ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
Τα 39 θεόπνευστα βιβλία από τη Γένεση ως τον Μαλαχία, όπως είναι γενικώς διατεταγμένα σήμερα, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της Αγίας Γραφής.
Τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών, όπως εμφανίζονται στις περισσότερες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής, μπορούν να χωριστούν σε τρία μέρη: (1) Ιστορικά, από τη Γένεση ως την Εσθήρ, 17 βιβλία. (2) Ποιητικά, από τον Ιώβ ως το Άσμα Ασμάτων, 5 βιβλία. (3) Προφητικά, από τον Ησαΐα ως τον Μαλαχία, 17 βιβλία. Αυτές οι υποδιαιρέσεις είναι αρκετά γενικές, εφόσον το ιστορικό μέρος περιέχει ποιητικά κομμάτια (Γε 2:23· 4:23, 24· 9:25-27· Εξ 15:1-19, 21· Κρ 5) καθώς και προφητικά (Γε 3:15· 22:15-18· 2Σα 7:11-16), το ποιητικό μέρος περιέχει ιστορικό υλικό (Ιωβ 1:1–2:13· 42:7-17) καθώς και προφητικό (Ψλ 2:1-9· 110:1-7), ενώ στο προφητικό μέρος υπάρχουν ιστορικές πληροφορίες και ποιητικό υλικό (Ησ 7:1, 2· Ιερ 37:11–39:14· 40:7–43:7· Θρ 1:1–5:22).
Συγχωνεύοντας και αναδιατάσσοντας τα ίδια αυτά 39 βιβλία με διαφορετική σειρά, οι Ιουδαίοι τα έβγαζαν μόνο 24 ή 22 και, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τους κανόνα, τα ταξινομούσαν ως εξής: Πρώτον, ο Νόμος (εβρ., Τωράχ), ονομαζόμενος και Πεντάτευχος, αποτελούμενος από τα βιβλία (1) Γένεση, (2) Έξοδος, (3) Λευιτικό, (4) Αριθμοί και (5) Δευτερονόμιο. (Βλέπε ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΣ.) Δεύτερον, οι Προφήτες (εβρ., Νεβι’ίμ), που χωρίζονταν στους «Προγενέστερους Προφήτες», (6) Ιησούς του Ναυή, (7) Κριτές, (8) Σαμουήλ (Πρώτο και Δεύτερο μαζί ως ένα βιβλίο), (9) Βασιλέων (Πρώτο και Δεύτερο μαζί ως ένα βιβλίο), και στους «Μεταγενέστερους Προφήτες», οι οποίοι υποδιαιρούνταν με τη σειρά τους στους «Μεγάλους» Προφήτες, (10) Ησαΐας, (11) Ιερεμίας και (12) Ιεζεκιήλ, και (13) στους Δώδεκα «Μικρούς» Προφήτες (ένα και μόνο βιβλίο αποτελούμενο από τα βιβλία Ωσηέ, Ιωήλ, Αμώς, Αβδιού, Ιωνάς, Μιχαίας, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας και Μαλαχίας). Το τρίτο τμήμα αποκαλούνταν Αγιόγραφα (εβρ., Κεθουβίμ) και άρχιζε με τα βιβλία (14) Ψαλμοί, (15) Παροιμίες και (16) Ιώβ, συνέχιζε με τα «Πέντε Μεγκιλώθ», ή πέντε ξεχωριστούς ρόλους, δηλαδή (17) Άσμα Ασμάτων, (18) Ρουθ, (19) Θρήνοι, (20) Εκκλησιαστής και (21) Εσθήρ, και ολοκληρωνόταν με τα βιβλία (22) Δανιήλ, (23) Έσδρας-Νεεμίας (συγχωνευμένα) και (24) Χρονικών (Πρώτο και Δεύτερο μαζί ως ένα βιβλίο). Το βιβλίο της Ρουθ θεωρούνταν μερικές φορές προσάρτημα των Κριτών και οι Θρήνοι προσάρτημα του Ιερεμία, έτσι ώστε τα βιβλία να είναι συνολικά 22, αριθμός που αντιστοιχεί στα γράμματα του εβραϊκού αλφαβήτου, αν και αυτή δεν είναι η συνήθης διάταξη στις εβραϊκές εκδόσεις της Αγίας Γραφής σήμερα.
Τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών δεν ταξινομούνταν με την παραπάνω σειρά σε όλους τους αρχαίους καταλόγους, και αυτό γιατί εκείνον τον καιρό το κάθε βιβλίο ήταν γραμμένο σε διαφορετικό ρόλο. Για παράδειγμα: Στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Μπαβά Μπατρά 14β) αναφέρονται τα εξής: «Οι Ραβίνοι μας δίδασκαν: Η σειρά των Προφητών είναι: Ιησούς του Ναυή, Κριτές, Σαμουήλ, Βασιλέων, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Ησαΐας και οι Δώδεκα Μικροί Προφήτες». (Μετάφραση [στην αγγλική] Μ. Σάιμον και Ί. Σλότκι) Ίσως έτσι εξηγείται γιατί ο Ιερεμίας προηγείται του Ησαΐα σε αρκετά εβραϊκά χειρόγραφα που γράφτηκαν στη Γερμανία και στη Γαλλία.
Οι Συγγραφείς. Όλες οι Εβραϊκές Γραφές γράφτηκαν και συντάχθηκαν από Ιουδαίους, μέλη του έθνους στο οποίο ήταν «εμπιστευμένες οι ιερές εξαγγελίες του Θεού». (Ρω 3:1, 2) Και ως επί το πλείστον, αυτές οι προχριστιανικές Γραφές γράφτηκαν στην εβραϊκή, ενώ στην αραμαϊκή γράφτηκαν οι εξής περικοπές: Γένεση 31:47· Έσδρας 4:8 ως 6:18 και 7:12-26· Ιερεμίας 10:11· Δανιήλ 2:4β ως 7:28. Αραμαϊκές λέξεις εμφανίζονται επίσης στον Ιώβ, σε ορισμένους Ψαλμούς, στο Άσμα Ασμάτων, στον Ιωνά, στην Εσθήρ και στα εβραϊκά τμήματα του Δανιήλ. Το βιβλίο του Ιεζεκιήλ επίσης μαρτυρεί αραμαϊκή επιρροή.
Ο Μωυσής έγραψε και συνέταξε τα πρώτα πέντε βιβλία της Αγίας Γραφής, ενώ ύστερα από αυτόν ακολούθησαν τουλάχιστον 31 άλλοι συγγραφείς και συντάκτες όπως ο Ιησούς του Ναυή, ο Σαμουήλ, ο Δαβίδ, ο Σολομών, ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ, ο Δανιήλ, ο Έσδρας και ο Νεεμίας. Όλοι αυτοί έζησαν σε μια περίοδο 1.100 ετών, από το 16ο μέχρι τον 5ο αιώνα Π.Κ.Χ., και είχαν διαφορετικό υπόβαθρο, δεδομένου ότι ανάμεσά τους υπήρχαν ποιμένες, αντιγραφείς, κυβερνήτες, βασιλιάδες, προφήτες και ιερείς.
Μερικοί από τους Βιβλικούς συγγραφείς υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες των περιστατικών που κατέγραψαν. Για παράδειγμα, ο Μωυσής έγραψε για τα όσα έζησε εμφανιζόμενος ενώπιον του Φαραώ. (Εξ 5:1–12:32) Κάποιοι συγκέντρωσαν ορισμένες ιστορικές πληροφορίες από προγενέστερα αρχεία μέσω επιμελούς έρευνας, όπως όταν συνέταξαν τους γενεαλογικούς καταλόγους. (1Χρ 1-9) Αλλά πολλά πράγματα, όπως οι πληροφορίες σχετικά με τη συνέλευση των αγγελικών στρατιών στον ουρανό και οι προφητικές αποκαλύψεις, ήταν ζητήματα που ξεπερνούσαν τη σφαίρα της ανθρώπινης γνώσης και μπορούσαν να γίνουν γνωστά μόνο μέσω άμεσης θεοπνευστίας. Αυτό το γεγονός, καθώς και η τέλεια ενότητα που διαπνέει το συνολικό έργο—παρότι επρόκειτο για πολυσύνθετο έργο γραμμένο από πολλούς συγγραφείς που έζησαν σε πολύ εκτεταμένη περίοδο χρόνου και είχαν διαφορετικό υπόβαθρο—είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν και καταδεικνύουν ότι οι Βιβλικοί συγγραφείς πράγματι «μίλησαν από τον Θεό καθώς κατευθύνονταν από άγιο πνεύμα».—2Πε 1:21.
Ο Κανόνας των Εβραϊκών Γραφών. Τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών δεν εμφανίζονται στις Γραφές μας κατά σειρά συγγραφής. Ο Ιωήλ, ο Αμώς και ο Ιωνάς έζησαν περίπου δύο αιώνες πριν από τον Ιερεμία, τον Ιεζεκιήλ και τον Δανιήλ. Ούτε οι τίτλοι των βιβλίων αποκαλύπτουν πάντα το συγγραφέα τους. Το βιβλίο του Ιώβ, για παράδειγμα, γράφτηκε προφανώς από τον Μωυσή, ενώ το βιβλίο της Ρουθ από τον Σαμουήλ. Λεπτομέρειες για το κάθε βιβλίο, όσον αφορά το πότε και από ποιον γράφτηκε, παρέχει ο «Πίνακας των Βιβλίων της Αγίας Γραφής Κατά Σειρά Ολοκλήρωσης» στο λήμμα ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ. Για τα περιεχόμενα, τη σπουδαιότητα και τη σημασία, τις αποδείξεις της αυθεντικότητας κάθε βιβλίου, καθώς και άλλες πληροφορίες, βλέπε τα αντίστοιχα λήμματα.
Ο κανόνας των Εβραϊκών Γραφών είχε ήδη παγιωθεί όταν ο Ιησούς Χριστός ήταν στη γη, όπως αποδεικνύεται από τις δηλώσεις του που έχουν καταγραφεί στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Για παράδειγμα, ο Ιησούς αναφέρθηκε στην ταξινόμηση των βιβλίων σε τρεις υποδιαιρέσεις όταν μίλησε για «όλα τα γραμμένα στο νόμο του Μωυσή και στους Προφήτες και στους Ψαλμούς». (Λου 24:44) Οι ακόλουθοί του έγραψαν ή μίλησαν για «τη δημόσια ανάγνωση του Νόμου και των Προφητών», τις «Γραφές», “το νόμο του Μωυσή και τους Προφήτες”, τις «άγιες Γραφές» και «τα άγια συγγράμματα».—Πρ 13:15· 18:24· 28:23· Ρω 1:2· 2Τι 3:15· βλέπε ΚΑΝΟΝΑΣ.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι κανένα από τα απόκρυφα συγγράμματα δεν έγινε δεκτό στον Εβραϊκό κανόνα. Από τις ημέρες του Έσδρα και του Μαλαχία, τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., ο ολοκληρωμένος κανόνας των Εβραϊκών Γραφών έχει διαφυλαχτεί και προστατευτεί ώστε να μη συμπεριληφθούν σε αυτόν οποιαδήποτε αμφισβητήσιμα συγγράμματα. (Βλέπε ΑΠΟΚΡΥΦΑ.) Ως προς αυτό μερίμνησαν με σχολαστικότητα οι Σοφερείμ—αντιγραφείς χειρογράφων—τους οποίους διαδέχθηκαν αργότερα οι Μασορίτες.
Αρχικά οι Εβραϊκές Γραφές γράφτηκαν χωρίς φωνήεντα ή σημεία στίξης και χωρίς τη σημερινή διαίρεση σε κεφάλαια και εδάφια. Στο δεύτερο ήμισυ της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., οι Μασορίτες, οι οποίοι ήταν επίσης πολύ προσεκτικοί αντιγραφείς της Αγίας Γραφής, καθιέρωσαν ένα σύστημα φωνηεντικών σημείων και φωνόσημων ως βοήθημα για την ανάγνωση και την προφορά.
Διατήρηση και Μεταβίβαση. Οι Ιουδαίοι Σοφερείμ (γραμματείς), μολονότι προσπαθούσαν με υπερβολική σχολαστικότητα να αποφύγουν τα λάθη στην αντιγραφή, έκαναν κάποιες τροποποιήσεις, ή διορθώσεις, στο κείμενο σε σημεία όπου, κατά τη γνώμη τους, το αρχικό κείμενο φαινόταν να δείχνει ανευλάβεια για τον Θεό ή έλλειψη σεβασμού για τους εκπροσώπους του. Σε περισσότερες από 140 περιπτώσεις οι Ιουδαίοι γραμματείς αντικατέστησαν το Τετραγράμματο (το αντίστοιχο του ονόματος Ιεχωβά γραμμένο μόνο με σύμφωνα) με τους όρους «Υπέρτατος Κύριος» ή «Θεός».—Βλέπε ΜΝΚ με Υποσημειώσεις, παραρτήματα 1Β, 2Β.
Κανένα από τα πρωτότυπα κείμενα των Εβραϊκών Γραφών δεν σώζεται σήμερα, αλλά υπάρχουν πιθανώς 6.000 χειρόγραφα που αποτελούν αντίγραφα ολόκληρων των Εβραϊκών Γραφών ή τμημάτων τους. Ο Πάπυρος Νας, ο οποίος περιέχει μικρά αποσπάσματα του Δευτερονομίου, και πολλοί από τους Ρόλους της Νεκράς Θαλάσσης αντιγράφηκαν πριν από την Κοινή μας Χρονολογία. Εκτός από τα αντίγραφα των Γραφών στην εβραϊκή, έχουν γίνει πολλές μεταφράσεις των προχριστιανικών Γραφών, είτε ολόκληρων είτε τμήματός τους, σε πολλές γλώσσες. Η πρώτη από αυτές ήταν στην ουσία η Μετάφραση των Εβδομήκοντα στην ελληνική, μετάφραση που ξεκίνησε περίπου το 280 Π.Κ.Χ. Επίσης, η λατινική Βουλγάτα του Ιερώνυμου περιείχε μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών που ήταν από τις παλαιότερες. Η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Εβραϊκών Γραφών βασίστηκε στην έβδομη, στην όγδοη και στην ένατη έκδοση της Μπίμπλια Χεμπράικα (Biblia Hebraica) του Ρούντολφ Κίτελ, η οποία είναι η τυπωμένη έκδοση του Κώδικα του Λένινγκραντ Β 19Α, του αρχαιότερου πλήρους χειρογράφου των Εβραϊκών Γραφών.
Οι επικριτές της Αγίας Γραφής έχουν καταβάλει επισταμένες προσπάθειες να δυσφημήσουν τις Εβραϊκές Γραφές χαρακτηρίζοντάς τες πλαστογραφήματα ή απλώς λαϊκές παραδόσεις άνευ ιστορικής γνησιότητας. Μια μέθοδος επίθεσης την οποία έχουν χρησιμοποιήσει είναι το να κατακερματίζουν τα διάφορα βιβλία της Αγίας Γραφής επιχειρώντας να αποδείξουν ότι γράφτηκαν από διαφορετικά χέρια, σαν να μην μπορούσε το ίδιο άτομο να διαφοροποιήσει το συγγραφικό του ύφος. Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι εντελώς αβάσιμο, αφού όποιοι γράφουν ποίηση μπορούν επίσης να γράψουν σε πεζό λόγο, και το αντίθετο. Ο δικηγόρος που συντάσσει ένα νομικό έγγραφο αλλάζει το ύφος του εύκολα και γρήγορα όταν αφηγείται κάποια προσωπική εμπειρία. Όταν οι επικριτές ισχυρίζονται ότι μερικά εδάφια, τα οποία χαρακτηρίζουν ως «J» και τα οποία περιέχουν το όνομα Ιεχωβά, γράφτηκαν από άτομα διαφορετικά από τους συγγραφείς των εδαφίων όπου εμφανίζεται ο τίτλος «Θεός» (εβρ., ’Ελοχίμ), και τα οποία προσδιορίζουν ως «Ε», ο συλλογισμός τους είναι ρηχός.
Εκθέτοντας τη σφαλερότητα του ισχυρισμού των επικριτών, ο Κ. Ά. Κίτσεν, του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, λέει: «Πουθενά στην Αρχαία Ανατολή δεν υπάρχει κάτι το οποίο να παραλληλίζεται κατηγορηματικά με την περίτεχνη ιστορία περί αποσπασματικής σύνθεσης και συγχώνευσης [δηλαδή ενός σύνθετου κειμένου] της εβραϊκής λογοτεχνίας (ή που να χαρακτηρίζεται από τέτοια κριτήρια) όπως αξιώνουν οι υποθέσεις της θεωρίας των πηγών. Και αντίστροφα, οποιαδήποτε απόπειρα για εφαρμογή των κριτηρίων που θέτουν οι οπαδοί της θεωρίας των πηγών σε συνθέσεις της Αρχαίας Ανατολής, οι οποίες πραγματεύονται γνωστές ιστορίες αλλά παρουσιάζουν τα ίδια λογοτεχνικά φαινόμενα, καταλήγει σε καθαρούς παραλογισμούς».—Αρχαία Ανατολή και Παλαιά Διαθήκη (Ancient Orient and Old Testament), 1968, σ. 115.
Σπουδαιότητα. Ό,τι και να λεχθεί για τη σπουδαιότητα των Εβραϊκών Γραφών είναι λίγο, διότι χωρίς το νομικό κώδικα, την ιστορία και τις προφητείες τους, πολλά πράγματα στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές θα ήταν ασαφή. (Λου 24:27, 44) «Διότι όλα όσα γράφτηκαν παλιότερα γράφτηκαν για τη διδασκαλία μας». «Αυτά συνέβαιναν σε εκείνους ως παραδείγματα και γράφτηκαν για προειδοποίηση δική μας, στους οποίους έχουν φτάσει τα τέλη των συστημάτων πραγμάτων». (Ρω 15:4· 1Κο 10:11) Γι’ αυτό, οι Χριστιανοί Βιβλικοί συγγραφείς παρέθεταν επανειλημμένα από τα προγενέστερα Βιβλικά συγγράμματα και αναφέρονταν έμμεσα σε αυτά, επεξεργαζόμενοι περαιτέρω και διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο πολλά από τα θέματα και τις υποσχέσεις που εκτίθενται στις Εβραϊκές Γραφές. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, η Μετάφραση Νέου Κόσμου παρουσιάζει ως άμεσες παραθέσεις 320 περικοπές από τις Εβραϊκές Γραφές. Σύμφωνα με έναν κατάλογο τον οποίο εξέδωσαν οι Γουέστκοτ και Χορτ, οι παραθέσεις και οι αναφορές ανέρχονται συνολικά σε περίπου 890.
Χωρίς τις Εβραϊκές Γραφές θα μας έλειπαν πολλές λεπτομέρειες σχετικά με την προέλευση του ανθρώπου, την αιτία του θανάτου και την εδεμική υπόσχεση ότι το σπέρμα της γυναίκας θα συντρίψει το κεφάλι του Φιδιού. Χωρίς τις Εβραϊκές Γραφές δεν θα γνωρίζαμε πολλές λεπτομέρειες για θέματα όπως ο Κατακλυσμός του Νώε, ο λόγος για τον οποίο το αίμα είναι ιερό, η διαθήκη του Θεού με τον Αβραάμ, το πώς πολεμούσε ο Ιεχωβά για το λαό με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη και η ιστορία της εξεικονιστικής θεοκρατικής βασιλείας.