ιδιαίτερα από το 1925 και μετά, η Σκοπιά δείχνει από τις Γραφές ότι υπάρχουν μονάχα δύο κύριες οργανώσεις—του Ιεχωβά και του Σατανά. Και, όπως δηλώνει το εδάφιο 1 Ιωάννη 5:19, «ολόκληρος ο κόσμος»—δηλαδή, όλο το ανθρώπινο γένος που δεν ανήκει στην οργάνωση του Ιεχωβά—«βρίσκεται στην εξουσία του πονηρού». Αυτή είναι η αιτία για την οποία αντιμετωπίζουν διωγμό όλοι οι αληθινοί Χριστιανοί.—Ιωάν. 15:20.
Γιατί όμως το επιτρέπει αυτό ο Θεός; Επιτελείται κάτι καλό από αυτό; Ο Ιησούς Χριστός εξήγησε ότι, προτού ο ίδιος ως ουράνιος Βασιλιάς συντρίψει τον Σατανά και την πονηρή του οργάνωση, θα γίνει διαχωρισμός των ανθρώπων όλων των εθνών, όπως όταν ένας βοσκός στη Μέση Ανατολή χωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια. Θα δοθεί η ευκαιρία στους ανθρώπους να ακούσουν για τη Βασιλεία του Θεού και να ταχθούν με το μέρος της. Όταν υφίστανται διωγμό οι διαγγελείς αυτής της Βασιλείας, προβάλλεται ακόμα πιο έντονα το ερώτημα: Θα κάνουν καλό στους «αδελφούς» του Χριστού και στους συντρόφους τους εκείνοι που ακούν αυτό το άγγελμα, δείχνοντας έτσι την αγάπη τους για τον ίδιο τον Χριστό; Ή θα ενωθούν με εκείνους που κακομεταχειρίζονται αυτούς τους εκπροσώπους της Βασιλείας του Θεού—ή μήπως θα παραμείνουν σιωπηλοί ενώ οι άλλοι κάνουν κάτι τέτοιο; (Ματθ. 25:31-46· 10:40· 24:14) Μερικοί άνθρωποι στη Μαλάουι είδαν καθαρά ποιοι υπηρετούν τον αληθινό Θεό και έτσι ενώθηκαν με τους διωκόμενους Μάρτυρες. Πολλοί κρατούμενοι, καθώς και μερικοί φύλακες, στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης έκαναν το ίδιο.
Ακόμα και όταν εκτοξεύονται ψευδείς κατηγορίες εναντίον τους και υφίστανται σωματική κακομεταχείριση, έστω και αν τους χλευάζουν εξαιτίας της πίστης τους στον Θεό, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από τον Θεό. Ξέρουν ότι ο Ιησούς Χριστός πέρασε τα ίδια. (Ματθ. 27:43) Ξέρουν επίσης ότι, με την οσιότητά του στον Ιεχωβά, ο Ιησούς απέδειξε ότι ο Διάβολος είναι ψεύτης και συνέβαλε στον αγιασμό του ονόματος του Πατέρα του. Κάθε Μάρτυρας του Ιεχωβά θέλει να κάνει το ίδιο.—Ματθ. 6:9.
Το ζήτημα δεν είναι αν θα μπορέσουν να επιζήσουν από τα βασανιστήρια και να γλιτώσουν το θάνατο. Ο Ιησούς Χριστός προείπε ότι μερικούς από τους ακολούθους του θα τους θανάτωναν. (Ματθ. 24:9) Τον ίδιο τον θανάτωσαν. Αλλά ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τον πρώτιστο Αντίδικο του Θεού, τον Σατανά τον Διάβολο, ‘τον άρχοντα του κόσμου’. Ο Ιησούς νίκησε τον κόσμο. (Ιωάν. 14:30· 16:33) Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν οι λάτρεις του αληθινού Θεού θα παραμείνουν πιστοί σε αυτόν παρά τις οποιεσδήποτε κακουχίες που μπορεί να υποστούν. Οι σύγχρονοι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν δώσει άφθονες αποδείξεις για το ότι έχουν την ίδια άποψη με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος έγραψε: «Και αν ζούμε, ζούμε για τον Ιεχωβά, και αν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για τον Ιεχωβά. Συνεπώς, και αν ζούμε και αν πεθαίνουμε, ανήκουμε στον Ιεχωβά».—Ρωμ. 14:8.
[Υποσημειώσεις]
a Οι Σπουδαστές της Γραφής δεν κατανοούσαν ξεκάθαρα εκείνον τον καιρό αυτά που ξέρουν τώρα οι Μάρτυρες από την Αγία Γραφή σχετικά με τους άντρες ως δασκάλους στην εκκλησία. (1 Κορ. 14:33, 34· 1 Τιμ. 2:11, 12) Γι’ αυτό, η Μαρία Ρώσσελ ήταν συνεκδότρια της Σκοπιάς και έγραφε τακτικά άρθρα για τις στήλες της.
b Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά· Γουίλιαμ Ε. Βαν Άμπουργκ, γραμματέας-ταμίας της Εταιρίας· Ρόμπερτ Τζ. Μάρτιν, υπεύθυνος γραφείων· Φρέντερικ Χ. Ρόμπισον, μέλος της εκδοτικής επιτροπής της Σκοπιάς· Α. Χιου Μακμίλαν, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρίας· Τζορτζ Χ. Φίσερ και Κλέιτον Τζ. Γούντγουορθ, συντάκτες του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον.
c Τζοβάνι ντε Τσέκα, ο οποίος εργαζόταν στο Ιταλικό Τμήμα των γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά.
d Ο ομοσπονδιακός δικαστής Μάρτιν Τ. Μάντον, ένας ένθερμος Ρωμαιοκαθολικός, δεν έκανε δεκτή τη δεύτερη αίτηση για αποφυλάκιση με εγγύηση, την 1η Ιουλίου 1918. Αργότερα, όταν το ομοσπονδιακό εφετείο αναίρεσε την καταδίκη των κατηγορουμένων, ο Μάντον έριξε το μοναδικό αντίθετο ψήφο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, στις 4 Δεκεμβρίου 1939, ένα ειδικό εφετείο επικύρωσε την καταδίκη του Μάντον για κατάχρηση δικαστικής εξουσίας, ανεντιμότητα και απάτη.
e Το γεγονός ότι αυτοί οι άντρες φυλακίστηκαν άδικα και δεν ήταν κατάδικοι φαίνεται από το ότι ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ παρέμεινε μέλος του δικηγορικού συλλόγου του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών από το Μάιο του 1909, που έγινε δεκτός, μέχρι το θάνατό του το 1942. Σε 14 υποθέσεις για τις οποίες έγινε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο από το 1939 ως το 1942, ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ ήταν ένας από τους δικηγόρους. Στις υποθέσεις που είναι γνωστές ως Σνάιντερ κατά Πολιτείας του Νιου Τζέρσι (το 1939) και Σχολική Περιφέρεια του Μάινερσβιλ κατά Γκομπάιτις (το 1940), ο ίδιος προσωπικά αγόρευσε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Επίσης, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στον Α. Χ. Μακμίλαν, έναν από αυτούς που φυλακίστηκαν άδικα το έτος 1918-1919, δόθηκε άδεια από το διευθυντή του ομοσπονδιακού Γραφείου Φυλακών να επισκέπτεται τακτικά τις ομοσπονδιακές φυλακές των Ηνωμένων Πολιτειών προκειμένου να φροντίζει για τα πνευματικά συμφέροντα των νεαρών που βρίσκονταν εκεί επειδή είχαν κρατήσει στάση Χριστιανικής ουδετερότητας.
f Η Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (The Encyclopedia Americana), Τόμος 11, 1942, σελίδα 316, λέει: «Η σημαία, όπως και ο σταυρός, είναι ιερή. . . . Οι κανόνες και οι διατάξεις που σχετίζονται με τη στάση του ανθρώπου απέναντι στα εθνικά σύμβολα χρησιμοποιούν ισχυρές, εκφραστικές λέξεις, όπως: ‘Υπηρεσία στη Σημαία’, . . . ‘Ευλάβεια για τη Σημαία’, ‘Αφοσίωση στη Σημαία’». Στη Βραζιλία, η έκδοση Ντιάριο ντι Ζουστίσα (Diário da Justiça), 16 Φεβρουαρίου 1956, σελίδα 1904, ανέφερε ότι, σε μια δημόσια τελετή, ένας στρατιωτικός αξιωματούχος δήλωσε: «Οι σημαίες έχουν γίνει θεός της πατριωτικής θρησκείας . . . Η σημαία έχει γίνει αντικείμενο τιμητικής προσκύνησης και λατρείας».
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 642]
Οι κύριοι διώκτες του Ιησού Χριστού ήταν οι θρησκευτικοί ηγέτες
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 645]
«Η χειροτονία ή εξουσιοδότηση κάποιου ανθρώπου από τον Θεό για να κηρύττει γίνεται με τη μετάδοση του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 647]
Το βιβλίο «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» εξέθετε χωρίς περιστροφές την υποκρισία του κλήρου του Χριστιανικού κόσμου!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 650]
Χριστιανοί άντρες και γυναίκες υπέστησαν οχλοκρατικές επιθέσεις, ρίχτηκαν στη φυλακή και κρατήθηκαν εκεί χωρίς να τους απαγγελθεί κάποια κατηγορία ή χωρίς να δικαστούν
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 652]
«Οι ποινές φυλάκισης είναι ξεκάθαρα υπερβολικές»—Γούντροου Γουίλσον, πρόεδρος των Η.Π.Α.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 656]
Αν κάποιος δεν έκανε αυτό που έλεγε ο ιερέας, υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να αντιμετωπιστεί με δικαιοσύνη
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 666]
Οι ιερείς παρακινούσαν τους δασκάλους να αφήσουν τα παιδιά να φύγουν από το σχολείο για να πετροβολήσουν τους Μάρτυρες
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 668]
Ο κλήρος ένωσε τις δυνάμεις του εναντίον των Μαρτύρων
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 671]
Όχλοι επιτέθηκαν σε Μάρτυρες του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 676]
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υφίστανται διωγμό σε κάθε μέρος της γης
[Πλαίσιο στη σελίδα 655]
Ο Κλήρος Δείχνει τα Αισθήματά Του
Οι αντιδράσεις των θρησκευτικών περιοδικών στην καταδίκη του Ι. Φ. Ρόδερφορντ και των συντρόφων του το 1918 είναι αξιοπρόσεκτες:
◆ Περιοδικό «Δε Κρίστιαν Ρέτζιστερ» (The Christian Register): «Αυτό που πλήττει εδώ η Κυβέρνηση με θανατηφόρα αμεσότητα είναι ο ισχυρισμός ότι οι θρησκευτικές ιδέες, όσο τρελές και ολέθριες και αν είναι, μπορούν να προπαγανδίζονται ατιμώρητα. Πρόκειται για παμπάλαιη πλάνη που μέχρι τώρα την είχαμε πάρει εντελώς αψήφιστα. . . . Φαίνεται ότι αυτό είναι το τέλος του Ρωσσελισμού».
◆ Το περιοδικό «Δε Γουέστερν Ρικόρντερ» (The Western Recorder), ένα έντυπο των Βαπτιστών, είπε: «Ελάχιστα μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η κεφαλή αυτής της εριστικής αίρεσης φυλακίστηκε σε σωφρονιστικό ίδρυμα. . . . Το πρόβλημα που πραγματικά μας μπερδεύει είναι το αν οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να σταλούν στη φυλακή ή στο φρενοκομείο».
◆ Το περιοδικό «Δε Φορτνάιτλι Ριβιού» (The Fortnightly Review) έστρεψε την προσοχή στο σχόλιο που έκανε η εφημερίδα «Ίβνινγκ Ποστ» (Evening Post) της Νέας Υόρκης, η οποία είπε: «Ελπίζουμε ότι οι απανταχού δάσκαλοι της θρησκείας θα προσέξουν την άποψη αυτού του δικαστή, ότι το να διδάσκει κανείς οποιαδήποτε θρησκεία εκτός από εκείνη που είναι σε απόλυτη συμφωνία με τους νόμους αποτελεί σοβαρό αδίκημα το οποίο γίνεται σοβαρότερο αν, ως διάκονος του ευαγγελίου, συμβαίνει να είναι και ειλικρινής».
◆ Το περιοδικό «Δε Κόντινεντ» (The Continent) αποκάλεσε υποτιμητικά τους κατηγορουμένους «οπαδούς του εκλιπόντος ‘Πάστορα’ Ρώσσελ» και διαστρέβλωσε τις πεποιθήσεις τους λέγοντας ότι ισχυρίζονταν «πως όλοι εκτός από τους αμαρτωλούς θα έπρεπε να εξαιρεθούν από το να πολεμήσουν τον Γερμανό κάιζερ». Ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με τον υπουργό δικαιοσύνης στην Ουάσινγκτον, «η ιταλική κυβέρνηση πριν από λίγο καιρό είχε παραπονεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες πως ο Ρόδερφορντ και οι σύντροφοί του . . . είχαν κυκλοφορήσει στα ιταλικά στρατεύματα ύλη αντιπολεμικής προπαγάνδας».
◆ Μια εβδομάδα αργότερα, το περιοδικό «Δε Κρίστιαν Σέντσιουρι» (The Christian Century) δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του παραπάνω άρθρου αυτολεξεί, δείχνοντας έτσι ότι συμφωνούσε απόλυτα.
◆ Το Καθολικό περιοδικό «Αλήθεια» (Truth) ανέφερε εν συντομία την ποινή που επιβλήθηκε και κατόπιν εξέφρασε τα αισθήματα των εκδοτών του, λέγοντας: «Τα έντυπα αυτού του συλλόγου βρίθουν από κακοήθεις επιθέσεις εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας και του ιερατείου της». Προσπαθώντας να στιγματίσει ως «στασιαστή» όποιον τυχόν διαφωνούσε δημόσια με την Καθολική Εκκλησία, πρόσθεσε: «Γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι το πνεύμα της μισαλλοδοξίας είναι στενά συνδεδεμένο με το πνεύμα του στασιασμού».
◆ Ο Δρ Ρέι Άμπραμς, στο βιβλίο του «Οι Κήρυκες Παρουσιάζουν Όπλα», (Preachers Present Arms), σημείωσε: «Όταν οι αρθρογράφοι του θρησκευτικού Τύπου έμαθαν τα νέα για τις εικοσάχρονες ποινές, ουσιαστικά όλα αυτά τα έντυπα, μικρά και μεγάλα, χάρηκαν για το γεγονός. Δεν κατάφερα να ανακαλύψω καθόλου λόγια συμπάθειας σε κάποιο από τα ορθόδοξα θρησκευτικά περιοδικά».
[Πλαίσιο στη σελίδα 660]
«Διώκονταν για Θρησκευτικούς Λόγους»
«Στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι διώκονταν για θρησκευτικούς λόγους και μόνο: μέλη της αίρεσης ‘Ειλικρινείς Σπουδαστές της Γραφής’ ή ‘Μάρτυρες του Ιεχωβά’ . . . Ο λόγος για τον οποίο διώκονταν ήταν το γεγονός ότι απέρριπταν την υπόσχεση οσιότητας στον Χίτλερ και ότι αρνούνταν να αποδώσουν οποιοδήποτε είδος στρατιωτικής υπηρεσίας—μια πολιτική συνέπεια του πιστεύω τους».—«Η Ιστορία του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν» (Die Geschichte des Konzentrationslagers Mauthausen), τεκμηριωμένη από τον Χανς Μαρσάλεκ, Βιέννη, Αυστρία, 1974.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 661]
Μετάφραση της Δήλωσης που Προσπαθούσαν οι Ες-Ες να Αναγκάσουν τους Μάρτυρες να Υπογράψουν
Στρατόπεδο συγκέντρωσης .......................................
Τμήμα ΙΙ
ΔΗΛΩΣΗ
Εγώ, ο/η ......................................................
γεννημένος/η στις .............................................
στην ..........................................................
κάνω με το παρόν έγγραφο την ακόλουθη δήλωση:
1. Έχω αντιληφθεί ότι ο Διεθνής Σύλλογος Σπουδαστών της Γραφής διακηρύττει εσφαλμένες διδασκαλίες και υπό το επένδυμα της θρησκείας ακολουθεί εχθρικούς σκοπούς εναντίον του κράτους.
2. Για αυτόν το λόγο, εγκατέλειψα ολοκληρωτικά την οργάνωση και απελευθερώθηκα εντελώς από τις διδασκαλίες αυτής της αίρεσης.
3. Με το παρόν έγγραφο βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπάρω μέρος στη δράση του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής. Θα αποκηρύξω αμέσως οποιουσδήποτε με πλησιάσουν με τις διδασκαλίες των Σπουδαστών της Γραφής ή με οποιονδήποτε τρόπο αποκαλύψουν τις σχέσεις τους με αυτούς. Όλα τα έντυπα από τους Σπουδαστές της Γραφής τα οποία τυχόν σταλούν στη διεύθυνσή μου θα τα παραδώσω αμέσως στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα.
4. Θα σέβομαι στο εξής τους νόμους του κράτους και, ιδιαίτερα σε περίπτωση πολέμου, θα υπερασπιστώ με το όπλο στο χέρι τη μητέρα πατρίδα και θα ενωθώ από κάθε άποψη με το κοινωνικό σύνολο.
5. Έχω πληροφορηθεί ότι, στην περίπτωση που θα ενεργήσω αντίθετα με τη δήλωση που κάνω σήμερα, θα τεθώ αμέσως υπό προστατευτική κράτηση.
.............................., Ημερομηνία ..................... ..................................................................
Υπογραφή
[Πλαίσιο στη σελίδα 662]
Επιστολές από Άτομα που Καταδικάστηκαν σε Θάνατο
Από τον Φραντς Ράιτερ (ο οποίος αντιμετώπιζε το θάνατο με λαιμητόμο) στη μητέρα του, στις 6 Ιανουαρίου 1940, από τη φυλακή στο Πλέτσενσε του Βερολίνου:
«Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ενεργώ σωστά. Ενώ βρίσκομαι εδώ, θα μπορούσα ακόμα να αλλάξω γνώμη, αλλά αυτό θα ήταν έλλειψη οσιότητας απέναντι στον Θεό. Όλοι μας εδώ θέλουμε να φανούμε πιστοί στον Θεό, για δική του τιμή. . . . Σύμφωνα με αυτά που γνωρίζω, αν έδινα το [στρατιωτικό] όρκο, θα διέπραττα μια αμαρτία που θα με έκανε άξιο θανάτου. Αυτό θα μου έκανε κακό. Δεν θα είχα ανάσταση. Αλλά εμμένω σε αυτό που είπε ο Χριστός: ‘Όποιος θα σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· αλλά όποιος θα χάσει τη ζωή του για χάρη μου θα τη λάβει’. Και τώρα αγαπητή μου μητέρα και όλοι εσείς αδελφοί και αδελφές μου, σήμερα μου είπαν την ποινή μου, και μην τρομάζετε, είναι θάνατος και πρόκειται να εκτελεστώ αύριο το πρωί. Αντλώ δύναμη από τον Θεό, όπως συνέβαινε ανέκαθεν με όλους τους αληθινούς Χριστιανούς στο παρελθόν. Οι απόστολοι έγραψαν: ‘Όποιος γεννιέται από τον Θεό δεν μπορεί να αμαρτήσει’. Το ίδιο ισχύει και για εμένα. Αυτό σου το απέδειξα και εσύ μπορούσες να το δεις. Αγαπητή μου, μην έχεις βαριά καρδιά. Θα ήταν καλό για όλους σας να γνωρίσετε ακόμα καλύτερα τις Άγιες Γραφές. Αν μείνετε σταθεροί μέχρι το θάνατο, θα ξανασυναντηθούμε στην ανάσταση. . . .
»Ο Φραντς σου
»Μέχρι να ξανασυναντηθούμε».
Από τον Μπέρτολτ Σάμπο, που θανατώθηκε από εκτελεστικό απόσπασμα στο Κιόρμεντ της Ουγγαρίας στις 2 Μαρτίου 1945:
«Αγαπημένη μου αδελφούλα, Μαρίκα!
»Αυτή τη μιάμιση ώρα που μου απομένει θα προσπαθήσω να σου γράψω, ώστε να μπορείς να μιλήσεις στους γονείς μας για την κατάστασή μου, το ότι αντιμετωπίζω άμεσο θάνατο.
»Τους εύχομαι την ίδια ειρήνη διάνοιας που έχω αυτές τις τελευταίες στιγμές σε αυτόν τον κόσμο που είναι γεμάτος καταστροφή. Τώρα είναι δέκα η ώρα και θα εκτελεστώ στις εντεκάμισι· αλλά είμαι πολύ ήρεμος. Την περαιτέρω ζωή μου την αφήνω στα χέρια του Ιεχωβά και του Αγαπημένου του Γιου, του Ιησού Χριστού του Βασιλιά, οι οποίοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ εκείνους που τους αγαπούν ειλικρινά. Ξέρω, επίσης, ότι σύντομα θα γίνει η ανάσταση εκείνων που έχουν πεθάνει, ή μάλλον που έχουν κοιμηθεί, εν Χριστώ. Θα ήθελα, επίσης, να αναφέρω ιδιαίτερα ότι σου εύχομαι τις πιο πλούσιες ευλογίες του Ιεχωβά για την αγάπη που μου έδωσες. Σε παρακαλώ να φιλήσεις τον μπαμπά και τη μαμά από εμένα, καθώς και την Άνους. Δεν πρέπει να ανησυχούν για εμένα· σύντομα θα ξαναειδωθούμε. Το χέρι μου είναι ήρεμο τώρα, και θα αναπαυτώ μέχρι να με ξανακαλέσει ο Ιεχωβά. Ακόμα και τώρα θα τηρήσω την υπόσχεση που έδωσα για αυτόν.
»Τώρα τελείωσε ο χρόνος που είχα. Είθε ο Θεός να είναι μαζί σου και μαζί μου.
»Με πολλή αγάπη, . . .
»Μπέρτι»
[Πλαίσιο στη σελίδα 663]
Διακρίνονταν ως Άνθρωποι Θάρρους και Πεποιθήσεων
◆ «Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι Μάρτυρες στα στρατόπεδα συναθροίζονταν και προσεύχονταν μαζί, παρήγαν έντυπα και έκαναν προσηλύτους. Έχοντας στήριγμα τη μεταξύ τους συναναστροφή και, ανόμοια με πολλούς άλλους κρατουμένους, ξέροντας καλά τους λόγους για τους οποίους υπήρχαν τέτοια μέρη και το γιατί υπέφεραν με αυτόν τον τρόπο, οι Μάρτυρες αποδείχτηκαν μια μικρή αλλά αξιομνημόνευτη ομάδα κρατουμένων, που αναγνωρίζονταν από το μοβ τρίγωνο και διακρίνονταν ως άνθρωποι θάρρους και πεποιθήσεων». Έτσι έγραψε η Δρ Κριστίν Κινγκ, στο βιβλίο «Το Ναζιστικό Κράτος και οι Νέες Θρησκείες: Πέντε Περιπτώσεις Μη Συμμόρφωσης» (The Nazi State and the New Religions: Five Case Studies in Non-Conformity).
◆ Το βιβλίο «Αξίες και Βιαιότητες στο Άουσβιτς» (Values and Violence in Auschwitz) της Άννας Παβιουσίνσκα δηλώνει: «Αυτή η ομάδα κρατουμένων αποτελούσαν μια συμπαγή ιδεολογική δύναμη και κέρδισαν τη μάχη τους κατά του ναζισμού. Η γερμανική ομάδα αυτής της αίρεσης ήταν ένα μικρό νησάκι άκαμπτης αντίστασης στους κόλπους ενός τρομοκρατημένου έθνους και με αυτό το ίδιο ατρόμητο πνεύμα ενεργούσαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Κατόρθωσαν να κερδίσουν το σεβασμό των συγκρατουμένων τους . . . των κρατουμένων που είχαν υπεύθυνες θέσεις, ακόμα και των αξιωματικών των Ες-Ες. Όλοι ήξεραν ότι κανένας ‘Μπιμπελφόρσερ’ [Μάρτυρας του Ιεχωβά] δεν θα εκτελούσε κάποια διαταγή που ήταν αντίθετη με το θρησκευτικό του πιστεύω».
◆ Ο Ρούντολφ Χες, στην αυτοβιογραφία του, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Διοικητής του Άουσβιτς» (Commandant of Auschwitz), αναφέρθηκε στην εκτέλεση ορισμένων Μαρτύρων του Ιεχωβά λόγω της άρνησής τους να παραβιάσουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Είπε τα εξής: «Έτσι φαντάζομαι ότι πρέπει να έμοιαζαν οι πρώτοι Χριστιανοί μάρτυρες καθώς περίμεναν στην αρένα να τους ξεσκίσουν τα άγρια θηρία. Με τα πρόσωπά τους πλήρως μεταμορφωμένα, τα μάτια τους στραμμένα στον ουρανό και τα χέρια τους ενωμένα και υψωμένα σε προσευχή, προχωρούσαν προς το θάνατό τους. Όλοι όσοι τους είδαν να πεθαίνουν συγκινήθηκαν βαθιά, και ακόμα και το ίδιο το εκτελεστικό απόσπασμα επηρεάστηκε». (Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε στην Πολωνία με τον τίτλο «Αυτοβιογραφία του Ρούντολφ Χες—Διοικητή του Άουσβιτς» [Autobiografia Rudolfa Hössa-komendanta obozu oświęcimskiego]).
[Πλαίσιο στη σελίδα 673]
«Δεν Είναι Κατά της Πατρίδας»
«Δεν είναι κατά της πατρίδας, απλώς είναι υπέρ του Ιεχωβά». «Δεν καίνε στρατολογικές κάρτες, δεν κάνουν επανάσταση . . . ούτε ενέχονται σε οποιαδήποτε μορφή στασιασμού». «Η τιμιότητα και η ακεραιότητα των Μαρτύρων είναι δεδομένες. Ό,τι και αν πιστεύει κανείς σχετικά με τους Μάρτυρες—και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ένα σωρό αρνητικά πράγματα—αυτοί ζουν υποδειγματική ζωή».—Εφημερίδα «Τέλεγκραμ» (Telegram), Τορόντο, Καναδάς, Ιούλιος 1970.
[Πλαίσιο στη σελίδα 674]
Ποιος Είναι Επικεφαλής;
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ξέρουν ότι η ευθύνη που έχουν να κηρύττουν δεν εξαρτάται από τη λειτουργία της Εταιρίας Σκοπιά ή οποιουδήποτε άλλου νομικού σωματείου. ‘Ας υποτεθεί ότι απαγορεύεται η λειτουργία της Εταιρίας Σκοπιά, και τα γραφεία τμήματος που έχει στις διάφορες χώρες κλείνουν αναγκαστικά με κρατική παρέμβαση! Αυτό δεν καταργεί και δεν αφαιρεί τη θεία υποχρέωση από τους άντρες και τις γυναίκες που είναι καθιερωμένοι να πράττουν το θέλημα του Θεού και πάνω στους οποίους Αυτός έθεσε το πνεύμα του. «Κήρυξον!» είναι καθαρά γραμμένο στο Λόγο του. Αυτή η διαταγή έχει προτεραιότητα από τη διαταγή οποιωνδήποτε ανθρώπων’. («Σκοπιά» 15 Ιανουαρίου 1950) Αναγνωρίζοντας ότι οι εντολές που έχουν πάρει προέρχονται από τον Ιεχωβά Θεό και τον Ιησού Χριστό, εμμένουν στη διακήρυξη του αγγέλματος της Βασιλείας άσχετα με την εναντίωση που συναντούν.
[Πλαίσιο στη σελίδα 677]
Σαν τους Πρώτους Χριστιανούς
◆ «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν μια θρησκεία που την παίρνουν πολύ πιο σοβαρά από ό,τι η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων. Οι αρχές τους μας θυμίζουν τους πρώτους Χριστιανούς, οι οποίοι δεν ήταν καθόλου δημοφιλείς και επίσης διώκονταν πολύ βάρβαρα από τους Ρωμαίους».—«Άκρον Μπίκον Τζούρναλ» (Akron Beacon Journal), Άκρον, Οχάιο, 4 Σεπτεμβρίου 1951.
◆ «[Οι πρώτοι Χριστιανοί] ζούσαν ήσυχη, ηθική, πραγματικά υποδειγματική ζωή. . . . Σε όλα τα ζητήματα εκτός από ένα μόνο, της προσφοράς θυμιάματος, ήταν υποδειγματικοί πολίτες». «Ενώ η θυσία στο Πνεύμα του αυτοκράτορα εξακολουθούσε να αποτελεί δοκιμή πατριωτισμού, θα μπορούσαν οι κρατικές αρχές να κάνουν τα στραβά μάτια στην απείθεια αυτών των μη πατριωτών Χριστιανών; Τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν κατά συνέπεια οι Χριστιανοί δεν ήταν εντελώς ανόμοια με τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισε, κατά τη διάρκεια των ετών του πολέμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη η επιθετική αίρεση που είναι γνωστή ως Μάρτυρες του Ιεχωβά, εξαιτίας του ζητήματος του χαιρετισμού της εθνικής σημαίας».—«20 Αιώνες Χριστιανοσύνης» (20 Centuries of Christianity) του Πολ Χάτσινσον και της Γουίνφρεντ Γκάρισον, 1959, σ. 31.
◆ «Ίσως το πιο αξιοσημείωτο πράγμα στους Μάρτυρες είναι η επιμονή τους να θέτουν την αφοσίωσή τους στον Θεό πάνω από την αφοσίωση σε οποιαδήποτε άλλη εξουσία στον κόσμο».—«Και Αυτοί Επίσης Πιστεύουν» (These Also Believe) του Δρ Τσ. Σ. Μπράντεν, 1949, σ. 380.
[Εικόνα στη σελίδα 644]
Η εφημερίδα «Δε Πίτσμπουργκ Γκαζέτ» (The Pittsburgh Gazette) έδωσε εκτεταμένη δημοσιότητα στις συζητήσεις οι οποίες έγιναν μετά την πρόκληση που απηύθυνε ο Δρ Ίτον προς τον Κ. Τ. Ρώσσελ
[Εικόνα στη σελίδα 646]
Οι εναντιούμενοι έδωσαν ευρεία δημοσιότητα σε χονδροειδή ψέματα σχετικά με τις συζυγικές υποθέσεις του Κάρολου και της Μαρίας Ρώσσελ
[Εικόνες στη σελίδα 648]
Ο κλήρος έγινε έξαλλος όταν διανεμήθηκαν 10.000.000 αντίτυπα αυτού του φυλλαδίου που εξέθετε, στο φως του Λόγου του Θεού, τις δοξασίες και τις πράξεις του κλήρου
[Εικόνα στη σελίδα 649]
Οι εφημερίδες έριχναν λάδι στη φωτιά του διωγμού εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής το 1918
[Εικόνες στη σελίδα 651]
Στη διάρκεια της δίκης που έγινε εδώ με κατηγορουμένους μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας, στράφηκε πολύ η προσοχή στο βιβλίο «Το Τετελεσμένον Μυστήριον»
Το ομοσπονδιακό δικαστήριο και το ταχυδρομείο στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης
[Εικόνα στη σελίδα 653]
Καταδικάστηκαν σε αυστηρότερη τιμωρία από ό,τι ο δολοφόνος του οποίου ο πυροβολισμός πυροδότησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από αριστερά προς τα δεξιά: Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ, Ι. Φ. Ρόδερφορντ, Α. Χ. Μακμίλαν, Ρ. Τζ. Μάρτιν, Φ. Χ. Ρόμπισον, Κ. Τζ. Γούντγουορθ, Τζ. Χ. Φίσερ, Τζ. ντε Τσέκα
[Εικόνες στη σελίδα 657]
Όταν πραγματοποιήθηκε αυτή η συνέλευση των Μαρτύρων, το 1939 στη Νέα Υόρκη, ένας όχλος περίπου 200 ατόμων, οδηγούμενος από Καθολικούς ιερείς, προσπάθησε να τη διαλύσει
[Εικόνες στη σελίδα 659]
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά ρίχτηκαν σε αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Η νεκροκεφαλή που ήταν διακριτικό των φυλάκων Ες-Ες (αριστερά)
[Εικόνα στη σελίδα 664]
Τμήμα ενός βιβλίου για μελέτη της Γραφής που το σμίκρυναν φωτογραφικά, το έβαλαν σε ένα κουτί σπίρτων και το πέρασαν λαθραία στους Μάρτυρες σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης
[Εικόνες στη σελίδα 665]
Μερικοί από τους Μάρτυρες των οποίων η πίστη άντεξε στο καμίνι των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης
Μαουτχάουζεν
Βέβελσμπουργκ
[Εικόνα στη σελίδα 667]
Οχλοκρατική βία κοντά στο Μόντρεαλ του Κεμπέκ το 1945. Τέτοιου είδους βία εναντίον των Μαρτύρων, την οποία υποκινούσε ο κλήρος, ήταν συχνό φαινόμενο στις δεκαετίες του 1940 και του 1950
[Εικόνα στη σελίδα 669]
Χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά (περιλαμβανομένου και του Τζον Μπουθ, του εικονιζομένου) συλλαμβάνονταν όταν διένεμαν Γραφικά έντυπα
[Εικόνες στη σελίδα 670]
Το 1940, ύστερα από μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που ήταν εις βάρος των Μαρτύρων, οι Ηνωμένες Πολιτείες σαρώθηκαν από οχλοκρατική βία, συναθροίσεις διαλύθηκαν, Μάρτυρες ξυλοκοπήθηκαν και περιουσίες καταστράφηκαν
[Εικόνες στη σελίδα 672]
Σε πολλά μέρη έγινε αναγκαίο να ιδρυθούν Σχολεία Βασιλείας, επειδή τα παιδιά των Μαρτύρων είχαν αποβληθεί από τα δημόσια σχολεία